Τετάρτη, Οκτωβρίου 17, 2007

346 λέξεις για το Μην πας ποτέ μόνος στο ταχυδρομείο του Στέλιου Κούλογλου

Γρήγορο βιβλίο και εύκολο στην ανάγνωση, ίσως κοντά στο δημοσιογραφικό στυλ εξαιτίας του επαγγέλματος του συγγραφέα. Ο Κούλογλου χρησιμοποιεί ευδιάκριτα τις τεχνικές αφήγησης σα να πρόκειται για ασκήσεις και εφαρμογές που κάνει σ’ αυτές ένας καλός μαθητευόμενος στους λογοτεχνικούς τρόπους. Κατορθώνει να σκιαγραφήσει πολλούς χαρακτήρες που κινούνται σ’ ένα ευδιάκριτο κοινωνικό και ιστορικό πλαίσιο του οποίου τη γνώση κατέχει πολύ καλά ο συγγραφέας. Ενδιαφέρον έχουν και οι ανατροπές σε συνδυασμό με το αστυνομικό μυστήριο.
Το ύφος γίνεται σε πολλές περιπτώσεις χιουμοριστικό και δηκτικό. Κατορθώνει κατ’ αυτό τον τρόπο να σχολιάσει έμμεσα τα γεγονότα και την πολιτική κατάσταση στη Σοβιετική Ένωση. Παράδειγμα στη σελίδα 59 ο ανεκδοτολογικός διάλογος: - Γιατί φτιάχνουν μεγάλα κρεβάτια στη Σοβιετική Ένωση; - Για να χωράνε και οι τρεις, το ζευγάρι και ο Λένιν ή στη σελίδας 67, - Κάποιοι Ελβετοί τουρίστες έκλεψαν το ρωσικό ρολόι μου. – Μήπως θέλεις να πεις ότι κάποιοι Ρώσοι ‘κλέψαν το ελβετικό; - Εσείς το είπατε αυτό, όχι εγώ. Και στη σελίδα 77: Ο σοσιαλισμός είναι σαν τον ορίζοντα! Όσο τον πλησιάζεις τόσο απομακρύνεται.
Επίσης ξεχωριστό ενδιαφέρον μου προκάλεσαν οι αναφορές στη θεσνοθέτηση της κατάδοσης. Στη σελίδα 209 γίνεται αναφορά στο Μορόζοφ (είναι πραγματικό πρόσωπο;) που είναι ένα παιδί που στη δεκαετία του ’30 είχε αναγορευτεί σε εθνικό ήρωα επαιδή κατέδωσε τους γονείς του. Επανέρχεται στο θέμα όταν στη 283 γράφει για τη διαπαιδαγώγηση των παιδιών – χαφιέδων των γονιών τους, σημείο που θυμίζει το «σπιούνο» του Μπρεχτ.
Από την άλλη, σε πολλές περιπτώσεις θα μπορούσε να θεωρηθεί τετριμμένο με τα κλασικά κλισέ των «λαϊκών» αστυνομικών μυθιστορημάτων τύπου Ζεράρ ντε Βιλιέ (κυνηγητά, ταξί, μετρό, αλλαγές πορείας, κλπ). Επίσης σε πολλές περιπτώσεις το βιβλίο γίνεται βαρετό, αναλύει το αυτονόητο λες για να γεμίσει σελίδες.
Και ένα ευδιάκριτο ατόπημα: στις σελίδες 273-274, ο ήρωας ενώ έχει ήδη αναμμένο τσιγάρο και ανάβει και άλλο!
Απορία που μου μένει αδιευκρίνιστη: στη σελίδα 311 ο συγγραφέας αναφέρεται στην πτώση του τείχους του Βερολίνου που οφείλεται σε ένα λάθος που επέτρεψε την έξοδο των Ανατολικογερμανών! Πόσο κοντά στην αλήθεια είναι αυτό; Ίσως σε ένα παράρτημα θα μπορούσε ο συγγραφέας να ξεκαθαρίζει τα όρια της μυθοπλασίας.


15 λέξεις για το Ανθρωποφύλακες του Περικλή Κοροβέση

Ότι κι αν πει κανείς μοιάζει φλυαρία. Η βίωση των βασανιστηρίων κατατίθεται άμεσα και αποστομωτικά.

και άλλες 111 λέξεις από το βιβλίο

υστερόγραφο

Αυτό το βιβλίο δεν θα γραφόταν ποτέ, αν οι φιλήσυχοι και αντικειμενικοί άνθρωποι όλης της γης δεν βοηθούσαν, με την αδιαφορία τους και τη σιωπή τους, στην επέκταση και στη συνέχιση των βασανιστηρίων. Εδώ, θα μπορούσαμε να εντάξουμε και ανθρώπους σαν τον ερευνητή του Διεθνή Ερυθρού Σταυρού, Μαρτί, που δεν βρήκε την ταράτσα ή σαν τον Αμερικανό γερουσιαστή Πουσίσκυ, που αφού «συνομίλησε με εκατοντάδες κρατουμένων, κατέληξε εις το συμπέρασμα ότι αι καταγγελίαι περί βασανιστηρίων και απανθρωπιών ήσαν τελείως αναληθείς και καθαρά μυθεύματα» ή ακόμα ανθρώπους σαν τους Εγγλέζους βουλευτές που συμμετείχαν στην περίφημη αποστολή Φρέιζερ, και που αποκάλυψαν, μαζί με τους Sundαy Tίmes, ότι «αυτές οι δουλειές είναι λίαν επικερδείς».

363 λέξεις για το Περιμένοντας τον Άγγελο του Ρόντρικ Μπήτον

Πρόκειται για μια ακαδημαϊκή και τεκμηριωμένη βιογραφία του Γιώργου Σεφέρη. Ουδέτερη οπτική που καταγράφει τις πτυχές της ζωής του ποιητή. Μοιάζει πλήρης αλλά η παράλληλη ανάγνωση της βιογραφίας που εξέδωσε ο Πιτσιλίδης το 2000 ίσως δείχνει ότι ο Μπήτον εστιάζοντας στη σχέση του Σεφέρη με τη Μάρω υποβαθμίζει το ρόλο του ποιητή κατά τη διάρκεια της μεταξικής δικτατορίας στη διεύθυνση λογοκρισίας του Υπουργείου Τύπου και Τουρισμού.
Η λεπτομερέστατη πολλές φορές αναφορά στα γεγονότα και στις πτυχές της καθημερινότητας γίνεται κουραστική. Η βιογραφία «κάνει κοιλιά» και δε φαίνεται καμιά σκοπιμότητα αυτής της διεξοδικής παράθεσης στοιχείων και τεκμηριώσεων είτε αυτό αφορά την προσωπική, είτε τη δημόσια παρουσία του Σεφέρη. Αυτή η τήρηση των ακαδημαϊκών κανόνων γραφής κάνει το βιβλίο αξιόπιστο αλλά και «στεγνό», απωθητικό για κάποιον που δεν έχει συγκεκριμένο ενδιαφέρον να το διαβάσει.
Στοιχεία από την προσωπική ζωή του ποιητή αποκωδικοποιούν την ποίησή του με έναν άλλο τρόπο, απλό. Έτσι λόγιες ερμηνείες μοιάζουν εξεζητημένες όταν αποκαλύπτεται η «πηγή έμπνευσης», χωρίς βέβαια αυτό να τις καταργεί. Θυμάμαι πρόχειρα το Μιχάλη «που έφυγε μ’ ανοιχτές πληγές απ’ το νοσοκομείο» στον «Τελευταίο Σταθμό». Επίσης το βιβλίο είναι σαφές για το ρόλο που έπαιξε ο Κατσίμπαλης στα νεοελληνικά γράμματα και πιο συγκεκριμένα στην «χειραγώγηση» της λεγόμενης γενιάς του ’30.
Όπως κάθε βιογραφία η ιστορική και κοινωνική πραγματικότητα αποτελεί το φόντο και αυτό έχει τη δική του αξία. Έτσι ο 20ος αιώνας φωτίζεται μέσα από τη ζωή του ποιητή και σε σχέση μ’ αυτόν.
Πιο συγκεκριμένα: Η ζωή στα Βουρλά και στη Σκάλα. Το Παρίσι της δεκαετίας 1920, το καθεστώς της δικτατορίας Μεταξά, η εξόριστη κυβέρνηση κατά τη διάρκεια της κατοχής, η διπλωματική καριέρα του ποιητή και η ζωή του στην Κορυτσά, στην Άγκυρα, στην Πραιτόρια ή αργότερα στο Λονδίνο. Η Κύπρος είναι ένα κλειδί για τη ζωή και την ποίηση του Σεφέρη. Βλέπουμε την ιστορία της μέσα από τα μάτια του ποιητή καθώς ο Μπήτον αναφέρεται στο ρόλο που αυτός έπαιξε στα ταξίδια του στην Κύπρο και στο ρόλο του στις διαπραγματεύσεις σε Νέα Υόρκη, Ζυρίχη και Λονδίνο. Το νόμπελ και πως ο Σεφέρης κέρδισε τη διεθνή καταξίωση. Η δικτατορία των συνταγματαρχών και η περίφημη δήλωση του ποιητή ως έναυσμα για να εκδηλωθούν και άλλοι άνθρωποι των γραμμάτων.
Να σημειώσω την πολύ καλή παράλληλη κριτική παρουσίαση του Δημοσθένη Κούρτοβικ στα Νέα: http://www.tanea.gr/Article.aspx?d=20071013&nid=4330455&sn=Βιβλιοδρόμιο&spid=1363


