Παρασκευή, Φεβρουαρίου 21, 2025

οι θριαμβεύτριες, Λετισιά Κολομπανί

     Συναρπαστικό κι αυτό το τρυφερό βιβλίο της Λετισιά Κολομπανί, που, όπως και «Η πλεξούδα» , αγγίζει σε βάθος τον κόσμο των γυναικών και της δύσκολης κοινωνικής θέσης τους σήμερα, όχι μόνο στον δυτικό κόσμο αλλά σε όλη την υφήλιο. Στο «Οι θριαμβεύτριες» όμως (Victorieuses στα γαλλικά, δηλ. νικήτριες), δεν προσεγγίζεται αποκλειστικά η διαφορετικότητα των γυναικών, αλλά μπαίνουν στο επίκεντρο της αφήγησης ζητήματα ευρύτερα μειονοτικά, όπως η φτώχεια, η προσφυγιά, η σεξιστική κακοποίηση, η έμφυλη ταυτότητα, ο κοινωνικός αποκλεισμός. Στον αντίποδα, έχουμε τις προσπάθειες αλληλεγγύης και εθελοντισμού από ευαισθητοποιημένους πολίτες, που -προσπαθούν να- γεφυρώνουν το κοινωνικό χάσμα των ανισοτήτων, της ψαλίδας που, όπως βλέπουμε, στην εποχή μας γίνεται όλο και μεγαλύτερη.
     Ναι, θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι είναι ένα βιβλίο «στρατευμένο», ελαφρώς διδακτικό αλλά είναι τόσο έξυπνο, πρωτότυπο, διεισδυτικό και με έμφαση στον συναισθηματικό κόσμο της ηρωίδας πρώτα πρώτα αλλά και των υπόλοιπων ηρώων, που αυτή η στρογγυλεμένη αίσθηση δημιουργικής γραφής ξεχνιέται γρήγορα. Άλλωστε, διαβάζουμε από το βιογραφικό της συγγραφέα ότι είναι ηθοποιός, σεναριογράφος, σκηνοθέτιδα και θεατρική συγγραφέας, είναι λοιπόν αβίαστα συνυφασμένη η γραφή με παραστατικότητα και ψυχογραφική ζωντάνια.
     Στο βιβλίο παρακολουθούμε δυο παράλληλες ιστορίες, με δύο διαφορετικές γυναίκες να πρωταγωνιστούν, την Μπλανς και τη Σολέν. Η βασική πρωταγωνίστρια είναι στο «σήμερα», η Σολέν, 40 χρονών πολύ πετυχημένη και φιλόδοξη δικηγόρος (δεν ανήκε στις γυναίκες όπου ονειρεύονται να γίνουν μητέρες), που μετά από μια αποτυχημένη δικαστική υπόθεση (εξαιτίας της οποίας ο πελάτης της αυτοκτόνησε σχεδόν μπροστά στα μάτια της), παθαίνει burn out και σταματά τη δουλειά (η Σολέν δεν είχε διακρίνει πάνω του την απελπισία, την κατάρρευση, τη βόμβα που ήταν έτοιμη να εκραγεί. Το σοκ προκάλεσε έκρηξη και στη δική της ζωή). Η Σολέν ακολουθεί για ένα μακρύ διάστημα ψυχιατρική αγωγή αλλά φαίνεται ότι αυτό το ακραίο περιστατικό την κάνει να αναθεωρήσει όλη της τη ζωή, όλες τις προηγούμενες αξίες. Υποφέρει από «κρίση νοήματος» όπως λέει ο γιατρός της, και την συμβουλεύει να αφήσει στην άκρη τον εαυτό της, να στραφεί προς τους άλλους/ να νιώσει χρήσιμη σε κάτι ή σε κάποιον.
     Έτσι, με βαριά καρδιά στην αρχή, με επιφύλαξη, ανασφάλεια και αμηχανία, η Σολέν αποδέχεται εντέλει τη θέση του «δημόσιου γραφέα» (οι λέξεις αυτές είναι ισχυρές. Είναι ωρολογιακές βόμβες) στον σύλλογο «Η πένα της αλληλεγγύης», σε μια εστία για «γυναίκες που αντιμετωπίζουν δυσκολίες». Για μια ώρα τη βδομάδα θα βοηθάει τις γυναίκες αυτές να συντάξουν επιστολές ή να προχωρήσουν σε γραφειοκρατικές διαδικασίες.
     Το «Μέγαρο των Γυναικών»
Η Μπλανς λειτουργεί σαν αντηχείο στη δυστυχία του άλλου.
Ερχόμενη σ’ επαφή μαζί του,
η οδύνη αυτή αντανακλάται,
πολλαπλασιάζεται επ’ άπειρον.
     Το «Μέγαρο των Γυναικών» που στεγάζει τη δομή αυτή, είναι ένα ιστορικό κτίσμα που ιδρύθηκε με απίστευτες δυσκολίες στις αρχές του αιώνα από ένα πολύ δυναμικό ζευγάρι, την Μπλανς και τον Αλμπέν Περόν, μέλη του Στρατού της Σωτηρίας[1] (υπαρκτή οργάνωση) που υπήρχε από το 1865, ξεκίνησε από την Αγγλία (Γουίλλιαμ Μπουθ) και λειτουργεί μέχρι σήμερα σε 133 χώρες (και στην Ελλάδα). Η συγγραφέας, θεώρησε σκόπιμο στα πλαίσια του θέματός της, που είναι ουσιαστικά η δύναμη του εθελοντισμού και του ανθρωπισμού, να αναφερθεί εκτενώς στη δραστηριότητα αυτού του ζευγαριού, και ιδιαίτερα της χαλκέντερης «πολεμίστριας» Μπλανς, που γνώρισε την κόρη του ιδρυτή του Στρατού της σωτηρίας, την «Αρχιστράτηγο» Κάθριν, εντυπωσιάστηκε και έταξε τον εαυτό της στον ιερό αγώνα να «καταπολεμήσει τη μιζέρια παντού, ανεξαρτήτως εθνικότητας, φυλής ή θρησκευτικών πεποιθήσεων».
     Η συγγραφέας αφιερώνει αρκετά εμβόλιμα κεφάλαια όπου με φλας μπακ μεταφερόμαστε στα 1925, όταν η Μπλανς είναι πια μεγάλη και άρρωστη με πνευμονική λοίμωξη, αλλά δεν έχει καμφθεί καθόλου ο ζήλος και η αποφασιστικότητά της. Ανατρέχουμε στη ζωή της που ήταν πάντα στρατευμένη, γιατί υπηρετεί με ζήλο και απίστευτο ενθουσιασμό τον «ιερό σκοπό» από 21 χρονών. Έχει γνωρίσει τον Αλμπέν από το 1888 (μαθητευόμενος στη Στρατιωτική Σχολή της Γενεύης), ο οποίος την ερωτεύεται κεραυνοβόλα (διαθέτει μια παράξενη ομορφιά , μια ομορφιά που ακόμα δεν έχει ανακαλύψει ούτε η ίδια), και παρόλο που έχει δηλώσει ότι δεν θέλει γάμους και παιδιά, η Μπλανς τον παντρεύεται και κάνουν… έξι παιδιά.
    Στο βιβλίο περιγράφονται με γλαφυρότητα οι πράξεις και ο χαρακτήρας της Μπλανς, γιατί είναι μια προσωπικότητα ξεχωριστή, όπως λογικά υπήρχαν πολλές εκείνη την εποχή, μια περίπτωση γυναίκας που ξέφευγε από τον μέσο όρο και προώθησε το γυναικείο ζήτημα. Είναι τύπος αθλητικός, που δεν διστάζει να μάθει ποδήλατο παρόλο που την εποχή εκείνη θεωρούνταν επιβλαβές για τις… γυναίκες (τις έχει γραμμένες στα παλιά της παπούτσια αυτές τις θεωρίες των οποίων ο μοναδικός σκοπός είναι, καθώς λέει, να παραμείνουν οι γυναίκες υποταγμένες και κατώτερες), με πείσμα υπερασπίζεται το φύλο της αρνούμενη να δεχτεί ότι είναι «αδύναμο», και γενικά, θα έλεγε κανείς (χωρίς να χρησιμοποιήσει ποτέ η συγγραφέας αυτή τη λέξη), ότι είναι μία από τις πρώτες φεμινίστριες, σε μια εποχή που έχουν μπει τα πρώτα σπέρματα του φεμινισμού.
     Μέσα λοιπόν από πολλές αντιξοότητες, ο Αλμπέν και η Μπλανς λειτουργούν με αυταπάρνηση τον Στρατό της Σωτηρίας στο Παρίσι (το Παρίσι θα αποτελέσει τη μεγάλη μάχη της ζωής της). Μετά από πολλά χρόνια δυσκολιών, θα ιδρύσουν το Μέγαρο του Λαού, που είναι κέντρο υποδοχής αστέγων καθώς και το Καταφύγιο των Γυναικών, επίσης χώρους φιλοξενίας σε πολλές επαρχιακές πόλεις, το Ερμάρι των Φτωχών και το Συσσίτιο του Μεσονυκτίου!
     Είναι γνωστή η φτώχεια κι η μιζέρια στις υποβαθμισμένες γειτονιές του Παρισιού (βλ. «Οι άθλιοι» του Ουγκό), κι έρχεται η στιγμή που οι χώροι αυτοί δε επαρκούν. Η φράση που απευθύνεται σε νεαρή άπορη μητέρα με νεογέννητο στην αγκαλιά «τώρα το μόνο που σου μένει είναι να το πετάξεις σε κανέναν υπόνομο», είναι η ώθηση που θα πυροδοτήσει την Μπλανς (οι λέξεις αυτές θα τη στοιχειώσουν) και τον Αλμπέν να κάνουν τα αδύνατα δυνατά ώστε να λύσουν το πρόβλημα: στην καρδιά του Παρισιού θα ανακαλύψουν εγκαταλελειμμένο πενταώροφο κτίριο 743δωματίων σε αχρησία (Ντύσου. Φεύγουμε). Το ότι κοστίζει εκατομμύρια κι ότι χρειάζεται άλλα τόσα για επισκευές, είναι κάτι που η Μπλανς δεν το σκέφτεται, ή μάλλον, δεν μπαίνει εμπόδιο στην ορμητικότητά της (πρόκειται για πραγματικό άρμα μάχης. Όταν της μπαίνει μια ιδέα στο μυαλό, τίποτα δεν τη σταματά!) Πράγματι, με πρωτοβουλία κυρίως της Μπλανς, κινούν γη και ουρανό για να αγοραστεί το κτίριο αλλά και να χρηματοδοτηθεί αυτό το κολοσσιαίο και ουτοπικό εγχείρημα.
