Πέμπτη, Απριλίου 26, 2018

Οι καλοί, Hannah Kent

Ο θάνατος είναι ο γιατρός των φτωχών

Είναι απορίας άξιο γιατί πολλοί  βιβλιόφιλοι και μπλόγκερς που διάβασαν γεμάτοι προσδοκίες το δεύτερο αυτό -μεταφρασμένο- βιβλίο της Hannah Kent, το βρήκαν μεν ενδιαφέρον αλλά όχι ισάξιο του πρώτου (Έθιμα ταφής). Η  εντύπωση που άφησε σε μένα το βιβλίο αυτό είναι εξίσου μαγική, εφόσον με μετέφερε πάλι σε μια άλλη ατμόσφαιρα, σε έναν άλλο κόσμο/πολιτισμό, ενώ το κεντρικό θέμα είναι πανανθρώπινο, διαχρονικό, υπαρξιακό.
Βρισκόμαστε στα 1825-6, στη Ν.Δ. Ιρλανδία αυτή τη φορά (Κιλάρνι, Κομητεία του Κέρνι), σε μια κοινωνία φτωχή, αγροτική, κλειστή και απομονωμένη. Μια κοινωνία όπου η επιβίωση είναι δύσκολη ενώ η αρρώστια κι ο θάνατος χτυπά απρόσκλητα και παράλογα και τους νέους ανθρώπους.
Τρεις γυναίκες είναι οι πρωταγωνίστριες, τρία ισοδύναμα σε σημασία πρόσωπα που διαμοιράζονται  με συμμετρικό θα λέγαμε τρόπο το βάρος της τραγικής πλοκής. Τρεις διαφορετικές ηλικίες (κορίτσι, γυναίκα, γριά) που ανοίγονται στο μυστήριο της ζωής, της αρρώστιας και του θανάτου από τη δική της θέση η καθεμιά.
Το σημαντικότερο πρόσωπο της τραγωδίας είναι η Νόρα Λίχι. Έχει χάσει την κόρη της και πρόσφατα τον άντρα της (από τον θάνατό του ξεκινά η πλοκή), οπότε αναλαμβάνει να μεγαλώσει μόνη της τον τετράχρονο εγγονό της Μίχολ, που όμως έχει νοητικά προβλήματα∙ όχι μόνο δεν μπορεί ακόμα να περπατήσει και να μιλήσει, αλλά αρρωσταίνει συνέχεια, δεν τρώει, ουρλιάζει και χτυπιέται χωρίς λόγο βασανίζοντας τους γύρω του.  Η ντροπή για τη συμφορά και ο φόβος της κακογλωσσιάς οδηγεί τη Νόρα σε μια ζωή μοναχική και κρυφή, ενώ αναγκάζεται να πάρει  ως βοηθό τη Μαίρη, μια κοπελίτσα 15 χρονών από διπλανό χωριό, για να τη βοηθά στην ανατροφή του δύστυχου Μίχολ.
Τρίτη και πιο μοιραία στην εξέλιξη της ιστορίας, η ιδιόρρυθμη Νανς, μια παράξενη γριά που ζει μόνη της μακριά στο βουνό (η γνώση κι η δύναμη πάνε μαζί με την παραξενιά/ποια γυναίκα μένει μόνη της με μια κατσίκα και ένα σωρό βότανα κρεμασμένα απ’ το ταβάνι της; Ποια γυναίκα κάνει παρέα με τα πουλιά και τα πλάσματα που ζούνε στις σκιές του δάσους; Ποια γυναίκα τη φτάνει να ζει στην ερημιά, χωρίς παιδιά, χωρίς άντρα; Μόνον όποια περπατάει με βήμα σίγουρο στα όρια, ανάμεσα σε τούτον τον κόσμο και τον άλλον. Όποια έχει βρει τρόπο να καταλαβαίνει τα μυστήρια και βλέπει στα φύλλα και στα κλαράκια τα γράμματα του ίδιου του Θεού). Η Νανς είναι μαμή και πρακτική γιατρέσα, με διορατικότητα, διαίσθηση, και πολλές επιτυχίες (τόσος πόνος κρατημένος κρυφός, μα ώρες ώρες, για μια στιγμή, για όσο κρατά μια ανάσα, κάτι άνοιγε και μπορούσες να δεις την καρδιά των πραγμάτων, πριν η πόρτα κλείσει πάλι. Ήταν σαν όραμα. Μια ψιθυριστή ομολογία της τρωτής, της ευάλωτης αλήθειας). Κατέχει την «παλιά γνώση» των βοτανιών, τη γλώσσα του βουνού και του ουρανού, ξέρει πού υπάρχει «δύναμη» (όλα μέσα στον κόσμο συγγένευαν μυστικά με όλα) και επικοινωνεί με τους «Καλούς», όπως κατ’ ευφημισμόν αποκαλούνται  τα μοχθηρά πνεύματα, τα «ξωτικά»  που στοιχειώνουν τους ανθρώπους, φέρνουν αρρώστιες, παίρνουν μαζί τους  τους υγιείς ανθρώπους και αφήνουν στη θέση τους τα «τελώνια».  
