Σάββατο, Ιανουαρίου 16, 2010

558 και 682 λέξεις για το «τι είναι η πατρίδα μας» της Αννας Φραγουδάκη – Θάλειας Δραγώνα (επιμ.)

Είμαι σίγουρος ότι οι κατήγοροι δεν έχουν διαβάσει το συγκεκριμένο βιβλίο. Απλούστατα γιατί δε μπορούν, δεν τολμούν, δεν είναι σε θέση. Γιατί, αν δεν ήταν έτσι, αν δεν ίσχυαν τα προηγούμενα, δεν θα ήταν κατήγοροι...
Πρόκειται για ένα βιβλίο με διεπιστημονικό περιεχόμενο που αναλύει τα σχολικά βιβλία ιστορίας, γεωγραφίας και γλώσσας της υποχρεωτικής εννιάχρονης εκπαίδευσης και τις αντιλήψεις των δασκάλων σχετικά με τους τρόπους που περιγράφονται και αξιολογούνται τα έθνη. Προφανώς είναι αντιληπτή η σκοπιμότητα της παρουσίασης εδώ. Προσωπικά απέφευγα συστηματικά να μιλήσω για επίκαιρα βιβλία που μου είπαν κάτι• όμως σ’ αυτήν τη περίπτωση νομίζω ότι πρέπει.
Το βιβλίο είναι μια ψύχραιμη αποστασιοποιημένη έρευνα και σχολιασμός με προσεκτική διατύπωση και επιστημονική συνείδηση, γραμμένο από μια ομάδα επιστημόνων ειδικών στα θέματα που επικεντρώνονται και με σεβασμό στην οπτική της επιστήμης τους.
Η Θάλεια Δραγώνα και η Άννα Φραγκουδάκη υπογράφουν την εισαγωγή, την αρχή της οποίας παραθέτω (σελ. 13-14).



__Το βιβλίο που παρουσιάζουμε διερευνά τους τρόπους με τους οποίους περιγράφονται και αξιολογούνται τα έθνη, το ελληνικό και τα αλλά, στο ελληνικό σχολείο. Το ερευνητικό υλικό στο οποίο στηρίζεται πηγάζει από δύο εργασίες: από την ανάλυση περιεχομένου σχολικών εγχειριδίων ιστορίας, γεωγραφίας και γλώσσας της εννιάχρονης υποχρεωτικής εκπαίδευσης, και από την ανάλυση ερευνητικών δεδομένων που αφορούν τις αντιλήψεις εκπαιδευτικών της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Δίνει άρα μια μερική εικόνα του εκπαιδευτικού συστήματος.
__Το αντικείμενο του βιβλίου, η περιγραφή και αξιολόγηση των εθνών, είναι επίκαιρο και βρίσκεται, εξαιτίας συγκυριών (όπως η συμμετοχή της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η κρίση με τη γειτονική πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, ο πρόσφατος πόλεμος στην πρώην Γιουγκοσλαβία, οι συνεχώς κρίσιμες σχέσεις της Ελλάδας με την Τουρκία), στην κόψη του ξυραφιού ανάμεσα στην κοινωνική επιστήμη και την πολιτική ανάλυση. Με άλλα λόγια, τα θέματα που αγγίζει είναι ιδιαίτερα ευαίσθητα και περίπλοκα, τόσο από επιστημονική όσο και από πολιτική σκοπιά.
__Επιλέξαμε να μελετήσουμε το σχολείο, γιατί είναι ο κατεξοχήν κοινωνικός θεσμός μέσα από τον οποίο μαζί με τη μετάδοση –γνώσεων καλλιεργείται και αναπαράγεται η εθνική ταυτότητα των νέων γενεών. Στα σύγχρονα έθνη κράτη το σχολείο εξασφαλίζει τη συγκρότηση, την εδραίωση και την αναπαραγωγή της εθνικής ταυτότητας. Η διδασκαλία της ιστορίας, της γλώσσας και της γεωγραφίας ασκεί ουσιαστικό ρόλο σε αυτή τη διαδικασία. Σύμφωνα με τον εκπαιδευτικό θεσμό, η γλώσσα, η ιστορία και η γεωγραφία είναι τα μαθήματα μέσα από τα οποία μεταδίδεται η πεποίθηση στην πολιτισμική ομοιογένεια του έθνους, αναπαράγεται η διάρκειά του στο χώρο και το χρόνο και εξασφαλίζεται η συνέχεια της γλώσσας. Επομένως ο εκπαιδευτικός θεσμός έχει κεντρική σημασία για την περιγραφή και την αξιολόγηση του έθνους και των άλλων εθνών, που είναι κυρίαρχη σε μια κοινωνία.
__Το βιβλίο είναι προϊόν συλλογικής εργασίας. Θεωρήσαμε εξαρχής ότι για ένα τόσο πολύπλοκο θέμα ο συνδυασμός των διαφορετικών επιστημολογικών οπτικών θα προσέφερε πλουσιότερα στοιχεία από τη μονοδιάστατη προσέγγιση. Έτσι το ερευνητικό εγχείρημα υπήρξε σύνθετο: χρησιμοποιήθηκαν θεωρητικά εργαλεία και τεχνικές ανάλυσης από τρεις επιστήμες, την ιστορία, την κοινωνιολογία και την ψυχολογία. Η πολυδιάστατη προσέγγιση αναγκαστικά τοποθετεί τους ερευνητές στο ολισθηρό και αρκετά ανεξιχνίαστο πεδίο της διεπιστημονικής συνεργασίας και φέρνει στην επιφάνεια τα δύσκολα θέματα του«διεπιστημονικού» διαλόγου. Για τούτο, θα θέλαμε να διευκρινίσουμε εισαγωγικά, θεωρώντας ότι η απόδειξη περιέχεται στην επεξεργασία των ερευνητικών υλικών, ότι ο συνδυασμός των εννοιολογικών προσεγγίσεων δεν κατέληξε στην ανάμιξη των επιστημονικών εργαλείων και μεθόδων. Η συλλογική εργασία έθεσε παράλληλα τις προσεγγίσεις, έτσι ώστε κατά κάποιον τρόπο η μια να συμπληρώνει την άλλη. Γι' αυτό το λόγο, εκτός από το θεωρητικό πλαίσιο για το έθνος και τη συγκρότηση της εθνικής ταυτότητας στα εθνικά εκπαιδευτικά συστήματα, δεν υπάρχει στο βιβλίο κοινή θεωρητική τοποθέτηση για τις βα­σικές έννοιες που χρησιμοποιήθηκαν στην έρευνα, όπως «ταυτότητα», «αναπαραστάσεις», «ιδεολογίες». Κάθε επιμέρους κείμενο -του πρώτου ιδίως μέρους- προτείνει το δικό του εννοιολογικό πλαίσιο αναφοράς, ανάλογα με την επιστημονική σκοπιά από την οποία είναι γραμμένο, συνομιλώντας συχνά με τα υπόλοιπα.



Ακόμα, τα κείμενα υπογράφουν:
Η Έφη Αβδελά, συζητά για τη συγκρότηση της εθνικής ταυτότητας στο ελληνικό σχολείο. Επίσης, σ’ άλλο κεφάλαιο, σχολιάζει τη σχέση ιστορίας και εθνικής ταυτότητας στο ελληνικό σχολείο.
Ο Γεράσιμος Κουζέλης γράφει για τα υποκείμενα του έθνους, δηλαδή για την εθνική ταυτότητα, για τα χαρακτηριστικά που αποδίδονται στα άτομα με κριτήριο την ένταξή τους σ’ ένα έθνος. Εξετάζει το ζήτημα με βάση συγκεκριμένη κοινωνιολογική θεώρηση
Η Νέλλη Ασκούνη, αναλύει τον λόγο των εκπαιδευτικών και σε άλλο κεφάλαιο τα βιβλία της γλώσσας στην Στ΄ δημοτικού και στις τρεις τάξεις του Γυμνασίου.
Η Χρύση Ιγγλέση παρουσιάζει τα συμπεράσματα από συνεντέυξεις. Σχολιάζει τους φόβους της εθνικής αλλοίωσης και την εθνική εικόνα που έχουν για τον εαυτό τους οι εκπαιδευτικοί.
Η Λίνα Βεντούρα, αναλύει τα σχολικά βιβλία γεωγραφίας.
Η Θάλεια Δραγώνα σχολιάζει από τη σκοπιά της κοινωνικής ψυχολογίας την αίσθηση απειλής της εθνικής ταυτότητας και επισημαίνει ότι η κοινωνιοψυχολογική ερμηνεία που επιχειρείται δεν υποκαθιστά την κοινωνιοπολιτική. Ακόμα, στο δεύτερο κεφάλαιο, παρουσιάζει τη μεθοδολογία και τα ερευνητικά εργαλεία που χρησιμοποιήθηκαν. Η ίδια μαζί με τον Γ. Κουζέλη και τη Ν. Ασκούνη παρουσιάζουν και την έρευνα για τη στάση των δασκάλων και την εικόνα που έχουν για τον εθνικό εαυτό και για τα άλλα έθνη.
Τέλος, η Άννα Φραγκουδάκη παρατηρεί τις πολιτικές συνέπειες που έχει η παρουσίαση του ελληνικού έθνους έξω από τα ιστορικά συμφραζόμενα με πολύ ενδιαφέρουσες επισημάνσεις για την καλλιέργεια ανασφαλούς εθνικής ταυτότητας που συνδέεται με φοβικά συναισθήματα απέναντι στους ξένους. Επίσης, στο δεύτερο κεφάλαιο, σχολιάζει τα βιβλία ιστορίας.

