Οι μορφές του παρελθόντος επιστρέφουν
στο τέλος
γυρεύοντας τα χρωστούμενά τους
Η ψυχοσύσταση ενός μεσήλικου άνδρα
που έμεινε μόνος -μετά το θάνατο της
γυναίκας του από καρκίνο και την αυτονόμηση της κόρης του- διαγράφεται μέσα από
το διεισδυτικό και αναλυτικό γράψιμο του Τζον Μπάνβιλ. Στο θέμα, λοιπόν, αλλά
και στην ατμόσφαιρα που δημιουργεί ο συγγραφέας, το βιβλίο μοιάζει πάρα πολύ με
την «Έκλειψη»∙ θα μπορούσε ο ένας ήρωας/αφηγητής να εναλλάσσεται με τον άλλον.
Παρόλ’ αυτά, δε νιώθει κανείς την «επανάληψη». Το γράψιμο είναι πάντα φρέσκο,
αυθεντικό, αποτελεί μια συνέχεια, ή, έστω, μια παραλλαγή σ’ ένα μοτίβο.
Μετά τον τραγικό χαμό
της Άννας, ο ήρωας και αφηγητής Μαξ Μόρντεν επιστρέφει στο χωριό όπου πέρασε τα
παιδικά του χρόνια, με μια διάθεση ενδοσκόπησης
και ανασύνταξης δυνάμεων (τα πάντα
ήταν λιγάκι εκτός κλίμακας, καμιά γωνιά δεν ήταν απολύτως σωστή/ το μοντέλο του
σπιτιού που είχα μες στο κεφάλι μου, όσο κι αν πάσχιζε να ταιριάξει με το
πραγματικό, έβρισκε επίμονη αντίσταση). Με εσωτερικό μονόλογο, η συνείδηση
χτίζει σιγά σιγά τον εαυτό της αναλογιζόμενη τις εμπειρίες, το παρελθόν και ό,
τι έχει μείνει παροντικό. Η ατμόσφαιρα του σπιτιού οδηγεί σε κατάδυση στην
παιδική ηλικία, στα πρόσωπα του παρελθόντος∙ στις νεανικές ελπίδες, στις
διαψεύσεις, στις ματαιώσεις. Η εσωτερική αφήγηση είναι ο συνήθης τρόπος που
ακολουθούν οι ηλικιωμένοι για να «τακτοποιούν» τον κόσμο τους. Και μεις
γινόμαστε μάρτυρες μιας τέτοιας διαδικασίας.
Αναρωτιέμαι αν άλλοι άνθρωποι, όταν ήταν παιδιά, είχαν
αυτού του είδους την εικόνα, την ασαφή και συγκεκριμένη ταυτόχρονα, του πώς θα
ήταν όταν μεγάλωναν. (…) Όταν, τότε, κρυφοκοιτούσα με λαχτάρα μέσα από την
ομίχλη του απόλυτα πραγματικού για να διακρίνω το φαντασιώδες τώρα, έτσι
ακριβώς προέβλεπα τον φανταστικό εαυτό μου: σαν έναν άνθρωπο με βολικά
ενδιαφέροντα και ελάχιστη φιλοδοξία, καθισμένο σ’ ένα δωμάτιο όπως ετούτο εδώ,
στην πολυθρόνα ενός καπετάνιου, σκύβοντας μπροστά στο τραπεζάκι μου, αυτήν
ακριβώς την εποχή, που ο χρόνος φθίνει προς τη δύση του με ήπιες καιρικές διαθέσεις,
που τα φύλλα κυλούν τρεχάτα, το φως της μέρας ξεθωριάζει ολοένα και οι λάμπες
των δρόμων ανάβουν ένα μόλις δέκατο του δευτερολέπτου νωρίτερα κάθε βράδυ που
περνάει. Ναι, έτσι φανταζόμουν την ενήλικη ζωή, σαν ένα παρατεταμένο εύκρατο
φθινόπωρο, μια κατάσταση γαλήνης και συναισθηματικής ουδετερότητας, όπου τίποτα
δεν έχει απομείνει από την ακατέργαστη αμεσότητα της παιδικής ηλικίας τη μόλις
υποφερτή, όπου όλοι οι γρίφοι που με βασάνιζαν τότε έχουν πια λυθεί, όλα τα
μυστήρια έχουν αποκαλυφθεί, όλα τα ερωτήματα έχουν απαντηθεί και όπου οι
στιγμές πέφτουν σαν ψιχάλες, κυλούν σχεδόν απαρατήρητες, η μια χρυσή στάλα μετά
την άλλη, μέχρι την τελευταία, τη σχεδόν απαρατήρητη, τη νεκρική.
