δεν μπορούσε να καταλάβει πως εγώ θεωρούσα αδυναμία
κάθε επιβολή δύναμης
κάθε επιβολή δύναμης
Ποιητής, συγγραφέας αλλά και φιλόσοφος, ο Ινδός Ραμπιντράναθ Ταγκόρ, μεγάλη μορφή του 20ου (βασικά) αι., δίνει ένα μυθιστόρημα με λυρισμό κι εσωτερικότητα, αλλά εντέλει φιλοσοφικής διάστασης. Πρόκειται για ένα έργο καθαρά «πνευματικό», κι αυτό γιατί ένας από τους πρωταγωνιστές, ο πιο σημαντικός κατά τη γνώμη μου, ο Νίκιλ, αγωνίζεται για να έχει τη δύναμη ν’ αντέξει τη θεά της αλήθειας στην τρομακτική της γύμνια (σελ. 36), γιατί το να προσκολλάσαι σε κάτι ψεύτικο σα να ήταν αληθινό, είναι σα να στραγγαλίζεσαι με τα ίδια σου τα χέρια (σελ. 151) και γιατί η ελευθερία είναι το υπέρτατο αγαθό για τον άνθρωπο. Η ελευθερία η εσωτερική. Η αναζήτηση της ελευθερίας ως πνευματικής αξίας είναι και το κεντρικό θέμα, και δευτερευόντως δοκιμάζεται το νόημα άλλων αξιών όπως αλήθεια, πραγματικότητα, αγάπη· αλλά δεν πρόκειται –φυσικά- για θεωρητικό κείμενο. Υπάρχει πλοκή, δράση, συναισθήματα, αντιθέσεις, συγκρούσεις. Το λυρικό και ποιητικό ύφος αποτρέπει από το να γίνει το έργο φιλοσοφικό δοκίμιο. Ο λυρισμός, το συναίσθημα, η αντίφαση, το «πάθος» είναι αδιαίρετα συνυφασμένα με τη συνειδητοποίησή τους και την εκλογίκευσή τους- είναι το πνεύμα της ανατολής, τόσο ακατανόητο στον δυτικό ορθολογικό νου.
Οι δύο ήρωες, ο Νίκιλ και ο Σαντίπ, πολύ ισχυρές προσωπικότητες κι οι δυο, εκπροσωπούν δυο δυνάμεις αντίθετες που χαρακτηρίζουν και τις σχηματιζόμενες τάσεις στην κοινωνία της αγγλοκρατούμενης Ινδίας. Ανάμεσα στέκει η γυναίκα του Νίκιλ, η Μπιμάλα, φορέας της παράδοσης, της χωρίς αμφισβητήσεις συντήρησης (αλλά και χωρίς ιδιαίτερο φανατισμό, έτοιμη να αποτινάξει κάθε ζυγό μπροστά στη σαγήνευση του θηλυκού στοιχείου) που διχάζεται και βασανίζεται από την εσωτερική σύγκρουση ανάμεσα στους δυο κόσμους. Τους δυο αντίθετους κόσμους που εκπροσωπεί ο Νίκιλ και ο Σαντίπ.
Οι αφηγητές είναι τρεις, τρεις λοιπόν «ιστορίες», όπως επιγράφονται και τ΄αντίστοιχα κεφάλαια: η ιστορία του Νίκιλ, η ιστορία της Μπιμάλα και η ιστορία του Σαντίπ που εναλλάσσονται, και στις οποίες εκφράζει ο καθένας με τη σειρά του τις μύχιες σκέψεις και τα συναισθήματα στις εκάστοτε περιστάσεις. Χαρακτηριστικό και των τριών (κυρίως όμως των δυο πρώτων) είναι οι έντονες αντιφάσεις που βιώνουν, ο ενθουσιασμός αλλά και ο δισταγμός στις επιλογές τους, η διαφορετική δύναμή τους και ταυτόχρονα η αδυναμία τους.
