Όμως όχι. Ας μην νομίσει όποιος διαβάζει αυτήν την ανάρτηση ότι το πρόσημο της ανάγνωσής μου είναι αρνητικό, κάθε άλλο. Η μεστή γραφή και η καταβύθιση μέσα στην άβυσσο της ανθρώπινης φύσης, η διερεύνηση της ψυχής στις ακραίες της εκφάνσεις, η αναζήτηση της γνησιότητας και των δεσμών με τη Φύση -που έχει χαθεί στους αλλοτριωμένους μας καιρούς-, τέλος η μεταφορά μέσα από το γήινο και το λαϊκό στο υπερ-φυσικό και το άπιαστο· όλα αυτά μας μεταφέρουν στο σύμπαν των θρύλων, των μύθων και κατά συνέπεια σε άλλο πνευματικό σύμπαν, μη ρεαλιστικό αλλά ίσως πιο πραγματικό. Πρόκειται για μια «κραυγή στο ανείπωτο» όπως γράφει ο Χρίστος Παπαγεωργίου στην εύστοχη παρουσίασή του.
Ο συγγραφέας φαίνεται να διερευνά τα όρια της ανθρώπινης συνείδησης, εκεί που την απειλεί ο αρχέγονος φόβος των φυσικών στοιχείων, των άγριων ζώων, η φρίκη του φονιά· η φρίκη της αγιάτρευτης αναπηρίας, η φρίκη της εκμετάλλευσης και του βασανισμού· η σαγήνη που φτάνει στη διαστροφή, η ψυχοφθόρος ζήλεια, η ύβρις, η παντοδύναμη κατάρα, η δίψα για εκδίκηση. Και φυσικά η φρίκη του πολέμου. Όλα τα διηγήματα, εκτός από την «Αποδοχή κληρονομιάς», αγγίζουν αυτές τις πρωταρχικές, ανεξέλεγκτες δυνάμεις, φυσικές και ψυχικές, που ταλανίζουν και δοκιμάζουν τον άνθρωπο: στο διήγημα «Αλησμονιά», ο «διαβολοπαρμένος» Λουκάς από χωριό του Κορινθιακού, νιώθει τέτοιο υπερφυσικό φόβο για τη θάλασσα (οι γονείς του σκυλοπνίγηκαν στη μέση του Κορινθιακού ενώ η θάλασσα ήταν λάδι) ώστε αυτοεξορίζεται στο Τρανό Λαγκάδι· η θάλασσα είναι που καταπίνει και τον νεαρό Οντυσσέα, σφουγγαρά στον Εμπορειό της Καλύμνου, στο διήγημα «Η μάστιγα», καθώς προσπαθεί να ξεριζώσει μαγικό βοτάνι από τον βυθό της θάλασσας, για να σώσει τον πατέρα του απ’ την κακιά αρρώστια (καθώς η θάλασσα ρουφούσε μέσα της τον Οδυσσέα, μαζί με όλα του τα νιάτα, τα κύματα έξω της χαμήλωναν την ορμή της, ώσπου ΄φταναν ξέπνοα στην ακτή. Σαν να χάιδευε τη γη η Αγια- Θαλασσινή για το στερνό της δώρο) · στο διήγημα «Πικρά χαμπέρια» η δολοφονική χιονοθύελλα είναι που υποδέχεται τον Σωτήρη, μετανάστη από την Αμερική, που μετά από απίστευτη οδύσσεια επιστρέφει στα πάτρια· και το διήγημα «Του λύκου» τοποθετημένο καθόλου τυχαία στη Λυκόσουρα Αρκαδίας, έχει να κάνει με τον πανάρχαιο εχθρό και τη μόνιμη απειλή των βουνίσιων περιοχών, τον λύκο.
Δεν είναι όμως μόνο η Φύση αυτό που τυραννά τον άνθρωπο αλλά και τα δικά του, ιδιαίτερα ανθρώπινα πάθη. Τα ακατέργαστα ένστικτα και οι ανεξέλεγκτες δυνάμεις που αποτελούν προέκταση των γήινων καταβολών. Όπως είπαμε παραπάνω, πρώτα πρώτα η ζήλεια που πυροδοτεί αρχαίες κατάρες και πατροπαράδοτα μάγια, όπως στο διήγημα «Η ασημοκεντήστρα», τοποθετημένο στα 1909 (μετά τον «ατυχή πόλεμο»), στην Καστάνιτσα της Αρκαδίας (τσακωνοχώρι)· παρόμοιες μεθόδους μετέρχεται και η γερόντισσα στο «Μαυρονέρι της Στυγός» που έστειλε στον άλλο κόσμο τον «διαβολεμένο» Κωνσταντάκη δίνοντάς του μια περίεργη «συνταγή» για να ακολουθήσει και να απαλλαγεί από την ενοχή αθέλητου φόνου· και από λύσσα για φρικτή εκδίκηση, στο διήγημα «Θεός 92 μιλίων», διέπραξε αιματηρό φόνο ο προδομένος Σταμάτης, που σκότωσε αδίστακτα την γυναίκα του και τον εραστή της (Αφροδίτη και Άρης τα ονόματά τους, τυχαίο;), προτού πάρει την BSA Gold Star μηχανή, για να φύγει μακριά με 92 μίλια την ώρα και συνεπιβάτη τον θάνατο.
