Παρασκευή, Μαΐου 11, 2018

So long, Marianne, Κάρι Χεστχάμαρ


We met when we were almost young
Deep in the green lilac park
You held on to me like I was a crucifix
As we went kneeling through the dark
Oh, so long, Marianne
It's time that we began to laugh
And cry and cry and laugh about it all again

«Μαριάννε Ιλέν –Λέναρντ Κόεν: Μια ιστορία έρωτα» είναι ο υπότιτλος του βιβλίου, και δεν θα είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον αν δεν αφορούσε τον γνωστό και πολυαγαπημένο Λέναρντ Κόεν, που, ως γνωστόν, έζησε πολλά χρόνια στην Ύδρα (από το 1960 ως το 1967). Έτσι, βλέπουμε πώς το ελληνικό νησί έγινε τη δεκαετία του ΄60 πόλος έλξης για πολλούς καλλιτέχνες ευρωπαίους και Αμερικάνους, μια αποικία ξένων διανοούμενων που άλλαξε την τοπική κοινωνία.
Η αφήγηση περιστρέφεται βασικά γύρω από τη ζωή της Νορβηγίδας Μαριάννε Μιλέν που, μαζί με τον σύντροφό της, μετέπειτα Νορβηγό συγγραφέα Άξελ Γιένσεν, στην ηλικία των 22 και 25 χρονών αντίστοιχα (δηλ. το 1957) εγκατέλειψαν τη Νορβηγία για να ζήσουν «στο νότο» (το Όσλο του φαινόταν σαν παλιός, κολλημένος δίσκος). Παρορμητικός και φιλόδοξος ο Άξελ, ήπια και ανασφαλής η Μαριάννε,  ένα όμορφο ζευγάρι, αντισυμβατικό, κάνει πράξη το όραμα που μετέπειτα έθρεψε το κίνημα των παιδιών των λουλουδιών, του Μάη του ’68 κλπ: ελεύθερη ζωή, έρωτας, ταξίδια, φύση, τέχνη, αναζήτηση του εσωτερικού κόσμου, αναζήτηση της ελευθερίας. Η απόφαση να ζήσουν στην Ελλάδα προέκυψε κυρίως από την ανάγκη του Άξελ να γράφει απερίσπαστος, ενώ η χαμηλού προφίλ Μαριάννε ακολουθεί τον έρωτά της, παρά τις αντιρρήσεις των γονιών της (ο Άξελ οδηγούσε τη σχέση τους κι η Μαριάννε καταλάβαινε ότι, αν ήθελε να είναι μαζί του, τότε η συμβίωσή τους θα γινόταν ως επί το πλείστον με τους δικούς του όρους). Θυελλώδεις επιστολές έρωτα αλλά και «καθοδήγησης»  ωθούν τη Μαριάννε σ’ έναν δρόμο χειραφέτησης και αυτογνωσίας (θα μπορούσα να κάνω τα πάντα για σένα. Αλλά τη ζωη σου πρέπει να τη ζήσεις μόνη σου. Δεν μπορώ να τη ζήσω εγώ για σένα. Ούτε να δμιουργήσω εγώ για σένα. Όλα αυτά πρέπει να τα ανακαλύψεις μόνη σου. Κανείς δεν μπορεί να ξέρει τι πραγματικά, στο βάθος είναι το καλύτερο για τον άλλο).
Η ελευθεριότητα με την οποία αντιμετωπίζει ο Άξελ όλες τις καταστάσεις τρομάζει την Μαριάννε, όπως και τον αναγνώστη. Φαίνεται εγωκεντρισμός και επιπολαιότητα να εγκαταλείπει τη Μαριάννε σε μια ξένη χώρα για μια άλλη γυναίκα, κι ακόμα περισσότερο όταν την παντρεύεται με χίλιες δυο υποσχέσεις, να την εγκαταλείπει ξανά μ’ ένα μικρό παιδί που ποτέ του δεν το πλησίασε (είναι; Ή μήπως είναι μια αντίληψη για την ελευθερία, που σπρώχνει τον άλλον στην αυτογνωσία;). Ακόμα περισσότερο αιφνιδιάζει τα ήθη όταν ζητά τη βοήθεια της Μαριάννε μετά το βαρύ τροχαίο ατύχημα της φιλενάδας του (και η Μαριάννε, που αγαπά τον Άξελ όσο τίποτα, ανταποκρίνεται).
Όμως η Μαριάννε ήδη είναι ερωτευμένη με τον Λέναρντ (η γνωριμία του Λέναρντ και της Μαριάννε ήταν σαν ένα αργό βαλς), που βρίσκεται πια εδώ και καιρό στην Ύδρα, μαζί μ’ έναν κύκλο νιόφερτων ξένων που είναι πια μόνιμοι κάτοικοι και δίνουν άλλο χρώμα στο νησί. Είναι μια δύσκολη περίοδος για τη Μαριάννε γιατί ψάχνει και κείνη την ταυτότητά της, έχοντας και τον μικρό Άξελ Γιόακιμ που, καθώς μεγαλώνει, έχει τις δικές του απαιτήσεις. Αναζητώντας τις ισορροπίες ανάμεσα στον πατέρα του παιδιού, το παιδί, τον Λέναρντ και τις προσωπικές της αναζητήσεις, πηγαινοέρχεται Νορβηγία, Ύδρα αλλά και στο Μόντρεαλ, την πατρίδα του Κοέν όπου κι εκείνος αναζητά την καλλιτεχνική του φυσιογνωμία.
Παρακολουθούμε τα πρώτα βήματα του Κοέν στο χώρο της τέχνης- δεν ήξερα προσωπικά ότι ξεκίνησε πάμφτωχος, ως συγγραφέας και ποιητής, ότι κυκλοφόρησαν ήδη δυο βιβλία του στα ελληνικά. Βλέπουμε να ξεδιπλώνεται η ευαισθησία του μέσα από το αρχείο της Μαριάννε (που πέθανε πρόπερσι), ή σε πρώιμα ή ανέκδοτα ποιήματα και τραγούδια. Ο Κοέν απογειώνεται με το τραγούδι  Suzanne (που ανακάλυψε η Τζούντι Κόλλινς)που σηματοδότησε όχι μόνο την αρχή μιας καριέρας, αλλά και το τέλος της μόνιμης παραμονής του στην Ύδρα, το 1967, εφόσον ήθελε να παρακολουθεί τις διεθνείς καλλιτεχνικές εξελίξεις. Η επαφή τουμε ονόματα όπως Τζάνις Τζόπλιν, Μπομπ Ντύλαν, Τζόνι Μίτσελ κλπ τον οδήγησε μακριά από την Ελλάδα, και τον απομάκρυνε οριστικά κι από τη Μαριάννε. Όμως το σπίτι του στην Ύδρα τον περίμενε για λίγες μέρες διακοπών μέχρι τον θάνατό του, το 2016, λίγους μήνες μετά τη Μαριάννε[1].
Διαβάζοντας αυτό το βιβλίο, το γνωστό αγαπημένο τραγούδι του, γραμμένο για τη Μαριάννε Ιλέν, παίρνει πιο γλυκόπικρη διάσταση
Γνωριστήκαμε όταν ήμασταν σχεδόν νέοι
Μέσα στο πασχαλιάτικο πράσινο πάρκο
Κρατήθηκες από πάνω μου σαν να ήμουν σταυρός
Όπως πηγαίναμε να γονατίσουμε στο σκοτάδι
(…)
 Γιατί τώρα χρειάζομαι την κρυμμένη σου αγάπη
Και είμαι παγωμένος σαν λεπίδα ξυραφιού καινούρια
Με άφησες όταν σου είπα ότι είμαι παράξενος
Ποτέ δεν είπα ότι ήμουν γενναίος

Τώρα αντίο Μάριαν, πάει καιρός που ξεκινήσαμε
να γελάμε και να κλαίμε και να κλαίμε και να γελάμε για τα πάντα πάλι
 Χριστίνα Παπαγγελή



[1]  Cohen wrote to her shortly before her death, saying: "Know that I am so close behind you that if you stretch out your hand, I think you can reach mine... Goodbye old friend. Endless love, see you down the road."[6] He died three months later, on November 7.

Δεν υπάρχουν σχόλια: