- Πρέπει να με βγάλεις από εδώ μέσα. Δε νομίζω ότι μπορώ ν’ αντέξω άλλο.
- Αυτό δε θα είναι εύκολο. Έχουν απαγγελθεί τόσες κατηγορίες εναντίον σας.(…)
- Κατηγορίες; Τι είδους κατηγορίες;
- Όλο το φάσμα, φοβάμαι. Από εγκληματική αδιαφορία μέχρι σεξουαλική κακοποίηση. Από συνωμοσία σε από τη μέχρι φόνο εξ αμελείας. Από συκοφαντική δυσφήμιση μέχρι ανθρωποκτονία εκ προμελέτης. Να συνεχίσω;
- Μα είμαι αθώος. Δεν έκανα τίποτα απ’ όλ’ αυτά.
- Αυτό είναι ένα σημείο που επιδέχεται συζήτηση. Όλα εξαρτώνται από την οπτική γωνία του καθενός.
Ο κεντρικός ήρωας, με το χαρακτηριστικό όνομα «Blank» (=λευκό, κενό), είναι ένας γέρος ξεμωραμένος που σε πρώτο πλάνο πάσχει από αμνησία και βρίσκεται απομονωμένος σ’ ένα χώρο (δωμάτιο νοσοκομείου, κελλί;) όπου υποβάλλεται σε θεραπεία. Η υποψία ότι δεν πρόκειται για έναν κοινό ασθενή μπαίνει στον αναγνώστη από την τρίτη σειρά του κειμένου (δεν είχε ιδέα ότι μια φωτογραφική μηχανή βρίσκεται κρυμμένη στην οροφή ακριβώς από πάνω του). Κάποιος λοιπόν, ή κάποιοι, τον παρακολουθούν, φωτογραφίζοντας κάθε δευτερόλεπτο τον ήρωά μας στην προσπάθειά του να αναδυθεί από τη λήθη των γηρατειών στην ανάμνηση ενός «καυτού παρελθόντος». Τον παρακολουθούμε κι εμείς, χωρίς να γνωρίζουμε τίποτα γι’ αυτόν, καθώς ο συγγραφέας περιγράφει με ιδιαίτερη εμμονή τις σισύφειες προσπάθειες ενός ανήμπορου γέρου να εξυπηρετήσει τις βιολογικές του ανάγκες και ν’ αντιμετωπίσει τη μοναξιά. Τη μοναξιά της λήθης και του γήρατος, τη μοναξιά της απώλειας μνήμης. Μια οπτική που κάνει τον αναγνώστη να συμ-παθεί τον ήρωα ή έστω, να τον λυπάται.
Ο τόπος είναι απροσδιόριστος, μέχρι να πληροφορηθούμε έμμεσα (μέσα από ένα χειρόγραφο που αναγκάζεται -τρόπον τινα- να διαβάσει) ότι βρισκόμαστε στη «Συμπολιτεία», όρος που παραπέμπει στις ΗΠΑ.