Το σπίτι του τίτλου, είναι το σπίτι του Νίκιλ και της Μπιμάλα: είναι εκσυγχρονισμένο, αλλά μπορεί κανείς να διακρίνει και να θαυμάσει την ινδική «κουλτούρα»: τη λεπτότητα, την ομορφιά, την ευγένεια, τη διακριτικότητα.
Ο άντρας μου δε μπορούσε να καταργήσει τελείως τις παμπάλαιες συνήθειες που διατηρούσε η οικογένειά μας. Έτσι, μας ήταν δύσκολο να συναντιόμαστε όποια ώρα της μέρας θέλαμε. Εγώ ήξερα ακριβώς την ώρα που θα μου ερχόταν κι έτσι η συνάντησή μας είχε όλη τη φροντίδα της ερωτικής προετοιμασίας. Ήταν σαν τη ρίμα στο ποίημα· έπρεπε να περάσει από το μονοπάτι του μέτρου.
Και, (σελ.8):
Γνωρίζω καλά από εμπειρίες των παιδικών μου χρόνων ότι η αφοσίωση είναι η ίδια η ομορφιά στην πιο λεπτή της έκφραση. Όταν η μητέρα μου τακτοποιούσε τα διάφορα φρούτα, που είχε η ίδια ξεφλουδίσει με τα γεμάτα φροντίδα χέρια της, στο λευκό πέτρινο πιάτο, και κουνούσε απαλά τη βεντάλια για να διώχνει τις μύγες ενώ ο πατέρας μου έτρωγε, η υπηρεσία της αυτή μετουσιωνόταν σε μια ομορφιά που πήγαινε πέρα από τις εξωτερικές μορφές. Ακόμα και σαν παιδί ένιωθα καθαρά τη δύναμη αυτής της ομορφιάς. Ήταν πέρα από συζήτηση, αμφιβολία, υπολογισμό: ήταν καθαρή μουσική.
Να η δύναμη της Μπιμάλα: η ομορφιά της αφοσίωσης. Όμως ο Νίκιλ δε θέλει την τυφλή αυτή αφοσίωση, θέλει να βγάλει τη γυναίκα του από την «πούρντα» (παραπέτασμα), να την τραβήξει στην καρδιά του έξω κόσμου και ν’ αντικρύσει την πραγματικότητα. Γιατί τώρα δεν ξέρει τι έχει ούτε τι θέλει (σελ. 15).
Είναι η εποχή της εξέγερσης κατά των Άγγλων και στην πόλη έρχεται ο Σαντίπ, φίλος του Νακίλ, να κηρύξει το Σβάντεσι. Η γοητεία που ασκεί στην Μπιμάλα την κάνει τολμηρή- ο Σαντίπ φιλοξενείται στο σπίτι τους και ο Νακίλ παρακολουθεί τον εκμαυλισμό της γυναίκας του, πιστός στην αρχή του ότι «για να δεις έναν άνθρωπο ν’ αποκαλύπτεται ελεύθερα στην αλήθεια, πρέπει να παραιτηθείς από τα συμβατικά δικαιώματα πάνω του».
Σελ. 92
Τούτη η κραυγή του πόνου πρέπει να σιγήσει μέσα μου. Όσο εγώ συνεχίζω να υποφέρω, η Μπιμάλα δε θ’ αποκτήσει ποτέ αληθινή ελευθερία. Πρέπει να την απελευθερώσω ολότελα, γιατί αλλιώς ούτε κι εγώ θα ελευθερωθώ ποτέ απ’ την αναλήθεια.