Το βιβλίο περιλαμβάνει σε παράρτημα όλα τα απαραίτητα στοιχεία για την έρευνα και τα ερωτηματολόγια. Επίσης, ελληνική και ξένη βιβλιογραφία. Η πρώτη έκδοση του βιβλίου έγινε το Φεβρουάριο 1997, όταν οι καθηγητές βρίσκονταν σε απεργία διαρκείας, επί υπουργίας του «κάτσε-καλά Γερασιμέ» Αρσένη και ίσως δεν προσέχτηκε όσο θα έπρεπε. Σήμερα θα ίσχυε το εξής: «Ὀλίγου δέω χάριν ἔχειν, ὦ βουλή, τῷ κατηγόρῳ, ὅτι μοι παρεσκεύασε τὸν ἀγῶνα τοῦτον».

Οι 489 σελίδες διαβάζονται «εύκολα». Βέβαια βοηθάει η εξοικείωση με τα εκπαιδευτικά πράγματα, αλλά και ο χωρισμός του σε ενότητες σύμφωνα με την προσέγγιση που επιχειρήθηκε και το ζήτημα που ερευνήθηκε. Δεν έχει νόημα η προσπάθεια μιάς εκτενούς περιληπτικής παρουσίασή του βιβλίου. Οι δυσκολίες θα ήταν ανυπέρβλητες εξαιτίας του πολύπλευρου επιστημονικού χαρακτήρα του. Ο κίνδυνος της παραχάραξης ελλοχεύει, ακόμα και ασυναίσθητα κάτι τέτοιο θα ήταν ασυγχώρητο.

Ας μου επιτραπεί να δώσω και το κείμενο που έχει στο οπισθόφυλλο του βιβλίου.



__Σύμφωνα με τα αναλυτικά προγράμματα, το σχολείο πρέπει να καλλιεργεί «το γνήσιο πατριωτικό φρόνημα». Μελετώντας τα σχολικά εγχειρίδια και τις αντιλήψεις εκπαιδευτικών, οι συγγραφείς αυτού του βιβλίου διαπιστώνουν ότι το σχολείο περιγράφει το ελληνικό έθνος με τα ερμηνευτικά εργαλεία και τις αντιφάσεις του εθνικιστικού λόγου του 19ου αιώνα. Η αρχαιότητα χρησιμοποιείται σαν πρότυπο υπεριστορικό, με αποτέλεσμα να «αποδεικνύει» την αναξιότητα της ελληνικής κοινωνίας και του πολιτισμού της. Το έθνος περιγράφεται ως οντότητα υπερχρονική και στατική, με αποτέλεσμα να ναρκοθετείται η έννοια της εξέλιξης και να καλλιεργείται αντίθετα με τις αξίες της εποχής μας εθνοκεντρισμός και ξενοφοβία.
__Το σημαντικότερο συμπέρασμα των ερευνών που περιλαμβάνονται σε αυτό το βιβλίο είναι ότι η εθνική ταυτότητα που καλλιεργεί ο εκπαιδευτικός θεσμός σήμερα είναι εύθραυστη και αντιφατική, «ανάδελφη» και υποτιμημένη, απειλημένη από παντού και σε διαδικασία παρακμής.
__Το βιβλίο αυτό προτείνεται σε όλους/ες και ιδίως τους/τις εκπαιδευτικούς ως αντικείμενο διαλόγου γύρω από τις αλλαγές που χρειάζονται στο εκπαιδευτικό σύστημα, με στόχο η καλλιέργεια της εθνικής αυτογνωσίας στις νέες γενιές να οδηγεί σε μια εθνική ταυτότητα αρκετά ανθεκτική, ώστε να μη φοβούνται την αλλοίωση ή παρακμή της από τη συνεργασία των λαών και την αλληλεπίδραση των πολιτισμών, και αρκετά ανεκτική, ώστε να μην την υπερασπίζονται αμυντικά απορρίπτοντας τις ετερότητες, τις διαφορές και τους «άλλους».




Τα σχόλια στο συγκεκριμένο ποστ δεν έχουν νόημα. Έχει νόημα να διαβάσουμε το βιβλίο.





Βασίλης Συμεωνίδης