Τρίτη, Σεπτεμβρίου 06, 2011

Το χρυσό σημειωματάριο, Ντόρις Λέσινγκ

Μεγάλη έκπληξη ήταν για μένα το πολυσύνθετο, πρωτότυπο και διεισδυτικό αυτό βιβλίο της ενενηντάχρονης νομπελίστα, εφόσον ό, τι δικό της είχα ξεκινήσει να διαβάζω μου είχε φανεί «στρατευμένο» και κάπως ρηχό. Οι πολιτικές (πάλαι στρατευμένη κομμουνίστρια, στη συνέχεια σοσιαλίστρια) και αντιρατσιστικές της αντιλήψεις στο βιβλίο αυτό είναι σε πρώτο πλάνο, αλλά δεν προβάλλονται δογματικά, όπως θα υποψιαζόταν κανείς σ’ ένα πολιτικό βιβλίο μιας μαχητικής, αριστερής και φεμινίστριας συγγραφέα. Αν πάρει μάλιστα υπόψη κανείς ότι γράφτηκε το 1962, είναι πραγματικά αξιοπρόσεκτο πόσο πρωτοπόρα για την εποχή είναι κάποια ερωτήματα που βάζει, με πόση ευαισθησία αντιμετωπίζουν οι ήρωες πρακτικές και νοοτροπίες που χαρακτηρίζουν γενιές, πόσο ανθρώπινα αμφισβητούνται τα στερεότυπα και τα δόγματα της κομμουνιστικής και της φεμινιστικής ιδεολογίας. Η ίδια η συγγραφέας αρνείται το χαρακτηρισμό «μπροσούρα για το πόλεμο των φύλων» που δόθηκε από τους περισσότερους κριτικούς για το έργο, τονίζοντας ότι περισσότερο προσπαθεί να αποδώσει το πνευματικό και ηθικό κλίμα της Βρετανίας πριν από 100 χρόνια.


Η σύλληψη της δομής είναι πολύ πρωτότυπη και επιτρέπει την παράλληλη λειτουργία πολλών επιπέδων: η βασική πρωταγωνίστρια είναι συγγραφέας, η Άννα, και κρατά τέσσερα σημειωματάρια (μαύρο, κόκκινο, κίτρινο, μπλε) στα οποία σημειώνει τη συγγραφική της πορεία, τις πολιτικές της ιδέες, τη συναισθηματική ζωή και τα γεγονότα της ζωής της αντίστοιχα. Η ιδιαιτερότητα συνίσταται στο ότι κατά κανόνα στο σημειωματάριο η ηρωίδα μεταστοιχειώνει σε συγγραφικό μύθο το συγκεκριμένο βίωμα που την ώθησε να γράψει. Έχουμε δηλαδή πολλές παράλληλες ιστορίες (όλες πολύ ενδιαφέρουσες) που βέβαια κάπως συνδέονται με την πραγματική ζωή της πρωταγωνίστριας, της Άννας Βουλφ. Πέρα όμως από τις συναρπαστικές πλοκές που αλληλομπλέκονται, έχουμε κι ένα σωρό μείζονα ζητήματα, πολιτικά, κοινωνικά, σεξουαλικά κλπ. που τίθενται με μυθιστορηματικό τρόπο (δηλαδή κατά κάποιο τρόπο «έμπρακτο») και που γυρεύουν τη «λύση» τους (δε δίνεται πάντα).
Η ηρωίδα οδηγείται σε συνεχείς υπερβάσεις και διαψεύσεις, ώσπου αρχίζει σιγά σιγά και χάνει τα λογικά της. Στο τέλος του μυθιστορήματος πια, βάζει στην άκρη τα τέσσερα σημειωματάρια και αγοράζει ένα καινούριο, χρυσό, όπου επιδιώκεται η ολότητα, η ενότητα που κατακτά η Άννα μέσα από τη σχέση της με το alter ego, τον αμερικανό Σολ. Είναι μια σχέση που εξελίσσεται και θα μπορούσε και αυτή να σταθεί αυτόνομη. Όπως λέει η ίδια η Ντόρις Λέσσινγκ στον πρόλογο του βιβλίου, «στο εσωτερικό του χρυσού σημειωματάριου τα πράγματα σμίγουν, τα διαχωριστικά γκρεμίζονται, με το τέλος του κατακερματισμού προκύπτει αμορφία. Η Άννα κι ο Σολ Γκριν «καταρρέουν». Είναι τρελοί, παράφρονες, μανιακοί». Μπορεί να αλληλοσπαράσσονται, αλλά κάποια στιγμή ακούει ο ένας τις σκέψεις του άλλου, αναγνωρίζει ο καθένας τον εαυτό του στον άλλο.
Η πρόθεση της Λέσινγκ ήταν να αναδειχτεί στο κεφάλαιο αυτό, το τελευταίο, η υπέρβαση του εαυτού, αυτή η ενότητα που επιτυγχάνεται μετά την «κατάρρευση» (λέει σχετικά: αυτός είναι ένας τρόπος αυτοθεραπείας, μια ευκαιρία του εσωτερικού εαυτού να γκρεμίσει ψεύτικες διχοτομίες και διαιρέσεις, βλ σχετικά Η ψυχολογία της απελευθέρωσης, Ken Wilber).
Και:
Τίποτα δεν είναι πιο ισχυρό απ’ αυτόν τον μηδενισμό, την οργισμένη ετοιμότητα να τα ρίξω όλα στη θάλασσα, τη διάλυση, τη λαχτάρα να γίνω μέρος αυτής της διάλυσης.

