Παρασκευή, Ιουνίου 22, 2012

Η θάλασσα, Τζον Μπάνβιλ

Οι μορφές του παρελθόντος επιστρέφουν στο τέλος
γυρεύοντας τα χρωστούμενά τους

Η  ψυχοσύσταση ενός μεσήλικου άνδρα που έμεινε μόνος  -μετά το θάνατο της γυναίκας του από καρκίνο και την αυτονόμηση της κόρης του- διαγράφεται μέσα από το διεισδυτικό και αναλυτικό γράψιμο του Τζον Μπάνβιλ. Στο θέμα, λοιπόν, αλλά και στην ατμόσφαιρα που δημιουργεί ο συγγραφέας, το βιβλίο μοιάζει πάρα πολύ με την «Έκλειψη»∙ θα μπορούσε ο ένας ήρωας/αφηγητής να εναλλάσσεται με τον άλλον. Παρόλ’ αυτά, δε νιώθει κανείς την «επανάληψη». Το γράψιμο είναι πάντα φρέσκο, αυθεντικό, αποτελεί μια συνέχεια, ή, έστω, μια παραλλαγή σ’ ένα μοτίβο.
Μετά τον τραγικό χαμό της Άννας, ο ήρωας και αφηγητής Μαξ Μόρντεν επιστρέφει στο χωριό όπου πέρασε τα παιδικά του χρόνια, με μια διάθεση ενδοσκόπησης  και ανασύνταξης δυνάμεων (τα πάντα ήταν λιγάκι εκτός κλίμακας, καμιά γωνιά δεν ήταν απολύτως σωστή/ το μοντέλο του σπιτιού που είχα μες στο κεφάλι μου, όσο κι αν πάσχιζε να ταιριάξει με το πραγματικό, έβρισκε επίμονη αντίσταση). Με εσωτερικό μονόλογο, η συνείδηση χτίζει σιγά σιγά τον εαυτό της αναλογιζόμενη τις εμπειρίες, το παρελθόν και ό, τι έχει μείνει παροντικό. Η ατμόσφαιρα του σπιτιού οδηγεί σε κατάδυση στην παιδική ηλικία, στα πρόσωπα του παρελθόντος∙ στις νεανικές ελπίδες, στις διαψεύσεις, στις ματαιώσεις. Η εσωτερική αφήγηση είναι ο συνήθης τρόπος που ακολουθούν οι ηλικιωμένοι για να «τακτοποιούν» τον κόσμο τους. Και μεις γινόμαστε μάρτυρες μιας τέτοιας διαδικασίας.

Αναρωτιέμαι αν άλλοι άνθρωποι, όταν ήταν παιδιά, είχαν αυτού του είδους την εικόνα, την ασαφή και συγκεκριμένη ταυτόχρονα, του πώς θα ήταν όταν μεγάλωναν. (…) Όταν, τότε, κρυφοκοιτούσα με λαχτάρα μέσα από την ομίχλη του απόλυτα πραγματικού για να διακρίνω το φαντασιώδες τώρα, έτσι ακριβώς προέβλεπα τον φανταστικό εαυτό μου: σαν έναν άνθρωπο με βολικά ενδιαφέροντα και ελάχιστη φιλοδοξία, καθισμένο σ’ ένα δωμάτιο όπως ετούτο εδώ, στην πολυθρόνα ενός καπετάνιου, σκύβοντας μπροστά στο τραπεζάκι μου, αυτήν ακριβώς την εποχή, που ο χρόνος φθίνει προς τη δύση του με ήπιες καιρικές διαθέσεις, που τα φύλλα κυλούν τρεχάτα, το φως της μέρας ξεθωριάζει ολοένα και οι λάμπες των δρόμων ανάβουν ένα μόλις δέκατο του δευτερολέπτου νωρίτερα κάθε βράδυ που περνάει. Ναι, έτσι φανταζόμουν την ενήλικη ζωή, σαν ένα παρατεταμένο εύκρατο φθινόπωρο, μια κατάσταση γαλήνης και συναισθηματικής ουδετερότητας, όπου τίποτα δεν έχει απομείνει από την ακατέργαστη αμεσότητα της παιδικής ηλικίας τη μόλις υποφερτή, όπου όλοι οι γρίφοι που με βασάνιζαν τότε έχουν πια λυθεί, όλα τα μυστήρια έχουν αποκαλυφθεί, όλα τα ερωτήματα έχουν απαντηθεί και όπου οι στιγμές πέφτουν σαν ψιχάλες, κυλούν σχεδόν απαρατήρητες, η μια χρυσή στάλα μετά την άλλη, μέχρι την τελευταία, τη σχεδόν απαρατήρητη, τη νεκρική. 

