Κυριακή, Αυγούστου 23, 2020

Τίποτε δε χάνεται, Cloé Mehdi

 Απροσδόκητα ενδιαφέρον και επίκαιρο το μικρό αυτό βιβλίο «νουάρ», που περιστρέφεται γύρω από τη δολοφονία ενός νεαρού μουσουλμάνου μικροαπατεώνα, του Σαΐντ Ζαϊντέ, από αστυνομικό στη Γαλλία της σύγχρονης, μεταποικιακής εποχής. Έτσι, το μυθιστόρημα παίρνει πολιτικές και κοινωνικές προεκτάσεις, καθώς περιγράφεται αφενός μια περίπτωση κατάχρησης εξουσίας τύπου Γρηγορόπουλου/ Φλόιντ, που φαίνεται ότι είναι πολύ πιο συχνή απ’ όσο μπορούμε να φανταστούμε, και αφετέρου ο μηχανισμός περιθωριοποίησης  όσων δεν μπορούν να αφομοιωθούν απ’ το σύστημα, που ξετυλίγεται με αριστουργηματικό τρόπο. Επίσης, η ανεπάρκεια της δικαιοσύνης και η ατιμωρησία των υπευθύνων αστυνομικών  συμπληρώνουν και στηρίζουν αυτό το κοινωνικό πλέγμα που χαρακτηρίζει τις σύγχρονες κοινωνίες, και οδηγούν το προσβεβλημένο αίσθημα δικαίου σε αυτοδικία.

Ωστόσο, αυτό είναι ένα μόνο επίπεδο. Το βιβλίο έχει και ψυχολογικό ενδιαφέρον εφόσον οι χαρακτήρες διαγράφονται γλαφυρότατα, συγκρούονται, συμπληρώνονται και ωριμάζουν καθώς τρέχει η πλοκή, ενώ όσο αφορά τη δομή η αποκάλυψη του μυστηρίου γίνεται σταδιακά καθώς  ο αφηγητής είναι -βασικά- ένας 11χρονος νεαρός που βρίσκεται σε μια δίνη προβλημάτων, βασανίζεται από δεκάδες ερωτηματικά και προσπαθεί να καταλάβει  τη συμπεριφορά, την παραφορά και τον σκληρό κόσμο των μεγάλων.

Η αφήγηση μάς εντυπωσιάζει από την αρχή. Μέσα στις πρώτες σελίδες καταλαβαίνουμε ότι ο Ματιά ζει με τον 24χρονο (!!) κηδεμόνα του τον Ζε, ότι η φιλενάδα του τελευταίου, η Γκαμπριέλ, νοσηλεύεται στην ψυχιατρική πτέρυγα του νοσοκομείου Σαρκό γιατί προσπάθησε κατ’ επανάληψη να αυτοκτονήσει. Ότι ο Ζε δουλεύει νυχτοφύλακας σε σούπερ μάρκετ, αγαπά υπερβολικά την Γκαμπριέλ κι αγαπά και την ποίηση (διαβάζει με πάθος Λαμαρτίνο, Αραγκόν, Καμύ, Μπωντλαίρ, Ρεμπώ). Γρήγορα ωστόσο καταλαβαίνουμε ότι δεν είναι «ξέμπαρκος», όπως θα περίμενε κανείς. Ο Ζε είναι γιος ανώτερων δικαστικών, είναι μορφωμένος, αλλά κρύβει κι ένα επώδυνο παρελθόν, που αποκαλύπτεται περίπου στη μέση του βιβλίου, και που τον τοποθετεί στο κοινωνικό περιθώριο. Καθώς η αφήγηση του Ματιά ξετυλίγεται, μαθαίνουμε ότι ο πατέρας του, που ήταν ειδικευμένος κοινωνικός παιδαγωγός και παθιασμένος με τη δουλειά του (βλακωδώςπεπεισμένος για τη δύναμή του να αλλάξει τα πράγματα) έχει αυτοκτονήσει, η μητέρα του και η αδερφή του Τζίνα έχουν εξαφανιστεί,  ενώ ο ετεροθαλής του αδερφός Στέφανο, γιατρός, έχει αποστασιοποιηθεί εδώ και χρόνια από την οικογένεια.