Τετάρτη, Οκτωβρίου 03, 2007

Ο Μεγάλος Αμπάι, Μιχάλη Μοδινού

Τα πράγματα δεν έχουν δική τους, εγγενή αξία.
Γίνονται ενδιαφέροντα,
μόνο όταν τα ζουν ενδιαφέροντες
άνθρωποι. Και γίνονται συναρπαστικά,
όταν οι άνθρωποι προσθέτουν την οπτική των άλλων
στη δική τους.

Ήταν για μένα μια μεγάλη, ευχάριστη έκπληξη αυτό το βιβλίο, που το ξεκίνησα με επιφύλαξη, γνωρίζοντας τον Μ. Μοδινό ως –αξιολογότατο- θεωρητικό/οικολόγο/ ακτιβιστή/ εκδότη της Νέας Οικολογίας, κλπ. κλπ. Φοβήθηκα λοιπόν ότι, εφόσον ανήκει σ’ έναν διαφορετικό και δυναμικό χώρο, θα χρησιμοποιήσει τη μυθιστορηματική γραφή για να εκφράσει την σαφή ιδεολογική του τοποθέτηση απέναντι στον σύγχρονο κόσμο και τρόπο ζωής, σε βάρος της λογοτεχνίας. Κοινώς, ότι θα είναι αναπόφευκτα ένα «στρατευμένο» έργο, χωρίς μεγάλη έμπνευση, προκειμένου ν’ αναφανούν κάποιες βασικές αρχές της οικολογικής/εναλλακτικής σκοπιάς.
Όμως, όλα αυτά, (αν και … ισχύουν!!), τα ξέχασα από τις πρώτες σελίδες που άρχισα να διαβάζω το βιβλίο!! Κι αυτό, γιατί είναι πρωτότυπο, πολύ συναρπαστικό, κι ενδιαφέρον! Μαγευτικές οι περιγραφές (αν και περιγραφές!!!), και γλαφυρότατο το ύφος. Κινείται σε πολλά επίπεδα ανάγνωσης και, παρόλο που κεντάει έναν προβληματισμό σχετικά με την πορεία του «πολιτισμού», ή με την έννοια του όρου αυτού, δεν κάνει κήρυγμα, κάθε άλλο.
Σε πρώτο επίπεδο λοιπόν, πολύ συναρπαστικό για όποιον αγαπά την περιπέτεια, είναι μια ταξιδιωτική περιπλάνηση/εξερεύνηση. Με τη βοήθεια του χάρτη που υπάρχει στην αρχή του βιβλίου, βλέπουμε εκπληκτικά τοπία, παρακολουθούμε τις αγωνίες, τις εκπλήξεις, τις απροσδόκητες χαρές και λύπες της ομάδας μέσα σε μια άγνωστη και μυστηριώδη χώρα. Ο αφηγητής είναι ένας ΄Ελληνας από τη Μήλο, ο οποίος αυτοεξόριστος λόγω ενός ανεξιχνίαστου εγκλήματος, συνοδεύει τον Τζέιμς Μπρους σε μια εξερευνητική αποστολή στην Αφρική, με σκοπό να βρουν τις «πηγές του Νείλου» (βασίζεται σε αληθινό γεγονός, το πρόσωπο του αφηγητή είναι μυθοπλασία). Ένα είδος ταξιδιωτικού ημερολογίου γράφει ο Στρατής Ταταράκης, το χειρόγραφο του οποίου ανακαλύπτεται το …2013 και παρουσιάζεται σ’ ένα γεωγραφικό συμπόσιο στη Μήλο.