Ο Μαξ ανασυνθέτει ό, τι τον σημάδεψε ανεξίτηλα, δείχνοντας και σε μας τον τρόπο πρόσληψης όλων των βιωμάτων. Τη σχέση με την κοινωνικά ανώτερη οικογένεια Γκρέις, τη ντροπή για την καταγωγή του (ήμουν γεννημένος για τη μεγάλη ζωή και μου έλειπαν μόνο τα μέσα/εξάλλου τι είναι το χρήμα; Σχεδόν τίποτα όταν έχεις μπόλικο), τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα, ένα πολύ τραγικό γεγονός στην εφηβεία∙ κι αργότερα,  την ιδιαίτερη σχέση με την Άννα (τη γυναίκα του) και την Κλερ, την κόρη του∙ την αναγγελία του επικείμενου θανάτου και την αμηχανία στη σχέση από δω και πέρα. Κι όλα αυτά δίνονται χωρίς χρονική σειρά, συνειρμικά κι άτακτα, με διάσπαρτες, ιμπρεσιονιστικές  πινελιές, καθώς ο ήρωας βάζει τάξη στις αναμνήσεις του, προσπαθώντας να βρει νόημα- συνοχή.

Ο ιμπρεσιονισμός στο γράψιμο δεν έγκειται, όπως συνήθως πιστεύεται, στη δημιουργία μιας θολής απεικόνισης ή στα αδιάφανα συναισθήματα. Η καταγραφή της αίσθησης είναι πολύ ακριβής, ρεαλιστική  και αναλυτική, και παράλληλα λυρική κι ατμοσφαιρική, κι αυτή είναι η μεγάλη αρετή του συγγραφέα. Οι μνήμες του είναι διάφανες,  το σκηνικό είναι γεμάτο σιωπές διαλογισμού, γεμάτο φως και θάλασσα, χρώματα, ιριδισμούς. Δεν είναι άλλωστε τυχαία η εκτεταμένη αναφορά  στον ζωγράφο Πιερ Μπονάρ. Επιπλέον, πρόκειται για κάποιον ήρωα που έχει το θάρρος να κοιτάξει κατάματα και να φέρει στο «φως» ό, τι τον διαμόρφωσε, ακόμη κι αν τον πόνεσε.

Ένας άξονας μνήμης είναι η Άννα. Μια σχέση ήρεμη, διακριτική κι αλληλοσυμπληρούμενη, όπως φαίνεται, από την αρχή της μέχρι το τέλος.