Έτσι, μας αιφνιδιάζει αυτή η ιδιαιτερότητα στις οικογενειακές σχέσεις του Ματιά, που θεωρεί  -δικαίως- ως οικογένειά του τον Ζε και την Γκαμπριέλ. Αισθάνεται τον Ζε σαν πατέρα, τον θαυμάζει, τον πονάει, τον ζηλεύει, θέλει  «να είναι μόνος μαζί του», ταυτόχρονα όμως είναι τόσο κοντά οι ηλικίες τους που οι ρόλοι φιλίας-κηδεμονίας συγχέονται. Απ’ την άλλη οι επισκέψεις της Γκαμπριέλ στο ψυχιατρείο, στον ίδιο χώρο όπου αυτοκτόνησε ο πατέρας του, τον  ωριμάζουν πρόωρα, τον κάνουν εύστροφο κι ετοιμόλογο. Οι καταστάσεις που ζει και που χρειάζεται να αντιμετωπίσει είναι εξαιρετικές (κοιμάται π.χ. στο νοσοκομείο για να προσέχει την αυτοκτονική Γκαμπριέλ, χάνει μαθήματα, ξέρει ότι τον κατασκοπεύουν δυο τύποι, απανωτές διαρρήξεις στο διαμέρισμα κλπ, κλπ) ενώ, επειδή κι ο ίδιος είχε αποπειραθεί να φύγει απ’ τη ζωή στα 7 του χρόνια,  τον εποπτεύει μια συμπαθέστατη ψυχολόγος, που δίνει την ευκαιρία στον αναγνώστη να παρακολουθήσει κάποιες πολύ ενδιαφέρουσες ψυχολογικές επισημάνσεις ή εξομολογήσεις. Είναι σε μια ηλικία που έχει ανάγκη την αγάπη και την προσοχή, όμως από την άλλη είναι πολύ έξυπνος και με πολύ υψηλή ενσυναίσθηση, και  αντιλαμβάνεται  με μεγάλη οξυδέρκεια ότι ο κηδεμόνας του και η αγαπημένη του έχουν πάρα πολλά προβλήματα, ότι πολλές φορές πελαγώνουν, τον παραμελούν, παρόλο που απ’ την άλλη τον αγαπούν. Άλλωστε ο Ζε είναι σχεδόν παιδί, και μας παραξενεύει το ότι είναι επισήμως ο κηδεμόνας του Ματιά, ενώ η μητέρα του τελευταίου είναι εν ζωή. Επίσης, ο Ζε αγαπά τρελά την Γκαμπριέλ (Ματιά: σύμφωνα με την ψυχολόγο μου, αυτό το λένε συγχωνευτική σχέση/αγαπιούνται παράφορα κι είναι δυστυχισμένοι κι οι δυο), κι η προβληματική ψυχοπαθολογία της Γκαμπριέλ -που οδηγεί σε ακούσια νοσηλεία, και γενικότερα σ έναν φαύλο κύκλο- τον κάνει  να παραμελεί πολλές φορές τον κηδεμονευόμενό του (π.χ. να ξεχνά να τον πάρει απ’ το σχολείο) με αποτέλεσμα την παρέμβαση των κοινωνικών λειτουργών που φτάνει στην απειλή ότι θα χάσει την επιμέλεια.

Οι ιδιαίτερες συνθήκες οδηγούν σε «παιδαγωγικά ραντεβού» με τους κηδεμόνες στο σχολείο, σε υποβολή του Ματιά σε «τεστ νοημοσύνης», σε εφιάλτες, σε επώδυνες αναμνήσεις με τον πραγματικό πατέρα, σε βαθιά μοναξιά (είμαι συνηθισμένος, ευτυχώς, και προσπαθώ να γεμίσω τη συνήθη σιωπή μου με μικρές καθημερινές ομορφιές, όπως αυτό το χιόνι που σκεπάζει την άσφαλτο). Ένα χαστούκι σε στιγμή έντασης του Ζε προς τον Ματιά οδηγεί τις κοινωνικές υπηρεσίες σε αμφισβήτηση της καταλληλότητας του Ζε ως κηδεμόνα, και στην απειλή του δικαστηρίου ανηλίκων.

Όλα αυτά που αναφέρθηκαν ήδη αρκούν για να γεμίσουν ερωτηματικά τον αναγνώστη, που μαζί με τον Ματιά προσπαθεί να βρει τις απαντήσεις. Το χιούμορ και η ειρωνεία της παιδικής (Ματιά)  και νεανικής ψυχής (Ζε, Γκαμπριέλ) διανθίζουν την αφήγηση και αποδυναμώνουν το φορτισμένο κλίμα (π.χ. το να είσαι παιδί, έστω αι αόρατο, έχει τα πλεονεκτήματά του/ για ένα πράγμα είμαι σίγουρος: τα προβλήματα σε βρίσκουν χωρίς να νοιάζονται για την ηλικία σου/διαπίστωσα πόσο αδύναμη είναι η γλώσσα μπροστά στο βάθος, στην πολυπλοκότητα των πραγμάτων ).

Η αφήγηση εξελίσσεται και με κάποια φλας μπακ, που παρατίθενται με πλάγια γράμματα. Με πλάγια γράμματα επίσης εκφράζονται αναμνήσεις και βαθύτερες σκέψεις /συναισθήματα του κεντρικού ήρωα (όπως η οδυνηρή σκηνή που η μάνα του 7χρονου Ματιά του ανακοινώνει ότι δεν μπορεί άλλο να ζει μαζί του), ενώ υπάρχουν κεφάλαια όπου δεν είναι αφηγητής ο Ματιά, αλλά είναι αφιερωμένα σε δευτερεύοντα πρόσωπα όπως  η αδερφή του Σαΐντ, ο αδερφός της Γκαμπριέλ, ο δολοφόνος αστυνομικός κλπ.

 Γρήγορα καταλαβαίνει κι ο αναγνώστης, μέσα δηλ. στις πρώτες 50 σελίδες, ότι όλες οι απαντήσεις σχετίζονται με τη δολοφονία του 15χρονου Σαΐντ πριν ακόμα γεννηθεί ο Ματιά∙ τις εκκλήσεις για τιμωρία του ενόχου για κατάχρηση εξουσίας, την απονομή «δικαιοσύνης» που έθεσε απλώς τον μπάτσο σε διαθεσιμότητα.  Όλοι οι ήρωες, συμπεριλαμβανομένης της αδερφής του Ματιά Τζίνας, που έρχεται σαν κομήτης και ξαναφεύγει δημιουργώντας στον αδερφό της αντικρουόμενα συναισθήματα, σχετίζονται με το περιστατικό αυτό του παρελθόντος που καθόρισε την πορεία τους και τις σχέσεις μεταξύ τους.

Ο κόσμος μέσα στον οποίο κινείται το βιβλίο είναι σκληρός και, κάποιες φορές αποτρόπαιος. Παρόλ’ αυτά η φρέσκια ματιά του 11 χρονου ήρωα αλλά και του 24χρονου συμπρωταγωνιστή, κυρίως όμως τα πλούσια συναισθήματα (αγάπη, στοργή, απελπισία, συγχώρεση), εξισορροπούν αυτήν την ζοφερή πλευρά της κοινωνίας (διωγμοί περιθωριακών, αυτοκτονίες, ψυχιατρεία) κλπ, ενώ όλα τα ερωτηματικά βρίσκουν αξιοπρεπείς για να μην πω εξαιρετικές απαντήσεις σ’ αυτό το πολύ αξιόλογο νουάρ βιβλίο της νεαρής, πολλά υποσχόμενης Cloe Mehdi.

Χριστίνα Παπαγγελή


1 σχόλιο:

Mary Kaldi είπε...

Εξαιρετική παρουσίαση Χριστίνα με βαθιά ενσυναίσθηση. Είναι ένα βιβλίο που το διαβάζεις σχεδόν απνευστί.