Ο Μαξ ανασυνθέτει ό,
τι τον σημάδεψε ανεξίτηλα, δείχνοντας και σε μας τον τρόπο πρόσληψης όλων των
βιωμάτων. Τη σχέση με την κοινωνικά ανώτερη οικογένεια Γκρέις, τη ντροπή για
την καταγωγή του (ήμουν γεννημένος για τη
μεγάλη ζωή και μου έλειπαν μόνο τα μέσα/εξάλλου τι είναι το χρήμα; Σχεδόν
τίποτα όταν έχεις μπόλικο), τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα, ένα πολύ τραγικό
γεγονός στην εφηβεία∙ κι αργότερα, την ιδιαίτερη
σχέση με την Άννα (τη γυναίκα του) και την Κλερ, την κόρη του∙ την αναγγελία
του επικείμενου θανάτου και την αμηχανία στη σχέση από δω και πέρα. Κι όλα αυτά
δίνονται χωρίς χρονική σειρά, συνειρμικά κι άτακτα, με διάσπαρτες,
ιμπρεσιονιστικές πινελιές, καθώς ο ήρωας
βάζει τάξη στις αναμνήσεις του, προσπαθώντας να βρει νόημα- συνοχή.
Ο ιμπρεσιονισμός στο
γράψιμο δεν έγκειται, όπως συνήθως πιστεύεται, στη δημιουργία μιας θολής
απεικόνισης ή στα αδιάφανα συναισθήματα. Η καταγραφή της αίσθησης είναι πολύ
ακριβής, ρεαλιστική και αναλυτική, και
παράλληλα λυρική κι ατμοσφαιρική, κι αυτή είναι η μεγάλη αρετή του συγγραφέα.
Οι μνήμες του είναι διάφανες, το σκηνικό
είναι γεμάτο σιωπές διαλογισμού, γεμάτο φως και θάλασσα, χρώματα, ιριδισμούς. Δεν
είναι άλλωστε τυχαία η εκτεταμένη αναφορά στον ζωγράφο Πιερ Μπονάρ. Επιπλέον, πρόκειται
για κάποιον ήρωα που έχει το θάρρος να κοιτάξει κατάματα και να φέρει στο «φως»
ό, τι τον διαμόρφωσε, ακόμη κι αν τον πόνεσε.
Ένας άξονας μνήμης
είναι η Άννα. Μια σχέση ήρεμη, διακριτική κι αλληλοσυμπληρούμενη, όπως
φαίνεται, από την αρχή της μέχρι το τέλος.
Συνειδητοποιώ ολοένα πόσο λίγο την ήξερα, δηλαδή πόσο
επιφανειακά την ήξερα, πόσο αδέξια. Δεν κατηγορώ τον εαυτό μου γι αυτό. Ίσως θα
έπρεπε. Μήπως ήμουν υπερβολικά τεμπέλης, αδιάφορος, απορροφημένος από τον εαυτό
μου; Ναι, ήμουν όλα αυτά κι όμως δεν θεωρώ ότι υπάρχει φταίξιμο, αυτή η
λησμοσύνη, αυτή η άγνοια. Προτιμώ να σκέφτομαι ότι απλώς περίμενα πολλά. (…) Η
αλήθεια είναι ότι δεν επιθυμούσαμε να μάθουμε ο ένας τον άλλον. Μάλλον, αυτό
ακριβώς επιθυμούσαμε: να μην ξέρουμε ο ένας τον άλλον.