Συνειδητοποιώ ολοένα πόσο λίγο την ήξερα, δηλαδή πόσο επιφανειακά την ήξερα, πόσο αδέξια. Δεν κατηγορώ τον εαυτό μου γι αυτό. Ίσως θα έπρεπε. Μήπως ήμουν υπερβολικά τεμπέλης, αδιάφορος, απορροφημένος από τον εαυτό μου; Ναι, ήμουν όλα αυτά κι όμως δεν θεωρώ ότι υπάρχει φταίξιμο, αυτή η λησμοσύνη, αυτή η άγνοια. Προτιμώ να σκέφτομαι ότι απλώς περίμενα πολλά. (…) Η αλήθεια είναι ότι δεν επιθυμούσαμε να μάθουμε ο ένας τον άλλον. Μάλλον, αυτό ακριβώς επιθυμούσαμε: να μην ξέρουμε ο ένας τον άλλον.
Ο στοχασμός πάνω στη σχέση του με την Άννα τον κάνει να συνειδητοποιήσει θεμελιώδη ζητήματα για τον ίδιο του τον εαυτό: δεν ήταν αυτό που ήμουν που δεν μου άρεσε, εννοώ το ξεχωριστό, το θεμελιώδες εγώ μου –αν και ομολογώ ότι η ιδέα ενός ξεχωριστού θεμελιώδους εγώ είναι από μόνη της προβληματική- αλλά το συνονθύλευμα των επιδράσεων, των κλίσεων, των ιδεών, των ταξικών τικ, που μου είχαν κληρονομήσει η καταγωγή και η ανατροφή  μου, αντί προσωπικότητας. Ναι, αντί προσωπικότητας, ποτέ δεν είχα προσωπικότητα, όχι όπως έχουν άλλοι άνθρωποι ή νομίζουν πως έχουν. Ήμουν ανέκαθεν ένας ξεχωριστός καν- ένας, η πιο ισχυρή επιθυμία του οποίου ήταν να γίνει ένας δυσδιάκριτος κάποιος. Κατάλαβα αμέσως ότι η Άννα ήταν το μέσο για τη μεταμόρφωσή μου. Ήταν ο καθρέφτης που εξομάλυνε όλες τις παραμορφώσεις μου. «Γιατί να μην είσαι ο εαυτός σου;» μου έλεγε τον πρώτο καιρό του δεσμού μας. «Να είσαι ο εαυτός σου» και εννοούσε φυσικά «να είσαι όποιος θες εσύ». Αυτή ήταν η σιωπηρή μας συμφωνία, ότι θα απαλλάσσαμε ο ένας τον άλλον από το βάρος του να είμαστε ό, τι μας έλεγαν όλοι οι άλλοι πως είμαστε.
Η είδηση ότι η Άννα είναι άρρωστη και μένει ακόμα ένας χρόνος ζωής διαμορφώνει καθοριστικά τη σχέση, εγκαινιάζοντας μια περίοδο «αμηχανίας» (το ένιωθε και η Άννα, είμαι σίγουρος. Ναι, αμηχανία, μια αίσθηση πανικόβλητης άγνοιας για το τι πρέπει να πούμε, πού να κοιτάζουμε, πώς να συμπεριφερθούμε, μια και κάτι άλλο επίσης, που δεν ήταν ακριβώς οργή, αλλά ένα είδος εριστικής ενόχλησης, εριστικής απέχθειας για την αδυσώπητη θέση στην οποία είχαμε περιέλθει)
Όπως κι ο Μπονάρ με τη Μαρτ στο Λε Μποσκέ, έτσι κι ο Μαξ με την Άννα μένουν την τελευταία αυτή χρονιά στο παραθαλάσσιο σπίτι τους, «τρέμοντας τον ερχομό της άνοιξης, όλη αυτή την αβάσταχτη οργιώδη οχλοβοή».
«Σε λυπάμαι καημένε Μαξ», μου είπε μια μέρα, «που πρέπει διαρκώς να προσέχεις τι λες και να είσαι τόσο ευγενικός όλη την ώρα». Η άνοιξη που φοβόταν είχε έρθει και παρέλθει αλλά εκείνη ήταν πολύ άρρωστη για να ενοχληθεί από τους αναβρασμούς της. (…) Μετακίνησε το κεφάλι της στο μαξιλάρι και μου χαμογέλασε. Το πρόσωπό της, οστέινο πια, είχε αποκτήσει μια τρομακτικά όμορφη όψη. «Δεν σου επιτρέπεται ούτε να με μισείς λιγάκι», αποκρίθηκε, «όπως έκανες άλλοτε». Κοίταξε έξω, τα δέντρα, για λίγο κι ύστερα στράφηκε πάλι σε μένα και χαμογέλασε πάλι και μου χάιδεψε το χέρι. «Μη στενοχωριέσαι», είπε. «Κι εγώ σε μισούσα, λιγάκι. Άνθρωποι ήμασταν, εξάλλου».
Τότε πια, ο παρατατικός ήταν ο μόνος χρόνος ρήματος που χρησιμοποιούσε.

Άλλος κεντρικός άξονας είναι η σχέση με την ανώτερη κοινωνικά οικογένεια Γκρέις, που τάραξε την καθημερινότητα και τη ρουτίνα του Μαξ στα παιδικά του χρόνια. Αρχικά, η ερωτική λαχτάρα για τη μητέρα που τον οδήγησε σε «κρίσεις ακατάσβεστου πόθου» και «λυγμούς, χειμαρρώδεις, δυνατούς και απολαυστικά ανεξέλεγκτους».  Θα έλεγε τότε ότι ήταν όμορφη, αν και ήξερε πως δε ήταν (μάλλον κοντόχοντρη, τα χέρια της παχουλά και κόκκινα, κλπ/ ήταν ένα πλάσμα της φαντασίας μου και ταυτόχρονα μια γυναίκα από αναπόφευκτη σάρκα και οστά, από ιστούς, οσμές και γαλακτοφόρους αδένες).
Το περίεργο, ένα από τα πολλά περίεργα, που αφορούσαν το πάθος μου για την κυρία Γκρέις ήταν ότι ξεθύμανε την ίδια ακριβώς στιγμή που έφτασε σ’ αυτό που θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε ως αποθέωσή του.
Η αποκαθήλωση του ινδάλματος γίνεται με μεγάλη ψυχογραφική δεξιοτεχνία, καθώς κι η γέννηση του έρωτα προς το ατίθασο αγοροκόριτσο, την κόρη της οικογένειας, τη Χλόη.
Τα χείλη της Χλόης ήταν δροσερά και στεγνά. Γεύτηκα τη λαχανιασμένη της ανάσα.

Ο ήρεμος θάνατος της Χλόης και του δίδυμου, μουγγού αδερφού της Μάιλς στη θάλασσα, αποτελεί και τον τραγικό επίλογο του βιβλίου, παρόλο που σα γεγονός διαδραματίστηκε όταν ο Μαξ ήταν παιδί. Τα δυο αδέρφια μπήκαν στη θάλασσα, κολύμπησαν ήρεμα κι εξαφανίστηκαν, σχεδόν σαν τον Τσακίρογλου στα «Χρώματα της ίριδας». Δεν ξέρω τι σκεφτόμουν. Δε θυμάμαι να σκεφτόμουν τίποτα. Υπάρχουν στιγμές τέτοιες, όχι αρκετά συχνές, που το μυαλό απλώς εκκενώνεται. Ήταν πια μακριά οι δυο τους, τόσο μακριά ώστε φαίνονταν σαν αχνές κουκίδες ανάμεσα στον αχνό ουρανό και την ακόμη αχνότερη θάλασσα κι έπειτα η μια κουκίδα χάθηκε. Ύστερα απ’ αυτό, τέλειωσαν όλα πολύ σύντομα.
Συνδετικός κρίκος ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν η παραμάνα των παιδιών, η Ρόουζ, που είναι το ίδιο πρόσωπο με την κυρία Βάβασουρ που περιποιείται τον ηλικιωμένο πια Μαξ, βοηθώντας στην «κάθαρση», τη λύση του πλέγματος των μυστήριων σχέσεων στη μοιραία οικογένεια.  

Η ζωή μου περνούσε μπροστά από τα μάτια μου, όχι αστραπιαία, όπως λένε ότι συμβαίνει σε όσους πρόκειται να πνιγούν, αλλά με ένα είδος αργόσχολης σύσπασης, αδειάζοντας σιγά σιγά τα μυστικά της και τα κοινά μυστήριά της, προετοιμαζόμενη για τη στιγμή που θα έπρεπε να μπω στη μαύρη βάρκα και να διασχίσω το σκιερό ποτάμι, με το νόμισμα του περαματάρη κρύο μες στο χέρι μου που έχει αρχίσει κιόλα να παγώνει. Όσο παράξενος κι αν ήταν, πάντως, αυτός ο φανταστικός τόπος της προαναχώρησης, δεν μου ήταν εντελώς ανοίκειος. Που και πού στο παρελθόν, είχα αισθανθεί να διατρυπώ τη μεμβράνη της απλής συνείδησης και να περνώ σε μια άλλη κατάσταση, που δεν είχε όνομα, μια κατάσταση όπου δεν ίσχυαν οι γνωστοί νόμοι, όπου ο χρόνος προχωρούσε διαφορετικά, εάν προχωρούσε καθόλου, όπου δεν ήμουν ζωντανός ούτε το άλλο και όμως πιο έντονα παρών απ΄ ό, τι θα μπορούσα ποτέ να είμαι σε αυτό που αποκαλούμε, επειδή είμαστε υποχρεωμένοι, πραγματικό κόσμο.