     Ποτέ δεν σταματούν οι κακουχίες και «ποτέ δεν αρκεί τίποτα» για την Μπλανς, που θεωρεί ότι κάθε παιδί που κινδυνεύει είναι σαν δικό της παιδί, και πέφτει με τα μούτρα στο να φέρει σε πέρας αυτόν τον άθλο (πρέπει να βρεθούν επτά εκατομμύρια φράγκα). Με ύφος και ήθος πολέμαρχου, ξεδιπλώνει τις ρητορικές της ικανότητες σε λόγους, διαλέξεις, συναντήσεις, άρθρα -όπου έχουμε την επιτομή, την ουσία του εθελοντισμού και της ανθρωπιάς (μου είναι αδύνατον να βλέπω κάποιον να υποφέρει δίχως να αναρωτηθώ δύο πράγματα: για ποιο λόγο συμβαίνει αυτό και τι μπορώ να κάνω για να τον βοηθήσω). Και φυσικά, με δωρεές, δάνεια και υποστήριξη από υψηλά πρόσωπα, σ’ένα Παρίσι όπου υπάρχουν πέντε χιλιάδες άστεγοι, το καταφέρνει! Όχι βέβαια χωρίς δυσκολίες και προσωπικό κόστος…
     Αυτός ο χώρος ανήκει στις γυναίκες
Η Μπλανς θα επιστρέψει στις γυναίκες όλα αυτά που τους εκλάπησαν
     Αυτός ο χώρος λοιπόν για τον οποίο αγωνίστηκε τόσο πολύ το ζεύγος Αλμπέν, με 743 δωμάτια που μετατράπηκαν σε ανεξάρτητα δωμάτια με κουζίνα- μπάνιο, στεγάζονται οι γυναίκες που καλείται να βοηθήσει η καταρρακωμένη Σολέν έναν αιώνα περίπου μετά. Είναι το Μέγαρο των Γυναικών, που εγκαινιάστηκε στα 23 Ιουνίου του 1926, ένα καταφύγιο για όλες τις γυναίκες που η ζωή τούς φέρθηκε σκληρά, και που η κοινωνία τις έβαλε στο περιθώριο.
     Πράγματι, την εποχή που η Σολέν αποφασίζει να ασχοληθεί, στο Μέγαρο στεγάζονται γυναίκες βιασμένες, κακοποιημένες, ανύπαντρες μητέρες, μητέρες που κρίθηκαν ακατάλληλες για τη μητρότητα και τους πήραν το παιδί, πρόσφυγες που δεν ξέρουν τη γλώσσα, προσωπικότητες διαταραγμένες από τις κακουχίες κλπ.
     Η συγγραφέας πολύ αριστοτεχνικά ψυχογραφεί την κεντρική ηρωίδα της, μια γυναίκα μεγαλωμένη στον δυτικό κόσμο με τον γνωστό αστικό τρόπο ζωής, που, όταν αποφασίζει πια να κολυμπήσει στα βαθιά νερά, βρίσκει αμέτρητες δυσκολίες. Αρχικά την αντιμετωπίζουν με αδιαφορία που αγγίζει την καχυποψία. Την πρώτη μέρα μάλιστα φεύγει χωρίς να έχει προσφέρει τίποτα, κανείς σχεδόν δεν την πρόσεξε καν (η Σολέν ένιωσε γελοία και, ακόμη χειρότερα, άχρηστη)! Καθώς περνούν οι μέρες των επισκέψεων (κάθε Πέμπτη), η Σολέν βρίσκεται κάθε φορά μπροστά σε μια καινούργια έκπληξη, μια απροσδόκητη κατάσταση, που την βάζει σιγά σιγά σ έναν άλλον κόσμο αξιών, μακριά απ' τον κόσμο των δικηγόρων, της νομικής και της καριέρας (Η νομική σου ανοίγει όλους τους δρόμους, είχε προσθέσει η μητέρα της. Ήταν ψέμα. Η νομική δεν σου ανοίγει κανέναν δρόμο). Παρόλα τα προβλήματα, την απάθεια, την επιθετικότητα κάποιες φορές η Σολέν συνειδητοποιεί ότι κλεισμένη στη δική της καθημερινότητα και στα προβλήματά της, δεν είχε αντιληφθεί τι συμβαίνει στον κόσμο. Δεν είχε συνειδητοποιήσει, παρόλο που θεωρητικά βέβαια ήξερε για την ανέχεια που μαστίζει τις μεγάλες μάζες, πόσο πολύτιμο είναι ένα 2ευρο για κάποιες κατηγορίες ανθρώπων…
     Καθώς η λοιπόν η Σολέν προσαρμόζεται στις τόσο διαφορετικές απαιτήσεις της νέας αυτής εργασίας, αποκτά ιδιαίτερο συναισθηματικό δεσμό με πολλές απ’ αυτές τις γυναίκες, και γνωρίζουμε κι εμείς από κοντά περιπτώσεις άλλες τραγικές, άλλες ιδιαίτερες, άλλες συγκινητικές: η Σέρβα Σβετάνα που θέλει να γράψει επιστολή διαμαρτυρίας στην βασίλισσα Ελισάβετ, η απρόσιτη Βιβιάν με τα πλεχτά της, η Αφρικάνα Μπίντα που αναγκάστηκε να φύγει από τη χώρα της με την μικρή της κόρη Σουμέγια για να μην υποστεί κλειτοριδεκτομή, εγκαταλείποντας όμως τον μικρό της γιο (η καρδιά της έχει κοπεί στα δύο, διχασμένη ανάμεσα στην Αφρική και τους τοίχους αυτής της εστίας), η Ίρις που ήταν Λουί και γνώρισε την κακοποίηση και την πορνεία, η πάντα θυμωμένη κι ευέξαπτη Σύνθια
     Δεν είναι όλα ρόδινα, δεν είναι πάντα αποδεκτή η Σολέν, αντιμετωπίζει πολλές φορές απότομη συμπεριφορά ή σιωπή. Η επίθεση της Σύνθιας πέφτει πάνω της σαν καταπέλτης και την κάνει κουρέλι, και είναι σα ν’ ακούμε όλες τις κατηγόριες του τρίτου κόσμου προς τον δικό μας, άψογο για λίγους, δυτικό πολιτισμό:
     Είσαι εδώ, αλλά είσαι εντελώς άχρηστη. Γιατί έρχεσαι λοιπόν; Βαριέσαι σπίτι σου κι έρχεσαι να μας δεις σαν αξιοθέατο; Βρίσκεις ωραίο θέαμα τη δυστυχία των άλλων; Σε κάνει να νιώθεις μεγαλύτερη ασφάλεια στη ζωούλα σου; Στη σκατένια ζωούλα που ζεις στην ωραία σου γειτονιά; (…) Έρχεσαι μια φορά τη βδομάδα, έτσι, για να περνάς τον καιρό σου, να χαζεύεις τη φτώχεια των άλλων από μακριά, για καμιά ωρίτσα: καθησυχάζεις έτσι τη συνείδησή σου και μετά γυρνάς σπιτάκι σου, κλείνεις την πόρτα και τα ξεχνάς όλα!
     Ακολουθούμε λοιπόν τον συναισθηματικό κόσμο της Σολέν σ’ όλες αυτές τις δοκιμασίες, παρακολουθούμε τα σκαμπανεβάσματά της και την ωρίμανση καθώς διευρύνεται ο κοινωνικός της ορίζοντας, και την βλέπουμε να γίνεται πιο δυναμική και αποφασιστική καθώς βιώνει εκείνη τη φράση του Ιβάν Οντουάρ που την είχε δει γραμμένη σ’ έναν τοίχο, και την σημάδεψε:
     Μακάριοι όσοι διαθέτουν μια ρωγμή, διότι έτσι αφήνουν από κεί το φως να περάσει.
Χριστίνα Παπαγγελή
[1] Ο Στρατός της Σωτηρίας είναι Χριστιανική Ιεραποστολική Κίνηση, με ρίζες στον Μεθοδισμό, που ιδρύθηκε από τον Χριστιανό κήρυκα Γουίλιαμ Μπουθ το 1865 με το όνομα Χριστιανική Ιεραποστολή του Λονδίνου και το 1878 έγινε γνωστό με το όνομα Στρατός της Σωτηρίας https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A3%CF%84%CF%81%CE%B1%CF%84%CF%8C%CF%82_%CF%84%CE%B7%CF%82_%CE%A3%CF%89%CF%84%CE%B7%CF%81%CE%AF%CE%B1%CF%82

Κυριακή, Φεβρουαρίου 16, 2025

Μια μέρα της ζωής του Άμπεντ Σαλάμα/Ανατομία μιας τραγωδίας στην Ιερουσαλήμ, Νέιθαν Θρωλ

     Μια απίστευτη τραγωδία που συνέβη στα περίχωρα της Ιερουσαλήμ ένα χειμωνιάτικο πρωινό του 2012, ένα πολύνεκρο αυτοκινητιστικό δυστύχημα -μετωπική σύγκρουση νταλίκας με πούλμαν του ιδιωτικού σχολείου Νουρ Αλ Χούντα που μετέφερε νήπια, μαθητές και εκπαιδευτικούς Παλαιστινίων σε σχολική εκδρομή από την περιοχή Ανάτα (Ιερουσαλήμ) της Δυτικής Όχθης στον δρόμο της Τζάμπα («δρόμο του θανάτου»)-, έδωσε αφορμή στον συγγραφέα, πολιτικό αναλυτή, ακτιβιστή και δημοσιογράφο Νέιθαν Θρωλ -Αμερικανό εβραϊκής καταγωγής που ζει στην Ιερουσαλήμ εδώ και χρόνια-, να διερευνήσει το γεγονός και να αποδώσει όχι μόνο τις τραγικές του διαστάσεις για όσους εμπλέκονταν, αλλά και την «ανατομία» -όπως επισημαίνεται στον υπότιτλο- μιας κοινωνίας ανισοτήτων, της πολιτικής «απαρτχάιντ» που επέβαλε το Ισραήλ, η οποία ουσιαστικά ευθύνεται για τον άδικο χαμό τόσων ανθρώπων.
     Στο αφηγηματικό παρόν, τα γεγονότα διαρκούν μόλις μια μέρα -ωστόσο μια μέρα φορτισμένη, και σε ένα καθεστώς τόσο ιδιότυπο (άτυπο και θεσμικό), που ο συγγραφέας αφιερώνει 280 σελίδες για να μπορεί να το κατανοήσει και να το βιώσει ο αναγνώστης σε όλες του τις διαστάσεις. Το ασύλληπτα τραγικό συμβάν είναι πέρα για πέρα αληθινό, ακόμα και τα ονόματα (με εξαίρεση πέντε προσώπων στους οποίους δόθηκαν άλλα ονόματα), και η λεπτομερής αφήγηση των γεγονότων γίνεται πιο αντιληπτή από τον αναγνώστη πρώτα πρώτα με τους πολύ διεξοδικούς και ακριβείς χάρτες που παρατίθενται στην αρχή του βιβλίου, αλλά επίσης και με την αναδρομή σε ιστορικά στοιχεία, με παρεκβάσεις-παρενθέσεις που περιγράφουν και επεξηγούν τις τελείως ιδιόμορφες συνθήκες που επικρατούσαν την εποχή εκείνη στην περιοχή αυτή της Παλαιστίνης/Ισραήλ, στη Δυτική Όχθη (τώρα βέβαια, παρόλο που δεν είναι εκεί ο πυρήνας του πολέμου, τα πράγματα έχουν αλλάξει προς το χειρότερο ακόμα). Ορισμένοι αποκαλούν αυτό το είδος γραφής «λογοτεχνικό ρεπορτάζ» ή «μη μυθοπλαστικής λογοτεχνίας».[1]
     Ήταν ένα βροχερό πρωινό, με καταιγίδες που εμπόδιζαν την ορατότητα, ενώ η σύγκρουση προκάλεσε ανατροπή και πυρκαγιά στο πούλμαν όπου εγκλωβίστηκαν μαθητές κι εκπαιδευτικοί. Οπωσδήποτε όμως οι ευθύνες του δυστυχήματος δεν βαραίνουν μόνο τον οδηγό της νταλίκας, αλλά και την ανυπαρξία δομών λόγω της πολιτικής ανισοτήτων εις βάρος των Παλαιστινίων, οι οποίοι υποχρεώνονται σε συγκεκριμένες κι επικίνδυνες διαδρομές και δεν έχουν αμεσότητα στις υπηρεσίες. Το σημείο της σύγκρουσης ανήκει στη ζώνη Γ, που έλεγχαν οι Ισραηλινοί (σύμφωνα με τη συνθήκη του Όσλο 2 -1995), και υπήρξε πολύ μεγάλη καθυστέρηση στην κινητοποίηση Ισραηλινών –αστυνομίας, στρατιωτικών και διασωστών (αν επρόκειτο για τίποτα παιδιά που πετούσαν πέτρες, αστυνομία και στρατός θα κατέφθαναν άμεσα). Οι Παλαιστίνιοι διασώστες καθυστέρησαν πάρα πολύ λόγω της συνήθους συμφόρησης στα σημεία ελέγχου, ενώ η Παλαιστινιακή Αρχή που διερεύνησε, δυστυχώς πολύ αργότερα, τα αίτια του δυστυχήματος, κατέληξε στη διαπίστωση τραγικών ελλείψεων, όπως π.χ. ελλείψεις φωτισμού, διαχωριστικής νησίδας (ενώ είχαν γίνει σχετικά αιτήματα), υπάρχουν δηλαδή όπως ειπώθηκε «ηθικές και νομικές ευθύνες από την πλευρά του Ισραήλ». Τα αίτια βέβαια πρέπει να αναζητηθούν κι ακόμα βαθύτερα σ’ αυτήν την διχασμένη κοινωνία, την έλλειψη σχολικών αιθουσών στην Ανατολική Ιερουσαλήμ, που αναγκάζει τους Παλαιστίνιους να στέλνουν με πολλές δυσκολίες τα παιδιά τους στη Δυτική Όχθη, στο διαχωριστικό τείχος που εξαναγκάζει τα σχολικά λεωφορεία σε επικίνδυνη παράκαμψη, στον διαχωρισμό των Παλαιστινίων ανάλογα αν έχουν πράσινη (πρώην κρατούμενοι, δεν τους επιτρέπεται να μπουν μέσα στο τείχος) πορτοκαλί ή μπλε ταυτότητα, κ.α.[2]
     Η κυρίως αφήγηση περιστρέφεται γύρω από τη ζωή του κεντρικού ήρωα, του Άμπεντ Σαλάμα, γιατί ανάμεσα στα παιδάκια που επέβαιναν στο λεωφορείο ήταν κι ο 5χρονος γιος του, ο Μιλάντ. Ο συγγραφέας δεν αρκείται στο να περιγράψει τη μέρα της μοιραίας σύγκρουσης, αν και αυτός ο άξονας διατρέχει όλο το βιβλίο. Μεσολαβούν λεπτομέρειες με το παρελθόν του βασικού ήρωα καθώς και όλων των προσώπων της ισχυρής -για τα δεδομένα της μουσουλμανικής κοινότητας- οικογένειάς του-, αλλά φυσικά και άλλων προσώπων. Έτσι, μπαίνουμε σε βάθος στα ήθη και την κουλτούρα του μουσουλμανικού αυτού λαού, που δεν χαρακτηρίζεται από τον φονταμενταλισμό άλλων ανατολικών χωρών, ωστόσο βλέπουμε συνήθειες που μας ξενίζουν. Βλέπουμε π.χ. κώδικες «τιμής» που δεν επιτρέπουν τους γάμους ανάμεσα σε αντίπαλες οικογένειες (ο πατέρας σου δεν συμπαθεί τους Σαλάμα. Ντρέπεται να έχει οποιαδήποτε σχέση μαζί μας. Εγώ δεν ντρέπομαι. Είμαι περήφανος που είμαι Σαλάμα), βλέπουμε στους αρραβώνες να συμμετέχουν όλα τα μέλη της οικογένειας με προξενιά από πολύ νεαρή ηλικία, ενώ, οι άντρες τουλάχιστον, παντρεύονται και χωρίζουν με μεγάλη ευκολία, σπέρνοντας πάμπολλα παιδιά από κάθε γάμο. Οι συνθήκες πολέμου, ωστόσο, έχουν διαμορφώσει τις γυναίκες των Παλαιστινίων αρκετά ανεξάρτητες και δυναμικές.
     Το βιβλίο ξεκινά με τρεις γάμους (είναι οι τρεις γάμοι του Άμπεντ Σαλάμα, με τα δυτικά κριτήρια ο ένας πιο επιπόλαιος από τον άλλον εκτός από την τρίτη σύζυγο, τη μητέρα του Μιλάντ) και τελειώνει με τρεις κηδείες (δεν ήταν βέβαια μόνο τρία τα θύματα της φωτιάς που ξέσπασε μετά τη σύγκρουση των δύο οχημάτων). Άλλωστε, είναι οι τίτλοι του πρώτου και του τελευταίου κεφαλαίου, ενώ, εκτός από πρόλογο και επίλογο, υπάρχουν και τα ενδιάμεσα, με εύγλωττους τίτλους: «Δύο φωτιές», «Πολύνεκρο συμβάν», «Το τείχος». Η Ανάτα, η περιοχή έξω από το τείχος του 2012 ανατολικά της Ιερουσαλήμ («Δυτική Όχθη»), όπου κατοικεί ο Σαλάμα κι η πολυπληθής -ως είθισται στους μουσουλμάνους- οικογένειά του, ήταν εύφορη αλλά μετά τον πόλεμο των 6 ημερών (1967) άρχισε όχι μόνο να αστικοποιείται, αλλά και να εποικίζεται σε αυξανόμενο ρυθμό από τους Ισραηλινούς (εμφανίζονται οικισμοί όχι μόνο επίσημοι αλλά και αυθαίρετοι, στρατιωτική βάση, διαχωριστικό τείχος, ισραηλινός εθνικός δρυμός με φυσική πηγή νερού όπου οι Παλαιστίνιοι μπαίνουν με εισιτήριο κ.α.). Μετά την κατασκευή του τείχους δεν έχουν πια πρόσβαση στις υπηρεσίες κοινής ωφέλειας (ασθενοφόρα, πυροσβεστήρες, ΑΤΜ, κ.α.)
     Μετά την Πρώτη Ιντιφάντα (1987-1993) η κατάσταση επιδεινώνεται, οι όροι διαβίωσης χειροτερεύουν (περιορισμοί, ελλείψεις σε τρόφιμα, διώξεις, βασανιστήρια, δολοφονίες). Ο Νέιθαν Θρωλ δίνει πολλές λεπτομέρειες της καθημερινότητας, ώστε έχουμε παραστατική εικόνα της ζωής των Παλαιστινίων αυτήν τη ζοφερή περίοδο. Μέσα σ’ όλα κλείνουν όλα τα παλαιστινιακά πανεπιστήμια, έτσι λοιπόν ο Άμπεντ Σαλάμα δεν σπούδασε, παρόλο που το ήθελε πολύ. Δεν μπόρεσε ούτε καν να πάει στο εξωτερικό όπου έδινε υποτροφίες η PLO, γιατί το Ισραήλ δεν έδινε διαβατήρια στους κατοίκους των κατεχόμενων, ο δε πατέρας του που είχε παλιό ιορδανικό διαβατήριο, αρνήθηκε να τον βοηθήσει. Η συμμετοχή του Άμπεντ στο Δημοκρατικό Μέτωπο (συνιστώσα της PLO –η PLO δεν ήταν συνιστώσα αλλά η οργάνωση- ομπρέλα όλων των μη ισλαμιστικών παρατάξεων) όπου επικεφαλής ήταν ο γαμπρός του, τον έστειλε για 15 μήνες στη φυλακή, όπου εντρύφησε στα μαρξιστικά κείμενα. Βλέπουμε εκεί όχι μόνο τις άθλιες συνθήκες στις φυλακές, αλλά και την ύπαρξη δωσίλογων…
     Η κατάσταση σφίγγει όλο και περισσότερο (απολύσεις, κατεδαφίσεις σπιτιών, επιτάξεις, αφαίρεση αδειών κλπ) καθώς το Ισραήλ ακολουθεί μια πολιτική διαχωρισμού ώστε να απορροφηθεί η Ανατολική Ιερουσαλήμ από το Ισραηλινό κράτος. Ιδιαίτερα με την Δεύτερη Ιντιφάντα (2000-2005 μ.Χ.[3]), η οποία δεν θύμιζε σε τίποτα την πρώτη. Εκείνη ήταν πραγματικός λαϊκός ξεσηκωμός με γενικές απεργίες, μαζικές εκδηλώσεις διαμαρτυρίας, μποϋκοτάζ και πράξεις αντίστασης κατά των αρχών. Αυτή η ιντιφάντα απεναντίας, είχε πάρει πολύ γρήγορα στρατιωτικό χαρακτήρα.
