Τετάρτη, Οκτωβρίου 10, 2018

Τζουντ ο αφανής, Τόμας Χάρντυ


Πολύ καιρό έχω να νιώσω τέτοια εμπάθεια για βιβλίο που έχω διαβάσει, για τον απλούστατο λόγο ότι δεν ψυχαναγκάζω ποτέ τον εαυτό μου να τελειώσω ένα μυθιστόρημα όταν δεν μου αρέσει. Αλλά εδώ τα πράγματα λειτούργησαν διαφορετικά, όχι γιατί θα το συζητούσαμε στη Λέσχη ανάγνωσης (έτσι κι αλλιώς έχασα την προθεσμία), αλλά αφενός για να ανιχνεύσω τα γούστα του συμπαθούς μέλους που το εκθείασε, κι αφετέρου γιατί η οργή μου κορυφώθηκε στις τελευταίες σελίδες κυρίως σελίδες, οπότε οπλίστηκα με υπομονή για να δω «πού το πάει»! Στο κάτω κάτω, ο Τόμας Χάρντυ είναι καταξιωμένος συγγραφέας, είπα ότι αξίζει να του δοθεί μια ευκαιρία... (!)
Όμως όχι. Και με τη φόρτιση του αναγνώστη που θα θελε να σκίσει τις σελίδες, δεν μπορώ παρά να μιλήσω συναισθηματικά, παραβιάζοντας κώδικες, δεοντολογίες, φιλολογικές αρχές κλπ.  Μα ήταν τόσο, τόσο αντιπαθητικοί οι ήρωες με προεξάρχουσα την πρωταγωνίστρια Σου (που στην αρχή σε κέρδιζε εφόσον την περιέγραφε ο συγγραφέας ως μια αιθέρια ύπαρξη, ερωτική και γεμάτη αισθησιασμό αλλά και κρυφή επαναστατικότητα), που αναρωτιέται κανείς για τις βαθύτερες προθέσεις του συγγραφέα, όπως φυσικά και για την ιδεολογία του. Γιατί δεν είναι απλώς αντιπαθητικοί οι ήρωες (και σ άλλα κορυφαία βιβλία έχουμε αντιήρωες), είναι χάρτινοι, εγκεφαλικοί, ψεύτικοι και «κατασκευασμένοι»  οι διάλογοι (ιδιαίτερα προς το τέλος) και τέλος, η όλη σύλληψη πάσχει από νοσηρότητα χωρίς νόημα. 
Αλλά ας αρχίσουμε από την αρχή. Το βιβλίο στο πρώτο του μισό έχει «ροή», παρουσιάζει κάποιο ενδιαφέρον  (στοιχείο ευοίωνο) χωρίς όμως να υπάρχει ιδιαίτερο βάθος ή γοητεία στη γραφή (στοιχείο δυσοίωνο). Βρισκόμαστε στην Αγγλική επαρχία του 19ου αιώνα, και παρακολουθούμε τις συγκινητικές προσπάθειες του κεντρικού ήρωα του τίτλου, Τζουντ, να ξεφύγει από την καταδίκη της αγροτικής ζωής και να αυτομορφωθεί. Το όνειρό του είναι να πάει στη γειτονική πόλη Κράιστμίνστερ, κέντρο πανεπιστημιακής μόρφωσης, όπου έχε ήδη μετατεθεί ο αγαπημένος του δάσκαλος, για να σπουδάσει και ενδεχομένως να ακολουθήσει ιερατική καριέρα. Μέχρι να ενηλικιωθεί όμως και να πραγματώσει το όνειρό του, τον «τυλίγει» μια δόλια γυναίκα, παντρεύεται αλλά αμέσως σχεδόν τον εγκαταλείπει για να πάει στην Αυστραλία.
Δεν θα επεκταθώ σε λεπτομέρειες της υπόθεσης, αν και θα ήταν απαραίτητο για να φανεί η «πλαστή/εγκεφαλική» πλοκή. Σε αδρές γραμμές: στο Κραισμίνστερ όπου καταφέρνει κάποια στιγμή να πάει ο Τζουντ, όχι όμως ως σπουδαστής, αλλά ως εργάτης της πέτρας,  γνωρίζει κι ερωτεύεται ακαριαία την αιθέρια Σου, που όμως είναι ξαδέρφη του και μάλιστα είναι μέλος αντίπαλης οικογενειακής μερίδας, κι επομένως διπλά απαγορευμένος καρπός. Παρόλ αυτά, και οι δυο αντιστέκονται στις προλήψεις της εποχής κι αφήνουν χαραμάδες για να ανθίσει η εκτίμηση, που γίνεται έλξη, αγάπη, εξάρτηση, άντε κι ένα φιλί.
Μέχρι εδώ το βιβλίο κυλάει αβίαστα, με χλιαρή πλοκή και με κάποια διαλείμματα καλλιτεχνικού και λογοτεχνικού ενδιαφέροντος. Η τόλμη μάλιστα των δύο νέων που συναντιούνται παρά τις κοινωνικές προκαταλήψεις και τις οικογενειακές επιφυλάξεις, και ιδιαίτερα η αθώα τόλμη της Σου δίνουν έναν αέρα πρώιμης -για την εποχή- χειραφέτησης που κάνει την αφήγηση άξια λόγου.
Η αντιπάθεια προς τη Σου ξεκινάει όταν εξομολογείται στον Τζουντ ότι είναι λογοδοσμένη με τον καθηγητή  (που κι ο ίδιος γνωρίζει).  Όχι βέβαια εξαιτίας αυτού του γεγονότος, αλλά επειδή ξεδιπλώνει έναν χαρακτήρα εγωπαθή/εγωκεντρικό, που συνέχεια κατηγορεί τον εαυτό της και παίρνει το ρόλο του θύματος εκβιάζοντας τον δύστυχο ερωτευμένο άνδρα. Ούτε αυτό όμως με πρώτη ματιά ήταν πολύ βασική αιτία για να εξοργιστεί ο αναγνώστης, δηλ. εγώ. Θα έλεγε μάλιστα κάποιος  ότι ψυχογραφείται άριστα  αυτός ο συνήθης τύπος γυναίκας, κι ότι στην ουσία μπορεί να παραπαίει η αιθέρια ύπαρξη μεταξύ θύματος και  γόησσας, αλλά εντέλει έχει την τόλμη να αντισταθεί στις κοινωνικές νόρμες: μετά τον γάμο με τον καθηγητή, βρίσκει το σθένος να τον εγκαταλείψει (και κείνος από αγάπη της το επιτρέπει).
Ο πραγματικός εκνευρισμός ξεκινάει όταν το μοτίβο της αυτοτιμωρίας φτάνει σε ταύτιση με τον άκρο εγωισμό, και η  υποβολή του άλλου σε ψυχολογικά μαρτύρια γίνεται πια βασικό μοτίβο που εναλλάσσεται με το δίδυμο τύψεις/αυτομαστίγωμα. Όχι μόνο αψυχολόγητο αλλά και βαρετό. Ιδού ένα ελάχιστο δείγμα σχεδόν τυχαίο, όταν η Σου ζήτησε από τον Τζουντ να τη συνοδέψει στον γάμο της: Μήπως απλώς η Σου ήταν τόσο διεστραμμένη ώστε να προκαλεί εκούσια πόνο στον εαυτό της και σ’ εκείνον για χάρη της παράξενης και θλιβερής πολυτέλειας του να υποβάλλεται σε μαρτύρια και να νιώθει τρυφερό οίκτο προς τον ίδιο επειδή τον έκανε να συμπάσχει; (μπλιαχ!)
Το κουβάρι  άρνησης της φυσικής ορμής (ο γάμος σκοτώνει τον έρωτα κλπ), πόνου χωρίς λόγο, τύψεων, αυτοτιμωρίας κλπ  δημιουργεί απίστευτα και πολύ κουραστικά ζιγκ ζαγκ στην πλοκή (έχει πλάκα: η Σου με τα πολλά εγκαταλείπει τον σύζυγο, ο Τζουντ χωρίζει με τα πολλά την πρώτη του γυναίκα, όταν σμίγουν τέλος πάντων οι δυο τους  φτάνουν στον γάμο αλλά, όχι, η Σου δεν τον θέλει, μετά τον θέλει, μετά υιοθετούν τον γιο του Τζουντ απ την πρώτη του γυναίκα που τον αποκαλούν με το ΑΠΙΣΤΕΥΤΟ όνομα Πατέρα- Χρόνο! και ξανά προσπαθούν, και ξανά δεν ξέρει τι θέλει, όλη αυτή η πορεία έχει κόστος στο επάγγελμα και στην οικονομική κατάσταση, κλπ κλπ).
Εκεί όμως που θέλεις να πετάξεις το βιβλίο απ τα χέρια σου είναι το παραλήρημα του τέλους: όταν μετά από χρόνια και με δυο ακόμα παιδιά, εξαιτίας της αθλιότητας στην οποία ζουν, ο Πατέρας-Χρόνος σκοτώνει τα δυο αδέρφια του για να απαλλάξει τους γονείς απ τις έγνοιες (τι σύλληψη), η Σου φτάνει στο αποκορύφωμα της «αυταπάρνησης» χωρίζοντας  τον Τζουντ κι επιστρέφοντας στον πρώτο της γάμο για τον οποίο νιώθει αποστροφή! Οι παλινδρομήσεις και οι γυναικουλίστικες τζιριτζάντζουλες της Σου είναι άνευ προηγουμένου. Το μόνο υγιές αντιστάθμισμα είναι οι αρχικές αντιστάσεις του Τζουντ, που κοιτά από απόσταση αυτή τη μεταστροφή, αλλά δε βγαίνει απ τα ρούχα του όπως ο αναγνώστης (πιστεύω και του 19ου αιώνα)! Στο τέλος ενδίδει στα βίτσια της αγαπημένης του, «επειδή την αγαπάει».
Ποιο είναι το ιδεολογικό απόσταγμα; η παρακμιακή πορεία ανθρώπων που θέλησαν να πάνε "κόντρα στην εκκλησία και στην κοινωνία";;;; δηλαδή, δεν είναι εντέλει αντιδραστικό ένα βιβλίο που δείχνει τόσο μονόπλευρα την τιμωρία όσων πάνε κόντρα στην εκκλησία;;; Δεν αξίζει να  ψάξω "τι θέλει να πει ο ποιητής", είναι άσκοπο, ανούσιο. 
Δεν αξίζει καν να γράψω περισσότερα. Ούτε  το ύφος δε σώζει την κατάσταση.
Χριστίνα Παπαγγελή

2 σχόλια:

anagnostria είπε...

Μοράβο για την υπομονή σου όχι μόνο να διαβάσεις αλλά και να γράψεις τόσα για ένα βιβλίο που δεν σου άρεσε! Για μας όμως ευτύχημα, που έτσι θα το αποφύγουμε.

Χριστίνα Παπαγγελή είπε...

Γεια σου Κίκα! το διάβασα γιατί όπως έγραψα μου κίνησε την προσοχή, όσο για την ανάρτηση, όταν σε κυριεύει το πάθος κι έχεις σκεφτεί κάποια πράγματα, είναι απλό να τα γράψεις κιόλας!!!