Χριστίνα Παπαγγελή

Παρασκευή, Ιουνίου 15, 2012

Τα τέσσερα χρώματα του καλοκαιριού, Τεύκρος Μιχαηλίδης

Τρυφερό και δροσερό βιβλίο, όπως φαίνεται από την πρώτη ήδη φράση: «Πάντως εμένα τα καλοκαίρια με γεμίζουν μελαγχολία».  Εικόνες καλοκαιριού γεμίζουν θλίψη τον αφηγητή, κι αυτό γιατί «κάθε καλοκαίρι φέρνει στο νου την ανάμνηση εκείνου του καλοκαιριού».
Ο γνωστός από τα Πυθαγόρεια εγκλήματα συγγραφέας (κι από το Αχμές, ο γιος του φεγγαριού) μάς βάζει πάλι στην καρδιά ενός μαθηματικού προβλήματος που απασχόλησε τη μαθηματική κοινότητα στο πρώτο μισό του 20ου αι. (και απαντήθηκε με τη χρήση των υπολογιστών),  ενώ παράλληλα ταυτιζόμαστε με τις εμπειρίες και τα συναισθήματα του αφηγητή, που βρίσκεται το 1970 φιλοξενούμενος στη Σέριφο από κάποιο παλιό συμφοιτητή. Μυρωδιές από καλοκαίρι, από το κυκλαδίτικο νησί, αναφορές στην ιστορία του που καθορίζει σε μεγάλο βαθμό και τις σχέσεις του παρόντος(έχουμε μία από τις μεγαλύτερες και πιο αιματηρές απεργίες του συνδικαλιστικού κινήματος των μεταλλωρύχων, το 1916) κι ένας κεραυνοβόλος έρωτας ανάμεσα στον αφηγητή και την εγγονή του συμπρωταγωνιστή, είναι το μυθιστορηματικό πλαίσιο όπου τοποθετείται το «ανοικτό μαθηματικό πρόβλημα των τεσσάρων χρωμάτων».  
Τα τέσσερα χρώματα του τίτλου, λοιπόν, δεν αφορούν μόνο το καλοκαίρι (γαλάζιο, χρυσό/καφεκίτρινο, λευκό, κόκκινο) αλλά και το γνωστό μαθηματικό πρόβλημα, που ανήκει στον κλάδο «θεωρία των γραφημάτων»: μπορεί κάθε χάρτης να χρωματιστεί με τέσσερα χρώματα το πολύ, ώστε οι γειτονικές χώρες να είναι χρωματισμένες διαφορετικά; Ή : τέσσερα χρώματα αρκούν για να χρωματίσουμε επίπεδα σχήματα που συνορεύουν μεταξύ τους, έτσι ώστε δύο σχήματα που έχουν κοινό σύνορο να μην έχουν ίδιο χρώμα; Το πρόβλημα ανήκει στην κατηγορία των προβλημάτων που έχουν πολύ εύκολη διατύπωση αλλά εξαιρετικά δύσκολη λύση∙ απασχόλησε τη μαθηματική κοινότητα και λύθηκε εντέλει (δηλαδή αποδείχτηκε, παύοντας να αποτελεί εικασία, εφόσον εξετάστηκαν οι άπειρες περιπτώσεις) με τη βοήθεια του ηλεκτρονικού υπολογιστή, που χρειάστηκε 1000 ώρες! Αυτού του είδους η απόδειξη έθεσε μια σειρά άλλων προβλημάτων περί του τι είναι απόδειξη, εφόσον κάποιοι μαθηματικοί έφεραν ενστάσεις, θεωρώντας ότι με τη «μηχανιστική» απόδειξη του ηλεκτρονικού υπολογιστή τα μαθηματικά υποβιβάζονται σε πειραματική επιστήμη (Τζων Χόργκαν: «απόδειξη που προσφέρει πιθανότητα  -ορθή με πιθανότητα 95%- αντί για βεβαιότητα αλήθειας αποτελεί σχήμα οξύμωρο»).
Όμως, φυσικά το μυθιστόρημα δεν προχωρά τόσο πολύ. Το μαθηματικό πρόβλημα « των τεσσάρων χρωμάτων» απασχόλησε πάρα πολύ τον πατέρα της Ερνεστίν  -της σερφιώτισσας που ερωτεύτηκε ο πρωταγωνιστής μας. Ο συμπρωταγωνιστής του μυθιστορήματος, ο Έρνστ Ντύπερματ, πατέρας εξαφανισμένος της Ερνεστίν,  ήταν Γερμανός που είχε μια εφήμερη σχέση με τη μάνα της Ερνεστίν, στα χρόνια της κατοχής (και υπήρξε βέβαια και η αιτία της διαπόμπευσης της μάνας της). Στα χέρια της Ενεστίν τώρα βρίσκεται η μελέτη του πατέρα της, αλλά δεν μπορεί να τη διαβάσει, λόγω γλώσσας.  Ο ήρωάς μας, πτυχιούχος μαθηματικός, ανακαλύπτει την εργασία του , και γεννά ελπίδες ότι βρέθηκε η ζητούμενη απόδειξη.   
         
Το ιστορικό υπόβαθρο περιγράφεται σχεδόν ισοδύναμα με τις μαθηματικές αναφορές, και, όπως επισημαίνει κι ο ίδιος ο συγγραφέας  στο τέλος (στο κεφάλαιο «σχόλια- αναφορές»), τα στοιχεία που δίνονται για τα ιστορικά πρόσωπα είναι απολύτως ακριβή. Έτσι, έχουμε αναφορές στους Γερμανούς μεταλλειολόγους Γρόμαν (πατέρα και υιό) που εκμεταλλεύονταν αισχρά τους εργαζόμενους στο Μέγα Λιβάδι και πνίξαν στο αίμα την εξέγερση του 1916 (δε λέω, τα μεταλλεία φέραν στον τόπο μας ψωμί, τι ψωμί όμως ήταν αυτό… Μαύρο και ματωμένο. Αυτός ο Γρόμαν ήταν αχόρταγος), τον αναρχοσυνδικαλιστή Κωνσταντίνο Σπέρα, τους μαθηματικούς Λαντάου, Ταϊχμούλερ, Σώντερς, Νέδερ, κ.α. Μεταφερόμαστε και στη ναζιστική Γερμανία, όπως και στη Σέριφο του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου.Τα περισσότερα στοιχεία μας τα δίνει το ημερλόγιο του παππού της Ερνεστίν, του Ζυλ Ντυσάν, που ήταν Γάλλος μηχανικός και διορίστηκε στα μεταλλεία της Σερίφου το 1910.
Το βιβλίο δηλαδή κινείται σε τρία χρονικά επίπεδα, με σημαντικότερο άξονα τον "τωρινό" της αφήγησης, δηλαδή την περίοδο 1970-1985. 

Ένα μικρό λάθος στην αρχή μπορεί να προκαλέσει ένα τεράστιο λάθος στο τέλος.
               (Henri Poincarѐ)
Ένα μικρό λάθος στην απόδειξη που εκπόνησε ο Ζυλ για το πρόβλημα των «τεσσάρων χρωμάτων», ένα στοιχείο που δε στηριζόταν σε βάσιμη απόδειξη, τίναξε όλο το οικοδόμημα στον αέρα. Ανάλογη ήταν και η σχέση του ήρωα με την Ερνεστίν. Η ελπίδα που είχε γεννηθεί στην καρδιά της Ερνεστίν, γκρεμίστηκε και μαζί γκρεμίστηκε και κάθε εμπιστοσύνη που είχε στον αφηγητή μας. Μια μικρή παρεξήγηση, ένας λάθος χειρισμός, μια αναπότρεπτη παρανόηση απομάκρυνε οριστικά τους δυο ερωτευμένους, για να ξανασμίξουν όμως δεκαπέντε χρόνια αργότερα, κάτω από νέες συνθήκες.
Η ποιητική ιδιοσυστασία του πρωταγωνιστή δίνεται με ελαφριές πινελιές (στίχους, τραγούδια, κλπ) δίνοντας έναν ανάλαφρο τόνο στο μυθιστόρημα. 

Χριστίνα Παπαγγελή

Τετάρτη, Ιουνίου 06, 2012

Οι αλεπούδες του Γκόσπορτ, Μένης Κουμανταρέας

Κάπως «παλιομοδίτικο» το πρώτο αυτό έργο του Μένη Κουμανταρέα (γραμμένο το 1959, που είχε όμως μείνει ανέκδοτο), με την έννοια ότι σε μεταφέρει σε εποχές «άλλων ηθών». Είναι αυτοβιογραφικό, όπως επισημαίνει ο συγγραφέας, κι έχει ως θέμα  την εμπειρία ενός Έλληνα νεαρού (δηλαδή του ίδιου) που φτάνει στο Γκόσπορτ της Αγγλίας το καλοκαίρι του 1949 (όπου µε είχε στείλει ο πατέρας µου να µάθω καλύτερα τα αγγλικά ή “για να γλιτώσω από τους κοµµουνιστές”, λέει στη συνέντευξή του), προκειμένου δηλαδή να εξασκηθεί στην αγγλική γλώσσα, μαζί με άλλους αλλόγλωσσους νεαρούς και νεαρές. Τα πρόσωπα είναι αληθινά, τα γεγονότα πραγματικά, ιδωμένα βέβαια από την οπτική του συγγραφέα.
Αφηγητής λοιπόν είναι ο Μίνις (<Μένης<Αριστομένης) ο οποίος αφηγείται με χρονική σειρά αλλά σχολιάζοντάς τα γεγονότα εκ των υστέρων, σε μια πιο ώριμη ηλικία, σ’ ένα είδος εσωτερικού μονόλογου. Η γλαφυρότητα της αφήγησης και η πρόθεση του συγγραφέα να μεταφέρει μια γεύση μυστηρίου από την παρθενική αυτή εμπειρία, θυμίζει στην αρχή αστυνομική ιστορία ή κάποιο κλασικό μυθιστόρημα του Ντίκενς. Βλέπουμε τον νεαρό ήρωα να  φτάνει με το τρένο στο Γκόσπορτ, να ανακαλεί με υποβλητικές λεπτομέρειες τις πρώτες εντυπώσεις του[1], σα να ψάχνει για τα σημάδια των γεγονότων που πρόκειται να ακολουθήσουν, και που τον έχουν σημαδέψει τόσο βαθιά, όσο βαθιά χαράζονται οι πρώτες κοινωνικές εμπειρίες στην ψυχή του εφήβου. Χαρακτηριστική η φιγούρα της οικοδέσποινας του πανδοχείου που τον φιλοξένησε, της κυρίας Μπάρτον, αλλά ακόμα πιο χαρακτηριστική η εικόνα του «Ταγματάρχη», του καθηγητή των αγγλικών που απ την αρχή έθεσε τους μυστηριώδεις «όρους» του στο νεαρό μαθητευόμενο:
Το μόνο που θα πρέπει να σας απασχολήσει αυτό το καλοκαίρι είναι η αγγλική γλώσσα. Διαφορετικά, δε μπορώ να αναλάβω καμιά ευθύνη για αυτά πιθανόν να σας συμβούν.
Και παρακάτω:
Οσοδήποτε και αν σας παραξενέψει αυτό που θα σας πω, πρέπει να το ακούσετε με προσοχή. Να είστε επιφυλακτικός με τις γυναίκες που τριγυρνούν σ’ αυτά εδώ τα μέρη. Οφείλω να σας ειδοποιήσω ότι υπάρχουν μερικές ντόπιες κοπέλες που αρέσκονται στο  να προσελκύουν τους ξένους. Προσοχή στις μικρές αλεπούδες λοιπόν, αλλά καμιά φορά (χτύπημα στο χάρακα) και στους μικρούς αλεπούδους που μας επισκέπτονται.

