Ήταν σίγουρη πως άξιζε μιαν άλλη ζωή,
πως αυτή η ζωή υπήρχε κάπου, αφηρημένα, σε έναν εικονικό κόσμο,
πως ένα τίποτα θα αρκούσε για να την αγγίξει,
και πως η ζωή της στον πραγματικό κόσμο ήταν
αυτό που ήταν κατά λάθος.
Μια γυναίκα που τη γνωρίσαμε αλλοτριωμένη από τη μιζέρια, τη φτώχεια, τις ταπεινώσεις και την εξαθλίωση όπως περιγράφονται στο πρώτο -αυτοβιογραφικό- βιβλίο «Για να τελειώνουμε με τον Εντυ Μπελγκέλ», αναδύεται εδώ κάτω από ένα άλλο πρίσμα. Ο γιος, ο συγγραφέας, ανεξάρτητος κι απελευθερωμένος πια από τους δικούς του «δαίμονες», ανακαλύπτει (κι αποκαλύπτει) τα κρυμμένα πρόσωπα της γυναίκας που τον έφερε στον κόσμο. Όχι μόνο της μητέρας-νοικοκυράς πέντε παιδιών από δύο βάναυσους άντρες, αλλά του κοριτσιού, της γυναίκας, της κυρίας. Μιας γυναίκας που θέλει να ζει ελεύθερη, με όνειρα για ευτυχία, με μέλλον και δυνατότητες. Μια φωτογραφία που η μητέρα του είχε τραβήξει στον εαυτό της όταν ήταν είκοσι χρονών, στέλνει μηνύματα στον Εντύ για την ύπαρξη μιας προσωπικότητας για την οποία ο ίδιος δεν είχε ιδέα. Μιας προσωπικότητας που ακρωτηριάστηκε στα 20 χρόνια που ακολούθησαν, και τον κάνουν να αναρωτιέται ποιο μερίδιο ευθύνης έχει κι εκείνος μπροστά σ’ αυτήν την καταστροφή. Ο συγγραφέας, έχοντας απαρνηθεί όλον συνολικά τον κόσμο της παιδικής του ηλικίας που τον έκανε να υποφέρει, έχει αποκηρύξει για πολλά χρόνια και την ίδια του τη μάνα, καθώς κύριο μέλημά του ήταν μην τυχόν εκείνη καταλάβει την ιδιαιτερότητα, την διαφορετικότητά του (δεν ήθελα να μάθεις πως σχεδόν κάθε μέρα δυο αγόρια με περίμεναν στον διάδρομο της βιβλιοθήκης του ίδιου εκείνου σχολείου για να με χαστουκίσουν και να με φτύσουν στο πρόσωπο, να με τιμωρήσουν γι' αυτό που ήμουν).
Στο βάρος που κουβαλάει ο μικρός Εντύ[1] -να δώσει όνομα στην διαφορετικότητά του, να την αποδεχτεί, να αντέξει τα γιουχαΐσματα και τις κοροϊδίες μικρών και μεγάλων, στον τρόμο της απομόνωσης- προστίθεται κι ένα ακόμα δυσβάσταχτο άχθος: να μη μάθουν οι γονείς, αλλά κυρίως η μάνα, την αληθινή του ταυτότητα (δεν ήθελα να ξέρεις ποιος είμαι/όλα τα πρώτα χρόνια της ζωής μου τα έζησα με τον τρόμο πως θα μάθεις για μένα/ ο αγώνας ενός γιου να μην είναι γιος). Δείχνει σε όλους ότι είναι ένα ευτυχισμένο παιδί, χαμογελά ακόμα και στους βασανιστές του, παρόλο που νιώθει βαθιά αποξενωμένος από τον βαθύτερό του εαυτό.
Ο βίος της Μπριζίτ Μπελγκέλ δεν είναι ασυνήθιστος. Περήφανη που γεννήθηκε σε κωμόπολη του βορρά κι όχι σε χωριό όπως ο πατέρας, είναι έξυπνη, θέλει να σπουδάσει, να γίνει μαγείρισσα, αλλά μένει έγκυος από τα 17 και παντρεύεται τον πρώτο σύζυγο, άξεστο και μέθυσο, τον οποίο και εγκατέλειψε (πέθανε από κίρρωση του ήπατος). Με δυο μικρά παιδιά, ερωτεύτηκε τον πατέρα του Εντύ, ωστόσο γρήγορα εκείνος έγινε «σαν όλους τους άλλους». Ακολουθεί ο Εντύ και λίγα χρόνια αργότερα δύο δίδυμα (παρά το σπιράλ!), ενώ όταν ο πατέρας μένει άνεργος από εργατικό ατύχημα, η εξαθλίωση χτυπάει κόκκινο (τι μπορούσε να κάνει; Έκανε ό, τι μπορούσε για να μη νιώσει απόλυτη ασφυξία).
Ήταν πολύ νέα όταν μπήκε στα βάσανα, ήταν πολύ νέα όταν αποφάσισε να απελευθερωθεί, φεύγοντας για δεύτερη φορά από έναν (δεύτερο) γάμο που την σκλάβωνε (ένιωσα περήφανος για σένα. Σ’ το έχω πει;). Το κοριτσάκι μέσα της όχι μόνο δεν έχει πεθάνει αλλά γυρεύει να βγει και να ζήσει τη ζωή που πάντα ονειρευόταν. Κατά τα είκοσι χρόνια όμως σκλαβιάς, που συμπίπτουν με την ενηλικίωση του Εντύ (και την απόδρασή του στην Αμιένη) η μάνα όχι μόνο υπομένει τον ζυγό της φτώχειας και το άγχος της επιβίωσης, αλλά αμέτρητες προσβολές και βία από τον σχεδόν αλκοολικό άντρα της (δεν ξέρω γιατί ο πατέρας σου νιώθει την ανάγκη να με ταπεινώνει έτσι). Τα ξεσπάσματα χαρά κι αισιοδοξίας είναι μετρημένα στα δάχτυλα (πίνει, γελάει, πάει στο πλανόδιο τσίρκο, ονειρεύεται διακοπές με πάθος/ γιατί δεν έχω δικαίωμα να είμαι χαρούμενη;) και τις σπάνιες φορές που συμβαίνουν προκαλούν αποτροπιασμό ακόμα και στον Εντύ (είχα τόσο πολύ συνηθίσει να την βλέπω δυστυχισμένη μέσα στο σπίτι που η ευτυχία στο πρόσωπό της μου φαινόταν σκάνδαλο, απάτη, ψέμα που έπρεπε να αποκαλύψω όσο πιο γρήγορα γινόταν). Φτάνει στο σημείο να την απαρνηθεί όχι μια και δυο φορές όσο είναι μαθητής, ακόμη και να ντρέπεται γι’ αυτήν, για το λεξιλόγιο που χρησιμοποιεί και για το άξεστο φέρσιμό της (Εκείνη: Εντάξει, δεν σε ντρόπιασα και τόσο, ε;).
Η ιστορία της σχέσης μας άρχισε τη μέρα του χωρισμού μας
Έτσι, καθώς γράφει αυτό το βιβλίο ο Εντουάρ Λουί, μεγάλος πια και κατασταλαγμένος, συνειδητοποιεί πόσο μόνη και αβοήθητη ήταν η μητέρα του, όταν προσπάθησε για δεύτερη φορά να μηδενίσει το κοντέρ και να ξαναρχίσει απ' την αρχή. Πόσο η ίδια ποθούσε να ζήσει κάποιες χαρές της «μπουρζουάδικης» ζωής (ψώνια, ταξίδια, ωραίο φαγητό, κυρίως όμως ελευθερία). Ωστόσο, η πορεία όσων θέλουν να μεταβούν από τη μια κοινωνική τάξη σε μια άλλη είναι δύσκολη –επειδή αδυνατούσαν να προσαρμοστούν, επειδή αγνοούσαν τους κώδικες του κόσμου στον οποίο εισέρχονταν.
Ήδη ο ίδιος ο Εντύ που έχει πάει σχολείο, γνωρίζει κάποιους «κώδικες» (π.χ. τη γλώσσα, τον τρόπο να ντύνεται κλπ) μπαίνει στον κύκλο των φοιτητών και των καλλιτεχνών, έχει διαφορετικό λεξιλόγιο και, τώρα ως συγγραφέας, συνειδητοποιεί ότι σε κείνη τη φάση και ο ίδιος «ασκούσε -με τη σειρά του- βία»: ήθελα να χρησιμοποιήσω την καινούργια μου ζωή ως εκδίκηση ενάντια στην παιδική μου ηλικία, ενάντια σε όλες τις φορές που μου είχατε δώσει να καταλάβω, ο πατέρας μου κι εσύ, πως δεν ήμουν ο γιος που θα θέλατε να είχατε. Σ’ αυτήν τη χρονική φάση η κοινωνική απόσταση μεγαλώνει, νιώθει ότι δεν έχουν τίποτα κοινό, τίποτα να πουν, κι ωστόσο όλα αλλάζουν όταν η Μπριζίτ αποφασίζει να αλλάξει ζωή.
Μου έχουν πει πως η λογοτεχνία δεν πρέπει ποτέ να προσπαθεί να εξηγήσει,
μόνο να απεικονίζει την πραγματικότητα,
κι εγώ γράφω για να εξηγήσω και να κατανοήσω τη ζωή της
Από κάποιο σημείο και μετά, η απόσταση από τον κόσμο του χωριού κάνει τον Εντύ να δει καθαρότερα. Πρώτα πρώτα τη βία που στον τόπο του θεωρούνταν δεδομένη (π.χ. ο άντρας να δέρνει τη γυναίκα). Όταν πια απελευθερώνεται και η μητέρα του, όταν αναφωνεί «Ποτέ πια», όταν αρχίζει να ψάχνει για δουλειά στη μεγάλη πόλη, το νόημα κάθε λέξης, κάθε πραγματικότητας άλλαζε. Αρχίζει να προσέχει και να περιποιείται τον εαυτό της, το Παρίσι την μαγεύει, η συνομιλία με την Κατρίν Ντενέβ για κείνη είναι σαν παραμύθι… Η μεταμόρφωση επέρχεται σχετικά γρήγορα κι ο Εντύ απολαμβάνει τις στιγμές ευτυχίας της, όταν δε η Μπριζίτ συναντά και σχετίζεται με κάποιον τρίτο άνδρα (που κατάλαβε ότι «δεν ήταν σαν τους προηγούμενους»), όταν βάζει εκείνη τα όριά της κι όταν, κυρίως, μιλάει με περηφάνια για τις επιλογές της ως γυναίκας (το να γίνει γυναίκα ήταν μια κατάκτηση), σύμφωνα με τον συγγραφέα «γίνεται με τον δικό της τρόπο πολιτικό υποκείμενο». Οι δυο «χαμένοι» της ιστορίας (εκείνη η γυναίκα κι εγώ, το τερατώδες παιδί), πέρα από την πραγματική συγγένεια, συναντιούνται ακριβώς στα σύνορα του κοινωνικού αποκλεισμού και της αναζήτησης της αληθινής/ελεύθερης ταυτότητας:
Το πρόσωπο που είμαι εγώ, δεν είχε υπάρξει ποτέ άντρας. Και αυτή η διαταραχή του πραγματικού με φέρνει πιο κοντά της. Ίσως εδώ, σε αυτόν τον μη τόπο της ύπαρξής μου, μπορώ να προσπαθήσω να καταλάβω ποια είναι και τι έχει βιώσει.
Χριστίνα Παπαγγελή
[1] Ο συγγραφέας περιγράφει αναλυτικά στο πρώτο του βιβλίο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου