Δευτέρα, Απριλίου 13, 2020

QUE VIVA MEXICO!, Βασίλης Σταθάτος

(Ένας σκλάβος στο Μεξικό, σκλάβος του)*

Το ταξίδι πάλι. Αυτή τη φορά σ’ έναν τόπο τόσο μακρινό, τόσο κοντινό. Τόσο πραγματικό, τόσο αποκαλυπτικό, που, διαβαίνοντάς τον, διαβάζοντάς τον, σε μεταφέρει ανεπαισθήτως σ’ άλλους τόπους, σ’ άλλα μέρη.
Μεξικό: ο κυριολεκτικός τόπος  που κρύβει  μέσα του  έναν τόπο μεταφορικό, έναν τόπο  μυθικό. Δεν  είναι  μόνο οι  πυραμίδες, οι  ναοί, τα παλάτια,  τ’ αρχαία  αγάλματα -απομεινάρια ενός κόσμου που έχει πεθάνει- που φέρνουν στο φως αυτόν τον  κόσμο. Είναι  και οι  άνθρωποι,οι τωρινοί κάτοικοι αυτού του πανάρχαιου  τόπου. Παρατηρώντας  τους, νιώθεις σαν να καταργείται η απόσταση του χρόνου. Στα  πρόσωπά τους, στις κινήσεις τους, στη συμπεριφορά τους ,νομίζεις ότι ζωντανεύουν οι  Μάγιας , οι  Αζτέκοι και οι άλλες αρχαίες φυλές, μέσα σ ’ένα  σκηνικό ίδιο και απαράλλαχτο, ανέγγιχτο από το πέρασμα των αιώνων.
Είναι η Φύση, η αιώνια Μάνα, η σκηνή εντός της  οποίας  παίχτηκε  και παίζεται το παιγνίδι αυτού του κόσμου. Κι ενώ στην Πόλη του Μεξικού, αυτή η φύση -η λίμνη που γέννησε την πόλη- δεν υπάρχει πια με την παρέμβαση των Αζτέκων (εκτός από ένα ελάχιστο κομμάτι της), δίνοντας τη θέση της σε τεράστιους ουρανοξύστες -σύγχρονες πυραμίδες-, στο Νότιο Μεξικό η αρχέγονη ζούγκλα αντιστέκεται ακόμη στην επέλαση της  δαιμόνιας ανθρώπινης θηριωδίας. Διασχίζοντας αυτές τις απέραντες εκτάσεις, το μάτι πρασινίζει.
Δεν βλέπεις μόνο τη φύση. Βλέπεις και τον ιερό δεσμό του ανθρώπου με την φύση.
Ένα δέσιμο μυστικό. Η επαναλαμβανόμενη εικόνα του χωρικού ή της χωρικής που κουβαλάνε στην πλάτη τους ένα δεμάτι ξύλα είναι η αποκάλυψη ενός κόσμου που δεν αποκόπηκε απ’ τη ρίζα του. Πολλοί διασχίζουν χιλιόμετρα, κουβαλώντας στις πλάτες τους το φορτίο της φύσης, για ένα ξεροκόμματο.
Μέσα στην εκκλησία του χωριού Τσιαμούλα, τον Άγιο Ιωάννη τον Βαπτιστή, γίναμε μάρτυρες ενός εθίμου, μιας ιεροτελεστίας, που επαναλαμβάνεται καθημερινά επί αιώνες: σε μια ατμόσφαιρα μυσταγωγίας, με αναμμένα κεριά στο πάτωμα, κάθε οικογένεια, καθισμένη πάνω σε πευκοβελόνες από πεύκα ενδημικά στην περιοχή, προσευχόμενη θυσίαζε στον θεό μια κότα, την οποία έπνιγε εκείνη την ώρα ο πατέρας-αφέντης. Μια προσφορά, ένα τάμα στο θεό, στα πλαίσια μιας παγανιστικής τελετουργίας, μέσα σ’ ένα χριστιανικό ναό στολισμένο με λουλούδια που είχε μεταμορφωθεί σε παγανιστικό -με την εικόνα του Χριστού- Μάγιας. Ενός δικού τους Χριστού, του οποίου το πρόσωπο ήταν μαύρο. Όπως δική τους είναι και η Παναγία της Γουαδελούπης, η προστάτιδα του Μεξικού. Η λατρεία της έχει κοινά στοιχεία με αυτήν της Τοναντζίν, της μητέρας θεάς της Μέσης Αμερικής. Είναι χαρακτηριστικό, ότι όλα σ’ αυτήν την εκκλησία γίνονται χωρίς την παρουσία παπά. Ποτέ δεν τελείται λειτουργία.
