tag:blogger.com,1999:blog-25884224178955734212024-03-27T08:38:09.729+02:00ανάγνωσηλέξεις και αναγνώσειςλεξεις και αναγνωσειςhttp://www.blogger.com/profile/01479985056336159918noreply@blogger.comBlogger583125tag:blogger.com,1999:blog-2588422417895573421.post-64520250713031803472024-03-24T21:06:00.005+02:002024-03-25T18:43:48.350+02:00Έρωτας και τρακτέρ από την Ουκρανία, Marina Lewytska<div style="text-align: right;"><i><span style="color: #351c75;">Νόμιζα ότι αυτή η υπόθεση είναι μια κακόγουστη φάρσα,</span></i></div><div style="text-align: right;"><i><span style="color: #351c75;">αλλά αποδεικνύεται οικογενειακή τραγωδία</span></i></div> «Λαμπερή, ξανθιά και χωρισμένη» είναι η 36χρονη Ουκρανή, η Βαλεντίνα, που ερωτεύτηκε ο 84χρονος πατέρας της αφηγήτριας Ναντέζντα ή Νάντιας (<i>πάει, τρελάθηκε ο μπαμπάς</i>), δυο χρόνια μετά τον θάνατο της γυναίκας του. Ένας τρελός έρωτας, που αναστατώνει τις δύο κόρες, τη Νάντια και τη Βέρα, και δημιουργεί άπειρες κωμικοτραγικές καταστάσεις καθώς ο αμετανόητος πατέρας δεν λέει να καταλάβει ότι το αντικείμενο του πόθου του είναι μια στυγνή εκμεταλλεύτρια. Δεν υπερβάλλει κανείς αν πει ότι πρόκειται για έναν ξεμωραμένο γέρο που τα δίνει «όλα για όλα» προκειμένου να γευτεί κάποιο απόσταγμα ηδονής. <br /> Βρισκόμαστε στην Αγγλία των αρχών του 21ου αιώνα όπου, ερχόμενοι από την πάμφτωχη Ουκρανία, ζουν εδώ και πενήντα περίπου χρόνια ο σχεδιαστής μηχανολόγος -σε εργοστάσιο τρακτέρ-Νικολάι/Κόλια Μαγιέβσκι με τη γυναίκα του Λουντμίλα, ενώ έχουν κάνει και δύο κορίτσια, ολόκληρες γυναίκες πια, τη Βέρα «σήμερα» 54 χρονών, χωρισμένη και μητέρα δύο κοριτσιών, και τη Νάντια/Ναντέζντα «σήμερα» 47 χρονών, κοινωνιολόγο καθηγήτρια πανεπιστημίου, παντρεμένη με μια κόρη. <br /> Η σχέση των δύο αδερφών, που τους χωρίζουν εφτά χρόνια -καθοριστικά εφόσον η Βέρα γεννήθηκε στην Ουκρανία ενώ η Νάντια στην Αγγλία-, ήταν ανέκαθεν από ανταγωνιστική ως εχθρική. Μετά μάλιστα τον θάνατο της μητέρας, δυο χρόνια πριν τα γεγονότα τουβιβλίου, οι δύο κόρες-αδερφές, με αφορμή την «μάχη της διαθήκης» κι ένα οικογενειακό μενταγιόν, έπαψαν τελείως να μιλούν (<i>το παίξαμε κυρίες στην κηδεία κι ύστερα αλληλοβομβαρδιστήκαμε με γράμματα πλημμύρα από απίστευτο μίσος</i>). Μέχρι που έπεσε ως κεραυνός εν αιθρία η είδηση ότι ο πατέρας παντρεύεται («<i>για πες μου Ναντέζντα, πιστεύεις ότι ένας άντρας ογδόντα τεσσάρων χρονών μπορεί να γίνει πατέρας;</i>»)!!! Και τότε, μπροστά στον «κοινό εχθρό», οι δύο αντίθετες και αντιμαχόμενες προσωπικότητες ενώνουν τα πυρά τους. <br /> Η τεθλασμένη εξέλιξη της σχέσης Βέρας και Νάντιας, που ξεδιπλώνεται μέσα από την αφήγηση της Νάντιας, είναι ένας πρώτος άξονας γέλιου: η μικρή αδερφή, πιο επαναστάτρια, φεμινίστρια και τροτσκίστρια στα νιάτα της («αναρχοκομμουνίστρια» κατά τον πατέρα), με μια κουλτούρα πανεπιστημιακή ανεκτικότητας και αποδοχής του διαφορετικού, δεν παύει σε πολλές περιπτώσεις να νιώθει ακόμα «σαν τετράχρονο» μπροστά στην «στρίγγλα» και συμφεροντολόγα Μεγάλη Αδερφή («<i>το μυξιάρικο τσιρίζει</i>»). Δεν μπορεί να χωνέψει «<i>τις γελοίες ρητορείες της αδελφικής ανώτερης τάξης</i>», το στυλιζαρισμένο ύφος της ξερόλα Βέρας, η οποία με τη σειρά της περιφρονεί τις σπουδές και τις αξίες της γενιάς της Νάντιας (<i>το πρόβλημα της γενιάς σας, Ναντέζντα, είναι ότι τσουλήσατε στην επιφάνεια της ζωής. Ειρήνη. Αγάπη. Εργατικά συνδικάτα. Ιδεαλιστικές μπούρδες. Σας επιτρέπεται η πολυτέλεια της ανευθυνότητας επειδή ποτέ δεν είδατε τα σκοτάδια της πραγματικής ζωής</i>). Η Βέρα σιχαίνεται τους/τις κοινωνικούς/ές λειτουργούς, μέσα στους οποίους εντάσσει την Νάντια κάνοντάς την έξαλλη, εφόσον ουδεμία σχέση έχει η κοινωνιολόγος καθηγήτρια με τους κοινωνικούς λειτουργούς επαγγελματικά, και η Βέρα δεν λέει να το καταλάβει. Ωστόσο στη δεδομένη φάση η Νάντια έχει ανάγκη την «Μεγάλη Αδερφή» (<i>παραπαίω ανάμεσα στην ανάγκη του πατέρα μου και στο πείσμα της αδερφής μου</i>) και, συμμαχεί μαζί της παρόλο που -λεκτικά τουλάχιστον- δεν είναι τόσο απόλυτη στα συμπεράσματά της, και προβάλλει ασθενική αντίσταση στις χοντροκοπιές της Βέρας. <br /> Και καταφτάνει η Βαλεντίνη, μεγαλόσωμη, οξυζεναρισμένη ξανθιά, βαμμένη σαν Κλεοπάτρα, με μίνι φούστα, ψηλοτάκουνα «μιουλ»και τεράστια βυζιά, κυρίως όμως με μπόλικη αυταρέσκεια (<i>μια πληθωρική γυναίκα σαν κρεμ καραμελέ</i>). Ο ανένδοτα ερωτευμένος πατέρας, αποφασισμένος μέχρι και να αποκηρύξει τις κόρες του για χάρη του έρωτα, ενδίδει σε κάθε καπρίτσιο της με απόλυτη προθυμία και χαρά (<i>ίσιωσε η πλάτη του, μειώθηκε η αρθρίτιδα/αντιλαμβάνομαι ότι ο πατέρας μου, για πρώτη φορά μετά τον θάνατο της μαμάς είναι ολοζώντανος κι ενθουσιασμένος</i>). Άλλωστε το μόνο που πραγματικά τον ενδιαφέρει, πέρα απ' τα… «μποτιτσελικά» στήθια της Βαλεντίνας, δεν είναι ούτε η περιουσία του, ούτε η τάξη, ούτε η καθαριότητα, ούτε καν ένα πιάτο φαγητό. Είναι τα ποιήματά του, τα σχέδια για αεροπλάνα και τρακτέρ, και τα… ψητά μήλα με τα οποία τρέφεται σχεδόν αποκλειστικά (δική του συνταγή σε… φούρνο μικροκυμάτων). Επίσης, αγαπά την Ουκρανία (θετικό για τη σχέση του με την Βάλια), πολλές φορές την αναπολεί νοσταλγικά με μπόλικη δόση ρομαντισμού (<i>μπαμπά η Ουκρανία δεν είναι όπως τη θυμάσαι</i>). Έτσι, μέσα σ’ ένα πνεύμα δημιουργικότητας που πηγάζει από την ερωτική έξαρση, καταπιάνεται με την συγγραφή της ιστορίας των τρακτέρ από μαρξιστική σκοπιά («<i>ψάχνω για ένα συνδυασμό ιδεολογίας και σχεδιασμού νέων μηχανημάτων…</i>»), όπου έμμεσα, εμείς οι αναγνώστες, βλέπουμε από μια… πρωτοποριακή σκοπιά την ιστορία της πολύπαθης αυτής περιοχής. Για εκπλήρωση του υψηλού του στόχου του παραγγέλνει βιβλία διάφορων ιστορικών και μηχανικών, και ξεκινά το «μεγαλεπήβολο» έργο του με τίτλο «<i>Μια σύντομη ιστορία των τρακτέρ από την Ουκρανία</i>», μοιράζεται τον ενθουσιασμό του με την εγγονή του και με τον γαμπρό του, Μάικ, παρόλο που παράλληλα η προσωπική του ζωή γίνεται μια φούσκα που πάει να εκραγεί. Γιατί ακόμα κι όταν τα βρεγμένα πατσαβούρια αρχίζουν να προσγειώνονται με δύναμη πάνω του από την όλο και πιο απαιτητική και βίαιη Βαλεντίνα, εκείνος καταφεύγει στο γράψιμο (<i>τελικά ο τίτλος μάλλον πρέπει να γίνει <b>Έρωτας και τρακτέρ από την Ουκρανία</b>, αλλά αν αυτό το πω στον πατέρα μου θα με σκοτώσει και δεν θα τελειώσει το βιβλίο</i>). <br /> Καθώς η εκμετάλλευση του πατέρα συνεχίζεται από την αδηφάγο Βαλεντίνα <i>(Κοκότα. Πόρνη. Τσούλα. Αυτή είναι η γυναίκα που πήρε τη θέση της μάνας μου</i>), παράλληλα με την αφέλεια του γέρου που αγγίζει τα όρια της βλακείας (οι κόρες του φτάνουν να πιστεύουν στ' αλήθεια ότι χρειάζεται ψυχοθεραπεία), τα σπαρταριστά επεισόδια πολλαπλασιάζονται. Η αρπάχτρα-ρουφήχτρα σύζυγος πέραν των χρηματικών ποσών που ρουφάει απ’ τον Νικολάι («<i>αν μπορώ να σώσω έστω κι ένα ανθρώπινο πλάσμα…</i>») για ρούχα, νυφικά, εισιτήρια κλπ., έχει εξωφρενικές απαιτήσεις, μέχρι και να κάνει… προσθετική στήθους (αυτό οι δύο αδερφές το αντιλήφθηκαν πολύ αργά), ή να πάει ο γιος της δεκατετράχρονος Στανισλάβ σε ιδιωτικό σχολείο με ψεύτικο χαρτί-πιστοποιητικό ευφυΐας (που το πλήρωσε φυσικά ο Νικολάι). Προφανώς η ακατονόμαστη συνευρίσκεται και με άλλον άντρα (Νικολάι: «<i>η σχέση τους είναι τελείως πλατωνική</i>», Νάντια: «<i>Ηλίθιος. Τον δουλεύουν ψιλό γαζί. Ποιος ο λόγος να μαλώνω μαζί του πια;</i>»), απαιτεί απ’ τον ξεπαραδιασμένο σύζυγο καινούργια ηλεκτρική κουζίνα «πολιτισμένη» (δηλαδή καφέ χρώμα) κ.ο.κ. Ξεκαρδιστικό «κεφάλαιο» είναι η αφαίμαξη του «μουρλόγερου» προκειμένου η Βαλεντίνη να πάρει πανάκριβο αμάξι -χωρίς καλά καλά να έχει δίπλωμα εφόσον «αγόρασε» ένα διεθνές δίπλωμα για… ένα χρόνο! Τελικά αποκτά… τρία σαράβαλα, ένα μεταχειρισμένο Rover, ένα Lada για τον εαυτό της και μία τελείως παροπλισμένη Rolls-Royce (<i>θέλει να της το επισκευάσω, λέει ο πατέρας μου λυπημένα, λες κι είναι ο πρίγκιπας του παραμυθιού που πρέπει να κάνει τον μέγιστο άθλο για την αγαπημένη του πριγκίπισσα</i>). Σημειωτέον ότι κανένα απ’ τα αυτοκίνητα δεν είχε άδεια κυκλοφορίας και ασφάλιση! <br /> Οι δύο αδερφές, ενωμένες και ξεκατινιασμένες μπροστά στην κοινή απειλή, συγκρούονται άμεσα μαζί της, και με τον πατέρα τους, αλλά χωρίς αποτέλεσμα… Έτσι, ποντάρουν στο ότι η Βαλεντίνη έχει μόνο μια εξάμηνη βίζα, και όχι άδεια παραμονής. Επομένως, αν αποδείξουν στην επιθεωρήτρια από το Τμήμα Μετανάστευσης ότι ο γάμος είναι ανυπόστατος και υπάρχουν σοβαροί λόγοι διαζυγίου, η Βαλεντίνη και το βλαστάρι της θα ξεκουμπιστούν. Η Νάντια σπεύδει να στείλει γράμμα στο υπουργείο Εσωτερικών- Τμήμα Μετανάστευσης αναλύοντας την κατάσταση (<i>δε μ’ απασχολούν τα δημοκρατικά μου πιστεύω πια</i>). Αρχίζει λοιπόν νέος κύκλος κωμικοτραγικών επεισοδίων όπου ο πατέρας βέβαια ανθίσταται γενναία στα σχέδια των κοριτσιών του, άλλοτε «φέρεται με μυστικοπάθεια», άλλοτε με αδιαφορία κι άλλοτε απελπίζεται γιατί η Βαλεντίνη αρχίζει να τον εκβιάζει, να τον βρίζει/ταπεινώνει μέχρι και να τον χτυπά. Η «κρίση γάμου» έχει αρχίσει σχεδόν αμέσως μετά τον γάμο...<br /> Η επιθεωρήτρια του Τμήματος Μετανάστευσης όντως δεν βρίσκει αποδεικτικά γνήσιου γάμου! (<i>Ηλίθιε βλακόγερε! Όλο λάθος απαντήσεις! Γιατί δεν έδειξες ποιήματά σου; Λιγούρη! Ζουπάς και τσιμπάς και το πράμα σου τίποτα!</i>). Άλλωστε, δεν είναι δύσκολο να αποδειχθεί η αθλιότητα και η μιζέρια της συζυγικής ζωής: απίστευτη ακαταστασία, τρίχες, λίγδες, σκόνη, αράχνες, μισοσαπισμένα μήλα παντού, αηδιαστικά προμαγειρεμένα φαγητά ακόμα και τα Χριστούγεννα (<i>εγώ κάνω μοντέρνα φαγητά, όχι χωριάτικα</i>), φτηνά πατσουλιά ανακατεμένα με μπόχα. Η ίδια εγκατάλειψη στο περιβολάκι που ήταν πάντα περιποιημένο όσο ζούσε η Λουντμίλα, ενώ όταν φιλοξένησαν και γατάκι (Νταϊάνα, μέχρι που ανακάλυψαν ότι είναι… Νταϊάνος) το κακό ξεπέρασε κάθε προηγούμενο. <br /> Ωστόσο, παρά την απόρριψη της αίτησης της Βαλεντίνας, εκείνη έχει δικαίωμα δεύτερης αίτησης, όπως και αίτηση σε νομική υποστήριξη. Οι δύο αδερφές οπλίζονται με νέους ρόλους («ειδική στα διαζύγια» και «ρατσίστρια κατίγκω»(!)), ενώ η Βαλεντίνα καταφεύγει σε γιατρό που θα αποδείξει την υποτιθέμενη ασθένεια του συζύγου, ή σε κρυφή φωτοτύπηση διάφορων εγγράφων που νομίζει ότι θα την ωφελήσουν (π.χ. τα ερωτικά ποιήματα του Νικολάι). Η κατάσταση παρεκτρέπεται τελείως και γίνεται γκροτέσκο, καθώς το πρόβλημα μετατίθεται στο αν το «στοματικό σεξ» είναι ολοκληρωμένη σχέση, ο γέρος μουλαρώνει και επικαλείται το ότι μιλάει «υπό πίεση», και μετά από πολλά φάουλ της Βαλεντίνας καταλήγουν στο ποθητό -για τις αδερφές: αίτηση για διαζύγιο, μαζί με έξωση. Ακολουθούν σκηνές παρωδίας δίκης, απείρου κάλλους… <br /> Φυσικά, υπάρχουν πολλά κωμικά πισωγυρίσματα εκ μέρους του «ξεροκέφαλου τρελόγερου» (Νικολάι: «<i>Οι καβγάδες είναι φυσιολογικοί. Δεν είναι και τίποτα τρομερό</i>») γι’ αυτό η ριζική λύση για τις αδερφές είναι να εκδοθεί ΚΑΙ ένταλμα απέλασης. Η Βέρα και η Νάντια, ενωμένες τώρα όσο ποτέ, επιστρατεύουν τις δυνάμεις τους για να βάλουν τον πατέρα τους σε νέα τροχιά, ενώ ο τραγέλαφος συμπληρώνεται όταν μαθαίνεται ότι η Βαλεντίνα είναι… έγκυος, κι όταν στο κάδρο μπαίνει κι ο πρώην άντρας της τον οποίο ο Νικολάι συμπαθεί απεριόριστα (<i>Α! ο αξιότιμος διευθυντής του πολυτεχνείου, ο διάσημος ακαδημαϊκός!</i>)!!! <br /> <b>Χαρακτήρες, ύφος, Ιστορία </b><br /> Μέσα από την ανάλαφρη, σπιρτόζικη/χιουμοριστική αφήγηση (τύπου Τσιφόρου) διαγράφονται ανάγλυφα όλοι οι χαρακτήρες, ακόμα κι οι δευτερεύοντες. Η πιο απίθανη φιγούρα του μυθιστορήματος είναι βέβαια ο πατέρας, τελείως «καρναβαλική» κάτι μεταξύ Σαρλώ και ήρωα του Ντίσνεϋ. Ξεροκέφαλος, απρόβλεπτος, αυθόρμητος, απορροφημένος τόσο από τις επιστημονικές του ανησυχίες και τις εμμονές του που δεν χαμπαριάζει, δεν έχει ίχνος εγωισμού και βέβαια είναι η υπ’ αριθ. ένα πηγή γέλιου για τον αναγνώστη. <br /> Οι δύο αδερφές όχι μόνο σκιαγραφούνται πειστικά, αλλά εξελίσσονται/ωριμάζουν καθώς τα γεγονότα τις υπερβαίνουν, γιατί μέσα από το οικογενειακό «δράμα» -ή φαρσοκωμωδία;- συνειδητοποιούν ποια είναι η κάθε μία. Η οξυδέρκεια και η ενσυναίσθηση της αφηγήτριας Νάντια -που έχει μάθει να αποδέχεται και να σέβεται τον συνάνθρωπο-, μπροστά στον παραλογισμό του πατέρα αντικαθίσταται από περιέργεια μέχρι αδιακρισία (<i>κι εγώ απολαμβάνω τις κακίες μας. Μα πώς έγινα έτσι; Εγώ ήμουν φεμινίστρια και ξαφνικά κατάντησα η μεγαλύτερη κουτσομπόλα</i>). Έχει στιγμές υστερίας, οργής, ντροπής. Κάποιες φορές ωστόσο λυπάται την Βαλεντίνα, μέχρι που την αναζητά όταν εκείνη εξαφανίζεται (<i>δεν το θέλω αλλά αυτό το μελόδραμα με ρουφάει, γυρίζοντάς με πίσω, στα παιδικά μου χρόνια. Μ’ έχει αρπάξει και δε λέει να με αφήσει</i>), άλλωστε κάποιες φορές μαλακώνει και απέναντι στην άτεγκτη αδερφή. Η «στυλάτη» Βέρα, με τη σειρά της, που περπατάει σαν στρατηγός και ελέγχει τα πάντα, κυνική και μηχανορράφος, αποδεικνύεται ότι κρύβει πικρό παρελθόν στη σχέση της με τον πατέρα, ο οποίος στο «σήμερα» δεν θέλει ούτε να τη δει στα μάτια του (<i>αυτή η Βέρα είναι ο Στάλιν προσωποποιημένος. Ένας τύραννος. Μια ζωή με βασανίζει</i>). Η «Μεγάλη Αδελφή» δείχνει ότι το μόνο που την ενδιαφέρει είναι η κληρονομιά, αλλά η -αναγκαστική- βουτιά στην τεθλασμένη οικογενειακή ιστορία την μαλακώνει και την ίδια («<i>θυμάσαι όταν εμείς ήμαστε απελπισμένες, Βέρα;</i>»/<i>Το στρατόπεδο συγκέντρωσης αντιφρονούντων. Το στρατόπεδο προσφύγων. Το μονό κρεβατάκι που μοιραζόμασταν, και η εξωτερική τουαλέτα με τα τετράγωνα κομματάκια εφημερίδας</i>). Όπως μαθαίνει τώρα -μεσήλικη πια- η Νάντια, η αδερφή της ήταν το παιδί «του Πολέμου», δεν την θήλασε καν η μάνα της, μεγάλωσε με μια θεία, και στο στρατόπεδο συγκέντρωσης στη Γερμανία, όπου βρέθηκε η οικογένεια από θαύμα μετά τον πόλεμο (κι όχι στη Σιβηρία) το κοριτσάκι έζησε στο Τμήμα Αναμόρφωσης (<i>Τι ήχος είναι αυτός; Κλάμα! Η μεάλη Αδερφή κλαίει!</i>) <br /><b> Η Ιστορία της χώρας, </b>σε δεύτερο επίπεδο <br /><div style="text-align: right;"><i><span style="color: #20124d;">Δεν υπήρχε πιο μπλε ουρανός από τον δικό τους</span></i></div><i><span style="color: #20124d;"><div style="text-align: right;"><i>και τα καλαμποκοχώραφα ένα χρυσό σεντόνι</i></div><div style="text-align: right;"><i>που απλωνόταν ως εκεί που έφτανε το μάτι</i></div></span></i> …γιατί φυσικά, μέσα από την τρελοαφήγηση αυτή διαρρέει η ιστορία της Ουκρανίας, αυτής της πανέμορφης αλλά βασανισμένης χώρας που βρίσκεται στο μεταίχμιο μεταξύ Ανατολής και Δύσης, κομμουνισμού και φασισμού/ναζισμού, πλούτου και φτώχειας. Πίσω από τον τρελό αγώνα της Βαλεντίνας να στεριώσει στη Δύση βρίσκεται η μιζέρια αυτού του λαού που βίωσε την ακραία φτώχεια την δεκαετία του ’30, όταν οι κουλάκοι<a href="file:///C:/Users/User/%CE%92%CE%99%CE%92%CE%9B%CE%99%CE%91/%CE%A4%CE%B5%CF%84%CF%81%CE%AC%CE%B4%CE%BF%20%CE%B2%CE%B9%CE%B2%CE%BB%CE%AF%CF%89%CE%BD%202024.docx#_ftn1">[1]</a> αποδεκατίστηκαν υπό τις διαταγές του <a href="https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%99%CF%89%CF%83%CE%AE%CF%86_%CE%A3%CF%84%CE%AC%CE%BB%CE%B9%CE%BD">Ιωσήφ Στάλιν</a>, για να εγγυηθεί την <a href="https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9A%CE%BF%CE%BB%CE%B5%CE%BA%CF%84%CE%B9%CE%B2%CE%BF%CF%80%CE%BF%CE%AF%CE%B7%CF%83%CE%B7">κολεκτιβοποίηση</a> (<i>ο Στάλιν ανακάλυψε ότι μπορούσε να χρησιμοποιήσει την πείνα ως πολιτικό όπλο εναντίον των Ουκρανών κουλάκων</i>). Βέβαια, η Βαλεντίνα ανήκε στην γενιά του Μπρέζνιεφ, ωστόσο η πείνα αυτή έχει αφήσει τα σημάδια της στις προηγούμενες γενιές (Νάντια: <i>η μάνα μας ποτέ δεν ξέχασε τι σημαίνει πείνα, και μας πέρασε κι εμάς την αγωνία της</i>), δεν είναι άλλωστε και πολύ καλύτερη η κατάσταση κάποιες δεκαετίες αργότερα (λείπουν τρόφιμα, καταρρέουν στέγες, επιδημία χολέρας, διφθερίτιδας, πορνεία… <i>το χειρότερο είναι η ολοσχερής εξαφάνιση κάθε λογικής και κάθε ηθικής</i>). <br /> Έτσι, το προγονικό οικογενειακό παρελθόν είναι ιδιαίτερα φορτισμένο: ο παππούς από την μητέρα, Μιτροφάν Οτσερέτκο, από πλούσια οικογένεια Κοζάκων<a href="file:///C:/Users/User/%CE%92%CE%99%CE%92%CE%9B%CE%99%CE%91/%CE%A4%CE%B5%CF%84%CF%81%CE%AC%CE%B4%CE%BF%20%CE%B2%CE%B9%CE%B2%CE%BB%CE%AF%CF%89%CE%BD%202024.docx#_ftn2">[2]</a> αξιωματικός του ιππικού, ήρωας πολέμου το 1916 και καταζητούμενος μετά την επανάσταση του ’17 (Τ<i>έσσερις ξένοι στρατοί, λέει ο Νικολάι, πολεμούσαν για τον έλεγχο της Ουκρανίας: ο κόκκινος στρατός της Ρωσίας, ο λευκός στρατός της αυτοκρατορικής Ρωσίας, ο στρατός της Πολωνίας, και ο στρατός της Γερμανίας/ οι Ουκρανοί διχασμένοι ανάμεσα στους Κοζάκους ατμάνους<a href="file:///C:/Users/User/%CE%92%CE%99%CE%92%CE%9B%CE%99%CE%91/%CE%A4%CE%B5%CF%84%CF%81%CE%AC%CE%B4%CE%BF%20%CE%B2%CE%B9%CE%B2%CE%BB%CE%AF%CF%89%CE%BD%202024.docx#_ftn3">[3]</a> και τους αναρχικούς του Μάκνο</i>). Η γιαγιά Σόνια Μπλάζκο τον παντρεύτηκε από έρωτα παρόλο που η οικογένειά της τον θεωρούσε αγροίκο. Με τις μεγάλες εκκαθαρίσεις ο παππούς αυτός εξαφανίστηκε. Έπρεπε όλη η οικογένεια τώρα να φύγει από το Κίεβο ενόψει των εκκαθαρίσεων, κατάφεραν ως εκ θαύματος να φτάσουν στο Βολοσίλοβγκραντ. Η Λουντμίλα αγωνίστηκε πολύ για να επιβιώσει. Η παράνοια των εκκαθαρίσεων χωρίς λόγο και αιτία, ξεκινά από τον «αρχιερέα της παράνοιας» τον Στάλιν, και εξαπλώνεται μέχρι τους πολίτες, που μετέρχονται κάθε μέσον για να την γλυτώσουν, όπως έκανε κι ο ίδιος ο Νικολάι επινοώντας έναν ανύπαρκτο «εχθρό του λαού». Άλλωστε και στον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο λιποτάχτησε (<i>ο πατέρας μου δεν ήταν κανένας ήρωας, ούτε καν θαρραλέος</i>), κρύφτηκε σ’ έναν… τάφο και σώθηκε από καθαρή τύχη. Όχι, δεν ήταν νικητής, ούτε καν ήρωας, αλλά στον πόλεμο <i>νίκη είναι η επιβίωση...</i><br /> Επίσης, και μέσα από το φιλόδοξο έργο του Νικολάι, την ιστορία του… τρακτέρ στην Ουκρανία, μπορούμε να αντλήσουμε ιχνοστοιχεία της Ιστορίας του τόπου. Την ουτοπική αισιοδοξία του σοσιαλιστικού ρεαλισμού που σχεδίαζε φιλόδοξα οικονομικά προγράμματα αγνοώντας τις πραγματικές ανάγκες… Μπορεί ας πούμε σε μια χώρα κατ’ εξοχήν γεωργική να μην είχαν να φάνε, αλλά έκαναν παρέλαση τα τρακτέρ, όπως τα «θρυλικά» Τ34, που παρήχθησαν κατά χιλιάδες, τον τρομερό χειμώνα του 1940… <br /> <b><i>Αλήθεια, αυτό είναι το τέλος; </i></b><br /> Το τέλος της ιστορίας περιλαμβάνει έναν αποχωρισμό της Βαλεντίνας και της συνοδείας της αντάξιο της όλης πλοκής, με σουρεαλιστικές εικόνες και καταστάσεις που ξεπερνάνε κάθε φαντασία (π.χ. ψηλοτάκουνες παντόφλες της Βαλεντίνας, διεκδίκηση της πατρότητας του μωρού από τέσσερις (!) άντρες, κ.ο.κ.) με αποκορύφωμα την ατάκα του απίστευτου πατέρα, του Νικολάι, που επειδή συμπάθησε τον πρώην της Βαλεντίνας του χάρισε την δέκατη έβδομη πατέντα του με τη σκέψη ότι <i>ίσως γίνει πλούσιος στην Ουκρανία: </i><br /> <i> -Ίσως αποτελέσει την αναδόμηση της ουκρανικής αγροτοβιομηχανίας! </i><br /> <div> <i><b>Ιδιοφυείς ή θεοπάλαβοι; Δεν έχω ιδέα!!! </b></i><br /><div style="text-align: right;">Χριστίνα Παπαγγελή</div> <br /><a href="file:///C:/Users/User/%CE%92%CE%99%CE%92%CE%9B%CE%99%CE%91/%CE%A4%CE%B5%CF%84%CF%81%CE%AC%CE%B4%CE%BF%20%CE%B2%CE%B9%CE%B2%CE%BB%CE%AF%CF%89%CE%BD%202024.docx#_ftnref1">[1]</a> <span style="font-size: x-small;">Η λέξη κουλάκος αναφερόταν αρχικά σε πρώην αγρότες στη Ρωσική Αυτοκρατορία οι οποίοι πλούτισαν κατά την διάρκεια της <a href="https://el.wikipedia.org/w/index.php?title=%CE%9C%CE%B5%CF%84%CE%B1%CF%81%CF%81%CF%8D%CE%B8%CE%BC%CE%B9%CF%83%CE%B7_%CF%84%CE%BF%CF%85_%CE%A3%CF%84%CE%BF%CE%BB%CF%8D%CF%80%CE%B9%CE%BD&action=edit&redlink=1">μεταρρύθμισης του Στολύπιν</a>, από το 1906 έως το 1914. Κατά τη διάρκεια της Ρωσικής Επανάστασης, ο όρος του κουλάκου χρησιμοποιήθηκε για την επίπληξη των αγροτών που παρακρατούσαν σιτηρά από τους <a href="https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9C%CF%80%CE%BF%CE%BB%CF%83%CE%B5%CE%B2%CE%AF%CE%BA%CE%BF%CE%B9">Μπολσεβίκους</a>.<a href="https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9A%CE%BF%CF%85%CE%BB%CE%AC%CE%BA%CE%BF%CE%B9#cite_note-Pipes39-2">[2]</a> Σύμφωνα με τις πολιτικές θεωρίες του μαρξισμού-λενινισμού στις αρχές του 20ού αιώνα, οι κουλάκοι θεωρούνταν ως <a href="https://el.wikipedia.org/w/index.php?title=%CE%A4%CE%B1%CE%BE%CE%B9%CE%BA%CF%8C%CF%82_%CE%B5%CF%87%CE%B8%CF%81%CF%8C%CF%82&action=edit&redlink=1">ταξικοί εχθροί</a> των φτωχότερων αγροτών.<a href="https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9A%CE%BF%CF%85%CE%BB%CE%AC%CE%BA%CE%BF%CE%B9#cite_note-Harvest-3">[3]</a> Ο Βλαντίμιρ Λένιν τους περιέγραφε ως "παράσιτα, βαμπίρ, λεηλατητές του λαού και κερδοσκόποι, που χονδραίνουν με τον λιμό",<a href="https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9A%CE%BF%CF%85%CE%BB%CE%AC%CE%BA%CE%BF%CE%B9#cite_note-Rubinstein2001-4">[4]</a> κηρύσσοντας επανάσταση κατά αυτών για να απελευθερώσουν τους φτωχούς αγρότες, τους αγρότες στις φάρμες, και το <a href="https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A0%CF%81%CE%BF%CE%BB%CE%B5%CF%84%CE%B1%CF%81%CE%B9%CE%AC%CF%84%CE%BF">προλεταριάτο</a> (την κατά πολύ μικρότερη τάξη των αστικών και βιομηχανικών εργατών).<a href="https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9A%CE%BF%CF%85%CE%BB%CE%AC%CE%BA%CE%BF%CE%B9#cite_note-marxists2432-5">[5]</a> <br />Κατά την διάρκεια του <a href="https://el.wikipedia.org/w/index.php?title=%CE%A0%CF%81%CF%8E%CF%84%CE%BF_%CF%80%CE%B5%CE%BD%CF%84%CE%B1%CE%B5%CF%84%CE%AD%CF%82_%CF%83%CF%87%CE%AD%CE%B4%CE%B9%CE%BF&action=edit&redlink=1">πρώτου πενταετούς σχεδίου</a>, η ολική εκστρατεία του Στάλιν για την ανάληψη της ιδιοκτησίας και της οργάνωσης από την αγροτιά σήμαινε ότι "οι αγρότες που είχαν ένα ζευγάρι αγελάδες και πέντε ή έξι έικρ (περίπου 2 εκτάρια) γης περισσότερα από τους γείτονές τους" ονομάζονταν κουλάκοι.<a href="https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9A%CE%BF%CF%85%CE%BB%CE%AC%CE%BA%CE%BF%CE%B9#cite_note-Conquest94-6">[6]</a> Κατά την διάρκεια της <a href="https://el.wikipedia.org/w/index.php?title=%CE%91%CF%80%CE%BF%CE%BA%CE%BF%CF%85%CE%BB%CE%B1%CE%BA%CE%BF%CF%80%CE%BF%CE%AF%CE%B7%CF%83%CE%B7&action=edit&redlink=1">αποκουλακοποίησης</a>, κυβερνητικοί αξιωματούχοι προέβαιναν σε βίαιες κατασχέσεις φαρμών και σκότωσαν άτομα που αντιστάθηκαν,<a href="https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9A%CE%BF%CF%85%CE%BB%CE%AC%CE%BA%CE%BF%CE%B9#cite_note-Harvest-3">[3]</a><a href="https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9A%CE%BF%CF%85%CE%BB%CE%AC%CE%BA%CE%BF%CE%B9#cite_note-gorbachev-7">[7]</a> απέλασε άλλα άτομα σε <a href="https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%93%CE%BA%CE%BF%CF%85%CE%BB%CE%AC%CE%B3%CE%BA">στρατόπεδα εργασίας</a>, και οδήγησε πολλά άτομα να μεταναστεύσουν στις πόλεις<a href="https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9A%CE%BF%CF%85%CE%BB%CE%AC%CE%BA%CE%BF%CE%B9#cite_note-mccauley2534-8">[8]</a> μετά την απώλεια της περιουσίας τους υπέρ της κολεκτίβας (https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9A%CE%BF%CF%85%CE%BB%CE%AC%CE%BA%CE%BF%CE%B9). <br /><a href="file:///C:/Users/User/%CE%92%CE%99%CE%92%CE%9B%CE%99%CE%91/%CE%A4%CE%B5%CF%84%CF%81%CE%AC%CE%B4%CE%BF%20%CE%B2%CE%B9%CE%B2%CE%BB%CE%AF%CF%89%CE%BD%202024.docx#_ftnref2">[2]</a> https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9A%CE%BF%CE%B6%CE%AC%CE%BA%CE%BF%CE%B9 <br /><a href="file:///C:/Users/User/%CE%92%CE%99%CE%92%CE%9B%CE%99%CE%91/%CE%A4%CE%B5%CF%84%CF%81%CE%AC%CE%B4%CE%BF%20%CE%B2%CE%B9%CE%B2%CE%BB%CE%AF%CF%89%CE%BD%202024.docx#_ftnref3">[3]</a> Επίλεκτα σώματα Οθωμανών του Ρωσικού αυτοκρατορικού στρατού</span><div style="mso-element: footnote-list;"><div id="ftn3" style="mso-element: footnote;">
</div>