Ο στοχασμός πάνω στη
σχέση του με την Άννα τον κάνει να συνειδητοποιήσει θεμελιώδη ζητήματα για τον
ίδιο του τον εαυτό: δεν ήταν αυτό που
ήμουν που δεν μου άρεσε, εννοώ το ξεχωριστό, το θεμελιώδες εγώ μου –αν και
ομολογώ ότι η ιδέα ενός ξεχωριστού θεμελιώδους εγώ είναι από μόνη της
προβληματική- αλλά το συνονθύλευμα των επιδράσεων, των κλίσεων, των ιδεών, των
ταξικών τικ, που μου είχαν κληρονομήσει η καταγωγή και η ανατροφή μου, αντί προσωπικότητας. Ναι, αντί
προσωπικότητας, ποτέ δεν είχα προσωπικότητα, όχι όπως έχουν άλλοι άνθρωποι ή
νομίζουν πως έχουν. Ήμουν ανέκαθεν ένας ξεχωριστός καν- ένας, η πιο ισχυρή επιθυμία
του οποίου ήταν να γίνει ένας δυσδιάκριτος κάποιος. Κατάλαβα αμέσως ότι η Άννα
ήταν το μέσο για τη μεταμόρφωσή μου. Ήταν ο καθρέφτης που εξομάλυνε όλες τις
παραμορφώσεις μου. «Γιατί να μην είσαι ο εαυτός σου;» μου έλεγε τον πρώτο καιρό
του δεσμού μας. «Να είσαι ο εαυτός σου» και εννοούσε φυσικά «να είσαι όποιος
θες εσύ». Αυτή ήταν η σιωπηρή μας συμφωνία, ότι θα απαλλάσσαμε ο ένας τον άλλον
από το βάρος του να είμαστε ό, τι μας έλεγαν όλοι οι άλλοι πως είμαστε.
Η είδηση ότι η Άννα
είναι άρρωστη και μένει ακόμα ένας χρόνος ζωής διαμορφώνει καθοριστικά τη
σχέση, εγκαινιάζοντας μια περίοδο «αμηχανίας» (το ένιωθε και η Άννα, είμαι σίγουρος. Ναι, αμηχανία, μια αίσθηση
πανικόβλητης άγνοιας για το τι πρέπει να πούμε, πού να κοιτάζουμε, πώς να
συμπεριφερθούμε, μια και κάτι άλλο επίσης, που δεν ήταν ακριβώς οργή, αλλά ένα
είδος εριστικής ενόχλησης, εριστικής απέχθειας για την αδυσώπητη θέση στην οποία
είχαμε περιέλθει)
Όπως κι ο Μπονάρ με τη
Μαρτ στο Λε Μποσκέ, έτσι κι ο Μαξ με την Άννα μένουν την τελευταία αυτή χρονιά
στο παραθαλάσσιο σπίτι τους, «τρέμοντας
τον ερχομό της άνοιξης, όλη αυτή την αβάσταχτη οργιώδη οχλοβοή».
«Σε λυπάμαι καημένε Μαξ», μου είπε μια μέρα, «που
πρέπει διαρκώς να προσέχεις τι λες και να είσαι τόσο ευγενικός όλη την ώρα». Η
άνοιξη που φοβόταν είχε έρθει και παρέλθει αλλά εκείνη ήταν πολύ άρρωστη για να
ενοχληθεί από τους αναβρασμούς της. (…) Μετακίνησε το κεφάλι της στο μαξιλάρι
και μου χαμογέλασε. Το πρόσωπό της, οστέινο πια, είχε αποκτήσει μια τρομακτικά
όμορφη όψη. «Δεν σου επιτρέπεται ούτε να με μισείς λιγάκι», αποκρίθηκε, «όπως
έκανες άλλοτε». Κοίταξε έξω, τα δέντρα, για λίγο κι ύστερα στράφηκε πάλι σε
μένα και χαμογέλασε πάλι και μου χάιδεψε το χέρι. «Μη στενοχωριέσαι», είπε. «Κι
εγώ σε μισούσα, λιγάκι. Άνθρωποι ήμασταν, εξάλλου».
Τότε πια, ο παρατατικός ήταν ο μόνος χρόνος ρήματος
που χρησιμοποιούσε.
Άλλος κεντρικός άξονας
είναι η σχέση με την ανώτερη κοινωνικά οικογένεια Γκρέις, που τάραξε την
καθημερινότητα και τη ρουτίνα του Μαξ στα παιδικά του χρόνια. Αρχικά, η ερωτική
λαχτάρα για τη μητέρα που τον οδήγησε σε «κρίσεις
ακατάσβεστου πόθου» και «λυγμούς,
χειμαρρώδεις, δυνατούς και απολαυστικά ανεξέλεγκτους». Θα έλεγε τότε ότι ήταν όμορφη, αν και ήξερε
πως δε ήταν (μάλλον κοντόχοντρη, τα χέρια
της παχουλά και κόκκινα, κλπ/ ήταν ένα πλάσμα της φαντασίας μου και ταυτόχρονα
μια γυναίκα από αναπόφευκτη σάρκα και οστά, από ιστούς, οσμές και γαλακτοφόρους
αδένες).