Κι εδώ, όπως σε όλα σχεδόν τα βιβλία του Πολ Όστερ, η δομή είναι ευρηματική. Όλο το βιβλίο αφορά μια μέρα του έγκλειστου κ. Μπλανκ, από το πρωί μέχρι το βράδυ. Στη διάρκεια αυτής της μέρας τον επισκέπτονται διάφορα άτομα με διαφορετικό ρόλο το καθένα και κατά τη διάρκεια αυτής της μέρας ξεθολώνει κάπως το τοπίο της λήθης, αρχίζει αμυδρά και θυμάται. Αποφασιστικό μέρος της θεραπείας αποτελεί και η ανάγνωση του μυστηριώδους χειρόγραφου, που βρίσκεται στο δωμάτιο του κ Μπλανκ και όπου περιγράφεται η ιστορία ενός άλλου κρατούμενου, του Σίγμουντ Γκραφ. Υπάρχει δηλαδή αφήγηση μέσα την αφήγηση (κάτι στο οποίο ο Όστερ είναι τεχνίτης), όπου μαθαίνουμε έμμεσα πολλές πληροφορίες για τη χώρα (π.χ. ότι το δυτικότερο άκρο της Συμπολιτείας ονομάζεται Ούλτιμα και φρουρείται, γιατί είναι το «μέρος που βρίσκεται στην άκρη του γνωστού κόσμου. Εδώ είμαστε πάνω από χίλια διακόσια χιλιόμετρα μακριά από την πρωτεύουσα, έχοντας μπροστά μα τις αχαρτογράφητες εκτάσεις των Αλλοδαπών Εδαφών»). Κυρίως όμως, μαθαίνουμε για την ανελευθερία που επικρατεί σ’ αυτή τη χώρα, εφόσον ο Γκραφ είναι πολιτικός κρατούμενος. Η υποψία ότι ο ανήμπορος και συμπαθής ως εκ τούτου Μπλανκ ήταν εμπλεγμένος αλλά και ταγμένος με τους «θύτες» αυτής της υπόθεσης μπαίνει αργά και βασανιστικά στην υποψία του αναγνώστη, είναι βέβαιο όμως ότι δεν μπορεί κανείς να του προσάψει πια ευθύνες… δε θυμάται πια, έχει το ακαταλόγιστο… κι αυτή η αντίφαση αποτελεί και το κεντρικό θέμα του βιβλίου: Ο χρόνος και τα γηρατειά γλύφουν την πραγματικότητα, κι είναι άτοπο να ψάχνει κανείς την απόδοση ευθυνών, όπως και να διαπιστώσει το «τι έγινε στ’ αλήθεια». Κι εδώ έγκειται η τραγικότητα: όλα εντέλει διαδραματίζονται κατά τραγικό τρόπο μέσα στη συνείδησή μας.
Το εύρημα του εγκιβωτισμού, όμως, δεν εξαντλείται εδώ: ο Μπλανκ είναι υποχρεωμένος να διαβάσει το χειρόγραφο (μαζί το διαβάζουμε κι εμείς), αλλά στο πιο αγωνιώδες σημείο το χειρόγραφο διακόπτεται. Εκνευρισμένος το πετάει, αλλά τότε τον επισκέπτεται ο γιατρός Σάμιουελ Φαρ που επεμβαίνει και τον αναγκάζει να συνεχίσει την ιστορία όπως νομίζει ο ίδιος.
-Ξεκινώντας από το σημείο στο οποίο σταματήσατε να διαβάζετε, πείτε μου τι νομίζετε ότι θα έπρεπε να συμβεί τώρα, μέχρι και την τελευταία παράγραφο, μέχρι και την τελευταία λέξη. Έχετε την αρχή. Τώρα θέλω να μου δώσετε τη μέση και το τέλος.
- Τι είναι αυτό, κανένα παιχνίδι συναναστροφής;
- Αν θέλετε. Προτιμώ να το βλέπω ως μια άσκηση δημιουργικής λογικής.
Η αφήγηση του Μπλανκ είναι τόσο πειστική που αναρωτιέσαι αν απλώς «διαβάζει» τις θολές του αναμνήσεις. Όπως λέει κι ο ίδιος σε μια στιγμή διαύγειας, τον κυνηγούν τα «καταραμένα φαντάσματά μου, τα θύματά μου- όλοι εκείνοι που εγώ τους έκανα να υποφέρουν όλα αυτά τα χρόνια». Ως γνήσιος αφηγητής όμως, επεμβαίνει, λογοκρίνει, φωτίζει την ιστορία ή παρουσιάζει διαφορετικές παραλλαγές. Έτσι γίνεται δημιουργός, κατασκευαστής της ιστορίας, επικυρώνοντας την αλήθεια ότι δεν υπάρχει –ή τουλάχιστον δε μπορεί να πιστοποιηθεί- μία και αντικειμενική αλήθεια.