</div></div>Χριστίνα Παπαγγελήhttp://www.blogger.com/profile/16375943334890543341noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-2588422417895573421.post-46600426876256160482024-03-14T12:48:00.004+02:002024-03-14T12:48:46.662+02:00Χιόνι, Ορχάν Παμούκ Είναι δύσκολο να αποφανθεί κανείς ποιος πρωταγωνιστεί σ’ αυτό το πολυεπίπεδο μυθιστόρημα του αγαπημένου συγγραφέα, παρόλο που είναι ξεκάθαρο από την αρχή ότι ο μυθιστορηματικός αφηγητής Ορχάν (προφανώς υποτίθεται ότι είναι ο πραγματικός συγγραφέας) ερευνά και καταγράφει, μέσα από σημειώσεις, την περιπέτεια του φίλου του, Κα, που μετά από δώδεκα χρόνια ως πολιτικός εξόριστος στη Γερμανία, αποφάσισε να επιστρέψει στο χιονισμένο Καρς. Ωστόσο, οι αναφορές στην <i><b>ποίηση </b></i>και στο -πολιτικό- <i><b>θέατρο</b></i>, στην <i><b>πολιτική </b></i>δράση-και-αντίδραση φανατικών ισλαμιστών και κεμαλιστών, στις αυτοκτονίες των κοριτσιών λόγω της <i><b>μαντίλας</b></i>, στα τερτίπια του κόσμου των <i><b>ΜΜΕ</b></i>, και ακόμα και στο <i><b>χιόνι </b></i>που σκηνογραφεί σχεδόν κάθε πλάνο, είναι τόσο έντονες και καθοριστικές, που θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι κυριαρχούν στην αφήγηση και αποτελούν το κέντρο βάρους του μυθιστορήματος. Τέλος, η αναζήτηση της <i><b>ευτυχίας </b></i>από τον ήρωά μας, κυρίως μέσα από τον αθεράπευτο έρωτά του προς την Ιπέκ, την οποία ξαναβρίσκει στη γενέτειρά του, είναι το κλειδί της αντιφατικής και μυστηριώδους (για όλους) προσωπικότητάς του. <br /> Το πρώτο ενικό (ο φίλος τού Κα) επανέρχεται συχνά πυκνά από την αρχή, θυμίζοντάς μας ότι όλη η τριτοπρόσωπη αφήγηση είναι απόρροια των ερευνών που έκανε -τάχαμου- ο Παμούκ με βάση τις σημειώσεις που άφησε πίσω του ο Κα. Το πλήρες όνομα του τελευταίου είναι Κερίμ Αλακούσογλου, αλλά ο ίδιος επιλέγει και απαιτεί να τον φωνάζουν Κα. Έζησε στην εξορία <i>αν και η πολιτική ποτέ δεν τον ενδιέφερε ιδιαίτερα</i>. Πραγματικό του πάθος, μοναδική του σκέψη, ήταν η ποίηση. Καθώς οδεύει όμως προς το Καρς, στο Ινσταμπούλ μαθαίνει ότι ο δήμαρχος του Καρς δολοφονήθηκε, πολλά νεαρά κορίτσια αυτοκτόνησαν, κι επομένως μπορεί ο ίδιος, με προσωρινή δημοσιογραφική ταυτότητα, να εμφανιστεί με πρόσχημα ότι έχει την πρόθεση να διερευνήσει τα δύο αυτά θέματα. Άλλωστε, στο Καρς θα συναντούσε και την όμορφη συμφοιτήτριά του, την Ιπέκ, αν και σ’ αυτήν τη φάση ο Κα <i>προτιμούσε να πεθάνει παρά να ερωτευτεί. </i><br /> Ο αστικής καταγωγής πρωταγωνιστής (δικηγόρος ο πατέρας, νοικοκυρά η μητέρα, σπίτι με υπηρέτρια κλπ) επιστρέφει στο Καρς γνωρίζοντας ότι η πόλη όπου μεγάλωσε <i>τα τελευταία χρόνια ήταν από τις πιο φτωχές, τις πιο παραμελημένες περιφέρειες της χώρας</i>. Κάποτε η πλούσια μεσοαστική τάξη του Καρς διοργάνωνε χοροεσπερίδες και τελετές, καθότι το Καρς ήταν εμπορικό και στρατιωτικό σταυροδρόμι, ενώ το κατοικούσαν διάφορες εθνότητες (Έλληνες, Ρώσοι, Αρμένιοι, Πέρσες, Γεωργιανοί, Κούρδοι κλπ). Ωστόσο, τώρα η ανεργία και η φτώχεια που αντικρίζει ο Κα είναι σοκαριστική, με κύρια αίτια τη μείωση των συναλλαγών με την Σοβιετική ένωση, την επικράτηση των άτακτων κομμουνιστικών ομάδων και τις πολιτικές εντάσεις με τους Αρμένιους (<i>το κράτος και ο Θεός είχαν ξεχάσει το Καρς</i>). Η ιστορία του Καρς αντανακλά την ιστορία πολλών «παραμεθόριων» περιοχών της πολυεθνικής οθωμανικής αυτοκρατορίας καθώς για μισό αιώνα περίπου έπεσε στα χέρια των Αρμενίων, των Ρώσων και των Άγγλων, ενώ μετά τον Κεμάλ δυτικοποιήθηκε. <br /> Με γνήσια ποιητική ιδιοσυγκρασία και με φήμη μεγάλου ποιητή, ο ήρωάς μας είναι αγαπητός και πολύ δημοφιλής, ωστόσο δεν έχει μπορέσει να συνθέσει ούτε ένα ποίημα εδώ και τέσσερα χρόνια (<i>οι σιωπές μετά από λίγο καιρό άρχισαν να καταλαμβάνουν τόσο μεγάλο μέρος της ζωής μου, ώστε σταμάτησα να ακούω εκείνο τον τόσο ενοχλητικό θόρυβο με τον οποίο έπρεπε να συγκρουστώ για να γράψω ποίηση</i>). Με το που συνάντησε την Ιπέκ (που δεν την είχε «σκεφτεί» τόσα χρόνια) κεραυνοβολήθηκε από την ομορφιά της (<i>η πραγματική ομορφιά της, τα ελαφρά βαμμένα χείλη της, η χλωμάδα των ματιών της και η αυθόρμητη συμπεριφορά της, που αμέσως δημιούργησε ατμόσφαιρα οικειότητας, αναστάτωσαν τον Κα</i>) και ταράχτηκε σύγκορμος. Γνωρίζοντας ότι έχει πρόσφατα χωρίσει από τον άνδρα της τον Μουχτάρ (πρώην άθεο και μαρξιστή, νυν υποψήφιο δήμαρχο με το κόμμα του Αλλάχ, ή Κόμμα της Ευημερίας, κοινώς ισλαμιστή), ο αναστατωμένος ήρωας δεν χρονοτριβεί και της εκφράζει άμεσα τις προθέσεις του: όχι, δεν ήρθε για να καλύψει τις εκλογές και τις αυτοκτονίες, ήρθε για να την παντρευτεί. <br /> Την εποχή που ο Κα αποφάσισε να επιστρέψει στο Καρς, η πόλη είναι ένα καζάνι που βράζει: η δολοφονία του κεμαλιστή δήμαρχου και η επιδημία αυτοκτονιών νέων κοριτσιών γιατί δεν τους επιτρέπεται να φορούν τη μαντίλα, αυξάνει τα πολιτικά πάθη και την αντιπαλότητα ανάμεσα στους «λαϊκούς/δημοκράτες» (στους οποίους ανήκε η οικογένεια του Κα στο Ινσταμπούλ), δηλαδή τους κρατικούς/ στρατιωτικούς/ κεμαλιστές, και από την άλλη τους ισλαμιστές- φανατικούς της θρησκείας που διαδίδουν στον κόσμο ότι «για την φτώχεια και την αθλιότητα φταίει που έφυγαν από τον δρόμο του θεού». Η υπόθεση βέβαια μπερδεύεται κι αποκτά κωμικοτραγικό χαρακτήρα, γιατί οι φανατικά θρησκευόμενοι θεωρούν ότι <i>η αυτοκτονία είναι μία από τις μεγαλύτερες αμαρτίες, </i>ενώ οι κοπέλες που αυτοκτονούν φτάνουν σ’ αυτό το σημείο από υπερβολική πίστη στο Ισλάμ (άρα, είναι κρυφά άθεες, χωρίς να το ξέρουν!). Οι αρμόδιοι της ΜΙΤ (μυστικής υπηρεσίας) απ’ την άλλη, ενώ κάποτε δίωκαν τους αριστερούς και τους δημοκράτες τώρα στρέφονται ενάντια στους θρησκευόμενους, οι στρατιωτικοί επίσης υπεραμύνονται της κεμαλικής κυβέρνησης, και μέσα σ’ αυτό το καζάνι δρουν και οι Κούρδοι εθνικιστές. Οι αστυνομικοί παρακολουθούν τους πολίτες, και οι δημοσιογράφοι τους αστυνομικούς! <br /> Ακόμα πιο μεγάλη σύγχυση δημιουργείται γιατί δεν είναι σαφής ούτε σταθερός ο ρόλος των πρωταγωνιστών σε σχέση με τις πολιτικές αυτές διαφορές, καθότι οι οικογενειακοί δεσμοί ή τα έντονα συναισθήματα πολλές φορές καθορίζουν την στάση τους απέναντι στα πολιτικά δρώμενα. Η Ιπέκ, ας πούμε, είναι «κοσμική» όπως και ο πατέρας της ο Τουργκούτ, ο οποίος δεν είναι θρήσκος αλλά είναι ενάντιος στο κράτος ως παλιός κομμουνιστής· ο πρώην άντρας της Ιπέκ, ο Μουχτάρ, όπως είπαμε ήταν άθεος αλλά προσχώρησε στο Κόμμα της Ευημερίας και τώρα είναι «ριζοσπαστικός ισλαμιστής», υποψήφιος δήμαρχος(!)· η αδερφή τής Ιπέκ, η Καντιφέ, ενώ ως φοιτήτρια ήταν άθεη/άπιστη, έγινε η «πιο σκληροπυρηνική» από τα κορίτσια με μαντίλα, και είναι ερωτευμένη με τον Λατζιβέρτ, τον «διαβόητο ισλαμιστή τρομοκράτη», εκπρόσωπο του «πολιτικού ισλαμισμού». (που, παρεμπιπτόντως ήταν αντίθετος με τις αυτοκτονίες και με την «αντίσταση της μαντίλας»)! Οι οικογενειακοί δεσμοί και το κοινωνικό περιβάλλον διαμορφώνουν επίσης τη στάση των κοριτσιών με τις μαντίλες, εφόσον οι πιέσεις πολλές φορές εκατέρωθεν (να βγάλουν τη μαντίλα ή να μην τη βγάλουν) είναι δυσβάστακτες (<i>αυτό που πραγματικά ξάφνιασε και τρόμαξε τον Κα ήταν το γεγονός ότι οι αυτοκτονίες είχαν εισβάλει στην καθημερινότητα απροειδοποίητα, αθόρυβα, απότομα/ η ζωή περνούσε στον θάνατο με ταχύτητα και απελπισία</i>). <br /> Η μεταστροφή της τολμηρής και ανεξάρτητης Καντιφέ (σύμφωνα με φήμες, είχε φτάσει στο σημείο να διαφημίζει σαμπουάν για μαλλιά στην τηλεόραση, με ακάλυπτα πόδια και να ειρωνεύεται τις μαντιλοφορούσες) σε <b>αρχηγό </b>των κοριτσιών με μαντίλα δείχνει τη ρευστότητα των ηθών, σε μια πόλη με τόσες αντιφάσεις: η «ειρωνική της περιέργεια», όπως λέει η ίδια, την έφερε κοντά με τις φανατικές συμφοιτήτριές της για να ανακαλύψει ότι η μαντίλα δεν είναι άλλο από <i><b>πολιτικό σύμβολο</b></i>, και <i>ότι πολλά κορίτσια αποφάσιζαν να αυτοκτονήσουν από αντίδραση στα αδιάκοπα κηρύγματα του κράτους, των πατεράδων τους, των συζύγων τους και των ιμάμηδων</i>. Καλύπτει λοιπόν κι εκείνη το κεφάλι της από «πολιτική αλληλεγγύη», φυλακίστηκε μάλιστα γι’ αυτό και μετά δεν μπορούσε ηθικά να απαρνηθεί την μαντίλα, που την «μετέτρεψε σε σημαία της καταπιεσμένης μουσουλμάνας», ενώ τελικά προσχωρεί στη θρησκεία λέγοντας: «<i>τώρα ξέρω ότι όσα πέρασα μου τα έστειλε ο Θεός για να βρω τον σωστό δρόμο</i>» (!!!). <br /><b> Δολοφονίες, πραξικόπημα, προδοσία </b><br /><div style="text-align: right;"> <i><span style="color: #351c75;"> Μόνο οι πολύ αφελείς ποιητές</span></i></div><div style="text-align: right;"><i><span style="color: #351c75;">μπορούν να είναι ερωτευμένοι</span></i></div><div style="text-align: right;"><i><span style="color: #351c75;">όταν γίνεται επανάσταση</span></i></div> Ο Κα, ως επαναπατριζόμενος ποιητής, ή μάλλον προσωρινός επισκέπτης της πόλης –αγνός και αμέτοχος- αρχικά είναι προσιτός και αγαπητός σε όλους, επηρεάζεται όμως κι αυτός από τα «εγχώρια πάθη» και παραπαίει ανάμεσα στην αθεΐα και την πίστη στον θεό, παρόλο που η στάση του είναι ουσιαστικά ουδέτερη. Το μόνο που ο ίδιος βέβαια επιδιώκει είναι η ευτυχία, μια κατάσταση στην οποία περιέρχεται συχνά και βέβαια συνδέεται με το άπιαστο όνειρο να πάρει την Ιπέκ στην Φρανκφούρτη, και να <i>γράφει ποιήματα</i>… Έφτασε όμως στην πόλη πέντε μέρες πριν τις εκλογές νέου δημάρχου, και δύο κομβικά επεισόδια τον παγιδεύουν και τον μπλέκουν μέσα στα γρανάζια αυτού του σύνθετου πολιτικού μηχανισμού (κράτος, μυστική αστυνομία (ΜΙΤ), στρατός, ισλαμιστές, κορίτσια με μαντίλα, δημοσιογράφοι, στρατευμένοι καλλιτέχνες): μια δολοφονία, μια στρατευμένη παράσταση που καταλήγει σε πραξικόπημα και οι συνακόλουθες ίντριγκες εγκλωβίζουν τον Κα και, παρόλο που οι αντιθέσεις διευρύνονται ανεξέλεγκτα, εκείνος σαγηνεμένος από την Ιπέκ και το όνειρό τους να φύγουν όταν όλα τελειώσουν, δεν σκέφτεται τίποτα άλλο, μόνο κινείται απερίσκεπτα προς αυτήν την κατεύθυνση, ενώ κάθε τόσο εμπνέεται από τις έκτακτες καταστάσεις και από το <i><b>χιόνι</b></i>, που συνοδεύει κάθε σκηνή, και… γράφει ποιήματα. <br /> Αρχικά είναι παρών στο ζαχαροπλαστείο όταν ισλαμιστές σκότωσαν τον διευθυντή του Εκπαιδευτικού Ινστιτούτου, επειδή ο τελευταίος δεν επέτρεπε στις φοιτήτριες με μαντίλα να παρακολουθούν τα μαθήματα (ο τελευταίος διάλογος του φονιά με το θύμα του είναι συγκλονιστικός, όπως και το εύρημα του Παμούκ για να τον δημοσιοποιήσει). Η παρουσία του Κα εκεί, είναι η αρχή του μίτου που υφαίνεται γύρω του, εφόσον τον οδηγεί στον Μουχτάρ, τον πρώην άνδρα της Ιπέκ και υπ’ αριθμόν 1 ύποπτο για τον φόνο, και οι δύο συλλαμβάνονται από την αστυνομία, αλλά ενώ ξυλοφορτώνουν τον Μουχτάρ, στον Κα <i>συμπεριφέρθηκαν όπως αρμόζει σε έναν διάσημο δημοσιογράφο από την Ινσταμπούλ. </i><br /> Το δεύτερο κεντρικό επεισόδιο αφορά την «επαναστατική» παράσταση που ετοιμάζει το πολιτικό θέατρο του Σουνάι Ζαΐμ (ο Κα το θυμάται ήδη από την δεκαετία του 1970), φυσικά στρατευμένο, όπου το κυρίως θεατρικό έργο κηρύσσει πόλεμο κατά της μαντίλας. Πρόκειται για ένα έργο που ανέβηκε ήδη την δεκαετία του ’30 και «<i>αφορούσε το ξύπνημα μιας νεαρής κοπέλας με μαύρο τσαντόρ, που στο τέλος της παράστασης ξεσκεπάζει το κεφάλι της και καίει το τσαντόρ πάνω στη σκηνή</i>». Τότε βέβαια (1940) δεν υπήρχε καμιά κίνηση υπέρ του τσαντόρ, και οι θεατρώνες δυσκολεύτηκαν να προμηθευτούν μάλιστα για τις ανάγκες του έργου. <br /> Η παράσταση που ετοιμάζει τώρα ο Σουνάι είναι ένα από τα σπουδαία πολιτιστικά δρώμενα της πόλης, με άκρως πολιτικό περιεχόμενο λόγω των εκλογών, και μεταδίδεται από την τηλεόραση ζωντανά. Όπως διέδωσαν οι εφημερίδες, περιλαμβάνει ομιλίες, μύθους, σκηνές από κλασικά έργα, και ένα ποίημα του διάσημου Κα, για το οποίο ο ίδιος δεν είχε… ιδέα, ούτε καν το είχε γράψει ακόμα (το κυνήγι των ειδήσεων ωθεί τους δημοσιογράφους να γράφουν τα γεγονότα πριν αυτά γίνουν!!!)!. Παρόλ’ αυτά συμμετείχε στο τέλος μ’ ένα ποίημα που το εμπνεύστηκε τελευταία στιγμή (<i>απήγγειλε το ποίημα του νεράκι, χωρίς να ζοριστεί καθόλου</i>). <br /> Οι ομιλίες και τα ποιήματα δεν είναι παρά καρυκεύματα, εφόσον απλώς πλαισιώνουν την θρυλική παράσταση «<i><b>Πατρίδα ή μαντίλα</b></i>»! <i>Το πρωτόγονο και «ντεμοντέ» θεατρικό έργο των είκοσι λεπτών είχε τόσο γερή και δραματική δομή, που ακόμα και οι κωφάλαλοι μπορούσαν να τα καταλάβουν όλα</i>. Η συμμετοχή είναι καθολική και ενεργή, η κίνηση όμως της μαντιλοφορεμένης κοπέλας που έβγαλε επιδεικτικά το τσαντόρ, στο τέλος του έργου, χορεύοντας μάλιστα προκλητικά με γυμνά μπράτσα και λαιμό, έχει μοιραίο αποτέλεσμα στο ποικιλόμορφο κοινό (ριζοσπάστες, δημοκράτες, πολιτικούς ισλαμιστές, μαθητές της ιερατικής σχολής) και ακόμα χειρότερα όταν στην σκηνή ανέβηκαν δύο ηθοποιοί που παρίσταναν τους φανατικούς οπαδούς της θεοκρατίας. Όταν πια ο ίδιος ο Σουνάι εμφανίζεται αυτοπροσώπως για να σώσει την κοπέλα από τους θρησκόληπτους βγάζοντας σχετικό λογύδριο υπέρ της δημοκρατίας, η παράσταση καταλήγει σε ακραία επεισόδια με κορύφωση την παρέμβαση στρατιωτών να βαράνε στο ψαχνό μαθητές της ιερατικής σχολής ενώ όλοι αναρωτιούνται αν πρόκειται για αληθινά πυρά… <br /> Η κατάσταση αποβαίνει χαώδης αν πάρουμε υπόψη ότι οι δράστες είναι όντως δολοφόνοι, τρεις στρατιώτες Τούρκοι εθνικιστές, με αρχηγό τον πρώην κομμουνιστή δημοσιογράφο Ζ. Ντεμίρκολ, που <i>είχε σκοπό να υπερασπιστεί τη σύγχρονη Τουρκική Δημοκρατία από τους Κούρδους αντάρτες και τους «οπαδούς της θεοκρατίας»</i>! Καθώς απομακρύνονται από τον χώρο του θεάτρου συναντούν τον Κα (<i>που είχε φύγει πιο νωρίς γιατί διαπίστωσε με τρόμο ότι κινδύνευε να ξεχάσει το ποίημα που είχε στο μυαλό του</i>) ο οποίος βρίσκεται «στην κοσμάρα του» παρόλο που είναι φανερό ότι η κατάσταση οδηγεί σε πραξικόπημα («επανάσταση»). Το καινούργιο ποίημα που γράφει εκείνο το βράδυ ο Κα λέγεται «Νύχτα επανάστασης», παρόλο που λίγο πριν ομολόγησε στην Ιπέκ ότι <i>δεν τον ενδιαφέρει η πολιτική</i>. <br /> Τα άρματα μάχης, η απαγόρευση της κυκλοφορίας, τα εθνικιστικά τραγούδια, οι δολοφονίες εκείνης της βραδιάς (<i>μήνες αργότερα, όταν έλιωσαν τα χιόνια, από τα πτώματα που ανακαλύφθηκαν έγινε φανερό ότι εκείνο το βράδυ είχαν διαπραχθεί κι άλλες δολοφονίες</i>) φαίνεται ότι ήταν τόσο συνηθισμένα στην χώρα που ο Κα, με την ιδιόρρυθμη ποιητική του αντίληψη, άρχισε να ονειροπολεί ανάλογες στιγμές του παρελθόντος (<i>ο Κα στα παιδικά του χρόνια αγαπούσε τα στρατιωτικά πραξικοπήματα, τότε όλους τους απασχολούσε ένα κοινό θέμα και όλοι, οι θείοι, οι θειες και οι γείτονες πλησίαζαν ο ένας τον άλλον/ μόλις ακούγονταν εμβατήρια στα ραδιόφωνα και άρχιζε η επιβολή του στρατιωτικού νόμου, τα διαγγέλματα και οι απαγορεύσεις, ο Κα ήθελε να βγαίνει στους άδειους δρόμους</i>). Δεν φαίνεται λοιπόν να πτοείται, αλλά έχοντας στραμμένη την προσοχή του στην εκπλήρωση του μοναδικού του ονείρου (Ιπέκ +ποίηση) μπαίνει όλο και πιο βαθιά στον λαβύρινθο της πολιτικής ζωής: ακολουθεί με νηφαλιότητα τους στρατιώτες στην Ασφάλεια για αναγνώριση του δολοφόνου του διευθυντή του Ινστιτούτου (<i>ήταν αποφασισμένοι να βρουν όσο το δυνατόν πιο γρήγορα τον δολοφόνο, να παρουσιάσουν τη σύλληψή του ως επιτυχία της επανάστασης</i>), στη συνέχεια στο κτίριο της Κτηνιατρικής όπου γίνονταν ανακρίσεις στους συλληφθέντες (<i>το πρώτο πράγμα που σκέφτηκε ήταν πόσο σύντομο είναι το ταξίδι του ανθρώπου σ’ αυτόν τον κόσμο</i>), στο νεκροτομείο για αναγνώριση πτωμάτων (<i>όσο κράτησε η διαδρομή, ο Κα απολάμβανε την ομορφιά των άδειων δρόμων καπνίζοντας το τσιγάρο του</i>). <br /> Εντωμεταξύ οι συμπλοκές και οι εκρήξεις συνεχίζονται και ο Κα μπαίνει σταδιακά ακόμα πιο βαθιά στο στόχαστρο (<i>το γεγονός ότι ήρθες από τη Γερμανία παραμονές αυτής της επανάστασης, και ότι ήσουν παρών όταν δολοφονήθηκε ο διευθυντής, τους κάνει να σε υποψιάζονται, του λέει εμπιστευτικά ο Σουνάι</i>), κυρίως εξαιτίας των σχέσεών του με τον τρομοκράτη Λατζιβέρτ. Απ’ την άλλη έδωσε την εντύπωση ότι έγινε θρήσκος όταν επισκέφτηκε τον σεΐχη Σααντεττίν εφέντη. Από την σύγχυσή του αυτή επωφελείται ο Σουνάι, που τον εκβιάζει να τους βοηθήσει στη σύλληψη του Λατζιβέρτ, ενώ ο αναμενόμενος χαφιές γίνεται μόνιμος συνοδός πια του Κα (<i>ο Κα ανησύχησε όταν κάποια στιγμή τον έχασε κι άρχισε να τον ψάχνει</i>)! <br /> Ο τρελός έρωτας όμως του Κα με την Ιπέκ αλλά και η στενή σχέση με τη μυστηριώδη αδερφή της, την Καντιφέ (που είναι κι αυτή ερωτευμένη με τον τρομοκράτη ισλαμιστή και τώρα καταζητούμενο Λατζιβέρτ) τον μπλέκουν ακόμα περισσότερο. Τώρα εκμεταλλεύεται την ουδετερότητά του και η Καντιφέ, η οποία τον φέρνει σε επαφή με τον Λατζιβέρτ! Ο Λατζιβέρτ, πάλι, προτού εξαφανιστεί ζητά από τον Κα την βοήθειά του προκειμένου να γραφτεί ένα άρθρο σε δυτική εφημερίδα που να περιγράφει όλη αυτήν την ανεκδιήγητη πολιτική κατάσταση, με επίκεντρο το χάσμα μεταξύ ανατολής-δύσης (<i>η Δύση θα ανεχτεί μια δημοκρατία των εχτρών της που είναι τόσο διαφορετικοί απ’ αυτήν;</i>)! Είναι φανερό ότι όλοι αυτοί οι αντιτιθέμενοι (Σουνάι, σεΐχης, Καντιφέ/Ιπέκ, Λατζιβέρτ, ακόμα κι ο Μουχτάρ βλέπουν στον Κα τον άνθρωπο κλειδί που θα δώσει τη λύση, ενώ ο Κα σκέφτεται μονάχα τον έρωτα και την ποίηση! <br /> Το σχέδιο του -καταζητούμενου- Λατζιβέρτ να δημοσιεύσουν σε σοσιαλδημοκρατική εφημερίδα της Γερμανίας άρθρο για την πολιτική κατάσταση της χώρας που να το υπογράφουν ένας παλιός κομμουνιστής, ένας ισλαμιστής και ένας Κούρδος εθνικιστής αναλαμβάνει να το φέρει εις πέρας ο Κα (<i>δεν μπορείς πια από δω και πέρα να παριστάνεις τον αθώο</i>), ένα σχέδιο φιλόδοξο (να πειστούν τα κατάλληλα άτομα, και να εμπιστευτούν ευρωπαϊκή εφημερίδα). Η μυστική συγκέντρωση των κατάλληλων προσώπων (μεταξύ τους και ο πατέρας των κοριτσιών, Τουργκούτ) γίνεται σουρεαλιστική, με πολύ ενδιαφέρουσες παρεμβάσεις (<i>μου είπαν ότι στη Γερμανία καταλαβαίνουν αμέσως τους Τούρκους… Το μόνο που μπορεί να κάνει κάποιος για να μην τον περιφρονήσουν είναι να αποδείξει ότι σκέφτεται σαν κι αυτούς. Κι αυτό <b>δεν είναι μόνο αδύνατο είναι και ταπεινωτικό</b></i>), και σπαρταριστές παρατηρήσεις για το τι πρέπει να γραφτεί και πώς (κορυφαία η παρέμβαση του «παθιασμένου νεαρού»: «<i><b>Δεν είμαστε βλάκες, είμαστε φτωχοί!</b></i> <i>Αυτό να γράψει η γερμανική εφημερίδα</i>»). Ο Κα αναλαμβάνει το ρίσκο έχοντας πάντα στον νου του την Ιπέκ, με την οποία, έχοντας περάσει στιγμές ανείπωτης ευτυχίας έχουν καταστρώσει σχέδιο απόδρασης στη Γερμανία. <br /> Αυτά είναι τα κομβικά επεισόδια , αλλά αυτό που αποβαίνει μοιραίο για τον Κα είναι η εξαφάνιση/σύλληψη του Λατζιβέρτ κι η μεγάλη ίντριγκα για να τον απελευθερώσουν (αν στην παράσταση του Σουνάι η Καντιφέ δεχτεί να βγάλει τη μαντίλα, θα τον ελευθερώσουν!). Είναι αξιοσημείωτο ότι στην αρχή δειλιάζει να συμμετάσχει (<i>δεν θέλω να μπλέξω/ίσως επειδή είμαι δειλός/δεν θέλω να γίνω ήρωας. Τα ηρωικά όνειρα είναι η παρηγοριά των δυστυχισμένων/όπως είπα, αυτόν τον καιρό είμαι πολύ ευτυχισμένος</i>). Ο Κα έρχεται σε επαφή με όλα τα εμπλεκόμενα πρόσωπα (Σουνάι, Καντιφέ, Λατζιβέρτ, Τουργκούτ κα) έχοντας στον νου του ότι με το τέλος όλης της υπόθεσης, θα φύγει με την Ιπέκ στην Φραγκφούρτη. <br /> Έτσι, πέρα από την απόλαυση της μαγικής γραφής του Παμούκ, ο αναγνώστης έχειαγωνία για την έκβαση αυτής της ριψοκίνδυνης αποστολής, στην οποία ο ήρωάς μας ισορροπεί πάνω σε τεντωμένο σκοινί. Η προδοσία έρχεται από κει που δεν το περιμένει… <br /> <b> Έρωτας κι ευτυχία </b><br /><div style="text-align: right;"><i><span style="color: #351c75;">Είναι δυνατόν, και σε ποιον βαθμό, να καταλάβουμε τον πόνο, τον έρωτα κάποιου;</span></i></div><div style="text-align: right;"><i><span style="color: #351c75;">Ο μυθιστοριογράφος Ορχάν σε ποιο βαθμό μπορεί να δει το σκοτάδι της δύσκολης</span></i></div><div style="text-align: right;"><i><span style="color: #351c75;">και πονεμένης ζωής του ποιητή φίλου του;</span></i></div> Όλος ο συναισθηματικός κόσμος του Κα περικλείεται σ’ αυτές τις δυο λέξεις –η <b><i>ευτυχία</i></b>, το ζητούμενο που το νιώθει σαν γλυκό πόνο στην κοιλιά από τότε που ερωτεύτηκε την Ιπέκ. Σε κάθε στροφή του λαβύρινθου στον οποίο χάνεται ο Κα, ψυχανεμίζεται την ευτυχία που τον περιμένει, ωστόσο είναι ένα συναίσθημα ανάμεικτο με φόβο (<i>θυμήθηκε ότι φοβόταν να ερωτευτεί εξαιτίας του καταστροφικού αυτού πόνου</i>). Η ευτυχία του όταν αντικρίζει την Ιπέκ τον κάνει να θέλει να κλάψει, και ξεχνάει κάθε αγωνία και πόνο που νιώθει κανείς στην αναμονή του αγαπημένου προσώπου. Τι είναι ο έρωτας, είναι μια σκέψη που τον βασανίζει και διατρέχει όλο το βιβλίο <i>(δεν ήθελε να ερωτευτεί για να μοιράζεται επιτέλους τα πάντα; Δεν ήταν έρωτας η επιθυμία να μπορείς να λες τα πάντα;</i>) Ο έρωτας, συνυφασμένος με την πληρότητα, την ικανοποίηση, τον πόνο, τη μοναξιά. Όσοι όμως είχαν ακούσει τον Κα να απαγγέλλει το ποίημα του «Έρωτας» είπαν ότι "<i>πηγή του έρωτα δεν ήταν τόσο η αγάπη όσο οι εντάσεις ανάμεσα στη μοναξιά και την ηρεμία, ή τη σιγουριά και τον φόβο, αλλά και τα ανεξήγητα σκοτάδια"</i>. <br /> Σαράντα περίπου ερωτικά γράμματα, ανεπίδοτα, ανακαλύπτει ο Ορχάν στα πράγματα του Κα, όταν τέσσερα χρόνια μετά, αυτός έχει πια φύγει απ’ τη ζωή (<i>σε κάθε γράμμα αναφερόταν σε μια διαφορετική ανάμνηση από το Καρς, σε μια καινούρια, θλιβερή, πονεμένη λεπτομέρεια σχετικά με τον έρωτά τους</i>). <br /> Η ευτυχία είναι μια κατάσταση απολύτως συνειδητή στον Κα, αν και συνοδεύεται πάντα από τον φόβο της απώλειας. Ξέρει επίσης ότι υπάρχει κάτι πέρα από την ευτυχία, μια «περιοχή έξω από τον χρόνο και το πάθος». Πέρα από τον έρωτα του προκαλεί ευτυχία το ότι κάθε τόσο η έμπνευση του χτυπάει την πόρτα (<i>επειδή μπορώ και γράφω ποίηση. Επειδή πιστεύω στον θεό</i>) <br /><b> Είστε άθεος; </b><br /><div style="text-align: right;"><span style="color: #351c75;"><i>Το χιόνι μού θυμίζει τον θεό</i></span></div> Η ιδεολογική σύγχυση του Κα έχει τις ρίζες της στις αρχικές του δηλώσεις περί αθεΐας, η οποία όμως σταδιακά αντικαθίσταται από μια μοναχική πίστη στον θεό, μια «προσωπική υπόθεση» που πηγάζει από το αίσθημα έμπνευσης και πληρότητας λόγω του ακατάλυτου έρωτα που νιώθει για την Ιπέκ. Ακόμα όμως κι έτσι, υπάρχουν στιγμές που νιώθει αβέβαιος (<i>ακόμα και τις μέρες που είμαι βέβαιος ότι είμαι άθεος, δεν μου περνά από τον νου να αυτοκτονήσω</i>). Όπως εκμυστηρεύεται στον σεΐχη Σααντεττίν, τον απωθούσε πάντα το τυπικό της θρησκείας (οι κανόνες η μαντίλα) είτε της ανατολικής θρησκείας, είτε της δυτικής (<i>εγώ θέλω έναν Θεό που για να επικοινωνήσω μαζί του δεν θα χρειάζεται να βγάλω τα παπούτσια μου, να φιλήσω κάποιον και να πέσω στα γόνατα</i>). <br /> Το πρόβλημα της πίστης -καυτό στην διχασμένη κοινωνία του Καρς- έρχεται κι επανέρχεται υπό τη μορφή συζητήσεων με τους εμπλεκόμενους αλλά ο Θεός, αν υπάρχει, για τον Κα είναι «<i>έξω, στην άδεια νύχτα, στο σκοτάδι, στο χιόνι που πέφτει πάνω στις καρδιές των φτωχών</i>». <br /><b> Χιόνι και «χιόνι» </b><br /><div style="text-align: right;"><i><span style="color: #351c75;">Κάθε ζωή είναι σαν νιφάδα του χιονιού</span></i></div> Το χιόνι και η «σιωπή του χιονιού», το πάλλευκο τοπίο, οι χοντρές νιφάδες που άλλοτε πέφτουν αργά σαν πούπουλα κι άλλοτε οδηγούν σε χιονοθύελλα, είναι το μόνιμο σκηνικό του βιβλίου, και δημιουργεί ποικίλα συναισθήματα στον Κα (<i>όταν χιόνιζε ο Κα ένιωθε πάντα καθαρός μέσα του/εδώ το χιόνι ήταν κουραστικό, πληκτικό, τρομακτικό</i>). Όταν είναι πυκνό νιώθει τη μοναξιά να τον κυριεύει, όταν πέφτει αργά «με μεγάλες χορταστικές νιφάδες» αποπέμπει <i>ηρεμία και σιγουριά, μια κομψότητα που ο Κα την θαύμαζε.</i> Κι όταν πέφτει αργά, σαν να κρέμονται οι νιφάδες στον αέρα <i>(η αίσθηση της βραδύτητας του έδωσε την εντύπωση πως ο χρόνος είχε σταματήσει</i>) ή θυμίζουν ταινία σε αργή κίνηση, ενώ άλλες φορές πέφτουν «αποφασιστικά» δείχνοντας <i>άσπρη και μυστηριακή τη νύχτα</i>. <br /> Κάθε αναφορά στο χιόνι δίνει μιαν άλλη όψη, γιατί ποτέ δεν είναι ίδιο στα μάτια ενός ποιητή. Δεν είναι τυχαίο που μαζί με τον αφυπνισμένο έρωτά του προς την Ιπέκ, το ακατάπαυστο <i><b>χιόνι </b></i>είναι αυτό που διεγείρει τις αισθήσεις, την ευαισθησία και τέλος την ποιητική έμπνευση. Δεν είναι επίσης τυχαίο που ο Κα έδωσε στο ποίημα που απήγγειλε (χωρίς να το έχει γράψει) στο θέατρο Μιλλέτ τον τίτλο «Χιόνι», αλλά έδωσε τον ίδιο αυτόν τίτλο στην συλλογή των 18 ποιημάτων που έγραψε στο Καρς και φύλαγε σ ένα πράσινο τετράδιο. Μάταια έψαξε αργότερα ο φίλος του Ορχάν να βρει το πράσινο τετράδιο (<i>η ιστορία του χαμένου τετραδίου με τα ποιήματα του αγαπημένου μου φίλου έγινε ξαφνικά για μένα μια τελείως διαφορετική ιστορία που ακτινοβολούσε από πάθος</i>), ενώ το μόνο ποίημα που δεν κατέγραψε ήταν εκείνο που απήγγειλε στην παράσταση και υπήρχε μόνο στο αρχείο της τηλεόρασης. <br /> Ο Κα τη στιγμή της έμπνευσης νιώθει ένα «βαθύ κάλεσμα», <i>σαν να του ψιθυρίζει κάποιος τους στίχους</i>, κι όταν το βρίσκει όμορφο νιώθει μια βαθιά αναστάτωση που την ονομάζει ευτυχία (<i>κι επειδή το έβλεπε όμορφο, έβρισκε εκπληκτικό το υλικό του, την ίδια του τη ζωή</i>). Όταν νιώθει «έτοιμος» για ποίημα, αποφεύγει να μιλάει στους άλλους και, σα μαγεμένος, <i>βλέπει με ευχαρίστηση και αγωνία τους στίχους να ξεδιπλώνονται ο ένας μετά τον άλλον σαν ζωγραφικός πίνακας</i>. <br /> Ο Κα συγκλονίζεται από την αποκάλυψη της εκπληκτικής συμμετρίας και μοναδικότητας που έχουν οι νιφάδες του χιονιού και ομαδοποιεί τα 18 ποιήματά του με βάση το εξάγωνο Λογική-Φαντασία-Μνήμη Χ2, ενώ δυστυχώς για τον Ορχάν το μόνο που διασώθηκε είναι οι τίτλοι, απλοί κι ενδεικτικοί του περιεχομένου τους, π.χ. <i>Κρυφή συμμετρία, Τα αστέρια και η ανθρωπότητα, Θάνατος από πυροβολισμό, Εκεί που δεν υπάρχει Θεός, Ζήλια, Παράδεισος, Αυτοκτονία και εξουσία </i>κλπ. ενώ στο κέντρο της νιφάδας τοποθέτησε το ποίημα του «<i>Εγώ ο Κα</i>». Διασώθηκαν όμως οι συνθήκες γραφής, που μας τις περιγράφει ο φίλος μυθιστοριογράφος Ορχάν (Παμούκ!). <br /> Η σχέση μεταξύ της -ζοφερής- πραγματικότητας και της φαντασίας, της α-λήθειας και της ποίησης, της ευτυχίας και της γραφής φαίνεται να απασχολεί βαθιά τον Κα, άλλωστε εκεί πρέπει να βρίσκεται η ουσία των ποιημάτων του. <i>Αληθινή ποίηση και ευτυχία δεν πάνε μαζί</i>, λέει, γιατί ή η ευτυχία θα «σκληρύνει» τον ποιητή, ή η αληθινή ποίηση καταστρέφει την ευτυχία. <div> "<i>Πώς μπορεί ο ποιητής να</i> <i>αγνοεί με ένα κομμάτι του μυαλού του την καταστροφή που συντελείται στον κόσμο;</i>»", αναρωτιέται ο ποιητής που πηγή έμπνευσής του είναι η ευτυχία του έρωτα, η πληρότητα της ζωής. Η απάντηση που έδωσε κάποτε στον Ορχάν ήταν ότι, όταν ο ποιητής έρχεται αντιμέτωπος με δύσκολες αλήθειες, <br /><div style="text-align: center;"><i><b>πρέπει απλώς να περιστρέφεται γύρω απ αυτές, και ότι</b></i></div><div style="font-style: italic; text-align: center;"><i><b>η μυστική μουσική αυτής της περιστροφής είναι η τέχνη του</b></i></div><div style="text-align: right;">Χριστίνα Παπαγγελή</div><p class="MsoNormal" style="text-indent: 1.0cm;"><b style="mso-bidi-font-weight: normal;"><span style="font-size: 12.0pt;"><o:p> </o:p></span></b></p></div>Χριστίνα Παπαγγελήhttp://www.blogger.com/profile/16375943334890543341noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-2588422417895573421.post-17471195953881475372024-02-11T12:49:00.002+02:002024-02-11T12:49:27.394+02:00Δρολάπι, Ευάγγελος Αυδίκος<div style="text-align: right;"><i><span style="color: #20124d;">Είμαστε λαθραίοι στη ζωή.</span></i></div><div style="text-align: right;"><i><span style="color: #20124d;">Ξεφύγαμε απ’ τον θάνατο, μας αγνοεί η ζωή.</span></i></div><div style="text-align: right;"><i><span style="color: #20124d;">Ο νόμος μάς εντόπισε, είναι σκληρός όταν θέλει.</span></i></div><div style="text-align: right;"><i><span style="color: #20124d;">Αλλιώς τον περιμέναμε.</span></i></div><div style="text-align: right;"><i><span style="color: #20124d;">Να ανοίξει την πόρτα του σκοταδιού,</span></i></div><div style="text-align: right;"><i><span style="color: #20124d;">να μας δανείσει φως.</span></i></div> Δυνατό ανεμόβροχο με χαλάζι και πιθανώς καταιγίδα, ομίχλη, σύθαμπο, δυνατή βροχή είναι οι εικόνες που συνοδεύουν σαν σκηνικό την πλοκή αυτού του τρυφερού μυθιστορήματος, αλλά το δρολάπι (υδρολαίλαψ= βρόχινη λαίλαπα) γίνεται και συμβολικό δομικό στοιχείο, εφόσον η ζωή των ηρώων έρχεται «τα πάνω κάτω» σαν χτυπημένη από καταιγίδα, στην σύγχρονη εποχή της οικονομικής κρίσης και της πανδημίας. <br /> Η παράξενη τεθλασμένη πορεία των έξι βασικών προσώπων του μυθιστορήματος που η ζωή/τύχη τούς έφερε κάποια στιγμή κοντά, είναι η αφορμή για να ξεδιπλώσει ο συγγραφέας ερωτήματα σχετικά με τη μνήμη, την ταυτότητα, την αξιοπρέπεια, τη μοίρα του ανθρώπου και το «νόημα» να παραμένεις «άνθρωπος». Παράλληλα, καυτά κοινωνικά ζητήματα της πρόσφατης νεοελληνικής ιστορίας (άστεγοι, ρακοσυλλέκτες, νεοφασίστες, φράχτης του Έβρου, ανεμογεννήτριες κ.α.) έρχονται στο προσκήνιο, ή μάλλον, αποτελούν τον καμβά της πλοκής, επισημαίνοντας τις ιδιαίτερες αντιθετικότητες του σύγχρονου κόσμου. <br /> Αρχικά ο αναγνώστης γνωρίζει την Αρσινόη και τον Λυσίμαχο, ανθρώπους χωρίς… ταυτότητα (τα ονόματά τους είναι συμβατικά/<i>καλύτερα από το όνομα που είχε η καρτέλα ασθενείας τους, Γ1 και Δ1</i>), ή καλύτερα χωρίς παρελθόν, εξαιτίας ενός καθοριστικού αυτοκινητιστικού δυστυχήματος στην Β. Ελλάδα, στην Ασπροβάλτα, που άφησε την μεν Αρσινόη χωρίς καθόλου μνήμη παρελθόντος, τον δε Λυσίμαχο σε αναπηρικό καροτσάκι, με σοβαρότερα προβλήματα υγείας, χωρίς μνήμη αλλά και χωρίς καν τη δυνατότητα ομιλίας. Καθώς το αυτοκίνητο έπιασε φωτιά, όλα τα αρχεία (ταυτότητες, βιβλιάρια κλπ) καταστράφηκαν. Κανένας δεν τους αναζήτησε και κανένας δεν τους αναγνώρισε, ενώ παρακολουθούμε με ενδιαφέρον τις προσπάθειες της Αρσινόης -βασικά- να προσαρμοστεί μαζί με τον -μάλλον- σύντροφό της σ’ έναν άγνωστο κόσμο, στη Θεσσαλονίκη όπου βρέθηκαν προσωρινά μετά τη νοσηλεία στη ΜΕΘ, με γιατρούς, ψυχολόγο και δικηγόρο. Ενδεικτική των δυσκολιών η πληροφορία του δικηγόρου ότι «το εφετείο απέρριψε την αγωγή» γιατί δεν τους αναγνωρίζει ως άτομα, δεν έχουν ταυτότητα και δεν υπάρχει ληξιαρχική πράξη (<i>δεν έχετε υπόσταση</i>)! <br /> Ένας άξονας λοιπόν που απολαμβάνει ο αναγνώστης -καθώς οι διαφορετικές προσωπικές ιστορίες των έξι ατόμων πλέκονται αντιστικτικά, ή μάλλον ιμπρεσιονιστικά, με πολλά φλας μπακ και μεταφορές σε διαφορετικούς τόπους- είναι η αναγέννηση των δύο βασικότερων, κατά τη γνώμη μου, ηρώων από το σκοτάδι της πλήρους «ανυπαρξίας» σε μια νέα ζωή. Είναι άλλωστε ο άξονας που συντηρεί το βασικό μυστήριο (ποια είναι η προσωπική τους ιστορία, το παρελθόν τους) αλλά και το ψυχολογικό ενδιαφέρον, πώς δηλαδή μπορούν να επιβιώσουν και να κοινωνικοποιηθούν άτομα «χωρίς υπόσταση», χωρίς μνήμη... (<i>είχε την αίσθηση πως βίωνε μια νέα παιδική ηλικία</i>). Παρακολουθούμε π.χ. τις προσπάθειες των δύο να μάθουν τη νοηματική γλώσσα, ή να βρουν λύση στην σεξουαλική ενόρμηση που έχει ανασταλεί, κλπ κλπ. <br /> Αρχικά, η έλλειψη χρημάτων προστίθεται στις κινητικές και σωματικές δυσκολίες, αυξάνοντας το άγχος της Αρσινόης, που σήκωσε το βάρος της ευθύνης και για τους δυο. Στο σούπερ μάρκετ δεν μπόρεσε να δουλέψει μόνιμα, λόγω του ότι χωρίς ταυτότητα ήταν ανασφάλιστη· για τον ίδιο λόγο δεν μπόρεσε να την κρατήσει ο Λευτέρης ο ψυχολόγος στο γραφείο του όπου την κάλεσε χαριστικά (<i>θα είστε οι πελάτες μου, αυτό να το έχεις υπόψη/η φράση που αναβόσβηνε σαν το κίτρινο φανάρι, σταθερά κι επανειλημμένα.<b> Είστε λαθραίοι</b>, τους υπενθύμιζε, μην το ξεχνάτε. Υπάρχετε χάρη στην ελεημοσύνη των άλλων. Παρασύρθηκε στο σούπερ μάρκετ, πίστεψε πως δεν διέφεραν. Ήρθε όμως η επίσημη πολιτεία να τους τοποθετήσει εκεί που ανήκαν. <b>Σ’ αυτούς που δεν είχαν ταυτότητα</b></i>). Μετά από σύντομη θητεία στην κάστα των ρακοσυλλεκτών (<i>τους άρεσε η δουλειά, γνώρισαν νέους φίλους</i>) δέχονται να πάνε στο Κανάλι της ορεινής Λευκάδας, να δουλέψουν στην ταβέρνα των γονιών του Λευτέρη. <br /> Από το Κανάλι στον Παντοκράτορα της Λευκάδας, κι από κει εκδρομή για κοινωνικούς λόγους (με τη συμβουλή του ψυχολόγου) στα Τζουμέρκα, κι η ζωή τους αρχίζει να παίρνει έναν ρυθμό, αλλά ουσιαστικά να τέμνεται με τη ζωή των άλλων ηρώων/ίδων του μυθιστορήματος. Η γνωριμία με τον Κώστα και την Ρήνα (που παλιά ήταν Ιρένε και στο αφηγηματικό «τώρα» ζει με τον Κώστα), αποβαίνει μοιραία για την εξέλιξη των δύο. Τα Τζουμέρκα άλλωστε, ο Άραχθος ποταμός και οι φουσκονεριές του, είναι ο τόπος όπου διαδραματίζεται ένα άλλο κομβικό επεισόδιο του μυθιστορήματος: καθοριστικό και πραγματικό ιστορικό γεγονός, η κατάρρευση του Γεφυριού της Πλάκας μια θυελλώδη μέρα του Φλεβάρη του 2015<a href="file:///C:/Users/User/Desktop/%CE%A4%CE%B5%CF%84%CF%81%CE%AC%CE%B4%CE%BF%20%CE%B2%CE%B9%CE%B2%CE%BB%CE%AF%CF%89%CE%BD%202024.docx#_ftn1">[1]</a>, όπου μάρτυρες του συνταρακτικού γεγονότος έγιναν ο Κώστας, πάντα ακραία παράτολμος και απρόβλεπτος, και η Αρσινόη που αψήφησε τις επικίνδυνες συνθήκες και τον ακολούθησε στην τρομερή καταιγίδα που φούσκωνε τον Άραχθο και ταρακούναγε τη γέφυρα (<i>η ίδια αργότερα δεν μπορούσε να δώσει απάντηση στην απορία, επικαλέστηκε μια εσωτερική δύναμη, κάτι σαν <b>ανεμόβροχο της ψυχής</b> που την παρέσυρε να επιχειρήσει την έξοδο</i>). <br /> Ήδη όμως με άλματα στον χώρο και τον χρόνο έχουμε γνωριστεί και με τα υπόλοιπα πρόσωπα: Ο Κώστας έχει καταγωγή από την Ροδόπη από οικογένεια Σαρακατσάνων/βοσκών, και ενώ σπούδασε Νομική στην Κομοτηνή, με την κρίση απολύθηκε από την δικηγορική εταιρεία όπου δούλευε στην Αθήνα και βρέθηκε να ζει άστεγος. Παρακολουθήσαμε τις προσπάθειες να οργανώσει τη ζωή του στους δρόμους (διάβασμα με βιβλία που βρίσκει στα σκουπίδια, πώληση του περιοδικού Σχεδία, υιοθεσία του σκύλου Θαλή) ενώ η συμμετοχή του στο συλλαλητήριο για το μνημόνιο που κατέληξε στην πυρκαγιά στην τράπεζα Marfin σηματοδοτεί την αρχή μιας διαφορετικής πορείας. Γιατί εκεί θα συναντήσει την Ιρένε/Ρήνα <i>η οποία εκεί γνώρισε τον Κώστα κι άλλαξε φύλλο η ζωή της</i>. <br /> Μα και η Ιρένε έχει μια ανάλογη δαιδαλώδη πορεία στη ζωή της: την πρωτοβλέπουμε ως δημοσιογράφο με εξεζητημένη εμφάνιση (ψηλά τακούνια, κατακόκκινα χείλη κλπ), να αντιμετωπίζει με σνομπισμό την ατημέλητη ερευνήτρια Μίκα αλλά μαθαίνουμε στη συνέχεια (με τον αντιστικτικό τρόπο που αναφέραμε) ότι γεννήθηκε στην Βουλγαρία σε οικογένεια πολιτικού πρόσφυγα (με καταγωγή από την Πίνδο, είχε εκεί σε κάποιο χωριό ένα μικρό σπιτάκι) και τις τραγικές μέρες που πάσχιζε για τον επαναπατρισμό του νεκρού πατέρα της (από την Βουλγαρία) ένιωσε το κύμα του καταναλωτισμού, που είχε βέβαια στερηθεί, να την κατακυριεύει (<i>της άρεσε να περπατάει στους κεντρικούς δρόμους, εκστασιαζόταν με τις λαμπερές βιτρίνες, ένας κόσμος που τον στερήθηκε στη Σόφια/ αν είχε τη δυνατότητα θα φόρτωνε ένα φορτηγό με φορέματα, τσάντες και παπούτσια, να φοράει κάθε μέρα κάτι διαφορετικό,<b> να κερδίσει ό, τι δεν απόλαυσε</b></i>). Η σύγκρουση με τον ιδεολόγο πατέρα γίνεται αναπόφευκτη αλλά ο θάνατός του ήταν μια λύτρωση (<i>αμέσως όσα την καταπίεζαν χύθηκαν στο πεζοδρόμιο, οι υποχρεώσεις, το δάχτυλο που υψωνόταν απειλητικά</i>). Η συμμετοχή της σε μια εκπομπή ως κόρη πολιτικού πρόσφυγα την οδήγησε σε γραφείο υπουργού ο οποίος την προσέλαβε ως γραμματέα και εκπρόσωπό του, παρέχοντάς της πολύτιμες εμπειρίες. Όταν όμως ο υπουργός στιγματίστηκε κι αποσύρθηκε, για την Ιρένε, που ήταν δημοφιλής πια, άνοιξε η πόρτα προς την δημοσιογραφία. Η δημοσιογραφία είναι ο καινούριος της δρόμος χάρη στον οποίο θα γνωρίσει την Μίκα, και αργότερα τον Κώστα (στην πυρκαγιά στο Μάρφιν) όπου θα αλλάξει ρότα η ζωή της, για άλλη μια φορά. Θα «μετονομαστεί» σε Ρήνα, και δίπλα στον Κώστα θα γίνει πιο απλή και θα έρθει πιο κοντά στη φύση. <br /> Η Μίκα αμερικανικής καταγωγής με γιαγιά Ελληνίδα, παππού Ιρλανδό (βλέπουμε και την εκεί οικονομική κρίση) και πατέρα Βραζιλιάνο έχει σπουδάσει πολιτικές επιστήμες στο Οχάιο με άριστα και ασχοληθεί στο διδακτορικό της με τη μετανάστευση μεταξύ Λατινικής Αμερικής και ΗΠΑ, ενώ ως μέλος ΜΚΟ δούλεψε μια χρονιά για την προστασία του Αμαζονίου, με λαμπρά αποτελέσματα. Η προϋπηρεσία της αυτή την έκανε το κατάλληλο πρόσωπο για να ταξιδέψει στην Αθήνα, <i>να κάνει έρευνα για τα σύνορα και τη μετανάστευση</i>. Συγκεκριμένα, η ΜΚΟ της νοίκιασε αυτοκίνητο να πάει στον Έβρο, να «στείλει άρθρα» <i>γιατί είχε αρχίσει στην Αμερική να υπάρχει ενδιαφέρον της κοινής γνώμης για την μετακίνηση προσφύγων και μεταναστών από τις χώρες της Ασίας</i>. Μαζί της θα ταξίδευε η Ιρένε, ως ανταποκρίτρια της ελληνικής εφημερίδας, κι έτσι γνωρίστηκαν. <br /> Η «ζωντανή Μπίμπι Μπο» λοιπόν, η Ιρένε, που ξεχειλίζει από ενέργεια, που αφηγείται ωραία και υπερασπίζεται με πάθος τις απόψεις της γοητεύει την Μίκα, που είναι απλή, συνεσταλμένη και ατημέλητη, με μοναδικό έρωτα την δουλειά της (<i>είμαστε διαφορετικές, αλλά μ’ αρέσεις, είσαι τυπάκι</i>). Στο κοινό τους ταξίδι, καθώς περνάνε από την Ασπροβάλτα, η Ιρένε θυμάται «κάποιο τρομερό δυστύχημα» στην Ασπροβάλτα, στο πρώτο της ταξίδι στην Ελλάδα από τη Σόφια για τη διπλωματική της εργασία. Το σοκ τότε ήταν τόσο μεγάλο, που η Ιρένε δεν μπόρεσε να συνεχίσει την εργασία της στην Ελλάδα. <br /> Η μοιραία αυτή σύμπτωση, της παρουσίας της Ιρένε στο δυστύχημα που στέρησε τη μνήμη των δύο ηρώων (Αρσινόης και Λυσίμαχου) θα είναι το τρίτο κομβικό επεισόδιο γύρω από το οποίο χτίζεται το μυθιστόρημα, κι ο υποψιασμένος αναγνώστης αντιλαμβάνεται ότι αυτή η σύμπτωση κρατάει και το κλειδί των αναπάντητων ερωτημάτων. <br /> Μέσα από τις απλές βιογραφίες των προσώπων βλέπουμε να περνάει η σύνθεση της νεοελληνικής κοινωνίας (πολιτική προσφυγιά, μετανάστευση στην Αμερική, συνέπειες οικονομικής κρίσης, απολύσεις, υποβάθμιση περιβάλλοντος), ενώ καθοριστικό ρόλο παίζει όχι μόνο η έντονη παρουσία της φύσης με τις βροχές και τις φουσκονεριές, τις ομίχλες μέσα κι έξω, τη θάλασσα και τα κύματα, τα δέντρα αλλά και η συντροφιά των ζώων… Η Αρσινόη συνομιλεί με τα σπουργίτια και δένεται με το κοράκι («Αίσωπο») που επισκέπτεται το σπίτι στη Θεσσαλονίκη, ο Κώστας αγαπάει τόσο το κατσικάκι του που σχεδόν διακινδυνεύει τη ζωή του για να το σώσει, ο σκύλος Θαλής είναι μια πολύτιμη συντροφιά του όσο είναι άστεγος. Ίσως αυτός είναι κι ένας εσωτερικός δεσμός των ηρώων, η αγάπη για τη φύση, κι ο λόγος που θα ξαναβρεθούν και οι έξι (στην παρέα έχει προστεθεί κι ο τεχνοκράτης Κρις, ο σύντροφος της Μίκα), πέντε χρόνια μετά την κατάρρευση της γέφυρας, στα Τζουμέρκα, όπου ζουν μόνιμα πια η Ρήνα με τον Κώστα (<i>Ρηνούλα, το δικό μας φως γινόταν όλο και πιο σκούρο στην Αθήνα, είχαν απέλθει τα χρώματα του ηλιοβασιλέματος, <b>ήρθαμε εδώ για να ξανασυναντήσουμε το φως</b>, το θυμάσαι αυτό;</i>). <br /> Η εξέλιξη των δυαδικών σχέσεων Ρήνας- Κώστα, Κώστα-Αρσινόης, Μίκας-Ρήνας αλλά και της παρέας στο σύνολό της θα οδηγήσει σε αποκαλύψεις, σε βήματα που οδηγούν στην «αναγνώριση» και ουσιαστικά στην «λύση» και στην κάθαρση. Η Αρσινόη και ο Λυσίμαχος αναδεικνύονται ως θύματα όχι μόνο μιας άτυχης συγκυρίας, αλλά και της κοινωνικής μέγγενης που στραγγαλίζει την ελεύθερη επιλογή της ταυτότητας. Η αποκάλυψη του παρελθόντος τους δεν θα επιλύσει ακριβώς το ζήτημα της ταυτότητας, αλλά θα θέσει επί τάπητος άλλα καίρια επίκαιρα ζητήματα που αφορούν τη ζωή που προχωρά προς τα μπρος. <br /><div style="text-align: right;">Χριστίνα Παπαγγελή</div><a href="file:///C:/Users/User/Desktop/%CE%A4%CE%B5%CF%84%CF%81%CE%AC%CE%B4%CE%BF%20%CE%B2%CE%B9%CE%B2%CE%BB%CE%AF%CF%89%CE%BD%202024.docx#_ftnref1">[1]</a> https://www.sansimera.gr/articles/888<div style="mso-element: footnote-list;"><div id="ftn1" style="mso-element: footnote;">
</div>
</div>Χριστίνα Παπαγγελήhttp://www.blogger.com/profile/16375943334890543341noreply@blogger.com1tag:blogger.com,1999:blog-2588422417895573421.post-48714644128560075322024-02-04T19:45:00.005+02:002024-02-04T19:49:03.611+02:00Πέδρο Πάραμο, Χουάν Ρούλφο<div style="text-align: right;"><i style="color: #20124d;">Το σώμα μου, που έμοιαζε να αιωρείται,</i></div><span style="color: #20124d;"><div style="text-align: right;"><i>λύγιζε εμπρός στο καθετί,</i></div><i><div style="text-align: right;"><i>είχε λύσει τους κάβους του</i></div><div style="text-align: right;"><i>και ο οποιοσδήποτε μπορούσε να παίξει μαζί του</i></div><div style="text-align: right;"><i>σαν να’ ταν πάνινη κούκλα.</i></div></i></span> Η ψυχή του Μεξικού πάλλεται σ’αυτό το μικρό βιβλίο του ολιγογράφου συγγραφέα, που συντάραξε τους ομότεχνούς του Λατινοαμερικάνους συγγραφείς, όπως τον Κάρλο Φουέντες και τον Γκαρσία Μαρκές. Γραμμένο το 1955, θεωρήθηκε από τους προάγγελους του μαγικού ρεαλισμού, αλλά κατά τη γνώμη μου είναι ένα πολυσήμαντο αφήγημα σε έκταση μεγάλης νουβέλας, που δεν μπορεί να καταταγεί στα γνωστά είδη. <br /> Πρόκειται για διείσδυση με λέξεις στο συλλογικό ασυνείδητο των λαών που έζησαν στην χώρα του Μεξικού, μια χώρα που χαρακτηρίζεται από απίστευτες αντιθέσεις, παντός είδους, αλλά κυρίως είναι ξεχωριστή για την εξοικείωσή της με τον θάνατο· με τον πόνο, με τη βία, τη φθορά, την αμαρτία, τον φόνο. Η εξοικείωση αυτή, βέβαια δεν κρύβει τίποτα άλλο παρά κατάφαση στη ζωή, στον έρωτα, την κίνηση, την αγάπη. Παράλληλα, ίσως για τον ίδιο λόγο, είναι η χώρα των εξεγέρσεων, των επαναστάσεων, της σκληρής εξουσίας που συγκρούεται με τον αυθεντικό, αρχέγονο, εστιασμένο στον πυρήνα του, άνθρωπο. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο, που το τρίπτυχο έρωτας-εξουσία/επανάσταση-θάνατος ξεδιπλώνεται εδώ μ’ έναν πρωτοφανή τρόπο. Και φυσικά ως έργο αποκτά καθολικότητα, πέρα από τα όρια του Μεξικού. <br /> Ο αφηγητής, Χουάν Πρεσιάδο, μετά τον θάνατο της μητέρας του επιστρέφει στο χωριό, στην Κομάλα (που παρεμπιπτόντως, σημαίνει «πήλινο σκεύος»), για να βρει και να γνωρίσει τον άγνωστο πατέρα του. Είναι υπόσχεση που έδωσε στην Ντολορίτα πάνω από το νεκροκρέβατό της (<i>τα χρόνια που μας ξέχασε, παιδί μου, καν’ τον να τα πληρώσει ακριβά</i>). Επιστρέφει λοιπόν στον τόπο της μητέρας του -η οποία λαχταρούσε μια ζωή να τον ξαναδεί- έναν τόπο με πρασινοκίτρινες πεδιάδες κατάσπαρτο με καλαμπόκι, ένα χωριό «που μυρίζει χυμένο μέλι» (<i>μου έδωσε τα μάτια της για να βλέπω</i>). Στον δρόμο του ερχόμενος από την Σαγιούλα συναντά τον «ονηλάτη» Αμπούνδιο, που του εκμυστηρεύεται ότι είναι κι εκείνος γιος του Πέδρο Πάραμο (τον χαρακτηρίζει μάλιστα «<i>ζωντανή μνησικακία</i>»), κι ότι η Κομάλα <i>βρίσκεται πάνω στη χόβολη της γης, στο στόμα ακριβώς της Κόλασης</i>. Τον πληροφορεί ότι ο Πέδρο Πάραμο, ιδιοκτήτης/εκμεταλλευτής μιας τεράστιας έκτασης, έχει ήδη πεθάνει εδώ και πολλά χρόνια. Ο Αμπούνδιο συνοδεύει λοιπόν τον σύγχρονο Τηλέμαχο μέχρι την είσοδο του χωριού. <br /> Μέχρι αυτό το σημείο μπορεί ο αναγνώστης να μιλήσει για σχετική γραμμικότητα στην αφήγηση. Γιατί στη συνέχεια, καθώς μπαίνει «σ’ αυτό το χωριό χωρίς θορύβους», σ’ αυτόν τον τόπο τον άνυδρο (σε αντίθεση με τον τόπο που περιέγραψε η μητέρα του) με τα αγριόχορτα να έχουν πλημμυρίσει τα άδεια σπίτια, και συναντά την πρώτη γυναίκα -την Εδουβίχες Διάδα- που σαν ψυχοπομπός θα τον οδηγήσει πιο βαθιά στον κόσμο της Κομάλα, ο Χουάν ουσιαστικά εισχωρεί στον <b>κόσμο των ψυχών</b>, τον άχρονο, τον κυκλικό, όπου οι αναμνήσεις είναι ζωντανές και ισχύουν ταυτόχρονα (<i>θυμήθηκα τι μου είχε πει η μητέρα μου. Εκεί θα με ακούς καλύτερα. Θα είμαι πιο κοντά σου. Θα νιώσεις πιο κοντά σου τη φωνή των αναμνήσεών μου από εκείνη του θανάτου μου, αν βέβαια ο θάνατος είχε ποτέ φωνή</i>). <br /> Δεν αντιλαμβάνεται βέβαια αμέσως ο αναγνώστης αυτήν την σταδιακή μετάβαση, και προσωπικά εκνευρίστηκα προσπαθώντας να καταλάβω ποιος μιλάει, σε ποιον γίνεται αναφορά, πώς συνδέονται τα πρόσωπα και τα γεγονότα. Άλλωστε την ίδια αμηχανία φαίνεται να νιώθει κι ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής (<i>πίστεψα πως η γυναίκα αυτή ήταν τρελή. Ένιωθα σαν να βρισκόμουν σ’ έναν άλλον κόσμο και αφέθηκα να παρασυρθώ</i>), όταν η Εδουβίχες του λέει με φυσικότητα ότι επικοινώνησε μόλις πριν με τη μητέρα του, που εκείνος όμως την είχε αφήσει πριν λίγες μέρες νεκρή. Με την ίδια άλλωστε φυσικότητα του λέει ότι κι ο Αμπούνδιο είναι νεκρός. Το να βασανίζεις λοιπόν τον αναγνώστη υποχρεώνοντάς τον να γυρίζει μπρος πίσω τις σελίδες για να καταλάβει τι συμβαίνει, είναι σαδιστικό και δείγμα κακής γραφής. Όταν δεν υπάρχει λόγος, φυσικά. <br /> Εδώ όμως <b>υπάρχει λόγος</b>, και όλα φαίνεται να προχωρούν «κατά το εικός και αναγκαίον», γιατί η επιφανειακή αυτή σύγχυση έχει λειτουργικότητα. Γιατί ο Χουάν Πρεσιάδο εισέρχεται στον κόσμο «του εσχάτου», όπου οι άνθρωποι, νεκροί ή ζωντανοί, είναι απογυμνωμένοι από το περιστασιακό, και επικοινωνούν με την «ουσία» τους. Το ίδιο περίπου συμβαίνει και με την αρχαία ελληνική τραγωδία, κι έτσι δεν είναι υπερβολικός ο Μαρκές όταν συγκρίνει τον Χουάν Ρούλφο με τον Σοφοκλή, στην εισαγωγή του βιβλίου. Τα γεγονότα δεν είναι γραμμικά, περιστασιακά συμβάντα, αλλά εκφράζουν πνευματικές σχέσεις και ο χρόνος στην αφήγηση αποκτά διαφορετική διάσταση. Για την ακρίβεια, ακολουθώντας τη ροή μιας συνείδησης, αυτήν του -ζωντανού ακόμα- Χουάν καθώς προσλαμβάνει την Πραγματικότητα/Αλήθεια της πόλης της καταγωγής του και των προγόνων του, μπαίνουμε σε ένα είδος «ταυτοχρονίας», όπως ακριβώς ταυτόχρονες είναι και οι αναμνήσεις των εμπειριών. Ή καλύτερα, α-χρονίας. Όπως γράφει και η μεταφράστρια Έφη Γιαννοπούλου στην εισαγωγή, «<i>Το Πέδρο Πάραμο είναι ένα βιβλίο αρκετά δύσκολο εξαιτίας της ιδιαίτερης δομής του, της πολυφωνίας του, των διασταυρούμενων αφηγήσεων που το αποτελούν. Διάλογοι μέσα σε άλλους διαλόγους ή μονολόγους, σκέψεις και ονειροπολήσεις</i>». <br /> Ως αναγνώστρια συνειδητοποίησα αυτήν τη λειτουργία των θραυσματικών επεισοδίων στην σελίδα 65 όπου η Εδουβίχες ρωτά τον ήρωά μας «<i>Άκουσες ποτέ το παράπονο ενός πεθαμένου;</i>», για να πάρει βέβαια αρνητική απάντηση. Όπως ακριβώς επισημαίνει στο καταπληκτικό επίμετρο ο Κάρλος Φουέντες: «<i>Όταν ο χρόνος κάποιων λέξεων -«Τόσο το καλύτερο για σένα, γιε μου, τόσο το καλύτερο»- επιστρέφει λίγες σελίδες μετά την πρώτη εκφορά τους, καταλαβαίνουμε ότι αυτές <b>οι λέξεις δεν χωρίζονται από τον χρόνο αλλά ότι είναι στιγμιαίες και μόνο στιγμιαίες</b>· δεν έχει συμβεί τίποτα ανάμεσα στη σελίδα 65 και τη σελίδα 77. Ή μάλλον: ό, τι έχει συμβεί έχει συμβεί <b>ταυτόχρονα</b></i>». Από την στιγμή που αντιλαμβάνεσαι την διαφορετική αυτή διάσταση, που υποβάλλεται κι από την ποιητικότητα του κειμένου -ιδιαίτερα στις περιγραφές των τοπίων-, η βασανιστική ανάγνωση γίνεται απόλαυση, καθώς ξεδιπλώνονται οριακές αν και «ξεκάρφωτες» σκηνές-στιγμιότυπα του τρίπτυχου εξουσία-έρωτας-θάνατος. Κι αυτές οι οριακές καταστάσεις ενσαρκώνονται με διαφορετικό τρόπο στους χαρακτήρες που συναντά ο Χουάν. Η Εδουβίχες, φίλη της Ντολορίτας (<i>λίγο έλειψε να είμαι η μητέρα σου</i>), δίνει φιλοδωρήματα στον Αμπούνδιο για τους ταξιδιώτες που της φέρνει (είναι ένα είδος πόρνης) έχει όψη μαραμένη, και πρόσωπο διάφανο σαν να μην είχε αίμα. Αργότερα ο Χουάν θα μάθει ότι η Εδουβίχες έχει ήδη αυτοκτονήσει μετά από μια σπαταλημένη αμαρτωλή ζωή, ενώ η απόκοσμη κραυγή της που τον αναστατώνει μετά τον ύπνο (<i>όχι δεν ήταν δυνατόν να υπολογίσω το βάθος της σιωπής που γέννησε αυτή η κραυγή. Λες και η γη είχε αδειάσει από αέρα/σαν να <b>σταμάτησε μέχρι κι ο θόρυβος της συνείδησης</b></i>) συγχέεται με την κραυγή του Τορίμπιο Αλντρέτε που τον δολοφόνησαν ο άνθρωποι του Πέδρο στον ίδιο δωμάτιο πριν πολύ καιρό… <br /> Τον ρόλο της προπομπού για τον Χουάν μετά την Εδουβίχες τον αναλαμβάνει η Νταμιάνα Σισνέρο, η γυναίκα που τον φρόντιζε όταν γεννήθηκε. Βλέπουμε λοιπόν έντονο το γήινο, φροντιστικό θηλυκό στοιχείο με τη μορφή της Εδουβίχες, στη συνέχεια της Νταμιάνα και παρακάτω της γριάς Ντοροτέα, επίσης νεκρής, που οδηγούν τον Χουάν στον παράξενο κόσμο τους. Η Ντοροτέα -<i>που κουβαλάει πάντοτε ένα πανί στριμμένο μέσα στη μαντίλα της και το νανουρίζει λέγοντας ότι είναι το μωρό της</i>- άλλωστε, είναι αυτή που θα περιμαζέψει τον κοκαλωμένο Χουάν <i>(ναι, Ντοροτέα, με σκότωσαν τα μουρμουρητά</i>). Άλλωστε, μια αμαρτωλή γυναίκα (που πλαγιάζει με τον αδερφό της) είναι κι αυτή θα τον οδηγήσει στον θάνατό του. <br /> Ο αναγνώστης, λοιπόν, μια πιάνει και μια αφήνει το υποτυπώδες γραμμικό νήμα της «αφήγησης» που έχει ως άξονα την είσοδο του Χουάν στο χωριό. Γιατί καθώς το νεκρικό στοιχείο γίνεται όλο και πιο έντονο (<i>ετούτο το χωριό είναι γεμάτο αντίλαλους. Μοιάζουν σαν φυλακισμένοι στις ρωγμές των τοίχων ή κάτω απ’ τις πέτρες. Σαν περπατάς, νιώθεις ότι ακολουθούν τα βήματά σου</i>) παρεμβάλλονται «άλματα» στον χρόνο που μας απομακρύνουν από τον βασικό ήρωα, ενώ παίρνουμε γεύση των βασικών προσώπων, ζωντανών και νεκρών: <br /> Είναι ο Μιγέλ, γιος του Πέδρο (εξίσου κάθαρμα με τον πατέρα του), ή μάλλον το φάντασμα του Μιγέλ, που τριγυρνά στο χωριό αναζητώντας «την κοπέλα που του πήρε τα μυαλά». Μόνο που είναι πεθαμένος- ενώ το άλογό του απαρηγόρητο τριγυρνάει από τις τύψεις, γιατί <i>ακόμα και τα ζώα το καταλαβαίνουν όταν κάνουν κάποιο έγκλημα</i>. Η είδηση του θανάτου του Μιγέλ έρχεται κι επανέρχεται στο βιβλίο, ιδωμένη μέσα απ’ τα μάτια του Πέδρο, του πατέρα Ρεντερία, των χωρικών. <br /> Είναι ο πατήρ Ρεντερία που δέχεται όλες τις εξομολογήσεις των γυναικών που πήγαν με τον Πέδρο Πάραμο· που δεν μπορεί να ξεπεράσει το μίσος του για τον εγκληματία γιο του Πέδρο, τον Μιγέλ (Ρεντερία: <i>κι έπειτα μάκρυνε το χέρι της κακίας του μ’ αυτόν το γιο που απόκτησε</i>) αυτόν τον ανάλγητο εγωιστή, που σκότωσε τον αδερφό του Ρεντερία και βίασε την ανιψιά του. Ο πατέρας βασανίζεται από τις τύψεις γιατί δεν μπορεί να δώσει άφεση στον νεκρό (<i>όλα αυτά γίνονται από δικό μου σφάλμα, από τον φόβο μου μην συγκρουστώ μ’ αυτούς που με στηρίζουν</i>). Ακόμα κι όταν ο ίδιος ο Πέδρο τον δωροδοκεί για να εξαγοράσει τη σωτηρία της ψυχής του γιου του, εκείνος ουσιαστικά αρνείται: <i>όσο για μένα Κύριε, έρχομαι εδώ στα πόδια σου να σου ζητήσω το δίκαιο ή το άδικο που όλοι έχουμε το δικαίωμα να ζητάμε… από πλευράς μου, καταδίκασέ τον Κύριε</i>. Είναι ίσως το τραγικότερο πρόσωπο γιατί παλεύει με τη συνείδησή του, γιατί «νιώθει κακός άνθρωπος» (<i>Ήθελε να τους απαντήσει «<b>εγώ, εγώ είμαι ο νεκρός</b>». Αρκέστηκε όμως να χαμογελάσει</i>). Αποκορύφωμα, όταν κι ο συνάδελφός του ιερέας της Κόντλας αρνείται να του δώσει άφεση. <br /> Είναι ο Λούκας, ο πατέρας του Πέδρο, που τον γιο του τον θεωρεί «άχρηστο, έναν τεμπέλη ολκής» (<i>μου βγήκε σκάρτος, τι τα θες Φουλγόρ</i>) και που τον σκότωσαν όσο ο Πέδρο ήταν ακόμη νεαρός (-<i>Σκότωσαν τον πατέρα σου.-<b>Κι εσένα ποιος σε σκότωσε, μητέρα;</b></i>). <br /> Μα κεντρικό βέβαια πρόσωπο είναι ο Πέδρο Πάραμο, ο ηγεμόνας, ο πανίσχυρος, ο βιαστής, ο αδίστακτος (περισσότερο απ’ τον πατέρα του), με δεξί του χέρι τον διαχειριστή Φουλγόρ αλλά και τους επιστάτες του (<i>ποιοι νόμοι, Φουλγόρ, τους νόμους από δω και πέρα τους φτιάχνουμε εμείς</i>). Αποκτά δύναμη με βάρβαρους τρόπους, μη διστάζοντας να αφανίσει όσους μπαίνουν εμπόδιο στον δρόμο του, π.χ. αυτούς στους οποίους χρωστάει. Δεν είναι τυχαίο ότι το όνομα σημαίνει «άνυδρος τόπος» (<i>ο Πέδρο Πάραμο σκόρπισε τόσο θανατικό αφού σκότωσαν τον πατέρα του, που λένε ότι σχεδόν ξεπάστρεψε όλους όσοι ήταν παρόντες στον γάμο όπου ο δον Λούκας Πάραμο θα γινόταν κουμπάρος</i>). Γυναικάς, με διάφορους γιους από τους οποίους για άγνωστους λόγους αναγνώρισε μόνο τον Μιγέλ. Χρωστά παντού και λύνει τα προβλήματά του είτε με δολοφονίες είτε με… γάμο (έτσι παντρεύτηκε την μητέρα του Χουάν, εγκαταλείποντάς την σχεδόν αμέσως). <br /> Ο Πέδρο Πάραμο ξέρει να χειρίζεται τους επαναστάτες και να βρίσκεται πάντα με το μέρος των νικητών. Όπως γράφει ο Φουέντες στο επίμετρο, είναι <i>η εκδοχή του παραδοσιακού τυράννου του Χαλίσκο </i>(γενέτειρα του Ρούλφο)<i>/μια μικρογραφία Καίσαρα που χειραγωγεί όλες τις πολιτικές δυνάμεις, αλλά ταυτόχρονα είναι αναγκασμένος να κάνει παραχωρήσεις</i>. Χειρίζεται με επιδεξιότητα τις διάφορες αντιμαχόμενες επαναστατικές ομάδες (π.χ. συνεργάστηκε με τους επαναστάτες που σκότωσαν τον Φουλγόρ δίνοντας χρήματα και άντρες με αρχηγό τον Δαμάσιο, κι όταν αυτοί ηττήθηκαν, απάντησε στον Δαμάσιο με φλεγματικό τρόπο «<i>Γιατί δεν πας μαζί τους; σου το έχω πει, πρέπει να είσαι με τους νικητές</i>», ενώ για να λύσει τα προβλήματα του εφοδιασμού τον συμβουλεύει να κάνει πλιάτσικο!). <br /><b><i><span style="font-size: medium;">Μια γυναίκα που δεν ήταν του κόσμου τούτου </span></i></b><br /> Ωστόσο, στην πρώτη μας επαφή με τον Πέδρο Πάραμο βλέπουμε την ευάλωτη πλευρά του: είναι ακόμα μικρό παιδί, και ονειρεύεται επίμονα κι αδιάκοπα την Σουσάνα. Απίστευτα λυρικές αποστροφές εσωτερικού μονόλογου που απευθύνονται στην παράξενη αυτή γυναίκα διανθίζουν την σκοτεινή, άνυδρη, νεκροφιλική αφήγηση (<i>σκεφτόμουν εσένα, Σουσάνα. Τους πράσινους όχθους. Όταν πετούσαμε αϊτούς την εποχή των ανέμων/εσένα θυμόμουν. Όταν ήσουν εκεί και με κοιτούσες με τα γαλαζοπράσινά σου μάτια/τη μέρα που έφυγες κατάλαβα ότι δεν θα σε ξανάβλεπα/κάθε μου σκέψη ήταν μια σκέψη για σένα, Σουσάνα</i>). Με παρόμοιες αναφορές μαθαίνουμε ότι η Σουσάνα, παρόλο που αφού χήρεψε δέχτηκε να σμίξει με τον Πέδρο, έφυγε, κι ότι δεν θα την ξανάβλεπε (<i>ήσουν βαμμένη κόκκινη απ’ τον ήλιο του απογεύματος, από το ματωμένο σούρουπο του ουρανού. Χαμογελούσες</i>). <br /> Θραύσματα χρόνου μάς μιλούν για τη Σουσάνα, αυτήν την αλλοπαρμένη ύπαρξη που όταν ήταν παιδί ο πατέρας της ο Μπαρτολομέ έριξε μέσα σε καταπακτή για να ψαρέψει μια νεκροκεφαλή (<i>τότε εκείνη έχασε τις αισθήσεις της και δε συνήλθε παρά πολλές μέρες μετά μέσα στην παγωνιά, μέσα στα παγωμένα βλέμματα του πατέρα της</i>). Η Σουσάνα πενθεί για τον νεκρό σύζυγό της τον Φλορένσιο (<i>κύριε, δεν υπάρχεις! Σου ζήτησα την προστασία Σου γι’ αυτόν. Αλλά εσύ νοιάζεσαι μόνο για τις ψυχές. Κι <b>αυτό που θέλω εγώ απ’ αυτόν είναι το σώμα του</b>. Γυμνό και ζεστό από έρωτα· να βράζει από πόθους· να πνίγει το τρέμουλο στα στήθη και στα μπράτσα μου/περάσαμε λίγον καιρό πολύ ευτυχισμένοι, Φλορένσιο</i>). Η Σουσάνα στριφογυρίζει ανήσυχη απ’ τα όνειρά της ενώ ο Πέδρο την παρακολουθεί χωρίς να μπορεί να την παρηγορήσει. Είναι παρών και στη στιγμή που εκείνη ξεψυχάει (<i>είδε τα μάτια της σφιχτοκλεισμένα όπως όταν νιώθει κανείς εσωτερικό πόνο</i>). Αλλού η Σουσάνα νεκρή κι αυτή, μιλά για τη νεκρή μητέρα της, και τα μουρμουρητά φτάνουν στον έκπληκτο Χουάν, που αρχίζει να καταλαβαίνει, ότι οι νεκροί (ή οι μελλοθάνατοι) είναι αυτοί που ακούν τους νεκρούς. <br /> Η Σουσάνα για τον Πέδρο είναι «εκεί που δεν φτάνουν τα λόγια του», «το πιο αγαπημένο του πλάσμα πάνω στη γη», <i>για χάρη της θα έφευγε από ετούτη τη ζωή φωτισμένος απ’ την εικόνα που θα έσβηνε όλες τις άλλες αναμνήσεις, κι ας είχε φύγει μακριά</i>. Είναι η ραγισματιά, η ρωγμή, η υπέρβαση κάθε βεβαιότητας, ο απόλυτος σεβασμός, η απόλυτη αποδοχή, ο απόλυτος πόθος (<i>περίμενα τριάντα χρόνια να γυρίσεις, Σουσάνα. Περίμενα μέχρι να τα αποκτήσω όλα. Όχι μονάχα κάτι, αλλά όλα όσα μπορεί να αποκτήσει κανείς ώστε να μη μας μένει πια κανένας πόθος, παρά μονάχα ο δικός σου, ο πόθος για σένα</i>). Όταν πια επιστρέφει, ανήσυχη, άρρωστη, τρελή, ο Πέδρο γίνεται σιωπηλός μάρτυρας των τελευταίων ημερών, των τελευταίων σπασμών, χωρίς να κάνει αισθητή την παρουσία του. <br /> <i>Τόσο πολύ την αγάπησε, εκμυστηρεύεται η Ντοροτέα στον Χουάν, που πέρασε τη ζωή του σωριασμένος σε μια πολυθρόνα, κοιτάζοντας τον δρόμο απ’ όπου την είχαν πάει στο κοιμητήρι. (…) Από τότε η γη έχει μείνει χέρσα και για να λέμε την αλήθεια ρήμαξε (…) Τα χρόνια πέρναγαν κι αυτός έμενε ζωντανός, πάντα εκεί, σαν σκιάχτρο απέναντι απ’ τη γη της Μέδια Λούνα. </i><br /><b><span style="font-size: medium;">Ήχοι, εικόνες και σιωπές </span></b><br /><div style="text-align: right;"><i><b>Η δόνηση τούτης της αρχαίας γης που αποδιώχνει το σκοτάδι της</b></i></div> Είναι εντυπωσιακή η συμμετοχή των αισθήσεων σ’ αυτό το άνυδρο, παγωμένο και μακάβριο τόπο όπου μας οδηγεί ο Χουάν Ρούλφο, σ’ αυτό το «πήλινο σκεύος», την Κομάλα. Εικόνες ανεξίτηλες, εκφρασμένες με απαράμιλλη ποιητικότητα στα μέρη όπου δεν υπάρχουν διάλογοι. <i>Σύννεφα θρυμματισμένα από τον άνεμο που έρχεται και παίρνει τη μέρα</i>· <i>ο αυγουστιάτικος αέρας φυσάει ζεστός, δηλητηριασμένος από τη σάπια μυρωδιά του σαπουνόχορτου</i>· <i>ο γκρίζος μολυβένιος ουρανός που ακόμα δεν είχε ξανοίξει απ’ το φως του ήλιου, ένα φαιοκίτρινο φως</i>· ουρανοί με αστέρια, με φεγγάρι, άλλοτε μεγάλο, άλλοτε θλιβερό, άλλοτε «παραμορφωμένο»· βροχή, σταγόνες, σμήνη από πουλιά, φως διάχυτο, φως γαλάζιο, φως σκοτεινό. <br /> Σ’ αυτήν την «έρημη χώρα», σ' αυτόν τον «τόπο χωρίς θορύβους» όπου μπήκε ο Χουάν, ακούει τα «κούφια βήματά του» πάνω στις στρογγυλές πέτρες, σταγόνες από καθαρό νερό να πέφτουν πάνω στο λαγήνι, πόδια που γδέρνουν το πάτωμα. Είναι ένα χωριό σιωπηλό γεμάτο αντίλαλους γι’ αυτούς που μπορούν ν’ ακούσουν (<i>δεν ακούς; Δεν ακούς πώς στριγγίζει η γη;/σου λέω πως θα τα’ χανες αν άκουγες αυτό που ακούω</i>). Είναι οι ήχοι των πεθαμένων, οι φωνές των νεκρών όπως διαπιστώνει ο Χουάν καθώς προχωρά κι ο ίδιος προς τον θάνατο (<i>η αδερφή μου τριγυρνάει ακόμα σ’ αυτόν τον κόσμο. Γι’ αυτό μη φοβηθείς άμα ακούσεις πιο πρόσφατους αντίλαλους/ακούς τριξίματα. Γέλια. Γέλια τόσο παλιά πια, σαν κουρασμένα να γελάνε. Φωνές λιωμένες ήδη απ’ την χρήση). Μουρμουρητά (λες κι οι φωνές βγαίνουν από κάποια χαραμάδα</i>), ψίθυροι, βόμβοι, γουργουρητά, μουγκρητά, βγαίνουν θαρρείς από τα έγκατα της γης κάθε τόσο υπογραμμίζοντας το γήινο, θηλυκό στοιχείο. Είναι η «ζωντανή βουή του χωριού», η βουή της γης, ο αέρας, το σιγανό ψιλόβροχο, σκηνικά αυτού του «τοπίου θανάτου» προορισμένο για τις αμαρτωλές ψυχές που δεν μπορούν να αναπαυτούν. <br /><i><b><span style="font-size: medium;">Το στόμα μου είναι γεμάτο χώμα </span></b></i><br /> Σκόρπιες και θραυσματικές είναι και οι αναφορές του επιθανάτιου σπασμού, του επερχόμενου θανάτου. Ο Χουάν ζητάει να κοιμηθεί…. Στον ύπνο του σπαρταράει (<i>σίγουρα είναι κάποιος που τον βαραίνουν πολλοί θάνατοι</i>). Όταν πλαγιάζει με την παράξενη γυναίκα, <i>το σώμα εκείνης της γυναίκας είχε γίνει από χώμα, τυλίχτηκε σε κρούστες από χώμα, και διαλυόταν σαν να έλιωνε μέσα σε μια λακκούβα λάσπης</i>. Αφηγείται ο ίδιος πως δεν υπήρχε αέρας, ότι είδε κάτι που «έμοιαζε με αφράτα σύννεφα» και χάθηκε μέσα στην ομίχλη του (<i>αυτό ήταν το τελευταίο που είδα</i>). <br /> Πρωτοπρόσωπη είναι και η αφήγηση της Σουσάνα ως πεθαμένης καθώς θυμάται τη μέρα θανάτου της μητέρας της (<i>μήπως δεν ήταν χαρούμενο εκείνο το πρωί;</i>), χαρίζοντάς μας εκπληκτικές σελίδες πενθητικού/λυτρωτικού στοχασμού. Κι όταν έφτασε η ώρα να εγκαταλείψει πια η ίδια τη ζωή, με την στενή παρουσία της Χουστίνα (της γυναίκας που τη μεγάλωσε, πάλι έντονο το μητρικό στοιχείο) αλλά και του αόρατου, σιωπηλού Παράμο, οραματίζεται το ίδιο της το σώμα να βουλιάζει στην ζεστή άμμο, την θάλασσα να την αγκαλιάζει (<i>τότε βυθίζομαι σ’ αυτήν ολόκληρη. Παραδίνομαι σ’ αυτήν, στο δυνατό παλμό της, στη γλυκιά της κατοχή</i>). Συγκλονιστικά είναι τα λόγια που την βάζει ο πατήρ Ρεντερία να επαναλάβει (<i>το σάλιο μου αφρίζει· μασάω σβόλος χώμα γεμάτους σκουλήκια που μου κλείνουν σαν κόμπος τον λαιμό και γδέρνουν τα τοιχώματα του ουρανίσκου μου/η μύτη μαλακώνει. Η ζελατίνα των ματιών λιώνει</i> κλπ κλπ) ενώ τον θάνατο της Σουσάνα ακολουθεί ένα τριήμερο αδιάκοπης καμπανοκρουσίας που καταλήγει σε ξέφρενο πανηγύρι, με μεθύσια, χορούς, κοκορομαχίες… <br /> <i>Μόνο ο Πέδρο Πάραμο δεν μιλούσε. Δεν έβγαινε απ’ το δωμάτιό του. Ορκίστηκε να εκδικηθεί την Κομάλα. <br /> -Θα σταυρώσω τα χέρια μου και η Κομάλα θα πεθάνει από την πείνα. </i><br /><b><span style="font-size: medium;">Πέδρο Πάραμο </span></b><br /><i><b>Για χάρη της θα έφευγε από ετούτη τη ζωή <br />φωτισμένος απ’ την εικόνα που θα έσβηνε όλες τις άλλες αναμνήσεις </b></i><br /> Όχι, δεν την γνώριζε, ούτε έμαθε ποτέ «ποιος ήταν ο κόσμος της Σουσάνας». Ο Πέδρο Πάραμο κάθισε σε μια παλιά πολυθρόνα και δεν κοιμόταν πια. Αναπολούσε μόνο ξανά και ξανά την τελευταία στιγμή που είδε την Σουσάνα να φεύγει. Έτσι καθισμένος στην πολυθρόνα χάνει σταδιακά την αίσθηση από ένα ένα τα μέλη του σώματός του. Το αριστερό χέρι που πέφτει άψυχο στα γόνατά του, <i>τα πόδια το κράτησαν κάτω σαν να ήταν από πέτρα</i>. Τα μάτια έμειναν ακίνητα, πηδούσαν απ’ τη μιαν ανάμνηση στην άλλη, σβήνοντας το παρόν. Τέλος, ο Πέδρο Πάραμο διαλύθηκε <i>σαν να ήταν ένας σωρός από πέτρες. </i><br /> <b><i>Υπήρχε ένα τεράστιο φεγγάρι στη μέση του κόσμου. Τυφλώθηκα κοιτάζοντάς σε.