Τέλος, σ’ αυτό το «εισαγωγικό» κεφάλαιο, ας παραθέσω την συνοπτική ματιά της Σοφίας Νικολαΐδου που δίνει νομίζω εύστοχα το περίγραμμα του σύνθετου αυτού βιβλίου:
Πολιτική ταυτότητα, έμφυλη ταυτότητα, προσωπική ταυτότητα. Συναισθηματική απόρριψη, σεξουαλική προδοσία. Κατευναστική μητρότητα: η μάνα δεν δικαιούται να διαλυθεί. Γυναικεία φιλία. Η Ντόρις Λέσινγκ γράφει για τα μεγάλα θέματα με ψυχολογικό ρεαλισμό και νοητικό βάθος, που παρασέρνει τον αναγνώστη. Επιλέγει μια σύνθετη φόρμα με παλίνδρομες κινήσεις στον χρόνο, για να αναδείξει το θέμα της - και το πετυχαίνει. Βέβαια συνδέει με έμφαση τον οργασμό της ηρωίδας της με τον απόλυτο έρωτα, πράγμα που αποδεικνύει πως η μεγάλη κυρία των γραμμάτων, παρά τις διάπυρες δηλώσεις της, είναι στο βάθος μια ρομαντική.
Τα Νέα, 5 Μαρτίου 2011


«Ελεύθερες γυναίκες»