Αυτές είναι λοιπόν οι «αλεπούδες του Γκόσπορτ», κι ο Κουμανταρέας διαλέγει αυτό το «χαϊδευτικό προσωνύμι, το λίγο δηκτικό» προοιωνίζοντας την αθώα πονηριά της νιότης, τη σκανταλιά, την πρόκληση και τους πειρασμούς της ετερόκλητης συντροφιάς που για ένα καλοκαίρι  βίωσε την παραβίαση των κοινωνικών όρων και ορίων. Άλλωστε, μετά απ’ αυτά τα λόγια, κι ο ίδιος ο ήρωας  αδημονεί να ζήσει την ένταση, όπως φαίνεται αμέσως μετά:
Η μόνη μου επιθυμία ήταν να γνωρίσω μια ώρα αρχύτερα τους ανθρώπους που μαζί τους θα ζούσα εκείνο το καλοκαίρι. Κάτι μέσα μου μου έλεγε πως ίσως κι εγώ να μην ανήκα στον κλειστό κόσμο της νομιμότητας που υπογράμμιζε ο ταγματάρχης, αλλά σ’ αυτόν τον άλλον κόσμο που ανήκαν ο Λ., ο Ρ., η κυρία Μπ. , ίσως ακόμα οι μικρές αλεπούδες του Γκόσπορτ.

Ποιες είναι λοιπόν οι αλεπούδες; Αρχικά οι δυο αγγλίδες, η Νόρμα (αυτό το απίστευτα όμορφο και παγερό ον που λεγόταν Νόρμα) και η Σήλια (τρομερά υπάκουη και αφοσιωμένη στη Νόρμα), που τραβά όμως  περισσότερο την προσοχή του Μίνις. Είναι ο Ιταλός Λουίτζι, δυο Γάλλοι ο Ροβέρτος κι ο Γκυ και οι δυο δίδυμοι, μισητοί, πάντα μαυροντυμένοι, -φασίστες ή αναρχικοί;- κι ανώνυμοι στο μυθιστόρημα Βέλγοι. Οι σχέσεις από την πρώτη μέρα γίνονται άμεσες, τολμηρές και συνωμοτικές∙ και σε κάποιες περιπτώσεις (κυρία Μπάρτον, πατέρας της Νόρμα, μαμά της Σήλιας) οι εξομολογήσεις μοιάζουν σαν κάτι φυσικό στον αγνό κι έμπιστο αποδέκτη, δηλαδή τον Μίνις. Σχέσεις ερωτισμού αλλά και εξουσίας αλλάζουν σκυτάλη, με αποκορύφωμα την εκδρομή στο νησί με το Φάρο. Τα γεγονότα εκεί σημαδεύουν όλους αλλά αποκαλύπτουν και το πιο βαθύ τους πρόσωπο.  
Οι δυο Βέλγοι, σε απόσταση αρχικά, προκαλούν τους υπόλοιπους: κι εσείς, όπως κι εμείς, ήρθατε στο Γκόσπορτ για να τελειοποιήσετε τα αγγλικά σας. Μα όλοι ξέρουμε πως είναι το τελευταίο πράγμα που μας νοιάζει. Αυτό που μας νοιάζει είναι η ταχύτητα, η ένταση της στιγμής. Τους «προσκαλούν» στην πανευρωπαϊκή οργάνωσή τους «ο Τίγρης» (έχουμε ομάδες, αρχηγούς, όλοι είμαστε μοιρασμένοι σε ακτίνες και υπακούμε σε νόμους), πέρα από κομμουνισμό και καπιταλισμό. Η άρνηση των υπόλοιπων πολώνει τις σχέσεις με τους Βέλγους, αλλά θερμαίνει την επαφή μεταξύ τους. Θύμα συναισθηματικού εκβιασμού ο ευάλωτος Ιταλός Λουίτζι.
Άσε τους μελοδραματισμούς, Λουίτζι. Τα δάκρυα δεν ωφελούν. Ρίχνουμε το σφάλμα στο Φάρο, στο νυχτερινό μπάνιο, στους Δίδυμους, στο Νησί, στον Ταγματάρχη. Στο βάθος είμαστε υπεύθυνοι εμείς οι ίδιοι και κανείς άλλος.
Με κοιτούσε έκπληκτος, με τα μεγάλα ιταλικά του μάτια κατακόκκινα, κι εγώ, οπλισμένος με τον ιταλικό εγωισμό μου, άλλο δεν έκανα από το να τον πληγώνω περισσότερο.

Από το προτελευταίο κεφάλαιο, «Τελευταία μέρα στο Γκόσπορτ», αρχίζει  ο επίλογος, και λειτουργεί σαν «έξοδος». Μετά από τα γεγονότα, αλλά και την αποδεδειγμένη ανικανότητα του Ταγματάρχη να μάθει στους μαθητές του αγγλικά, η οικογένεια του Μένη τον καλεί πίσω στην Ελλάδα. Ενόψει του αποχωρισμού οι αποκαλύψεις κι οι εξομολογήσεις στον  ξεχωριστό Μένη μάς συμπληρώνουν την ψυχογραφία κάθε προσώπου.  Πρώτα- πρώτα του ψυχρού Ροβέρτου που αποχαιρετά τον Μίνις κλαίγοντας σα μικρό παιδί για το χαμένο ερωτά του, τη Νόρμα (ώστε αυτό είναι λοιπόν ο έρωτας, σκέφτηκα με πανικό. Ν’ αγνοείς όλες τις ταπεινώσεις, να χειροδικείς, να κλείνεις τα μάτια μπρος στη λογική. Μήπως ήμουν ανίκανος να νιώσω κι εγώ παρόμοια συναισθήματα ή μήπως δεν είχε έρθει ακόμα η ώρα;). έπειτα, είναι η σειρά της γλυκιάς και μοναχικής κυρία Μπάρτον. Και μένει τελευταία η γλυκιά Σήλια, που προσμένει μέχρι την τελευταία στιγμή την αναίρεση του τέλους.
Ένα λεωφορείο περνά. Ένα ακόμα λεωφορείο. Απόψε όλα τα λεωφορεία περνούν μπροστά από το σπίτι της Σήλια. Της Σήλια, που είναι το τελευταίο πειστήριο που κρατώ στα χέρια μου από το καλοκαίρι. «Θα μου γράφεις, Μινίς, δεν είν’ έτσι; Θα μου γράφεις;» «Το υπόσχομαι». Επιτέλους ένα λεωφορείο σταματά εμπρός μας. Σαν να το έχουν στείλει ειδικά για μένα. Ο εισπράκτορας, ένας κουρασμένος σαρανταπεντάρης, μας κοιτά στοχαστικά. Πηδώ στο λεωφορείο. Μες απ’ το τζάμι βλέπω ακόμα το κόκκινο παλτό της. Δεν έφυγε. Δεν θα φύγει. Είναι εκεί και με περιμένει, τουλάχιστον ως τότε, κάποτε, που θα γράψω γι’ αυτήν. 

Χριστίνα Παπαγγελή


[1] Η νεολαία τότε δεν είχε καµία σχέση µε τη σηµερινή που ταξιδεύει µε το Erasmus και έχει πολλές εµπειρίες. Ηταν µια περίεργη εποχή και ήταν περίεργο το πώς µαζεύτηκαν σε εκείνο το χωριό τόσοι νέοι από διάφορες χώρες. ∆εν ξέρω αν είναι µυθιστόρηµα ενηλικίωσης. Ας πούµε ότι είναι ένα µυθιστόρηµα µε ήρωες εφήβους, σε µια εποχή που σηµαίνει το τέλος της αθωότητας σε έναν κόσµο που δεν θα υπάρξει ποτέ ίδιος. Μην ξεχνάτε, µόλις είχε τελειώσει ο πόλεµος. Φεύγοντας από την Αθήνα για το Γκόσπορτ – και ήµουν πολύ νέος – ιδέα δεν είχα για τον κόσµο γύρω µου, τότε καθυστερούσαµε πολύ να ωριµάσουµε (Συνέντευξη στο Βήμα, 27- 11-2011).