Στον
κόσμο και τον πολιτισμό του σύγχρονου Πακιστάν μάς ταξιδεύει αυτή τη φορά ο Tariq Ali ολοκληρώνοντας την πενταλογία
του με θέμα το Ισλάμ. Ακολουθώντας ευρηματικές τεχνικές και διεγείροντας
ταυτόχρονα και το ενδιαφέρον του αναγνώστη, μας ταξιδεύει στη Λαχόρη[1],
το Καράτσι, αλλά και στο Παρίσι, το Λονδίνο, στο Γιουνάν (δυτική επαρχία της Λ.
Δ. της Κίνας) και στο… Πεκίνο (καταδεικνύοντας τις ιστορικές σχέσεις Πακιστανών
και Κινέζων). Κυρίως όμως, μας ταξιδεύει και
στο παρελθόν, στη μεγάλη παράδοση που χαρακτηρίζει την περιοχή αλλά και τους
γειτονικούς λαούς.
Το
ενδιαφέρον για τον δυτικό αναγνώστη, πέρα από τους πολύ ενδιαφέροντες
χαρακτήρες και τις σχέσεις στις οποίες διαπλέκονται, δεν είναι η βαθύτερη
γνωριμία μ έναν από τους πιο σημαντικούς πολιτισμούς, δεν είναι μόνο οι
συναρπαστικές εγκιβωτισμένες ιστορίες απ αυτές που δεν πρόκειται ποτέ να
συναντήσεις στη Δύση, ούτε τα πλούσια πολιτικά, ιστορικά και λαογραφικά
στοιχεία. Είναι το πώς ο πολιτισμός της ανατολής και οι διαφορετικές κοινωνικές
δομές αφομοίωσαν τις ταχύρρυθμες αλλαγές στην επιστήμη & τεχνολογία, την
οικονομία, τον πολιτισμό, την τέχνη, δίνοντας μια διαφορετικής χροιάς – από τη
Δύση- σύνθεση. Ο διάσημος πανεπιστημιακός, συγγραφέας, πολιτικός
ακτιβιστής και στοχαστής Τάρικ Άλι διαλύει το φολκλορικό επίχρισμα με το
οποίο η Δύση ντύνει την Ανατολή, κι ενώ βρίσκει τεχνάσματα να αποδώσει την
ιδιαιτερότητα του τόπου και την ιστορικότητά του, δείχνει τις κοινωνικές αντιθέσεις
και την αλληλεπίδραση όχι μόνο με τη Δύση αλλά και με την (Άπω) Ανατολή.
Με
υψηλή μόρφωση, σπουδασμένοι και πολιτικά ενεργοί είναι και οι περισσότεροι ήρωες
του βιβλίου. Δύο όμως είναι οι πιο σημαντικές προσωπικότητες: ο αφηγητής Νταρά,
ουσιαστικά ο πρωταγωνιστής, φίλος της λογοτεχνίας και συγγραφέας, που
αναλαμβάνει πρόθυμα να γράψει -κατά παραγγελία- τη βιογραφία του παιδικού του
φίλου και ιδιόρρυθμου και τολμηρού ζωγράφου Πλάτωνα, 45 χρόνια μετά την εποχή
που έζησαν μαζί (έχω πέσει με τα μούτρα
στην ανασύνθεση της ζωής του. Εκείνο που ενδέχεται να μην έχει καταλάβει πλήρως
είναι ότι, για να γράψω γι αυτόν, είναι ανάγκη να ζωντανέψω εκ νέου τη ζωή των
άλλων, μαζί και τη δική μου. Δεν ξέρω πώς σκέφτεται σήμερα, πάντως η ζωή του
δεν είναι και δε θα μπορούσε να είναι αυθύπαρκτη). Ο δεύτερος πρωταγωνιστής
είναι ο ίδιος ο Πλάτωνας (Μοχάμεντ Αφλατούν),
που μας προσελκύει το ενδιαφέρον απ την αρχή (προτιμούσα τον ερωτευμένο Πλάτωνα από τον μελαγχολικό Πλάτωνα, τον
απελπισμένο, βουτηγμένο στο ουίσκι, αυτοκτονικό Πλάτωνα/ο δικός του εσωτερικός
πυρήνας, ένα λεπτό ατσάλινο μέταλλο, δεν είχε λυγίσει, γεγονός που τον έκανε να
μην ανέχεται όσους ήταν λιγότερο δυνατοί απ αυτόν/του άρεσε το ζην επικινδύνως και,
κατά μία έννοια, ο έρωτάς του για τη Ζάυναμπ ενέπιπτε σ αυτήν την κατηγορία).
Γεννημένος στο Ανατολικό Παντζάμπι (που τώρα ανήκει στην Ινδία) γλίτωσε από το
πογκρόμ του 1947[2]
όταν ήταν στην τελευταία τάξη του σχολείου, ενώ τους υπόλοιπους μουσουλμάνους
του χωριού (ανάμεσά τους και οι δικοί του) τους έκαψαν ζωντανούς οι σίχ. Σώθηκε φτάνοντας στη Λαχόρη, όπου οι
μουσουλμάνοι επιδίδονταν σε σφαγές των σίχ και των ινδουιστών και στη λεηλασία
της πατρίδας τους. Τον Πλάτωνα κάποτε κάποιο μέλος του μυστικού μαρξιστικού
πυρήνα τον ονόμασε «μικροαστό ατομικιστή», πράγμα που όχι μόνο δεν το αρνήθηκε
αλλά το αποδέχτηκε γελώντας, λέγοντας ότι οι μαρξιστές αντιμετωπίζουν τον Μαρξ
σαν προφήτη (η οικογένειά μου ήταν
θρήσκα. Με πήγαιναν τακτικά στο τζαμί, είχα αποστηθίσει το Κοράνι, δίχως να
καταλαβαίνω λέξη, και συμμετείχα σε όλες τις τελετουργίες. Όταν είδα τι γινόταν
από όλες τις πλευρές στο όνομα της θρησκείας, της γύρισα την πλάτη μου για
πάντα).
Ο
τόπος καταγωγής, όπου συναντιούνται οι ήρωες και οι φίλοι τους/συμπρωταγωνιστές μετά από
χρόνια είναι η Λαχόρη, στο Παντζάμπι. Ο συγγραφέας έχει πολλές ευκαιρίες να μας
μιλήσει γι αυτή την ιδιαίτερη περιοχή, που παρεμπιπτόντως είναι και η ιδιαίτερη
πατρίδα του:
Αγαπούσα κι εκτιμούσα αυτήν την πόλη: το
θάρρος της που συναγωνιζόταν την κουζίνα της∙ το πνεύμα της και τον
αυτοσαρκασμό της∙ τη ζωντάνια της, αρσενική και θηλυκή∙ τα καφέ της, που ακόμα
και μετά το 1947 διατήρησαν μια
συνέπεια κι ένα βάθος σκέψης∙ την τρυφερότητα ή τη τραχύτητά της, ανάλογα με
την περίσταση. (…)
Ο Πλάτωνας τους αντιπαθούσε όπως μόνο
εκείνος ήξερε, διακρίνοντας το κωμικό στοιχείο σε ό, τι θεωρούσαν αρετή, τους
προσέβαλλε κατάμουτρα, λέγοντας ότι δεν είχε ξαναδεί πιο χοντροκέφαλα και
βάρβαρα καθάρματα, έστω κι αν παραφούσκωνε κάπως, εν γνώσει του. Κορόιδευε την
αφύσικη εκζήτηση και τη γλώσσα του σώματός τους, την κενοδοξία στο ντύσιμό
τους, τη χλομή όψη τους και την αποκρουστική φιλαυτία τους, αλλά πάνω απ όλα
την αναλγησία τους προς όσους θεωρούσαν κοινωνικά κατώτερούς τους.
Οι
δυο φίλοι έχουν κριτική στάση απέναντι στο φανατισμό και των σιιτών και των
σουνιτών (διασκεδαστικότατη η αναφορά στις διαφορές που αφορούν τη «ζωτικής
σημασίας ισλαμική ιεροτελεστία» του πόσες φορές τινάζουν οι μεν και οι δε το
πέος μετά το κατούρημα!), απεχθάνονται τους συμπατριώτες τους που μιλούν
συνέχεια για το ένδοξο μογγολικό παρελθόν
της πόλης, για την κυριαρχία των Μουγκάλ
στην Ινδία, για το Μουγκάλ έτσι και το Μουγκάλ αλλιώς∙ ο Πλάτωνας φώναζε: «το
μογγολικό κρασί, η μογγολική ακολασία και το όπιο, η μογγολική αδυναμία στα
αγοράκια…». Οι προετοιμασμένες ευφυολογίες δεν είχαν θέση στο τραπέζι μας (…)
Το αυθόρμητο ευφυολόγημα ενδέχεται να είναι άστοχο, αλλά σίγουρα το προτιμούσε
από το άλλο είδος. Απεχθάνονται το φανατισμό και σατιρίζουν τους
θρησκευόμενους. Κάνουν πορεία στο αμερικανικό προξενείο με αφορμή τη δολοφονία
του Λουμούμπα το 1961, και παίρνουν μέρος στη φοιτητική εξέγερση ενάντια στο
στρατιωτικό καθεστώς το 1968.
Ο
έρωτας παίζει και σ’ αυτό το βιβλίο του Τάρικ Άλι συμπρωταγωνιστικό ρόλο∙ έτσι,
έχουμε τον μεγάλο κι ανέφικτο έρωτα του αφηγητή, την κινεζικής καταγωγής Τζιντιέ
(είναι η «σουνέρι τίτλι», δηλαδή η χρυσή πεταλούδα/το είδος του έρωτα που αισθανόμουν για την Πεταλούδα είχε μια
παρενέργεια που εκδηλώθηκε με τη μορφή της πιο ευτράπελης, αναμφίβολα αρετής:
την αγνότητα), και τη Ζαϋνάμπ, μια χειραφετημένη γυναίκα, εξίσου σημαντική
και για τους δύο φίλους, που… την ανάγκασαν οι άντρες της οικογένειά της για
λόγους κληρονομικούς να… παντρευτεί το
Κοράνι[4].
Οι προσωπικές ιστορίες και οι ερωτικές περιπέτειες είναι γλαφυρές και φανερώνουν
ιδιαίτερο πάθος, υπάρχει διάχυτος ερωτισμός και λυρισμός:
·
ήταν η πρώτη φορά που η κοπέλα γέλασε. Η καρδιά μου
σταμάτησε προς στιγμήν να χτυπάει. Υπάρχει ένα απαίσιο ρητό στα παντζάμπι, που
δίνει μεγάλη σημασία στο γέλιο σε συνάρτηση με την ερωτική κατάκτηση: ασί τε
πασί (αν γελάσει, την έριξες)
·
δεν είχαμε εγωισμό σ αυτά τα ζητήματα, επομένως δε μας
ένοιαζε αν θα χάναμε την αξιοπρέπειά μας
·
ήταν ακόμα πιασμένος στα βρόχια της τρέλας, του
μαρτυρίου και της χαράς, διαδικασία την οποία ο Σταντάλ έχει περιγράψει
διεξοδικά ονομάζοντάς την «κρυστάλλωση»
·
εκείνο το καλοκαίρι όλες μου οι σκέψεις ήταν η
ωρίμανση της διαδικασίας της κρυστάλλωσης (κρυστάλλωση: σύμφωνα με τον
Σταντάλ, ο ερωτοχτυπημένος μοιάζει με το κλωνάρι που το ρίχνουν στα αλατωρυχεία
τον χειμώνα, και δυο μήνες αργότερα το
ανασύρουν σκεπασμένο από λαμπερούς κρυστάλλους…)
Και
ποια είναι η «νύχτα» της χρυσής πεταλούδας; Όντως η Τζιντιέ ήταν μια αιθέρια ύπαρξη με πνευματική ομορφιά που δεν
ένιωθε για κανέναν άντρα σαρκικό πόθο, όπως ισχυρίζεται ο άντρας της;
Όπως
γράφει μετά από χρόνια σε επιστολή της στον Νταρά:
Θα μπορούσες να είχες ανακαλύψει από
πρώτο χέρι την αλήθεια, αν δεν είχες εμμονή με τον πρωινό καφέ. Εκείνη η
ευκαιρία δεν θα παρουσιαστεί, δυστυχώς, ξανά στο δρόμο μας.