Το πνίξιμο των ανύποπτων ζώων -μια διαδικασία που για κάποιους φαντάζει βαρβαρική, όπως και οι ανθρωποθυσίες- σήμανε για μένα μια επιστροφή στην παιδική ηλικία, όταν, γύρω στα δέκα, με τρόμο είδα τη μάνα μου να σφάζει μια κότα του σπιτιού στην Αθήνα, για να τη μαγειρέψει. Πολύ αργότερα κατάλαβα, ότι γι’ αυτήν, την γαλουχημένη μέσα στη φύση, ήταν μια διαδικασία τόσο φυσική όσο κι αναγκαία. Σήμερα, αυτή η στιγμή μέσα μου έχει αποκτήσει μαγικές διαστάσεις. Τότε, ο τρόμος είχε γίνει οργή, και ήταν η πρώτη -και τελευταία- φορά που έβρισα τη μάνα μου.
Το πνεύμα αυτού του παγανιστικού κόσμου αγωνίζονται να διατηρήσουν οι Ζαπατίστας, περιχαρακωμένοι αλλά όχι αποκλεισμένοι μέσα στην παρθένα ζούγκλα της επαρχίας Τσιάπας. Αυτήν την αίσθηση ελευθερίας που προσφέρει η δύσκολη ζωή μέσα στη φύση. Αυτό το δώρο, που μαζί με όλα τ’ άλλα που προσφέρει η φύση, καταστρέφουν οι κάθε λογής κατακτητές στο όνομα του αλόγιστου κέρδους.
Εναρμονίζοντας το παγανιστικό πνεύμα του αρχαϊκού ανθρώπου, μέλους μιας κοινωνίας ολιστικής, με τις πολιτικές και πολιτιστικές αξίες μιας χειραφετημένης κοινωνίας χωρίς ηγέτες, χωρίς μεσσίες, βρίσκονται σε μια διαρκή εξέγερση σε μια διαρκή αντίσταση απέναντι στην εξουσία του Κεφαλαίου. Σε μια διαρκή αναζήτηση: της τέχνης του μαζί. Του κοινού νοήματος  ζωής. Βαδίζουν σ’ ένα μονοπάτι που σ’ εμάς φαντάζει ουτοπικό και απραγματοποίητο, αλλά για κείνους είναι η ζωή τους.
Στις κοινότητές τους δεν μπήκαμε. Περάσαμε μόνο από το χωριό Οκοσίνγκο, στο οποίο ξεκίνησε η εξέγερση των  Ζαπατίστας .
Κάθε ταξίδι  χρειάζεται έναν οδηγό. Όχι αρχηγό . Ο οδηγός είναι αυτός που πληροφορεί , αυτός που εμψυχώνει , αυτός που αποφεύγει τις παγίδες της διαδρομής. Είναι ο Stalker του Ταρκόφσκι.
Αγγελική: μια ξεναγός-οδηγός. Ένας άλλος εαυτός μας. Ένας Stalker καθόλου Ταρκοφσκικός – ίσως στο βάθος της ψυχής της. Στο ερώτημά της, πώς  θα ονομάσουμε τους Μάγιας που έκαναν ανθρωποθυσίες, αν δεν τους ονομάσουμε βάρβαρους, αλλά και στο διαρκές της κάλεσμα για διάλογο, κρύβεται το πάθος, όχι μόνο του ξεναγού, αλλά και του ταξιδιώτη: το πάθος της αναζήτησης. Ξεναγός: αυτός που οδηγεί τον ξένο στη γνώση. Αυτός που οδηγεί τον εαυτό μας, τον εαυτό του -έναν ξένο, στην αυτογνωσία. Εκεί που νομίζουμε ότι  φτάνουμε, όπως νομίσαμε ότι φτάσαμε στη γνώση του  Μεξικού.
Έτσι νόμισα κι εγώ, ότι γνώρισα τον Θεό των Μεξικάνων.
Αν ο Θεός του Ελύτη ξοδεύει άπειρο μπλε για να μην τον βλέπουμε, ο Θεός των Μεξικάνων νόμισα ότι κρύβεται στην απέραντη ποικιλομορφία του χρώματος. Μέριδα, Καμπέτσε, Σαν Κριστόμπαλ, Τούστλα  Γκουτιέρες, Οαχάκα, Πουέμπλα: ένας αρχαίος ακατανίκητος ιός έχει κυριεύσει τις φατσάδες των κτιρίων, τα ρούχα των αυτόχθονων, τα δημιουργήματα της λαϊκής τέχνης. Ένας ιός φαντασμαγορικός, μια γεωμετρημένη χρωματική πανσπερμία, που δεν μολύνει. Εξαγνίζει. Ο  Θεός του Ντιέγο Ριβέρα και των άλλων μουραλιστών  -εντύπωσή μου- δεν είναι ο Μαρξ. Είναι, όπως ένιωσα, τα χρώματα της ψυχής των Ολμέκων, των Ζαποτέκων, των Μάγιας, των Τολτέκων, των Αζτέκων και των άλλων αρχαϊκών φυλών.