Το βιβλίο ξεκινά με την παρουσίαση αυτή και μια σύντομη κριτική στο έργο του Ταταράκη, που μας προϊδεάζει για το ιδεολογικό του στίγμα, ενώ στη συνέχεια ξεχνάμε το … 2013 και ταξιδεύουμε στο παρελθόν.
σελ. 19 (από το Προοίμιο):
Ο Στρατής δε νιώθει τόσο παιδί του Διαφωτισμού, όσο της Ανατολής. Εδώ βρίσκεται για μας και η μεγάλη αξία του χειρογράφου. Ο ελευθεριάζων, συνειρμικός, ολιστικός και –επιτρέψτε μου τον όρο- διεπιστημονικός λόγος του Στρατή θα μπορούσε κάλλιστα να ενταχτεί στη μεταμοντέρνα κατάσταση της σύγχρονης γεωγραφικής και ανθρωπολογικής παράδοσης, αμφισβητώντας τόσο την ιδεολογία της προόδου, όσο και τον αναλυτικό επιστημονικό λόγο. (…) Ο Στρατής, έχοντας απ’ ό, τι φαίνεται, επί μακρόν θητεύσει σε καλά σχολεία της Εσπερίας, γράφει επειδή, αφενός, διαθέτει τα εφόδια για να το πράξει, και αφετέρου, διότι νιώθει την ανάγκη ν’ αποκλίνει από την κυρίαρχη ερμηνεία, φορέας της οποίας είναι φυσικά, ο Τζέιμς Μπρους.
Έτσι, λοιπόν, μας γίνεται ξεκάθαρη και κάποια ιδιαίτερη σκοπιά, μια διαφορετική οπτική γωνία από τη συνήθη, που χρωματίζει τις εντυπώσεις και τις εμπειρίες της αποστολής. Κι αυτή η σκοπιά έρχεται σε διαλεκτική αντίθεση με τον ρασιοναλιστή Μπρους, που εκπροσωπεί το πνεύμα του Δυτικοευρωπαίου ματαιόδοξου κατακτητή, όχι όμως απ’ την καθαρά ανθρωπιστική πλευρά (όπως στο αντίστοιχο κινηματογραφικό έργο με το ίδιο θέμα, Τα βουνά του φεγγαριού). Ο Στρατής είναι πιο «ανατολίτης», εντυπωσιάζεται βαθιά από την σχέση των φυλών που συναντά με τη φύση, ταυτίζεται και συμμετέχει σε τελετές ωμοφαγίας, ερωτισμού, κλπ. κλπ., δεν αποδέχεται απλώς ή –έστω-ανέχεται απλώς τους «βάρβαρους» πολιτισμούς, αλλά ζει όπως αυτοί, ερωτεύεται, γίνεται πατέρας, αναγνωρίζει στον τρόπο ζωής μια μυστικιστική σχέση με τον κόσμο και τη φύση, μια δύναμη που υπερβαίνει την ανθρώπινη κατανόηση.
(σελ.138):
Η διαφορά του από μένα είναι πως όλα τούτα τα προσεγγίζει από τη σκοπιά του αντικειμενικού παρατηρητή, ενώ εγώ βυθίζομαι εντός τους, γίνομαι κοινωνός των ζητημάτων (…) εγώ γίνομαι ένα με το αντικείμενο και, όσο προσεγγίζω την ουσία του, κατανοώ πως είναι άπιαστη –όσο πλησιάζω την εσώτερη πραγματικότητα της τοπικής κοινωνίας, αυτή μου ξεγλιστρά μες στην άπειρη πολυπλοκότητά της.(…) Πώς ν’ αλλάξεις την αιώνια φύση του ανθρώπου, όταν μάλιστα αυτή εδράζεται σε άλλα δεδομένα απ’ τα δικά σου; Γιατί να τα’ αλλάξεις στο κάτω κάτω; Με ποιο δικαίωμα; Και με ποια μέσα; Είναι, εντέλει δυνατόν να περιορίσεις, λόγου χάριν, τον ακραίο ερωτισμό της Αφρικής, ενοχοποιώντας το σώμα; Να συντρίψεις τα ταφικά έθιμα που δείχνουν ν’ αντιμετωπίζουν το θάνατο ως μια στιγμή της ζωής, να καταργήσεις τα μεγάλα πανηγύρια των κηδειών, ου οδηγούν τον νεκρό στον άλλο κόσμο μέσα σ’ ένα ξέσπασμα πόνου και χαράς μαζί;
(σελ. 173):
Εντέλει, το πρόβλημα του Μπρους είναι ότι δημιουργεί την Ιστορία και την ίδια στιγμή γράφει γι’ αυτήν. Είναι ταυτόχρονα ο ήρωας και ο αφηγητής των περιπετειών του ήρωα.
(σελ. 244):
- Πολλά απ’ αυτά που συμβαίνουν εδώ σε αφήνουν ανέγγιχτο-γλιστρούν στο πετσί σου, όπως το νερό στη ράχη του ψαριού. Είσαι αδιάβροχος στη δουλεία, την αρρώστια, την αδικία. Τα περιγράφεις, τα καταναλώνεις, αλλά σε τελευταία ανάλυση, δε σε αφορούν.
Ωστόσο, περιστασιακά προχωρά πιο βαθιά και μπορούμε να διακρίνουμε κι ένα ακόμα επίπεδο, που ξεφεύγει απ’ την απλή κοινωνιολογική θεώρηση, τη «σύγκρουση πολιτισμών», γίνεται πιο «υπαρξιακό», μια στάση απέναντι στη ζωή και στο θάνατο, στη θέση του ανθρώπου μέσα στον κόσμο. Ο Στρατής αποκτά μια μυστικιστική, σχεδόν ιερή σχέση με τη φύση και τις εκφάνσεις της ζωής, χωρίς να παύει να είναι απλός. Έχει ενδιαφέρον επίσης κι η μετεξέλιξη του Μπρους, ο οποίος μεταμορφώνεται προς το τέλος προσεγγίζοντας τη θεώρηση του Στρατή, σαν να επέδρασε πάνω του η διαλεκτική σχέση του «πολιτισμένου» με τον «απολίτιστο» κόσμο.
(σελ. 295):
Παραληρούσα, άρα σκεφτόμουν, άρα υπήρχα. Το είδα κι αυτό με καθαρότητα μες στο όραμα της αρρώστιας μου και είδα την κάθε σκέψη ως απόδειξη της ύπαρξής μου(…). ‘ετσι εποίκισα το μέλλον αφού είχα ήδη εποικίσει το παρελθόν. Κατασκεύασα την ιστορία κι εγώ δεν ήμουν παρά μια και μοναδική στιγμή μέσα στη ροή της, αλλά στιγμή αποφασιστική στη μοναδικότητά της, καθώς ήμουν Εγώ και Εγώ θα παρέμενα ως κριτής και ως μάρτυρας, αφού τίποτα άλλο δεν γνώριζα πέρα απ’ τον εαυτό μου και όλα τα άλλα υποτάσσονταν σε Αυτόν και το σύμπαν ήμουν Εγώ ή το Εγώ μου εκσφενδονισμένο κι αιωρούμενο μέσα σ’ Αυτό.