Ιδιαίτερη είναι η μνεία για τη γλώσσα/διάλεκτο
«παντζάμπι» (επίσημη γλώσσα είναι η «ουρντού», που αποτελεί σημάδι αναγνώρισης
μεταξύ των πακιστανών (ακούγοντας τις
βλαστήμιες του, αυτός που του τηλεφωνούσε γέλασε πνιχτά και τον χαιρέτησε στα
παντζάμπι, τη μητρική γλώσσα που βάζει κάτω όλες τις γαμημένες μητρικές γλώσσες
-έτσι τουλάχιστον καυχιούνται οι υποστηρικτές της. Καμία μετάφραση δεν μπορεί
να αποδώσει αυτήν την πολυεπίπεδη γλώσσα, την τόσο πλούσια σε λογοπαίγνια και
αμφισημίες, εξαιτίας των οποίων ορισμένοι μελετητές υποστηρίζουν ότι, στην
ουσία, κάθε λέξη της κάθε διαλέκτου των παντζάμπι έχει διττή ή κρυφή σημασία.
Όμως,
ο μελετητής Τάρικ Άλι, είναι πολύ προσεκτικός και διατηρεί μια επιστημονική, θα
λέγαμε, αντικειμενικότητα όταν αναφέρεται σε τέτοιου είδους παρατηρήσεις. Λέει
λοιπόν, αμέσως μετά ο αφηγητής: Δεν είμαι
σίγουρος αν αυτό ισχύει. Κάτι τέτοιο θα είχε δημιουργήσει ανυπέρβλητα
προβλήματα στη θρησκεία των Σιχ, ο ιδρυτής της οποίας, ο οραματιστής
μυστικιστής ποιητής Νανάκ, σπουδαίος αριστοτέχνης της γλώσσας, θα πρέπει να
ήξερε τι έκανε όταν προβίβασε τη μητρική γλώσσα παντζάμπι καθιστώντας την επίσημη
γλώσσα της νέας πίστης, που διαχωρίστηκε από τους βεβαρημένους από τις κάστες
Ινδουιστές.
Η
ιστορία της οικογένειας της κινέζας Τζιντιέ, που με πολύ έντεχνο τρόπο μας
παραθέτει ο μυθιστοριογράφος, μάς δίνει την ευκαιρία να πάρουμε μια γεύση της
πολυπλοκότητας των σχέσεων και του πολιτισμού στις περιοχές αυτές της Μέσης/άπω
Ανατολής. Ακούμε από πρώτο χέρι (μεγάλη προγιαγιά) για τις εξεγέρσεις στο
Γιουνάν λες και συνέβησαν την περασμένη
εβδομάδα. Ο προπάππος της Τζιντιέ ήταν Σουλτάνος στο Γιουνάν, ονόματι
Σουλεϋμάν (μουσουλμάνος). Η οικογένειά της έφτασε στη Λαχόρη μετά από μακρά
πορεία από το Γιουνάν στην Ινδία. Η πρόσμειξη στοιχείων των δυο πολιτισμών
είναι φυσικό επόμενο, π.χ. το Χάν Κιτάμπ είναι συλλογή κινέζικων ισλαμικών
κειμένων, γραμμένο από Κινέζους μουσουλμάνους, που συνδυάζουν τον Ισλαμισμό με
τον Κομφουκιανισμό. Το μίσος μεταξύ των Χάν και των Χούι (κινέζοι μουσουλμάνοι)
και η απειλή των Μαντσού και των Τσινγκ ήταν τα αίτια άπειρων πολεμικών
συρράξεων αλλά και συζητήσεων για το ποιοι ήταν προοδευτικοί και ποιοι όχι (τους προτιμάς μόνο και μόνο επειδή οι
μαοϊκοί αρνούνται να αναγνωρίσουν την εξέγερση του Γιουνάν ως προοδευτική,
φοβούμενοι μήπως ενθαρρύνουν παρόμοιες ενέργειες κλπ. κλπ.).
Μέσω
του Κομφούκιου, του αδερφού της Τζιντιέ, που εξαφανίζεται στην Κίνα του Μάο για
να τον ανακαλύψουν μετά από χρόνια σε κατάσταση αμνησίας από ξύλο μιας
αντίπαλης ομάδας Ερυθρών Φρουρών, παίρνουμε μια γεύση της σύγχρονης κατάστασης
στην Κίνα.