Αυτό το πάθος της αλήθειας οδηγεί στην αυταπάρνηση ( η μόνη δύναμη που εγώ πιστεύω είναι η δύναμη της αυταπάρνησης – Τότε λοιπόν, φώναξε ο Σαντίπ, σ’ ενθουσιάζει, καθώς φαίνεται, η δόξα της χρεωκοπίας.- Ναι, σαν το κλωσσόπουλο που απολαμβάνει τη χρεωκοπία του κελύφους του. Το κέλυφος είναι μια πραγματικότητα, που το κλωσσόπουλο εγκαταλείπει σαν αντάλλαγμα για το άυλο φως και τον αέρα. Θλιβερή ανταλλαγή κατά τη γνώμη σου, αν δεν απατώμαι)
Δεν μπορούσε να καταλάβει πως εγώ θεωρούσα αδυναμία κάθε επιβολή δύναμης. Μόνο οι αδύναμοι τολμούν να μην είναι δίκαιοι.
Όμως, η ανωτερότητα της ηθικής του Νίκιλ δεν τον κάνει μονοδιάστατο. Παλεύει με τον εαυτό του, με τη θλίψη του – νιώθει και αδύναμος (κάποτε πίστευα πως μπορούσα ν’ αντέξω οτιδήποτε), και- κυρίως- αμφιβάλλει για τον εαυτό του (σελ. 228, αρχίζω να υποψιάζομαι πως υπήρχε πάντα μέσα μου μια φλέβα τυραννικότητας- ένας δεσποτισμός στην επιθυμία μου να δώσω στη σχέση μου με την Μπιμάλα μια σκληρή, ξεκάθαρη, τέλεια μορφή).
Και, σελ. 229:
Άνθρωποι σαν εμένα, που διακατέχονται από μια ιδέα, δεν μπορούν να συνεννοηθούν παρά μονάχα μ΄εκείνους που συμφωνούν μαζί τους. Οι άλλοι, για να τα έχουν καλά μαζί τους, αναγκάζονται να τους εξαπατούν.
Σελ. 36:
Για ποιο λόγο αγωνιώ να σώσω την περηφάνεια μου; Τι πειράζει να ομολογήσω ότι μου λείπει κάτι; Μπορεί να είναι εκείνη η δύναμη πέρα από λογική που αγαπούν οι γυναίκες να βρίσκουν στους άντρες. Μα η δύναμη είναι μόνο απόδειξη ανδρισμού;
Σελ. 37:
Τόσο ματαιόδοξος ήμουνα που νόμιζα ότι είχα τη δύναμη ν’ αντέξω τη θεά της αλήθειας στην τρομακτική της γύμνια. Ήταν σαν να προκαλούσα το πεπρωμένο. Ωστόσο εξακολουθώ να παραμένω πιστός στην περήφανη απόφασή μου να βγω νικητής από τη δοκιμασία.
Σελ. 65:
Αν η καρδιά μου πάει να σπάσει- καλύτερα να σπάσει! Δεν χάθηκε ο κόσμος- ούτε κι εγώ· γιατί ο άνθρωπος είναι πολύ μεγαλύτερος από τα πράγματα που χάνει στη ζωή του.(…) Δεν πρέπει ούτε στιγμή να σκεφτώ πως η ζωή μου χάνει την αξία της εξαιτίας κάποιου κακού που τυχαίνει να με βρει. Η πλέρια αξία της ζωής δεν πρέπει να θυσιαστεί ολόκληρη για ν’ αγοραστεί ο στενός σπιτικός μου κόσμος.