«Μια σύγχρονη ιστορία» ονόμασε ο συγγραφέας το υπερ-φυσικό διήγημά του που αναδεικνύει τη διαστροφή του χήρου Αλεβίζου προς την όμορφη και μονάκριβη κόρη του, θέλοντας ίσως να δείξει τη διαχρονική κατάρα που στοιχειώνει την ανθρωπότητα, να σαγηνεύεται ο πατέρας από την ανυποψίαστη κόρη. Ανατρέφοντάς την με παραμύθια και αρχαίους μύθους, της διηγήθηκε την φρικιαστική ιστορία των Είκοσι Τριών Θανατικών προτού την οδηγήσει στη σπηλιά όπου διαπράχτηκε το πολλαπλό έγκλημα και να επαναλάβει με τραγικό τρόπο τα στοιχεία του θρύλου.
Το διήγημα «Θάνατος στις καλαμποκιές» αναφέρεται στον μυστηριώδη θάνατο του μικρού Κλεομένη, του γιου του κύριου Αγησίλαου που ήταν το αφεντικό σε αρχοντικό της Λακωνίας, με πάρα πολλά στρέμματα με καλαμπόκι, δίνοντας δουλειά σε όλα τα χωριά γύρω γύρω. Ο κύριος Αγησίλαος έχει φοβερή αδυναμία στον μοναδικό του γιο, ο οποίος όμως «γεννήθηκε λειψός. Όχι στο σώμα μα στο μυαλό». Η ταύτισή του με το αρχαίο πνεύμα των Σπαρτιατών έρχεται σε βίαιη αντίθεση με την πραγματικότητα, κι έτσιο ίδιος δίνει μια απρόσμενη λύση στην εσωτερική του σύγκρουση. Τέλος, η ύβρις, με την αρχαιοελληνική έννοια είναι το βαθύτερο υπόστρωμα στο διήγημα «Ελάφια αγριεμένα», όπου ο ήρωας και αφηγητής, «γουρουνάς» -δηλαδή κυνηγός αγριόχοιρου-, προσβάλλει το πνεύμα της αρχαία θεότητας (της Αλφειαίας, Ελείας, Λιμνάτιδας κλπ), που κατοικεί ακόμα στο εκκλησάκι της Παναγιάς της Κλωκοβίτισσας. Ελάφια θηλυκά, έλεγε ο θρύλος, έτρεχαν σε σχηματισμό κυκλικό παραμονές των εννιάμερων της Παναγίας. Και ο ιερέας πατέρας του ήρωα, φανατικός παπάς αλλά που κρατά πολλά βιβλία «για άλλους, θεούς, παλιούς και ελληνικούς», κάνει σπονδή στην «κόρη του Διός με τα πολλά ονόματα, την Τιτανίδα, την τοξότρια…».
Δεν είναι το μοναδικό διήγημα όπου η αρχαιοελληνική παράδοση και θρησκευτική λατρεία φαίνεται να έχει ακόμα επιρροή στους ανθρώπους. Στις καθαρά αγροτικές περιοχές, όπου ο εξευμενισμός των θεών ήταν μέρος του τελετουργικού επιβίωσης, οι βαθιά ριζωμένες πίστεις απλώς αντικαθίστανται από αντίστοιχες χριστιανικές. Έτσι, βλέπουμε τον ήρωα στο «Μαυρονέρι της Στυγός» να καταφεύγει για λύτρωση στα Ύδατα της Στυγός, για να αντιμετωπίσει τις Ερινύες, και να εξευμενίσει την Στύγα, (που, όπως επισημαίνεται και στο διήγημα, γέννησε ένα παιδί που το ονόμασε Έχιδνα). Αλλά και στο διήγημα «Θάνατος στις καλαμποκιές», όχι μόνο τα ονόματα της οικογένειας στη γη τη Λακωνίας είναι αρχαία σπαρτιάτικα, αλλά ο πατέρας Αγησίλαος, άρχοντας μορφωμένος με ιστορικές γνώσεις, θέλει να γαλουχηθεί ο γιος του ώστε «να γίνει απόγονος άξιος των Λακεδαιμονίων». Η Λυκόσουρα, η πόλη όπου διαδραματίζεται το διήγημα «Του Λύκου», είναι σύμφωνα με τον Παυσανία «η πρώτη πόλη που ιδρύθηκε στον κόσμο».