Το περίεργο, ένα από τα πολλά περίεργα, που αφορούσαν το
πάθος μου για την κυρία Γκρέις ήταν ότι ξεθύμανε την ίδια ακριβώς στιγμή που έφτασε
σ’ αυτό που θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε ως αποθέωσή του.
Η αποκαθήλωση του
ινδάλματος γίνεται με μεγάλη ψυχογραφική δεξιοτεχνία, καθώς κι η γέννηση του
έρωτα προς το ατίθασο αγοροκόριτσο, την κόρη της οικογένειας, τη Χλόη.
Τα χείλη της Χλόης ήταν δροσερά και στεγνά. Γεύτηκα τη
λαχανιασμένη της ανάσα.
Ο ήρεμος θάνατος της
Χλόης και του δίδυμου, μουγγού αδερφού της Μάιλς στη θάλασσα, αποτελεί και τον
τραγικό επίλογο του βιβλίου, παρόλο που σα γεγονός διαδραματίστηκε όταν ο Μαξ
ήταν παιδί. Τα δυο αδέρφια μπήκαν στη θάλασσα, κολύμπησαν ήρεμα κι
εξαφανίστηκαν, σχεδόν σαν τον Τσακίρογλου στα «Χρώματα της ίριδας». Δεν ξέρω τι σκεφτόμουν. Δε θυμάμαι να
σκεφτόμουν τίποτα. Υπάρχουν στιγμές τέτοιες, όχι αρκετά συχνές, που το μυαλό
απλώς εκκενώνεται. Ήταν πια μακριά οι δυο τους, τόσο μακριά ώστε φαίνονταν σαν
αχνές κουκίδες ανάμεσα στον αχνό ουρανό και την ακόμη αχνότερη θάλασσα κι
έπειτα η μια κουκίδα χάθηκε. Ύστερα απ’ αυτό, τέλειωσαν όλα πολύ σύντομα.
Συνδετικός κρίκος
ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν η παραμάνα των παιδιών, η Ρόουζ, που είναι το
ίδιο πρόσωπο με την κυρία Βάβασουρ που περιποιείται τον ηλικιωμένο πια Μαξ, βοηθώντας
στην «κάθαρση», τη λύση του πλέγματος των μυστήριων σχέσεων στη μοιραία
οικογένεια.
Η ζωή μου περνούσε μπροστά από τα μάτια μου, όχι
αστραπιαία, όπως λένε ότι συμβαίνει σε όσους πρόκειται να πνιγούν, αλλά με ένα
είδος αργόσχολης σύσπασης, αδειάζοντας σιγά σιγά τα μυστικά της και τα κοινά
μυστήριά της, προετοιμαζόμενη για τη στιγμή που θα έπρεπε να μπω στη μαύρη
βάρκα και να διασχίσω το σκιερό ποτάμι, με το νόμισμα του περαματάρη κρύο μες
στο χέρι μου που έχει αρχίσει κιόλα να παγώνει. Όσο παράξενος κι αν ήταν,
πάντως, αυτός ο φανταστικός τόπος της προαναχώρησης, δεν μου ήταν εντελώς
ανοίκειος. Που και πού στο παρελθόν, είχα αισθανθεί να διατρυπώ τη μεμβράνη της
απλής συνείδησης και να περνώ σε μια άλλη κατάσταση, που δεν είχε όνομα, μια
κατάσταση όπου δεν ίσχυαν οι γνωστοί νόμοι, όπου ο χρόνος προχωρούσε
διαφορετικά, εάν προχωρούσε καθόλου, όπου δεν ήμουν ζωντανός ούτε το άλλο και
όμως πιο έντονα παρών απ΄ ό, τι θα μπορούσα ποτέ να είμαι σε αυτό που
αποκαλούμε, επειδή είμαστε υποχρεωμένοι, πραγματικό κόσμο.
Χριστίνα Παπαγγελή