Ο Νίκιλ δεν ξεχωρίζει μόνο για τη στάση του απέναντι στη Μπιμάλα, αλλά και για την αντίθεσή του στην έξαρση του εθνικισμού που χαρακτηρίζει την εποχή (ντρέπομαι να χρησιμοποιώ υπνωτικά πατριωτικά κηρύγματα). Η Βεγγάλη όλη παραληρεί από εκδηλώσεις και διαδηλώσεις (όπου πρωτοστατεί ο Σαντίπ) και που φτάνουν σε όρια παροξυσμού (σελ. 37, η δικιά μου απόφαση ήταν να μην κάνω ποτέ το καθήκον μου μ’ εξαλλοσύνη και παραφορά, μεθυσμένος από το φλογερό ποτό της έξαρσης. Ξέρω πως η Μπιμάλα δεν μπορεί να με σεβαστεί γι’ αυτό, γιατί παίρνει τους ηθικούς δισταγμούς μου γι’ αδυναμία- κι είναι πολύ θυμωμένη μαζί μου που δεν βγαίνω στους δρόμους να φωνάζω έξαλλος Μπάντε Ματάραμ). Αποκορύφωμα αυτού του εθνικιστικού παροξυσμού ήταν η απαίτηση του Σαντίπ από τη Μπιμάλα να «εξασφαλίσει» (κλέβοντας απ’ο τον άντρα της) 6.000 ρουπίες για την επανάσταση. Ήδη ο έρωτάς του (πολύ λυρικά δοσμένος…) της έχει πάρει τα μυαλά· έτσι βλέπουμε την άλλη δύναμη, την εκμαυλιστική του Σαντίπ, να διεκδικεί ανταγωνιστικά την πλήρη (ερωτική και ηθική) παράδοση της Μπιμάλα, της γυναίκας, του θηλυκού στοιχείου.
Αλλά και ο Σαντίπ είναι δύναμη:
Σελ. 41:
Κάθε άνθρωπος έχει φυσικό δικαίωμα να κατέχει, κι επομένως η απληστία είναι κάτι φυσικό. Δεν είναι στη σοφία της φύσης να βρίσκουμε ευχαρίστηση στη στέρηση. (…) Να ντραπώ; Όχι, καθόλου. Ποτέ στη ζωή μου δεν ένιωσα ντροπή. Ζητάω εκείνο που επιθυμώ, και δεν περιμένω πάντα να το ζητήσω για να το πάρω.
Σελ. 62 (για τον Νίκιλ):
Δεν έχει την ψυχική δύναμη να καταλάβει πως το να παραδέχεται ένα λάθος είναι το μεγαλύτερο απ’ όλα τα λάθη. Είναι τυπικό παράδειγμα του πώς οι ιδέες ανοίγουν το δρόμο προς την αδυναμία.
Σελ. 115:
«Δε θα παρουσιαστείς ως μάρτυρας ότι έκαψαν το εμπόρευμα αυτού του ανθρώπου;» (η ανάγκη ενίσχυσης της ντόπιας παραγωγής οδηγούσε τους εθνικιστές σε ακρότητες, όπως να καταστρέφουν εμπορεύματα από το εξωτερικό, χωρίς αποζημίωση, με αποτέλεσμα να καταστρέφονται οικογένειες)
Ο Σαντίπ χαμογέλασε. «φυσικά και θα παρουσιαστώ», είπε. «Μόνο που θα είμαι απ’ την άλλη πλευρά».
«Τι εννοείς», φώναξα, «πως θα είσαι μάρτυρας από τούτη κι όχι από την άλλη πλευρά; Δεν θα πας μάρτυρας της αλήθειας;»
«Άραγε, αυτό που συμβαίνει είναι η μόνη αλήθεια;»
«Και ποιο άλλο μπορεί να είναι η αλήθεια;»
«Αυτό που πρέπει να γίνει. Η αλήθεια που θα χτίσουμε χρειάζεται πολλή αναλήθεια για να γίνει. Εκείνοι που πέτυχαν τον στόχο τους σ’ αυτόν τον κόσμο, έπλασαν μόνοι τους την αλήθεια· δεν ακολούθησαν τυφλά εκείνη που βρήκαν. (…) Δεν ξέρεις ότι μέσα στα τεράστια καζάνια που σιγοβράζουν οι μεγάλες πολιτικές μεταρρυθμίσεις, το κύριο συστατικό είναι το ψέμα;».