Το ταξίδι σ’ αυτόν τον κόσμο είναι ταυτόχρονα κι ένα φαντασιακό ταξίδι στην παιδική ηλικία της ανθρωπότητας, στην αυγή του πολιτισμού. Γιατί αυτές οι κοινωνίες –όπως όλες οι αρχαϊκές – είναι κοντά στην αρχή.
Συγχρόνως αποκαλύπτεται και ως ένα ταξίδι στην παιδική ηλικία του ταξιδιώτη. Βλέποντας από το πούλμαν ένα κοριτσάκι σ’ ένα χωριό της επαρχίας Τσιάπας, ακουμπισμένο σ’ ένα λοφίσκο από άμμο, να την ψαχουλεύει αμέριμνο με τα δάχτυλα  (της ψυχής της;), θυμήθηκα την ξαδέρφη μου Γεωργία , που  μικρή έτρωγε χώμα. Ίσως γι’ αυτό έγινε χορεύτρια. Για να ξαναβρεί την επαφή της με τη γη. Όπως και η Δάφνη, που μικρή, ξαπλωμένη στο πάτωμα του ΕΙΡΜΟΥ, του εμβληματικού βιβλιοπωλείου της Δράμας , διάβαζε παιδικά βλιβλία,όπως τάλεγε.
Είναι και οι φωνές. Τα χορωδιακά τραγούδια των Μαριάτσι , των Μεξικάνων τροβαδόρες, ίδιες καντάδες ελληνικές (τώρα, το κατά πόσο οι ελληνικές καντάδες είναι γνήσια ελληνικές, αυτό είναι άλλη ιστορία). Ακούσαμε τους Μαριάτσι μέσα σε πολύχρωμες βάρκες , διασχίζοντας τη λίμνη (το κομμάτι που απέμεινε), στην Πόλη του Μεξικού. Στ’ αυτιά αντηχούσαν η χαρά με τη λύπη αντάμα, τραγουδισμένες με μια ιδιαίτερη μελοδραματικότητα. Δεν μπορώ να την περιγράψω με ακρίβεια. Μια γεμάτη συγκίνηση εκδηλωτικότητα, συγκρατημένη εκ φύσεως ώστε να μη γίνει συναισθηματισμός, μια μύχια γλυκιά μελαγχολία, ζητούσε λες να ξεπεταχτεί μέσα από τα σχεδόν ακίνητα σώματά τους, μέσα από τα σχεδόν ανέκφραστα πρόσωπά τους.
Όλο αυτό το σκηνικό μου θύμισε τη βαρκαρόλα: τη βαρκάδα συνοδεία μουσικής που επιβιώνει και σήμερα στα Επτάνησα . Ο βαρκάρης μας δε, χειριζόμενος με δεξιοτεχνία ένα τεράστιο ξύλινο κουπί, μου θύμισε Ενετό γονδολιέρη που οδηγεί τροβαδούρους και ακροατές στη μελωδία μιας περασμένης ανεπίστρεπτης ευτυχίας.
Φωνές του τώρα, οδηγός στο χθές. Οδηγός σε  «ιδανικές φωνές κι αγαπημένες», του παππού, του πατέρα, της μάνας και των άλλων κανταδόρων της Κεφαλονιάς. « Ήχοι από την πρώτη ποίησι της ζωής» μου. Τους άκουγα αδιάφορος τότε , απορροφημένος στα παιγνίδια της παιδικής ηλικίας.
Τελευταίος σταθμός το Τεοτιχουακάν, ο σημαντικότερος ίσως χώρος των προκολομβιανών πολιτισμών. Δύο τεράστιες πυραμίδες αφιερωμένες στον  Ήλιο και τη σελήνη κυριαρχούν εδώ. Τις είδαμε από μακριά∙ ο χώρος ήταν κλειστός. Εδώ μας περίμενε μια έκπληξη, μια απροσδόκητη έκφραση του συλλογικού ασυνείδητου∙ μια συνάντηση με τον αρχαιοελληνικό Παρθενώνα: το σχήμα αι των δύο πυραμίδων επαναλαμβάνει το σχήμα των απέναντι ηφαιστείων, όπως το αέτωμα του Παρθενώνα επαναλαμβάνει το σχήμα που έχουν οι βουνοκορφές του Υμηττού απέναντι.
Δεν μίλησα για τις άλλες πυραμίδες που είδαμε. Για τα ερείπια από τα αρχαία δημόσια κτίρια. Για τ’ αρχαία αγάλματα και τα υπόλοιπα ευρήματα στο ανθρωπολογικό μουσείο της Πόλης του Μεξικού. Δεν μπορώ να μιλήσω. Μου μίλησαν αυτά -τόσο απόμακρα, τόσο κοντινά- με την αμίλητη φωνή τους. «Σιωπές αγαπημένες…».
Ταξίδι επιστροφής. Νόστιμον  ήμαρ∙ το άλγος του νόστου.
Αεροδρόμιο στην Πόλη του Μεξικού. Μια μικρή Οδύσσεια μέχρι να μπούμε, οι δυο μας στο αεροπλάνο. Είχαμε χάσει (ή μας είχαν κλέψει;) τα διαβατήρια και τη βίζα και, αναγκαστικά, είχαμε βγάλει  προσωρινά διαβατήρια στο ελληνικό προξενείο. Αφού καθυστερήσαμε να βγάλουμε  νέα βίζα στο αρμόδιο γραφείο του αεροδρομίου, φτάσαμε στον έλεγχο. Εκεί, μαζί με την Αγγελική -πολύτιμο συμπαραστάτη εκείνες τις στιγμές- για πάνω από μια ώρα περιμέναμε με αγωνία  το Ο.Κ., που έκανε τηλεφωνικά μια ατελείωτη γραφειοκρατική διαδρομή από το προξενείο και την εταιρεία στο αεροδρόμιο και… φτου κι απ’ την αρχή. Έτσι, μπροστά στα απαθή βλέμματα των υπαλλήλων, που μας φώναζαν όμως να βιαστούμε, φτάσαμε να κυνηγάμε τρέχοντας το αεροπλάνο, λίγα λεπτά πριν την απογείωση. Διανύσαμε εξουθενωμένοι μια διαδρομή που μας φαινόταν ατελείωτη. Μπήκαμε τελευταίοι.
Τα πρωτάκουστα σε μένα λόγια (όχι ακριβώς τα λόγια, αλλά το έντρομο ύφος) της καταρρέουσας Χριστίνας, λίγα μέτρα πριν την είσοδο στο αεροπλάνο «δεν μπορώ άλλο», «πού είναι;» -ίχνη του αρχαίου φόβου μιας ψυχής τραγικής- μεταμορφώθηκαν μέσα μου το άλλο βράδυ: «Δεν μπορώ άλλο τον πολιτισμό σας. Πού είναι η ελευθερία;».
Σκλάβοι μιας ανάπηρης ελευθερίας, δεν θα πάψουμε, μάταια αλλά ασταμάτητα , ν’ αναζητάμε την αυθεντική.
Στο αεροδρόμιο του Άμστερνταμ. «Έρημη χώρα». Σιωπή νεκροταφείου. Είμαστε ίσως στην τελευταία πτήση πριν κλείσει το αεροδρόμιο. Πολλοί φορούν τις μάσκες για τον ιό. Ξαφνικά, μου’ ρχεται η ιδέα να μπορούσα να φορέσω την πολύχρωμη μάσκα των Μάγιας που αγόρασα στο παζάρι της Τσιτσέν- Ιτζά –πράγμα αδύνατο γιατί ήταν στις βαλίτσες που είχαμε παραδώσει. Mέσα μου, αυτό το χειροποίητο δημιούργημα μιας τέχνης ταπεινής, αποκτά τώρα διαστάσεις διαφορετικές: η ακινησία της μάσκας καταργεί τις αλλεπάλληλες μεταμορφώσεις του ανθρώπινου προσώπου. Το πρόσωπο που φοράει μάσκα στην αρχαία τραγωδία, μοιάζει σφραγισμένο με μια οριστική σιωπή, είναι παγωμένο, σχεδόν νεκρό.
Η μάσκα τώρα, ζωντανεύει  μέσα μου. Μέσα από το στόμα της ακούω ξανά τη φωνή της άγνωστης ζητιάνας στην Οαχάκα, η οποία καθισμένη στο πεζοδρόμιο, κρατώντας το μικρό της παιδί, νόμιζες , ότι με το λυπητερό της τραγούδι -κραυγή που δεν φώναζε- μοιρολογούσε τα βάσανα  και  τον πόνο ενός λαού. Κορυφαία ενός αόρατου χορού , μας οδηγεί ν’ ανακαλύψουμε τις μάσκες που κρύβουν το βαθύτερο πρόσωπό μας.