</i></b><div><div style="text-align: right;">Χριστίνα Παπαγγελή</div><br /> </div>Χριστίνα Παπαγγελήhttp://www.blogger.com/profile/16375943334890543341noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-2588422417895573421.post-31629545465203684182024-01-22T12:07:00.004+02:002024-01-22T12:07:51.835+02:00παλιές και νέες χώρες, Ισίδωρος Ζουργός<div style="text-align: right;"><i><span style="color: #20124d;">Όμως στην πραγματικότητα τίποτα ευθύγραμμο δεν συμβαίνει. </span></i></div><div><div style="text-align: right;"><i><span style="color: #20124d;">Η αφήγηση μιας ιστορίας είναι ένας ουροβόρος όφις,</span></i></div><i><div style="text-align: right;"><i><span style="color: #20124d;">ένα φίδι που τρώει την ουρά του.</span></i></div><span style="color: #20124d;"><div style="text-align: right;"><i><span style="color: #20124d;">Είναι ο κυκλικός χρόνος, το άπαν και το μηδέν</span></i></div><div style="text-align: right;"><i><span style="color: #20124d;">ως ένα λαίμαργο ερπετό.</span></i></div></span></i> Μια παράξενη ερωτική -και όχι μόνο- ιστορία που βασίζεται σε μια απίστευτη φάρσα εξελίσσεται στα τέλη του 19ου αιώνα με αρχές του 20ου, ανάμεσα στη Θεσσαλονίκη, την Αθήνα και την Σύρο. Κυρίως όμως στη Θεσσαλονίκη, που όλοι γνωρίζουμε πως ήταν ένα σπουδαίο εμπορικό, πολυπολιτισμικό κέντρο, βασικό οθωμανικό λιμάνι της Μεσογείου (<i>εδώ δεν είναι Ελλάδα, είναι μόνο ένας τόπος όπου μένουν και Έλληνες</i>), και την εποχή αυτή δοκιμάζεται από τα ιστορικά γεγονότα (γκρέμισμα τειχών, άνοδος κεμαλισμού, βαλκανικοί πόλεμοι, απελευθέρωση). Και η Ερμούπολη όμως την ίδια περίοδο διαδραμάτιζε κεντρικό ρόλο στην οικονομία των «παλαιών χωρών», ενώ η Αθήνα επεκτείνεται σταδιακά ως πρωτεύουσα, έχοντας ως σημαντικό επίνειο τον Πειραιά που διαδέχεται σε εμπορική σημασία την Σύρο. <br /> Βασική ηρωίδα του βιβλίου και αφηγήτρια η Θεσσαλονικιά Λεύκα Κηρομάνου, κόρη κτηματομεσίτη και σαράφη, μια γυναίκα σκληρή («στρίγκλα» για όσους την γνώριζαν από κοντά), που μέσα στην ανδροκρατούμενη κοινωνία της εποχής συναλλάσσεται με του πελάτες σαν άντρας, όταν αναγκάζεται να πάρει τα ηνία του ανταγωνιστικού αυτού επαγγέλματος απ’ τον πατέρα της. Από τις πρώτες σελίδες όμως ο αναγνώστης καταλαβαίνει ότι μια βαθιά πληγή την καίει, ένας έρωτας βαθύς και τραυματισμένος, που την ωθεί να τον καταγράψει όταν πια το αντικείμενο του πόθου έχει φύγει από τη ζωή (<i>τώρα που θα γράψω τη ζωή σου, έτσι θα φροντίσω κι εγώ: θα έχω το χειρόγραφο τυλιγμένο σε μάλλινο πανί, για να το προστατέψω απ’ τις βροντές και τις αστραπές όσων δεν σε συνάντησαν</i>). <br /> Θετή κόρη του έμπορου Στάθη Κηρομάνου, που για βιτρίνα είχε μαγαζί με σαπούνια στην Εγνατία αλλά ουσιαστικά έκανε κρυφές δοσοληψίες (<i>ασχολούνταν με πολλά, ήταν μαγαζάτορας, περιστασιακά κτηματομεσίτης, όμως πιο πολύ σαράφης και στα άφεγγα τοκιστής</i>). Ορφανή από -την θετή- μητέρα που την έχασε όταν ήταν 14 χρονών, ανέλαβε τις δραστηριότητες του πατέρα της όταν αυτός πέθανε, με αποφασιστικότητα και σκληρότητα απέναντι στους οφειλέτες, έχοντας να κάνει με «σκληρά καρύδια» κάθε λογής, με Ρωμιούς, Τούρκους, Φραντσέζους και Εβραίους ανταγωνιστές. Έχει ήδη μάθει τα μυστικά του τοκισμού από τον πατέρα της κι έχει διαμορφώσει τη φιλοσοφία της χωρίς ηθικές αναστολές (<i>είναι κοινό μυστικό πως το χοντρό χρήμα βρίσκεται στην τοκογλυφία</i>), κι ενώ ο πατέρας της ήταν πιο συγκρατημένος χωρίς μεγάλα ανοίγματα, συμπαθής σε όλους και είχε στην πιάτσα την φήμη «λυπησιάρη», εκείνη ήταν «σκύλα», φιλόδοξη, φιλοχρήματη και αδίστακτη. Η Λευκή δεν ήθελε ούτε γάμους, ούτε σπουδές, αλλά «μόνο παράδες». Έφτασε στο σημείο μάλιστα να προσλάβει και έναν παλιό κατάδικο, ένα απωθητικό ρεμάλι, για να «πείθει» τους οφειλέτες (<i>η συμφωνία μας ήταν ρητή και ξεκάθαρη: εκείνος θα έσπαζε τα δάχτυλα κι εγώ θα τον πλήρωνα μια λίρα το κάθε δάχτυλο</i>). <br /> Μια αντι-ηρωίδα, θα λέγαμε, μάλλον αντιπαθητική στον αναγνώστη, αν εξαιρέσει κανείς την ευάλωτη πλευρά της, αυτήν που όπως είπαμε γνωρίσαμε ήδη από την τρίτη σελίδα… Και η ευάλωτη αυτή πλευρά αποκαλύπτεται χάρη στην ακατανίκητη έλξη που νιώθει απέναντι στον Αθηναίο Μιχαήλ Δέδε, μια έλξη που αναστατώνει όλες τις αξίες και τις βεβαιότητές της και προκαλεί την ευφυΐα της και το κοινωνικό της κύρος (<i>η ζωή μου, σου το ορκίζομαι αυτό, χωρίζεται στο πριν σε γνωρίσω και στο μετά</i>). Γιατί ο Μιχαήλ είναι το άκρως αντίθετο: αντισυμβατικός, αντικοινωνικός, ευκολόπιστος μέχρις αφέλειας, κι ευσυγκίνητος. <br /> Μια «περσόνα συγγενική του πρίγκηπα Μίσκιν», όπως λέει ο ίδιος ο συγγραφέας σε συνέντευξή του, ένας άνθρωπος «σημαδιακός και παράταιρος», έξυπνος αλλά αντικομφορμιστής, με ενδιαφέροντα που αποκλίνουν από τις προσδοκίες των -θετών- γονέων και συμπεριφορά που ντροπιάζει τους ευγενείς κύκλους της πρωτεύουσας (<i>έδειχνε ανεπηρέαστος απ’ την αμηχανία του κόσμου γύρω του, ιδιαίτερα όταν αυτός άθελά του την προκαλούσε</i>). Έχει επιστρέψει μετά από επτά χρόνια από την «Εσπερία» (από το Παρίσι-Λονδίνο όπου βρισκόταν για νομικές σπουδές) στο αρχοντικό της Αθήνας. Δείχνει ιδιαίτερη αδυναμία στην μεσήλικη/γεροντοκόρη και πιστή υπηρέτρια (από την οποία ζητά σαν διψασμένος ιστορίες απ’ το χωριό, με ληστές κλπ), ενώ αδιαφορεί για τις επαγγελματικές προτάσεις του μεγαλέμπορου πατέρα του, αυτόχθονα «νοικοκυραίου» Γεώργιου Δέδε · οι αυθόρμητες αντιδράσεις του αγγίζουν τα όρια της απρέπειας, ενώ η αδυναμία του στον Ιούλιο Βερν (που μάλιστα τον συνάντησε στη Γαλλία) είναι ακατανόητη. Το μεγαλύτερο ναυάγιο ήταν η επίσκεψη στον επίσης συντηρητικό έμπορο θείο Περικλή, στην Ερμούπολη, ο οποίος σχημάτισε άκρως αρνητική εικόνα για τον ανιψιό του (<i>όσο σε παρακολουθώ, μάλλον έχω καταλάβει ότι είσαι απ’ αυτούς που ζητάνε να αλλάξουν τον κόσμο</i>). <br /> Ο Μιχαήλ δεν θεωρεί τον εαυτό του ικανό ούτε για εμπόριο, ούτε για κοινωνικούς αγώνες, ωστόσο όταν του ζητούν να πει ιστορίες από την Εσπερία (Παρίσι, Λονδίνο) κι από τους σπουδαίους συγγραφείς που γνώρισε, απαντά: «<i>δεν έχω εικόνα από συγγραφείς, έχω όμως αρκετή εμπειρία από την ανθρώπινη δυστυχία, αν σας ενδιαφέρει…</i>», δίνοντας μια ζοφερή εικόνα της «πόλης του φωτός» με ανάπηρους στρατιώτες, ζητιάνους, φτωχούς, πόρνες κλπ. Γενικότερα, στους αριστοκρατικούς (μεσοαστικής τάξης) κύκλους της οικογένειας δείχνει νέος χωρίς συγκρότηση, ζει σ΄έναν κόσμο ονειρικό, προτιμά να παίζει με τα πεντάχρονα στις βεγγέρες, βουρκώνει εύκολα, είναι αδέξιος στον χορό, έχει ατημέλητη εμφάνιση και «άξεστους τρόπους». <br /> Η σχέση με τον πατέρα παρουσιάζει ενδιαφέρον: η επιστροφή του γιου σηματοδοτεί μια περίοδο απαιτήσεων εκ μέρους του (<i>είναι ώρα για δουλειά, δε νομίζεις;</i>), στις οποίες βέβαια ο Μιχαήλ δεν ανταποκρίνεται στο ελάχιστο, ενώ το οικογενειακό μυστικό της υιοθεσίας φαίνεται να βασανίζει τον τριαντάχρονο νεαρό (<i>είμαι ευγνώμων που μου είπατε έγκαιρα την αλήθεια, κι ας την θάψαμε κατόπιν σαν να μην υπήρξε</i>). Κάποια στιγμή γίνεται εμφανές ότι ήρθε «για να πάρει απαντήσεις» πάνω στο θέμα της καταγωγής του. Και «ακούμε» τον ίδιο τον Μιχαήλ να μιλά για τον εαυτό του μέσα από την επιστολή που έστειλε στον πατέρα του όταν έφυγε από Αθήνα για Θεσσαλονίκη. <br /><b>Λευκή και Μιχαήλ </b><br /> Δύο αντιδιαμετρικές προσωπικότητες λοιπόν, θα λέγαμε, με βασικό κοινό στοιχείο αυτό της υιοθεσίας, που ήταν εκτεταμένη την εποχή εκείνη λόγω του ότι η χολέρα του 1854 άφησε πολλά παιδιά έκθετα (<i>ορφανά της χολέρας σε κείνα τα χρόνια του πολέμου στην Κριμαία και του συμμαχικού αποκλεισμού της Αθήνας</i>). Ένα μοιραίο συνδετικό στοιχείο πάνω στο οποίο θα στηθεί η φάρσα του συμφοιτητή τους και θα χτιστεί μια σχέση… αδερφική, με αμοιβαία ανεκτικότητα που θα εξελιχθεί σε φιλία, σε αγάπη και σε συγκρατημένο, ενοχοποιημένο έρωτα. Με αναδρομές από το σήμερα (1911) στο παρελθόν (δεκαετία του 1880), και με αφηγήτρια σε α΄ πρόσωπο την Λευκή, ελάχιστες επιστολές του Μιχαήλ, ή το γ΄ενικό του παντογνώστη αφηγητή, ο αναγνώστης σχηματίζει μια σύνθετη εικόνα των γεγονότων, αλλά κυρίως του ψυχογραφικού χάρτη των δύο τόσο διαφορετικών χαρακτήρων («sui generis»), που στην ουσία συναντιούνται στην διαφορετικότητά τους. <br /> Ένα σπαρταριστό επεισόδιο με αφορμή την ζωηρή υπηρέτρια αναγκάζει τον Μιχαήλ να φύγει από την Αθήνα και να γυρέψει την Λευκή στη Θεσσαλονίκη, ακόμη τουρκοκρατούμενη. Βρισκόμαστε στα 1885, οι δυο ήρωες είναι περίπου τριάντα χρονών. Η Λευκή όχι απλώς έχει σαγηνευτεί, αλλά έχει μεταμορφωθεί σε τρυφερή ύπαρξη με την παρουσία αυτού του άντρα, που δεν τον νοιάζει καθόλου η γνώμη του κόσμου, που παραμυθιάζεται ακόμα με τις ιστορίες του Ιουλίου Βερν, που μιλάει ακόμα και για συγχώρεση των βιαστών στην περίπτωση του άγριου βιασμού της Λευκής στην καρβουναποθήκη, που εξομολογήθηκε σε καλόγερο τον παράτυπο έρωτά του. Έναν άνθρωπο απρόβλεπτο, που όταν έμαθε τις βρομοδουλειές της ήταν έτοιμος να την παρατήσει (<i>τι έκρηξη θυμού ήταν αυτή και τι κρεσέντο εντιμότητας;</i>), που δεν μπορεί να φανταστεί τη ζωή της μακριά του κι ας ήταν απίστευτα διαφορετικός (<i>ας ζούσα καλύτερα δίπλα σου εξαϋλωμένη, μια γυναίκα δίχως σώμα</i>). <br /> Ο Μιχαήλ απ’ την πλευρά του γοητεύεται από την δυναμική, μυστηριώδη γυναίκα με την οποία συναναστρέφεται, που καταφέρνει να ζει μόνη της και να κρατάει την επιχείρηση του θετού πατέρα της, μια γυναίκα που αντιδρά άμεσα όταν την πνίγει η αδικία. Καταπνίγει τον βαθύ ερωτισμό που νιώθει για κείνη (με αποκορύφωμα την υπέροχη εικόνα που την σηκώνει στα χέρια «βαφτίζει» ημίγυμνη στη θάλασσα για να ξεχάσει τις εικόνες που τη στοιχειώνουν), αλλά -όπως εκμυστηρεύεται στον ξάδερφό του- είναι «έρωτας παράφορος». Παλεύει μ’ αυτόν τον δαίμονα γιατί ζει μέσα σ’ ένα τεράστιο ψέμα (για την ακρίβεια μέσα σε δύο τεράστια ψέματα αν υπολογίσουμε και τις ανέντιμες συναλλαγές της, που επέφερε μεγάλη σύγκρουση μεταξύ τους). Ένα τεράστιο ψέμα που το συντηρεί και το τρέφει η Λευκή , της οποίας τα συναισθήματα είναι αμοιβαία (<i>έτρεμα μην αηδιάσεις απ’ τον κόσμο μου και εξαφανιστείς. Προσπαθούσα την ίδια στιγμή να σου κρύβω αυτό που είχα νιώσει από νωρίς, πως εσύ ήσουν πια ο δρόμος μου</i>). <br /> <b>Η αποκάλυψη </b><br /> Οι τρομερές απαντήσεις γύρω από την καταγωγή του Μιχαήλ αποκαλύπτουν και το ψεύδος πάνω στο οποίο χτίστηκε η ιδιότυπη σχέση των δύο νέων, ένα ψεύδος που ταράζει συθέμελα και τους δύο, αλλά και την οικογένεια του Μιχαήλ. Από κει και πέρα τα γεγονότα είναι καταιγιστικά και καθοριστικά: ο Μιχαήλ εξαφανίζεται απ’ όλους μη δίνοντας σημείο ζωής (<i>μόνο εσύ θα μπορούσες να το κάνεις αυτό. Έγινες φυγόδικος όχι από τον νόμο αλλά από τις ενοχές σου κι από κείνες τις περίεργες περιφορές που έκανε το μυαλό σου</i>). Οι δυο ήρωες περνούν ένα μεγάλο διάστημα βαθιάς μοναξιάς, κι ενώ δεν μαθαίνουμε πολλά για τη ζωή του Μιχαήλ αυτήν την περίοδο παρά αργότερα, η Λευκή αποφασίζει να μείνει στην Αθήνα και να «συνεχίσει τη ζωή της». <br /> Ποιες συγκυρίες είναι αυτές που θα μπορούσαν να φέρουν κοντά, ξανά, αυτούς τους δύο παρείσακτους της ζωής, ποιες ανατροπές θα γκρεμίσουν τα τείχη τής κατ’ εξακολούθηση απάτης, και με ποιες ψυχικές δυνάμεις οι δύο ήρωες θα σβήσουν το παρελθόν και θα πραγματώσουν ό, τι κρυφά ονειρεύτηκαν; Θα περάσει πολύς καιρός, και ο συγγραφέας αποδεικνύεται μάστορας. Γιατί, βέβαια, οι συνθήκες αυτές είναι άκρως έκτακτες αλλά και οι δύο χαρακτήρες δεν είναι συνηθισμένοι (χωρίς να σημαίνει ότι δεν είναι αληθοφανείς). Οι κεραίες της Λευκής, που ένιωσε να ζει και να υπάρχει αυθεντική και ακέραιη μόνο στη σκέψη του Μιχαήλ (<i>σ’ ένα μόνο ήταν αδύναμη, να ξεχάσει πως υπάρχεις</i>), θα αδράξουν τις ευκαιρίες και για πρώτη φορά στη ζωή της θα προσφερθεί να σώσει την περιουσία του εξαφανισμένου Μιχαήλ από τον αρπακτικό ξάδερφο, αλλά και να βοηθήσει, την μητέρα του. Ουσιαστική βοήθεια, με αγάπη και γνήσια συμπόνια για τη δύσκολη ζωή της μάνας του Μιχαήλ (τ<i>ι γυναίκα ήμουν τελικά; Γηροκομούσα τη μάνα του άντρα τον οποίο δεν είχα ακόμη αξιωθεί. Νοιαζόμουν και φρόντιζα τη γυναίκα που γέννησε μια οπτασία, μια οφθαλμαπάτη, αυτόν που αναβόσβηνε έναν φάρο στα πιο ανεμοδαρμένα βράχια. </i>(…)<i> Τι άντρας ήσουν εσύ Μιχαήλ, που ούτε την περιουσία σου δεν μπορούσες να προστατέψεις; Σε ποια οικόπεδα του ουρανού και σε ποια αγροτεμάχια της θάλασσας είχες τίτλους κτήσης;</i>) <br /> Δεν είναι σχήμα λόγου, δεν είναι μεταφορικά τα παραπάνω λόγια της Λευκής. Γιατί ο εξαφανισμένος Μιχαήλ έχει αποσυρθεί από κάθε τι εγκόσμιο, δεχόμενος τη θέση του… φαροφύλακα σ’ ένα ξεχασμένο νησάκι βόρεια από τις Σποράδες, <i>στον φάρο της Ψαθούρας, σ’ αυτόν τον <b>ολίγιστο κόσμο</b></i> (<i>Βρήκα τελικά τη θέση μου στην αίθουσα της μεγάλης όπερας του κόσμου, ένα κάθισμα στον τελευταίο εξώστη, εκεί όπου αθέατος ατενίζω όλον τον ορίζοντα της αυλαίας</i>). Από τη μεριά του, όταν ο θάνατος των δικών του θα τον κάνει να αποφασίσει να δώσει σημεία ζωής, αυτή η απροσδόκητη προσέγγιση, αυτή η εξαιρετική ενσυναίσθηση εκ μέρους της Λευκής θα λυγίσει τον θυμό που ενδεχομένως συσσώρευε μέσα του. <br /> Ένα νέο κεφάλαιο ανοίγει στην παράδοξη αυτή σχέση, δύο ανθρώπων ξεχωριστών και αντιδιαμετρικά αντίθετων, σημαδεμένων από μια πολύ ιδιαίτερη μοίρα, που, όπως γράφει η Λιλή Ζωγράφου για τον Καρυωτάκη και την Πολυδούρη,<i> όσο κι αν είναι οι δρόμοι τους διαφορετικοί, θα συναντηθούν στο σύνορο της Μοναξιάς</i>. Έτσι δραπέτες που είναι από τη ζωή, ταιριαστό είναι και το νυχτερινό ταξίδι τους μέσα σε μια βάρκα-καρυδότσουφλο, με την οποία δραπετεύουν μυστικά και κρυφά από την ελεύθερη Ελλάδα στην οθωμανική Θεσσαλονίκη, αποφασισμένοι να ζήσουν μαζί στη γενέτειρα της Λευκής (όπου οι επιχειρήσεις της την περιμένουν). <br /> Πρόκειται για μια καταπληκτική σκηνή μετάβασης, ένα ιντερμέτζο στο νέο κεφάλαιο της κοινής τους ιστορίας, όπου υπάρχουν και πάλι ανατροπές. Η πυρκαγιά του 1890 στη Θεσσαλονίκη αγγίζει και τη δική τους τύχη, ενώ στη συνέχεια εκδηλώνονται με μαθηματική ακρίβεια όχι όσα τους ενώνουν αλλά όσα τους χωρίζουν. Γιατί, όπως λέει η Λευκή με αφοπλιστική ειλικρίνεια, χρόνια αργότερα -στο συγγραφικό «σήμερα»-, όταν όλα έχουν σταματήσει με τον θάνατο του Μιχαήλ, και «<i>η παράσταση έχει τελειώσει</i>», <i>δεν μπορούσε να θυσιάσει τον εαυτό της</i>. Ούτε κι ο Μιχαήλ άλλωστε, που τίποτ’ άλλο δεν είχε μάθει παρά να είναι αυθεντικός. Έτσι, ενώ συντάσσεται με τις επιθυμίες και τις επιλογές της Λευκής, η καρδιά του τον οδηγεί αλλού. Δεν τελειώνει επομένως σ΄αυτό το απροσδόκητο ξανασμίξιμο η εξέλιξη της σχέσης, η ωρίμανση της προσωπικότητας και του ενός και της άλλης. Αντίθετα, σαν δύο κομήτες που πλησίασαν ο ένας των άλλον και άγγιξαν την εφαπτομένη, στη συνέχεια οι εσωτερικές δυνάμεις τους τους απομάκρυναν, μέχρι που ήρθε καβαλάρης ο ξαφνικός θάνατος. <br /> Παραμένοντας η Λευκή μέσα σε μια κοινωνία που βράζει (Θεσσαλονίκη 1912), γεμάτη ρωγμές και πλούσια σε αναμνήσεις, ψάχνει μέσα από τη γραφή για απαντήσεις πάνω σ’ αυτόν τον γρίφο που την ανατάραξε, τον άντρα που την αναποδογύρισε συθέμελα, χαρίζοντάς του ένα τέλος αντάξιο της προσωπικότητάς του: <br /><div style="text-align: left;"> <i>Στο όνειρό μου έφυγες όπως εκείνος ο παλιός Μιχαήλ, ο εραστής των ταξιδιών του κυρίου Βερν, ο γιος του πλοιάρχου Νέμο. Σε βύθισα στη θάλασσα, για να είναι άγνωστος ο τάφος σου για πάντα. Για να γίνεις κι εσύ ο Κανένας, όπως εκείνος.</i></div></div><div style="text-align: right;">Χριστίνα Παπαγγελή</div>Χριστίνα Παπαγγελήhttp://www.blogger.com/profile/16375943334890543341noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-2588422417895573421.post-47914870254711694392024-01-08T13:07:00.004+02:002024-01-08T13:27:45.136+02:00Στα ίχνη της, Christophe Boltanski<div style="text-align: right;"><i style="color: #20124d;">Η μητέρα μου είχε άραγε γίνει συγγραφέας από θλίψη,</i></div><span style="color: #20124d;"><div style="text-align: right;"><i>έχοντας ζήσει κι εκείνη έναν εκτροχιασμό; Ένα ξεστράτισμα;</i></div></span> Τα ίχνη της μοναχικής, ιδιόρρυθμης και ανεξάρτητης μητέρας του, Φρανσουάζ Λ., ακολουθεί με βήματα ντετέκτιβ ο αφηγητής και συμπρωταγωνιστής Κρις<a href="file:///C:/Users/User/Desktop/%CE%A4%CE%B5%CF%84%CF%81%CE%AC%CE%B4%CE%B9%CE%BF%20%CE%B2%CE%B9%CE%B2%CE%BB%CE%AF%CF%89%CE%BD%202023.docx#_ftn1">[1]</a>, μιας γυναίκας που έζησε μόνη και σχεδόν αγνοημένη τα τελευταία της χρόνια, σ’ έναν ασφυκτικό χώρο στο Παρίσι, γεμάτο φυλλάδια, σημειώσεις, γραπτά, εφημερίδες και… σκουπίδια. Έξι μήνες μετά τον θάνατό της από καρκίνο του πνεύμονα, ο Κρις και η αδερφή του η Αριάν αδειάζουν το διαμέρισμά της μητέρας τους «<i>όπως κατεβάζεις ένα μπουκάλι, μονομιάς, σε μια κατάσταση κοντά στη μέθη, θέλοντας να τελειώσουμε το ταχύτερο, με τη βιασύνη και τον πρωτογονισμό κάποιου που διαπράττει ένα απεχθές έγκλημα</i>». Ωστόσο, σιγά σιγά αποκαλύπτεται στον έκπληκτο Κρις αλλά και στον αναγνώστη ότι πίσω απ’ αυτήν την διακριτική προσωπικότητα που έζησε τα τελευταία χρόνια σαν σκιά, κρυβόταν ένας ολόκληρος κόσμος, ριψοκίνδυνος και σιωπηλά επαναστατικός. <br /> Με πολλά φλας μπακ αλλά και αναφορές στο παρόν του αφηγητή, αναπαρίστανται θραύσματα μιας ζωής «σπαταλημένης» και λησμονημένης, που έζησε αυθεντικά αλλά χωρίς απαιτήσεις, ούτε καν την προσδοκία να την κατανοήσουν οι κοντινοί της άνθρωποι. Παράλληλα ζωντανεύει αυτή η «χρυσή» εποχή της γαλλικής αμφισβήτησης, τα ταραγμένα χρόνια του πολέμου με την Αλγερία (1954-1962), κατά τα οποία η εξουσία έδειξε το φρικτό της πρόσωπο, και ο φοιτητικός κόσμος σε απάντηση οργανωνόταν αυτόματα για να κάνει το όραμα μιας δίκαιης κοινωνίας εφικτό. Είναι η εποχή που κυοφορεί τον Μάη του ’68. <br /> Ο αυθεντικός τίτλος του πρωτότυπου είναι «Le guetteur», δηλαδή, «αυτός που παρακολουθεί». Μία περίεργη συγκυρία «παρακολουθήσεων» διατρέχει το έργο… Αρχικά στο επίπεδο του «σήμερα» ο γιος, ο Κρις, ανιχνεύει κάθε στοιχείο που θα μπορούσε να του δώσει απαντήσεις στο «ποια ήταν πραγματικά» η μητέρα του (π.χ. <i>η γυναίκα που <b>νόμιζα πως ήξερα</b> δεν έγραφε</i>). Έχει αφήσει πίσω της ένα δωμάτιο σκοτεινό, ακατάστατο, που μυρίζει τσιγαρίλα και χλωρίνη, με πολλές άχρηστες σημειώσεις και προσπάθειες αρχινισμένες να γράψει αστυνομικό μυθιστόρημα (όπου κι εδώ έχουμε έναν «guetteur», ως μυθιστορηματικό ήρωα). Ο δικός μας «guetteur» προσπαθεί, διαβάζοντας αυτές τις ημιτελείς προσπάθειες, να μπει στους μαιάνδρους της σκέψης της Φρανσουάζ. Ποτέ ωστόσο δεν θα μπορούσε να υποψιαστεί ότι η μητέρα του στα νιάτα της ήταν η ίδια στόχος ενός δικτύου παρακολούθησης, ως μέλος αντιστασιακής, παράνομης οργάνωσης, και είχε μάλιστα και ψευδώνυμο, Σοφί. <br /> Ο Κρις, δημοσιογράφος και μεταφραστής στο επάγγελμα, είναι συνηθισμένος στην ανασύσταση κειμένων (<i>ένιωθα περισσότερο αρχαιολόγος παρά οικοδόμος. Από ένα σωρό πέτρες έπρεπε να αναπαραστήσω κάτι εξαφανισμένο, έναν αρχαίο τρόπο ζωής, έναν ξεχασμένο πολιτισμό</i>). Η μητέρα του των τελευταίων χρόνων, μια γυναίκα-φάντασμα, πάντα εξαντλημένη, θολή, χλωμή, διακριτική και ολιγαρκής, ποτέ πιεστική σαν μάνα -δεν έκανε ποτέ κάποια κίνηση για να κρατήσει τον γιο της κοντά της. Ο οποίος τώρα, μετά θάνατον, πίσω από την κοινότοπη και σιωπηλή ζωή της ανακαλύπτει ψήγματα από ένα παρελθόν, που <i>αποκτούσαν ένα βάθος κι ένα μέγεθος απρόβλεπτο (επισκεπτόμουν τον τόπο ενός εγκλήματος στο οποίο είχα γίνει συνένοχος. Ήταν μάταιο να σβήσω τα σημάδια της παρουσίας μου. Δεν κινδύνευα να ενοχοποιηθώ από τα ίχνη μου, αλλά από την απουσία τους. <b>Ήμουν ένοχος για μη αρωγή ανθρώπου σε κίνδυνο</b></i>). Αυτά που ανακαλύπτει ανασυνθέτουν έναν κόσμο <i>που δίνει νόημα στο ασήμαντο. Κόκκοι άμμου που αφηγούνται ένα εξαφανισμένο κόσμο/αποσπάσματα, μικρά τίποτα, διάστικτες γραμμές που αρκεί κανείς να τα ενώσει για να ανασχηματιστεί μια ολόκληρη ζωή</i>. Λίστες, κινήσεις λογαριασμών, έξοδα, καταγεγραμμένη κάθε λεπτομέρεια μέχρι και… κάθε τσιγάρο που κάπνιζε! <br /> Ο συγγραφέας- αφηγητής δεν νιώθει μόνο τύψεις επειδή παραμέλησε την μοναχική μητέρα, ούτε επειδή προς έκπληξή του ανακαλύπτει μια <i>πολύ δυναμική και ενεργή γυναίκα έτοιμη να κινητοποιηθεί ανά πάσα στιγμή, <b>να τρέξει να βοηθήσει όλους τους καταραμένους της γης</b>,</i> με αξίες και κοινωνικό όραμα. Αρχικά, διστάζει να ξεφυλλίσει τα «μπλε τετράδια» των λογοτεχνικών της πειραμάτων (διάλεξε στην τύχη κάποια που τα «έσωσε» απ’ την καταστροφή), αλλά και τις σημειώσεις:<i> Δεν μου ανήκαν. Όταν τα πήρα είχα την εντύπωση ότι διέπραττα κλοπή, ότι λεηλατούσα έναν τάφο ή ότι χάκαρα έναν σκληρό δίσκο. Σφετεριζόμουν το παρελθόν μιας γυναίκας που δεν είχε ανοιχτεί ποτέ σε κανέναν, ούτε καν στα παιδιά της.</i> Δεν είναι όμως μόνο η ενοχή της αδιακρισίας, αλλά και η ανησυχία μήπως πίσω από το προπέτασμα της αδιαφορίας και της παραίτησης ανακαλύψει δυστυχία και πόνο (μίσος, χολή, κάτι μαύρο, πολύ μαύρο). <br /> Ωστόσο, δεν ανακαλύπτει ίχνη προσωπικής δυστυχίας αλλά ευαίσθητες χορδές σχετικά με τα προβλήματα του κόσμου… Η Φρανσουάζ, μέσα από τα θραύσματα της γραφής της προσανατολίζεται σε «<i>μια λογοτεχνία που αποσκοπεί λιγότερο στο να λύσει ένα αίνιγμα από το να δείξει τη μαυρίλα της κοινωνίας</i>». Ζει σ’ ένα «νουάρ» σύμπαν όπου τα σύγχρονα προβλήματα (ομοφοβία, μεταναστευτικό, AIDS, κλπ) την φέρνουν κοντά στους περιθωριακούς, τους φτωχούς, τους απόκληρους. Από τότε που φοιτήτρια ακόμα ερωτεύτηκε και εκείνος την παράτησε, σταμάτησε τις σπουδές της, και βυθίστηκε στην κατάθλιψη, απαρνούμενη το πατρικό σπίτι της (<i>θέλει να γίνει ταυτόχρονα περισσότερο και λιγότερο αστή από τους γονείς της, πιο σικ, πιο καλλιεργημένη, αλλά ταυτόχρονα πιο ελεύθερη, πιο μποέμ</i>). Διάβαζε, ονειρευόταν, βαριόταν, έπινε και κάπνιζε υπερβολικά, και προσχώρησε σ΄έναν ιδιότυπο ακτιβισμό, στις αριστερίστικες ομάδες (όπου γνώρισε και τον πατέρα του Κρις). Πίσω από την απάθεια και την φαινομενική παραίτηση κρυβόταν μια γυναίκα νευρική, σε εγρήγορση, σε επιφυλακή (<i>Ήταν μια οργισμένη γυναίκα. Ήθελε για πολύ καιρό να αλλάξει τον κόσμο. Δεν υπήρχε υποταγή μέσα της, ούτε εξέγερση, αλλά μάλλον μια γενική απεργία, μια διαρκής κατάληψη, δεκάδες εκατομμύρια λεπτά σιωπής</i>). <br /> Μέσα από τα άπειρα σημειώματα ο Κρις συνειδητοποιεί ότι η μητέρα του συμμετείχε σε όλων των ειδών τις διαδηλώσεις, συναντήσεις, εκδηλώσεις, μοίρασμα προκηρύξεων κλπ ενώ η γκάμα του ακτιβισμού ήταν τεράστια: πόλεμος κατά της ανεργίας, της θανατικής ποινής, του ρατσισμού κλπ κλπ. (<i>έβραζε κάτω από την επιφανειακή της υποτονικότητα/ένα καζάνι διαρκώς έτοιμο να εκραγεί</i>). <br /> Ωστόσο οι εκπλήξεις δε σταματούν εδώ, αντίθετα η επίμονη έρευνα , σε συνδυασμό με κάποια παράδοξα ευρήματα, δημιουργεί στον… ιχνηλάτη αφηγητή κάποια ερωτήματα: πόσο την επηρέασε ο Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος (<i>είναι ένα παιδί του πολέμου/ ζηλεύει τους μεγαλύτερούς της. Σκέφτεται πως παρά δέκα χρόνια έχασε την ευκαιρία να λάβει μέρος στην αναρρίχηση σε αυτό το τεράστιο και επιβλητικό βουνό</i>); γιατί η μητέρα του, στα χρόνια της απομόνωσης είχε προσλάβει ιδιωτικό ντετέκτιβ; Γιατί είχε τέτοια εμμονή με τον Τάλους Τέιλορ, τον γείτονά της (παρεμπιπτόντως ήταν ο δημιουργός του γνωστού καρτούν Barbapapa), για τον οποίο πίστευε ότι χρηματοδοτούσε κάποιον γείτονα για να την… παρακολουθεί; Ποιος είναι ο αόρατος διώκτης από τον οποίο προσπαθεί επί ματαίω να διαφύγει; Ποια είναι η σχέση της με τους Αλγερινούς (που δεν τους ήξερε καθόλου) και τι είναι αυτό που την έκανε να αλλάξει και να ενταχτεί στον αγώνα προς υπεράσπισή τους; ποια <i><b>ενοχή </b></i>θα μπορούσε να δικαιολογήσει τις πράξεις και τη στάση ζωής της (όπως δήλωσε και η ψυχολόγος της στον Κρις, «<i>κάτι που είχε κάνε, είχε παρακάνει ή είχε δεν είχε κάνει;</i>»). <br /><div style="text-align: right;"><i><span style="color: #20124d;"> Να’ τοι ξανά, μόνοι εναντίον όλων,</span></i></div><i><div style="text-align: right;"><i><span style="color: #20124d;">με τις απαγορευμένες και πλέον ανώδυνες κινήσεις τους,</span></i></div><span style="color: #20124d;"><div style="text-align: right;"><i><span style="color: #20124d;">τα ξύλινα αλογάκια τους,<b> μισοκωμικοί, μισοτραγικοί,</b></span></i></div><div style="text-align: right;"><i><span style="color: #20124d;"><b>να δίνουν έναν αγώνα που, όπως λένε,</b></span></i></div><div style="text-align: right;"><i><span style="color: #20124d;"><b>δεν είναι καν δικός τους</b>.