Παρασκευή, Απριλίου 13, 2007

Σαραμάγκου Ζοζέ, Η χρονιά που πέθανε ο Ρικάρντο Ρέις

Η εσωτερική ζωή ενός ποιητή, αυτοεξόριστου στη Βραζιλία, που καταφτάνει στην Πορτογαλία μετά τον θάνατο του Φερνάντο Πεσόα (1936), εποχή δηλαδή που αρχίζει ο εμφύλιος στην Ισπανία και ο θρίαμβος του Σαλαζάρ στην Πορτογαλία (παρεμπιπτόντως, ο Ροκάρντο Ρέις είναι ήρωας του Πεσόα).
Βιβλίο «δύσκολο», που δεν «ρέει», αλλά σου επιβάλλει ένα ρυθμό: μεγάλες (τεράστιες!!) παράγραφοι, μεγάλες περίοδοι, πολυσύνδετα σχήματα ή ασύνδετα σχήματα δεμένα σε μια ποιητική συνοχή (όχι κυριολεκτική ούτε καν αφηγηματική). Παρακολουθώντας με ανάσες και αυτοσυγκεντρώσεις αισθάνεσαι ότι διαβάζεις ποιητικό κείμενοι, όπου, παρά την φαινομενική «φλυαρία», κάθε λέξη έχει τη θέση της, δεν υπάρχουν περιττά στοιχεία.
Ο ποιητής –πρωταγωνιστής βιώνει τη μοναξιά, την κατάπληξη, τον απρόοπτο έρωτα (σε δυο μορφές) με τρόπο βαθιά ποιητικό. Είναι ένας απόλυτος, λευκός δέκτης, όπου καταγράφονται όλες οι διακυμάνσεις, οι λεπτές αποκλίσεις, οι αντιφάσεις. Από αδιάφορος έως α-πολιτικός, (με κατάπληξη έως και απογοήτευση πληροφορείται ο αναγνώστης προς το τέλος του βιβλίου ότι είναι … μοναρχικός (!)) (βλ. και σελ. 97), οι ευαίσθητες ποιητικές του κεραίες ωστόσο δεν τον αφήνουν «απ’ έξω». Υπάρχει ένα apriori στοιχείο μηδενισμού και παραίτησης που υπερβαίνει την κοινωνικοπολιτική διάσταση, και εξισορροπείται με την παρουσία της Λίντιας (καμαριέρας) που είναι γήινη, απλοϊκή και πιο κοινωνικοποιημένη.
Η παρουσία του Φ. Πεσόα (παρότι …φάντασμα!) είναι καταπληκτική. Οι διάλογοι έχουν βάθος, ποίηση και χιούμορ, λεπτές καβαφικού τύπου ειρωνείες ως και σαρκασμό.
σελ.78:
Κι αναρωτιέται ακόμη, αν θα ήταν δυνατόν να καθοριστεί ένας χώρος που να περικλείει νοερά, σαν μια αγκύλη ή κάποιο αντίστοιχο γραφικό σημείο, όλα τα αντίθετα και τα διαφορετικά.(…). Να επιχειρήσει να περιλάβει κανείς σε έναν μόνο χώρο την ατέλειωτη αυτή ποικιλία των αλλιώτικων είναι ίσως το ίδιο παράλογο με το να πασχίζεις ν’ αδειάσεις τη θάλασσα μ’ έναν κουβά, όχι πως είναι έργο ακατόρθωτο, αν έχεις στη διάθεσή σου άπειρο καιρό, κι αν δεν σου λείψουν οι δυνάμεις, θα πρέπει όμως πρώτα να βρεις στη γη μι άλλη πελώρια λακκούβα για να χύσεις τη θάλασσα και ξέρουμε πως τέτοιο πράγμα δεν υπάρχει, τόσο μεγάλη που’ ναι η θάλασσα και τόσο λίγη η στεριά.
σελ. 78:
Με τι ακριβώς θα ασχολούμαι, πού θα φτιάξω το ιατρείο και σε ποιους θα απευθύνομαι, υποτίθεται ότι τέτοιου τύπου ερωτήσεις απαιτούν απαντήσεις, μεγάλο σφάλμα, ποτέ δεν απαντάμε παρά μόνο με πράξεις, κι επίσης μόνο με πράξεις θέτουμε τις ερωτήσεις.
σελ. 154:
‘Ολοι μας υποφέρουμε από μιαν ασθένεια, (…) κι αν θελήσουμε να γίνουμε ακόμη πιο ακριβείς, θα πρέπει να πούμε ότι ο καθένας από μας είναι η αρρώστια του.
σελ. 207-8:
«Για την περίπτωσή μας αυτά αρκούσαν», απάντησε η Λίντια μ’ αυτές τις έξι λέξεις, διακριτικές, που έσφιξαν την καρδιά του Ρ. Ρέις, εάν επρόκειτο για μονομαχία, Ο Ρ. Ρέις τούτη τη στιγμή θα αιμορραγούσε. Η Λ. ετοιμάζεται να φύγει, σημάδι πως τα λόγια αυτά δεν τα πέταξε τυχαία, υπάρχουν κουβέντες που μοιάζουν αυθόρμητες, γεννήματα της συγκυρίας, και μόνο ο θεός ξέρει τι καλούπια τις έπλασαν και από τι φίλτρα πέρασαν, τι διεργασίες αθέατες, γι’ αυτό και όταν έρχεται η ώρα να ειπωθούν πέφτουν σα σολομώντειες ρήσεις, και το καλύτρο θα’ ταν να τις ακολουθεί η σιωπή.
σελ. 369:
Τι παράξενη κοπέλα αυτή η Λ., λέει τα απλούστερα πράγματα μ’ έναν τρόπο που θαρρείς ότι τα λόγια της αποκαλύπτουν τον εξωτερικό μόνο φλοιό άλλων λόγων, βαθύτερων, που αρνείται ή δεν είναι σε θέση να τους ξεστομίσει.
σελ. 432:
«Εάν δεν θέλετε να το αναγνωρίσετε, μη σας απασχολεί, θα είναι παιδί αγνώστου πατρός, όπως κι εγώ». Τα μάτια του Ρ. Ρέις γέμισαν δάκρυα ντροπής και οίκτου συνάμα, κι ας τα ξεχωρίσει όποιος μπορεί, και τελικά μ’ ένα αυθόρμητο ξέσπασμα τούτη τη φορά την αγκάλιασε και τη φίλησε, για φανταστείτε, τη φίλησε ώρα πολλή στο στόμα, ξαλαφρωμένος απ’ το φοβερό βάρος, υπάρχουν τέτοιες στιγμές στη ζωή, νομίζουμε ότι πρόκειται για μια έκρηξη πάθους, κι είναι απλώς μια έκφραση ευγνωμοσύνης. Το σώμα όμως πολύ λίγο ενδιαφέρεται γι’ αυτές τις λεπτές διακρίσεις.
Διαφωτιστικός για τον Ρ.Ρέις ο διάλογός του με τον Φ. Πεσόα στο βιβλίο του Ταμπούκι « Οι τρεις τελευταίες μέρες του Φ. Πεσόα»:
-Κι όμως εσείς ήσασταν μοναρχικός.(…)
Ο Ρ. Ρέις χαμογέλασε μ’ ένα δειλό και αμήχανο χαμόγελο. Ήταν μια φάρσα, απάντησε, ξέρετε, με βόλευε ένας αισθητικιστής και νεοκλασικός ποιητής να μην αγαπά τη Δημοκρατία και τη χυδαιότητα των δημοκρατικών, εγώ πάντα εκτιμούσα έναν Καίσαρα, έναν Μάρκο Αυρήλιο, ικανό να εκτιμήσει τους στίχους μου.
(!!!) Τι να πει κανείς για τον Πεσόα;

Χριστίνα Παπαγγελή

Δεν υπάρχουν σχόλια: