Μια μοναδική αρχή που διέπει τους νόμους που κινούν το σύμπαν (επεκτείνοντας τους νόμους της κίνησης του Νεύτονα) αλλά και τις ανθρώπινες σχέσεις, είναι η περίφημη «Αρχή του Ντ’ Αλαμπέρ», πρωτοδιατυπωμένη από τον ίδιο στο έργο του «Πραγματεία περί Δυναμικής» το 1743, στην καρδιά δηλαδή του διαφωτισμού. Αυτή η αρχή αλλά και η αυτοδιάψευσή της φαίνεται να είναι το κεντρικό θέμα αυτού του βιβλίου του Κράμεϋ, που ακολουθεί τη δομή του άλλου μεγάλου έργου του Ζαν λε Ρον Ντ’ Αλαμπέρ, της Εγκυκλοπαίδειας, την οποία εξέδωσε μαζί με τον Ντιντερό: το «
Συστηματικό Διάγραμμα της Ανθρώπινης Γνώσης και Κατανόησης», που στόχευε στο να εξηγήσει τις βασικές αρχές της συγκρότησης της περίφημης «
Εγκυκλοπαίδειας», διακρίνει τρεις κατηγορίες θεμάτων: Μνήμη, Λογική και Φαντασία. Έτσι, στη μυθιστορηματική του αυτή προσέγγιση ο συγγραφέας ακολουθεί χαλαρά αυτή τη δομή, χωρίζει δηλαδή το βιβλίο σε τρία, ασύνδετα σχεδόν μεταξύ τους μέρη.
Στο πρώτο –«
Μνήμη»- έχουμε μια βιογραφική παρουσίαση της τραγικής ζωής του Ντ’ Αλαμοπέρ, που εγκαταλείφθηκε νεογέννητος στο κατώφλι μιας εκκλησίας, διασώθηκε και ανατράφηκε σε ορφανοτροφείο και κατάφερε ωστόσο να ξεχωρίσει για τη μαθηματική του ευφυΐα, και ν’ ακολουθήσει μια λαμπρή καριέρα ως μαθηματικός, φυσικός αλλά και φιλόσοφος του Γαλλικού Διαφωτισμού.
(σελ. 35): "...
ολόκληρος ο κόσμος δίπλα μου, τεράστιος και ανεξερεύνητος, σαν ένα κείμενο που περιμένει να διαβαστεί και να κατανοηθεί. Η επιθυμία μου να ωριμάσω και να μάθω ήταν παρούσα ακόμα και στα παιχνίδια μου". Από νωρίς επίσης «
έφερα βαρέως όλες τις ατέλειωτες ώρες που ξόδευα μελετώντας άχρηστα μαθήματα, όπως η εκκλησιαστική ιστορία και τα κτηνώδη κατορθώματα τυράννων και κατακτητών». Έτσι προοικονομείται η ορθολογιστική και σκεπτικιστική στάση των διαφωτιστών απέναντι στην εκκλησία, τη θρησκεία αλλά και τη μοναρχία. Άλλωστε, ο Ντ’ Αλαμπέρ συνεργάστηκε με τον «
ιδιόρρυθμο κι αναξιόπιστο Ντιντερό που ενδιαφερόταν πολύ περισσότερο για το καλό φαγητό παρά για τους φίλους του», τον «
ενοχικό και κουραστικό Ρουσσώ», γνώρισε τον Βολτέρο κι άλλες προσωπικότητες της εποχής. Ένα άρθρο της Εγκυκλοπαίδειας που στρέφεται εναντίον του Καλβινισμού, γίνεται αφορμή για αντιδικία με τον Ντιντερό.
(σελ. 97): Ντιντερό:
-Εσύ μας έμπλεξες, εσύ θα μας ξεμπλέξεις. Οι πάστορες απαιτούν μια δημόσια συγνώμη και μια ανάκληση. Ζήτα εκεί χάμω μια δημόσια συγνώμη να τελειώνουμε. Πού το βλέπεις το κακό; Πρέπει να κρατάμε τους ηλίθιους ευχαριστημένους.
-Φοβούμαι πως δεν μπορώ ν’ αντιμετωπίσω την αλήθεια τόσο επιπόλαια όσο εσύ ».