</span></i></div></span></i> Μέλη αρχικά διαφόρων αριστερών γκρουπούσκουλων με ήπια ακτιβιστική δράση (<i>δεν είναι άνθρωποι του σκοταδιού αλλά του μισοσκόταδου</i>), ο «διοπτροφόρος» συμφοιτητής (ο πατέρα του Κρις) και η Φρανσουάζ-Σοφί εντάσσονται στην «Jeune resistance» (η πρώτη οργάνωση που αντιστάθηκε στον πόλεμο της Αλγερίας). Μια ήπια δραστηριότητα («agit-prop», δράση και προπαγάνδα) που δεν τους ενώνει ακριβώς με τους «Αδελφούς», με το μεγάλο αντιστασιακό κίνημα αλλά αποτελεί παρακλάδι. Χωρίς οι ίδιοι να είναι Αλγερινοί, κάποια στιγμή <i>απειλούν να περάσουν στη δράση χωρίς να γνωρίζουν καλά καλά τι εννοούν μ’ αυτό</i>. Ο πατέρας, με το ψευδώνυμο Κριστόφ, κι ο Ζαν Κλωντ μαζί με τον βιβλιοπώλη Μπαρμπιέ στήνουν δίκτυο, διαθέτουν όπλα, <i>βλέπουν παντού συνωμότες/ζουν μέσα σε μια διαρκή ψύχωση ενός πραξικοπήματος ή ενός εμφυλίου πολέμου, τους διακατέχει ένας φόβος που είναι ταυτόχρονα φανταστικός και πολύ πραγματικός, καθώς <b>τροφοδοτείται από έναν άλλον πόλεμο, βρώμικο, χωρίς όρια, έναν πόλεμο ολοκληρωτικό που διασχίζει τη Μεσόγειο από τις αρχές της άνοιξης σαν αποδημητικό πτηνό</b>, μεταφέροντας στο γαλλικό έδαφος το δικό του μερίδιο από δολοφονίες, ξεκαθαρίσματα λογαριασμών, βασανιστήρια, ανατινάξεις</i>. Είναι η εποχή που φουντώνουν τα αντιστασιακά νεανικά κινήματα, που προσδοκούν τη «Μεγάλη Βραδιά», τη μεγάλη ταξική επανάσταση. <br /> Η μικρή επαναστατική ομάδα στην οποία προσχωρούν εκπροσωπείται από τον μελαμψό άντρα με τα πολλά ονόματα (Ματζούμ Μπενζαρφά, ο «Μαύρος», Μαρσέλ, Άρμστρονγκ). Είναι μέρος της σύνθετης πυραμιδωτής δομής του FLN<a href="file:///C:/Users/User/Desktop/%CE%A4%CE%B5%CF%84%CF%81%CE%AC%CE%B4%CE%B9%CE%BF%20%CE%B2%CE%B9%CE%B2%CE%BB%CE%AF%CF%89%CE%BD%202023.docx#_ftn2">[2]</a>. Ο αφηγητής/συγγραφέας ψάχνει πρόσωπα της εποχής και αναζητά μαρτυρίες μεταφέροντάς μας σ’ αυτόν τον κόσμο της περιθωριακής παρανομίας, σ’ έναν απέλπιδο αγώνα όπου «<i>η ιστορία εξήντα χρόνια μετά εξακολουθούσε να τους διαφεύγει</i>». Σ’ αυτό τον κόσμο όπου προσχώρησε σιγά σιγά και διακριτικά η μητέρα, μοιράζοντας φυλλάδια και περιοδικά, μαζί με όλους αυτούς που αντιστέκονταν στον φασισμό (κομμουνιστές, αναρχικούς, τροτσκιστές κλπ): <i>αποκλεισμένη από τις παραγωγικές δυνάμεις, <b>είχε υιοθετήσει αρκετά φυσικά τη μεγάλη υπόθεση της εποχή της, όλους τους «χωρίς», τους χωρίς δουλειά, τους χωρίς χαρτιά, τους χωρίς στέγη, τους χωρίς όνομα, τους χωρίς πρόσωπο</b>/ ήταν μια αγκιτάτορας, μια εξεγερμένη, μια Wonder Woman του ακτιβισμού, ένα δονκιχωτικό πλάσμα που αναζητούσε συνεχώς ανεμόμυλους για να επιτεθεί</i>. Καθώς είναι υπεράνω υποψίας, της ανατίθεται να κρύψει βασικά στελέχη της οργάνωσης -πιθανόν και του αρχηγού του FLN-, που φυσικά η Γαλλική Αστυνομία, σε συνεργασία με την DST (Υπηρεσία Αντικατασκοπείας), ανακαλύπτει και συλλαμβάνει, δεν δίνει ωστόσο σημασία στην Σοφί/Φρανσουάζ, έχοντας στόχο μόνο να φτιάξει το οργανόγραμμα της Ομοσπονδίας του FLN,και μετά δυο τρεις ημέρες ζοφερής κράτησης αφήνεται ελεύθερη. <br /> Αυτά είναι κάποια απ’ τα βασικά στοιχεία της παρελθοντικής ζωής της Φρανσουάζ-Σοφί, της «Κοντορεβυθούλας», της δυναμικής γυναίκας που ανακάλυψε ο Κρις πίσω από την παραιτημένη γυναίκα που λίγο πριν τον θάνατο μόνο απ’ το κάπνισμα δεν είχε παραιτηθεί. Μέσα από πολλούς μάρτυρες που με κόπο εντοπίζει, προσπαθεί να σχηματίσει το παζλ μιας σύνθετης ζωής, αλλά και μιας σκληρής εποχής με ασυγχώρητα εγκλήματα από την γαλλική Κυβέρνηση. <br /> Χωρίς ποτέ να μπορέσει να ανασυστήσει και να συμπληρώσει όλα τα κενά της αφήγησης μιας ζωής, ο guetteur μας ωστόσο συνειδητοποιεί για την μητέρα του: <div> <i>Η μητέρα μου προσπαθούσε να επανασυνδέσει τα νήματα, να ξαναβρεί τη νεότητά της, την εποχή της αθωότητάς της ή της ενοχής της, μια πρώτη ζωή, ίσως τη μόνη, την αληθινή, να την ξαναπιάσει από εκεί που την είχε αφήσει, σαν να επιδίωκε ματαίως να επανακκινήσει μια ταινία που είχε μπει εδώ και πολύ καιρό σε παύση. </i><br /><div style="text-align: right;">Χριστίνα Παπαγγελή</div> <br /><span style="font-size: x-small;"><a href="file:///C:/Users/User/Desktop/%CE%A4%CE%B5%CF%84%CF%81%CE%AC%CE%B4%CE%B9%CE%BF%20%CE%B2%CE%B9%CE%B2%CE%BB%CE%AF%CF%89%CE%BD%202023.docx#_ftnref1">[1]</a> μόνο μια φορά αναφέρεται το όνομά του, και όψιμα υποψιάζεσαι ότι πρόκειται για αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα <br /><a href="file:///C:/Users/User/Desktop/%CE%A4%CE%B5%CF%84%CF%81%CE%AC%CE%B4%CE%B9%CE%BF%20%CE%B2%CE%B9%CE%B2%CE%BB%CE%AF%CF%89%CE%BD%202023.docx#_ftnref2">[2]</a> https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%95%CE%B8%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CF%8C_%CE%91%CF%80%CE%B5%CE%BB%CE%B5%CF%85%CE%B8%CE%B5%CF%81%CF%89%CF%84%CE%B9%CE%BA%CF%8C_%CE%9C%CE%AD%CF%84%CF%89%CF%80%CE%BF_(%CE%91%CE%BB%CE%B3%CE%B5%CF%81%CE%AF%CE%B1)</span><div style="mso-element: footnote-list;"><div id="ftn2" style="mso-element: footnote;">
</div>
</div></div>Χριστίνα Παπαγγελήhttp://www.blogger.com/profile/16375943334890543341noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-2588422417895573421.post-90551800318286925942023-12-12T12:55:00.002+02:002023-12-12T12:55:59.364+02:00το σπίτι στον Βόσπορο, Ζουλφί Λιβανελί Άλλη μια συναρπαστική και συγκινητική ιστορία μας αφηγείται ο αγαπημένος Τούρκος συνθέτης και συγγραφέας, μεταφέροντας στον αναγνώστη την ομορφιά του Βόσπορου, την πολυπολιτισμικότητα, την ταχύρρυθμη μεταμόρφωσή, την ιστορία αυτής της περιοχής της Ιστανμπούλ. Όπως γράφει ο ίδιος ο Λιβανελί στον πρόλογο, «<i>η ιστορία της περιοχής αυτής του κόσμου είναι μια ιστορία κατάληψης της περιουσίας του ενός από τον άλλον/σπίτια που αδειάζουν, σπίτια που γεμίζουν, αγώνες δικαστικοί για την κτηματική περιουσία</i>». <br /> Όλοι γνωρίζουμε την ομορφιά και την ιδιαιτερότητα που είχαν και διατηρούν ακόμα τα «γιαλιά» <a href="file:///C:/Users/User/Desktop/%CE%A4%CE%B5%CF%84%CF%81%CE%AC%CE%B4%CE%B9%CE%BF%20%CE%B2%CE%B9%CE%B2%CE%BB%CE%AF%CF%89%CE%BD%202023.docx#_ftn1">[1]</a> στην περιοχή του Βόσπορου και των Πριγκιποννήσων, τις τεράστιες αριστοκρατικές ξύλινες επαύλεις χτισμένες πάνω στην όχθη χωρίς να μεσολαβεί κάποιος ελεύθερος χώρος εκτός απ' την απαραίτητη προκυμαία (<i>στις παραλιακές επαύλεις-είδος κατοικίας που δεν υπήρχε στα βυζαντινά χρόνια- οι άνθρωποι διήγαν έναν τρόπο ζωής καθαρά τουρκικό, και, παρά την ευρωπαϊκή εκπαίδευση που δινόταν στα παιδιά, η ζωή στα γιαλιά απηχούσε τον τουρκικό πολιτισμό</i>). <br /> Ο συγγραφέας χτίζει μια ιστορία που θα μπορούσε κάλλιστα να είναι αληθινή, αλλά πατάει και σε παραμυθιακά στοιχεία, όπως η ξεπεσμένη αρχόντισσα, η κακιά νύφη, ο μεγάλος μοιραίος έρωτας, απότομη μεταβολή της τύχης, οι άνθρωποι οι άξεστοι, κακοποιημένοι και στερημένοι που με την αγάπη μεταμορφώνονται ενσαρκώνοντας την αξία της ανθρωπιάς. Το νόημα της αγάπης αναδεικνύεται έμμεσα, χωρίς υπογραμμίσεις, ενώ ταυτόχρονα βλέπουμε να διεισδύει ο σύγχρονος δυτικός τρόπος ζωής στους ανατολίτικους ρυθμούς και να διαβρώνει τις πατροπαράδοτες αξίες. Αληθοφάνεια σε συνδυασμό με το σασπένς, την διεισδυτική ψυχογράφηση και τη φαντασία είναι τα χαρακτηριστικά που συναρπάζουν τον -ρομαντικό;- αναγνώστη. <br /> Σε μια τέτοια έπαυλη, σ’ένα από αυτά τα περίφημα «γιαλιά» λοιπόν, έζησε όλη της τη ζωή η «γηραιά κυρία» Λεϋλά, όπως η ίδια ήθελε να την αποκαλούν (και όχι χανούμ/κυρία ή θεία), μέχρι που αναγκάστηκε, με τον θάνατο του παππού της, να πουλήσει την έπαυλη στον Σαλίχ μπέη. Κράτησε όμως τον τίτλο ιδιοκτησίας του μικρού μονώροφου παράσπιτου, που παλιότερα ήταν το σπιτάκι του κηπουρού, κι έζησε εκεί ολομόναχη από 19χρονών. Ο νέος ιδιοκτήτης όμως του κυρίως σπιτιού, Ομέρ Τζεβχέρογλου με την απαράδεκτη σύζυγό του Νετζλά, της κάνει τώρα έξωση με πλαστό έγγραφο από γιατρό (ότι τάχα η Λεϋλά έχει ψυχική νόσο). Η πρώτη πρώτη λοιπόν σκηνή του βιβλίου δείχνει την Λεϋλά καθισμένη πάνω στις βαλίτσες έξω απ’ τον κήπο, να στέκεται αξιοπρεπής για δυο μερόνυχτα επαναλαμβάνοντας «<i>Εγώ γεννήθηκα στο γιαλί, σ’ αυτό έζησα όλη μου τη ζωή κι εδώ σκοπεύω να πεθάνω. Δεν μπορώ να πάω πουθενά αλλού</i>», ενώ γείτονες και γνωστοί -που την αγαπούσαν και την σέβονταν- προσπαθούν να της εξηγήσουν τα… ανεξήγητα. <br /> Η 77χρονη Λεϋλά, δισεγγονή του Βόσνιου πρόσφυγα («μουχατζίρ από τη Ρούμελη»), που από Μικρή Κυρία έχει γίνει τώρα «Μεγάλη Κυρά», έχει μεγαλώσει με τη γιαγιά και τον παράλυτο παππού, τον Μπόσναλι Αμπντουλλάχ Αβνί πασά που ήταν ένας από τους αξιωματικούς που πολέμησαν στον πόλεμο «για να μη χαθεί η Ρούμελη» (<i>η απώλεια των εδαφών της αυτοκρατορίας στην Ευρώπη θεωρούνταν στο σπίτι εκείνο κάτι σαν τον θάνατο αγαπημένου μέλους της οικογένειας, που το πένθος του θα διαρκούσε για πάντα. Αργότερα η Λεϋλά θα αντιλαμβανόταν ότι αυτό για την οικογένεια ήταν μια ανοιχτή πληγή που δεν θα έκλεινε ποτέ</i>). Κι άλλες πληγές όμως κρύβει η οικογενειακή ιστορία της Λεϋλά, και πρώτο πρώτο το τρομερό μυστικό της καταγωγής της: η μητέρα της Χαντάν πέθανε στη γέννα, αφού είχε ερωτευτεί παράφορα τον Εγγλέζο λοχαγό Ρόμπερτ Ουίτακερ, αξιωματικό των εγγλέζικων δυνάμεων κατοχής (επομένως «εχθρό» του έθνους). Ο κεραυνοβόλος έρωτας ήταν αμοιβαίος, κι απ’ τις κρυφές συναντήσεις γεννήθηκε η Λεϋλά. Ωστόσο η ντροπή ήταν τόσο μεγάλη που ο θείος Ιζέτ Κεμάλ εκδικήθηκε στήνοντας ενέδρα και σκοτώνοντας τον Ουίτακερ, ενώ λίγο αργότερα θα δολοφονηθεί κι ο ίδιος. <br /> Αυτή η περήφανη λοιπόν γυναίκα, με την αριστοκρατική καλλιέργεια και μόρφωση και το βαρύ παρελθόν, βρέθηκε στον δρόμο μέχρι που την συνάντησε ο δημοσιογράφος Γιουσούφ, ο γιος του κηπουρού (στο σπιτάκι του οποίου έμενε η Λεϋλά στα τελευταία χρόνια της ζωής της) και αναλαμβάνει την κάλυψη της είδησης ότι «μια τρελή κάθεται μπροστά στην πόρτα του γιαλιού των Μπόσναλι» (<i>την ξέρω αυτήν την γυναίκα. Δεν είναι καμιά τρελή</i>). <br /> Ο Γιουσούφ είναι το δεύτερο σημαντικό πρόσωπο της ιστορίας και, ναι, την ήξερε την Λεϋλά από μικρό παιδί, την θαύμαζε, την αγαπούσε. Ήταν η μόνη από τους ενήλικες <i>που του φερόταν όπως ακριβώς φερόταν και σε όλους τους άλλους ανθρώπους</i>. Του έδινε χαρτζιλίκι, σύκα ή γιασεμιά, και είχε όμορφα πράγματα στο σπίτι της. Τα παιδικά του χρόνια ήταν συνδεδεμένα με τον όμορφο κήπο με τις μανόλιες, τις ροδιές, τις πορτοκαλιές, σπάνια τριαντάφυλλα και λουλούδια. Έτσι ο Γιουσούφ, με την ιδιότητα του δημοσιογράφου παρεμβαίνει παίρνοντας «προσωρινά» την Κυρά στο σπίτι του, κι εκείνη δέχτηκε μετά την υπόσχεση ότι θα κάνουν «<i>τα πάντα για την ακύρωση του ψεύτικου χαρτιού</i>». <br /> Στο σημείο αυτό της αφήγησης μπαίνει και το τρίτο πρωταγωνιστικό πρόσωπο, η συγκάτοικος/ερωμένη του Γιουσούφ, η Ρουκιέ (ή Ρόξυ επί το καλλιτεχνικότερον, εφόσον είναι συνθέτης και τραγουδίστρια χιπ-χοπ)! Ο Γιουσούφ από μεγαλοψυχία κάλεσε μεν την Λεϋλά στο σπίτι του, ή μάλλον στο διαμέρισμά του, αλλά όταν το συνειδητοποίησε, τον έπιασε πανικός! Γιατί εδώ και πέντε μήνες είναι ερωτευμένος και συζεί με την απρόβλεπτη και απρόσιτη Ρουκιέ/Ρόξυ:<i> δεν θα ήταν καθόλου εύκολο, αλήθεια, να συστήσει κανείς τη Ρόξυ στη Μεγάλη Κυρά. Όσο το σκεφτόταν, του ερχόταν λιποθυμία. </i><br /> Πράγματι, όταν η Ρόξυ συνειδητοποιεί ότι το «απολίθωμα» θα μείνει μαζί τους η αντίδρασή της είναι σπασμωδική έως ακραία, αν και είναι υποχρεωμένη να το ανεχτεί. Γίνεται αγενής και προσβλητική (<i>τα λόγια γίνονταν καυτό λάδι και έκαιγαν την καρδιά της Λεϋλά χανούμ</i>), και φέρνει σε δύσκολη θέση την Λεϋλά, που δεν έχει όμως άλλη επιλογή απ’ το να παραμείνει, έστω και ανεπιθύμητη. Γιατί η Ρόξυ είναι το άκρο αντίθετο της Λεϋλά: ένα λαϊκό, θυμωμένο κορίτσι που ξέφυγε από τον στενό κλοιό της οικογένειάς της και ζει μόνη· με στενά μαύρα δερμάτινα, σκουλαρίκια, μπότες, γαλάζια τσουλούφια κλπ, κρύβει ένα πολύ σκοτεινό και πονεμένο παρελθόν πίσω απ’ τους οργισμένους στίχους της. Έτσι, μέσα από τη συνάντηση των δύο αγεφύρωτων κόσμων, της Λεϋλά και της Ρόξυ, (παράδοση και ανατολή – σύγχρονη ζωή και δύση), προχωράει διαλεκτικά η ιστορία, σε μια «σύνθεση» αγωνιώδη αλλά και γοητευτική. <br /> Δεν είναι όμως μόνο η σχέση της Λεϋλά με την Ρόξυ που δίνουν ώθηση στην πλοκή. Είναι και η σχέση της Ρόξυ με τον Γιουσούφ που ξεδιπλώνεται όταν έρχεται η ώρα, έτσι ώστε οι αναγνώστες να μάθουμε και να καταλάβουμε τον αψύ χαρακτήρα της Ρουκιέ, που ταίριαξε με τον πράο και συναισθηματικό Γιουσούφ. Εκείνη, ατίθαση παράτολμη και ασυμβίβαστη, που ποτέ δεν είχε γνωρίσει την βαθιά και ανιδιοτελή αγάπη, <i>θεωρούσε τον Γιουσούφ τον καλύτερο, ευγενέστερο και πιο έντιμο απ’ όλους τους άντρες με του οποίους είχε κοιμηθεί ως τώρα</i> (<i>ένα τόσο υποχρεωτικός, τόσο ευγενικός και ώριμος Τούρκος δε χωρούσε σε κανένα από τα γνωστά της πρότυπα</i>). Εκείνος απ’ την άλλη έχει συνηθίσει στις τρέλες της, την αποδέχεται όπως είναι κι ενώ αναγνωρίζει ότι υπάρχουν γυναίκες πιο όμορφες και πιο… συμπαθητικές, η Ρόξυ <i>ήταν ένα πλάσμα που ολοκλήρωνε το σώμα και την ψυχή του. </i><br /> Άλλη δυαδική σχέση όπου βλέπουμε την πάλη του παλιού με το νέο, της παράδοσης με τον εκσυγχρονισμό, είναι η σχέση του Ομέρ μπέη (του καινούργιου ιδιοκτήτη του γιαλιού) με τον πατέρα του Αλή αλλά και με την όμορφη γυναίκα του την Νετζλά (την «κακιά νύφη»). Η Νετζλά, νεόπλουτη ασήμαντης καταγωγής, θέλει να ανέλθει κοινωνικά μέσα απ’ το γάμο με τον επιχειρηματία Ομέρ. Είναι αυτή που πείθει τον πιο συγκαταβατικό Ομέρ να πετάξουν έξω την Μεγάλη Κυρά, μαζί με όλα τα πατροπαράδοτα έπιπλα και τις αντίκες (από τις οποίες επωφελήθηκαν οι «βουνίσιοι» -ένας πληθυσμός λαϊκών ανθρώπων που με τον καιρό συγκροτήθηκε σε γειτονιές πίσω απ΄την ακτογραμμή των γιαλιών, και κατοικούσε μέσα στα δάση και στους λόφους σε μικρά χτίσματα). Η Νετζλά δεν θέλει κατ’ ουδένα τρόπο τον Αλή, τον πατέρα του Ομέρ να συγκατοικήσει μαζί τους (<i>όπως και να’ χει είναι ένας υπηρέτης</i>), ούτε καν θέλει να τον συναντήσει. <br /> Ο Αλή, απ’ τη μεριά του, νιώθει μεν την απώθηση της νύφης του, απ’ την άλλη το όνειρο της ζωής του είναι<i> να ζήσει κι αυτός μια ζωή όπως τη ζούσαν οι παλιοί πασάδες</i>. Έχοντας δουλέψει πολύ σκληρά, από πάππου προς πάππου, υπηρετώντας πασάδες και μπέηδες με υπευθυνότητα και συνέπεια, ήρθε η στιγμή να ζήσει τα τελευταία του χρόνια δίνοντας ο ίδιος διαταγές και απολαμβάνοντας τις υπηρεσίες των άλλων όντας αυτός πια αφεντικό. Στην οικογενειακή ιστορία του Αλή αναγνωρίζουμε ένα κομμάτι της τουρκικής κουλτούρας: ο παππούς του, Τζεβχέρ αγάς, ήταν μεν υπηρέτης αλλά στο «περίφημο κονάκι των Ντουρριζαντέ», πασίγνωστο για την πολυτέλεια και την γενναιοδωρία με την οποία φιλοξενούσαν δεκάδες καλεσμένους- θρύλοι συνόδευαν τον αρχικελάρη στο πώς περιποιήθηκε τον ίδιο τον σουλτάνο Μαχμούτ, και αργότερα τον Γαζη Μουσταφά Κεμάλ. <br /> Βαριά κληρονομιά λοιπόν κουβαλάει στις πλάτες του ο Αλή, που τροφοδοτεί το όνειρό του να εκπαιδεύσει τον γιο του ώστε να είναι πια ο ίδιος αφεντικό. Παρόλο που αγαπούσε τα αφεντικά του ο ίδιος και δεν ένιωθε καμιά δυσαρέσκεια απέναντί τους, έφτασε πια η ώρα <i>να είναι το αφεντικό σε μια έπαυλη, να απολαμβάνει σεβασμό. </i><br /><b>Λεϋλά -Ρόξυ </b><br /> Βλέπουμε λοιπόν ότι οι ιστορικές συγκυρίες, που επέβαλαν τον εκσυγχρονισμό και την προσάρτηση της Τουρκίας στο άρμα του εξευρωπαϊσμού, έχουν αντίκτυπο στα ήθη και στις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ήρωές μας ζυμώνονται και εξελίσσονται μέσα σ’ αυτές τις αντιθέσεις, πολλές φορές συγκρούονται κι άλλες φορές συμφιλιώνονται. <br /> Ο κύριος άξονας όμως της πλοκής παραμένει η αντίθεση της Λεϋλά με τη Ρόξυ, γιατί εκπροσωπούν τους δύο αντίθετους κόσμους. Η Λεϋλά, παρόλη την ηλικία της διατηρεί μια παρθενική ματιά στον κόσμο που την περιβάλλει και την αιφνιδιάζει (<i>στο παράξενο διαμέρισμα του Τζιχανγκίρ, η Λεϋλά χανούμ γνώρισε τόσους διαφορετικούς ανθρώπους όσους δεν είχε γνωρίσει όλη της τη ζωή/η παρατήρηση του καινούριου κόσμου στον οποίο είχε εισέλθει ήταν η μόνη παρηγοριά της εκείνες τις στενάχωρες μέρες</i>). Παρακολουθούμε με λεπτομέρεια τα αισθήσεις της να αμβλύνονται για να κατανοήσει τις καινούριες αυτές εμπειρίες. Γιατί η Ρόξυ δεν είναι απλώς μια μοντέρνα κοπέλα αλλά τραγουδίστρια χιπ- χοπ, και παρόλο που είναι εξαιρετικά αγενής, διεγείρει το ενδιαφέρον της Λεϋλά (<i>η κοπέλα αυτή δεν έμοιαζε με καμιά από τις γυναίκες που είχε γνωρίσει από τότε που ήταν παιδί</i>)! Καθώς παρακολουθεί τους νέους του συγκροτήματος που κάνουν πρόβα στο διαμέρισμα, νιώθει ότι βιώνει «μια μοναδική εμπειρία» (<i>είχαν μια απερίγραπτη ανεξαρτησία, έναν ζεμανφουτισμό στις κινήσεις τους/τους χαρακτήριζε μια <b>ακηδία</b></i>). Δεν χρειάζεται να αναφέρουμε τις διαφορές στην εμφάνιση ή στη γλώσσα… <br /> Απ’ την άλλη η Ρόξυ εντυπωσιάζεται που μια τέτοια, κομψή, περήφανη και αγέρωχη γυναίκα έζησε τόσα χρόνια μόνη της, «χωρίς την ανάγκη κανενός»… Αρχίζει και μαλακώνει απέναντί της καθώς μικρά βήματα προσέγγισης από τη μεριά της Λεϋλά τους φέρνει πιο κοντά. Αποκορύφωμα, η διόρθωση των ακομπανιαμέντων που έκανε η Λεϋλά στο καινούργιο τραγούδι χιπ-χοπ, παίζοντας πιάνο! Ο σεβασμός και η εκτίμηση φτάνουν στο ζενίθ όταν η Ρόξυ συνειδητοποιεί ότι η Λεϋλά ξέρει γλώσσες, επομένως καταλάβαινε τις γερμανικές βρισιές που εκείνη ξεστόμιζε εναντίον της. Η συμπάθεια γίνεται αυμασμός όταν κρυφοκοιτάζει το ημερολόγιο της ηλικιωμένης γυναίκας. Συνειδητοποιεί κάποια στιγμή ότι η απαξίωση που δεχόταν η Λεϋλά λόγω της «μπάσταρδης» καταγωγής της ήταν παρόμοια με τη δική της απαξίωση (<i>το μόνο που ήθελε ήταν σεβασμός, τίποτα άλλο</i>). <br /> Η Λεϋλά γρήγορα κερδίζει την εμπιστοσύνη και των υπόλοιπων νεαρών, γνωρίζει και καινούργια άτομα από καλλιτεχνικούς κύκλους, και μάλιστα ένας απ’ αυτούς, σκηνοθέτης, την συμβουλεύεται ως «<i>κράμα της κοινωνίας των Οθωμανών και της Νέας Τουρκίας</i>». Η μεταμόρφωση της κοινωνίας με την άφιξη του Κεμάλ είναι το θέμα σπαρταριστών αφηγήσεων από τη Λεϋλά (<i>σαν είδε πόσο ενδιαφέρθηκαν όλοι, σκηνοθέτης και παιδιά, λυπήθηκε κι έλιωσε το μέσα της για τα χρόνια που είχε περάσει χωρίς ούτε έναν άνθρωπο γύρω της</i>). Η καλλιέργειά της καθηλώνει τους ακροατές με βιώματα ξένα για τη νέα γενιά, ενώ για τον αναγνώστη δίνεται η ευκαιρία να επισκοπήσει την νεότερη ιστορία της Τουρκίας από μια εσωτερική ματιά (Λεϋλά, αργότερα σε κάποιον Έλληνα γείτονα: <i>εμείς δεν μπορούμε να ξεδιαλύνουμε την ιστορία με τα διαμορφωμένα από τον εθνικισμό του 19ου αιώνα μυαλά μας</i>). <br /> <b>Η μοίρα του γιαλιού </b><br /> Καθώς λοιπόν εκκρεμεί το αίτημα της Λεϋλά να ανακτήσει το σπίτι της (στον κήπο βέβαια του γιαλιού), οι παραπάνω σχέσεις εξελίσσονται και οι συναισθηματικές εντάσεις αλλάζουν τις δυναμικές –αλλάζει ο Αλή σε σχέση με τον γιο του και τη νύφη του, αλλάζει ο Γιουσούφ που δρα πιο δυναμικά με την στήριξη τώρα της μεταμορφωμένης και λόγω εγκυμοσύνης Ρόξυ, ενώ ο δεσμός της Λεϋλά με τους νεαρούς (και γενικότερα με τον καινούριο, εκσυγχρονισμένο κόσμο) γίνεται πιο βαθύς, πιο ουσιαστικός, γεμάτος τρυφερότητα και ανθρωπιά. Μια τελευταία «πράξη» θα φέρει τη λύση αποκαθιστώντας το αίσθημα δικαίου στον αναγνώστη, και χαρίζοντας γαλήνη στην συμπαθητική πρωταγωνίστριά μας: <br /> <i>Το περίβλημα της μοναξιάς που είχε πλέξει γύρω της είχε διαρραγεί και κάτι είχε γλιστρήσει μέσα απ’ τη ρωγμή. Δεν ήξερε τι ακριβώς ήταν αυτό το «κάτι». Αντιλαμβανόταν όμως ότι δεν της αρκούσε ο εαυτός της και μόνο. Υπήρχε ένας κόσμος εκεί έξω και η Λεϋλά τον είχε γνωρίσει. Δεν μπορεί πια να είναι όπως τότε που δεν τον γνώριζε.</i><div><div style="text-align: right;">Χριστίνα Παπαγγελή</div><br /><span style="font-size: x-small;"><a href="file:///C:/Users/User/Desktop/%CE%A4%CE%B5%CF%84%CF%81%CE%AC%CE%B4%CE%B9%CE%BF%20%CE%B2%CE%B9%CE%B2%CE%BB%CE%AF%CF%89%CE%BD%202023.docx#_ftnref1">[1]</a> Η ανέγερση γιαλιών ξεκίνησε από τις ανώτερες τάξεις της <a href="https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9A%CF%89%CE%BD%CF%83%CF%84%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%B9%CE%BD%CE%BF%CF%8D%CF%80%CE%BF%CE%BB%CE%B7">Κωνσταντινούπολης</a> (κυρίως στελέχη της <a href="https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A5%CF%88%CE%B7%CE%BB%CE%AE_%CE%A0%CF%8D%CE%BB%CE%B7">Υψηλής Πύλης</a>) στα τέλη του <a href="https://el.wikipedia.org/wiki/17%CE%BF%CF%82_%CE%B1%CE%B9%CF%8E%CE%BD%CE%B1%CF%82">17ου αιώνα</a>, για να κορυφωθεί το <a href="https://el.wikipedia.org/wiki/19%CE%BF%CF%82_%CE%B1%CE%B9%CF%8E%CE%BD%CE%B1%CF%82">19ο</a> και να σταματήσει μετά την επικράτηση των <a href="https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9D%CE%B5%CF%8C%CF%84%CE%BF%CF%85%CF%81%CE%BA%CE%BF%CE%B9">Νεοτούρκων</a>. Τα περισσότερα δεν υπάρχουν σήμερα - η φυσική φθορά του ξύλου σε συνδυασμό με <a href="https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A3%CE%B5%CE%B9%CF%83%CE%BC%CF%8C%CF%82">σεισμούς</a>, <a href="https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A0%CF%85%CF%81%CE%BA%CE%B1%CE%B3%CE%B9%CE%AC">πυρκαγιές</a> και την αδυναμία των ιδιοκτητών τους να τα συντηρήσουν όταν έπεφταν σε δυσμένεια (πράγμα διόλου σπάνιο), οδήγησε πολλά σε κατάρρευση (https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%93%CE%B9%CE%B1%CE%BB%CE%AF). </span><div style="mso-element: footnote-list;"><div id="ftn1" style="mso-element: footnote;">
</div>
</div></div>Χριστίνα Παπαγγελήhttp://www.blogger.com/profile/16375943334890543341noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-2588422417895573421.post-30753534648767837282023-11-28T19:42:00.016+02:002023-11-29T07:27:54.965+02:00η ιστορία του αδερφού μου, Ζουλφί Λιβανελί<div style="text-align: right;"><i><span style="color: #073763;">Δεν ξέρετε πως η αφήγηση είναι πιο πραγματική απ’ την πραγματικότητα </span></i></div><div><div style="text-align: right;"><i><span style="color: #073763;">ή αλλιώς ότι είναι ο μοναδικός τρόπος για να καταλάβουμε την πραγματικότητα;</span></i></div> Μια απίστευτη ιστορία αφηγείται ο Αχμέτ Μπέη στη νεαρή και γεμάτη αθώα περιέργεια ανώνυμη δημοσιογράφο, μια «πραγματική» ιστορία με πρωταγωνιστή τον δίδυμο αδερφό του Μεχμέτ· μια ιστορία πάθους που κρατά σε αγωνία και υπερένταση την άπειρη κοπέλα, μακριά από το σπίτι της -χωρίς σχεδόν να το θέλει-, και θυμίζει τις ατέλειωτες μαγικές εξιστορήσεις της Χαλιμάς. Πρόκειται για εγκιβωτισμένη ιστορία μέσα στη συνολική πρωτοπρόσωπη εξιστόρηση μιας μεγαλύτερης αφήγησης, με πρωταγωνιστή αυτήν την φορά τον Αχμέτ, έναν ιδιόρρυθμο, «sui generis» μοναχικό άνθρωπο, που φαίνεται να απολαμβάνει τη μοναξιά του, για να μην πούμε ότι την επιδιώκει. <br /> Η γοητεία της παραμυθιακής, συναρπαστικής ιστορίας αγγίζει κατευθείαν τον αναγνώστη. Πράγματι, η αφηγηματική σαγήνη της γραφής του Λιβανελί (όπως και του Παμούκ και -είμαι σίγουρη, χωρίς να γνωρίζω- κι άλλων Τούρκων συγγραφέων) φαίνεται να κρύβει μια πλούσια παράδοση πίσω της, μια παράδοση της τεχνικής του παράδοξου/σοφού ανατολίτικου παραμυθιού, που αγκιστρώνει όχι μόνο το ενδιαφέρον και την περιέργεια για την πλοκή, αλλά αιχμαλωτίζει και το συναίσθημα, σκάβοντας βαθιά πηγάδια στον εσωτερικό κόσμο του ακροατή. <br /> Ο Αχμέτ είναι συνταξιούχος πολιτικός μηχανικός 58 χρονών, με αρκετά καλή οικονομική επιφάνεια, σε βαθμό που να έχει στην υπηρεσία του μια οικιακή βοηθό, την Χατιτζέ, με τον αργόστροφο γιο της , τον Μουχαρρέμ. Από τις πρώτες σελίδες παίρνουμε γεύση της εκκεντρικότητας του αφηγητή, που φτάνει στα όρια τέτοιου ψυχαναγκασμού που θα λέγαμε, από ψυχιατρική άποψη, ότι έχει πολλά από τα χαρακτηριστικά της σχιζοειδούς προσωπικότητας. Οι λεπτομέρειες του τρόπου διαβίωσης είναι από απίθανες μέχρι απολαυστικές, π.χ. τα σε απόλυτη τάξη πεντακάθαρα ρούχα του είναι ταξινομημένα με βάση την… θερμοκρασία για την οποία είναι κατάλληλα, ώστε κάθε πρωί, ανάλογα με την ένδειξη του θερμομέτρου, επιλέγει την κατάλληλη φορεσιά (<i>η γκαρνταρόμπα μου είναι διαμορφωμένη με βάση την κλίμακα των πέντε βαθμών</i>). Επίσης, -ενδεικτικό της υπέρμετρης φιλαναγνωσίας-, <b>όλα </b>τα δωμάτια είναι βιβλιοθήκες (εκτός από την κουζίνα, μόνο ένα δωμάτιο δεν είναι βιβλιοθήκη), τα δε ράφια με τα βιβλία, ως επί το πλείστον μεταλλικά, χωρίζουν τους χώρους σε υποδωμάτια, όπου τα βιβλία είναι κατανεμημένα σε συναισθήματα: δωμάτιο της εκδίκησης, της ζήλιας, του έρωτα, της αυτοκτονίας, του εγκλήματος κλπ (!!!) (<i>ήταν αδύνατο να ζήσω χωρίς να καταλαβαίνω τα συναισθήματα</i>). Γαργαλιστική λεπτομέρεια, ότι αποφάσισε να μην συμπεριλάβει και τη μουσική σ’ αυτά τα δωμάτια γιατί «<i>η μουσική δεν εξηγούσε όπως η λογοτεχνία τα συναισθήματα, αλλά σκόπευε να κάνει τον άνθρωπο να τα νιώσει. Κι αυτό ήταν άχρηστο, μιας κι <b>εγώ είχα ανάγκη να μάθω κι όχι να ζήσω τα συναισθήματα</b></i>» (!!!). <br /> Ένας άνθρωπος επομένως εύστροφος μεν αλλά απονεκρωμένος συναισθηματικά, ή μάλλον καλοκλειδωμένος, ένας άνθρωπος που παθαίνει πανικό αν τον αγγίξει κάποιος άλλος άνθρωπος σωματικά, κι έχει μάλιστα επινόησει/κατασκευάσει ένα μηχάνημα για να εισπράττει την αναγκαία σε κάθε άνθρωπο αγκαλιά· που βλέπει οράματα με μοβ λαγούς να φεύγουν ή με μιναρέδες που σκύβουν στη λίμνη να πιουν νερό. Και καθώς προχωρά η γνωριμία μας μαζί του, βλέπουμε τις παραξενιές («αλλόκοτα χούγια» κατά την Αρζού) να πολλαπλασιάζονται. Ωστόσο είναι καλλιεργημένος, αγαπά την ποίηση, μελετά, ενδιαφέρεται για τους άλλους, ψάχνει, παρατηρεί. Η αυθεντικότητά του παρόλο τον ψυχαναγκασμό, δείχνει κάποιον που πιθανόν κρύβει μεγάλη πληγή, κι αυτό το μυστήριο είναι ίσως η βαθύτερη αιτία που βρήκα το μυθιστόρημα συναρπαστικό. <br /> Με αφορμή τη μυστηριώδη δολοφονία της όμορφης και προκλητικής Αρζού Χανούμ, μετά τη νυχτερινή δεξίωση στον κήπο του σπιτιού του Αλή και της Αρζού στην Ποντίμα, ένα ήσυχο ψαροχώρι στη Μαύρη Θάλασσα, αρχίζουν οι αστυνομικές έρευνες και οι δημοσιογραφικές ερωτήσεις, ταράζοντας την ησυχία του μικρού χωριού. Ο Αχμέτ, που ήταν κι αυτός ένας από τους καλεσμένους της γιορτής, δέχεται την απροσδόκητη επίσκεψη της άγνωστης δημοσιογράφου που του χτύπαγε επίμονα κι αναιδέστατα το κουδούνι (<i>τόσο νέα, που δεν θα μπορούσε να είναι εισαγγελέας ή αστυνομικίνα</i>). Την πρώτη γεύση της παραξενιάς του την δέχεται η επισκέπτρια από τις πρώτες φράσεις: (-<i>Εσείς δεν είστε ο Αχμέτ Ασλάν; -Όχι.-Μα πώς είναι δυνατόν; Εσείς δεν μένετε σ’ αυτό το σπίτι; -Μένω. -Τότε λέγεστε Αχμέτ Ασλάν! -Όχι, δεν λέγομαι έτσι -Αλλά πώς; -Αχμέτ Α<b>ρ</b>σλάν </i>(!!!))<br /> Όπως θα αποδειχτεί στη συνέχεια, το ένα αυτό γράμμα, ή αλλιώς η παραπλήσια προφορά του ονοματεπώνυμου κάποιου μπορεί να προκαλέσει σύγχυση της ταυτότητάς του και να αποβεί μοιραία για την πορεία όλης του της ζωής (<i>αν ξέρατε τι θα μπορούσε να προκαλέσει ένα γράμμα...</i>) Η νεαρή κοπέλα ασφαλώς βρίσκει ανυπόφορες όλες αυτές τις ψυχαναγκαστικές ιδιοτροπίες που ακολουθούν και στις υπόλοιπες συναντήσεις. Ωστόσο, έχει ισχυρό κίνητρο τη φιλοδοξία να βγάλει «δημοσιογραφικό λαυράκι» (<i>ήταν ερωμένη σας;</i>) και στη συνέχεια την ωθεί η έμφυτη περιέργειά της, ενώ αντίστοιχα ο Αχμέτ διασκεδάζει με την αθωότητά της, τα νιάτα της, το σάστισμά της, τις άδηλες αντιδράσεις της (<i>κατάφερα να ανοίξω μια τρύπα στην πανοπλία της αποφασιστικότητάς της. Ο θυμός της εξανεμίστηκε, με κοίταξε με παραξενεμένο βλέμμα/αυτό που τραβούσε περισσότερο την προσοχή μου ήταν το κάτω χείλος της –ήταν ένας δείκτης που είχε τοποθετηθεί εκεί για να φανερώνει τι αισθάνεται μέσα της η κοπέλα</i>). Η «ένδειξη» του κάτω χείλους είναι ένα διασκεδαστικό μοτίβο που θα ακολουθήσει όλους τους απίθανους διαλόγους και τις πολύωρες επισκέψεις μέχρι να εγκατασταθεί για κάποιες μέρες η νεαρή στο -αφιλόξενο κατά τ’ άλλα- σπίτι του Αχμέτ, εφόσον καίγεται από λαχτάρα να ακούσει επιτέλους την εκπληκτική, ερωτική ιστορία του αδερφού του (π.χ. <i>στύλωνε το βλέμμα στο δάπεδο και παρέμεινε με σφιγμένο το κάτω χείλος, κάτι που συμβόλιζε την αθωότητα</i>). <br /> Οι ψυχογραφικές παρατηρήσεις του Αχμέτ καθώς παρακολουθεί τις μεταλλαγές της διάθεσης της κοπέλας που ακούει με προσοχή τις αφηγήσεις του (<i>οι εκφράσεις και το βλέμμα της άλλαζαν τόσο γρήγορα, όσο και ο απρόβλεπτος καιρός στην περιοχή της Μαύρης Θάλασσας</i>), είναι ακόμα ένα στοιχείο που κάνει το μυθιστόρημα ξεχωριστό. Αρχικά ο ήρωας αναφέρεται σύντομα στην ιστορία της ζωής του, που κατά κάποιον τρόπο είναι παράλληλη με του Μεχμέτ, εφόσον ο αδερφός του ήταν δίδυμος. Έχασαν τους γονείς τους σε αυτοκινητιστικό όταν τα δυο παιδιά ήταν δέκα χρονών και τους μεγάλωσε ο παππούς με τη γιαγιά στην Άγκυρα, σπούδασαν ο ίδιος πολιτικός μηχανικός και ο αδερφός ηλεκτρολόγος μηχανικός. Αντίστοιχα κι εκείνη, αναγκασμένη από μια άτυπη συμφωνία μεταξύ τους, του μιλά για τον εαυτό της: μοναχοκόρη, ζει με τους γονείς, σπουδές, μεταπτυχιακό, επαγγελματική φιλοδοξία, ενώ θυμώνει στην ερώτηση αν έχει «φίλο». <br /> Καθώς περνούν οι μέρες, προχωρούν και οι έρευνες που υποδεικνύουν ως πιθανότερη ένοχη την Βουλγάρα υπηρέτρια της Αρζού, τη Σβετλάνα. Η δημοσιογράφος τριγυρίζει σαν νυχτοπεταλούδα στην περιοχή, και ιδιαίτερα στο σπίτι του Αχμέτ, με τον οποίο πια έχει αποκτήσει οικειότητα. Οι ώρες που περνούν μαζί, με άξονα τις αφηγήσεις, τους αναγκάζουν να μοιράζονται την καθημερινότητά τους, όπου οι βέβαια οι αντιθέσεις είναι αγεφύρωτες και ξεκαρδιστικές, όσο αφορά π.χ. τις γευστικές προτιμήσεις (την καλεί για φουαγκρά με σύκο γλυκό!), τα διαβάσματα κλπ. Η μικρή τον θεωρεί γενικά θεόμουρλο, αλλά η διαίσθησή του στο να ψυχολογεί τους άλλους, τα κίνητρά τους και τις προθέσεις τους την προσελκύουν σαν μαγνήτης (<i>με ρώτησε πώς κατάλαβα ότι η Σβετλάνα ήταν ερωτευμένη με τον Αλή. "Έχω αποκτήσει τη συνήθεια να παρακολουθώ με ψύχραιμη, καθαρή ματιά, που δεν έχει διαστρεβλωθεί απ’ το εγώ ή τα συναισθήματα. Ίσως το έχετε προσέξει, παρατηρώ τους πάντες και τα πάντα. Πολλοί άνθρωποι δεν μπορούν να το κάνουν,<b> καθώς είναι υπεραπασχολημένοι με τα συναισθήματα και το εγώ τους</b>. Αδυνατούν να ασχοληθούν με τους άλλους"</i>). <br /> Ο Αχμέτ παίρνοντας φόρα από την αυξανόμενη εμπιστοσύνη της μικρής κοπέλας, ξεδιπλώνει διάφορα λεπτομερή σενάρια για τη δολοφονία (ναι αλλά τα διηγείστε σαν να ήσαστε εκεί) που εξιτάρουν την περιέργεια της κοπέλας (<i>ουφ, επιτέλους! Ποιο είναι το πραγματικό και ποιο το φανταστικό μέρος αυτής της ιστορίας;</i>), ενώ εκμυστηρεύεται και σε μας πώς βίωσε ο ίδιος τη μοιραία βραδιά. <br /><div style="text-align: right;"> <i><span style="color: #073763;">Πού άρχιζαν οι ιστορίες;</span></i></div><div style="text-align: right;"><i><span style="color: #073763;">Πού τέλειωνε η πραγματικότητα;</span></i></div> Το βαθύτερο κίνητρο που σπρώχνει την δημοσιογράφο να παραβιάσει όλες τις αρχές και συνήθειες για να ακούσει τον Αχμέτ, είναι ότι ο Αχμέτ της υποσχέθηκε ότι πρόκειται για την πιο απίθανη ερωτική ιστορία που μπορεί να φανταστεί κανείς. Μάλιστα, διορθώνει τη λέξη έρωτας με τη λέξη «σεβντάς» (<i>ο άνθρωπος χάνει τη θέλησή του. Αρχίζει να σε κατευθύνει εκείνος. Ξεστρατίζει ο νους, αδυνατείς να σκεφτείς λογικά. Ο σεβντάς είναι διαφορετικός απ’ τον έρωτα. Ο κίνδυνος βρίσκεται στον σεβντά</i>). <br /> Περίπου λοιπόν στο ένα τρίτο του βιβλίου, αρχίζει η εγκιβωτισμένη ιστορία του Μιχαήλ, που διακόπτεται βέβαια από την ροή της αφήγησης του «σήμερα», που δεν παύει να έχει ενδιαφέρον (ανακρίσεις στον εισαγγελέα, έντονοι διαπληκτισμοί μεταξύ Αχμέτ και δημοσιογράφου <i>(το παράξενο ήταν ότι, ενώ πότε πότε μου μιλούσε στον ενικό, όταν με μάλωνε, προτιμούσε τον πληθυντικό</i>), σωματικό άγγιγμα και πανικός Αχμέτ, δάγκωμα νεαρής από τον ζηλιάρη σκύλο Κέρβερο, ακόμα και φιλοσοφικές συζητήσεις). Θα εστιάσω όμως στην ιστορία του Μιχαήλ που είναι πράγματι συγκλονιστική, και ο αναγνώστης δοκιμάζει έντονα συναισθήματα όπως έκπληξης, αγωνίας, αδημονίας (<i>κάθε φορά λέω να μην εκπλαγώ, αλλά καταφέρνετε πάντα να με εκπλήσσετε</i>), όπως ακριβώς η φανατική ακροάτρια του Αχμέτ, η οποία αναγκάστηκε να λέει σωρηδόν ψέματα στους δικούς της για να δικαιολογήσει την απουσία της απ’ το σπίτι, ενώ πολλές φορές από τη νύστα έκλειναν τα βλέφαρά της την ώρα της ακρόασης. <br /> Η τραγωδία για τους δύο αδερφούς που βρέθηκαν για επαγγελματικούς λόγους στο Μινσκ ξεκίνησε από τη στιγμή που μπήκε στη ζωή τους «<i>το ομορφότερο πλάσμα που είδε ποτέ η ανθρωπότητα</i>» (<i>το πρόσωπο που έβλεπα ήταν φωτισμένο με ένα θεϊκό φως. Δεν μιλάμε για ομορφιά, μα για κάτι άλλο, κάτι περισσότερο</i>) -και βέβαια η ανυπομονησία της δημοσιογράφου υψώνεται κατακόρυφα (<i>Και πώς είναι αυτό το ωραίο πλάσμα; Έχετε καμιά φωτογραφία;</i>). Η κοπέλα, η Όλγα, ήταν Ρωσίδα, κι ως εκ τούτου χρειάζεται ένας μεταφραστής να διαμεσολαβεί ανάμεσα σ’ εκείνην και στον χαζεμένο Μεχμέτ. Για την ακρίβεια μια μεταφράστρια, η Λουντμίλα, που παίζει κι αυτή πρωταγωνιστικό ρόλο στην εγκιβωτισμένη ιστορία. Μια ιστορία ενός θυελλώδους έρωτα με… διερμηνέα, ενός απίθανου, απρόβλεπτου και μοναδικού αναγκαστικού χωρισμού που οδήγησε τον Μεχμέτ σε φυλάκιση χωρίς καμιά εξήγηση, για πολλά χρόνια στην άγνοια και σε άθλιες ζωώδεις συνθήκες. Όταν πια αποφυλακίστηκε έμαθε (κι αυτό από καθαρό καπρίτσιο της τύχης) ότι θεωρήθηκε ύποπτος από την KGB ως πράκτορας των… Τσετσένων! <br /> Τρεις μεγάλες ανατροπές οδηγούν στη λύση του μυστηρίου της απίστευτης ιστορίας του Μεχμέτ, ενώ το τέλος αφήνει και τη νεαρή κοπέλα άναυδη. Όμως ο αναγνώστης του βιβλίου, όπως και η δημοσιογράφος- άλλωστε έχει ακόμα να ζήσει πολλές εκπλήξεις, που έχουν να κάνουν με την προσωπικότητα του Αχμέτ και με το έγκλημα της δολοφονίας της Αρζού. <br /> <i><b>Η πραγματική πλευρά της ζωής είναι η φανταστική </b></i><br /> Η πλοκή κρατά το ενδιαφέρον του αναγνώστη σε υπερδιέγερση, αλλά θα έλεγα ότι στο βιβλίο αυτό πρωταγωνιστεί και αναδεικνύεται η μεταμοντέρνα αντίληψη περί αφήγησης. Ο ήρωάς μας, παθιασμένος αφηγητής, είναι βιβλιομανής, γράφει δοκίμια, λατρεύει τις ιστορίες, και παρατηρεί τον κόσμο γύρω του, τους ανθρώπους πλάθοντας σενάρια που στοχεύουν στην κατανόηση της πραγματικότητας (<i>απλώς αντιπαραβάλλω τα γεγονότα με τις καταστάσεις που διαβάζω στα βιβλία και συνήθως</i> <i>πετυχαίνω</i>). Το βλέπουμε και το συναισθανόμαστε διαβάζοντας το βιβλίο, ότι ζει διπλή ζωή –άλλωστε το ομολογεί με άκρα αυτοσυνειδησία: <br /> <i>πιστέψτε με, η λογοτεχνία είναι μοναδικός τρόπος για να κατανοήσουμε τη ζωή/ <br /> η λογοτεχνία είναι πιο αληθινή απ’ την πραγματικότητα/ <br /> ίσως<b> η λογοτεχνία στηρίζεται περισσότερο και από την αφήγηση στον μόχθο για κατανόηση</b>.</i></div><div style="text-align: right;">Χριστίνα Παπαγγελή</div>Χριστίνα Παπαγγελήhttp://www.blogger.com/profile/16375943334890543341noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-2588422417895573421.post-26961502840442721562023-11-21T19:32:00.006+02:002023-11-24T21:24:31.857+02:00Ιούδας, Άμος Οζ <i><span style="color: #351c75;"> Η αληθινή τραγωδία της ανθρωπότητας δεν είναι ότι οι καταδιωγμένοι και οι καταδυναστευόμενοι λαχταρούν να απελευθερωθούν και να σηκώσουν το κεφάλι ψηλά. Όχι, το χειρότερο είναι ότι οι καταδυναστευόμενοι ονειρεύονται κρυφά να καταδυναστεύουν τους δυνάστες τους. Οι καταδιωγμένοι ποθούν να γίνουν διώκτες. Οι σκλάβοι ονειρεύονται να γίνουν αφέντες. <br /></span></i> Βρισκόμαστε στην Ιερουσαλήμ τον χειμώνα του 1959-60, μόλις μια δεκαετία μετά την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ (1948) και τον αιματηρό πόλεμο που επακολούθησε<a href="file:///C:/Users/User/%CE%92%CE%99%CE%92%CE%9B%CE%99%CE%91/%CE%A4%CE%B5%CF%84%CF%81%CE%AC%CE%B4%CE%B9%CE%BF%20%CE%B2%CE%B9%CE%B2%CE%BB%CE%AF%CF%89%CE%BD%202022.docx#_ftn1">[1]</a>. Νωπές οι πληγές στο νεοσύστατο κράτος όπου διαδραματίζεται η ιστορία μας, <i>μια ιστορία που μιλάει για ένα σφάλμα και μια επιθυμία, για μια απεγνωσμένη αγάπη κι ένα θρησκευτικό ζήτημα που παραμένει άλυτο</i>, όπως επισημαίνεται στην πρώτη παράγραφο. Είναι συγκλονιστικό πόσο επίκαιρα γίνονται σήμερα τα ερωτήματα που έθεσε ο Οζ στο βιβλίο του αυτό (γραμμένο το 2014), ερωτήματα που αφορούν την δυνατότητα συνύπαρξης Αράβων και Ισραηλινών, τις προτάσεις που υπήρξαν το 1947 στον ΟΗΕ πάνω στο ζήτημα του Ισραηλινού κράτους και τα προβλήματα που ακολούθησαν. Επίσης, έρχονται στην επιφάνεια και θεολογικά ζητήματα που αφορούν τον ρόλο του Ιησού και του Ιούδα στην ιουδαϊκή θρησκεία, σε σχέση με την χριστιανική. <br /> Ο Σμούελ, ο κύριος πρωταγωνιστής, ευαίσθητος «πέραν του επιτρεπτού» (<i>για άλλη μια φορά τα μάτια του βούρκωσαν</i>) αλλά ανήσυχο κι ερευνητικό πνεύμα, είναι ένας νεαρός φοιτητής που αναγκάζεται να κόψει τις σπουδές του λόγω χρεωκοπίας των γονιών του, και ψάχνει για δουλειά, ενώ την ίδια εποχή τον εγκαταλείπει και η ερωτική του σύντροφος, η Γιορντένα, για να παντρευτεί κάποιον άλλον. Η ερωτική απόρριψή του καθώς και η απογοήτευσή του από την Ομάδα Σοσιαλιστικής Ανανέωσης («γκρουπούσκουλο» με -υποτίθεται- σοσιαλιστικό όραμα) τον φέρνουν στα όρια της κατάθλιψης, όταν σκοντάφτει πάνω σε μια ενδιαφέρουσα αγγελία εύρεσης εργασίας: εβδομηντάρης ανάπηρος άνδρας ζητάει έναν νεαρό να του κρατάει συντροφιά, για πέντε περίπου ώρες κάθε απόγευμα, με φαγητό και στέγη πληρωμένα. Τον ελεύθερο χρόνο του θα μπορεί να μελετά για να ολοκληρώσει τη διατριβή του, «<i>Εβραϊκές απόψεις για τον Ιησού</i>» που ο Σμούελ είχε ξεκινήσει με τρομερό ενθουσιασμό, ενώ ο καθηγητής του τον παρότρυνε να συνεχίσει την έρευνα, παρά την διακοπή των σπουδών. <br /> Στο μυστηριώδες, μοναχικό σπίτι όπου εγκαθίσταται ο νεαρός Σμούελ λοιπόν, κατοικεί ο ιδιόρρυθμος εβδομηντάρης Γκέρσομ Βαλντ, με κινητικά προβλήματα αλλά υπερδραστήριο μυαλό και διάθεση για κουβέντα, ύφος παιχνιδιάρικο έως και πονηρό, καυστικό και αυτοσαρκαστικό, καθώς και η γυναίκα που τον περιθάλπει, η 45χρονη γοητευτική Ατάλια Αμπραβανέλ, που αφού του δίνει τις οδηγίες εξαφανίζεται στον προσωπικό, άβατο χώρο της, κι εμφανίζεται αραιά και πού. Οι πρώτες εντυπώσεις αφήνουν στον Σμούελ μια αίσθηση μυστικοπάθειας, καθώς ανακαλύπτει ότι δεν πρόκειται για ζευγάρι (Βαλντ: <i>η Ατάλια είναι κάτι σαν αφέντρα μου</i>), ενώ πολύ αργότερα θα του αποκαλυφθεί ότι ο Βαλντ και η Ατάλια είναι πατέρας και νύφη, καθώς ο γιος (και σύζυγος της Ατάλια), ο Μίχα, πέθανε ως εθελοντής στον πόλεμο του 1948 (2 Απριλίου). Στα τέσσερα αυτά πρόσωπα του μυθιστορήματος, θα προστεθεί σύντομα και ο επίσης νεκρός πατέρας της Ατάλια, ο Σαλτιέλ Αμπραβανέλ, για τον οποίο ο Σμούελ είχε ακουστά (<i>μέλος του εκτελεστικού του Εβραϊκού Πρακτορείου. Ή μέλος του Εθνικού Συμβουλίου; Αν δεν με απατά η μνήμη μου ήταν <b>ο μόνος ανάμεσά τους που ήταν ενάντιος στην ίδρυση κράτους; Ή μήπως ήταν απλώς ενάντιος στην γραμμή του Μπεν Γκουριόν;</b></i>) <br /> Τρία λοιπόν είναι τα κεντρικά πρόσωπα που δρουν κι εξελίσσονται στη διάρκεια του μυθιστορήματος, αλλά αν προσθέσουμε τον Μίχα και τον Σαλτιέλ, ουσιαστικά πέντε είναι οι πόλοι γύρω από τους οποίους περιστρέφονται τα ζητήματα του αραβοϊσραηλινού πολέμου και γενικότερα, των σχέσεων Αράβων- Ισραηλινών. Πέντε πρόσωπα τόσο διαφορετικά μεταξύ τους, με τόσο διαφορετικό παρελθόν, ηλικία, ιδεολογία, στάση απέναντι στη ζωή που δίνεται η ευκαιρία στον αναγνώστη να «αναγνώσει» από πολλές οπτικές το φλέγον αυτό ζήτημα, κι όχι μόνο ιδεολογικά αλλά και συναισθηματικά. <br /> Θα λέγαμε ότι ο νεαρός φοιτητής μας αντιπροσωπεύει την φρέσκια, νεανική ματιά εφόσον δεν έχει φορτισμένο παρελθόν. Δεν ήταν φυσικά όλα ρόδινα όσο αφορά την ζωή του, όπως τουλάχιστον τα εξιστορεί στην Ατάλια -καθώς προσεγγίζονται δειλά δειλά (με τον Βαλντ μιλούν περισσότερο για θεωρητικά ζητήματα). Γεννημένος στη Χάιφα, με πατέρα χαρτογράφο που δούλευε στην κρατική υπηρεσίας χαρτογράφησης, μητέρα νοικοκυρά και μια μικρότερη αδερφή, μετακόμισε με την οικογένεια γρήγορα στο Αντάρ Ακαρμέλ, σ’ ένα μικρό στενάχωρο διαμέρισμα, χωρίς να έχει προσωπικό χώρο και χωρίς φίλους. Το μικρό αδύνατο αγόρι με πόδια καλάμια και τρυφερό βλέμμα, ξερόλας και πολυλογάς αλλά κατά βάθος μοναχικός, με τρομερό ενδιαφέρον για τις ιστορίες και τις περιπέτειες, καμουφλάρει την ευαισθησία του και την ανάγκη για τρυφερότητα πίσω απ’ τις εξιστορήσεις. Τώρα μοιάζει με άνθρωπο των σπηλαίων εφόσον με την αφάνα και την άγρια γενειάδα κρύβεται το «παιδιάστικο πρόσωπο». Δεν αγάπησε ποτέ τη μητέρα του ή τον πατέρα του (<i>απεχθανόταν το μίγμα υποταγής και πικρίας που απέπνεαν μονίμως/την ταπείνωση του μετανάστη που τσακίζεται να γίνει αρεστός στους ξένους</i>). Συναισθηματικά αποκομμένος από την οικογένεια, ανατρέχει συχνά στην πιο γλυκιά ανάμνηση από τα παιδικά του χρόνια, όταν τον φρόντιζαν και τον κανάκευαν για δυο τρεις μέρες, επειδή τον είχε τσιμπήσει σκορπιός! Τόσο στερημένος από έμπρακτη αγάπη ένιωθε, που αναρωτιέται, μέσα στο σπίτι του Βαλντ: «<i>Λες να έβρισκε σ’ αυτούς ένα όψιμο υποκατάστατο των γονιών του; Μα αυτός είχε έρθει από την Ιερουσαλήμ ίσα ίσα για να απομακρυνθεί μια για πάντα από κείνους!</i>» <br /> Τα θέματα που φέρνει στο προσκήνιο ο Βαλντ είναι ποικίλα, με αφορμή τα αναγνώσματά του και κυρίως την επικαιρότητα, εφόσον καθημερινά σχολιάζει μετά την ανάγνωση της εφημερίδας («<i>ακονίζει επιχειρήματα</i>», όπως αναφέρει η Ατάλια). Από την τρέχουσα πολιτική κατάσταση στο Ισραήλ π.χ., μεταπηδά στην «ανοησία του Δαρβίνου» και της θεωρίας της φυσικής επιλογής, αλλά πολύ συχνά το θέμα έρχεται στις χριστιανικές απόψεις για τον Ιούδα και τον Χριστό, που άλλωστε είναι και το θέμα διατριβής του Σμούελ. Ο Σμούελ ακούει προσεκτικά τις μακροσκελείς «διαλέξεις» του εργοδότη του και τις εξυπνακίστικες παρατηρήσεις του, αλλά βλέπει με καθαρό βλέμμα την υπόθεση των Αράβων και δεν συμμερίζεται την άποψη του Βαλντ για τον Μπεν Γκουριόν. Για την ακρίβεια, στις δογματικές θέσεις του Βαλντ κάνει τον δικηγόρο του διαβόλου (<i>στην επιχείρηση του Σινά ο Μπεν Γκουριόν σας έδεσε το Ισραήλ στην ουρά δυο αποικιοκρατικών δυνάμεων που ήταν καταδικασμένες στην παρακμή και τον εκφυλισμό</i> (Γαλλία-Βρετανία)/ <i>εμβάθυνε το αραβικό μίσος για το Ισραήλ/ και γιατί θα’ πρεπε οι Άραβες να μας αγαπάνε;/ σήμερα ο Μπεν Γκουριόν είναι επικεφαλής ενός εθνικιστικού, σοβινιστικού κράτους/ αν δεν υπάρξει ειρήνη, μια μέρα οι Άραβες θα μας νικήσουν</i>). Άλλωστε, ως σοσιαλιστής ο Σμούελ κατακρίνει τον Μπεν-Γκουριόν ότι έχει εγκαταλείψει τις σοσιαλιστικές του ιδέες κι ότι «<i>η πολιτική των αντιποίνων είναι στείρα κι επικίνδυνη, επειδή η βία προκαλεί τη βία και η εκδίκηση προκαλεί εκδίκηση</i>». <br /><b><span style="font-size: medium;">Ιησούς-Ιούδας </span></b><br /> Το δίδυμο Ιησούς-Ιούδας έρχεται συχνά ως θέμα συζήτησης, που προκύπτει από τις ενδελεχείς έρευνες του Σμούελ, ο οποίος μελετά διαχρονικά κάθε πηγή που αφορά τον Ιησού και τις ιουδαϊκές απόψεις, διερευνώντας και το ερώτημα «γιατί εφόσον ο Ιησούς ήταν Εβραίος, οι Εβραίοι τον απαρνήθηκαν». Είναι λίγο κουραστικά αυτά τα μέρη, γεμάτα λεπτομέρειες και γραμματολογικές/ιστορικές αναφορές, παρόλο που έχουν ενδιαφέρον, αλλά μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι παραδοξότητες που βάζουν στο τραπέζι της συζήτησης οι δύο διαλεγόμενοι. Μιλώντας για τους Εβραίους σε αντιπαράθεση με την χριστιανική θρησκεία, ακούγονται απόψεις όπως: <i>για να σκοτώσεις μια θεότητα πρέπει να είσαι ακόμα πιο δυνατός από τον θεό, κι επίσης μοχθηρός και κακός/ <b>αν δεν υπήρχε ο Ιούδας μπορεί να μην υπήρχε σταύρωση</b>, κι αν δεν υπήρχε σταύρωση μπορεί να μην υπήρχε χριστιανισμός/<b>ο Ιούδας ήταν ο πιο πιστός και αφοσιωμένος από όλους τους μαθητές του και ποτέ δεν τον πρόδωσε</b>, απεναντίας, ήθελε να αποδείξει το μεγαλείο του σ’ όλον τον κόσμο/ο Ιησούς δεν ήταν χριστιανός. Ο Ιησούς γεννήθηκε και πέθανε Εβραίος. Ο Παύλος, δηλαδή ο Σαούλ από την Ταρσό ήταν αυτός που επινόησε τον χριστιανισμό/ο Ιησούς ήταν ένας καθ’ όλα Φαρισαίος Εβραίος, ένας Φαρισαίος που διαφώνησε με τους δασκάλους του μόνο σε μερικά ζητήματα της Αλαχά, ποτέ όμως δεν επαναστάτησε ενάντια στις βασικές αρχές της εβραϊκής πίστης/η σχέση μεταξύ Ιησού και Ιούδα περιγράφεται ως εξαιρετικά περίπλοκη μια σχέση αγάπης και μίσους, έλξης και απέχθειας/το όνομα Ιούδας έχει γίνει συνώνυμο της προδοσίας, πιθανόν συνώνυμο και του Εβραίου.</i> <i>Εκατομμύρια χριστιανών νομίζουν ότι κάθε Εβραίος είναι μολυσμένος με τον ιό της προδοσίας. </i><br /> Η πιο ριζοσπαστική άποψη αφορά τον Ιούδα, μια πρωτοποριακή εκδοχή του ρόλου του στη θεμελίωση του χριστιανισμού, που θυμίζει λίγο την εκδοχή του Καζαντζάκη στο «Ο Τελευταίος Πειρασμός»<a href="file:///C:/Users/User/%CE%92%CE%99%CE%92%CE%9B%CE%99%CE%91/%CE%A4%CE%B5%CF%84%CF%81%CE%AC%CE%B4%CE%B9%CE%BF%20%CE%B2%CE%B9%CE%B2%CE%BB%CE%AF%CF%89%CE%BD%202022.docx#_ftn2">[2]</a>. Σύμφωνα μ’ αυτήν, με την οποία φέρεται να συμφωνεί κι ο Σμούελ, ο Ιούδας ήταν, σε αντίθεση με τους υπόλοιπους μαθητές, πλούσιος και καταξιωμένος (επομένως ουδόλως είχε ανάγκη τα 30 αργύρια), σταλμένος από το ιερατείο της Ιερουσαλήμ να παριστάνει τον μαθητή του Χριστού για να διαπιστώσει αν είναι επικίνδυνος για την εξουσία. Ο Ιούδας όμως εντυπωσιάστηκε τόσο από την προσωπικότητα του Ιησού, που έγινε ένας από τους πιο αφοσιωμένους και ενθουσιώδεις μαθητές, πίστεψε απόλυτα στη θειότητά του, και ήταν απόλυτα βέβαιος ότι όταν ο Χριστός θα σταυρωνόταν, <i>θα κατέβαινε από τον σταυρό και θα έστεκε σώος και αβλαβής στα πόδια του σταυρού του</i>. Όμως οι δισταγμοί του Ιησού με αποκορύφωμα το «<i>Θεέ μου, Θεέ μου, γιατί με εγκατέλειψες;</i>» κλονίζουν την πίστη του Ιούδα, ο οποίος μετά τον θάνατο του Χριστού νιώθει φρικτά διαψευσμένος και προδομένος. Όταν πια κατάλαβε ότι <i>προκάλεσε με τα ίδια του τα χέρια τον θάνατο του ανθρώπου που τόσο αγαπούσε και λάτρευε, έφυγε από κει και κρεμάστηκε.</i> <i>Έτσι πέθανε, έγραψε στο σημειωματάριό του ο Σμούελ, ο πρώτος χριστιανός. Ο τελευταίος χριστιανός, ο μοναδικός χριστιανός. </i><br /> Δεν είναι όμως μόνο ιστορικό ή θεωρητικό το ενδιαφέρον του βιβλίου. Ασφαλώς τα τρία εμπλεκόμενα πρόσωπα όχι μόνο διαγράφονται ανάγλυφα ως χαρακτήρες, αλλά αλληλοεπηρεάζονται, εξελίσσονται κατά τη διάρκεια του έργου και ξεδιπλώνουν, ο καθένας, την προσωπική του τραγωδία, που είναι συνυφασμένη απόλυτα με τον τόπο, τον χρόνο και την πολιτική ιστορία της περιοχής. Τα «φαντάσματα» του Μίχα και του Σαλτιέλ, ή μάλλον οι προσωπικές τους τραγωδίες, στοιχειώνουν τους δύο οικοδεσπότες. Ο Βαλντ, ομιλητικός, δηκτικός και χειμαρρώδης (<i>τρυπούσε και πλήγωνε τον άλλον με μια λεπτότατη βελόνα</i>), κρύβει πίσω από τα λογοπαίγνια και τα ευφυολογήματα ένα ασθενικό, ανήμπορο κορμί. Βαθιά όμως μέσα του κρύβει κυρίως τον πόνο για τον αδικοχαμένο γιο, τον Μίχα, και όχι μόνο (<i>ο Σμούελ κοιτούσε τα χείλη του γέρου που κουνιόνταν κάτω από τα πυκνά άσπρα μουστάκια και διέκρινε για πολλοστή φορά την<b> αντίθεση ανάμεσα στον πρόσχαρο οίστρο των λόγων του και τη βαθιά θλίψη</b> που σκίαζε τα γκριζογάλανα μάτια του: μάτια τραγικά μπηγμένα στο πρόσωπο ενός σατύρου</i>). <br /> Ο Μίχα, ο γιος του Βαλντ και σύζυγος της Ατάλια, σκοτώθηκε με φρικτό τρόπο στη μάχη εναντίον των Αράβων στον δρόμο για Ιερουσαλήμ, αμέσως μετά την ίδρυση του Ισραηλινού κράτους, στις 2 Απριλίου του ’48 (<i>μολονότι η γυναίκα του κι ο πεθερός του ήταν ενάντιοι στον πόλεμο, μολονότι ήταν αντίθετοι στην ίδρυση του κράτους, μολονότι είχαν εναντιωθεί με όλο τους το είναι στην επιστράτευσή του σε μια μάχη που οι ίδιοι την θεωρούσαν καταραμένη, εντούτοις αυτός στρατεύτηκε</i>). Η συμφορά καταποντίζει τον Βαλντ, και σβήνει τις λογομαχίες και αντιπαραθέσεις με τον Σαλτιέλ. <br /><span style="font-size: medium;"><b>Η «απεγνωσμένη αγάπη» </b></span><br /> Ο Βαλντ δεν κρύβει την συμπάθειά του για τον Σμούελ (του λέει ότι έχει <i>όψη ανθρώπου των σπηλαίων με ψυχή απροστάτευτη</i>), αλλά και την αδυναμία του στην Ατάλια, στην οποία κατά κάποιον τρόπο είναι πλήρως υποταγμένος. Ο Σμούελ αργεί να ανακαλύψει το μυστήριο που κρύβουν οι δυο τους γιατί <i>ο βουβός πόνος του κυρίου Βαλντ και η ψυχρή επιφυλακτικότητα της</i> Ατάλια<i> επέβαλαν σιγή στις ερωτήσεις του προτού καν τις αρθρώσει.</i> Η μοναχικότητα και η έμφυτη συστολή του νεαρού ήρωά μας, όμως, προσελκύουν σταδιακά ακόμα και την παγερή Ατάλια, που τον προσεγγίζει «με τα μυστηριώδη παιχνίδια της», προκαλώντας του ανάμεικτα συναισθήματα οργής, αυτολύπησης, περιέργειας, απεγνωσμένης επιθυμίας και παραίτησης. <i>Μια γυναίκα αποφασιστική, γεμάτη μυστικά, που φέρεται με ένα κράμα ειρωνείας και απόμακρης περιέργειας, μια γυναίκα που δεν παύει να δίνει διαταγές, που σε κοιτάει πάντα με αμυδρό σαρκασμό, ανάμεικτο ίσως με κάποια ψήγματα συμπόνιας.</i> Ο παμπόνηρος Βαλντ, με την εμπειρία και προηγούμενων νεαρών που δούλεψαν στο ίδιο πόστο, ψυχανεμίζεται τα ερωτικά σκιρτήματα του Σμούελ και τον προειδοποιεί. <br /> Είναι μια ερωτική ιστορία μοναδική, όπως άλλωστε και όλες οι ερωτικές ιστορίες, γιατί σπάνιοι μοναδικοί είναι και οι χαρακτήρες. Φευγαλέα, γιατί φευγάτοι είναι και η Ατάλια και ο Σμούελ. Βόλτες, αμηχανία, λεκτικά παιχνίδια, δειλές εξομολογήσεις, δισταγμοί και συγκρατημένη σωματική επαφή, ενώ ο Βαλντ επαναλαμβάνει σαν ρεφραίν «<i>μην ερωτευτείς την Ατάλια</i>» (<i>είναι ικανή να «γοητεύει τους ξένους χωρίς να κουνάει το δαχτυλάκι της. Όμως αυτή αγαπάει πολύ τη μοναχικότητά της. Αφήνει τους άνδρες που έχουν γοητευτεί απ’ αυτήν να την πλησιάσουν και ύστερα τους διώχνει</i>). Ο Σμούελ περνάει ώρες και ώρες άσκοπης περιπλάνησης, απόγνωσης, αυτολύπησης, αναμονής, επιθυμίας που εναλλάσσεται με «θολό κύμα ντροπής και αηδίας». Ωστόσο η Ατάλια παίρνει απρόσμενες πρωτοβουλίες, όπως να πάνε σινεμά, για ποτό (<i>νιώθω αρκετά καλά μαζί σου επειδή δεν είσαι κυνηγός</i>) βόλτα νύχτα με πανσέληνο στο όρος Σιών, ή να τον έχει ως συνοδό στις μυστηριώδεις αποστολές που αναλαμβάνει ως εργαζόμενη σε ιδιωτικό πρακτορείο ερευνών (<i>-Και τι ερευνάς; - Απιστίες, για παράδειγμα</i>). Είναι «γυναίκα αράχνη», στραγγίζει τις επιθυμίες των άλλων αφήνοντας χώρο μόνο για τις δικές της (<i>κουράζομαι από τους αισθηματίες</i>), ένα στοιχείο που γίνεται ανεκτό μόνο αν πάρει κανείς υπόψη την «άφατη θλίψη» της, αποκρούοντας με τον αέρα των διπλάσιων χρόνων της κάθε απόπειρα προσέγγισης εκ μέρους του Σμούελ (<i>δεν έχω καρδιά για να συγκινηθώ</i>). Εκείνος όμως φαίνεται να το αποδέχεται αυτό. <br /> Η γρίππη του Βαλντ και το ατύχημα που ακινητοποιεί το πόδι του Σμούελ και αναγκάζει την Ατάλια να τον εγκαταστήσει στο ισόγειο, στο κλειστό δωμάτιο του πατέρα της, είναι το κομβικό σημείο πέρα από το οποίο η επικοινωνία και με τους δύο οικοδεσπότες γίνεται βαθύτερη. Η περιποίηση περικλείει κι ένα είδος τρυφερότητας που περιλαμβάνει και ερωτικές προσεγγίσεις, πάντα με πρωτοβουλία της Ατάλια. Στην τελευταία – ολοκληρωμένη- ερωτική συνεύρεση, του μιλά για τον ίδιο (<i>Δεν είσαι κυνηγός. Ποτέ δεν κομπάζεις, ποτέ δεν γίνεσαι φορτικός ούτε ναρκισσεύεσαι. Κι έχεις και κάτι άλλο που μ’ αρέσει: όλα είναι γραμμένα στο πρόσωπό σου. Είσαι ένα παιδί χωρίς μυστικά</i>), για να καταλήξει «από όλους τους μάλλον εσύ είσαι ο μόνος που θα θυμάμαι». <br /><div style="text-align: left;"><span><b>Αγάπη, μίσος, προδοσία</b></span></div><div style="text-align: right;"><i><span style="color: #351c75;">Δεν ανήκε στην εποχή μας.</span></i></div><div style="text-align: right;"><i><span style="color: #351c75;">Ίσως είχε έρθει πολύ αργά.</span></i></div><div style="text-align: right;"><i><span style="color: #351c75;">Ίσως ήταν μπροστά από την εποχή του.</span></i></div><div style="text-align: right;"><i><span style="color: #351c75;">Ανήκε σε μιαν άλλη εποχή.