Ο υπότιτλος και των τεσσάρων υποκεφαλαίων είναι «Ελεύθερες γυναίκες (1, 2, 3, 4)», φράση που υπογραμμίζει το κέντρο βάρους του μυθιστορήματος: τον διπλό/πολλαπλό αγώνα της ασυμβίβαστης γυναίκας, που αναζητά την ελευθερία της σε όλα τα πεδία, πολιτικό, κοινωνικό κλπ. (αν υποτίθεται ότι κάνουμε αυτό που είναι γνωστό ως ελεύθερη ζωή, γιατί να μη χρησιμοποιούμε και την ίδια γλώσσα;).
Η Άννα και η συμπρωταγωνίστρια του μυθιστορήματος, η Μόλι, είναι φίλες, συγκάτοικοι, χωρισμένες, μ’ ένα παιδί η καθεμιά και «δεν έχουν μπει σε καλούπια», όπως λέει ο γιος της Μόλι, ο Τομ, στον πατέρα του. Την ιστορία τους την παρακολουθούμε σε τριτοπρόσωπη αφήγηση σ’ ένα «σκελετό/πλαίσιο» που παρατίθεται στην αρχή κάθε κεφαλαίου. Έχουν διάφορες ερωτικές σχέσεις (μερικές περιγράφονται διεξοδικότατα) και ο τρόπος ζωής τους προσπαθεί να αντισταθεί στο γάμο και γενικότερα στον μικροαστισμό (Ρίτσαρντ: Αυτό που λέω είναι ότι είμαι σε θέση να προσφέρω στο παιδί ό, τι θέλει. Εάν έκανε κάτι εποικοδομητικό με τους δικούς σου φίλους, τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά. Μόλι: Κοίτα τους ανθρώπους που γνωρίζει μαζί μου, καλλιτέχνες, συγγραφείς, ηθοποιούς (…) Θα μεγαλώσει μαθαίνοντας κάτι για τον κόσμο στον οποίο ζει, κάτι περισσότερο από αυτό που μπορείς να πεις για τα τρία σου παιδιά- Ήτον και Οξφόρδη, εκεί θα πάνε, όλα τους. Ο Τόμι γνωρίζει όλα τα είδη των ανθρώπων. Δεν θα βλέπει τον κόσμο μέσα από τη γυάλα με τα ψάρια της αριστοκρατίας).
Είναι μεγάλο το τίμημα της γυναίκας που προσπαθεί να ζήσει ανεξάρτητη σ’ έναν κόσμο που είναι φτιαγμένος για να υπάρχει εξάρτηση από τον άντρα (τα γυναικεία συναισθήματα είναι κομμένα και ραμμένα για ένα είδος κοινωνίας που δεν υπάρχει πια). Το πρόβλημα δεν αναδεικνύεται μόνο ως κοινωνικό αλλά και συναισθηματικό: η ίδια η Άννα ομολογεί κάποιες φορές την ενοχή της που δεν ασχολείται αρκετά με την κόρη της, αλλά και επειδή ο βαθύτερος εαυτός της, τα αληθινά συναισθήματα έχουν να κάνουν με τη σχέση της μ’ έναν άντρα. Η ίδια βρίσκεται σε απόγνωση με τον εαυτό της που μια σχέση μ’ έναν άντρα τη διαλύει ψυχικά (όταν έφυγε απόμεινα σα σαλιγκάρι που του πήρε ένα πουλί το καβούκι. Νόμιζα ότι θα παρέμενα ο εαυτός, μου, θα παρέμενα ανεξάρτητη και ελεύθερη. Στην πραγματικότητα έβρισκα καταφύγιο δίπλα του. Δεν ήμουν καλύτερη από κείνη την τρομαγμένη γυναίκα, τη γυναίκα του) και φυσικά έχει επίγνωση και αποκαλεί τις σκέψεις της αυτές τετριμμένες κοινοτοπίες που όλοι γνωρίζουν.

Το ενδιαφέρον όμως βρίσκεται στην αμφισβήτηση των επιλογών και από τα ίδια τους τα παιδιά… Και ο Τόμι (είκοσι χρόνων, γιος της Μόλι) και η Τζάνετ (12; Κόρη της Άννας) φαίνεται να βρίσκονται σε εσωτερική σύγκρουση εξαιτίας της χειραφέτησης των μανάδων τους. Ο –συμβατικός- πατέρας του Τόμι, που θέλει να τον πάρει στις επιχειρήσεις του, παραπονιέται ότι «το πρόβλημα με τον Τόμι είναι πως δεν καταπιέστηκε ποτέ και ότι δεν είχε ποτέ μια κατεύθυνση. Η Μόλι τον άφηνε απλώς στην ησυχία του, σα να’ ναι ενήλικας».
Η προσπάθεια του Τόμι να βρει την ταυτότητά του μέσα σε πλήθος αντιφάσεων αποβαίνει τραγική, εφόσον, προσπαθώντας να αυτοκτονήσει, χάνει την όρασή του. Το επεισόδιο αυτό, στο οποίο εμπλέκονται και οι δυο ηρωίδες, παίρνει κεντρική θέση στο βιβλίο κι έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον από άποψη «διαλεκτικής» σύγκρουσης.
Προβλήματα έχει και η Άννα με την Τζάνετ (π.χ. πόσο την επηρεάζει ο ομοφυλόφιλος ενοικιαστής τους που περνάει όλη τη μέρα μαζί τους;) Αντίδραση στη μάνα αποτελεί και η ανάγκη της Τζάνετ να είναι «φυσιολογική», να μπει σε εσώκλειστη σε παραδοσιακό οικοτροφείο, να φοράει στολή και να κάνει όλα όσα αντιπροσωπεύουν τα οικοτροφεία και μισεί η Άννα.

Πολιτική

Με τον ίδιο ανθρώπινο και διεισδυτικό τρόπο καταπιάνεται με την πολιτική, από την οπτική της αριστεράς, αποτυπώνοντας αποχρώσεις, ζυμώσεις και αμφισβητήσεις. Πέρα από τις άμεσες αναφορές στο «κόκκινο σημειωματάριο», απ’ όπου παίρνουμε μια ιδέα για τις ιδιαιτερότητες του Βρετανικού Κομμουνιστικού Κόμματος, η πολιτική ταυτότητα της ηρωίδας διαχέεται και στα υπόλοιπα σημειωματάρια, ιδιαίτερα το μπλε (καταγραφή συγγραφικής πορείας).
Εξαιρετικά είναι όλα τα κεφάλαια που αναφέρονται στη δράση της κομμουνιστικής υποομάδας σε χώρα της Αφρικής (μάλλον Ροδεσία, απ’ όπου κατάγεται η συγγραφέας). Μιας ομάδας που δημιουργήθηκε στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου (ήταν σαφές ότι για μας ο πόλεμος θα ήταν μια πολύ ωραία υπόθεση), με υπερβολικά έντονη δραστηριότητα (δε νομίζω ότι άνθρωποι που δεν έλαβαν ποτέ μέρος σε κάποιο αριστερό κίνημα καταλαβαίνουν πόσο σκληρά δουλεύουν οι σοσιαλιστές, κάθε μέρα, κάθε χρόνο). Διαβάζουν, οργανώνουν συζητήσεις και συνελεύσεις, είναι και… θεραπευτές ψυχών. Μ’ όλες τις αντιθέσεις που μπορεί να συναντούν εξαιτίας των μεταξύ τους διαφορών – κοινωνικών και προσωπικών- αλλά και λόγω του ότι βρίσκονται στην Αφρική.
Η αντίφαση στο νόημα του συγκεκριμένου πολέμου σ’ αυτήν την περιοχή της γης, όπου ο ρατσισμός ήταν στην ημερήσια διάταξη, τίθεται εξαρχής: η πλειοψηφία των Αφρικανών σε όλη την ήπειρο διασκέδαζε βλέποντας τους λευκούς αφέντες να ρίχνονται σε μια σταυροφορία για την καταπολέμηση του ρατσιστή διαβόλου (Χίτλερ). Απολάμβαναν το θέαμα των λευκών αφεντικών, των τόσο πρόθυμων να πάνε να πολεμήσουν σε οποιοδήποτε διαθέσιμο μέτωπο εναντίον ενός πιστεύω για το οποίο όλοι θα πέθαιναν για να υπερασπιστούν στα δικά τους εδάφη (!),

Πέρα όμως απ’ το ότι οι μαύροι δεν μπορούν να εμπιστευτούν τους λευκούς, και τα «μαύρα» συνδικάτα δε συνεργάζονται με τα «λευκά», εντέλει καταπολεμώντας τον ρατσισμό στην ιστορική αυτή περίοδο, οι αριστεροί δεν έχουν άλλη διέξοδο από το να συνεργάζονται με τα εθνικιστικά κινήματα τα οποία τα τροφοδοτούν οι …καπιταλιστές, δηλαδή το κεφάλαιο!
Ας υποθέσουμε ότι ο στρατός των μαύρων κερδίζει. Υπάρχει μόνο ένα πράγμα που ένας έξυπνος εθνικιστής ηγέτης μπορεί να κάνει, κι αυτό είναι να ενισχύσει το εθνικιστικό αίσθημα και να αναπτύξει τη βιομηχανία. Έχουμε σκεφτεί, σύντροφοι, ότι είναι καθήκον μας, ως προοδευτικών, η υποστήριξη των εθνικών κρατών, τα οποία έχουν υποχρέωση να αναπτύξουν όλη εκείνη την καπιταλιστική ηθική της ανισότητας που μισούμε τόσο;
Έτσι, ο πόλεμος έχει για τους ήρωές μας μια απολαυστική ειρωνεία: η εικόνα μας σε σχέση με το τι θα έπρεπε να γίνει, τι πρέπει να γίνει στην πραγματικότητα, με βάση την κεφαλαιώδη αρχή ότι το προλεταριάτο πρέπει να ανοίξει το δρόμο για την ελευθερία, δεν αντικατοπτριζόταν καθόλου στην πραγματικότητα. Ωστόσο αυτή η αρχή ήταν πολύ ιερή για να τεθεί υπό αμφισβήτηση.
Κατά δεύτερο λόγο, όπως γράφει η ηρωίδα συγγραφέας, ενώ για όλους τους ανθρώπους ο πόλεμος είχε δυο φάσεις (δυνατή ήττα μέχρι το Στάλινγκραντ/ελπίδα για νίκη με την είσοδο των Ρώσων στον πόλεμο), για τους αριστερούς είχε … τρεις φάσεις. Η πρώτη ήταν όταν η Ρωσία απεκδύθηκε από κάθε ευθύνη για τον πόλεμο.
Το σοκ των ανθρώπων που πίστεψαν και αγωνίστηκαν για το κομμουνιστικό όραμα και γνώρισαν στη συνέχεια τα έκτροπα του Στάλιν και της Σοβιετικής Ένωσης επανέρχεται σε αρκετά σημεία του βιβλίου, με διάφορους τρόπους και σε διάφορες διαβαθμίσεις.
(Είπε) ότι ο λόγος της κατάρρευσης ή της επικείμενης κατάρρευσης των κομμουνιστικών κομμάτων της Δύσης οφειλόταν στην ανικανότητά τους να πουν την αλήθεια για οτιδήποτε∙ κι επειδή είχαν αποκτήσει από καιρό τη συνήθεια να λένε ψέματα στον κόσμο, δεν μπορούδαν πια ούτε καν να διακρίνουν την αλήθεια από το ψέμα. Ακόμη και απόψε, είπε, μετά το 20ο συνέδριο και όλα όσα μάθαμε για την κατάσταση του κομμουνισμού, είδαμε ένα ηγετικό στέλεχος, για το οποίο ξέρουμε όλοι ότι πάλεψε για την αλήθεια, να χωρίζει εσκεμμένα την αλήθεια στα δύο: σε μια πιο ήπια αλήθεια για τη δημόσια συνάντηση των σαράντα, και σε μια άλλη, πιο σκληρή, για την κλειστή ομάδα.
Τέλος, κάτι αποκαλυπτικό, που δε γνωρίζω αν ευσταθεί ιστορικά, είναι ότι και στο Σοβιετικό κράτος εκδιώχτηκαν και βασανίστηκαν Εβραίοι (σελ. 544).


Βλέπουμε γενικά ότι αν και η ίδια η ηρωίδα, η Άννα, δεν ήταν φανατική (γράφτηκε στο κόμμα με αρκετές επιφυλάξεις), η Λέσινγκ αντιμετωπίζει με αυτοσαρκασμό το «κομμουνιστικό όνειρο» (γλιστράω πάλι στον τόνο της αυτοτιμωρίας, του κυνισμού/ πόσο παρήγορος αυτός ο τόνος, σαν κατάπλασμα πάνω σε πληγή) κλπ.
Είμαστε, λόγω της ιστορικής στιγμής στην οποία ανήκαμε, άνθρωποι που προσχωρήσαμε με πάθος – αλλά μόνο στη φαντασία μας, και αυτό είναι το θέμα- στο μεγάλο όνειρο∙ τώρα πρέπει να παραδεχτούμε ότι το μεγάλο όνειρο έχει ξεθωριάσει και η αλήθεια είναι κάτι άλλο.
Τα σχόλια γίνονται πικρά και σατιρικά, άμεσα ή έμμεσα: (Μήπως φαντάζεσαι, Τεντ, ότι αν είσαι ευγενικός με τους υπηρέτες, προωθείς την υπόθεση του σοσιαλισμού;)

Παρόλη τη θεωρία του κομμουνισμού περί προσωπικότητας (κοινωνικά και ιστορικά προσδιορισμένη), βλέπουμε να ζωντανεύουν ολοκάθαρα προσωπικότητες με την ιδιαιτερότητά της η κάθε μια, χαρακτήρες που αντιμετωπίζουν όλες αυτές τις αντιφάσεις με το δικό του τρόπο ο καθένας, ο καθένας ψάχνει απαντήσεις ή μένει εγκλωβισμένος στο συντηρητισμό που κουβαλάει. Άλλος σοκάρεται φερειπείν με την εξομολόγηση της σιωπηλής και μυστηριώδους Μεριρόουζ ότι όχι μόνο αγαπούσε τον αδερφό της που σκοτώθηκε, αλλά είχε κι ερωτική σχέση μαζί του, κι άλλος υποστηρίζει: δεν πειράξανε κανέναν, δε βλέπω γιατί να είναι κακό.
Όλη αυτή η ενότητα θα μπορούσε να σταθεί αυτόνομα και είναι πραγματικά συναρπαστική σε όλα τα επίπεδα.

