Τρεις κεντρικούς χαρακτήρες,
τον έναν πιο αντιπαθητικό απ’ τον άλλον, παρακολουθούμε σ’ αυτό το σύντομο
μυθιστόρημα (σχεδόν νουβέλα) του Γιόζεφ Ροτ, του συγγραφέα που εκφράζει τον
γερμανικό εξπρεσιονισμό του μεσοπολέμου.
Σε αποστασιοποιημένο ύφος,
που εγώ θα το χαρακτήριζα μάλλον νατουραλιστικό παρά εξπρεσιονιστικό, με
κριτική διάθεση και καυστική πένα ο συγγραφέας δείχνει τους ήρωες να είναι
προσδιορισμένοι καθαρά από τις κοινωνικοπολιτικές συνθήκες, τις δυναμικές της
μεσοπολεμικής Γερμανίας. Έρμαια των παθών τους, που στις συγκεκριμένες
περιπτώσεις είναι η φιλοδοξία και η κατάκτηση του κοινωνικού στάτους. Ο ίδιος ο
Ροτ, άλλωστε, αρνείται την ύπαρξη
χαρακτήρων, προφανώς εννοώντας ότι παρουσιάζει κάπως
τυποποιημένες προσωπικότητες που δεν εξελίσσονται ουσιαστικά, ενώ είναι φανερή πρόθεσή
του να δείξει μ’ αυτόν τον τρόπο την αστάθεια και την ανυπαρξία ηθικής πυξίδας
κατά τη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο. Αυτό άλλωστε υπογραμμίζει και ο τίτλος
«αριστερά και δεξιά», αν και οι ήρωες όλοι παραπαίουν προς τα δεξιά και κανένας
προς τα αριστερά. Δορυφόροι των αρχικών ηρώων παρουσιάζονται σε αδρές γραμμές,
κι αυτοί παραδομένοι σε ταπεινά πάθη, όπως η μητέρα των δύο από τους βασικούς
(Πάουλ και Τεοντόρ), τσιγκούνα, ανασφαλής και με στοιχειώδη συναισθήματα.
Είναι επομένως συνειδητή η
επιλογή να παρουσιάσει αντιπαθητικούς ήρωες, αντιήρωες-ανθρωπάκια που
προσπαθούν να επιπλεύσουν σε μια Γερμανία που χάνει τον πόλεμο και βγαίνει
ταπεινωμένη απ’ αυτόν. Ο Ροτ, γνωστός νοσταλγός του μοναρχικού καθεστώτος, δεν
μας εκπλήσσει φυσικά. Γι’ αυτόν όλα έχουν τελειώσει με τον θάνατο του
Φραγκίσκου Ιωσήφ, το 1916, και το έχει δείξει απερίφραστα στα άλλα του βιβλία (π.χ. στο περίφημο Το εμβατήριο του Ραντέτσκυ). Παρόλη τη στενή οπτική του όμως και παρόλες τις αδυναμίες αυτού
του βιβλίου, η κοφτερή του γλώσσα κρατά το ενδιαφέρον.
Ο πρώτος στη σειρά, ο Πάουλ,
ευαίσθητος σαν παιδί και πολύ ευφυής (μαθαίνει εύκολα, διακρίνεται παντού,
επιδέξιος χορευτής, γοητευτικός κι ευχάριστος ομιλητής), γίνεται αλαζόνας και η
μόνη του έγνοια είναι να ανελιχθεί κοινωνικά. Στην Αγγλία δεν ασχολήθηκε με τις
τέχνες αλλά πολιτικές επιστήμες, ιστορία και νομικά γιατί λίγα πράγματα θα κατάφερνε κανείς στη χώρα τους με την ιστορία
της τέχνης. Φυσικά κατατάχθηκε στο ιππικό (πρωτοκλασάτο), αλλά από δειλία
(εδώ η καυστική σάτιρα του Ροτ σπάει κόκαλα) προσχωρεί στους… πασιφιστές
αποφεύγοντας για ένα φεγγάρι τον πόλεμο. Μετά όμως από ένα καθοριστικό για τον
εγωισμό του επεισόδιο κατατάσσεται στον στρατό (στον α΄ παγκόσμιο), και, όπως εκατομμύρια καταταγμένοι άνδρες, ένιωθε
την ανωτερότητα και τη στωικότητα εκείνων που υποτάσσονται στα τυφλά σε ένα
τυφλό πεπρωμένο. Αλλά και σ’ αυτήν την περίσταση τη «βγάζει καθαρή», εφόσον
λόγω τύφου νοσηλεύεται το μεγαλύτερο διάστημα, όταν δε ο πόλεμος τελείωσε, από
έπαρση συνεχίζει να φορά… τα στρατιωτικά θεωρώντας το μάλιστα και ηρωισμό, γιατί ανήκε σ’ έναν ηττημένο στρατό. Και τίποτα
δεν καταφρονούσε περισσότερο αυτός, που τόσα καταφρονούσε, όσο την ήττα. Γρήγορα
πάλι μεταστρέφεται και φιγουράρει ως
πρότυπο ηρωικής, πατριωτικής πίστης, και αρχίζει να οραματίζεται καριέρα
πολιτικού, μέχρι και να γίνει… υπουργός. Ακόμα
και φιλενάδα έχει χωρίς να την αγαπά, αλλά γιατί
η παράδοση τον πρόσταζε να διατηρεί μια φιλενάδα/ήταν δύσκολο να ζεις μόνος.
