Η σκοτεινή νύχτα της ψυχής
προχωράει στους δρόμους της Πόλης του Μεξικού
και τα σαρώνει όλα.
Ένα «παραισθησιογόνο» αφήγημα (όπως γράφει η Πηνελόπη Χατζηδημητρίου στο πρόγραμμα της αντίστοιχης θεατρικής παράστασης που παίζεται αυτές τις μέρες στο θέατρο Κυκλάδων), ένας εσωτερικός μονόλογος-παραλήρημα με συνειρμούς στο παρελθόν, στο παρόν και στο μέλλον, είναι η νουβέλα αυτή του μεγάλου συγγραφέα Roberto Bolaño. Μια χειμαρρώδης αφήγηση βασισμένη σε αληθινό γεγονός, δηλαδή σε μαρτυρία της Αλσίρα Σουστ (Ουρουγουανή ποιήτρια, λάτρης του Μεξικού) που έζησε 13 μέρες κλεισμένη σε τουαλέτα του Αυτόνομου Πανεπιστημίου του Μεξικού, όταν ο στρατός, στις 18 Σεπτεμβρίου του 1968, παραβιάζοντας το πανεπιστημιακό άσυλο, συνέλαβε περίπου 500 άτομα, φοιτητές, καθηγητές και υπαλλήλους. Λίγες μέρες αργότερα, στις 2 του Οκτώβρη (12 Οκτωβρίου αρχίζουν οι Ολυμπιακοί αγώνες του Μεξικού), θα γίνει η μεγάλη σφαγή 400 περίπου φοιτητών στην πλατεία των Τριών Πολιτισμών. Είναι ιστορικές λοιπόν οι στιγμές για το Μεξικό και τους πολίτες του.
Η μυθιστορηματική ηρωίδα, η Ουρουγουανή Αουξίλιο Λακουτύρ, αγαπά το Μεξικό όπου ζει χρόνια. Αγαπά τη λογοτεχνία, γνωρίζει τη λατινική και την ελληνική λογοτεχνία, αλλά κυρίως τη λατινικοαμερικάνικη. Αυτοπροσδιορίζεται ως πολίτισσα της Ουρουγουάης, Λατινοαμερικανή, ποιήτρια και ταξιδιώτισα, κυρίως όμως ως «η μάνα όλων των ποιητών», κι αυτό γιατί γνωρίζεται με νεαρούς ποιητές. Ζει μποέμικα, κάνοντας διάφορες δουλειές, όπως καθαρίστρια στο σπίτι των ποιητών Πέδρο Γκαρφίας και Λεόν Φελίπε όπου απολαμβάνει την επαφή με τα βιβλία (εγώ όταν δούλευα τραγουδούσα και δεν με’ ένοιαζε εάν η δουλειά ήταν με αμοιβή ή χωρίς (…) για να κινούμαι ανάμεσα στα βιβλία τους και ανάμεσα στα χαρτιά τους με απόλυτη ελευθερία). Κάνει όμως κι άλλες δουλειές προσωρινές, που ξεπηδάνε από «άλλες ανάγκες»: βόλτες στην Φιλοσοφική Σχολή όπου γυρεύει εθελοντικές εργασίες, π.χ. μια δακτυλογράφηση, βοήθεια σε θεατρικό έργο, μεταφράσεις, χειρισμό προβολέων κλπ, κάποιες φορές με πληρωμή. Έτσι, βρίσκεται κοντά στους νεαρούς Μεξικανούς ποιητές (οι Μεξικανοί ποιητές ήταν γενναιόδωροι κι εγώ ήμουν ευτυχισμένη. Εκείνο τον καιρό άρχισα να τους γνωρίζω όλους και εκείνοι γνώρισαν εμένα. Ήμασταν αχώριστοι). Μαζί με την αφηγήτρια, λοιπόν, παίρνουμε κι εμείς μια ιδέα για τους νεαρούς ποιητές της εποχής (προφανώς τα ονόματα αντιστοιχούν σε πραγματικά πρόσωπα∙ σίγουρα της Λίλιαν Σέρπας και του ζωγράφου γιου της Κάρλος Κόφφιν Σέρπας, αλλά και προγενέστερων, όπως του Πατσέκο, του Βιθέντε Ουιδόμπρο και του Λόπες Βελάρδε (προγενέστεροι)). Η εσωτερική της μνήμη συνδυάζει εικόνες σαν από κινηματογραφική ταινία, όνειρα ή οράματα από παρελθόν και μέλλον (Και το πιο περίεργο είναι ότι το θυμάμαι από το παρατηρητήριό μου του 1968. Από τη σκοπιά μου, από το βαγόνι μου στο μετρό που αιμορραγεί, από την ατέρμονη βροχερή μέρα μου. Μέσα από τις γυναικείες τουαλέτες του τέταρτου ορόφου της σχολής Φιλοσοφίας και Φιλολογίας, το σκάφος του χρόνου μου απ’ όπου μπορώ να παρατηρώ όλους τους χρόνους της Αουξίλιο Λακουτύρ, οι οποίοι, παρότι δεν είναι πολλοί, ωστόσο υπάρχουν).