Οι ξένοι  κατακτητές φόρεσαν τη μάσκα του εκπολιτιστή για να κυριαρχήσουν σ’ αυτόν τον τόπο. Κι εγώ φοράω τη μάσκα του πειθαρχημένου τουρίστα…
Ο λαϊκός  τεχνίτης της μάσκας, συνεχιστής μιας πανάρχαιας παραδοσιακής τέχνης, μιας συλλογικής δημιουργίας που δεν εξαφανίζει το πρόσωπο, σμιλεύοντας το ξύλο, σμιλεύει το χρόνο. Η αρχαία μάσκα , ενώνει τον ορατό με τον αόρατο χώρο-χρόνο.
Επιστροφή στη σκοτεινή πραγματικότητα του αεροδρομίου, στην απειλή της πανδημίας, στο φόβο του θανάτου. Οι κόκκινες γραμμές στους διαδρόμους αναμονής του ελέγχου, που οριοθετούσαν την υποχρεωτική απόσταση των ταξιδιωτών, οι σχετικές ταμπέλες και οι ευγενικά απαγορευτικές κινήσεις των αστυνομικών να τους πλησιάσουμε πολύ κοντά, με γύρισαν στα πολύχρωμα μεξικάνικα παζάρια, στις απέραντες πλατείες, τα «σόκαλα». Εκεί, οι πωλητές αλλά και οι ζητιάνοι στους  δρόμους ,σε ακουμπούσαν σχεδόν- ανύποπτοι (ως πότε;) για τον ιό- ή για ν’ αγοράσεις  ή για να βοηθήσεις. Θυμήθηκα την αρχαία αγορά , που δεν ήταν μια επινόηση των αρχαίων Ελλήνων μόνο , αλλά τη συναντάμε (και ως λέξη) και στις αρχαίες φυλές του Μεξικού. Επέστρεψα στην αρχική σημασία της λέξης αγοράζω: συχνάζω.
Ο ιός εκτός των άλλων καταδιώκει και τη συνάθροιση των ανθρώπων. Ευνοεί την απομόνωση, την παραίτηση από τη συλλογική δράση.
Θυμήθηκα τότε τις ενοχές που ένιωσα στο Άγουα Αζούλ, όταν, υποσχόμενος με νοήματα σε δυο κοριτσάκια που με πλησίασαν να μου πουλήσουν τα εμπορεύματά τους ότι θα αγοράσω μόλις επιστρέψω από τους εκεί καταρράκτες, δεν εκπλήρωσα την υπόσχεσή μου. Μου είχαν πει τα ονόματά τους για να μην τις ξεχάσω. Όταν γύρισα δεν ήταν εκεί. Είχα ξεχάσει τα ονόματά τους. Δεν θα ξεχάσω όμως το βλέμμα τους.
Στο αεροδρόμιο του Άμστερνταμ, περιμένοντας πάλι το ο.κ. από τους αρμόδιους, τελευταίοι όπως πάντα, είδαμε μια σκηνή, μια χιουμοριστική νότα που μετρίασε κάπως την αδημονία μας: το προσωπικό του αεροπλάνου που μας έφερε από το Μεξικό, αφού πέρασαν γρήγορα έναν τυπικό έλεγχο, σχημάτισαν έναν κύκλο και αποχαιρετίστηκαν ακουμπώντας τα πόδια τους.
Από  Άμστερνταμ προς Ζυρίχη. Στο παράθυρο του αεροπλάνου. Το βλέμμα πέφτει στις εκτεταμένες πεδινές εκτάσεις της Ελβετίας. Από ψηλά , έτσι τετραγωνισμένες, έτσι οριοθετημένες,  μοιάζουν με πράσινους πίνακες του Σεζάν ή του Μπρακ. Όταν το αεροπλάνο χαμηλώνει για να προσγειωθεί, μεταμορφώνονται. Οι καλλιεργημένες εκτάσεις τώρα, αποκαλύπτονται ισοπεδωμένες, πεντακάθαρες, χωρίς ίχνος άγριας βλάστησης. Διαδέχονται απρόσκοπτα η μια την άλλη, μοιάζοντας με πράσινα ή καφετί χαλιά τοποθετημένα από αόρατο χέρι πάνω στη γη, με ακρίβεια ελβετικού ρολογιού. Τίποτα το παράταιρο, τίποτα το ενοχλητικό. Η γη εξημερωμένη, αποστειρωμένη, ομογενοποιημένη.