Ακόμα πιο αχώνευτος είναι ο
αδερφός του Πάουλ, ο Τεοντόρ, υπερβολικά κομπλεξικός -όχι τυχαία. Δεν έχει καν
την εύνοια της μάνας του, που τον θεωρεί εξίσου αργόστροφο με τον -απόντα απ’
το βιβλίο- πατέρα (κι εδώ μπορούν να αναγνωρίσουμε κάποιες ψυχογραφικές
ικανότητες και ψυχαναλυτικές γνώσεις του Ροτ). Τα δύο αδέρφια είναι διαφορετικά
ναι μεν, αλλά φαίνεται ότι καθορίζονται αποφασιστικά από τις ανεπάρκειες και τις
προσδοκίες της μάνας, η οποία κι αυτή παρουσιάζεται με μια δόση νατουραλισμού.
Υπερβολικά σφιχτοχέρα και ανασφαλής, φοβάται τη φτώχεια και βάζει πάνω απ’ όλα την επίδειξη
και την προβολή. Περιφρονεί τον μικρό της γιο και τον ωθεί σε βίαια ξεσπάσματα,
και φαίνεται ότι το ευχαριστιέται, γιατί ήταν
οι μοναδικές στιγμές που την έκαναν να νιώθει πραγματικά ανώτερη -και που αίφνης η λογική της αφυπνιζόταν, σαν
να την παρακινούσε η απόλυτη ανοησία του άλλου.
Έτσι, ο αναγνώστης μπορεί να
δικαιολογήσει τις αποκλίνουσες συμπεριφορές του Τεοντόρ ο οποίος κλέβει τα
χρήματα της μάνας του, γράφεται στον σύλλογο «Θεός και σίδηρος» (προθάλαμος των
μυστικών οργανώσεων της εποχής, που οδήγησαν στους ακροδεξιούς σχηματισμούς),
καταφεύγει σε εξωφρενικά ψέματα κ.α.
Ανταγωνίζεται βέβαια τον «ευφυή» αδερφό του, τον κατηγορεί ότι «χάσανε»
τον πόλεμο, προσπαθεί να τον εντυπωσιάσει μιλώντας του για τον… Μαρξ,
επικαλείται το τσιτάτο «το έθνος θέλει πράξεις» κι όλη αυτή η συμπεριφορά
βέβαια καταλήγει σε βίαιο επεισόδιο μεταξύ τους. Ο εθνικισμός και
αντισημιτισμός του Τεοντόρ μοιάζει να είναι συνέπεια αυτού του οικογενειακού
εξοβελισμού˙ βλέπουμε δηλαδή πάλι ένα από τα αγαπημένα θέματα του συγγραφέα, τη
γέννηση του εθνικιστικού ιδεώδους μέσα από την παρακμή των παραδοσιακών αξιών
του μοναρχικού καθεστώτος.