Όλ’ αυτά συνυφαίνονται με τον βασικό σκελετό της αφήγησης, μιας αφήγησης που εστιάζει πάντα στα γεγονότα, εφόσον πρόκειται για ένα είδος ημερολογίου. Αυτή είναι άλλωστε και η αρετή του βιβλίου, όπως επισήμανα και στην αρχή. Τα διαφορετικά επίπεδα είναι οργανικά δεμένα, και οι στοχασμοί του ήρωα στην αντιπαράθεσή του με τον Μπρους ή με τους «άγριους» που συναντά ξεπηδούν αβίαστα μέσα απ’ τα γεγονότα. Σημειώνοντας κι απομονώνοντας τα σημεία αυτά, δίνεται ίσως η εντύπωση ότι είναι «κατασκευασμένα», «πλαστά», προκειμένου να εκφράσει ο Μοδινός τις απόψεις του. Ωστόσο, βρίσκονται σ’ ένα πλαίσιο απ’ όπου προκύπτουν «κατά το εικός και αναγκαίον». Η μόνη παράξενη «σύμβαση» είναι ότι με όλες τις απομακρυσμένες κι άγνωστες φυλές μπορεί και συνεννοείται (ξέρουν όλοι … αγγλικά;) και κάποιοι ασήμαντοι αναχρονισμοί.
Από άποψη πλοκής, έχει ενδιαφέρον η συνειδητοποίηση από μέρους του ήρωα του «μάταιου» της αποστολής, εφόσον «από υδρογραφκή άποψη, ένα ποτάμι μπορεί να πηγάζει από κάπου, μπορεί όμως και ν’ αρχίζει την πορεία του από το σημείο υπερχείλισης μιας λίμνης, ή ακόμα και να μην ξεκινάει από πουθενά…» Πράγμα που επιβεβαιώνεται στη συνέχεια απ’ τη μαρτυρία κάποιου Αιθίοπα, αλλά κι απ’ την …ιστορία!
Δε συμφωνώ με τον Δημοσθένη Κούρτοβικ ο οποίος δείχνει να μη μπορεί ν’ αποδεχτεί τη «βαρβαρότητα» των διαφόρων φυλών (τη δουλεία, τις βακχικές τελετές, το θέαμα των σφαγμένων ζώων, κλπ.) και λέει ότι «είναι κάπως δύσκολο να συμπαθήσουμε έναν τέτοιο χαρακτήρα». Αντίθετα, προσωπικά συμπάθησα ιδιαίτερα τον ήρωα/alter ego του Μοδινού, που φαίνεται ότι ωρίμασε κι απέκτησε μια βαθιά σοφία μέσα απ’ τις εμπειρίες αλλά και την τραγική συνειδητοποίηση:
Το μόνο που μπορεί να σκεφτεί το μουδιασμένο μυαλό μου είναι ότι, από μια άποψη- από την άποψη του Μπρους, όλο το ταξίδι είναι ένα λάθος. Ανακαλύψαμε τις λάθος πηγές και εξερευνήσαμε το λάθος ποτάμι. Ας ζήσουμε με το μύθο του Μεγάλου Αμπάι, αποφασίζω. Στο κάτω-κάτω, δεν ήταν λίγα όσα καταφέραμε.
ΥΓ. Συνέντευξη του συγγραφέα στη Φιλολογική Βραδινή μπορείτε να βρείτε στην ιστοσελίδα της Σταυρούλας Σκαλίδη

Χριστίνα Παπαγγελή