Το μυαλό πάλι στο Μεξικό. Στο νότιο, οι εκτάσεις που καλλιεργούνται κρύβονται, σχεδόν πνιγμένες από την οργιώδη βλάστηση. Όσο ανεβαίνει κανείς προς το κεντρικό, η βλάστηση σταδιακά χαμηλώνει, οι λόφοι και τα βουνά είναι γεμάτα με διαφόρων ειδών κάκτους. Τα χωράφια όμως , δεν παύουν να συντροφεύονται από δέντρα , θάμνους ή ζιζάνια. Η οριοθέτησή τους γίνεται με πασσάλους. Ακόμη και το απέραντο αιολικό πάρκο που απλώνεται για χιλιόμετρα στην πιο στενή λωρίδα πεδινής γης που χωρίζει τον Ατλαντικό από τον Ειρηνικό, νομίζεις ότι είναι φυτεμένο μέσα στη βλάστηση. Μια παράξενη συνύπαρξη φύσης-τεχνολογίας.
Προσπαθώ να φανταστώ, πώς θα φαίνεται από το αεροπλάνο αυτή η απέραντη ποικιλομορφία. Αν διακρίνεται. Ζιζάνια τριγυρνάνε στο μυαλό μου. Σκέφτομαι ότι τα ζιζάνια της γης -τα παντός είδους ζιζάνια- ίσως να συνιστούν ένα από τα σημεία διάκρισης των δύο πολιτισμών. Ο ένας δεν θέλει να φυτρώνουν. Είναι απειλές για τον τετραγωνισμό της γης, για τον τετραγωνισμό του μυαλού. Ο άλλος πολιτισμός, τ’ αφήνει να φυτρώνουν. Δεν θέλει να γεμίσει με κουτάκια το μυαλό του. Ίσως τα ζιζάνια να του θυμίζουν το θάνατο, που κουβαλάει μέσα του σ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του. Μεταφέροντάς τον πενθητικά, τον μεταμορφώνει σε ζωή όπως γίνεται στη φύση.
Ο μοντέρνος  πολιτισμός, τον θάνατο, τον απωθεί.
Επιστροφή  στη Δράμα. Καραντίνα δεκατεσσάρων ημερών στο σπίτι , μαζί με την Κατερίνα. Έγκλειστος  τώρα, μετέωρος ανάμεσα στο μέσα και στο έξω. Η μόνη έξοδος το τροχάδην – καραντινάτο- στη βεράντα των είκοσι βημάτων μήκους, η οποία ξαφνικά αποκτά τεράστιες διαστάσεις για να χωρέσει τους διασκελισμούς του τρελαμένου αντοχιτζή.
Εγκλωβισμένος στις κοροναϊοθόνες, στον εικονικό χώρο-χρόνο, κοιτάζω από το παράθυρο μια κοπέλα που βολτάρει στον απέναντι δρόμο με το σκύλο της. Μια υπόσχεση ελευθερίας . Σαν σε όνειρο, ένα αόρατο νήμα ενώνει τον μικρό μου κόσμο με τον κόσμο των Μάγιας, των Αζτέκων , των Ζαπατίστας… Βλέπω το νεαρό Μεξικάνο που πουλούσε μάσκες που έφτιαχνε ο ίδιος. Παντρεμένος με τέσσερα παιδιά , ένιωθε ευτυχισμένος γιατί έκανε αυτό που ήθελε. Βλέπω τη Ροζίτα, τη νεαρή απόγονη των Μάγιας, που μας μίλησε στο πούλμαν για την ανδροκρατούμενη ζωή των γυναικών. Στο πρόσωπό της χαραγμένη μια λύπη που έλαμπε. Όταν τη ρώτησα ποια είναι η πιο χαρούμενη στιγμή της μέρας της, είπε ότι όλη η μέρα της είναι γεμάτη με τέτοιες στιγμές , από τη στιγμή που κατάφερε να δραπετεύσει από το μέθυσο πατέρα της και να ζει ελεύθερη πουλώντας πολύχρωμα κολιέ
, βραχιόλια και πορτοφόλια, που τα φτιάχνει η ίδια μαζί με τους αδερφούς της. Δεν έχει σκοπό να παντρευτεί. Στη φυλή της, ο καθημερινός χαιρετισμός είναι: «πώς νιώθει σήμερα η καρδιά σου;» Βλέπω το μικρό λούστρο, που, με δεξιοτεχνία επαγγελματία στα δάχτυλα , καθάρισε και γυάλισε σαν αστραπή τις μπότες της Κατερίνας. Το νεαρό γκαρσόνι του ξενοδοχείου στην Πόλη του Μεξικού, που αναζητούσε με αγωνία τη Βενέτα για να την κεράσει τεκίλα.
Προσπαθώ να φανταστώ τους Ραράμουρι, τα ελαφριά ποδάρια. Είναι η φυλή που δεν περπατάει: τρέχει , για αιώνες. Άγνωστοι, γνήσιοι δρομείς της φύσης, κατοικούν σε υψόμετρο, στην πολιτεία Τσιουάουα του Βόρειου Μεξικού. Συμμετέχουν και διακρίνονται σε πολλούς αγώνες. Μπαίνω στο διαδίκτυο και βλέπω την εικονική μορφή της Λορένα Ραμίρεζ – Ραράμουρι που ήρθε πρώτη σε αγώνα βουνού εκατό(100 )χλμ. Και όχι μόνο. Τρέχει με πλαστικά σανδάλια – το μυαλό μου γυρνάει στον μακαρίτη φίλο , τον Κώστα τον Μπεβεράτο, που έτρεχε ατελείωτες διαδρομές ξυπόλυτος. Η αθλητική περιβολή της  Λορένας, εκτός από τα σανδάλια, περιλαμβάνει και  μια παραδοσιακή φούστα. Αυτά είναι κάποια απ’ τα σημάδια που μας στέλνει ο κόσμος της, δείχνοντάς μας  ότι το τρέξιμο είναι μια μορφή συνομιλίας με τη φύση. Τ’ όνειρό της είναι να τρέξει τον αγώνα 160 χλμ. στο Λευκό όρος των Άλπεων. Δηλαδή όπως όλοι και όλες στη φυλή της, είναι ανοιχτή στην ετερότητα, στην αλληλοπεριχώρηση των πολιτισμών. Χωρίς ν’ απαρνιέται τον  δικό της.
Δεν  φτάσαμε  μέχρι τους Ραράμουρι για να τρέξω μαζί τους. Ή καλύτερα από πίσω τους , γιατί ποτέ δεν θα φτάσω τα ελαφροπάτητα ποδάρια τους.
Οι Ραράμουρι μου δείχνουν και κάτι άλλο: το ταξίδι δεν σταματάει μέσα στους τέσσερις τοίχους. Μεταμορφώνεται. Το ακίνητο μέσα μιλάει με το έξω. Παίρνει πνοή. Όσες φυλακές κι αν επινοεί ο αυτόχειρας πολιτισμός μας, άλλες τόσες ουτοπίες θα γεννιούνται.
Ένας κόσμος που έχει πεθάνει, ζωντανεύει ξανά, στέλνοντάς μας τα χρώματά του, τους ήχους του, τις οσμές του,τα νοήματά του. Σημάδια, οιωνοί , που μας καλούν όχι να τον γνωρίσουμε  -πράγμα αδύνατο - αλλά, αφού μυηθούμε στο πνεύμα του, να τον πενθήσουμε, να εξοικειωθούμε δηλαδή με τον θάνατό του, να συμφιλιωθούμε με την ίδια την ιδέα του θανάτου. Να παραδεχτούμε, όπως ο αρχαϊκός άνθρωπος, ότι ο θάνατος είναι πάντοτε παρών, όχι να τον απωθήσουμε, όπως μας επιβάλλει ο σύγχρονος καταθλιπτικός πολιτισμός. 
Το ταξίδι αποκαλύπτεται ερωτικό. Μια περιδιάβαση στο «μαγικό  Άλλο» του έρωτα και του θανάτου. Βλέποντας τους Μάγιας  -χαμηλούς ανθρώπους-  ο νους μου ψηλώνει. Ίσως έτσι, μπορέσω να χωρέσω μέσα στην υπερήφανη εγκαρτέρηση αυτών των ταπεινών ανθρώπων, μέσα στο αγέρωχο βλέμμα των εξεγερμένων Ινδιάνων. Στον πλούτο της φτώχειας τους. Αναρωτιέμαι αν αυτά ψάχνουν οι πανικόβλητοι καιροί μας. Πώς ο φόβος του θανάτου θα γίνει θάνατος του φόβου; Πώς η Μοίρα θα γίνει Ανάγκη;
Ένας κόσμος του παρελθόντος, γίνεται κόσμος του μέλλοντος.

*το βιβλιοφιλικό μπλογκ σήμερα φιλοξενεί ένα βιωματικό οδοιπορικό από το Μεξικό, του Βασίλη Σταθάτου

5 σχόλια:

Mary Kaldi είπε...

Υπέροχο χρονικό ενός παραξενου ταξιδιού σ έναν κόσμο πέρα απο τον τόπο και τον χρόνο. Μπράβο Βασίλη.

Νανά Βουλιουρή είπε...

Ευχαριστούμε τον Βασίλη που με την υπέροχη αυτή διήγηση μας ταξίδεψε στην εξωτική χώρα του Μεξικού, όπου παρά τα όσα τραγικά συμβαίνουν σήμερα στην ανθρωπότητα, η ζωή εξακολουθεί να λειτουργεί μαγικά, σύμφωνα με τους ιερούς νόμους της φύσης, με απλότητα και αυθεντικότητα.

Χρονικό εμπεριστατωμένο, αναλυτικό, εμπλουτισμένο με φιλοσοφικές σκέψεις και προσωπικό στοιχείο.

ΘΕΜΑ ΣΥΓΧΑΡΗΤΗΡΙΑ !

Unknown είπε...

Εξοχο κείμενο Βασίλη!Με ξαναταξίδεψε στο Μεξικό! Ευχαριστώ που μου το κοινοποίησες!

Unknown είπε...

Ευχαριστουμε Κ'Βασιλη. Υπεροχο

Unknown είπε...

Το ταξιδι τελικα ειναι επαναπροσδιορισμος του εαυτου μας μεσα απο τον Αλλο...Μπραβο Βασίλη ,μας ταξίδεψες...