Ενδιαφέρον αποκτά το βιβλίο όταν
ο Πάουλ αρχίζει τις -αδιέξοδες- προσπάθειες στο δρόμο για το μεγαλείο. Σαν απειλητικό παγόβουνο κατέπλεε το τριακοστό έτος
της ηλικίας καταπάνω του. Η φιλοδοξία τον βασάνιζε κι ήταν ένα σωματικό, ανίατο
βάσανο. Στην τράπεζα όπου δουλεύει απολαμβάνει τη δουλοπρέπεια των
γραμματέων (αμείλικτος ο Ροτ στις περιγραφές: οι δυο κοπέλες ρίχνονταν σύμφωνα με τα ήθη και έθιμα των
γυναικείων δυνάμεων γραφείου, σαν αρπακτικά πάνω σε μια αδιάφορη επιστολή και
τη συνέθλιβαν ανάμεσα στα σίδερα των γραφομηχανών) και ευχαριστιόταν όταν άκουγε να μιλούν για τις σημαντικές συσκέψεις του.
Ψάχνει απεγνωσμένα το μυστικό της επιτυχίας, αυτός, ο ξεπεσμένος εκλεκτός των
εκλεκτών, και γυρεύει την καταξίωση ακόμη και… στις χαρτοπαικτικές λέσχες.
Πηγαίνει σε καλά εστιατόρια παρόλο που δεν έχει ανάλογη οικονομική άνεση, γιατί
εκεί τον τρέφει η ψευδαίσθηση του μεγαλείου…
Όμως όλες του οι δράσεις
ωχριούν μπροστά στον «νέο τύπο ανθρώπου» που γεννά ο 20ος αιώνας,
και ενσαρκώνεται στον Νικολάι Μπραντάις. Ο Ροτ κάνει μια μεγάλη παρένθεση παραθέτοντας
συνοπτικά την ιστορία της ζωής του τρίτου κεντρικού του ήρωα, του Μπραντάις.
Είναι κατά τη γνώμη μου από τα πιο αδύναμα λογοτεχνικά σημεία του βιβλίου,
χώρια που έμμεσα προβάλλει σχηματοποιημένα τα αποτελέσματα της ρωσικής επανάστασης
(φυσικά ο συγγραφέας ήταν ιδεολογικά ενάντια στον μπολσεβικισμό). Σύντομα
λοιπόν: ο Μπραντάις είναι Ρωσοεβραϊκής καταγωγής, αλλόκοτος και απομακρυσμένος από τα ευρωπαϊκά μέτρα, αφού υπηρέτησε μέχρι και στον Κόκκινο στρατό, και
άλλαξε ριζικά όταν σε μια δύσκολη στιγμή της κοινότοπης ζωής του αποφάσισε να
απαρνηθεί τη στρατιωτική ή πολιτική σταδιοδρομία (βίωσε κι αυτός πώς ο άνθρωπος είναι σε θέση σε μια και μοναδική
στιγμή -που δεν του φαίνεται καθόλου
σημαντική- να αλλάξει εκείνο που ονομάζουμε «χαρακτήρα» τόσο ολοκληρωτικά, ώστε
να χρειάζεται να σταθεί μπρος στον καθρέφτη για να βεβαιωθεί ότι η φυσιογνωμία
του έχει παραμείνει ίδια). Στρέφεται
στο εμπόριο, σε κάθε είδους επιχείρηση που μπορεί να βάλει ο νους. Αγοράζει
κυριολεκτικά μέχρι και τη θεατρίνα Λυδία Μαρκόβνα, που την είδε και την
«ερωτεύτηκε» κεραυνοβόλα.
Η σύγκλιση των τριών ηρώων
λαμβάνει χώρα όταν ο Πάουλ άρχισε να
«αποδομεί», μια δραστηριότητα που εκείνη την εποχή συνόδευε την «ανοικοδόμηση»
στη Γερμανία. Αναγκάζεται να απολύσει τις στενογράφους, τον γραμματέα, να
κλείσει το γραφείο, να φύγει απ’ το διαμέρισμα. Κοινώς, ο Πάουλ δεν μπορεί να
επιπλεύσει στην υψηλή κοινωνία από ένα σημείο και μετά, αλλά, κλασικά, δεν
θέλει να δεχτεί τη νέα του κοινωνική θέση. Δυο δυνάμεις τον ανυψώνουν ξανά: ο
Μπραντάις και ο… γάμος. Γίνεται δορυφόρος του πλούσιου πεθερού του αλλά και του
Μπραντάις (όσο πιο ισχυρός του φαινόταν ο
Μπραντάις, τόσο πιο αδύναμος ένιωθε ο ίδιος τον εαυτό του), ο οποίος
αποδεικνύεται μεγαλομέτοχος, μπλεγμένος σ’ όλων των ειδών τις οργανώσεις (π.χ. «του
Ατσάλινου Κράνους»- ακροδεξιά, του «Λευκού Σταυρού»- χριστιανική οργάνωση με
θεωρίες κατά του…. Αυνανισμού(!), της «Σημαίας του Ράιχ»- παραστρατιωτική
οργάνωση), αλλά βασικά είναι από εκείνους
που ωφελήθηκαν από τον πληθωρισμό. Έχει τόση δύναμη που αρχίζει και ο ίδιος
να τη φοβάται (τα σύμβολα της δύναμής μου
θα αρχίσουν να γίνονται πιο επιβλητικά από μένα). Στον Μπραντάις
απευθύνεται και ο ταπεινωμένος και κυνηγημένος για χρέη συντηρητικός κι εθνικιστής
Τεοντόρ, ο οποίος (Μπραντάις) του βρίσκει δουλειά δημοσιογράφου σε… εβραϊκή
εφημερίδα, ταπεινώνοντάς τον μια φορά περισσότερο, προκαλώντας ωστόσο τα
ανταγωνιστικά συναισθήματα του Πάουλ.
Η προσωπικότητα του Μπραντάις
κατά τη γνώμη μου είναι κάπως προβληματική. Η περιγραφή δεν είναι «εσωτερική»,
ούτε προκύπτει επαγωγικά (από γεγονότα,
διαλόγους, στιγμές) αλλά δίνεται έτοιμη από τον συγγραφέα και παρουσιάζει
σκοτεινά σημεία. Τι είναι αυτό που τον κάνει να είναι τόσο σκοτεινός και σκληρός
απέναντι στη Λυδία (η θεατρίνα που λέγαμε); Όλο αυτό στήνεται μ’ αυτόν τον
τρόπο μόνον και μόνο για να ανταποκριθεί η Λυδία στις προκλήσεις του Πάουλ (επειδή
όμως ήταν αρκετά συναισθηματικός για να μπορέσει να πάρει εκδίκηση χωρίς ηθική
κάλυψη, το θεώρησε απαραίτητο να ερωτευτεί τη Λυδία. Κι έτσι την ερωτεύτηκε)
και να υπογραμμιστεί για άλλη μια φορά η διαφθορά αυτής της φιλόδοξα
ανερχόμενης κοινωνικής αστικής τάξης.
Η φιλοδοξία του είναι
υπέρμετρη, οι κατακτήσεις του άπιαστες δημιουργούν αισθήματα μειονεξίας στους δυο
αδερφούς, παρόλ’ αυτά ο συγγραφέας κάπως σχηματικά τον εξιδανικεύει. Στο τέλος
του βιβλίου γίνεται ο μεγάλος τυχοδιώκτης που όλα τα αφήνει πίσω του για να
ξαναγεννηθεί, ενώ ο Πάουλ, παρόλο που πέτυχε την κοινωνική άνοδο, νιώθει ότι δεν
είναι ευυπόληπτο μέλος της μεγάλης βιομηχανίας. Σε μια κρίση
αυτοσυνειδησίας, ελαφρώς ξεκάρφωτης, αντιλαμβάνεται ότι πνίγεται στην πλήξη
μιας ζωής comme il faut (όχι, δεν είχε
γίνει ισχυρός. Κανένας δεν του είχε σεβασμό. Σε σχέση με αυτά, η εργένικη ζωή
του ήταν ανώτερη και πιο ελεύθερη).
Παρόλα τα έντονα ιδεολογικά
στοιχεία (που ευτυχώς μεταφέρονται μέσα από τους ήρωές του) την καταδίκη δηλαδή
της ανερχόμενης αστικής τάξης και τη δεδομένη διαφθορά των θιασωτών της, ο
Γιόζεφ Ροτ προσπάθησε να κάνει μια τομή της αστικής κοινωνίας προς το τέλος του
Α΄ Παγκοσμίου πολέμου με το διεισδυτικό του νυστέρι, που συνήθως χαρίζει μεγάλη
απόλαυση στον αναγνώστη. Υπάρχουν σημεία που προδίδουν μεγάλη κοινωνική
ευαισθησία και παρατηρητικότητα, από την άλλη, πέρα από την προσωπική μου
απαρέσκεια στο νατουραλισμό, με κούρασε κάποια προχειρότητα, η πολύ συχνή
χρήση του παρατατικού (που δείχνει γενίκευση) και τα σημεία όπου ο χρόνος
συμπυκνώνεται δυσανάλογα.
Χριστίνα Παπαγγελή