</span></i></div> Ο Σαλτιέλ Αμπραβανέλ, ο πατέρας της Ατάλια, ακόμα από την εποχή του Μπεν Γκουριόν ήταν της άποψης ότι οι Ισραηλινοί μπορούσαν να συνεννοηθούν με τους Άραβες ώστε να αποχωρήσουν οι Εγγλέζοι και να δημιουργηθεί ενιαίο κράτος με Άραβες και Ισραηλινούς, όχι αποκλειστικά εβραϊκό (γενικά η ιδέα του κράτους του φαινόταν «παιδιάστικη και απαρχαιωμένη»). Για τις απόψεις του αυτές τον έδιωξαν από το Εθνικό Συμβούλιο και το Εβραϊκό Πρακτορείο, που ήταν η ανεπίσημη εβραϊκή κυβέρνηση επί «Βρετανικής Εντολής»<a href="file:///C:/Users/User/%CE%92%CE%99%CE%92%CE%9B%CE%99%CE%91/%CE%A4%CE%B5%CF%84%CF%81%CE%AC%CE%B4%CE%B9%CE%BF%20%CE%B2%CE%B9%CE%B2%CE%BB%CE%AF%CF%89%CE%BD%202022.docx#_ftn3">[3]</a>. Ήταν όχι απλώς μια μειοψηφούσα άποψη, αλλά <b><i>«η άποψη του ενός»</i></b>, <i>σχετικά με την διένεξη των Εβραίων και των Αράβων. Να προτείνει μια ειρηνική λύση</i> («ιστορικό συμβιβασμό») μεταξύ των δύο λαών. Οπωσδήποτε η πρωτοποριακή αυτή θέση πυροδότησε σοβαρή αντιπαράθεση ανάμεσα στους συμπέθερους, και θεωρήθηκε από όλους πολύ αιρετική -κι ας μην είχε χυθεί τόσο αίμα ακόμα. Ο Σαλτιέλ ήταν αραβόφιλος, μιλούσε αραβικά, είχε πολλούς φίλους Άραβες, κι όταν ξέσπασε ο πόλεμος επαναλάμβανε ότι «<i>ο πόλεμος ήταν μια τρέλα του Μπεν Γκουριόν</i>», και -εννοείται- συμβούλεψε τον Μίχα να μην πάει. Έτσι, ήρθε αντιμέτωπος με όλους τους συμπολίτες του που επιθυμούσαν διακαώς την ίδρυση του κράτους, και φυσικά έγινε <i><b>προδότης</b></i>. Ένας σύγχρονος Ιούδας, που σύμφωνα με την πρωτοποριακή αντίληψη περί Ιούδα, <b>πρόδωσε γιατί πίστεψε πάρα πολύ</b>. <br /> Ο Βαλντ διαφωνούσε με τον Σαλτιέλ, πίστευε ότι «<i>αυτός ο πόλεμος ήταν ιερός</i>» (επομένως συμβούλευε τον γιο του να πολεμήσει) και έκαναν μεταξύ τους ομηρικές λογομαχίες, αλλά στον Σμούελ τον παρουσιάζει ως «ονειροπόλο»: «<i>κι εκείνος με τον τρόπο του πίστευε, όπως ο Ιησούς, στην οικουμενική αγάπη, την αγάπη όλων αυτών που είναι πλασμένοι κατ’ εικόνα του Θεού προς όλους όσους όσοι είναι πλασμένοι κατ’ αυτήν την εικόνα</i>». Τον παρουσιάζει ότι πίστευε ότι όλα μπορούν να λυθούν με τον διάλογο (<i>μια δυο σταγόνες καλής θέλησης, κι αμέσως θα γίνουμε όλοι αδέλφια στην καρδιά και στην ψυχή</i>), πράγμα με το οποίο διαφωνεί κάθετα ο Βαλντ, πιστεύοντας ότι όταν δυο λαοί διεκδικούν την ίδια γη (όπως όταν δυο άντρες ποθούν την ίδια γυναίκα) τίποτα δεν μπορεί να σβήσει το μίσος τους. <br /> Αντίθετα, ο Βαλντ δεν πιστεύει στην «<i><b>αγάπη </b>για όλους</i>», για κείνον είναι <i>περιορισμένο αγαθό</i>, εφόσον ο άνθρωπος είναι πλασμένος για να αγαπάει πέντε, δέκα άτομα (<i>η αγάπη είναι προσωπική υπόθεση, παράξενη κα γεμάτη αντιφάσεις/είναι δυνατόν όλοι μας, μηδενός εξαιρουμένου, να αγαπάμε συνεχώς τους πάντες μηδενός εξαιρουμένου; Άραγε ο Ιησούς τους αγαπούσε όλους, πάντοτε;/<b>όποιος τους αγαπάει όλους κατά βάθος δεν αγαπάει κανέναν</b></i>). Όποιος λέει ότι αγαπάει όλον τον κόσμο είναι υποκριτής, πετά συνθήματα και ρητορείες. Επίσης, η αντίληψη του Βαλντ για το <i><b>μίσος </b></i>έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον: <i>στην πραγματικότητα η αγάπη μοιάζει πολύ με το μίσος: η αγάπη και το μίσος είναι πολύ πιο κοντά από όσο νομίζουν οι περισσότεροι άνθρωποι. Για παράδειγμα, όταν αγαπάς ή μισείς κάποιον, και στις δυο περιπτώσεις φλέγεσαι να ξέρεις ανά πάσα στιγμή πού βρίσκεται, με ποιον είναι, πώς είναι, αν είναι ευχαριστημένος, τι κάνει, τι σκέφτεται, τι φοβάται.</i>(…)<i> Και η ζήλια είναι τρανή απόδειξη ότι η αγάπη μοιάζει με το μίσος επειδή, μέσα στη ζήλια, η αγάπη και το μίσος συμπλέκονται.</i> Μια αντίληψη στην οποία υπερθεματίζει ο Σμούελ: <i>Το γεγονός είναι ότι όλη η δύναμη του κόσμου δεν μπορεί να μετατρέψει το μίσος που νιώθει κάποιος για σένα σε αγάπη</i>. <br /> Είναι περιττό να παραθέσουμε και την άποψη της Ατάλιας για τον πόλεμο. Παρόλο που ο Σαλτιέλ ήταν ψυχρός ως πατέρας, ιδεολογικά ταυτίζονται: <i>Ίσως πράγματι να ήταν αφελής άνθρωπος. Ίσως πράγματι να ήταν προτιμότερο όλα όσα κάνατε εδώ –<b>δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι να πάνε στη σφαγή και εκατοντάδες να πάνε στην εξορία. Οι Εβραίοι εδώ είναι στην ουσία ένα μεγάλο στρατόπεδο προσφύγων, το ίδιο και οι Άραβες</b>/η ίδια η παρουσία των Εβραίων στο Ισραήλ στηρίζεται σε μια αδικία. </i><br /> Το τραύμα που άφησε η απώλεια του Μίχα στις ψυχές των τόσο διαφορετικών πρωταγωνιστών μας, παγώνει τον εσωτερικό τους κόσμο και τις ιδεολογικές τους βεβαιότητες. Συμβιώνουν πια χωρίς να ελπίζουν, χωρίς να περιμένουν τίποτα (Ατάλια: <i>Τίποτα δεν μπορεί να με πληγώσει πια</i>/Βαλντ: <i>Είναι αδύνατον να μοιραστείς έναν πόνο. Δεν υφίσταται κάτι τέτοιο</i>) μέχρι που πέθανε ο Σαλτιέλ, απομονωμένος στο σπίτι του. <br /> Ο Σμούελ ωστόσο, ευαίσθητος δέκτης από τη μια αλλά κι ερευνητικό πνεύμα που αναζητά την «αλήθεια», είναι αυτός που θα ξεκλειδώνει τον Βαλντ και την Ατάλια, ενώ παράλληλα ο συγγραφέας ξετυλίγει όλο αυτό το κουβάρι και τα αίτιά του, τις ανείπωτες τραγωδίες που δημιούργησε (και συνεχίζει να δημιουργεί) ο συγχρωτισμός Αράβων και Ισραηλινών. Παρόλο που ο Σμούελ δηλώνει άθεος, ασχολείται στην εργασία του με το οικουμενικό μήνυμα του Ιησού, την <b><i>αγάπη</i></b>, δίνοντας κατά τη γνώμη μου σε λίγες γραμμές μια βαθιά ερμηνεία της ιστορικής μοίρας των Εβραίων: <br /> <i>Ως ένα σημείο μπορεί να καταλάβει κάποιος έναν λαό που επί χιλιετίες γνώριζε καλά τη δύναμη των βιβλίων, τη δύναμη της προσευχής, τη δύναμη των εντολών, τη δύναμη της μελέτης, τη δύναμη της θρησκευτικής αφοσίωσης τη δύναμη της συναλλαγής και της διαμεσολάβησης, αλλά <b>τη δύναμη της δύναμης τη γνώριζε μόνο απ’ τα χτυπήματα στη ράχη του</b>. Και ξαφνικά βρίσκεται να κρατά στο χέρι ένα βαρύ ρόπαλο. Τανκς, πολυβόλα, αεριωθούμενα. Είναι φυσικό ένας τέτοιος λαός να μεθύσει από δύναμη και να τείνει να κάνει ό, τι θέλει με τη <b>δύναμη της δύναμης</b>.</i><div><div style="text-align: right;">Χριστίνα Παπαγγελή </div><br /><span style="font-size: x-small;"><a href="file:///C:/Users/User/%CE%92%CE%99%CE%92%CE%9B%CE%99%CE%91/%CE%A4%CE%B5%CF%84%CF%81%CE%AC%CE%B4%CE%B9%CE%BF%20%CE%B2%CE%B9%CE%B2%CE%BB%CE%AF%CF%89%CE%BD%202022.docx#_ftnref1">[1]</a> Στις <a href="https://el.wikipedia.org/wiki/14_%CE%9C%CE%B1%CE%90%CE%BF%CF%85">14 Μαΐου</a> <a href="https://el.wikipedia.org/wiki/1948">1948</a>, μία ημέρα πριν λήξει η βρετανική Εντολή στην περιοχή, το ανώτατο εβραϊκό συμβούλιο ανακήρυξε την ανεξαρτησία του Ισραήλ και όρκισε πρόεδρο τον <a href="https://el.wikipedia.org/w/index.php?title=%CE%A7%CE%AC%CE%B9%CE%BC_%CE%92%CE%AC%CE%B9%CE%B6%CE%BC%CE%B1%CE%BD&action=edit&redlink=1">Χάιμ Βάιζμαν</a> και πρωθυπουργό τον σιωνιστή ηγέτη, <a href="https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9D%CF%84%CE%B1%CE%B2%CE%AF%CE%BD%CF%84_%CE%9C%CF%80%CE%B5%CE%BD_%CE%93%CE%BA%CE%BF%CF%85%CF%81%CE%B9%CF%8C%CE%BD">Νταβίντ Μπεν Γκουριόν</a>. Την επόμενη ημέρα ξέσπασε ο πρώτος <a href="https://el.wikipedia.org/w/index.php?title=%CE%91%CF%81%CE%B1%CE%B2%CE%BF%CF%8A%CF%83%CF%81%CE%B1%CE%B7%CE%BB%CE%B9%CE%BD%CF%8C%CF%82_%CF%80%CF%8C%CE%BB%CE%B5%CE%BC%CE%BF%CF%82_%CF%84%CE%BF%CF%85_1948&action=edit&redlink=1">Αραβοϊσραηλινός πόλεμος του 1948</a>, όταν πέντε αραβικές χώρες (<a href="https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%91%CE%AF%CE%B3%CF%85%CF%80%CF%84%CE%BF%CF%82">Αίγυπτος</a>, <a href="https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%99%CE%BF%CF%81%CE%B4%CE%B1%CE%BD%CE%AF%CE%B1">Ιορδανία</a>, <a href="https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A3%CF%85%CF%81%CE%AF%CE%B1">Συρία</a>, <a href="https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9B%CE%AF%CE%B2%CE%B1%CE%BD%CE%BF%CF%82">Λίβανος</a> και <a href="https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%99%CF%81%CE%AC%CE%BA">Ιράκ</a>) εισέβαλαν στρατιωτικά, με την αρωγή και άλλων στρατευμάτων από την <a href="https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A5%CE%B5%CE%BC%CE%AD%CE%BD%CE%B7">Υεμένη</a> και τη <a href="https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A3%CE%B1%CE%BF%CF%85%CE%B4%CE%B9%CE%BA%CE%AE_%CE%91%CF%81%CE%B1%CE%B2%CE%AF%CE%B1">Σαουδική Αραβία</a>. Η Αίγυπτος και η Ιορδανία προσάρτησαν τότε το <a href="https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A7%CE%B5%CF%81%CF%83%CF%8C%CE%BD%CE%B7%CF%83%CE%BF%CF%82_%CF%84%CE%BF%CF%85_%CE%A3%CE%B9%CE%BD%CE%AC">Σινά</a> και τη <a href="https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%93%CE%AC%CE%B6%CE%B1">Γάζα</a> η πρώτη και τη <a href="https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%94%CF%85%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE_%CE%8C%CF%87%CE%B8%CE%B7">Δυτική Όχθη</a> η δεύτερη. Μετά από ένα χρόνο εχθροπραξιών υπεγράφη ανακωχή. <br /><a href="file:///C:/Users/User/%CE%92%CE%99%CE%92%CE%9B%CE%99%CE%91/%CE%A4%CE%B5%CF%84%CF%81%CE%AC%CE%B4%CE%B9%CE%BF%20%CE%B2%CE%B9%CE%B2%CE%BB%CE%AF%CF%89%CE%BD%202022.docx#_ftnref2">[2]</a> https://www.gaiaelliniki.gr/2022/01/blog-post_29.html <br /><a href="file:///C:/Users/User/%CE%92%CE%99%CE%92%CE%9B%CE%99%CE%91/%CE%A4%CE%B5%CF%84%CF%81%CE%AC%CE%B4%CE%B9%CE%BF%20%CE%B2%CE%B9%CE%B2%CE%BB%CE%AF%CF%89%CE%BD%202022.docx#_ftnref3">[3]</a> Το καθεσώς της βρετανικής κηδεμονίας στην Παλαιστίνη (1920-1948)</span><div style="mso-element: footnote-list;"><div id="ftn3" style="mso-element: footnote;">
</div>
</div></div>Χριστίνα Παπαγγελήhttp://www.blogger.com/profile/16375943334890543341noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-2588422417895573421.post-43032443522607552762023-11-09T11:57:00.010+02:002023-11-09T11:59:46.091+02:00Σάλτος, Ανδρέας Νικολακόπουλος<div style="text-align: right;"><span style="color: #20124d;"><i>Ύστερα μου τόνισε πως η γνώση των πραγμάτων</i></span></div><div style="text-align: right;"><span style="color: #20124d;"><i>δεν έχει να κάνει με την ευτυχία.</i></span></div><div style="text-align: right;"><span style="color: #20124d;"><i>Αυτό ήταν θέμα απόφασης.</i></span></div><div style="text-align: right;"><span style="color: #20124d;"><i>Όπως και η δυστυχία.</i></span></div><div style="text-align: right;"><span style="color: #20124d;"><i>Πως τάχα δεν υπάρχει τίποτα σταθερό</i></span></div><div style="text-align: right;"><span style="color: #20124d;"><i>πέρα από τον νου του παρατηρητή.</i></span></div><div style="text-align: left;"> Δεκατρία διηγήματα περιλαμβάνει αυτή η συλλογή του γνωστού συγγραφέα, εξίσου πρωτότυπα και σαγηνευτικά με τα διηγήματα της συλλογής «Αποδοχή κληρονομιάς», εφόσον κι εδώ η αφήγηση, με όχημα το παραμυθιακό/μυθικό στοιχείο διεισδύει μέσα στην άβυσσο της ανθρώπινης ψυχής. Προσπαθώντας να βρω λέξεις για να διατυπώσω την ιδιαίτερη αίσθηση που μου έδωσε η ανάγνωσή τους, δεν μπορώ παρά να επαναλάβω όσα είχα γράψει και στην σχετική <a href="https://anagnosi.blogspot.com/2022/10/blog-post_28.html">ανάρτησή</a> μου: «<i>Ο συγγραφέας φαίνεται να διερευνά τα όρια της ανθρώπινης συνείδησης, εκεί που την απειλεί ο αρχέγονος φόβος των φυσικών στοιχείων, των άγριων ζώων, η φρίκη του φονιά· η φρίκη της αγιάτρευτης αναπηρίας, η φρίκη της εκμετάλλευσης και του βασανισμού· η σαγήνη που φτάνει στη διαστροφή, η ψυχοφθόρος ζήλεια, η ύβρις, η παντοδύναμη κατάρα, η δίψα για εκδίκηση. Και φυσικά η φρίκη του πολέμου</i>». Δεν έχει τέλος αυτή η αναζήτηση, στην οποία μπορούν να προστεθούν η φρίκη της τρέλας, της χρόνιας αρρώστιας, καθώς και το ανθρώπινο «πάθος», οποιοδήποτε <b><i>πάθος </i></b>(για τα πουλιά, για τη μουσική, για μια γυναίκα), όπως θα δούμε και στα διηγήματα της συλλογής "Σάλτος".</div> Αυτή άλλωστε είναι και η λειτουργία του «Μύθου», όσο κυριαρχεί η μυθική συνείδηση (που προηγήθηκε της φιλοσοφικής και λογικής σκέψης) στην πορεία του ανθρώπινου πνεύματος, και την βλέπουμε ξεκάθαρα στα λαϊκά παραμύθια, στους θρύλους, δοξασίες ή στην αρχαία τραγωδία. Οι άνθρωποι, δέσμιοι μιας αλλόκοτης ειμαρμένης από την οποία είναι «ύβρις» η προσπάθεια να ξεφύγουν, ίσως είναι το επαναλαμβανόμενο μοτίβο των μυθικών αφηγήσεων. Κι έτσι, «ο μύθος κρύπτει νουν αληθείας», που λέει κι ο ποιητής: ο μύθος εκφράζει μια Αλήθεια σε υπερβατικό επίπεδο, σε κοσμογονικό, ηθικό, ή «πραγματικό». Ο μύθος, το παραμύθι, η λαϊκή δοξασία, ο θρύλος ανιχνεύουν τα όρια του ανθρώπου, πέρα από τα οποία υπάρχει το παράλογο, το άγνωστο, ο τρόμος και το αποτρόπαιο… <br /> Ο συγγραφέας προσελκύει τον αναγνώστη από τις πρώτες σειρές αιφνιδιάζοντάς τον πολλές φορές, και τοποθετεί τη δράση σε περιβάλλον κατά κανόνα ανοίκειο για τον συμβατικό/σύγχρονο τρόπο ζωής, και όσο αφορά τον χρόνο αλλά κυρίως όσο αφορά τον χώρο. Η ιδιαιτερότητα του σκηνικού προσελκύει τον αναγνώστη, χωρίς να είναι σε επίπεδο τελείως φανταστικό. Τόποι και τοπωνύμια είναι από αληθινά έως αληθοφανή (π.χ. ο αβυσσαλέος βράχος με το όνομα «Σάλτος» που δίνει το όνομα στην συλλογή, υπάρχει άραγε; Το Διαπόρι και τα Kαμίνια στο «Οι κόρες της αιθάλης» παραπέμπουν στα αντίστοιχα χωριά της Λήμνου; Το Μπαλαγκουέρ στην Καταλονία (που αναφέρεται σε τρία από τα διηγήματα) σίγουρα υπάρχει στον χάρτη και σίγουρα υπάρχει και το απόκοσμο ερημοκκλήσι του Αγίου Γκόβαν (Saint Govan's chapel). <br /> Συνήθως ο κεντρικός ήρωας είναι και ο αφηγητής, και συνήθως είναι μοναχικός, οξυδερκής και ιδιόρρυθμος, οδηγημένος από κάποιο ανεξέλεγκτο πάθος. Κατά στη διάρκεια της ανάγνωσης πολλές φορές ένιωσα ότι ο συγγραφέας είναι ένας σύγχρονος Έντγκαρ Άλαν Πόε, και θα συμφωνήσω με τη <a href="https://www.fractalart.gr/saltos-andreas-nikolakopoulos/">γνώμη της Ελένης Γκίκα</a> ότι πρόκειται για μια συλλογή που θυμίζει έντονα Έντγκαρτ Άλαν Πόε, Κάρεν Μπλίξεν και γοτθικές ιστορίες. Ωστόσο, δεν έχω προσωπικά ιδιαίτερη αγάπη στις ιστορίες μυστηρίου, φρίκης ή γκροτέσκο. Το στοιχείο που βρήκα απαράμιλλο και σ΄αυτήν τη συλλογή, όπως και στην «Αποδοχή κληρονομιάς», είναι η γραφή. Μια γραφή πολύ ιδιαίτερη χωρίς να είναι εξεζητημένη, με ανάκατα λαϊκά και λόγια στοιχεία. Όπως λέει σε συνέντευξή του ο ίδιος ο συγγραφέας, «<i>Η δασκάλα μου μου πέρασε μέσα μου την αγάπη για τις ομηρικές λέξεις, που καιρό μετά τις μπόλιασα με τις λέξεις του χωριού, φτιάχνοντας μια δική μου γλώσσα, πότε αρχαία αστική και πότε σύγχρονη βουνίσια, μα συνήθως μπερδεμένη ανάκατα και καθαρά προσωπική</i>». Ανοίγοντας τυχαία οποιαδήποτε σελίδα και διαβάζοντας όποια φράση έρχεται στα μάτια μου, γοητεύομαι από τη δύναμη της εικόνας, και τα συναισθήματα σαν ηλεκτρισμός που διαπερνούν τις λέξεις, που είναι μεστές, γεμάτες έντονο συναίσθημα και ουσία (πολλά δείγματα γραφής ακολουθούν με πλάγια γράμματα). Παρόλο που, ομολογώ, οι φρικιαστικές λεπτομέρειες μερικές φορές φτάνουν στο όριο της διαστροφής. <br /> Δεν είναι εύκολο να μιλήσει κανείς -τεκμηριωμένα- για διηγήματα που αφήνουν τόσο διαφορετική γεύση, παρά μόνο με γενικόλογα. Μετά από αυτήν την εισαγωγή λοιπόν, θα αναφερθώ σε καθένα ξεχωριστά, γιατί είναι και το καθένα τόσο διαφορετικό, κι ας με συγχωρέσει ο αναγνώστης της ανάρτησης που αναγκαστικά «προδίδω» τη μαγεία του αφηγήματος. <br /><b><span style="font-size: medium;"> Σάλτος </span></b><br /> Ο αφηγητής μάς προετοιμάζει για τα «αλλόκοτα περιστατικά» που συμβαίνουν στο χωριό του, γύρω από τον παροιμιώδη βράχο- ογκόλιθο (τον «Σάλτο») που οδηγεί στον γκρεμό κι απ’ όπου οι χωριανοί ρίχνουν κατά παράδοση τα «παροπλισμένα» ζωντανά. Μύθοι και θρύλοι φορτίζουν τη σημασία αυτού του μακρόστενου εξογκώματος (<i>για μένα δεν ήταν τίποτε άλλο πέρα από ένα καταραμένο αγκωνάρι που, αν έκανες το λάθος να παραπατήσεις ή να γλιστρήσεις από την κορφή του</i>), ακόμα και για τον αποστασιοποιημένο ήρωα, εφόσον από κει πέταξε κι ο παππούς του το «ψηλό κοκκινότριχο άλογό τους», μπροστά στο μικρό αγόρι που αναγκάστηκε να παρακολουθήσει όλη τη σκηνή «για να γίνει άντρας κι όχι λιγόψυχος κιοτής» (<i>ένιωθα σαν ξύλινη καρμανιόλα που τσουλάει επάνω της η παγωμένη λάμα</i>). <br /> Τις κατακρημνίσεις των ζώων διαδέχονται οι άνθρωποι, οι αυτόχειρες, των οποίων τα άψυχα σώματα συναντούν τα «τ<i>ηλαυγή κόκαλα των αδίκως φονευθέντων ζώων</i>», ενώ ο αφηγητής μας παρακολουθεί από κοντά τις προσωπικές ιστορίες των «σαλταδόρων»: πρώτη η δασκάλα με τον αγαπητικό της, ύστερα η τρελή του χωριού, στη συνέχεια «<i>ηδονόπληκτα ζευγάρια που έψαχναν το ανέσπερο το φως του ατελούς τους πάθους</i>», και η σειρά επιμηκύνεται τόσο ανησυχητικά, που ο πρόεδρος του χωριού προτείνει να περιφράξουν την περιοχή και να βάλουν φύλακα! Ο μόνος που αποδέχεται την παράξενη αυτή θέση είναι ο ήρωάς μας, ο οποίος παρακολουθεί πια εκ του σύνεγγυς τον τρομακτικό κόσμο του βουνού όπου φώλιασε τόσος πόνος, και που μέσα στην σιωπή και τη μοναξιά παίρνει άλλες διαστάσεις. <br /> Μέσα στο εξωκοσμικό αυτό περιβάλλον, καθώς ο ήρωας συνταυτίζεται σταδιακά με τα άγρια ζώα, τις γουστέρες, τα δένδρα και τα πουρνάρια, παρατηρεί τον εαυτό του και τον κόσμο, και ο εσωτερικός του κόσμος μεταλλάσσεται. Παρακολουθούμε βήμα βήμα, χάρη στη μαεστρία του συγγραφέα, την μεταστοιχείωση της συνείδησης σε αυτό που ο κόσμος ονομάζει «σαλεμένο» (<i>είπαν πως τρελάθηκα και πλέον είχα σαλτάρει. Ότι το δρεπάνι της τρέλας ξεφαλτσάρισε στο κεφάλι μου και μου έκοψε μια φλοίδα από το μυαλό</i>), ωστόσο ως αναγνώστες αναρωτιόμαστε κι εμείς, μαζί με τον αφηγητή, ποιοι είναι οι τρελοί του κόσμου τούτου. <br /><b><span style="font-size: medium;"> Οι κόρες της αιθάλης </span></b><br /> Μεταφερόμαστε στο Διαπόρι, ένα βραχονήσι γνωστό για τα καμίνια του, του οποίου οι κάτοικοι ήταν όλοι καρβουνιάρηδες και ανθρακέμποροι «από την αρχή της ιστορίας», στην πλειονότητα γυναίκες (ονομάζονταν μάλιστα Καρκίνοι γιατί έμοιαζαν με κάβουρες, όπως κρατούσαν τις τσιμπίδες με τα πυρωμένα ξύλα). Ο βιασμός ενός μικρού κοριτσιού πυροδοτεί μια απίστευτης εμβέλειας οργή από τις γυναίκες, καταπιεσμένη εδώ και αιώνες, με συνέπειες που σαν ντόμινο επιφέρουν βίαιη εξόντωση όλων των αρσενικών, υποδειγματική οργάνωση αποκλειστικά από γυναίκες, τη σύνταξη του «πρώτου γυναικείου συντάγματος» κι άλλες αλλαγές στην γυναικεία, πια, κοινότητα. Μέσα σ’ ένα κρεσέντο «μαγικού ρεαλισμού», η οικονομική ευημερία του κράτους των γυναικών δίνει την δυνατότητα στην «Μαύρη Ταξιαρχία» τους να εξαπλωθούν και να κυριαρχήσουν βίαια στα γειτονικά νησιά, χωρίς να διαφέρουν σε τίποτα από την ορμητικότητα και την εκδικητικότητα των ανδρών. <br /> Η «τελευταία πράξη» αυτής της παράξενης ιστορίας, είναι ανατριχιαστική: η προσβλητική απάντηση που έδωσαν οι Διαπορίτισσες στον απεσταλμένο του ναύαρχου Μάναπ (<i>σαν μια πόλη γεμάτη καμινάδες και απλωμένα ρούχα που πλησίαζε ολόκληρη απειλητικά κάτω από σωρείτες, θυσάνους και μελανίες. Επάνω από τριακόσια πλοία ζύγωναν ανταριασμένα και όρτσα από θυμό το Διαπόρι</i>) έχει ανυπολόγιστες γι’ αυτές συνέπειες. <br /><b><span style="font-size: medium;"> Το παραπέτασμα του Μύλου </span></b><br /> Ένα παράξενο χωριό, το Μπαλαγκουέρ της Καταλονίας, διασχίζεται από το μονοπάτι που χωρίζει το Χωριό του Χθες απ’ το Χωριό του Αύριο… <br /> <b><span style="font-size: medium;">Μέλι με γάλα </span></b><br /> Μέλι με γάλα έδωσε η 20χρονη Ραλιώ του Καλαθά στον αφηγητή -όταν εκείνος ήταν 10 χρονών- για να του περάσει ο βήχας, σώζοντας του μεν τη ζωή, αλλά σημαδεύοντάς τον για πάντα σ’ αυτήν την τρυφερή ηλικία με την ζηλεμένη ομορφιά της, τη χάρη της, το λευκό δέρμα και τα υπέροχα στήθια (<i>φανερώθηκαν τα μυτερά γαλακτερά της στήθια με τις αχνές γεμάτες πόρους θηλές τους που σχεδόν έσπρωχναν τις κλωστές του πουκαμίσου της για να πεταχτούν έξω</i>). Η νεαρή γυναίκα, έχοντας επίγνωση της ομορφιάς της, προκαλεί όλα τα αρσενικά αλλάζοντας ρούχα ολόγυμνη δίπλα στα παραθύρια, και αναστατώνοντας συνειδητά τον ήρωά μας. Καθώς εκείνος μεγαλώνει και πάει πια στο γυμνάσιο, ψάχνει να βρει κορίτσι που να μοιάζει στη Ραλιώ («<i>στο πικροφούντουκό μου</i>»), ωστόσο η Ραλιώ παντρεύτηκε και επέστρεψε στο χωριό μετά από τρία χρόνια σε νεκροφόρα, θύμα της προκλητικής της συμπεριφοράς. Κι η ζωή όμως του αφηγητή έχει καταστραφεί, καθώς αποτρελαμένος φτάνει ως το έγκλημα, φυλακίζεται, εκτίει την ποινή, κι επιστρέφοντας στο χωριό, αγνώριστος και γερασμένος «<i>σκάβει άφοβος τον τύμβο της πεσούσης ομορφιάς</i>» (<i>όποιος δεν είδε να υψώνονται μπροστά του αψίδες φόβου και οβελίσκοι μαύροι του χαμού, καλύτερα να μη χρησιμοποιεί τη λέξη απόγνωση. Όποιος δεν βάδισε ξυπόλυτος σε χωράφια σπαρμένα με λεπίδες και ξυράφια και δεν συνάντησε το λιμασμένο κτήνος της απώλειας, ας μη μιλάει για πόνο. Με τη λάσπη ως τα γόνατα και γεμάτος χώματα μέχρι το κούτελο, τράβηξα το σαπισμένο από την υγρασία καπάκι του ύστατου κουτιού και τότε την είδα</i>) και βιώνει το προσωπικό του «θαύμα».<br /><b><span style="font-size: medium;"> Και οι ερυθρόδερμοι καλπάζουν νηπενθείς <br /></span></b> Μια διαφορετική προσέγγιση δίνει κι εδώ ο συγγραφέας στο θέμα της -κατά σύμβαση- «ψυχικής διαταραχής», που ιδωμένη διαφορετικά, εκ των έσω, αποκτά ένα πολύ διαφορετικό νόημα. Η εσωτερική, πνευματική επικοινωνία των δύο φίλων-πρωταγωνιστών του διηγήματος αποκαλύπτει μια διάσταση μαγική, και πάλι εξώκοσμη. Αρχικά, είναι καταπληκτική η περιγραφή του χώρου, του εργαστηρίου χημείας δηλαδή (<i>μεγάλο κτίριο βαμμένο στο κίτρινο των Αζτέκων</i>) όπου βρέθηκαν και συνεργάζονταν οι δυο φίλοι, ο κεντρικός ήρωας ο Σπύρος και ο αφηγητής (<i>η φιλία μας ήταν δυνατότερη του ανταγωνισμού μας για τη χημεία και ακόμα δυνατότερη της μανίας μας για τους δίσκους ψυχεδελικής μουσικής της δεκαετίας του εξήντα και για τις γυναίκες ε κατσαρά μαλλιά κι ελαφρώς στραβές μύτες. Ακόμα και σ΄αυτό ταιριάζαμε</i>). Η προοπτική της υποτροφίας και των δυο σε πανεπιστήμιο του εξωτερικού είναι πολύ πιθανή για τους δυο προικισμένους και διαβαστερούς νεαρούς, μέχρι την ανατροπή: η δυσκολία να αντιμετωπίσει κάποιο πρόβλημα της γενετικής έσπρωξε τον Σπύρο σε υπερβολική ποσότητα ψυχότροπης ουσίας. Ακολουθεί η σταδιακή κατάρρευσή του μπροστά στα μάτια του έντρομου φίλου του, ώσπου μετά από κάποιες μέρες έμεινε ένα «ανθρώπινο απομεινάρι». Το τραγούδι «Indian summer» θαρρείς τον στοιχειώνει, και παρά τις παρατεταμένες προσπάθειες του αφηγητή να τον συνεφέρει, καταλήγει σε ψυχιατρική κλινική –το μόνο που δείχνει να τον ενδιαφέρει είναι ονόματα… φυλών Ινδιάνων. <br /> Το θαυμαστό τέλος που μας επιφυλάσσει ο συγγραφέας για την ιστορία του Σπύρου, λαμβάνει χώρα 37 χρόνια μετά, ενώ ο αφηγητής μας είναι πια παντρεμένος και καταξιωμένος καθηγητής στην Οαχάκα του Μεξικού, όταν μια εσωτερική, μαγική δύναμη -θαρρείς σταλμένη από τον κόσμο των Ινδιάνων- τον καλεί πίσω στην πατρίδα, κλείνοντας τον κύκλο της φιλίας τους για πάντα. <br /> <b><span style="font-size: medium;"> Mon nox </span></b><br /> Στο Μπαλαγκουέρ της Καταλονίας γίνεται διακοπή ρεύματος. Το σκοτάδι <i>πέφτει ξαφνικά σαν βαριά βρεγμένη κουβέρτα στις ταράτσες της πόλης</i>, και στη συνέχεια σε όλη την γύρω περιοχή. Οι πολίτες αρχικά παραμένουν ψύχραιμοι, πιστεύοντας ότι η δυσχερής κατάσταση είναι προσωρινή, ενώ μετά από τρεις τέσσερις μέρες ο «<i>πολυπλόκαμος φόβος</i>» άρχισε να κλείνει τους ανθρώπους στα σπίτια τους, στις δέκα μέρες να εμφανίζονται μικρές ομάδες με πυρσούς στα χέρια, ανατριχιαστικά γέλια, και στον μήνα πάνω μια κραυγή τρόμου σηματοδοτεί την παράδοση σε μαζική αλλοφροσύνη όλων των πολιτών (<i>τα πρόσωπα των κατοίκων απέκτησαν μια παράξενη έκφραση σαν εκείνη του ασθενή στον πίνακα που βρίσκεται στο Πράδο με τίτλο «Η θεραπεία της τρέλας»).</i> Ο συγγραφέας ψάχνει βαθιά μέσα στον ανθρώπινο αρχέγονο εαυτό και ξεθάβει <i>εκείνο το προϊστορικό αγρίμι που ταΐζεται από τον χιμαιρικό τρόμο του αγνώστου και από την στρίψη του μυαλού που επιμελώς έκρυψαν οι άνθρωποι πίσω από φωτισμένα δωμάτια και λαμπερού δρόμους. </i><br /> <i><b>Το βράδυ εκείνο το Μπαλαγκουέρ παραδόθηκε στη λάμα της λεπίδας και στη λοξή ματιά. </b></i><br /><b><span style="font-size: medium;"> Η άσφαλτος που καίει </span></b><br /> Είναι συγκλονιστικής ωμότητας το διήγημα αυτό, για να μας θυμίζει ότι η ανθρώπινη φύση κλείνει μέσα της απίστευτη αθλιότητα (ιδιαίτερα όταν υπακούει στον όχλο), πολύ μάλλον όταν πρόκειται για πόλεμο, και μάλιστα εμφύλιο. Βρισκόμαστε στη δεκαετία του ’90, όταν ο αφηγητής μαθαίνει στο καφενείο από τον γείτονα Σταύρο ότι υπάρχει στα περίχωρα ένα ολόκληρο εγκαταλειμμένο χωριό, ένα «λεπροχώρι». Η πορεία στο άγνωστο αυτό «χωριό» είναι δύσβατη (μέχρι και τριχιές έφτιαξαν για να κατέβουν στον γκρεμό) για να ανοιχτεί <i>σαν σκοτεινός πίνακας εκείνο το αλησμόνητο θέαμα που όμοιό του δεν τόλμησε κανείς να σηκώσει τα μάτια του να αντικρύσει. </i><br /> Η συγγραφική δεινότητα του Νικολακόπουλου αναδεικνύεται σ΄αυτήν την περιγραφή (κι όποιος δεν αρέσκεται στις περιγραφές νομίζω ότι θα άλλαζε γνώμη) καθώς ξεδιπλώνεται το απίστευτο μακάβριο τοπίο, μια ολοκληρωμένη κοινότητα σε στάδιο ολοκληρωτικής φθοράς για να τονίσει στον αναγνώστη τη ματαιότητα της ανθρώπινης ύπαρξης. Όμως οι εξηγήσεις των παππούδων που συνοδεύουν τον αφηγητή, για εξάπλωση επιδημίας /απομόνωση των αρρώστων/παράξενες συμπεριφορές (π.χ. <i>βάλθηκαν να ανάβουν φωτιές τα βράδια και να κάνουν επιδρομές σερνάμενοι σαν νεκροζώντανοι βαδιστές στα μαντριά και στις στρούγκες</i>), όπως και οι προσπάθειες των υγιών χωριανών να τους αποκρούσουν δεν καθησύχασαν τον ήρωά μας. <br /> Η επόμενη επίσκεψή του στον χώρο ήταν μοναχική κι ακόμα πιο ανατριχιαστική, καθώς ανακαλύπτει ανεξήγητα και φρικιαστικά ίχνη, που δημιουργούν αναπάντητα ερωτήματα. Οι εξηγήσεις που δίνονται εντέλει από τον Σταύρο είναι ακόμα πιο οδυνηρές γιατί αποκαλύπτουν όχι μόνο την ανθρώπινη εξαχρείωση εν καιρώ εμφυλίου, αλλά και την συνειδητή διαστρέβλωση της Ιστορίας, ενώ ο συγγραφέας αφήνει υπόνοιες ότι ο αδελφοκτόνος πόλεμος αφήνει μνήμες ακόμα και σήμερα, «<i>άσφαλτος που καίει περισσότερο από τις άλλες χρονιές</i>». <br /><b><span style="font-size: medium;"> Αλισάχνη </span></b><br /> Αλισάχνη, η πέτσα από το βρασμένο αλατόνερο όταν αυτό κρυώσει. Το γιατροσόφι της Ορέλια, στο Μπαλαγκουέρ της Καταλονίας, για την «γρίπη» -που μάλλον ήταν φυματίωση- που της πήρε τον άντρα και δυο παιδιά, αφήνοντάς την μόνο με τον μεγάλο γιο, τον Φελίπε (<i>πάνω που μου έφερε τα πτυχίο, ανέβασε πυρετό</i>). <br /> Μια κηδεία σπαραχτική, με όλο το χωριό στα μαύρα στη μια όχθη του ποταμού, να αποχαιρετά το παλληκάρι που κείται στην άλλη όχθη <i>με το καφέ κουστούμι της αποφοίτησής του σταυροκουμπωμένο</i> και μια χαροκαμένη μάνα που κατευοδώνει τον γιο της για εβδομήντα τρεις μέρες παρακολουθώντας όλα τα στάδια της αναπόφευκτης «φυγής», είναι η τελευταία, ανεξίτηλη εικόνα του αφηγήματος. <br /> <b><span style="font-size: medium;">Τα κύματα </span></b><br /> Είναι όντως εξωπραγματικό το τοπίο που διάλεξε ο ήρωας, εκπαιδευτής γερακιών (!), για να εκπαιδεύσει δέκα νεαρά γεράκια -μια αποστολή που του ανέθεσε η υπηρεσία του αεροδρομίου: το Ερημοκλήσι του Αγίου Γκόβαν, φυτεμένο σ΄έναν απίστευτο γκρεμό (<i>χτες βράδυ ονειρεύτηκα τα όρια βράχια που δέρνονταν απ’ τα λευκογάλανα κύματα καθώς έρχονταν φουσκωμένα από το κανάλι του Μπρίστολ κι έσπαγαν με ορμή πάνω στους μελανιασμένους αρχαίου ασβεστόλιθους που έμοιαζαν με ανθρώπους/το μέρος των θρύλων που τόσο λάτρευα από μικρός</i>). <br /> Πρόκειται για τον «καλύτερο εκπαιδευτή γερακιών», που από εννιά χρονών αγαπά και μελετά τα γεράκια (έχει μεγάλο ενδιαφέρον εδώ η περιγραφή της εξημέρωσής τους). Η πρόσβαση στο δυσπρόσιτο εκκλησάκι είναι περιπετειώδης, ενώ το ερμητικό καταφύγιο στοιχειώνεται από θρύλους και μυστήριο. Ασκητές, μοναχοί, καμπάνες, πειρατές μέχρι και ιππότες του Αρθούρου, καταπακτές- και αποκορύφωμα, ένας ανθρώπινος σκελετός με πνιχτά μηνύματα στους μουχλιασμένους τοίχους, συνθέτουν τα απομεινάρια αυτών των θρύλων, στην ερημική σπηλιά όπου αποφασίζει ο αφηγητής μας να εγκατασταθεί. <br /> Δεν μπορεί κανείς να μη σκεφτεί «Τα πουλιά» του Έντκαρ Άλαν Πόε όταν διαβάζει τις τελευταίες σελίδες του διηγήματος, όπου τα πουλιά ξεφεύγουν απ’ τον έλεγχο κι ο ήρωας αναμετρά τις ώρες του συνειδητοποιώντας ότι <i>φυσιολογικό είναι αυτό που συμβαδίζει με τη λογική της φύσης κι όχι με την αλαζονεία του ανθρώπου. </i><br /><b><span style="font-size: medium;"> Αμάμπλε Πικουέρ </span></b><br /> Ο μεγάλος πλάτανος του χωριού Μπαλαγκουέρ στην Καταλονία, υπενθυμίζει στο χωριό κάθε χρόνο την αδερφική προδοσία και τις φρικτές εκτελέσεις του εμφύλιου, καθώς οι ακτίνες του ήλιου περνώντας μέσα απ’ τα κλαδιά σχηματίζουν σκιές απαγχονισμένων. Στον τοίχο του προδότη Αμάμπλε Πικουέρ. <br /> <b><span style="font-size: medium;"> Υπερμογγολικός </span></b><br /> Εξίσου «sui generis», ιδιόρρυθμος και εκκεντρικός είναι κι εδώ ο αφηγητής, ένας νεαρός που είναι αφοσιωμένος στη μουσική. Οκτώ χρονών επιστρέφοντας από το σχολείο μια μουσική <i>τον διαπέρασε όπως περνάει ο απότομος αέρας μέσα από τις καλαμιές, χωρίς να τις ξεριζώσει, μα ταράζοντάς τες για μια ζωή</i>. Ήταν μία από τις Gnossiennes του Ερίκ Σατί, και ήταν η <i><b>αιτία που θα έσπαγε η γυαλιστερή κρούστα της προκαθορισμένης του ζωής στην πόλη</b></i>. Ο δυνατός έρωτας σαν δίνη ρουφάει όλη τη ζωή του ήρωα: εγγραφή στο Ωδείο, 12 χρόνια μελέτης του Ερίκ Σατί, διακρίσεις, έπαθλα και κυνηγητό του άπιαστου ονείρου (<i>μια καρδιά που ανυπομονούσε να δει τον κόσμο</i>) σε Αυστρία και Πεκίνο, για να καταλήξει να εργάζεται ως πιανίστας στον «θρυλικό» Υπερμογγολικό των Ρωσικών Σιδηροδρόμων, πόστο που του υποσχόταν αιώνια κίνηση (<i>το πιάνο ήταν η αφορμή και όχι η αιτία που με έκανε να μη στεριώνω πουθενά</i>). <br /> Η συνεχής κίνηση σημαίνει και συνεχή ακινησία, εφόσον η ρουτίνα στην οποία υποβλήθηκε ο ήρωας επί 18 χρόνια δεν τον αφήνει να δει ούτε καν απ’ το παράθυρο του τρένου (<i>Με τον καιρό έγινα μέρος του τρένου. Ένα αξεσουάρ των βαγονιών κι εγώ/το τρένο με κάποιον τρόπο με είχε πιάσει όμηρο, δεμένο με τον μύθο του/<b>βρισκόμουν πάντα εν κινήσει, μα ένιωθα καρφωμένος στο ίδιο σημείο</b></i>). Η προσέγγισή του μ’ ένα μικρό δωδεκάχρονο αγόρι, τον Ζιλίν, που δείχνει ενδιαφέρον για τη μουσική, είναι η αφορμή για αναστοχασμό και ακραίες συνειδητοποιήσεις που οδηγούν στη «λύση». <br /><b><span style="font-size: medium;"> Ο αγγελοκρουσμένος </span></b><br /> <i> Από μικρός είχε τον φόβο ο Σίμος. Όχι του χαμού, μα του θανάτου. Όχι των πραγμάτων που δεν θα έβλεπε σαν φύγει απ’ τη ζωή, <b>μα τη φρίκη αυτής καθαυτήν της στιγμής που θα του ερχόταν το αγγελόκρουσμα</b> και, με μάτια ορθάνοιχτα, τινάγματα των άκρων και τρίχες σηκωμένες θα πέρναγε από τη μια μεριά στην άλλη. </i><br /> Ποιος δεν έχει σκεφτεί αυτήν τη έσχατη στιγμή, ποιος δεν ψυχανεμίστηκε ότι δεν έφτασε πολύ κοντά, ποιος δεν την είδε στα τελευταία σκιρτήματα αγαπημένου προσώπου; Ο συγγραφέας ψηλαφεί αυτές τις αιχμές «της σκοτεινιάς» στον 37χρονο αλαφροΐσκιωτο/αγγελοκρουσμένο ήρωά του, τον Σίμο, τις στιγμές που <i>η ζωή του είχε φύγει αλλάζοντας μορφή</i>. Και όχι μόνο τις στιγμές της στερνής της ώρας, αλλά την αίσθηση της διαφορετικής διάστασης της συνείδησης και του χρόνου, την γνώση όσων μένουν πίσω και θρηνούν, την αδυναμία επικοινωνίας, τη λησμονιά καθώς περνάει ο καιρός και τις αναπόφευκτες αλλαγές στον κόσμο των ζωντανών, ενώ κανένας θνητός δεν μπορεί να συνομιλήσει με τον νεκρό.