     Με αφορμή το τραγικό δυστύχημα, ο συγγραφέας με πένα δημοσιογράφου (με την… καλή έννοια) ανατρέχει και στο -δύσκολο πάντα- παρελθόν κι άλλων Παλαιστινίων, κι έτσι η μεγάλη εικόνα της ζωής τους συμπληρώνεται. Ξεχωρίζει η Χούντα Νταχμπούρ, διαζευγμένη μητέρα, ενδοκρινολόγος γιατρός από το πανεπιστήμιο της Δαμασκού, και διευθύντριας μιας κινητής κλινικής της UNRWA[4] στην Ιερουσαλήμ, που βρέθηκε τυχαία στο σημείο του δυστυχήματος. Με απώτερη καταγωγή από τη Χάιφα, απ’ όπου εκδιώχτηκαν οι Παλαιστίνιοι αμέσως μετά της ίδρυση του Ισραηλινού κράτος (250.000 πρόσφυγες), οι πρόγονοι της Χούντα διατήρησαν τη μνήμη του τόπου τους στους απογόνους (η γιαγιά μεγάλωσε τη Χούντα και τα αδέρφια της, τα ξαδέρφια, τις θείες και τους θείους σ’ έναν μαγικό τόπο που λεγόταν Χάιφα/η Χάιφα ήταν ο παράδεισος). Άλλο πρόσωπο κλειδί, με πλούσια δράση στο παρελθόν (Φατάχ-Ιορδανία, PLO- Λίβανο, 10ετής κάθειρξη, απεργία πείνας κλπ) είναι ο Ιμπραχίμ Σαλάμα, πρωτοξάδελφος του Άμπεντ, επικεφαλής του παλαιστινιακού Υπουργείου Εσωτερικών στην περιοχή της Ιερουσαλήμ, που έχει έναν συμφιλιωτικό ρόλο γενικότερα, εφόσον πιστεύει πως «είναι ζήτημα χρόνου να επιτευχθεί συμφωνία μεταξύ Ισραήλ και Παλαιστίνης». Ο Ιμπραχίμ ήταν από τους λίγους αξιωματούχους της Παλαιστινιακής αρχής στους οποίους επιτρεπόταν να κυκλοφορούν στη Δυτική όχθη με ένοπλους σωματοφύλακες, άλλωστε σε κάποιες περιπτώσεις υπερασπίστηκε τους –αθώους- Εβραίους πολίτες από την επιθετικότητα των Παλαιστινίων (βασικά υπερασπιζόμενος την ειρηνευτική προσπάθεια). Βλέπουμε επίσης την ιστορία του Σάλεμ, διερχόμενου οδηγού ο οποίος βοήθησε αποφασιστικά για τον απεγκλωβισμό πολλών ατόμων, των οδηγών του πούλμαν και της νταλίκας, αλλά και άλλα πρόσωπα, ίσως πιο δευτερεύοντα άλλα εξίσου τραγικά, όπως η Ρούμπα που έχασε τη μιλιά της στην προσπάθεια να αντισταθεί στις βάναυσες κοροϊδίες των δεσμοφυλάκων της. Τραγικές είναι και οι ιστορίες άλλων εγκλωβισμένων παιδιών και των γονιών τους, όπως και των ενήλικων εκπαιδευτικών που συνόδευαν τους μαθητές.
     Ο συγγραφέας, με αφορμή τα βιογραφικά των ηρώων, μάς μεταφέρει νοερά αρχικά στους καταυλισμούς που ιδρύθηκαν και υποδέχτηκαν τις χιλιάδες προσφύγων: π.χ. στο Χαν Αλ Άχμαρ, των Βεδουίνων που εκδιώχτηκαν μετά το Νάκαμπ (άγριος διωγμός των Παλαιστινίων το 1948, με την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ), τον καταυλισμό της Χομς, σε παλιό στάβλο στρατώνα (εκεί κατεφυγε η οικογένεια της Χούντα), τον καταυλισμό Τελ αλ- Ζάταρ στον Λίβανο (εκεί οι χριστιανοί πολιτοφύλακες έσφαξαν χιλιάδες Παλαιστίνιους το 1976) [5]. Μας πληροφορεί για τα παναραβικά εθνικιστικά κινήματα που φούντωσαν, όπως το Δημοκρατικό Μέτωπο, η Φατάχ, η Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (PLO)[6] με τον Παλαιστινιακό Απελευθερωτικό Στρατό και τις σχέσεις μεταξύ τους (που δεν ήταν πάντα οι καλύτερες), όπως και με την Παλαιστινιακή Αρχή[7].
     Γίνεται επίσης αναφορά σε τραγικά ιστορικά γεγονότα, όπως τον βομβαρδισμό του αρχηγείου της PLO στο Χαμάμ Στο, τη δολοφονία 29 Παλαιστινίων στη Χεβρώνα την ώρα που προσεύχονταν γονυπετείς, άπειρες δολοφονίες, και φυσικά ξεχωρίζουν και οι αναφορές σε ηγετικά πρόσωπα, όπως του Γιασέρ Αραφάτ.
     Δεν είναι σκόπιμο να αναφερθώ στο θρίλερ που έζησαν κάποιοι γονείς, όπως και ο Άμπεντ για να ανακαλύψουν αν μέσα στα θύματα είναι τα δικά τους παιδιά, ούτε στο θρίλερ της ταυτοποίησης των νεκρών σωμάτων και της πενθητικής διαδικασίας. Θα τελειώσω αυτήν την «ανάγνωση» του συγκλονιστικού αυτού βιβλίου-ρεπορτάζ, που τελείωσε πριν αρχίζει ο νέος κύκλος τραγωδιών με τον πόλεμο στη Γάζα, με δύο αποσπάσματα από ένα άλλο μικρό βιβλίο αφιερωμένο στη σχέση των δύο λαών, «Το παλαιστινιακό σκοτάδι» του Βασίλη Ηλιακόπουλου. Είναι δύο αποσπάσματα των οποίων το περιεχόμενο το βρήκα να παίρνει σάρκα και οστά στην αφήγηση του Νέιθαν Θρωλ:

     Α. «Σε διακόσια χρόνια θα φτάσω στη Γιάφα», είπε ήσυχα. «Όχι εγώ, τα παιδιά μου! Τα παιδιά των παιδιών μου! Θα τους μιλήσω για κείνη την πόλη. Θα τους κάνω να την αγαπήσουν. Είμαι ξένος εδώ. Αγαπώ την πατρίδα μου».
(…) Ήμουν ευγνώμων γιατί εκείνη τη στιγμή κατάλαβα κάτι που πρέπει να περιμένεις πολύ καιρό για να το μάθεις. Οι Εβραίοι του Ισραήλ -σαν καλοί Δυτικοί- κάνουν τα σχέδιά τους και κοιτούν το ρολόι τους, μετρώντας το χρόνο σε λεπτά, ώρες, μέρες, χρόνια, ενώ οι Άραβες δίπλα τους, την ίδια στιγμή, μετρούν το χρόνο σε γενιές και σε αιώνες.
     Β. Για να γίνουν κατανοητά τα παρακάτω λόγια του Ηλιακόπουλου (που έζησε κι αυτός κάποιους μήνες στη Ραμάλα), να πάρουμε υπόψη και το ότι οι Εβραίοι ήρθαν από τις χώρες της Δύσης κουβαλώντας τη δυτική κουλτούρα και τη σύγχρονη τεχνολογία, για να κυριαρχήσουν σ’ έναν λαό αρχέγονα -«πνευματικά»- δεμένο με τη γη του και τις πεζούλες του, σε λαό βοσκών, όπου η γη είναι η ταυτότητά τους.
     Ξέρετε τι λένε οι Παλαιστίνιοι; «Πρώτα η αξιοπρέπεια, μετά η γη και μετά εμείς». Ποιος άλλος τολμά να το πει αυτό; Άρα, η μόνη χώρα που σέβεται τον εαυτό της, η μόνη πια που κατοικείται από έναν λαό και όχι έναν πληθυσμό, συνεπώς η μόνη πραγματική χώρα στον κόσμο είναι η Παλαιστίνη. Μια χώρα που δεν υπάρχει ακόμα. Είναι δηλαδή η Ουτοπία. Και τι συμβαίνει; Η Ουτοπία βομβαρδίζεται. Όπως από πάντα. Συμπέρασμα: η Παλαιστίνη δεν χρειάζεται τον κόσμο (έτσι κι αλλιώς είναι μόνη), η ανθρωπότητα χρειάζεται την Παλαιστίνη.
     Πώς να καταβάλεις έναν λαό που λέει «το αίμα νικάει το σπαθί;»

Χριστίνα Παπαγγελή
[1] https://www.fractalart.gr/mia-mera-sti-zoi-toy-ampent-salama/
[2] Να σημειώσουμε εδώ ότι διαφορετική θέση είχαν και οι Παλαιστίνιοι που κατοικούσαν τα ισραηλινά εδάφη πριν την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ, το 1948 (οι μόνοι Παλαιστίνιοι που είχαν πλήρη πρόσβαση στην Ιερουσαλήμ και δεν κινδύνευαν να τους πετάξουν έξω ήταν όσοι διέθεταν ισραηλινή υπηκοότητα/ κάποιοι άντρες στην Ανάτα άρχισαν να συζητούν το ενδεχόμενο να παντρευτούν «Παλαιστίνιες του ‘48», γιατί ευελπιστούσαν ότι αυτό θα τους βοηθούσε να κρατήσουν ή να πάρουν πίσω τη δουλειά τους).