Έχει ιδιαίτερη σημασία η εγκιβωτισμένη ιστορία, η προσωπική μαρτυρία του Γκραφ, ο οποίος εξαπατήθηκε διπλά, εστάλη στην απαγορευμένη χώρα, στα ίχνη ενός διπλού πράκτορα και παλιού φίλου του για ν’ ανακαλύψει μετά από πολλές περιπέτειες ότι τον χρησιμοποίησαν: με το να τον βάλουν να γράψει την ιστορία του, ή μάλλον την ερμηνεία που ο ίδιος έδωσε σε μια φρικιαστική σφαγή, πυροδοτεί άθελά του έναν πόλεμο προς τη Συμπολιτεία. Δεν έχουν βέβαια σημασία οι λεπτομέρειες, αλλά και η παράλληλη αυτή ιστορία δείχνει την αλλοτριωτική (ή δημιουργική;) δύναμη των λέξεων
Γιατί, όπως γράφεο ο Όστερ στο βιβλίο «Η επινόηση της μοναξιάς»:
Η γλώσσα δεν είναι αλήθεια.
Είναι ο τρόπος που υπάρχουμε στον κόσμο.
Το παιχνίδι με τις λέξεις γίνεται απλώς
για να εξετάσουμε τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί το μυαλό,
να αντικατοπτρίσουμε ένα μέρος του κόσμου
όπως τον προσλαμβάνει το μυαλό.
Αυτή η βασική ιδέα φαίνεται να διαποτίζει συνολικά όλο το έργο του, όπου κυριαρχεί ένας ιδιόμορφος ρεαλισμός – θα τον ονόμαζα «ονειρικό». Όπως γράφει η Μαρία Ξυλούρη[1], «ο Auster έχει έναν ιδιότυπο ρεαλισμό στον οποίο θα πρέπει να αποδεχτείς ότι όλα μπορεί να συμβούν, και θα συμβούν». To τυχαίο παίζει καθοριστικό ρόλο, σε βαθμό ώστε να μένουν ιστορίες ατελείωτες, και η ατελής πρόσληψή τους καταδεικνύει τον παραλογισμό με τον οποίο κατανοούμε την πραγματικότητα. Άλλωστε, αυτή την άποψη ενισχύει - νομίζω- και ο πρωτότυπος τίτλος «Travels in the scriptorium», δηλαδή «Ταξίδια στη γραμματεία».
[1] Περιοδικό ΔΙΑΒΑΖΩ, Σεπτέμβρης 2008, αφιέρωμα στον Πολ Όστερ
- Αυτό δε θα είναι εύκολο. Έχουν απαγγελθεί τόσες κατηγορίες εναντίον σας.(…)
- Κατηγορίες; Τι είδους κατηγορίες;
- Όλο το φάσμα, φοβάμαι. Από εγκληματική αδιαφορία μέχρι σεξουαλική κακοποίηση. Από συνωμοσία σε από τη μέχρι φόνο εξ αμελείας. Από συκοφαντική δυσφήμιση μέχρι ανθρωποκτονία εκ προμελέτης. Να συνεχίσω;
- Μα είμαι αθώος. Δεν έκανα τίποτα απ’ όλ’ αυτά.
- Αυτό είναι ένα σημείο που επιδέχεται συζήτηση. Όλα εξαρτώνται από την οπτική γωνία του καθενός.
Ο κεντρικός ήρωας, με το χαρακτηριστικό όνομα «Blank» (=λευκό, κενό), είναι ένας γέρος ξεμωραμένος που σε πρώτο πλάνο πάσχει από αμνησία και βρίσκεται απομονωμένος σ’ ένα χώρο (δωμάτιο νοσοκομείου, κελλί;) όπου υποβάλλεται σε θεραπεία. Η υποψία ότι δεν πρόκειται για έναν κοινό ασθενή μπαίνει στον αναγνώστη από την τρίτη σειρά του κειμένου (δεν είχε ιδέα ότι μια φωτογραφική μηχανή βρίσκεται κρυμμένη στην οροφή ακριβώς από πάνω του). Κάποιος λοιπόν, ή κάποιοι, τον παρακολουθούν, φωτογραφίζοντας κάθε δευτερόλεπτο τον ήρωά μας στην προσπάθειά του να αναδυθεί από τη λήθη των γηρατειών στην ανάμνηση ενός «καυτού παρελθόντος». Τον παρακολουθούμε κι εμείς, χωρίς να γνωρίζουμε τίποτα γι’ αυτόν, καθώς ο συγγραφέας περιγράφει με ιδιαίτερη εμμονή τις σισύφειες προσπάθειες ενός ανήμπορου γέρου να εξυπηρετήσει τις βιολογικές του ανάγκες και ν’ αντιμετωπίσει τη μοναξιά. Τη μοναξιά της λήθης και του γήρατος, τη μοναξιά της απώλειας μνήμης. Μια οπτική που κάνει τον αναγνώστη να συμ-παθεί τον ήρωα ή έστω, να τον λυπάται.
Ο τόπος είναι απροσδιόριστος, μέχρι να πληροφορηθούμε έμμεσα (μέσα από ένα χειρόγραφο που αναγκάζεται -τρόπον τινα- να διαβάσει) ότι βρισκόμαστε στη «Συμπολιτεία», όρος που παραπέμπει στις ΗΠΑ.
Κι εδώ, όπως σε όλα σχεδόν τα βιβλία του Πολ Όστερ, η δομή είναι ευρηματική. Όλο το βιβλίο αφορά μια μέρα του έγκλειστου κ. Μπλανκ, από το πρωί μέχρι το βράδυ. Στη διάρκεια αυτής της μέρας τον επισκέπτονται διάφορα άτομα με διαφορετικό ρόλο το καθένα και κατά τη διάρκεια αυτής της μέρας ξεθολώνει κάπως το τοπίο της λήθης, αρχίζει αμυδρά και θυμάται. Αποφασιστικό μέρος της θεραπείας αποτελεί και η ανάγνωση του μυστηριώδους χειρόγραφου, που βρίσκεται στο δωμάτιο του κ Μπλανκ και όπου περιγράφεται η ιστορία ενός άλλου κρατούμενου, του Σίγμουντ Γκραφ. Υπάρχει δηλαδή αφήγηση μέσα την αφήγηση (κάτι στο οποίο ο Όστερ είναι τεχνίτης), όπου μαθαίνουμε έμμεσα πολλές πληροφορίες για τη χώρα (π.χ. ότι το δυτικότερο άκρο της Συμπολιτείας ονομάζεται Ούλτιμα και φρουρείται, γιατί είναι το «μέρος που βρίσκεται στην άκρη του γνωστού κόσμου. Εδώ είμαστε πάνω από χίλια διακόσια χιλιόμετρα μακριά από την πρωτεύουσα, έχοντας μπροστά μα τις αχαρτογράφητες εκτάσεις των Αλλοδαπών Εδαφών»). Κυρίως όμως, μαθαίνουμε για την ανελευθερία που επικρατεί σ’ αυτή τη χώρα, εφόσον ο Γκραφ είναι πολιτικός κρατούμενος. Η υποψία ότι ο ανήμπορος και συμπαθής ως εκ τούτου Μπλανκ ήταν εμπλεγμένος αλλά και ταγμένος με τους «θύτες» αυτής της υπόθεσης μπαίνει αργά και βασανιστικά στην υποψία του αναγνώστη, είναι βέβαιο όμως ότι δεν μπορεί κανείς να του προσάψει πια ευθύνες… δε θυμάται πια, έχει το ακαταλόγιστο… κι αυτή η αντίφαση αποτελεί και το κεντρικό θέμα του βιβλίου: Ο χρόνος και τα γηρατειά γλύφουν την πραγματικότητα, κι είναι άτοπο να ψάχνει κανείς την απόδοση ευθυνών, όπως και να διαπιστώσει το «τι έγινε στ’ αλήθεια». Κι εδώ έγκειται η τραγικότητα: όλα εντέλει διαδραματίζονται κατά τραγικό τρόπο μέσα στη συνείδησή μας.
Το εύρημα του εγκιβωτισμού, όμως, δεν εξαντλείται εδώ: ο Μπλανκ είναι υποχρεωμένος να διαβάσει το χειρόγραφο (μαζί το διαβάζουμε κι εμείς), αλλά στο πιο αγωνιώδες σημείο το χειρόγραφο διακόπτεται. Εκνευρισμένος το πετάει, αλλά τότε τον επισκέπτεται ο γιατρός Σάμιουελ Φαρ που επεμβαίνει και τον αναγκάζει να συνεχίσει την ιστορία όπως νομίζει ο ίδιος.
-Ξεκινώντας από το σημείο στο οποίο σταματήσατε να διαβάζετε, πείτε μου τι νομίζετε ότι θα έπρεπε να συμβεί τώρα, μέχρι και την τελευταία παράγραφο, μέχρι και την τελευταία λέξη. Έχετε την αρχή. Τώρα θέλω να μου δώσετε τη μέση και το τέλος.
- Τι είναι αυτό, κανένα παιχνίδι συναναστροφής;
- Αν θέλετε. Προτιμώ να το βλέπω ως μια άσκηση δημιουργικής λογικής.
Η αφήγηση του Μπλανκ είναι τόσο πειστική που αναρωτιέσαι αν απλώς «διαβάζει» τις θολές του αναμνήσεις. Όπως λέει κι ο ίδιος σε μια στιγμή διαύγειας, τον κυνηγούν τα «καταραμένα φαντάσματά μου, τα θύματά μου- όλοι εκείνοι που εγώ τους έκανα να υποφέρουν όλα αυτά τα χρόνια». Ως γνήσιος αφηγητής όμως, επεμβαίνει, λογοκρίνει, φωτίζει την ιστορία ή παρουσιάζει διαφορετικές παραλλαγές. Έτσι γίνεται δημιουργός, κατασκευαστής της ιστορίας, επικυρώνοντας την αλήθεια ότι δεν υπάρχει –ή τουλάχιστον δε μπορεί να πιστοποιηθεί- μία και αντικειμενική αλήθεια.
Έχει ιδιαίτερη σημασία η εγκιβωτισμένη ιστορία, η προσωπική μαρτυρία του Γκραφ, ο οποίος εξαπατήθηκε διπλά, εστάλη στην απαγορευμένη χώρα, στα ίχνη ενός διπλού πράκτορα και παλιού φίλου του για ν’ ανακαλύψει μετά από πολλές περιπέτειες ότι τον χρησιμοποίησαν: με το να τον βάλουν να γράψει την ιστορία του, ή μάλλον την ερμηνεία που ο ίδιος έδωσε σε μια φρικιαστική σφαγή, πυροδοτεί άθελά του έναν πόλεμο προς τη Συμπολιτεία. Δεν έχουν βέβαια σημασία οι λεπτομέρειες, αλλά και η παράλληλη αυτή ιστορία δείχνει την αλλοτριωτική (ή δημιουργική;) δύναμη των λέξεων
Γιατί, όπως γράφεο ο Όστερ στο βιβλίο «Η επινόηση της μοναξιάς»:
Η γλώσσα δεν είναι αλήθεια.
Είναι ο τρόπος που υπάρχουμε στον κόσμο.
Το παιχνίδι με τις λέξεις γίνεται απλώς
για να εξετάσουμε τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί το μυαλό,
να αντικατοπτρίσουμε ένα μέρος του κόσμου
όπως τον προσλαμβάνει το μυαλό.
Αυτή η βασική ιδέα φαίνεται να διαποτίζει συνολικά όλο το έργο του, όπου κυριαρχεί ένας ιδιόμορφος ρεαλισμός – θα τον ονόμαζα «ονειρικό». Όπως γράφει η Μαρία Ξυλούρη[1], «ο Auster έχει έναν ιδιότυπο ρεαλισμό στον οποίο θα πρέπει να αποδεχτείς ότι όλα μπορεί να συμβούν, και θα συμβούν». To τυχαίο παίζει καθοριστικό ρόλο, σε βαθμό ώστε να μένουν ιστορίες ατελείωτες, και η ατελής πρόσληψή τους καταδεικνύει τον παραλογισμό με τον οποίο κατανοούμε την πραγματικότητα. Άλλωστε, αυτή την άποψη ενισχύει - νομίζω- και ο πρωτότυπος τίτλος «Travels in the scriptorium», δηλαδή «Ταξίδια στη γραμματεία».
[1] Περιοδικό ΔΙΑΒΑΖΩ, Σεπτέμβρης 2008, αφιέρωμα στον Πολ Όστερ
Χριστίνα Παπαγγελή