Καθώς προχωράει το έργο, οι τρεις χαρακτήρες ξεδιπλώνονται όλο και περισσότερο. Δεν παρακολουθεί κανείς μ’ ενδιαφέρον μόνο τους μονολόγους, που είναι τολμηροί και αποκαλυπτικοί, αλλά και τους διαλόγους αναμεταξύ τους. Είναι σα να βλέπει κανείς «θεριά να μονομαχούν», κι αυτό γιατί ο καθένας έχει ένα ανάστημα μεγάλου διαμετρήματος. Έρχονται συχνά σε αντιπαράθεση όχι μόνο ως χαρακτήρες, αλλά και ως ιδεολογίες:
Σελ. 135: (ο Σαντίπ θέλει να φτιάξει τη χώρα σε εικόνα, να την «αγιοποιήσει», για λόγους φυσικά προπαγανδιστικούς)
Νίκιλ: Δεν πρέπει να ζητάμε τη βοήθεια της αυταπάτης για να στηρίξουμε κάτι που πιστεύουμε πως είναι αληθινό.
Σαντίπ: Η αυταπάτη είναι απαραίτητη στους μικρόμυαλους και σ’ αυτή την κατηγορία ανήκει η πλειοψηφία του κόσμου. Γι’ αυτό η ηγεσία σε κάθε χώρα χρησιμοποιεί διάφορες θεότητες για να κρατά τον κόσμο δεμένο χειροπόδαρα στην άγνοια και την αυταπάτη.
Ν.: Όχι, τον θεό τον χρειαζόμαστε για να διαλύσει τις αυταπάτες μας. Οι θεότητες που τις διατηρούν ζωντανές είναι ψεύτικοι θεοί.
Σιγά σιγά η Μπιμάλα γίνεται «θύμα» της γοητείας του Σαντίπ, αλλά και της προπαγανδιστικής του δράσης. Η έλξη που νιώθει αποδίδεται με απίστευτο λυρισμό -μην ξεχνάμε ότι ο Ταγκόρ είναι μεγάλος ποιητής- (τι απέραντη χαρά έκλεινε μέσα της αυτή η ανενδοίαστη υποταγή. Αληθινά είχα συνειδητοποιήσει ότι, μέσα από την τέλεια αυτοκαταστροφή, μπορεί ο άνθρωπος να γνωρίσει την υπέρτατη ευδαιμονία. (…) Τούτος ο κατακλυσμικός πόθος με τυραννούσε μέρα νύχτα. Αυτός ο όλεθρος που ένιωθα να με απειλεί ήταν κάτι που με μάγευε απελπιστικά).
Η κορύφωση του κύκλου είναι όταν η Μπιμάλα αποφασίζει να κλέψει τον άντρα της- από κει και πέρα αρχίζει αργά και βασανιστικά η αντίστροφη μέτρηση. Αυτό που αποκαλούμε στενά «τύψεις» εδώ περιγράφεται τόσο εκ των «έσω», που μπορεί κανείς να το αποκαλέσει συνειδητοποίηση, ή έστω, κάθαρση. Τα βήματα προς την «έξοδο» είναι αργά και βασανιστικά, με πολλές εντάσεις και παλινδρομήσεις.
Ίσως θα μπορούσε να διακρίνει κανείς ένα «διδακτισμό» με άξονα την ηθική ανωτερότητα του Νίκιλ, ο οποίος δικαιώνεται στο τέλος. Η αίσθηση αυτή όμως δεν υπάρχει (κάτι που υπάρχει φερειπείν στα έργα του Ε. Έσσε), και το αποδίδω –πέρα από τη μαεστρία του Ταγκόρ- στην «ινδική» κουλτούρα, που ενσωματώνει αβίαστα το νου με το σώμα, τη λογική με το συναίσθημα, που αποδέχεται όλες τις εκφάνσεις σώματος και πνεύματος.
Χριστίνα Παπαγγελή