Η πάλη της γραφής

Μια άλλη σημαντική διάσταση που ποτίζει όλο το βιβλίο είναι η σχέση της ηρωίδας με τη γραφή. Ίσως πίσω από τα παρακάτω λόγια της Άννας βρίσκεται η ανάγκη που την έκανε να γίνει συγγραφέας, και τα ίδια επίσης να την έκαναν να αμφισβητήσει για μεγάλο διάστημα αυτόν της το ρόλο.
Γιατί έχω πάντα αυτήν την επιτακτική ανάγκη να κάνω τους άλλους να δουν τα πράγματα όπως εγώ; Είναι παιδαριώδες, για ποιο λόγο να το κάνουν; Αυτό σημαίνει πως φοβάμαι να είμαι μόνη σ΄ αυτά που αισθάνομαι.
Κι όμως, νιώθει ανίκανη να γράψει το μόνο είδος μυθιστορήματος που την ενδιαφέρει, ένα βιβλίο που θα κινείται από ένα πνευματικό πάθος τόσο ισχυρό ώστε να δημιουργήσει τάξη, να δημιουργήσει ένα νέο τρόπο θεώρησης της ζωής.
Σε κάποιο σημείο στο μαύρο σημειωματάριο, η Άννα καταλήγει στη διαπίστωση ότι τη σύγχρονη εποχή υπάρχουν μυθιστορήματα αξιόλογα και «ενημερωτικά», (που θα συνεχίσουν να ρέουν από τους εκδοτικούς οίκους) και διαφέρουν από τα παλιά μυθιστορήματα που έχουν την ποιότητα της φιλοσοφίας.
Το θέμα είναι πως η λειτουργία του μυθιστορήματος φαίνεται να αλλάζει. Έχει γίνει ένα προχωρημένο φυλάκιο της δημοσιογραφίας. Διαβάζουμε βιβλία για να αντλήσουμε πληροφορίες σχετικά με όψεις της ζωής που δεν ξέρουμε- τη Νιγηρία, την Αφρική, τον αμερικανικό στρατό, ένα χωριό ανθρακωρύχων, για να μάθουμε τι συμβαίνει.
Το ίδιο «ερώτημα», γιατί γράφει κανείς ή, τέλος πάντων, πώς λειτουργεί το μυθιστόρημα, επανεμφανίζεται και στο κίτρινο σημειωματάριο. Η Έλλα (μυθιστορηματική ηρωίδα) γράφει για την αυτοκτονία, «χωρίς να ξέρει τίποτα γι’ αυτήν», όπως την κατηγορεί ο φίλος της και ψυχίατρος, αλλά «δεν την ενδιαφέρει να γίνει συγγραφέας, την ενδιαφέρει να δει «τι θα συμβεί». Αυτή η παραπάνω ιδέα αποκτά άλλη έκφραση στα λόγια της Άννας:
Έχω μόνο μία, και μάλιστα τη λιγότερο σημαντική, από τις ιδιότητες που είναι αναγκαίες για να γράψεις, κι αυτή είναι η περιέργεια. Είναι η περιέργεια του δημοσιογράφου. Υποφέρω το μαρτύριο του ανικανοποίητου και του ανολοκλήρωτου λόγω της αδυναμίας μου να εισέλθω σε αυτούς τους τομείς της ζωής στους οποίους ο δικός μου τρόπος ζωής, η παιδεία, το φύλο, η πολιτική, η τάξη με εμποδίζουν να μπω. Είναι η αρρώστια μερικών∙ κάποιοι μπορούν να αντέξουν την πίεση∙ άλλοι σπάνε κάτω από το βάρος της∙ είναι μια νέα ευαισθησία, μια ημιασυνείδητη προσπάθεια προς μία νέα, ευφάνταστη κατανόηση. Με ενδιαφέρει μόνο να επεκτείνω τον εαυτό μου, να ζήσω όσο πιο ολοκληρωμένα μπορώ.
Όταν τα είπε αυτά στην ψυχαναλύτρια εκείνη απάντησε, με το μικρό νεύμα της ικανοποίησης που οι άνθρωποι χρησιμοποιούν γι’ αυτές τις ηχηρές αλήθειες, ότι ο καλλιτέχνης γράφει εξαιτίας της ανικανότητάς του να ζήσει. Η Άννα αρνείται μέσα της το δόγμα αυτό και νιώθει ναυτία μπροστά σ’ αυτά τα χαμόγελα της αυταρέσκειας, αντιμετωπίζει με περίσκεψη αυτό το «τερατώδες κλισέ», πολεμά το αίσθημα της «μούχλας» και της «αποστροφής», αλλά παραδέχεται κιόλας πως τα πολυκαιρισμένα λόγια φρέσκα από τα χείλη της ψυχανάλυσης (για τη σχέση με την ψυχανάλυση δες παρακάτω)
Και:
Με τρομάζει που, όταν γράφω, είναι σα να έχω μια φρικτή δεύτερη όραση ή κάτι τέτοιο, ένα είδος διαίσθησης∙ λειτουργεί ένα είδος ευφυΐας πολύ οδυνηρής στην καθημερινή ζωή.
Η βαθύτερη όμως απάντηση στο ερώτημα «γιατί γράφει» δίνεται όταν προβληματίζεται για την «προσωπικότητα», σελ.142:
Ξέρουμε ότι δεν επιτρέπεται να ξεχνάμε ότι η «προσωπικότητα» δεν υπάρχει πλέον. Είναι το θέμα των μισών μυθιστορημάτων που έχουν γραφτεί, των μισών κοινωνιο-λόγων και όλων των υπόλοιπων –ολόγων. Ακούμε τόσο συχνά να λένε ότι η ανθρώπινη προσωπικότητα έχει αποσυντεθεί υπό την πίεση όλης μας της γνώσης, που έχω αρχίσει να το πιστεύω.
Ωστόσο, όταν κοιτάζω προς τα πίσω, (…), ξέρω ότι όλα αυτά είναι ανοησίες. (…) Κι έτσι, όλη αυτή η αντι- ανθρωπιστική τρομοκρατία για την εξαφάνιση της προσωπικότητας, χάνουν για μένα το νόημά τους σε αυτό το σημείο, όταν παράγω αρκετή συναισθηματική ενέργεια για να δημιουργήσω την ανάμνηση του ανθρώπου που είχα γνωρίσει. Κάθομαι και θυμάμαι τη μυρωδιά του χώματος και το φως του φεγγαριού, και βλέπω τον Τεντ να δίνει ένα ποτήρι κρασί στον Τζορτζ. Ή βλέπω, σαν σε αργή κίνηση σε ταινία, τη Μεριρόουζ να γυρίζει το κεφάλι, με το τρομακτικά υπομονετικό χαμόγελό της…
Έγραψα τη λέξη «ταινία». Ναι. Οι στιγμές που θυμάμαι, όλες έχουν την απόλυτη βεβαιότητα ενός χαμόγελου, μιας ματιάς, μιας κίνησης, σε έναν πίνακα ζωγραφικής ή μια ταινία. Και λέω, άραγε η βεβαιότητα στην οποία εμμένω ανήκει στις εικαστικές τέχνες και στον κινηματογράφου και όχι στο μυθιστόρημα, καθόλου στο μυθιστόρημα, το οποίο διεκδικήθηκε από τη διάλυση και την κατάρρευση; Τι δουλειά έχει ένας μυθιστοριογράφος να εμμένει στην ανάμνηση ενός χαμόγελου ή ενός βλέμματος, ενώ γνωρίζει πολύ καλά την πολυπλοκότητα που κρύβεται πίσω τους; Ωστόσο, αν δεν το έκανα αυτό, δε θα μπορούσα ποτέ να γράψω ούτε μια λέξη∙ όπως έκανα για να μην τρελαθώ σε αυτή την κρύα βόρεια πόλη επαναφέροντας εσκεμμένα στη μνήμη μου την ποιότητα του ζεστού φωτός και του ήλιου στο δέρμα μου.

Κι αλλού:
… όμως τώρα διάβαζα αυτές τις εγγραφές χωρίς να αισθάνομαι τίποτα. Κυριεύομαι από ίλιγγο, που μεγαλώνει κάθε φορά που οι λέξεις δε σημαίνουν τίποτα. Όταν το σκέφτομαι, θεωρώ ότι οι λέξεις δεν είναι η μορφοποίηση του βιώματος αλλά μια σειρά από ήχους χωρίς νόημα, σαν τους ήχους των μωρών, απομακρυσμένοι από τα βίωμά μου.(…) Έτσι, δε μπορώ να γράψω πια. Ή γράφω γρήγορα, χωρίς να κοιτάζω πίσω, αυτά που έγραψα. Γιατί, αν κοιτάξω πίσω, οι λέξεις επιπλέουν και χάνουν το νόημά τους και έχω επίγνωση μόνο του εαυτού μου, της Άννας, σαν σφυγμός σ’ ένα απέραντο σκοτάδι, και οι λέξεις που εγώ η Άννα γράφω δεν είναι τίποτα ή είναι σαν τις εκκρίσεις μιας κάμπιας που πιέζονται να βγουν και σκληραίνουν στον αέρα σαν σκληρές κορδέλες.

Ψυχανάλυση

Η πάλη της Άννας με τον εαυτό της και με τη γραφή επεκτείνεται και στη σχέση της με την ψυχαναλύτρια («Μητέρα – Ζάχαρη» την ονομάζει). Αμφισβητεί την «εκλογίκευση», στην οποία η Μ. Ζ. αποδίδει όλα τα συναισθήματα. Χρησιμοποιεί τα όπλα της ψυχανάλυσης εναντίον της γιατρού και υποστηρίζει ότι ο «νευρωτικός» είναι άτομο με υψηλή συνείδηση. Αμφισβητεί και το προαστατευτικό περίβλημα του μύθου, στα όνειρα π.χ.:
Ξέρετε πώς χαμογελάτε όταν «ονοματίζω» κάτι; Σα να σώζετε κάποιον από τον πνιγμό. Ξέρω τι αισθάνεστε. Χαρά. Αλλά υπάρχει κάτι τρομερό σ’ αυτό, δε δοκίμασα ποτέ αυτή τη χαρά ξύπνια- όλος ο πόνος και η σφαγή καιη βία συγκρατούνται με ασφάλεια μέσα στο μύθο του ονείρου και δε μπορούν να με πληγώσουν.
Ή:
Η Μητέρα-Ζάχαρη έλεγε τέτοιες κοινοτοπίες υπό την ιδιότητά της ως μάγισσας γιατρού, που θα ντρεπόταν να τις πει αν ήταν με τους φίλους της κι όχι στο ιατρείο της. Ένα επίπεδο για τη ζωή, ένα για τον καναπέ. Δεν μπορούσα να το αντέξω∙ αυτό είναι, τελικά, που δε μπορούσα να αντέξω. Γιατί σημαίνει άλλο επίπεδο ηθικής για τη ζωή και άλλο για τους ασθενείς.

Παρόλη την απερίφραστη αμφισβήτηση της ψυχανάλυσης, βλέπουμε η ηρωίδα/συγγραφέας να προχωρά, να εξελίσσεται ψυχολογικά «βάζοντας τάξη στο χάος», ονοματίζοντας, όπως λέει η ίδια, τις ρευστές ψυχικές καταστάσεις. Με θάρρος αναφέρεται σε σεξουαλικά θέματα που απασχολούν τις γυναίκες (ο αριθμός των γυναικών που είναι έτοιμες να υποστηρίξουν αυτά που πραγματικά σκέφτονται, αισθάνονται, βιώνουν με τον άντρα που ερωτεύονται είναι ακόμη μικρός) και με πολλή διεισδυτικότητα περιγράφει από πολλές οπτικές γωνίες την κρίση στις σεξουαλικές σχέσεις. Αυτό το επιτρέπει η σύνθετη δομή του έργου.


Συνοψίζοντας, η Λέσσινγκ επεκτείνεται με ουσιώδη τρόπο σε θεμελιακές πλευρές της ζωής, ανατρέποντας τις συνήθεις αντιλήψεις. Έχει ένα υπέροχο, αβίαστο γράψιμο που έρχεται από τα βάθη του εαυτού και νομίζω ότι απόλυτα δικαιολογημένα η Ακαδημία Νόμπελ την υποδέχτηκε, καλωσορίζοντάς την στους κόλπους της ως μια «παντοτινά νέα και σοφή, ηλικιωμένη και επαναστάτρια (...) που ελάχιστα προσπάθησε να αποσπάσει την εύνοια του κοινού».

Χριστίνα Παπαγγελή