Ήταν και η αφορμή μερικής παραίτησης του Ντ’ Αλαμπέρ από τη συνεργασία του με τον Ντιντερό αλλά και τον Ρουσσώ, ο οποίος έσπευσε να γράψει μια καταγγελία που εξελίχτηκε σε προσωπική επίθεση! (Το συγκεκριμένο κείμενο παρατίθεται σε υποσημείωση κι έχει τίτλο «
Lettre a d’ Alembert sur les sprectacles». Το πρόβλημα της διάκρισης φαντασίας- ιστορικής αλήθειας υπάρχει έντονο στη μυθιστορηματική απόδοση βιογραφιών).
Έτσι αγαπητός σε μερικούς αλλά αντιπαθής σε άλλους, όλη του η ζωή στρέφεται στη μεγάλη του αγάπη, την Ζυλί, μια γυναίκα με εξίσου ταραγμένη ζωή με τη δική του, με την οποία όμως η σχέση είναι μόνο πνευματική, μέχρι ν’ ανακαλύψει μετά τον θάνατό της ότι εκείνη έπαιζε μαζί του ενώ υπέφερε για άλλον άντρα. Eρωτευμένος και παραγκωνισμένος πέθανε χωρίς να γνωρίσει αγάπη και τρυφερότητα ούτε από μάνα ούτε από γυναίκα.
Συμβατικό λοιπόν, ωστόσο ενδιαφέρον το πρώτο αυτό μέρος, ξεδιπλώνει την εμμονή του Ντ’Αλαμπέρ στην ορθολογική αρχή ότι, όπως οι νόμοι του Νεύτονα καθορίζουν την κίνηση του σύμπαντος, έτσι κάποια ορθολογική αρχή διέπει «
κάθε μορφή κίνησης στον κόσμο» και τις ιστορικές και κοινωνικές σχέσεις.
Άξια λόγου είναι και η πίστη στη δύναμη της μαθηματικής σκέψης, όπου «τίποτα δεν είναι αυθαίρετο», «ακόμα κι αν κανένας δεν σας έχει διδάξει τους κανόνες των μαθηματικών, θα μπορούσατε να τους ανακαλύψετε όλους μόνος σας» γιατί «δεν είναι τίποτα άλλο από μια σειρά βουνοκορφές που περιμένουν ποιος θα τις κατακτήσει» (σελ. 116). Κι ότι «Ο μαθηματικός οφείλει να ξεκινά από έναν τέλειο κόσμο, οικοδομημένο με ιδανικά στοιχεία. Μόνο όταν αυτός ο κόσμος γίνει πλήρως κατανοητός, μπορούν να αρχίσουν να μελετώνται οι ατέλειες που προσδίδουν στον πραγματικό κόσμο το χαρακτήρα που γνωρίζουμε» (σελ. 121).
Και παρακάτω:
- Λέτε ότι η φυσική είναι άχρηστη, αν ασχολείται μόνο με ιδανικές καταστάσεις. Εγώ, αντιθέτως, ισχυρίζομαι ότι ο κόσμος μπορεί να γίνει κατανοητός, μόνο αφού γνωρίσουμε πλήρως το ιδανικό μοντέλο. Σε αντίθετη περίπτωση, θα έχουμε μόνο χάος, το οποίο δε θα υπόκειται σε καμιά αναγωγή. Ως μαθηματικοί, δεν είμαστε χειρότεροι από τους ποιητές, που αναφέρονται στους θεούς και στις ευγενικές πράξεις ιδανικών αντρών και γυναικών (+++)
Ήδη έχουν μπει τα θεμέλια για το βασικό θέμα/πρόβλημα που πραγματεύεται το βιβλίο του Κράμεϋ.
Το δεύτερο μέρος - «Λογική»- είναι φαινομενικά απολύτως άσχετο. Λίγο πριν από το θάνατό του ο Ντ’ Αλαμπέρ δέχεται μια επίσκεψη από κάποιον Μάγκνους Φέργκουσον, που του αφήνει ένα χειρόγραφο με τίτλο «Η κοσμογραφία». Το περιεχόμενό το προοικονομείται από το πρώτο κιόλας μέρος, εφόσον ο μυστηριώδης επισκέπτης εξομολογείται στην υπηρέτρια ότι χρόνια προσπαθεί να πείσει τον Ντ’ Αλαμπέρ ότι «οι βεβαιότητες στις οποίες στηρίζεται η επιστήμη του είναι απλές αυταπάτες· ότι το Σύμπαν διέπεται από τους νόμους του τυχαίου». Ότι το χειρόγραφό του «έρχεται να προστεθεί στη μακρά σειρά των κειμένων που αποδεικνύουν την ύπαρξη άλλων κόσμων, πέρα από τη φιλοσοφία του πέρα από τα στείρα όρια της καταραμένης του Εγκυκλοπαίδειας».
Ο φερόμενος ως ήρωας λοιπόν, μάλλον είναι ένα πρόσωπο μη ιστορικό, που θέτει όμως σε άμεση αμφισβήτηση την αρχή του Ντ’ Αλαμπέρ στο φιλοσοφικό του δοκίμιο «Μια φυσική ιστορία της ανθρώπινης ψυχής», από το οποίο, σύμφωνα με το μύθο, διασώζεται μόνο μια αναφορά κάποιου άλλου μάρτυρα. Αξίζει όμως ν’ αναφερθεί ότι η πηγή έμπνευσης του Φέργκουσον είναι μια εμπειρία «απώλειας της ταυτότητας».
(σελ. 148): "Απότομα αισθάνθηκα ότι δεν είμαι πια ο εαυτός μου. Δεν ξέρω αν αισθανόμουν σα να ήμουν κάποιος άλλος ή σαν να ήμουνα κανένας απολύτως. Αλλά σε μια στιγμή έχασα πλήρως την αίσθηση της ταυτότητάς μου, της ίδιας μου της ύπαρξης".
Στο έργο του λοιπόν αυτό, ο Φέργκουσον πραγματεύεται την περίπτωση συτή, επινοώντας έναν «χαρακτήρα» για τον οποίο μια δήλωση έχει νόημα όταν είναι αντικειμενικά επαληθεύσιμη. Δεν αισθάνεται, γιατί η έννοια της αίσθησης δεν υπάρχει γι’ αυτόν, αφού προϋποθέτει ένα αντικείμενο που να την βιώνει. (…) Δεν έχει αυτοσυνείδηση και δεν μπορεί να ξέρει πώς είναι να είσαι ο εαυτός σου. (…) Ήταν μια ψυχή στα πρόθυρα του θανάτου, ένα πνεύμα απελευθερωμένο από τα δεσμά της προσωπικής ταυτότητας.
Είναι γλαφυρότατη η περιγραφή αυτής της ειδικής ψυχικής κατάστασης (θυμίζει λίγο Ε. Α. Πόε) από τον παρουσιαστή του έργου του Φέργκουσον, το οποίο όμως επεκτείνεται και σ΄άλλα θέματα, παράδοξα και προκλητικά, όπως π.χ. το «Παράδοξο της Λοταρίας» (μια «εισαγωγή στη θεωρία των πιθανοτήτων»;) και κυρίως, το «σύμπαν των πολλαπλών κόσμων».
Η «Κοσμογραφία» είναι ένα ταξίδι στους πολλαπλούς αυτούς κόσμους, μια πρόκληση επομένως στη Λογική Αρχή του Ντ’ Αλαμπέρ. Είναι εκπληκτική η αρχή: « Αυτός είναι ένας πλανήτης ονείρων. Όμως δεν είμαι σε θέση να αποφασίσω αν πρόκειται για τα δικά μου ή τα όνειρα κάποιου άλλου. (…) Η γνώση της μη πραγματικότητας, το έντονο βίωμά της, μοιάζει να είναι ένα παράξενο φαινόμενο, παρόλο που είμαστε εξοικειωμένοι μ’ αυτό σε καθημερινή βάση».
Είμαστε στο όριο της Ιστορίας του ανθρώπου όπου στη διερεύνηση της πραγματικότητας, της «υπέρτατης αλήθειας», συμμετέχει και η συνείδηση, η προσωπικότητα, το όνειρο, η φαντασία. Το υποκείμενο διέρχεται τους επτά πλανήτες στον καθένα εκ των οποίων η συνείδηση βρίσκεται «κάπου αλλού»:
ΕΡΜΗΣ: "…εδώ ο χρόνος δεν αποτελεί μια μονόδρομη ροή των γεγονότων αλλά μια διαρκώς παρούσα διακλάδωση των δυνατοτήτων. (…) Είμαι ένας άνδρας ή πολλοί; Είμαι μήπως το ένα εκατομμυριοστό ενός μεγαλύτερου άνδρα, ένα απειροστό κλάσμα του χώρου των πιθανοτήτων που απαρτίζουν αυτόν τον κόσμο; Ακόμα κι όταν θα φύγω, όλοι οι άλλοι θα παραμείνουν".
Κατά τον ίδιο τρόπο η συνείδηση περιδιαβαίνει τους πλανήτες/επίπεδα εγρήγορσης και τελειώνει μ’ ένα γράμμα του Φέργκουσον σ’ …έναν απ’ τους εαυτούς του! (Το έργο μου έχει μείνει ατελές, αλλά τώρα ήρθες εσύ για να το συνεχίσεις. Μη λυπηθείς για το θάνατό μου, ούτε κι εγώ λυπάμαι. Κάποια στιγμή τον ονειρεύτηκες, κι έτσι τον έκανες να συμβεί μέσα στον κόσμο που εγώ γράφω).
Το τρίτο μέρος, που αντιστοιχεί στην Νταλαμπερική «Φαντασία», ξεφεύγει πολύ από την περίφημη Λογική Αρχή. Έχεις την αίσθηση ότι διαβάζεις ... άλλο βιβλίο! Τοποθετημένο στο Πφιτζ, φανταστική πόλη άλλου έργου του Κράμεϋ, αποτελεί ουσιαστικά διάλογο ανάμεσα σε δυο ήρωες, κάτι σαν Δον Κιχώτη και Σάντσο Πάντσα. Στηρίζεται σε αφηγήσεις εγκιβωτισμένες του «Πφιτζ» (συνωνυμία με την πόλη) οι οποίες είναι εκπληκτικές προκλήσεις στη λογοκρατούμενη σκέψη, ιστορίες μέσα στις ιστορίες που κάνουν ένα χαοτικό παζλ, και φυσικά κατ’ αυτόν μόνο τον τρόπο σχετίζονται με το υπόλοιπο βιβλίο. Η μόνη χαλαρή εξωτερική σύνδεση είναι μια επιστολή κάποιου άγνωστου που μοιάζει σα ν’ απευθύνεται στον Ντ’ Αλαμπέρ:
«Η Μνήμη δεν μπορεί να σας προσφέρει κάποια ανακούφιση, από τη στιγμή που γνωρίζετε (από τις αποδείξεις που σας έχω στέιλει) ότι οι θεωρίες σας είναι λανθασμένες και η Φυσική σας ολότελα αστήρικτη. Το Σύμπαν δεν μπορεί να ερμηνευθεί με τις αρχές σας και τα θεωρήματά σας, με την ξερή Μηχανική σας. Πολύ περισσότερο κυβερνάται από Τύχη και Αναγκαιότητα, από τους νόμους των Πιθανοτήτων. Από τη στείρα θεώρησή σας του κόσμου απουσιάζει τελείως η Φαντασία, αυτός ο τρίτος παράγοντας που στο σχεδιασμό σας είναι ένα απλό αποθετήριο για τις Τέχνες» κλπ. κλπ.
Είναι εκπληκτικές οι ιστορίες/αφηγήσεις των ηρώων, κάτι σαν διανοητικά γυμνάσματα στην προσπάθεια καταγραφής μιας «άλλης πραγματικότητας». Αξιομνημόνευτα ενδεικτικά είναι το «Λεξικό της Ταυτότητας» και το «Αστρονομικό Ρολόι». Και φυσικά, στο μέρος αυτό αναδεικνύεται η δύναμη της αφήγησης και της μνήμης (αντιστροφή της «δομής» του Ντ’ Αλαμπέρ!)
Δεν είναι τυχαίο που ο Τεύκρος Μιχαηλίδης, ο οποίος προλογίζει το βιβλίο, γράφει:
(…) Κι εκεί που πίστευα πως είχα πιάσει το κλίμα και απολάμβανα νωχελικά το μυθιστόρημά μου, χαμός! (…) Η ανάγνωση του βιβλίου δεν είναι η ομαλή μονόδρομη σχέση που αναμένει κανείς από ένα κλασικό μυθιστόρημα. Αντίθετα, ο αναγνώστης πρέπει να γνωρίζει ότι πιάνοντας το βιβλίο στα χέρια του εμπλέκεται σε μια περιπέτεια που δεν τελειώνει στη τελευταία σελίδα του βιβλίου, όπως και δεν αρχίζει στην πρώτη.
Υ.Γ. Πολύ ενδιαφέροντα είναι όσα λέει ο ίδιος ο Crumey για το βιβλίο του αλλά και για την προσωπικοτητα του D' Alembert εδώ.
Χριστίνα Παπαγγελή