Ένα λοιπόν τέτοιο τελώνιο είναι και ο Μίχολ, που ευθύνεται για όλες τις συμφορές του χωριού (κακοκαιρίες, αποτυχημένες γέννες, λίγο γάλα στις αγελάδες κλπ), σύμφωνα πάντα όχι μόνο με τη Νανς, αλλά και με τη Νόρα (που δύσκολα το αποδέχεται αλλά η απελπισία και η κούραση από το ακαταλόγιστο του τετράχρονου παιδιού την ωθούν σ’ αυτήν την παραδοχή), και σύμφωνα επίσης με πολλούς συγχωριανούς, που αρχίζουν και κακοβλέπουν τον Μίχολ και τη Νόρα. 
Μπροστά στην αδυσώπητη μοίρα οι τρεις γυναίκες υψώνουν δυναμικά τη διαφορετική τους στάση: η 15χρονη Μαίρη, ξένη στον τόπο, δένεται συναισθηματικά με το παιδί, το προσέχει, το αγκαλιάζει, το πονάει. Η γιαγιά του η Νόρα, καταρρακωμένη από το πένθος για τον άντρα και την κόρη της, ζει σ’ ένα κόσμο φανταστικό όπου η ελπίδα πεθαίνει τελευταία και εξαντλεί κάθε μέσον για να φέρει τον «πραγματικό Μίχολ» πίσω, ενώ η Νανς βάζει μπροστά όλες τις γνώσεις που κατέχει ακε από το προγονικό της παρελθόν για να διώξει τους «καλούς» (έχουμε την ευκαιρία να μπούμε μέσα σ’ αυτόν τον μυστηριακό κόσμο της φύσης, των βοτανιών και των μαντζουνιών, απ’ τον οποίο τόσο πολύ έχει αποκοπεί ο πολιτισμός μας). Η συγγραφέας καταφέρνει να μας κάνει να ταυτιστούμε τόσο πολύ, ακόμα και με τη «γριά μάγισσα» (και να αντιπαθήσουμε ας πούμε όσους την πολεμάνε, όπως τον νιόφερτο παπά του χωριού, που βέβαια αντιστρατεύεται τα μαγικά ξόρκια), που κάποια στιγμή είχα τον φόβο ότι το βιβλίο είναι «παραμύθι», με μάγια, ξόρκια και νεράιδες (δεν κρύβω ότι τα βαριέμαι). Νομίζει κανείς δηλαδή ότι το σασπένς του βιβλίου αφορά το αν θα τα καταφέρει τελικά η Νανς να γιατρέψει με τον παραδοσιακό, αιώνιο πρακτικό τρόπο την νοητική στέρηση του παιδιού.
Όμως όχι. Η πάλη με τις αόρατες δυνάμεις που κυβερνάν τον κόσμο είναι απόκοσμη, είναι παράλογη, αλλά είναι δικαιολογημένη μέχρι δακρύων, γιατί καταδεικνύει  την απόγνωση του ανθρώπου μπροστά στην αρρώστια και το σκάνδαλο του θανάτου. Η Κεντ κρατάει μια απίστευτη ισορροπία ανάμεσα στην περιγραφή αυτής της τραγικής πάλης με το αδύνατο και στον κίνδυνο να γίνει το μυθιστόρημα μια αφελής, έστω συμβολική αφήγηση με μάγισσες και ξωτικά.
Κι αυτό το καταφέρνει οδηγώντας την πλοκή σε μια κορύφωση που σου κόβει την ανάσα, μετά από την οποία η οξεία αντιπαράθεση  μεταφέρεται  στην κοινωνία. Γιατί οι τρεις γυναίκες περιστοιχίζονται από διάφορα άτομα του χωριού (συγγενείς, γείτονες) κλπ  που αντιμετωπίζουν κι αυτοί με τη σειρά τους διαφορετικά τις περιστάσεις, άλλος με κατανόηση, άλλος με έμπρακτη βοήθεια, άλλος με πόλεμο. Ο στιγματισμός και η έχθρα απέναντι στο τρίο των γυναικών (και τον Μίχολ βέβαια) κλιμακώνεται, ενώ ο  θάνατος του παιδιού συγκλονίζει τη μικρή κοινωνία και φέρνει τα πάνω κάτω στις ισορροπίες. 
Η σύγκρουση ανάμεσα στον ορθολογικό, σύγχρονο τρόπο ζωής και τον κόσμο των δοξασιών, των προκαταλήψεων και των δεισιδαιμονιών παίρνει σάρκα και οστά μέσα στο δικαστήριο, ενώ το απρόσμενο τέλος αφήνει ένα παραθυράκι ανοιχτό στο ενδεχόμενο μερικές αιώνιες αλήθειες, όπως η μυστική, ασυνείδητη επικοινωνία του ανθρώπου με τη φύση, να επιβιώνουν.  
Χριστίνα Παπαγγελή

Υ.Γ. Το ότι η συγγραφέας εμπνεύστηκε από πραγματικό γεγονός προσδίδει ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον στο μυθιστόρημα

Δεν υπάρχουν σχόλια: