Τετάρτη, Νοεμβρίου 07, 2018

Ο θάνατος του αστρίτη και άλλες ιστορίες, Δημήτρη Κανελλόπουλου

Πολλές φορές το σκέφτομαι το παλιό το σπίτι μου.
Τις νύχτες το βλέπω συχνά στον ύπνο μου.
Τα βαγένια, τα δικράνια και τις τριχιές, τις καπιστριάνες του αλόγου και τον πάγκο…
και τις μυρωδιές του και τα χρώματά του.
Και το στοιχειό του, που σαν ξυπνούσε έκαμε το σπίτι να τρέμει.
Όλα αυτά σκέφτομαι, όλα αυτά που γλιστρούν και χάνονται στη μνήμη. 

Δέκα διηγήματα, ή καλύτερα «ιστορίες» όπως λέει και ο τίτλος, μας μεταφέρουν στον χώρο και στον χρόνο: με κέντρο τη γενέτειρα του συγγραφέα -τη Νεμούτα Ηλείας- αλλά και την ευρύτερη περιοχή, παρακολουθούμε  σύντομα δραματικά επεισόδια  (δραμα-τικά με την έννοια της δράσης όχι του μελοδράματος), που δεν έχουν ηθογραφικό χαρακτήρα αλλά σίγουρα δεν θα μπορούσαν να συμβούν μ’ αυτόν τον τρόπο στις αστικές περιοχές. Έμμεσα δηλαδή γευόμαστε τις ιδιαιτερότητες του συγκεκριμένου τόπου, που μόνο αυτός θα μπορούσε να «χτίσει» τις συνθήκες όπου λαμβάνουν χώρα οι μικρές τραγωδίες (δέση-λύση-κάθαρση) ή έστω, οι ιστορίες  που κατά κανόνα έχουν «αρχή-μέση-τέλος», χαρακτήρες, αγωνία και  άλλοτε τραγικό, άλλοτε αίσιο τέλος.  Στο επίπεδο του χρόνου, βρισκόμαστε στη σύγχρονη Ελλάδα, από τα μέσα του 20ου περίπου αιώνα και μετά.
Το σκηνικό, που περιλαμβάνει τον χώρο δράσης και τα πρόσωπα, στήνεται σε λίγες γραμμές έως λίγες σελίδες, ενώ η πλοκή κατά κανόνα απλώνεται χρονικά (δεν έχουμε δηλαδή διηγήματα στιγμιοτύπων). Μερικές φορές μάλιστα απλώνεται σε δυο και τρεις γενιές. Πολλά τοπωνύμια της περιοχής, με λεπτομερείς αναφορές, δίνουν ατμόσφαιρα αυθεντικότητας ενώ το βιωματικό στοιχείο τονίζεται ιδιαίτερα με την προφορικότητα της γραφής (σα να αφηγείται κάποιος ιστορίες απ τον τόπο του), με τα πολλά παρατσούκλια, την αναφορά στα πολλά παιδιά στις οικογένειες με διαφορετική τύχη να περιμένει το καθένα. Μπορούμε ακόμα να μιλήσουμε και για χαρακτήρες, εφόσον μέσα από τη σχετικά έντονη δράση βλέπουμε να διαγράφονται, με αδρές γραμμές, οι ιδιαιτερότητες των συγκεκριμένων ανθρώπων, πάντα προσδιορισμένων όμως από τις συγκυρίες της -κάποτε ανελέητης-  ζωής στην επαρχία, και μάλιστα τη δύσκολη μεταπολεμική εποχή.
Γιατί  οι περισσότεροι ήρωες των διηγημάτων είναι σκληρά δοκιμασμένοι από συνθήκες  της ζωής στον συγκεκριμένο τόπο: το θανατηφόρο δάγκωμα του αστρίτη, που έδωσε τον ομώνυμο τίτλο στο βιβλίο∙ το άλεσμα στο μύλο μέσα στο χιόνι και το κρύο∙ τον θάνατο του αγαπημένου αλόγου∙ τη δύσκολη κατάβαση στο ρέμα που γίνεται αιφνίδια καταρράκτης ∙ οι μικροπαντρεμένες που παίρνουν τον γαμπρό που τους τάξανε οι οικογένειες και υποφέρουν∙ τσακωμοί για τα χωράφια∙ άνθρωποι που χάνονται στο χιόνι∙ το «μπαχαλό» κορίτσι που το γκαστρώνουν στο βουνό και γίνεται η ντροπή της οικογένειας. Κ άλλες γραφικές και γαργαλιστικές λεπτομέρειες της ζωής στην Ηλεία, που μπαίνουν σαν σφήνα στην εξιστόρηση, και καμιά φορά πρωταγωνιστούν διαμορφώνοντας το «ήθος», δηλαδή χαρακτήρες και συμπεριφορές.
Γιατί έχουμε όχι απλώς ανθρώπινους τύπους, αλλά ήρωες που ξεχωρίζουν για την προσωπική τους στάση απέναντι σ όλες αυτές τις δοκιμασίες… που αγαπούν τη ζωή και σε πείσμα των συνθηκών ευημερούν (όπως στο πρώτο διήγημα η Δημήτρω), που υψώνουν την περηφάνια τους και αναγνωρίζουν τα σφάλματά τους, που αγαπούν, ερωτεύονται παράφορα, μισούν παράφορα, ή σκοτώνουν ή λένε ψέματα, το μετανοούν και το λένε με όποιο κόστος…
Έντονο είναι το χαρακτηριστικό της σύμπτυξης του χρόνου, ειδικά στα δύο τελευταία διηγήματα...  Στο «Ένα σπίτι, μια ιστορία» η υπόθεση εκτείνεται σε τρεις γενιές με άξονα τη μοίρα του παλιού, ξεπεσμένου σπιτιού (μετά τον Μικρασιατικό πόλεμο) ενώ στο τελευταίο, ο χώρος είναι η Ελευσίνα όπου μετοικούν απ το Νιχώρι οι δυο κεντρικοί ήρωες, ο Σωτήρος με τη γυναίκα του, την Σαραντινιώ. Η γρήγορη μετάλλαξη του τόπου σε βιομηχανική περιοχή και η βασική χρονική περίοδος (χούντα) δίνει κάπως πιο έντονο πολιτικό χρώμα στην αφήγηση, σε σχέση με τα υπόλοιπα διηγήματα. 
   Δεν είναι εύκολο να μιλήσει κανείς για διηγήματα χωρίς να προδώσει την πλοκή. Μόνο γενικεύοντας μπορεί κανείς να δώσει το απόσταγμα που μένει στον αναγνώστη, που είναι αυτός ο συνδυασμός σκοτεινών ενστίκτων, παθών και ομορφιάς για τα οποία μιλά και ο συγγραφέας στο οπισθόφυλλο του βιβλίου, ένας ολόκληρος κόσμος, τον οποίο με τη γραφή καταφέρνει να περισώσει από τη λήθη. 
Χριστίνα Παπαγγελή

1 σχόλιο:

ZAK είπε...

ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ
Οι εκδόσεις ΤΟΠΟΣ σας προσκαλούν στην παρουσίαση του βιβλιου του Μιχάλη Κατσαρού ΜΕΙΖΟΝΑ ΠΟΙΗΤΙΚΑ, την Πέμπτη 22 Νοεμβρίου 2018,ωρα 8.00, στο POLIS ART CAFÉ, Πεσμαζόγλου 5 και Σταδίου, Τηλ.210-3245988
_____________________________________________________________________
Με την ευκαιρία της συμπλήρωσης 20 χρόνων από το θάνατο του ελευθεριακού ποιητή Μιχάλη Κατσαρού, οι εκδόσεις ΤΟΠΟΣ προχώρησαν στην έκδοση του βιβλίου «ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΤΣΑΡΟΣ, ΜΕΙΖΟΝΑ ΠΟΙΗΤΙΚΑ» .Το βιβλίο αυτό, σε επιμέλεια Άρη Μαραγκόπουλου, περιλαμβάνει όλο το έργο της πρώτης συγγραφικής περιόδου του ποιητή, δηλαδή τις συλλογές ΜΕΣΟΛΟΓΓΙ, ΟΡΟΠΕΔΙΟ και ΚΑΤΑ ΣΑΔΔΟΥΚΑΙΩΝ καθώς και για πρώτη φορά ΑΝΕΚΔΟΤΑ, ΑΔΗΜΟΣΙΕΥΤΑ ΚΑΙ ΑΘΗΣΑΥΡΙΣΤΑ ποιήματα από την ίδια εποχή, δηλαδή από τα χρόνια της Απελευθέρωσης, των Δεκεμβριανών και των κατοπινών χρόνων, μέχρι και το 1957.
Στο πρώτο μέρος του μπορεί ο αναγνώστης να διαβάσει ποιήματα διάσημα όπως τη Διαθήκη με το Αντισταθείτε και το «Ελευθερία Ανάπηρη πάλι σου τάζουν» ή το «Πάρτε μαζί σας νερό, το μέλλον μας έχει πολλή ξηρασία». Το δεύτερο μέρος του τόμου, έχει άγνωστα ποιήματα, με την ίδια θεματολογία αλλά και παλιότερα , των ηρωικών εποχών, όπως αυτό, γραμμένο για (κι επάνω στα ) οδοφράγματα των Δεκεμβριανών:
Έφοδος
Δέσαμε την καρδιά μας στο οδόφραγμα.
Κι η σιωπή της νύχτας λαγοκοιμότανε.

Μετρήσαμε τα δένδρα τ’ ασάλευτα
στην ατέλειωτη λεωφόρο.

Κι άχνιζεν η ανάσα μας προσμένοντας
έσταζε το μολύβι απ’ την καρδιά μας
κι ακούγαμε τελεύοντας τον ήχο του στην άσφαλτο.

Κι όπου τα ξημερώματα λύθηκαν τ’ αγριοπούλια
που προσμένανε το μήνυμα της έφοδος.

Χτύπησαν τις φτερούγες αλαλάζοντας
στη φωτεινή γραμμή χωρίς θάνατο

Πήρανε την κορφή τ’ Ολύμπου την ασάλευτη
και παίξανε στη μάχη το τραγούδι.

Και προσπεράσαμε τα πεθαμένα δέντρα που δεν έγνεφαν

Και προσπεράσαμε τα μολυβένια στρατιωτάκια
π’ απορήσανε για τον άνεμο.

Έσκαζε ο ήλιος στήνοντας το λάβαρό μας
δύο τετράγωνα πιο μπρος από τα χτες...
…………………………………………………………………………………
Ή όπως αυτό, που το έγραψε σένα πακέτο από τσιγάρα αμέσως μετά την εκτέλεση του Μπελογιάννη και του Πλουμπίδη:


Με το λάβαρό σου
Με το λάβαρό σου
το κοντάρι σπασμένο
προσπαθείς ν’ ανεβείς τα σκαλιά.

Τα πλήθη κάτω–
κάτω από σε
λουφασμένα στον ίσκιο
ή καθισμένα αδιάφορα σε μια πέτρα
σκύβουν όλο και σκύβουν
κι άξαφνα ανάβουν οι πυρκαγιές
–η δικιά σου φωτιά
του ανθρώπου με το γαρίφαλο
και του άλλου.

Κι άξαφνα
ακούγεται μια φωνή
κι ύστερα πάλι σωπαίνουν
κι εσύ στα σκαλιά
εσύ τη σημαία κυματίζεις για λίγο.

Μετά περνάνε καμιόνια
αυτοκίνητα, υπηρεσιακά έγγραφα,
πυροβολικό, στρατιώτες,
περνάνε εργάτες που έχασαν
το σαββατόβραδο
κι άλλα σπουδαία.
Σε περιμένω.

Και αυτό, για τους μεγάλους «Ηγέτες» :

Στην όρχηση
Στους ήχους
Στα κρουστά
Πρώτος ο Μάγος Ισκαβάντι.
Τέλειος εις όλα.
Εις την φρουράν
Εις το μαστίγιον
Υψούτο με το τραχύ βλέμμα του
Ως τίγρης πάνω από τα πλήθη του λαού Γιαμά – Σι – Εν.
Παράδειγμα προς νέους
Σε χίλιους αιώνας εις όλην την Ασίαν.

Μόνον Που έπασχε από νόσον άγνωστον των οφθαλμών
Κανείς όμως δεν το γνώριζεν

Κι έτσι ευτυχούσε