Η μεγάλη αδυναμία της Αουξίλιο, όπως επαναλαμβάνει και η ίδια, είναι ο 18χρονος Χιλιανός Αρτουρίνο Μπελάνο, που τον συνάντησε σε μια «εκκωφαντική σύναξη ποιητών» κι έγιναν στενοί φίλοι. Το όνομα του Μπελάνο υπάρχει και στο βιβλίο του Μπολάνιο «Άγριοι ντετέκτιβ». Είναι ο ένας από τους δύο εξαφανισμένους ποιητές, που ανήκουν στο κίνημα του «ενστικτορεαλισμού» (αυτή η επινόηση του Μπολάνιο αντανακλά το πραγματικό λογοτεχνικό ρεύμα του infrarealismo («υπορεαλισμού»), που εκδηλώθηκε στο Μεξικό στη δεκαετία του 80 με θεμελιωτές τον ίδιο τον Μπολάνιο[1] κι έναν φίλο του, τον Ουλίσες Λίμα, που αναφέρεται κι αυτός στο βιβλίο).
Το μοτίβο του εξαφανισμένου ποιητή, που υπάρχει και στο 2666, είναι ένας από τους άξονες γραφής του Μπολάνιο. Και όχι μόνο του εξαφανισμένου ποιητή, αλλά γενικότερα της ποίησης, η σχέση με την οποία εξακτινώνεται στη σχέση με τον χρόνο και τη μνήμη (Αουξίλιο: δεν είχα τίποτα παρεκτός τη μνήμη μου). Η ηρωίδα, εγκλωβισμένη στην τουαλέτα την ώρα της εισβολής, δεκατρείς μέρες χωρίς φαγητό, καταφεύγει στη μνήμη και παραθέτει όχι μόνο το συγκεκριμένο βίωμα (μείνε εδώ Αουξίλιο, δεν χρειάζεται να μπεις εθελοντικά σε τούτη την ταινία, αν θέλουν να σε χώσουν, ας μπουν αυτοί στον κόπο να σε βρουν), αλλά όλο το πυρηνικό περιεχόμενο της ζωής της. Γι’ αυτό δεν πρέπει να μας παραξενεύει ότι αναφέρεται και στα μελλούμενα, σαν να αναπολεί με κεντρικό επεισόδιο τη μοναξιά και τον διαλογισμό των 13 ημερών όλα τα παρελθόντα αλλά και τα επόμενα, μέχρι που φαίνεται να γνωρίζει και το χρονικό όριο όπου δεν θα ζει πια (2000)∙ το βίωμα είναι τόσο οριακό, σαν των μελλοθανάτων που στο τελευταίο λεπτό της ζωής τους ο χρόνος διαστέλλεται και συμπυκνώνει όλα τα σημαντικά∙ και το σημαντικό αποκτά κι αυτό άλλη διάσταση- αφορά γεγονότα/βιώματα/συναισθήματα που έχτισαν την προσωπική, πνευματική τους πορεία.
Η σχέση λοιπόν με τον χρόνο αναδιοργανώνεται: έσπασε ο ρόμβος μέσα στον χώρο της εικαζόμενης απελπισίας, ανέβηκαν οι εικόνες από τον βυθό της λίμνης/το έτος ’68 μεταμορφώθηκε στο ’64 και στο έτος ’60 και στο ’56. Κι επίσης μεταμορφώθηκε στο έτος ’70 και στο ’73 και στο έτος ’75 και ’76. Λες και είχα πεθάνει και παρατηρούσα τα χρόνια από μια πρωτόγνωρη γωνία. θέλω να πω: άρχισα να σκέφτομαι το παρελθόν μου σαν να σκεφτόμουν το παρόν μου και το μέλλον μου και το παρελθόν μου, όλα ανάκατα και κοιμισμένα μέσα σ΄ένα μόνο αυγό μελάτο, ένα τεράστιο αυγό δεν ξέρω από τι εσωτερικό πουλί (αρχαιοπτέρυξ μήπως;) προστατευμένο μέσα σε μια φωλιά από ερείπια που καπνίζουν.
Μέσα σ’ αυτή τη διαστολή του χρόνου, που φορτίζεται από παραισθήσεις και οράματα καθώς προχωρούν οι μέρες, αναφέρεται όχι μόνο στα γεγονότα του Σεπτέμβρη, αλλά πρώτα πρώτα, στην «ανοιχτή πληγή» του Τλατελόλκο, της πλατείας των Τριών Πολιτισμών τον Οκτώβρη της ίδιας χρονιάς (κι εγώ δεν έμεινα ανέγγιχτη από την ομορφιά τους. Εμένα δεν μ’ αφήνει ανέγγιχτη κανενός είδους ομορφιά) όπου χύθηκε τόσο αίμα κατά τη φοιτητική διαδήλωση. Και στην ιστορία της Ελένα, στις περιπέτειες της Καταλανής ζωγράφου Ρεμέδιος Βάρο (αχ όλοι οι πίνακες της Ρεμέδιος Βάρο, εκείνη την ώρα της στρατευμένης αϋπνίας παρελαύνουν σαν δάκρυα χυμένα από τη σελήνη ή από τα γαλάζια μάτια μου), στη «συνάντησή» της με την «αληθινή μητέρα της ποίησης» Λίλιαν Σέρπας το 1973 ή 1974, και την εκπληκτική επίσκεψη στον γιο της, τον ζωγράφο Κάρλος Κόφφιν Σέρπας, στο σπίτι αυτό που στηρίζεται στη «μη ζωή» (κατάλαβα ότι δεν κοιτούσε εμένα, την απρόσμενη επισκέπτριά του, αλλά την εξωτερική ζωή, τη ζωή στην ποία είχε γυρισμένη την πλάτη του, και η οποία, από την άλλη, τον καταβρόχθιζε ζωντανό όσο κι αν αυτός καμωνόταν μια μακάρια αδιαφορία).
Και καθώς η σελήνη φωτίζει τα πλακάκια της τουαλέτας και παρελαύνουν οι εφιάλτες, οι φόβοι, οι «υπερμεγέθεις οπτασίες», οι προφητείες και η αίσθηση θανάτου (ήδη «θυμήθηκε» τη μεταφορά της στο χειρουργείο για να δει τη «Γέννα της Ιστορίας»), αποφασίζει να… επιστρέψει (αποφάσισα να μην πεθάνω από την πείνα μέσα στις γυναικείες τουαλέτες). Βγαίνει από την «κοιλάδα» του θανάτου (δεν ξέρω αν ήταν η κοιλάδα της ευτυχίας ή η κοιλάδα της συμφοράς), καθώς όμως εκείνη απομακρύνεται, «τους» βλέπει:
Μάλλον ήταν φαντάσματα, περπατούσαν και δεν πετούσαν, τους άκουγε να τραγουδούν, ακούει «τα πιο όμορφα παιδιά της Λατινικής Αμερικής, τα υποσιτισμένα και καλοταϊσμένα παιδιά, τα παιδιά που είχαν τα πάντα και αυτά που δεν είχαν τίποτα», που διέσχισαν την κοιλάδα και γκρεμίστηκαν στην άβυσσο, κι έμεινε σαν ηχώ το τραγούδι-φάντασμα. Και ταράζεται από την ομορφιά τους, από το τραγούδι «πολέμου και αγάπης», που μιλάει για την αγάπη των γονιών τους, των σκυλιών και των γάτων τους αλλά προπαντός την αγάπη που είχαν ο ένας για τον άλλον, τον πόθο και την ηδονή.
Και ο εσωτερικός μονόλογος τελειώνει με τη διαπίστωση ότι
αυτό το τραγούδι είναι το φυλαχτό μας.
Χριστίνα Παπαγγελή
[1] https://lithub.com/read-the-poet-behind-roberto-bolanos-ulises-lima/