[3] https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%94%CE%B5%CF%8D%CF%84%CE%B5%CF%81%CE%B7_%CE%99%CE%BD%CF%84%CE%B9%CF%86%CE%AC%CE%BD%CF%84%CE%B1
[4] Υπηρεσία Αρωγής και Έργων του ΟΗΕ στους Παλαιστίνιους Πρόσφυγες στην Εγγύς Ανατολή
[5] https://atexnos.com/12-%CE%B1%CF%85%CE%B3%CE%BF%CF%8D%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%85-1976-%CE%B7-%CF%83%CF%86%CE%B1%CE%B3%CE%AE-%CF%83%CF%84%CE%BF-%CF%84%CE%B1%CE%BB-%CE%B6%CE%B1%CE%B1%CF%84%CE%AC%CF%81/
[6] https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9F%CF%81%CE%B3%CE%AC%CE%BD%CF%89%CF%83%CE%B7_%CE%B3%CE%B9%CE%B1_%CF%84%CE%B7%CE%BD_%CE%91%CF%80%CE%B5%CE%BB%CE%B5%CF%85%CE%B8%CE%AD%CF%81%CF%89%CF%83%CE%B7_%CF%84%CE%B7%CF%82_%CE%A0%CE%B1%CE%BB%CE%B1%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%AF%CE%BD%CE%B7%CF%82
[7] Η Εθνική Παλαιστινιακή Αρχή είναι το προσωρινό όργανο αυτοδιοίκησης που ιδρύθηκε το 1994 μετά τη Συμφωνία της Γάζας-Ιεριχώ για τη Λωρίδα της Γάζας και τις Περιοχές Α και Β της Δυτικής Όχθης, ως συνέπεια των Συμφωνιών του Όσλο του 1993. Μετά τις εκλογές του 2006 και την επακόλουθη σύγκρουση στη Γάζα μεταξύ των κομμάτων Φατάχ και Χαμάς, η εξουσία του είχε επεκταθεί μόνο στις περιοχές Α και Β της Δυτικής Όχθης. Από τον Ιανουάριο του 2013, η ελεγχόμενη από την Φατάχ Παλαιστινιακή Αρχή χρησιμοποιεί την ονομασία «Κράτος της Παλαιστίνης» σε επίσημα έγγραφα. (https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%95%CE%B8%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%AE_%CE%A0%CE%B1%CE%BB%CE%B1%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%B9%CE%BD%CE%B9%CE%B1%CE%BA%CE%AE_%CE%91%CF%81%CF%87%CE%AE)

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 03, 2025

Και οι νεκροί ας θάψουν τους νεκρούς τους, Μιχάλης Αλμπάτης

Τους ζωντανούς να φοβάσαι,
όχι τους πεθαμένους
     Σπάνια με προσελκύουν τα βιβλία που έχουν έντονο το φανταστικό ή το υπερφυσικό στοιχείο, κι έτσι ξεκίνησα με πολλή επιφύλαξη το συγκεκριμένο, εφόσον στην πρώτη φράση του οπισθόφυλλου αποκαλύπτεται το βασικό «εύρημα»: ένα νεαρό αγόρι ανακαλύπτει, στην κηδεία κάποιου συγγενή του, πως έχει την ικανότητα να ακούει τις σκέψεις των νεκρών. Συνέχισα παρόλ’ αυτά με όρεξη, λόγω της πολύ συναρπαστικής γραφής (και την μη ύπαρξη άλλου φανταστικού/αυθαίρετου στοιχείου), και, καθώς το τελείωσα πια με αμείωτο ενδιαφέρον, μπορώ να πω με σιγουριά ότι το εύρημα αυτό ήταν ένας εξαιρετικός τρόπος για να διεισδύσει ο συγγραφέας όχι μόνο στην ανθρώπινη ψυχή και τα πάθη της (έρωτας, σεξ, φιλοδοξίες κλπ), αλλά και στην επιθανάτια αγωνία, στο μυστήριο του θανάτου και της σχέσης των ζωντανών με τους νεκρούς.
     Γιατί, όπως επισημαίνει κι ο κεντρικός ήρωας, ο 15χρονος Φανούρης, μετά από την εμπειρία της επικοινωνίας του με καμιά 15αριά νεκρούς, οι νεκροί «λένε πάντα την αλήθεια». Δεν έχουν κανένα λόγο να κρύψουν πια, από κανέναν τίποτα (τους πιάνει όλους μια μανία να φανερώσουνε ό, τι κρατούσανε κρυφό ως τότε, μαρτυράνε τα πάντα…). Έτσι, ο αυθορμητισμός τους και η αφοπλιστική ειλικρίνεια με την οποία αντιμετωπίζουν τη ζωή τους αλλά και τους ζωντανούς αιφνιδιάζουν, και προκαλούν γέλιο στον -ζωντανό!!- αναγνώστη, ανάμεικτο με γλυκόπικρες σκέψεις, σχετικές με τις αξίες της ζωής και το νόημα ζωής και θανάτου…
     Την υπερβολή διασώζει το χιουμοριστικό, σκωπτικό ως καρναβαλικό ύφος, που ποτέ όμως δεν γίνεται σαρκαστικό/κυνικό· είναι φανερό ότι ο συγγραφέας αντιμετωπίζει με συμ-πάθεια τα ανθρώπινα πάθη και την «αδύναμη» ανθρώπινη φύση, που δεν παύει όμως να υψώνεται ενίοτε και σε επίπεδα ψυχικού μεγαλείου.
     Βρισκόμαστε λοιπόν στη δεκαετία του ’50, στην Κρήτη σ’ ένα μικρό ορεινό χωριό. Ο ήρωάς μας, ο Φανούρης, παραγιός στο μπακάλικο του χωριού, ορφανός από πατέρα και με κοντά παντελονάκια ακόμα -πριν ακόμα κλείσει τα 15 του χρόνια- παρίσταται για πρώτη φορά σε κηδεία, την κηδεία του αγαπημένου του θείου, του Κρασογιώργη, όπου ακούει ξαφνικά τη φωνή του, σε έναν τόνο πολύ πιο χαμηλό κι από αυτόν του πιο αιθέριου ψιθύρου, χωρίς να χάνει ωστόσο σε διαύγεια ή σε σφρίγος, να του εξομολογείται το πάθος του για το κρασί και να του εξηγεί τον τρόπο με τον οποίο πέθανε (βρέθηκε νύχτα με τα σώβρακα μ’ ένα ψαροκάλαμο στα χέρια, ξάπλα στα χωράφια!): βγήκε να… ψαρέψει κρασί από τα φλασκιά της εκκλησίας της Αγίας Κυριακής! Το σπιρτόζικο πνεύμα του φοβερού θείου, συνομιλεί με τον Φανούρη καταλήγοντας να σκάσουν στα γέλια κι οι… δύο (ο Φανούρης σταμάτησε μόνο όταν αντιλήφθηκε πως το γέλιο του είχε ανοίξει μέσα στην αίθουσα ένα καινούριο βάραθρο σιωπής). Το καταλυτικό για τον μικρό ήρωα αυτό συμβάν δεν γίνεται βέβαια πιστευτό, μέχρι το σπαρταριστό επεισόδιο με την 90χρονη γριά-τσιγκούνα Ξώφαινα με τα 40 εγγόνια, που φύλαγε σε κρυψώνα 100 χρυσά φλουριά, πίσω από το κάδρο του θείου Νώντα! Ο Φανούρης δεν χάνει χρόνο, έπρεπε να το κάνει γα να αποδείξει σε όλους ότι δεν ήταν τρελός, για να πάψουν οι χωριανοί να κρυφογελάνε πίσω απ’ την πλάτη του. Η αποκάλυψη των φλουριών αποκαθιστά την αξιοπιστία του Φανούρη, προς μεγάλη δυσαρέσκεια της νεκρής (η φωνή της νεκρής, στριγκιά, ένρινη και οργισμένη, εξαπέλυε εναντίον του βορβορώδεις βρισιές και τρομερές κατάρες/ποιος είσαι εσύ ωρέ βρωμοσαμιάμιθε, που να τρυπώσουν μέσα σου χίλιοι ζουρλοί διαόλοι).
     Η ζωή του Φανούρη αλλάζει, όχι μόνο επειδή «οι νεκροί φάνταζαν στα μάτια του πια λιγότερο τρομακτικοί», όχι μόνο επειδή όλοι τον πιστεύουν και τον σέβονται, ούτε μόνο επειδή η μεγάλη του αγάπη, η 13χρονη Ρηνιώ τον κοίταξε τώρα με μια «αχτίδα θαυμασμού», αλλά επειδή η φήμη των γεγονότων έφερε στο προσκήνιο, από τη μέση του πουθενά, τον δεύτερο κεντρικό ήρωα του βιβλίου, τον τυχοδιώκτη, άθεο, «κομμουνιστή», θεομπαίχτη, πότη και τζογαδόρο, «πάντα ντυμένο στην τρίχα και πάντα άφραγκο», τον θείο Σήφη τον Αμερικάνο!
     Ο θείος Σήφης, φουριόζος και αποφασιστικός, δεν αργεί να πείσει Φανούρη και οικογένεια ότι το «σπάνιο χάρισμα» με το οποίο προίκισε η φύση τον νεαρό θα φέρει χρήματα στον ίδιο και στην οικογένεια, και ο ίδιος αναλαμβάνει να κάνει τον ατζέντη του καθώς θα γυρνάνε τα χωριά συνομιλώντας με τους πεθαμένους (εσύ απλώς θα ακούς τι έχουνε να μας πούνε οι μακαρίτες κι εγώ θα κανονίζω την ταρίφα/θα επιτελούμε κοινωνικό έργο, ανιψιέ και θα τα τσεπώνουμε χοντρά!). Ο πηγαίος ενθουσιασμός του θείου κάμπτει τις ασθενικές αντιδράσεις, άλλωστε υπάρχει το κίνητρο της φλογίτσας στα μάτια της Ρηνιώς, και φυσικά, τα χρήματα.
     Προτού αναφερθώ στην ξεκαρδιστική περιοδεία θείου και ανιψιού, πρέπει να τονίσω ότι στις αρετές του βιβλίου είναι η παρουσίαση των ανθρώπινων τύπων, όπως αυτή του θείου Σήφη, που είναι απαράμιλλη. Παρόλο που είναι πολύ γνώριμος ως φιγούρα, με χαρακτηριστικές αντιδράσεις και κουβέντες αδίστακτου απατεωνίσκου, το γλαφυρό και διεισδυτικό ύφος του συγγραφέα δημιουργεί στον αναγνώστη διαρκώς μια κατάσταση θυμηδίας, μια διάθεση περιπαικτική αλλά και συναισθήματα συμπάθειας. Το ίδιο συμβαίνει και με όλους σχεδόν τους χαρακτήρες, ζωντανούς και πεθαμένους, που συναντάνε οι δύο περιπλανώμενοι στα χωριά της Κρήτης, μέχρι που φτάνει η χάρη τους μέχρι το Ηράκλειο. Και μιλώ για χαρακτήρες, γιατί, ακόμα κι αν σε κάποιες περιπτώσεις η αναφορά είναι πολύ σύντομη, η περίσταση (θάνατος, κηδεία) αλλά και η παραστατικότητα της γραφής ζωντανεύει μπροστά μας -με μια δόση καρικατούρας- ανθρώπους ολοκληρωμένους, ψυχογραφημένους και γεμάτους πάθη, που δεν παύουν να είναι… συμπαθείς. Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι ο συγγραφέας κρατά από τους ήρωές του τη συναισθηματική απόσταση που κρατά ο ηθογράφος, όπως ο Ροΐδης, ο Βιζυηνός ακόμα και ο Παπαδιαμάντης, που βλέπουν με φιλοσοφική περίσκεψη τις ανθρώπινες αδυναμίες.
     Υπάρχουν λοιπόν σκηνές νατουραλιστικές, όπου κυριαρχούν τα ανθρώπινα πάθη και οι αδυναμίες, αλλά -ευτυχώς- υπάρχουν και σκηνές λυρικές, με πρώτο πρώτο συναίσθημα τον έρωτα, την αγάπη, την τρυφερότητα, σκηνές όπου τα «ευγενή» συναισθήματα προβάλλονται με πολύ γλαφυρό ύφος (π.χ. μαζί της γινόμουν ένα πλάσμα κι από πούπουλο πιο ελαφρύ, σαν μια δροσοσταλίδα ένιωθα, κι εκείνη το φως του ήλιου απού με λιώνει).
     Το ανθρώπινο «ψυχόφωνο», το «αντηχείο» των νεκρών (!)
     Ακολουθούν λοιπόν μικρές ιστορίες σε κεφάλαια με ευφάνταστους τίτλους, όπου κάθε διάλογος με νεκρό (12 το σύνολο, +4 του νεκροτομείου για επιστημονικούς λόγους) έχει και τη δική της ιδιαιτερότητα:
     -Ο «κομμουνιστής, απαγωγέας και φονιάς», που τον βρίσκουν θείος και ανιψιός στον δρόμο να τον έχουν σκοτώσει οι χωροφυλάκοι, φαμέγιος από οχτώ χρονών παιδί που ερωτεύτηκε την κυρά του αφεντικού του, στήνει νεκρώσιμο διάλογο με τον ενωμοτάρχη που τον συνέλαβε κι έχουμε δυο παράλληλες αφηγήσεις, σαν αντίστιξη, τις οποίες βέβαια είναι σε θέση να παρακολουθήσει μόνο ο Φανούρης (κι ο αναγνώστης!) –μια αφήγηση τραγική, μιας και τραγική ήταν η ζωή του ανθρώπου αυτού που εξορίστηκε για τέσσερα χρόνια σε ξερονήσι, κι όταν γύρισε βρήκε με παραμυθένιες δυσκολίες τη γυναίκα που αγαπούσε και το παιδί τους να διώκονται, ενώ η αντίστοιχη αφήγηση του ενωμοτάρχη είναι τελείως αντεστραμμένη!
     -Ο πρώτος επίσημος πελάτης δημιουργεί πανικό στον Φανούρη, γιατί δεν ήξερε αν μπορούσε να ανταποκριθεί σε ό, τι απ’ αυτόν ζητούσαν, αφού και τις τρεις φορές που είχε ακούσει να του μιλάνε οι πεθαμένοι, αυτό είχε συμβεί τόσο αναπάντεχα και αβίαστα, χωρίς καμιά προσπάθεια από τη μεριά του. Και πράγματι, ο νεκρός δεν απαντά για πολλή ώρα (θείος: αφού δε σου μιλάει, πες ό, τι να’ ναι, βγάλε κάτι απ’ τον νου σου, γιατί ζορίζουνε τα πράγματα!) μέχρι που… ανοίγει τα μάτια του και… οι οικείοι του πέρασαν μεμιάς από τη βαθύτερη οδύνη στην υπέρμετρη αγαλλίαση! ήταν μια περίπτωση νεκροφάνειας!
     -Καθώς η φήμη των δύο ηρώων μας εξαπλώνεται -και μάλιστα τους αποδίδονται και θαυματοποιές ιδιότητες-, οι επόμενοι «εργοδότες» τούς περιμένουν σαν «σύγχρονους Μεσσίες»! Η επόμενη νεκρή, μια τριαντάχρονη όμορφη γυναίκα, αυτοκτόνησε, κι ο άντρας της θέλει να μάθει τις αληθινές αιτίες… Ο αγανακτισμένος σύζυγος στήνει συζυγικό καβγά πάνω απ’ το κιβούρι, ενώ οι λέξεις ξεχύνονται από το στόμα της νεκρής σαν «παγιδευμένο σμήνος μελισσών, με τον Φανούρη να επαναλαμβάνει σαν μια άγαρμπη, διστακτική ηχώ τα χειμαρρώδη της λόγια». Δεν είναι βέβαια σκόπιμο να αναφερθώ με λεπτομέρειες σε άλλη μια τραγική περίπτωση βίου, που ξεδιπλώνεται αυτήν τη φορά μέσα στη γερμανική κατοχή, και που, όταν τελειώνει η αφήγηση ο άντρας της είχε γονατίσει πια στο πάτωμα, αρπαγμένος απ’ τα κάγκελα του κρεβατιού κι έκλαιγε με λυγμούς…
     -Ο Μανούσος Κριτσωτάκης, από τους πρώτους βρακοφόρους που πολεμήσαν στη Μακεδονία στους Βαλκανικούς, παλαίμαχος ήρωας στη μικρασιατική εκστρατεία που πιάστηκε τρία χρόνια αιχμάλωτος σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, μεγάλο περιβόλι, τους ξεμπροστιάζει όλους (τον γιο του πρώτα απ’ όλους), βρίζει, έχει χιούμορ, κι όταν ζητάνε απ’ τον Φανούρη να αποδείξει ότι πράγματι τον ακούει, τον φέρνει σε τρομερή αμηχανία (αναφέρεται στο ότι ο γιος του «κουτούπωνε» τις κότες). Αρχίζει λοιπόν και αραδιάζει για όλους καλαμπούρια κι ευτράπελα που πολλοί σκάνε στα γέλια (ξέσπαγαν σε κατακλυσμιαίο γέλιο, τέτοιο που ποτέ άλλοτε δεν πρέπει να’ χε ακουστεί σε κηδεία) μέχρι που ο ίδιος καταλήγει «Χο χο χο χο χο αθεόφοβοι, θα με πεθάνετε στα γέλια! Μα τι λέω, αφού είμαι ήδη πεθαμένος! Χο χο χο χο χο»!!! Ο συγκεκριμένος νεκρός δουλεύει μέχρι τέλους όλους τους ζωντανούς, αναφέροντας μια επίσης τραγική ιστορία (σαν παραμύθι αλλόκοτο) στη Μικρασιατική καταστροφή, κι αφήνοντας σύξυλους όλους τους ακροατές με την τελευταία του επιθυμία, να προικίσουν με τον θησαυρό του τρεις ανύπαντρες του χωριού, για να εξιλεωθεί ο ίδιος για τα κρίματα του!! Φυσικά, οι συγγενείς έδιωξαν τους ήρωές μας κακήν κακώς (Με καταστρέψατε! όχι μόνο δεν υπάρχει θησαυρός, αλλά θα αναγκαστώ να προικίσω αυτές τις ασχημομούρες!)!
     -Στο επόμενο χωριό τους υποδέχονται ως… οπαδούς του Εωσφόρου, με προεξάρχοντα τον παπά, πράγμα που προκαλεί ξεκαρδιστικό καβγά ανάμεσα στον νωματάρχη και τον εκπρόσωπο της εκκλησίας, ενώ μπαίνει στη μέση και ο πρόεδρος της κοινότητας! Η νεκρή είναι μια κοπέλα που με τη βοήθεια μιας χωριανής έριξε το παιδί της, αλλά η -αυτοκτονία της;- σχετίζεται με τον απαγχονισμό της ηλικιωμένης κυρα- Λένης. Παρακολουθούμε λοιπόν μια απίθανη σκηνή (ο Φανούρης, αμήχανος και λίγο σαστισμένος, αφού για πρώτη φορά θα συνομιλούσε με κάποιον νεκρό σε τόσο αποτρόπαιη, κατακόρυφη στάση), όπου η νεκρή αποφαίνεται ότι δεν αυτοκτόνησε αλλά την σκότωσαν. Ένα είδος Χαδούλας -«Φόνισσας» του Παπαδιαμάντη- ήταν κι αυτή, που υποβοηθούσε τις γυναίκες με μαντζούνια να ρίξουν το παιδί τους, όπως κι εκείνη είχε αναγκαστεί να κάνει και γέννησε ανάπηρο τον δικό της γιο, τον Μανολιό. Ο νωματάρχης, με ήθος ντετέκτιβ στοιχειοθετεί το έγκλημα, και ο Φανούρης με τον θείο καμαρώνουν ότι επιτελούν «κοινωνικό έργο».
     -Μαντατοφόρος από τη Βιάννο (χωριό όπου οι Γερμανοί εκτέλεσαν 400 άτομα) ζητά τους δύο, ξακουστούς πια πρωταγωνιστές μας, να μιλήσουν με έναν νεκρό πατέρα, πλούσιο έμπορα. Ο γιος καμαρώνει ότι θα παντρευτεί την πιο πλούσια κόρη «από τα γυροχώρια», μα ο πατέρας από το κιβούρι τον αποτρέπει: γιατί, όπως διαπιστώνουμε κι εμείς, η πικάντικη ιστορία του πατέρα, η ιστορία της ζωής του, με επίκεντρο την συνάντηση με τρεις «πανέμορφες υπάρξεις» να πλένονται γυμνές στο ποτάμι, του άλλαξε τη ζωή! Δεν επρόκειτο φυσικά για νεράιδες αλλά για τρεις χωριανές, που προκειμένου να μην τις μαρτυρήσει, του υποσχέθηκαν όλες τις ηδονές (λυπήσου μας, θα κάνουμε ό, τι θες, μόνο μη μας προδώσεις!). Έτσι λοιπόν, ο πατέρας προτρέπει με φιλοσοφικό σθένος τον γιο του να μην παντρευτεί από συμφέρον, αλλά να «ζήσει μια ζωή που να αξίζει να τη θυμάται»…
     -Ο επόμενος «πελάτης» ήταν ο ηγούμενος του μοναστηριού του Αγίου Αντωνίου, που ξανάδωσε ζωή στο μοναστήρι μετά από τις καταστροφές των Γερμανών, ένας δηλαδή άξιος και ευσεβής άνθρωπος. Παρόλο που οι μοναχοί είναι αντίθετοι σ’ αυτού του είδους τις πρακτικές (δεν είμαι καθόλου σίγουρος πως οι υπηρεσίες που προσφέρετε δεν είναι δώρα του ίδιου του Εωσφόρου), η τελευταία επιθυμία του σεβάσμιου γέροντα ήταν αυτού του είδους η «εξομολόγηση». Γιατί προς μεγάλη έκπληξη όλων, ο γέροντας εξομολογείται την… αμφισβήτηση των θείων (ένα σπόρος τόσος δα που όσο βαθιά κι αν τον έθαβα, οι ρίζες του απλώνονταν και ξεπετούσαν φύτρες. Αμφιβολία είναι το όνομα του φαρμακερού αυτού καρπού), μέχρι που, σκορπώντας κύματα φρίκης, φτάνει στο σημείο να πει ότι για όσα τερατώδη συμβαίνουν στον κόσμο, μόνο μια δικαιολογία έχει ο Θεός, ότι δεν υπάρχει!!!
     -Μετά από αυτήν την ιεροσυλία, Φανούρης και θείος Σήφης βρίσκονται πια υπό διωγμόν! Ανεβοκατεβαίνουν μέσα στη νύχτα τα βουνά, με την αγωνία της καταδίωξης να διαπερνά σαν ηλεκτρικό ρευστό τα σώματά τους, ενώ από την οργή του όχλου τους σώζει ο… ενωμοτάρχης, που τους έχει βρει πελάτη στο… Ηράκλειο! Έτσι λοιπόν, ο ήρωάς μας θα πάει στην πολυπόθητη πρωτεύουσα (ο Φανούρης ονειρευόταν απ’ τα μικράτα του τούτη τη στιγμή), όπου θα αντικρίσει και για πρώτη φορά από κοντά θάλασσα! Με «ονειροφαντασίες και προσδοκίες» για μεγάλη ζωή φτάνουν στο Ηράκλειο όπου με τιμές και λιμουζίνες τους μεταφέρουν στον πελάτη, σ’ ένα πλουσιόσπιτο που όμοιό του ο Φανούρης δεν είχε ξαναδεί!
     -Εδώ, στην πρωτεύουσα της Κρήτης, εκτυλίσσεται και μια από τις πιο τραγελαφικές, εξωφρενικές αλλά και ξεκαρδιστικές σκηνές: ο νεκρός έχει αφήσει όλη του την περιουσία στην κακομούτσουνη (χωριάτα, αλλήθωρη, κοντή, κακοφτιαγμένη) υπηρέτριά του, την Πανδώρα, γιατί εκτός των άλλων κυοφορεί και το παιδί του! Ενώ η σήψη έχει προχωρήσει, οι συγγενείς διατηρούν το σώμα άταφο, περιμένοντας το «ψυχόφωνο» γιατί ο παπα Διονύσης δέχεται να τελέσει γάμο με τη νύφη αρκεί να πειστεί πως ο νεκρός έχει πλήρη συνείδηση των τεκταινομένων! Ο νεκρός δίνει απίστευτο σημάδι στο «νιάνιαρο» (τον Φανούρη) για να σιγουρευτούν όλοι ότι ο «διερμηνέας» είναι αξιόπιστος (στο δεξί κωλομέρι κρεατοελιά!!!), και με μια νύφη ολολύζουσα τελείται το μυστήριο (αφήστε με λίγο απ’ έξω, δε μυρίζω δα και τόσο απαίσια! τώρα μόλις παντρεύτηκα! Αφήστε με λίγο να χαρώ τον έγγαμο βίο!). Η καρναβαλική σκηνή ολοκληρώνεται με την ξαφνική γέννα της Πανδώρας, μπροστά σε όλους, ενός υγιέστατου αγοριού, με τον νεκρό να αναφωνεί: «Ή ξέρει να σπέρνει κανείς ή δεν ξέρει!»!
     -Η ευφορία που έφερε η τελευταία αυτή συνομιλία με νεκρό, αλλά και η μεγάλη ζωή στο Ηράκλειο (ρούχα, χρήματα, μπορντέλα κλπ) συνεχίζεται και με τον εύθυμο, 11ο πελάτη, έναν γλεντζέ ιχθυοπώλη, τον κυρ- Ανέστη. Μόνο να πούμε ότι «αυτοί που μίσθωσαν τις υπηρεσίες τους ήταν μέλη του εσμού των χαρτοπαικτών και των μέθυσων που ο θείος του συναναστρεφόταν, μια παρέα γερασμένων γλεντζέδων, εύθυμων γεροντοπαλίκαρων, αλκοολικών μερακλήδων»! Εξυπονοείται πως ο νεκρός περιμένει πώς και πώς να «το φχαριστηθεί όσο μπορεί» (πρώτα απ’ όλα πες στην μπανόγλα την αδερφή μου να βγάλει τον σκασμό/δεν το/χε σκοπό να ξοδέψει τις τελευταίες του ώρες πάνω απ’ το χώμα συζητώντας για τον θάνατο (!)). Όλοι οι πενθούντες λοιπόν τρώνε και πίνουν, και αφηγούνται απίθανες ιστορίες και θυμοσοφίες, ότι το «κριτήριο» για τη λαμπρότερη κραιπάλη δεν είναι παρά η παρέα «με τους φίλους του τους γκαρδιακούς»: μόνο τότε ο άντρας μπορεί να’ ναι ο εαυτός του, ντόμπρος, ευθύς, αληθινός, να πράττει και να λέει ό, τι νιώθει/να πηγαίνει ενάντια στα βουλές του κόσμου, στη συνήθεια, στη βαρεμάρα κλπ κλπ. Η βραδιά πάει κατ’ ευθείαν σε γενικό ξεσάλωμα με κεριά και τραγούδια, όπου, αφού θυμήθηκαν το ξέφρενο γλέντι που έστησαν Μεγάλη Παρασκευή, η παράξενη λιτανεία συνοδεύει τον αχόρταγο νεκρό στα «τοπία της μνήμης», καταλήγοντας στο διώροφο με τα γαλάζια παράθυρα, όπου κατοικούσε ακόμα η μεγάλη, κρυφή και άπιαστη αγάπη (δεν ξέρουν πως για μένα είναι ακόμα δεκαεφτά χρονών, λεπτούλα και γλυκιά, ούτε μια μέρα δεν εγέρασε, γιατί δεν γέρασε ο πόθος μου γι’ αυτήνα).
     -Τέλος, προτού προχωρήσουμε στους νεκρούς τους οποίους παρέπεμψε η επιστημονική ομάδα του Πανάνειου Νοσοκομείου για να μελετήσει επιστημονικά το φαινόμενο (!!), η τελευταία επαγγελματική «ακρόαση» του Φανούρη ήταν μια «δουλειά λαβράκι», ο περίφημος ποιητής Επαμεινώνδας Σαλμονέλας, που «θα πρέπει να έγραφε δηλητηριώδεις στίχους»! 64 χρονών, στο «άνθος της δημιουργικής ηλικίας» (!), ο νεκρός διακόπτει τον φανφαρόνικο επικήσιο, λέγοντας ότι δεν έχει καιρό για φληναφήματα και πτωματοκολακείες, αλλά… έχει έμπνευση, και να φέρουν χαρτί και μολύβι να υπαγορεύσει στον Φανούρη (στίχοι φωτεροί, αστραποβόλοι, σφύζουν από χυμούς, φουσκώνουν από αίμα σαν φαλλοί αναθρώσκοντες, μπουμπουκιάζουν, ευωδιούν). Μέσα από έναν οχετό από βρισιές και σαρκασμούς ο νεκρός υπαγορεύει (ακατάσχετη στιχοδιάρροια), ενώ ο Φανούρης τον ακολουθεί ακόμα και μέσα στην νεκροφόρα καθώς οδεύουν προς το νεκροταφείο, γεμίζοντας ορνιθοσκαλίσματα το τετράδιο ιχνογραφίας! Κι όταν στο τέλος απαγγέλλει τους στίχους του ποιητή στο κοινό που περίμενε με αδημονία, εκείνοι άργησαν να αντιδράσουν επειδή είχαν αποχασκώσει ολόγυρά του, όμοια με προσωπεία συντριβανιών που μέσα απ’ τα ορθάνοιχτα στόματά τους ανάβλυζαν ανά κύματα αιφνιδιασμός και κατάπληξη.
     -Οι τελευταίοι, όπως είπαμε νεκροί, για τους οποίους ο Φανούρης εργάστηκε επαγγελματικά, ήταν επιλεγμένοι από την επιστημονική ομάδα της Νευρολογικής Κλινικής του Νοσοκομείου, οι οποίοι, με την παρουσία εκπροσώπου της Αρχιεπισκοπής, του ιερομόναχου Ιερόθεου, κι εκκινώντας από την «αφετηρία της αμφιβολίας», θα θέσουν τα επιστημονικά τους ερωτήματα (τι είδους είναι αυτή η συνείδηση που απ’ τα βάθη των πτωμάτων εκπέμπει τους ψιθύρους της). Τα «υποκείμενα» της έρευνας (υποκείμενο να πεις τον λαπά που σου χαμογελάει κάθε πρωί μέσα στο φατσοκαμαρωτήρι!) είναι τέσσερα, δείγματα από το νεκροτομείο, φτωχομπινέδες που κανένας δεν τους έκλαψε, που έχουν πεθάνει σε απόσταση διαφορετικών ημερών. Οι επιστήμονες βγάζουν ενδιαφέροντα συμπεράσματα, όπως ότι η φωνή τους εξασθενεί όλο και περισσότερο καθώς περνούν οι μέρες, ότι αντιλαμβάνονται το ψύχος, ότι ακούν ο ένας τον άλλον (και μάλιστα έστησαν και καβγά!), αλλά αυτό που είναι το πιο σημαντικό και το επισημαίνει ο Φανούρης, είναι ότι ΛΕΝΕ ΠΑΝΤΑ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ. Άλλωστε, ναι, «η ψυχή υπάρχει!», και η υποψία ότι ένας από τους νεκρούς έχει περιουσία που δεν πρόλαβε να κάνει διαθήκη (πέθανε απ’ την πείνα και τώρα ήθελε να γλεντήσει τη ζωή σαν πτώμα), εγείρει προβληματισμούς, αν θα έπρεπε να υπάρχει και Νεκρικό Δίκαιο, καθώς κι ένας νέος ιατρικός κλάδος Νεκρολογίας!
     Έρωτας κι ενηλικίωση
     Καθώς αυτά τα κωμικοτραγικά επεισόδια αφορούν το μεταίχμιο ζωής και θανάτου, αναδεικνύουν την ανατομία της ανθρώπινης ψυχής, δεν αποτελούν όμως το μοναδικό πυρήνα στο περιεχόμενο του βιβλίου. Ο κεντρικός ήρωας, ο Φανούρης, μέσα σ’ αυτούς τους έξι μήνες που μεσολαβούν μέχρι να επιστρέψει στο χωριό του, αποκτά απίστευτες εμπειρίες, ωριμάζει, ενηλικιώνεται. Βρίσκεται στη μεταβατική ηλικία από έφηβος άντρας, έχει σεξουαλικές ορμές, σεξουαλικές εμπειρίες, αρχικά με την καθοδήγηση του φοβερού θείου στο μπορντέλο (απολαυστική η αμηχανία του πρωτάρη), στη συνέχεια με τη ζουμερή Γεωργία (επίσης ζουμερές οι σκηνές όπως τις περιγράφει ο συγγραφέας) και στο τέλος τον τυραννάει ο αθεράπευτος έρωτας με μια νεαρή πόρνη, τη Λίζα/Βασιλική, όπου βλέπουμε τρυφερές εικόνες, και γεμάτες λυρισμό σκηνές και αγωνίες που αντισταθμίζουν τις νατουραλιστικές και γαργαλιστικές, οργιαστικές σκηνές που περιγράψαμε παραπάνω (την έπαιρνε πάντα αγκαλιά μετά τον έρωτα και τη νανούριζε πιπιλώντας τον λοβό του αυτιού της/με μεγάλα διαστήματα αγρύπνιας, που στη διάρκειά τους αφοσιωνόταν στο να την παρατηρεί, στο να γεμίζει από κείνη).
     Παρακολουθούμε τη συναισθηματική του εξέλιξη, μέσα απ’ όλες αυτές τις πλούσιες και οριακές εμπειρίες σε κόσμους διαφορετικούς και κυρίως μέσα στα ανθρώπινα πάθη. Κατ’ αρχάς απολάμβανε την απόλυτη ελευθερία που ήταν γι’ αυτόν μια εμπειρία πρωτόγνωρη, χωρίς μάνα και γιαγιά να τον «φορτώνουν με γκρίνια». Έπειτα, η συνάφεια με τον φοβερό τυχοδιώκτη και λιμοκοντόρο, τον θείο του, του μαθαίνει πολλά για την «τρέχουσα» ζωή, αλλά στο τέλος, που ο θείος δε διστάζει να συνευρεθεί με τη Λίζα, στέκεται και "κριτικά" απέναντί του.
     Μαθαίνει να «καταλαβαίνει» τους διαφορετικούς ανθρώπους, γεννιούνται μέσα του συναισθήματα αποδοχής ή συμπόνιας, καθώς είναι “tabula rasa”, προβληματίζεται για το τι είναι πραγματική αγάπη (συλλογιέται με τις ώρες για το τι πραγματικά είναι αυτό που οι άνθρωποι αποκαλούν αγάπη, κάτι για το οποίο δεν είχε ποτέ ως τώρα αναρωτηθεί, θεωρώντας το απλό, δεδομένο, για να ανακαλύψει πως δεν ήταν καθόλου έτσι, πως επρόκειτο για κάτι πολύπλοκο, απροσδιόριστο και μυστηριώδες). Ακούει τους γέροντες που μέχρι τότε τους θεωρούσε «ναυαγισμένες υπάρξεις» χωρίς να συνειδητοποιεί ότι κάθε άνθρωπος δεν είναι μονάχα αυτό που βλέπουμε εμπρός μας, αλλά όσα έχει ως τότε ζήσει, ότι μπορεί να φαίνονται ανάξιοι λόγου και ασήμαντοι αλλά μπορεί να κρύβουν στα βάθη τους ένα κουκούτσι μυστήριου και θαυμαστού.
     Έτσι, τον βλέπουμε με έκπληξη να «αφήνει κι αυτός τα αναφιλητά του μαζί με το άηχο κλάμα του νεκρού να ξεσπάσουν, επιτρέποντας να κυλήσουν τα δάκρυα που ο νεκρός αδυνατούσε να χύσει». Μια σπάνια ενσυναίσθηση μπροστά στο φαινόμενο της αδυναμίας των νεκρών , της ανημποριάς και της μοναξιάς τους.
     Τους ζωντανούς να φοβάσαι, όχι τους πεθαμένους
Μας πληρώνουν ένα σωρό λεφτά
για να μιλήσουν με τους πεθαμένους,
ενώ στο τέλος δεν θέλει κανένας να τους ακούσει,
τους προτιμάνε μουγγούς, μου φαίνεται
Τέλος, σκέψεις περί θανάτου και μύχια συναισθήματα είναι διάχυτα σε όλο το βιβλίο, σε όλη τη γκάμα από το φαιδρό μέχρι το εσχατολογικό, ανάλογα και με τον χαρακτήρα που μιλάει, αλλά οι πιο ενδιαφέρουσες σκέψεις και συνειδητοποιήσεις ακούγονται μέσα από την παιδική/εφηβική ματιά του Φανούρη. Αρχικά, μη έχοντας ποτέ αντικρίσει νεκρό μέχρι τον θάνατο του θείου του, απορεί που «έμοιαζαν σε όλα με τους ζωντανούς, μόνο που είναι καταδικασμένοι να μένουν ακίνητοι /μια κατάσταση που δεν φαινόταν να κρύβει κάτι το υπερφυσικό ή το επίφοβο, φανερώνοντάς του πως οι ζωντανοί είναι στην πραγματικότητα πολύ πιο τρομακτικοί και επικίνδυνοι».
     Μα κι οι ίδιοι οι νεκροί, μονολογούν:
     - Αυτό είναι ο θάνατος, λοιπόν; Να τ’ ακούς όλα και όλα να τα βλέπεις… Μόνο που’ ναι όλα θαμπά κι απόμακρα, σαν να τα κοιτάς πίσω από ΄να χοντρό, παχνισμένο τζάμι, σαν τίποτα να μη σε νοιάζει πια, τίποτα να μη μπορεί να σε ταράξει…
     -Μη με ρωτάτε ήντα γίνεται εκεί κάτω. Τίποτα δεν κατέχω. (…)Νιώθω το σώμα μου σαν ένα κουρέλι που μ’ έχει τυλιγμένο, μα δε μπορώ να το ξεφορτωθώ, δεν μπορώ να του ξεφύγω. Αν αυτό που μου’ χει απομείνει τώρα, λέγεται ψυχή, δεν μου γεμίζει το μάτι.
     -Φαίνεται πως ο τύψεις και οι ενοχές είναι κι αυτές από σάρκα καμωμένες, γιατί τώρα που ξεφορτώθηκα το σώμα μου δεν με βασανίζουν πια.

     Νόστος
Ίσα που συγκρατήθηκε απ’ την επιθυμία να καγχάσει,
να ουρλιάξει μ’ ένα γέλιο-λυγμό μπροστά στην ειρωνεία του σύμπαντος,
στη χυδαία φάρσα που ονομαζόταν ζωή
     Δεν κρατάει επ’ άπειρον βέβαια η περιοδεία…
     Διάφορα επεισόδια αναγκάζουν τον Φανούρη να επιστρέψει στο χωριό του, στη μάνα και τη γιαγιά του με ανάμεικτα συναισθήματα, κυρίως όμως με την αίσθηση ότι αυτό που όλοι θεωρούν χάρισμα, μπορεί να είναι και κατάρα… Δείγμα ακόμα μεγαλύτερης ωρίμανσης, ότι συνειδητοποιεί ότι τον θρίαμβό του δεν τον οφείλει σε κάτι που κατάφερε ο ίδιος, αλλά σε ένα «αλλόκοτο φύλλο από την τράπουλα της μοίρας που είχε βρεθεί αιφνίδια στα χέρια του».
     Παρακολουθούμε τους αναστοχασμούς του καθώς αναμοχλεύει τις αναμνήσεις από το φοβερό αυτό εξάμηνο με τις πυκνές εμπειρίες, κυρίως όμως τη νοηματοδότηση του μεγάλου του έρωτα, της Λίζας/Βασιλικής (κατάλαβε, όχι νοητικά, αλλά σαν εμπειρία εγκαύματος, πως ακόμα κι όταν κρατάμε τον άλλον στην αγκαλιά μας, δεν τον κατέχουμε), ενώ μια μεγάλη ανατροπή σε σχέση με τον παιδικό του έρωτα, τη Ρηνιώ, τον οδηγεί να εξασκήσει, μια τελευταία φορά τη θαυματουργή του ιδιότητα.
Χριστίνα Παπαγγελή