Οι πολιτικές
αναφορές, όσο αφορά το σύγχρονο Πακιστάν, πληθαίνουν προς το τέλος του βιβλίου,
με αφορμή την -πολιτική- δολοφονία του φιλοδυτικού στρατηγού Ραφίκ, γαμπρού της
Τζιντιέ. Τα στρατιωτικά καθεστώτα, με τον πόλεμο του 2001, η εξάπλωση των Ταλιμπάν[5]
αλλά και των Ταλιμπού (ειδική ομάδα των Ταλιμπάν που έχει στόχο να εισχωρήσει
στον στρατό και την αστυνομία), η μαζική έξοδος των νεαρών ττης δεκαετίας του ‘60
στα Λονδίνα,τα Παρίσια αλλά και στην Κίνα της πολιτιστικής επανάστασης (ο «Κομφούκιος»,
ο αδερφός της Τζιντιέ), κάνουν την κατάσταση στο Πακιστάν χαώδη, πράγμα που
απεικονίζεται στο τεράστιο ζωγραφικό τρίπτυχο που άφησε κληρονομιά ο Πλάτων
προτού πεθάνει.
Χαρακτηριστικά
ενδεικτική φιγούρα της παρακμής η Νότι Λατίφ, που κοιμόταν με τους στρατηγούς
(μέσα σ αυτούς κι ο Ραφίκ), φυγαδεύεται στο Παρίσι, κατευθύνεται ώστε να γράψει
τις ιστορίες της («ο νέος Ντιντερό»!) και ντρεσσάρεται από τα μήντια σαν την
ηρωίδα που κατάφερε να ξεπεράσει την ισλαμική καταπίεση! Ασφαλώς έχει
συναίσθηση ότι την εκμεταλλεύονται, όπως γινόταν
σ όλη της τη ζωή.
Οι ιστορίες της Νότι όσο αφορά την
καθημερινή ζωή με τον άντρα της και τους στρατηγούς, μια αφήγηση αδιάπτωτης
ηθικής, πολιτικής και οικονομικής εξαχρείωσης, είχε για μας πολύ μεγαλύτερο
ενδιαφέρον απ’ όσο για τους δυτικούς αναγνώστες, αλλά η εξιστόρηση της στρατολόγησής
της από τη γαλλική μυστική υπηρεσία πληροφοριών και του τρόπου με τον οποίον
την παρέσυρε να αναλάβει τον καινούριο της ρόλο ήταν μία εντυπωσιακή ματιά στον
ερεβώδη κόσμο της προπαγάνδας του σύγχρονου πολέμου.
Χριστίνα Παπαγγελή
[1]
Πρωτεύουσα της «Παντζάμπ» (Πενταποταμία), στα σύνορα με την Ινδία, Πολιτιστική
πρωτεύουσα του Πακιστάν. Την περίοδο των αγώνων για την ανεξαρτησία της Ινδίας
και του Πακιστάν η Λαχόρη έπαιξε σημαντικό ρόλο.
[2] Η
Διχοτόμηση του Πακιστάν έγινε το 1947 Το 1947 οι Βρετανοί αποχωρούν από την Ινδία,
από την οποία αποσχίστηκε το καθαρά Μουσουλμανικό κράτος του Πακιστάν, το οποίο
χωριζόταν σε Δυτικό και Ανατολικό τμήμα, ανάμεσα στα οποία βρίσκονταν
1.600 km ινδικού εδάφους. Τότε έλαβε χώρα και η μεγαλύτερη μετακίνηση
πληθυσμών (ανταλλαγή) μεταξύ Ινδών και Πακιστανών στην ιστορία (20.000.000)
Το σημερινό Πακιστάν προέκυψε μετά την αποσκίρτηση του
Ανατολικού Πακιστάν και τη δημιουργία νέου κράτους (του Μπανγκλαντές) το 1971.
[4] συνήθης
τερατώδης πρακτική αν και καταγγελλόταν απ όλες τις φατρίες ως αντίθετη του
Ισλάμ
[5] Με
τον όρο Ταλιμπάν, δηλαδή σπουδαστές του κινήματος της
ισλαμικής γνώσης εννοείται το πολιτικό-θρησκευτικό κίνημα που κυβέρνησε το Αφγανιστάν από το 1996 έως το 2001. Οι Ταλιμπάν ανήλθαν
στη εξουσία μετά από έναν μακρύ εμφύλιο πόλεμο. Εκδιώχθηκαν βίαια από την
εξουσία μετά την πολεμική σύρραξη Αφγανιστάν-Η.Π.Α.,
τον Δεκέμβριο του 2001 (από την wiki-
pedia).