Δεν είναι τυχαίο ότι τα διηγήματα δεν αναφέρονται καθόλου στην αστική ζωή, αλλά εκκινούν από έναν τόπο τοποθετημένο στην επαρχία, πάντα πολύ συγκεκριμένο –έψαξα από περιέργεια τα τοπωνύμια και την ιστορία των τόπων αδρομερώς, και διαπίστωσα ότι είναι υπαρκτά και με στοιχεία τεκμηριωμένα. Ακόμα και στο διήγημα «Προγονικό», το μόνο τοποθετημένο εκτός Ελλάδος (αλλά που αφορά την ιστορία των Σμυρνιών κυρίως και άλλων Ελλήνων που το 1768 ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα του Άντριου Τέρνμπουλ, του Σκοτσέζου γιατρού που με τη Σμυρνιά γυναίκα του έδωσαν εργασία στο τεράστιο κτήμα τους στην σημερινή[1]Νέα Σμύρνη της Φλόριντα), τα στοιχεία είναι ιστορικά ακριβή. Έτσι, παρακολουθούμε με ενδιαφέρον ανθρωπογεωγραφικά στοιχεία της Καλύμνου-Τελένδου στο διήγημα «Μάστιγα», βλέπουμε ότι ο Κλωκός του διηγήματος «Ελάφια αγριεμένα» είναι όντως μια κορφή κρημνώδης κοντά στον Σελινούντα ποταμό, κλπ κλπ.
Το μόνο που αγγίζει έμμεσα την αστική ζωή είναι το τελευταίο, το ομότιτλο «Αποδοχή κληρονομιάς» που λειτουργεί και σαν επίλογος (όχι μόνο επειδή είναι το τελευταίο του βιβλίου). Εδώ ο ήρωας, με καταβολές απ’ το χωριό, έχει απαρνηθεί την ζωή στο χωριό (εκείνο το καταραμένο μέρος), παρόλο που διατηρεί ζεστές, παιδικές αναμνήσεις. Με αφορμή όμως τον θάνατο του παππού επιστρέφει, κι αυτός ο «νόστος» τον φέρνει μπροστά σε δυνατές συγκινήσεις (μαζί με τα δάκρυα κύλησαν στο πάτωμα τα ψέματα που με τάιζε η ζωή σαράντα χρόνια), αλλά και σε μεταστροφή με ακραίες συνειδητοποιήσεις. Καυτές αλήθειες είναι αυτές που ξεστομίζονται από τον καρδιακό φίλο του παππού του: "Άκου λοιπόν για να μαθαίνεις. Αυτός ήταν ο ήρωας κι ο αγωνιστής. Αυτός κι όλοι αυτοί οι γέροι εδώ έξω.. αν θες παράσημα να δεις, για κοίτα τα κορμιά τους. Κοίτα τις χαρακιές και τα στραβωμένα δάχτυλα. Κοίτα τις σκορπιδαγκωματιές και τα κοψίματα από τα κλαδευτήρια. Θες μάχες να δεις; Τα δικά μας τα πεδία μαχών είναι τα αλώνια. Εκεί ματώσαμε εμείς για μια ιδέα. Να χτίσουμε στα ερείπια του τόπου κάτι, για να τα’ αφήσουμε σ΄εσάς, να μη μας λησμονάτε".
Άφησα για το τέλος την αναφορά σε τέσσερα διηγήματα, που έχουν είτε άμεσα είτε έμμεσα αντιπολεμική, ανθρωπιστική χροιά.
Στο διήγημα «Μαΐστρος», ο νεκρός πια ήρωας είναι και ο αφηγητής. Νεκρός από τα πυρά των συντρόφων του, όταν εκείνος όχι μόνο αρνήθηκε να σκοτώσει τους ανυποψίαστους δερβίσηδες που βρέθηκαν να χορεύουν κοντά στο στρατόπεδο των Ελλήνων, αλλά στράφηκε ενάντια στους Έλληνες στρατιώτες που «γάζωναν τους λευκοντυμένους άντρες». Ζωγράφος πριν την Μικρασιατική εκστρατεία, μας ξεναγεί αρχικά στο εγκαταλελειμμένο του ατελιέ σ’ ένα πολύ μικρό κι ασήμαντο χωριό κοντά στα Καλάβρυτα, δίνοντας έτσι το στίγμα του, την αφετηρία: ένας απλός στρατιώτης ανάμεσα σε όλους όσους ζούσαν ευτυχισμένα, μέχρι που τον κάλεσαν στην επιστράτευση (Τον καιρό που ακολούθησε είδαν πολλά τα μάτια μου. Χωριά να καίγονται, βρέφη να σφαγιάζονται πριν καν πουν λέξη, γυναίκες να ατιμάζονται και άντρες να εκτελούνται μέσα στα δάκρυά τους χωρίς κανένα έλεος/κτήνη με στολές καταντήσαμε όλοι/άκουγα το τραγούδι και μου ερχόταν να σπάσω το Ένφιλντ μου και να κλοτσήσω το κράνος μου μακριά, μπας και ξανάβρισκα τον άνθρωπο που είχα μέσα μου). Ο απλός ορεσίβιος ήρωας βλέπει τους γραμματιζούμενους με καχυποψία (έρχονταν από αστικά μέρη, με την ιδέα της Μεγάλης Ελλάδας σφηνωμένης μέσα τους.(…) Είχαν τη γνώση μέσα στα σπίτια τους, δεν έψαξαν το μέσα τους καθόλου.(…) Αυτοί δεν είχαν ιερό και όσιο την ώρα της σφαγής).
Έτσι άμεσα αντιπολεμικό, αντιηρωικό κι αντεθνικιστικό είναι και το διήγημα «Λευκός θάνατος». Και πάλι ο κεντρικός ήρωας είναι και αφηγητής, με καταγωγή από τη Νικομήδεια/Ιζμίτ, στην περιοχή που στην αρχαία ιστορία γνωρίζουμε ως Βιθυνία (η ιστορία του μέρους μεγάλη κι απ’ ό, τι έμαθα κι εγώ εδώ κι εκεί χιλιοκατακτημένος ο τόπος μου). Γευόμαστε κι εμείς οι αναγνώστες τον αέρα από μια ιστορική περιοχή, με πολλούς λαούς που συγκατοικούσαν «μονιασμένα», δουλεύοντας σε ορυχεία και εκτρέφοντας άλογα. Άλογα ελεύθερα στα βουνά τον χειμώνα (αυτή η παλιά συνήθεια ερχόταν από τα παλιά χρόνια, όταν οι Κιρκάσιανς, ο παλιός εδώ λαός, ημέρωσε τα άλογα των βουνών). Ο ήρωάς μας έγινε ειδικός στα άλογα, εκπαιδευτής και γιατρός, και ανάμεσα στα πολλά άλογα της οικογένειας ξεχώρισε τον Αρχοντή, ένα μοναδικό, κατάλευκο, περήφανο άλογο (εμένα ο καλύτερός μου φίλος λεγόταν Αρχοντής, λέει στην αρχή του διηγήματος).
Ώσπου ξέσπασε η Εκστρατεία του Καυκάσου, το 1914 (εμείς στο Παραλί προσπαθήσαμε να μην μπλεχτούμε, μα το μπλέξιμο ήρθε σε μας). Αρμένηδες, Τούρκοι, Ρώσοι. Όταν οι Τσέτες άρχισαν να σφάζουν τον κόσμο του χωριού (τους άνδρες που μέχρι χθες έπιναν καφέ και σαλέπι μαζί, κι ανάμεσά τους βρισκόταν ο πατέρας μου, τα δυο μου αδέρφια κι ο παππούς μου), ο ήρωας είχε κρυφτεί σε σπηλιά και σώθηκε. Μέσα στη δίνη της καταστροφής έμεινε ολομόναχος, με μοναδική συντροφιά τον Αρχοντή, το μόνο άλογο της ράτσας του που επιβίωσε. Η συμμετοχή του αργότερα στη Μικρασιατική εκστρατεία μαζί με τον Αρχοντή, δίνει την ευκαιρία στον συγγραφέα να υπαινιχτεί και τον αμφίσημο ρόλο του «ένδοξου ελληνικού στρατού», τον χαμό στην καταστροφή της Σμύρνης, κυρίως όμως να εστιάσει στην αθλιότητα του πολέμου με επιστέγασμα τον αποχαιρετισμό στον πιστό του σύντροφο, εκείνον που δεν τον νίκησε καμιά αρρώστια, κανένας διωγμός και καμία μάχη, μα των πολιτικών η αχρηστιά κι εκείνο το πικρό κρασί κάποιας χαμένης νίκης…
Την αγωνία του κατακτημένου λαού μάς μεταφέρει και το διήγημα «Ο Νικολής το σκιάχτρο», όπου ο ήρωας ο Νικολής υπερφυσικά ψηλός και λιγνός, και ολίγον αποκλίνων, είναι αυτός που αυτοθυσιάζεται όταν στη διάρκεια του Β΄ παγκόσμιου πολέμου -που η πείνα, και ο φόβος θερίζουν όλο το χωριό-, μια φάλαγγα Γερμανών περνά ξυστά από το εξαφανισμένο στην ομίχλη χωριό.
Συγκλονιστικό στην αμεσότητα με την οποία βιώνει τη φρίκη του πολέμου είναι ο «Τρωγλοδύτης». Εδώ ο ήρωας, φοιτητής στο Λονδίνο το 1936, παρατάει τις σπουδές και κατατάσσεται με ενθουσιασμό στην ισπανική λεγεώνα, στον Δημοκρατικό Στρατό, παρασυρμένος από την ξεσηκωτική φράση που οδήγησε χιλιάδες νέους απ΄όλον τον κόσμο στον αγώνα κατά του φασισμού: «Ο ισπανικός λαός ετοιμάζεται για την έφοδο στον ουρανό». Η σπαραχτική εικόνα του ανυποψίαστου νεαρού παιδιού που σκότωσε με μαχαίρι, μέσα σε τούνελ κάτω απ’ το χώμα ήταν το βίωμα που του ανέτρεψε όλη τη ζωή (ζωντανό νεκρό μ’ έστειλαν πίσω στη χώρα μου). Ο ήρωάς μας οδηγήθηκε σαν τρελός κουρελής μέσα από τις Άλπεις στην πατρίδα του, όπου έζησε από κει και πέρα διαβολοπαρμένος, αλαφροΐσκιωτος, τρωγλοδύτης. Όμως στη διευρυμένη του συνείδηση, μέσα στα χαμένα λογικά του παρελαύνουν όλοι οι αδικοχαμένοι των πολέμων (οι ατραγούδιστοι νεκροί και των εχθρών χαμένοι), νεκροί από τον Γρανικό κι απ’ την Τριπολιτσά κι απ’ τον Τρωικό πόλεμο ακόμα (Μέσα στις λάσπες είδα το πτώμα του Έκτορα σκυλοφαγωμένο, που άλλο τίποτα δεν έκανε πέρα από το να τιμήσει το σπιτικό του. Είδα την Εκάβη και την Κασσάνδρα αιματοκυλισμένες, να με κοιτούν με απέχθεια. Ποιον, εμένα, τον απόγονο αυτών που πήγαν να μοιράσουν τον πολιτισμό εκεί στα πέρα μέρη).
Πέρασε ο καιρός κι εγώ σα να΄μουνα χαμένος. Ξυπνούσα μέσα σε όνειρα θολά και μπερδεμένα. Ακόμη και στον ύπνο μου έσκιζα τα στέρνα της γης με το φτυαράκι μου. Έσκαβα και κοιμισμένος, για να βρω τον νεαρό Ισπανό που είχα σκοτώσει και να του πω συγνώμη. Συγγνώμη ου τον σκότωσα και δεν με τιμωρήσαν. Συγγνώμη που έσφαξα ένα παιδί που απλά έκανε απ’ την άλλη μεριά ό, τι είχαν ζητήσει και σε μένα να κάνω απ΄τη δική μας την πλευρά. Να του πω ευχαριστώ που μέσα στην κοιλιά της γης μού έδειξε την αλήθεια. (…) να του πω ευχαριστώ που μ’ έκανε και αγάπησα τον εχθρό μου κι άκουσα τη φωνή του. (…) Γιατί πάνω απ’ τους νόμους τους ανθρώπινους και τις λαμπρές ιδέες υπάρχει η φύση κι η ζωή, που σ΄αυτές το Δίκιο υπακούει.
1] https://el.m.wikipedia.org/wiki/%CE%9D%CE%B9%CE%BF%CF%85_%CE%A3%CE%BC%CE%AF%CF%81%CE%BD%CE%B1_%CE%9C%CF%80%CE%B9%CF%84%CF%82_(%CE%A6%CE%BB%CF%8C%CF%81%CE%B9%CE%BD%CF%84%CE%B1)?fbclid=IwAR0OqL8jkD130yqVd0QIXtxRBiVsUnGdSuelOETMYDFRc6Q0jz_8RjEbHzE