<br /> Είναι και το τελευταίο διήγημα, πιστεύω όχι τυχαία, καθώς συνοψίζει ολόκληρη φιλοσοφία που διαπνέει όλα τα διηγήματα, της «εκκωφαντικής σιωπής» και του «ατέλειωτου και βροντερού Χαμού», λέξεις της τελευταίας παραγράφου. <br /> Ωστόσο, εγώ θα τελειώσω την ανάρτηση με αναφορά στο πιο αγαπημένο μου, που είναι «Η ασημένια χορδή». <br /><div style="text-align: right;"><i><span style="color: #20124d;">Η ασημένια χορδή</span></i></div><div style="text-align: right;"><i><span style="color: #20124d;">Δεν υπάρχει τίποτα σταθερό</span></i></div><div style="text-align: right;"><i><span style="color: #20124d;">πέρα από τον νου του παρατηρητή</span></i></div> Μόνο και μόνο το σκηνικό, με την καθηλωτική γραφή του συγγραφέα, σε μεταφέρει σε άλλη διάσταση: χιονισμένες, απάτητες κορφές, «πανάρχαια βουνά», πρώιμη άνοιξη. Ανηφοριές, σπηλιές, βράχια, «τρύπες σαν αετοφωλιές». Ατέλειωτοι πευκώνες και καραβάνια ανδρών που σκοπός τους είναι να μαζέψουν ρετσίνι, μια δουλειά που την κάνουν από πάππου προς πάππου. <br /> Η σκληρή δουλειά των ρετσινάδων περιγράφεται με γλαφυρότητα (όπως είδαμε και με τους καρβουνιάρηδες στις «Κόρες της αιθάλης») προτού εστιάσει η αφήγηση στον κύριο ήρωα, τον αφηγητή και τον συμπρωταγωνιστή, τον Ανάργυρο. Ο Ανάργυρος ήταν καινούργιος, άμαθος στη δουλειά, και ο αφηγητής μας είναι το αφεντικό του (<i>δεν είναι ότι δεν ήταν φιλότιμος ή έξυπνος. Και εργατικός ήταν, και τετραπέρατος. Μα ήταν φτιαγμένος αλλιώτικα, και δεν είναι εύκολο όταν έρχεσαι από τα θρανία και τις βιβλιοθήκες στο βουνό</i>). <br /> Ο Ανάργυρος, φιλομαθής και δουλευταράς, μαθαίνει τη δουλειά κάθε μέρα, ενώ κάθε βράδυ γοητεύει το αφεντικό του με απίθανες εξιστορήσεις, αληθινές ή φανταστικές (<i>σε ένα μήνα μέσα έμαθα, έστω και λίγο μπερδεμένα, ονόματα και πράγματα που σε δέκα σχολεία μαζί δεν θα μάθαινα ποτέ</i>), ο δε ήρωάς μας σημειώνει με ζήλο, εμπλουτίζοντας τις γνώσεις του. <br /> Όταν οι συζητήσεις στρέφονται σε θέματα πιο πνευματικά, <i>για την παράλυση του ύπνου, για το συνειδητό όνειρο, την αισθητηριακή στέρηση και για τις αλλοιωμένες συνειδησιακές καταστάσεις</i>, ο αφηγητής μας αρχίζει να νιώθει ότι ο Ανάργυρος είναι «αλλοπαρμένος» (<i>με λίγα λόγια ο Ανάργυρος κατέληξε να μου λέει ότι μπορούμε να βγούμε απ’ το κουφάρι μας και να το βλέπουμε από ψηλά σαν να είμαστε άλλοι)</i>. Κατανικώντας όμως τις αρχικές αντιστάσεις του, παραδέχτηκε ότι πού και πού μπορούμε να χωρίσουμε το κορμί από το «μέσα» του ανθρώπου (ο Ανάργυρος απέφυγε έντεχνα να χρησιμοποιήσει τη λέξη «ψυχή») όταν βρεθούμε σε μια κατάσταση μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, ενώ η Ασημένια Χορδή, ένα είδος ομφάλιου λώρου σε συνδέει με τη σωματική κατάσταση (<i>αν αυτό κοπεί σημαίνει πως είσαι πια νεκρός</i>). Το μυστικό, να μη σκέφτεσαι. <br /> Οι τελευταίες παράγραφοι του διηγήματος είναι μαγικές- ακολουθούμε τον ήρωα στο απίθανο ταξίδι μέσα από τα δένδρα και τα σύννεφα, ενώ μια σπάνια ενσυναίσθηση γεννιέται μέσα του (<i>ονειρεύτηκα πως οι κορμοί έτρεμαν από τρόμο σαν τους έμπηγα τη λάμα μου μέσα τους και πως έβγαζαν ουρλιαχτά πόνου καθώς έβγαινε από μέσα τους το χρυσαφένιο αίμα</i>). Τον βλέπουμε να παραιτείται από ρετσινάς και να ταξιδεύει πια στις «εσχατιές της ατμόσφαιρας», βλέποντας αποκάτω το πευκόδασος να «βογκάει σιωπηλό». <div> <i>Αυτό κάνω κάθε νύχτα χρόνια και χρόνια μετά από εκείνο το τελευταίο πρωινό στο βουνό μέχρι να έρθει η στιγμή που η χορδή θα σπάσει, ρινίσματα από ασήμι θα εκτοξευτούν στον αέρα και η αιώρα θα σταματήσει να κινείται άπνοη, πότε αριστερά και πότε δεξιά, αφήνοντας τα σκληρά χέρια που κάποτε έσφιγγαν το τσεκούρι να ξεκουραστούν σταυρωμένα μέσα στη <b>Μάνα Γη</b>.</i><br /><div style="text-align: right;">Χριστίνα Παπαγγελή</div></div>Χριστίνα Παπαγγελήhttp://www.blogger.com/profile/16375943334890543341noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-2588422417895573421.post-44829004075327624022023-10-30T13:02:00.003+02:002023-11-05T08:50:46.493+02:00Ο παππούς στο τζάκι και άλλες ιστορίες, Δημήτρης Τερζής<div style="text-align: right;"><span style="color: #20124d;"><i>Κλάψε, σωριάσου, αλλά μην τα παρατήσεις.</i></span></div><div style="text-align: right;"><span style="color: #20124d;"><i>Χώσε ξανά τα χέρια μέσα σου,</i></span></div><div style="text-align: right;"><span style="color: #20124d;"><i>εκεί που κρύβεται πίκρα, απόρριψη,</i></span></div><div style="text-align: right;"><span style="color: #20124d;"><i>εγκατάλειψη και καταπίεση,</i></span></div><div style="text-align: right;"><span style="color: #20124d;"><i>εκεί που καταχώνιασες κάθε αχ (…)</i></span></div><div style="text-align: right;"><span style="color: #20124d;"><i>Πρέπει να ματώσεις. Οφείλεις να ματώσεις.</i></span></div><div style="text-align: right;"><span style="color: #20124d;"><i>Μόνο έτσι θα ξαναγεννηθείς</i></span></div><div style="text-align: left;"> Δέκα σύντομα διηγήματα, δέκα ιστορίες- διαμαντάκια, από τον γνωστό συγγραφέα και δημοσιογράφο Δημήτρη Τερζή, καθεμιά από τις οποίες έχει ξεχωριστή πρωτοτυπία, ωστόσο οι περισσότερες θαρρείς ανιχνεύουν την αδυσώπητη κοινή «μοίρα» που περιμένει όλους, την διαφορετική απήχηση που μπορεί να έχει ο θάνατος σε διαφορετικούς ανθρώπους και σε διαφορετικό χωροχρόνο: <i>αναμονή</i> του θανάτου, το <i>βίωμα</i> του θανάτου, ο <i>τραγικός</i> θάνατος, το <i>πένθος</i>, ο <i>φόβος</i> του θανάτου· η διασταύρωσή του θανάτου με τον… γάμο (άλλη κορυφαία στιγμή του βίου), η δολοφονία, το νεκρό κατοικίδιο, ο κόσμος του ήδη νεκρού. Κοινός πρωταγωνιστής λοιπόν, κατά κάποιον τρόπο, ο <i><b>θάνατος</b></i>.</div> Ωστόσο, δεν έχουμε κάνουμε με ζοφερές αφηγήσεις (παρόλη την τραγική κατάληξη των περισσότερων) αλλά με ακροβατικά «παιχνίδια» πάνω στο μεταίχμιο ζωής-θανάτου, όπου ο θάνατος παίζει με τη ζωή αλλάζοντας πολλά πρόσωπα. Παράλληλα, ο συγγραφέας αγγίζει σύγχρονα, καυτά θέματα κοινωνικού προβληματισμού, όπως η μοναξιά των ηλικιωμένων, η μοίρα των προσφύγων, η εισβολή της τεχνητής νοημοσύνης, η πολιτική διάψευση. Στις πρώτες σελίδες υπάρχει, κατά κανόνα, ένα ευρηματικό σκηνικό, στήνεται η πλοκή, φτάνουμε γρήγορα στη «δέση» που λένε οι φιλόλογοι για τις τραγωδίες, ενώ συνήθως η «λύση» έχει μια ανατροπή, μια «έκπληξη». Το μεστό, χωρίς περιττολογίες ύφος, σε κάποιες περιπτώσεις γίνεται λυρικό, σε κάποιες σκωπτικό και σε κάποιες κωμικοτραγικό, αποτυπώνοντας αυτές τις πολλές πρωτεϊκές μεταμορφώσεις των ανθρώπων μπροστά στο αναπόφευκτο πεπρωμένο. Η γενική αίσθηση που αφήνει πάντως ο λόγος του συγγραφέα, είναι μια πικρή, ή μάλλον γλυκόπικρη τρυφερότητα μπροστά στο δέος της «έσχατης ώρας». <br /> Τρυφερός είναι ο μονόλογος της ηλικιωμένης μάνας («<b>Πικροδάφνη</b>»), που αποχαιρετά το καλοκαίρι στο οικογενειακό θέρετρο μέσα στη μόνη το σούρουπο, πλάι στην πικροδάφνη <i>(τέτοιες μέρες, όπως η σημερινή, είναι επίτηδες σταλμένες απ’ τον χειμώνα, είναι ο δικός του τρόπος να δείξει την έξοδο στο καλοκαίρι, να του ξεκαθαρίσει πως οι μέρες του τελείωσαν</i>) απευθύνοντας έναν μονόλογο στον απόντα γιο της, που χωρίς να το ομολογεί ρητά, καταλαβαίνουμε έμμεσα ότι έχει φύγει για πάντα. Ωστόσο, καθώς εκείνη αναμασάει την πίκρα της, βλέπουμε τον πλούσιο εσωτερικό κόσμο του ώριμου ανθρώπου που έχει πάρει απόφαση το πεπρωμένο. <br /> Τραγικό, παρά την γεμάτη οργή ανεπιτήδευτη φρασεολογία του φαντάρου πρωταγωνιστή (<i>δεν έπρεπε να’ μουν εκεί τώρα, όχι! Γαμώ τα βύσματά μου μέσα και γαμώ τις μεταθέσεις μου. Δεν έπρεπε ρε μαλάκες</i>) το τέλος στο «<b>Τέλος που περίμενα</b>». Στο φυλάκιο του Έβρου (ο ήρωας θυμάται και «Το ποτάμι» του Σαμαράκη που το διδάχτηκε στο σχολείο), αναμετριέται όχι μόνο με την αβελτηρία των άλλων φαντάρων (σπαρταριστή η περιγραφή), αλλά και με την «ασυδοσία του θανάτου», όπως εύστοχα επισημαίνει η <a href="https://www.kathimerini.gr/ culture/562373605/eythymoi-thanatoi/">Λίνα Πανταλέων</a>. <br /> Την ίδια αίσθηση τραγικότητας, αλλά με πολύ διαφορετικό τρόπο έχει και το διήγημα «<b>Για ποιον χτυπά η καμπάνα</b>». Σε τριτοπρόσωπη αφήγηση αυτήν τη φορά, ζωντανεύει μπροστά μας χαρακτηριστική φιγούρα στα ελληνικά χωριά, μιας «ψημένης» γυναίκας που ενώ μαθαίνει ότι θα πεθάνει σύντομα από αρρώστια μένει πιστή στο «εδώ και τώρα»(«<i>κλάψε, αλλά κούνα και τα χέρια σου, έγκωσα από την κάψα!</i>». Γιατί εκείνην, άλλο την καίει, πιο σοβαρό ακόμα κι απ' τον θάνατο… και καταστρώνει τολμηρό σχέδιο για να δοκιμάσει τα συναισθήματα της μαλωμένης αδερφής. <br /> «<b>Οι κυρίες στην ακτή</b>», ηλικιωμένες ξεπεσμένες αριστοκράτισσες-κόρες επιφανούς σταφιδέμπορου (η μια μάλιστα τα έχει κι ολότελα χαμένα), ζουν σε παραλιακό αρχοντικό ερειπωμένο, με την ανοχή των χωριανών (<i>κακορίζικες οι έρμες. Μείνανε μόνες τους. Κι η περιουσία τους, πάει</i>). Κι εδώ έκπληξη περιμένει τον αναγνώστη για τον τρόπο θανάτου τους στις τελευταίες σελίδες, ενώ ο ρόλος του αφηγητή (που συντηρεί στέγες στα εξοχικά της παραλίας τον χειμώνα) παραμένει μυστήριος. <br /> Τραγέλαφος καταλήγει η συνάντηση της νεκροφόρας με τον δον Αντόνιο και της νυφικής πομπής (<i>καμιά ντουζίνα αυτοκίνητα με πολύχρωμες γιρλάντες ν’ ανεμίζουν στις κεραίες και στους εξωτερικούς καθρέφτες</i>) στους σιτοβολώνες της Σικελίας κοντά στο Παλέρμο, στο διήγημα «<b>Εκείνο που καίγεται</b>». Οι μεν ανηφορίζουν και οι δε κατηφορίζουν για να συναντηθούν στον στενό δρόμο («τρατσέρα») όπου ο αφηγητής με την σύντροφό του έχουν μείνει από λάστιχο, και να ξεσπάσει μια άνευ προηγουμένου οχλαγωγία (<i>ένα πολύβουο μελίσσι από φωνές γεννήθηκε εκείνο το απομεσήμερο στο Πέρασμα του Μπόργκο. Έτσι λεγόταν αυτό το απίθανο μέρος όπου ο θάνατος και η ζωή είχαν ανταμώσει με μάρτυρες όλους εμάς, καμιά σαρανταριά Σικελούς, Σικελές κι ένα ζευγάρι Ελλήνων</i>). Μετά την καθυστερημένη κηδεία (<i>ο δον Αντόνιο πέρασε τη νύχτα του ανάμεσα σε παγάκια που τ’ ανανέωναν τακτικά οι συγγενείς του στο φέρετρο</i>) ακολουθεί ο… γάμος. <br /> «<b>Η τελευταία νύχτα του κόσμου</b>» που όλοι περιμένουν (δεν δίνονται εξηγήσεις, κάτι σαν την αναμονή του κομήτη του Χάλεϋ), αναγκάζουν τους ανθρώπους να σκεφτούν την ουσία της ζωή τους: μια ολόκληρη ζωή σε λίγες λέξεις. Τι αφήνεις πίσω, ποιο κομμάτι του χρόνου έχεις ακόμα μπροστά σου. Οι εσωτερικές σκέψεις της –«στραγγισμένης από συναίσθημα»- Φωτεινής την οδηγούν στο ξενοδοχείο «Μάρτζι», όπου συναντά τον νεότερο, θλιμμένο Λουκά κι ενώνουν τις τελευταίες εναγώνιες στιγμές τους. <br /> Στην «<b>Κυψέλη</b>», βρισκόμαστε στην ομώνυμη συνοικία της Αθήνας. Οι δύο φίλες, Άννα και Κλειώ πενθούν την ήττα, την ήττα μιας γενιάς που πίστευε ότι «ο κόσμος μπορεί να αλλάξει», που πίστεψε στο δίκιο για το οποίο πάλεψαν οι παππούδες. Η ήττα είναι πολιτική (Ιούλιος του ’15;), αλλά και συναισθηματική μια «<i>και ο μαλάκας ακόμα να πάρει τηλέφωνο</i>» ενώ το σκηνικό συμπληρώνει ένας απρόσμενος θάνατος. <br /> Το διήγημα «<b>Παλμός</b>» είναι ξεχωριστά ευρηματικό, μια και αφηγητής είναι ένα… μηχάνημα («<i>εγκαταστάθηκα σ’ αυτό το σώμα ένα βροχερό απόγευμα</i>»), ένα «μοντέλο τεχνητής νοημοσύνης, συνδεδεμένο με την καρδιά του ετοιμοθάνατου ηλικιωμένου άνδρα. Αποστολή του είναι να παρακολουθεί την ομαλή λειτουργία του ανθρώπου που βρίσκεται σε κώμα, και να ειδοποιεί ή να ρυθμίζει την επιστροφή στην κανονική λειτουργία! Είναι ένα μηχάνημα… σκεπτόμενο, με ανησυχίες (<i>αυτός εδώ ο άνθρωπος με προβληματίζει</i>), περιέργεια, και… συναισθήματα (<i>πολύ θα ήθελα να είχα πρόσβαση στα νευρωνικά κυκλώματα του εγκεφάλου του/μ΄εκνευρίζει</i>). Η εξέλιξη της ιστορίας έχει απροσδόκητο ενδιαφέρον, ενώ η εισχώρηση στην απόκρυφη μνήμη του εγκεφάλου τις τελευταίες στιγμές πριν τον θάνατο («<i>ατελείωτα κατεβατά δεδομένων</i>»), είναι κορυφαία. <br /> Το τελευταίο σύντομο διήγημα τιτλοφορείται «<b>Η μηχανή</b>» (<i>φαντάσου να υπήρχε μια μηχανή που θα ρύθμιζε τον ύπνο σου</i>). Σίγουρα λειτουργεί σαν ένας επίλογος, μια και περιλαμβάνει θραύσματα απ’ όλα τα διηγήματα, σ' ένα παραληρηματικό, σουρεαλιστικό τόνο, ενώ διατρέχεται από έντονο συναισθηματικό ηλεκτρισμό ανθρώπου που προσπαθεί να απαντήσει στο αρχικό ερώτημα «<i>Να μ’ αγαπάς στα ψέματα. Μπορείς;</i>». Μια απάντηση στο μοναδικό β΄ ενικό του βιβλίου, μια κατακερματισμένη επιστολή, μάλλον ανεπίδοτη, που απευθύνεται στο ανέφικτο, σ' αυτό που δεν αντέχουμε, που δεν ελέγχουμε, που ονειρευόμαστε μόνο. <br /> Παρόλο που το παραπάνω («Η μηχανή») κλείνει τη συλλογή με θαυμαστό τρόπο, εγώ διάλεξα για τέλος της παρουσίασης το διήγημα που έδωσε και τον τίτλο στο βιβλίο «<b>Ο παππούς στο τζάκι</b>». Ένα διήγημα τόσο ευρηματικό, που δεν θα μπορούσες να το χαρακτηρίσεις ούτε τραγικό, ούτε κωμικό, μια φάρσα μακάβρια ίσως, όπου ο παππούς-πρωταγωνιστής είναι σε μορφή… στάχτης μέσα σε μια υδρία. Βρισκόμαστε στην επίσημη οικογενειακή τελετή όπου όλοι είναι σοβαροί/σοβαροφανείς/ επίσημοι και κλεισμένοι μέσα στον ρόλο τους (ο Γιος, η Μητέρα, ο Αδερφός, κλπ) ενώ ο -νεκρός- παππούς είναι πιο παρών από ποτέ (<i>Χαιρετίζω τον θάνατο γιατί δεν έχει τίποτα το υποκριτικό</i>), κρίνει, θυμάται, σχολιάζει και… σκάει στα γέλια:<i> Γελάστε, γαμώτο, τι κάθεστε έτσι σαν βαλσαμωμένοι; Θεέ μου, τι πλάκα ήταν αυτή! Δεν περίμενα να γελάσω τόσο πολύ στο θάνατό μου. Ειλικρινά, νομίζω πως θα πεθάνω ξανά από τα γέλια. </i><div style="text-align: right;">Χριστίνα Παπαγγελή</div>Χριστίνα Παπαγγελήhttp://www.blogger.com/profile/16375943334890543341noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-2588422417895573421.post-9482594035619177402023-10-25T09:49:00.003+03:002023-10-25T10:00:12.305+03:00Μίσια, (ΑΡΙΣΤΟΚΡΑΤΙΑ –ΠΟΛΕΜΟΣ-ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ-ΠΡΟΣΦΥΓΙΑ), Μιχάλης Α. Ανδρέοβιτς Ο Μίσια Αντρέιεβιτς -ο πρωταγωνιστής του βιβλίου- το 1910 ήταν είκοσι χρονών. Προνομιούχος νεαρός· απόγονος μεγαλογαιοκτημόνων της Ρωσικής αυτοκρατορίας στην περιοχή του Χάρκοβου, και πτυχιούχος οικονομικών και εμπορικών/βιομηχανικών σπουδών στην Πετρούπολη. Με το πτυχίο αυτό θα μπορέσει να διαχειριστεί την περιουσία της οικογένειας Τιμαφέιεφ επάξια της κοινωνικής του τάξης. To τσιφλίκι των Τιμαφέιεφ περιλάμβανε εκτός από τις τεράστιες καλλιεργήσιμες εκτάσεις, και εκτροφή αλόγων που προορίζονταν για την αυλή του τσάρου, περιώνυμων για την ξεχωριστή τους εγγυημένη ράτσα και την υπεροχή τους. Μετά από δυο χρόνια, το 1912, ο Μίσια θα πάρει και το απολυτήριο του στρατού, ως ευγενής, με τον βαθμό αξιωματικού του ιππικού (ανθυπίλαρχου). Είναι ήδη ερωτευμένος και συνδεδεμένος με αμοιβαίες υποσχέσεις με την Νατάσσα Μάριοβα, απόφοιτο Λυκείου και υποψήφια για τη Νομική Σχολή της Γενεύης. <br /> Όλα σχεδόν λοιπόν ήταν προδιαγεγραμμένα ευνοϊκά για τον μέλλοντα γαιοκτήμονα. Ωστόσο, όπως όλοι γνωρίζουμε, το 1912 η Ευρώπη, τα Βαλκάνια και κυρίως η Ρωσία είναι ένα καζάνι που βράζει. Οι κοσμογονικές αλλαγές που ακολούθησαν (εθνικά κινήματα, βαλκανικοί πόλεμοι, Α΄ παγκόσμιος πόλεμος, Οκτωβριανή Επανάσταση) ήταν μια δίνη που παρέσυρε όλους τους πολίτες των εμπλεκόμενων περιοχών, χαράσσοντας απίστευτες τραγωδίες και συγκλονιστικές προσωπικές ιστορίες. Ο κόσμος άλλαζε ταχύρρυθμα σε ιστορικό αλλά και κοινωνικοπολιτικό επίπεδο, και μαζί μ’ αυτόν, η πορεία των περισσότερων ανθρώπων που έζησαν αυτόν τον κυκεώνα, παύει να είναι ευθύγραμμη αλλά ακολουθεί τεθλασμένη κι απρόβλεπτη τροχιά. <br /> Μια τέτοια περίπτωση, ίσως πιο ακραία από το συνηθισμένο, είναι ο βίος και η πολιτεία του Μίσια Ανδρέιεβιτς, ένα μέρος της οποίας μας εξιστορεί εδώ ο εγγονός του, ο Μιχάλης Ανδρέοβιτς. Πρόκειται για μια αληθινή ιστορία, τα γεγονότα είναι αδιαμφισβήτητα, όλα τα πρόσωπα του βιβλίου υπήρξαν πραγματικά, και ο Μίσια επομένως δεν είναι μυθιστορηματικό πρόσωπο. Είναι ο παππούς του συγγραφέα. <br /> Ίσως πρόκειται για μια εξαιρετική περίπτωση. Και στις εξαιρετικές περιπτώσεις -και όχι μόνο- η ανάγκη για διατήρηση της μνήμης είναι επιτακτική· μια ανάγκη που δεν πηγάζει μόνο από περιέργεια και δίψα για γνώση, αλλά από την ανάγκη να προσανατολιστούμε στο παρόν και στο μέλλον. Γιατί το παρελθόν επιζεί στο παρόν, το φωτίζει, του προσδίδει βάθος· οπότε η διατήρηση της <i><b>μνήμης</b></i>, της Ιστορίας με γιώτα κεφαλαίο, ΜΑΣ ΑΦΟΡΑ όλους, κι όχι μονάχα τους «συγγενείς». Ακόμα, γιατί η ρευστότητα της σύγχρονης εποχής, οι ταχύρρυθμες μεταβολές με την ανάπτυξη της τεχνολογίας, η περιβαλλοντική κρίση κλπ κλπ, επαναφέρουν το αίσθημα της απειλής, του φόβου. Ο φόβος έχει γίνει πια «δομικό στοιχείο της σύγχρονης κοινωνίας» όπως επισημαίνουν οι ιστορικοί, και τα τραύματα του παρελθόντος μάς καλούν όχι μόνο για να <i><b>πενθήσουμε </b></i>αλλά για να τα <i><b>κατανοήσουμε</b></i> και να μάθουμε απ’ αυτά. <br /> Δεν είναι τυχαίο που τα τελευταία χρόνια έχει παρατηρηθεί τόσο μεγάλη άνθηση της προφορικής ιστορίας και θεμελίωσή της ως θεμιτή πηγή ιστορίας. Αλλά και η «λογοτεχνοποίηση» πλευρών της ιστορίας, όπως κι η αγάπη του κόσμου στα ιστορικά μυθιστορήματα αναδεικνύουν την ανάγκη να αποκτήσει η Ιστορία, -που τη μαθαίναμε στο σχολείο σαν μια σειρά ξερών γεγονότων-, συγκινησιακό βάθος, ανθρώπινο και προσωπικό χαρακτήρα. <br /> Μέσα σ’ αυτό το πνεύμα πιστεύω και ο συγγραφέας του Μίσια, προσπάθησε να ζωντανέψει τα γεγονότα της οικογενειακής του ιστορίας και τους χαρακτήρες· όχι απλώς φτιάχνοντας ένα χρονικό, αλλά αναπαριστώντας, δίνοντας θεατρική/κινηματογραφική διάσταση σε σκηνές-κλειδιά που συνθέτουν τη διαδρομή μιας πολυδαίδαλης πορείας. Και εδώ βέβαια παρεισφρέει με δειλά βήματα και η <i>φαντασία</i>. Ο συγγραφέας, με λιτό και εύστοχο ύφος, διατηρεί μια αξιοθαύμαστη ισορροπία ανάμεσα στη γλαφυρή αφήγηση, το ιστορικό πλαίσιο και τις συναισθηματικές μεταλλαγές των ηρώων του. Η τεχνική αυτή ικανοποιεί όχι μόνο την περιέργεια ή την φιλομάθεια του αναγνώστη, αλλά και την ανάγκη να συμμετέχει στην συναισθηματική ζωή των ηρώων. <br /> Παρόλη την συνοπτικότητα που χαρακτηρίζει την αφήγηση (δεν υπάρχουν π.χ. μακροσκελείς περιγραφές ή εμβάθυνση στα συναισθήματα), ξεχωρίζουν ξεκάθαρα οι διαφορετικοί χαρακτήρες: Ο Μίσια, φιλόδοξος μεν αλλά με πάθος για δικαιοσύνη, για ελευθερία, για ισότητα (<i>ένιωθε, στο εφηβικό του μυαλό, πως ίσως έτσι θα έρθει η δικαιοσύνη στην κοινωνία. Ίσως έφτασε ο καιρός να ανέβει ένα σκαλί ψηλότερη ανθρωπότητα και να εξαλειφθούν οι μεγάλες κοινωνικές διαφορές/ένας νέος που έμαθε στη ζωή το να λύνει τις αντιθέσεις του με διάλογο και κατανόηση</i>), πράγμα που εξηγεί την ευελιξία του στις δύσκολες εποχές· η Νατάσα με έντονη προσωπικότητα, αγωνίστρια, φεμινίστρια, με πάθος και όρεξη να γνωρίσει τον κόσμο έστω κι αν αυτό σημαίνει σύγκρουση με την οικογένεια· η Ελένα, αγαπημένη θεία με αγάπη και φροντίδα για όλους, που μεγάλωσε τα δυο αγόρια (τον Μίσια και τον αδερφό του, Γκεόργκι) σαν δικά της παιδιά· ο πατέρας Αντρέι, που παρόλη την απουσία του αναπτύσσει θερμή σχέση με τα δυο του παιδιά, είναι αυστηρός και συντηρητικός αλλά όχι αμετακίνητος, σε αντίθεση με τον Ιγκόρ Μαριόφ, τον πατέρα της Νατάσσας· ο τελευταίος, στερημένος από τίτλους ευγενείας ως δικηγόρος, είναι ακόμα πιο συντηρητικός και δύσκαμπτος ιδεολογικά, αλλά βλέπει τον επικείμενο γάμο του Μίσια με τη Νατάσσα σαν «μάννα εξ ουρανού» προκειμένου να προσχωρήσει η οικογένειά του στην τάξη των ευγενών· τα δυο ετεροθαλή αδέρφια του Μίσια (οι γιοι της μητριάς Όλγας), Μάρκο και Μπόρις, αλαζόνας και αψύς ο πρώτος, πιο αμφισβητούμενης ηθικής ο δεύτερος. Κι έχουμε βέβαια και πιο δευτερεύοντες χαρακτήρες καθώς προχωρά η αφήγηση, νέα πρόσωπα, φίλους και φίλες των πρωταγωνιστών όπως η δυναμική Βέρα και ο ιδεαλιστής Μαξίμ, που με την ιδεολογία τους και τη διαφορετική τους στάση απέναντι στα θυελλώδη γεγονότα επηρεάζουν την εξέλιξη των δύο βασικών ηρώων. <br /> Το βιβλίο είναι χωρισμένο σε μικρά κεφάλαια, μικρές σκηνές θα λέγαμε, με ευκολονόητους τίτλους που προσανατολίζουν τον αναγνώστη για το τι θα ακολουθήσει (όπως, πχ. «Ο μεγάλος Πόλεμος», «Η διάσωση», «Το τέλος του φέουδου» κλπ). Συνήθως στην αρχή των κεφαλαίων εντάσσονται με συντομία και τα ιστορικά στοιχεία που στηρίζουν τα γεγονότα. Η αναφορά αυτή, μπορεί να φανεί κουραστική στον αναγνώστη που βιάζεται να παρασυρθεί από την πλοκή, είναι όμως αναγκαία για την συγκινησιακή συμμετοχή και την κατανόηση των ηρώων, των αντιδράσεών τους και των συναισθημάτων τους. <br /><b> Ιστορικό πλαίσιο </b><br /> Χάρκοβο 1890. Τότε το Χάρκοβο ανήκε στην τεράστια, πολυφυλετική Ρωσική αυτοκρατορία. Στην ευρύτερη, πλούσια περιοχή βρίσκεται και το τσιφλίκι των Τιμαφέιεφ, μια περιουσία που κατατάσσει τους ήρωές μας στην κοινωνική τάξη των ευγενών, με όλα τα προνόμια και τις υποχρεώσεις που αυτό σημαίνει (π.χ. υποχρέωση των ευγενών ήταν να αφιερώσουν ένα από τα αγόρια της οικογένειας στην υπηρεσία της αυτοκρατορίας). <br /> Παρόλη τη φαινομενική ηρεμία στις εκτεταμένες πεδιάδες της περιοχής του Χάρκοβου, η Ρωσία ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα βρίσκεται σε αναβρασμό. Ο μετασχηματισμός των κοινωνικών δομών έχει καθυστερήσει σε σχέση με την Ευρώπη εφόσον κυρίαρχο οικονομικό σύστημα είναι ακόμα η φεουδαρχία και, παρόλες τις μεταρρυθμίσεις του τσάρου Αλέξανδρου (το 1861 κατήργησε την δουλοπαροικία) η αστικοποίηση, η εκβιομηχάνιση και ο εκσυγχρονισμός ακολουθούν αργούς ρυθμούς. Ενώ η οικονομική ανάπτυξη της Δυτικής Ευρώπης επιταχύνθηκε κατά τη διάρκεια της Βιομηχανικής Επανάστασης, η Ρωσία χαρακτηρίζεται από την οικονομική καθυστέρηση και την ανεπάρκεια της εξουσίας να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις των καιρών. <br /> Οι αντιδράσεις λαμβάνουν χώρα σε όλη την διάρκεια του 19ου αι. και αρχές του 20ου, ενώ κάποιες φορές η δυσαρέσκεια εκφράστηκε με εξεγέρσεις που αντικατέστησαν τον τσάρο. Ο τσάρος Νικόλαος Β΄, μάλιστα, υποχρεώθηκε να ιδρύσει ένα συμβουλευτικό, νομοθετικό όργανο, την Δούμα (το «Ρωσικό Κοινοβούλιο»), που από το 1906 μέχρι την Οκτωβριανή Επανάσταση έπαιρνε μέρος στις αποφάσεις του τσάρου. <br /> Τα πιο φιλελεύθερα στοιχεία μεταξύ των βιομηχάνων καπιταλιστών και της αριστοκρατίας πίστευαν στην ειρηνική κοινωνική μεταρρύθμιση και στη συνταγματική μοναρχία, αποτελώντας το <a href="https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A3%CF%85%CE%BD%CF%84%CE%B1%CE%B3%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B9%CE%BA%CF%8C_%CE%94%CE%B7%CE%BC%CE%BF%CE%BA%CF%81%CE%B1%CF%84%CE%B9%CE%BA%CF%8C_%CE%9A%CF%8C%CE%BC%CE%BC%CE%B1">Συνταγματικό Δημοκρατικό Κόμμα</a> (ΚΑ.ΝΤΕ., ηγέτης ο Μιλιουκόφ). Το Σοσιαλιστικό Επαναστατικό Κόμμα (εσέροι) υποστήριζε τη διανομή γης μεταξύ των αγροτών, εκείνων που την καλλιεργούσαν πραγματικά, ενώ το Ρωσικό Σοσιαλδημοκρατικό Εργατικό Κόμμα (μαρξιστικό) πίστευε ότι μια επανάσταση πρέπει να στηρίζεται στους εργάτες των πόλεων και όχι στην αγροτιά. Αυτοί πάλι χωρίστηκαν στους μενσεβίκους που πίστευαν στον σταδιακό μετασχηματισμό της κοινωνίας, και στους ριζοσπαστικούς Μπολσεβίκους που πίστευαν στην επανάσταση. <br /> Αυτό το σκηνικό αποτελεί τον καμβά του μυθιστορήματος. Ο στρόβιλος της Ιστορίας θα χτυπήσει την πόρτα του ανθυπίλαρχου Μίσια σε πολύ νεαρή ηλικία. Τα απειλητικά σύννεφα που προμηνύουν την έναρξη του «Μεγάλου Πολέμου» το 1913 έχουν φτάσει μέχρι και το μακρινό Χάρκοβο, προκαλώντας στους ήρωές μας κύματα ανησυχίας. Στη συνέχεια όσοι απ’ αυτούς είναι στρατεύσιμοι αναγκαστικά θα στρατευτούν <br /> Με την κήρυξη του πολέμου, οι Ρώσοι υπερασπίζονται τους Σέρβους (ορθόδοξους, Σλάβους), τασσόμενοι όπως ξέρουμε με την πλευρά της Αντάντ, από την αρχή λοιπόν ο 24χρονος Μίσια στρατεύεται. Τον Αύγουστο του 1914 ο ρωσικός στρατός εισβάλλει στη γερμανική επαρχία της Ανατολικής Πρωσίας και καταλαμβάνει σημαντικό τμήμα της ελεγχόμενης από την Αυστρία Γαλικίας προς υποστήριξη των Σέρβων και των συμμάχων τους - των Γάλλων και των Βρετανών. <br /> Από τα τρία μέτωπα που δημιουργήθηκαν στην ευρωπαϊκή πλευρά της Ρωσίας, ο συγγραφέας εστιάζει στην Γαλικία, όπου μετά από έναν πολύ βαρύ χειμώνα, την άνοιξη του 1915, τα «αποτελέσματα των συγκρούσεων ήταν αμφίρροπα» όπως γράφει ο ίδιος ο Μίσια. Ήδη στα μέσα του 1915 ο αντίκτυπος του πολέμου ήταν απογοητευτικός. Υπήρχε έλλειψη τροφίμων και καυσίμων, οι απώλειες αυξάνονταν και μεγάλωνε ο πληθωρισμός. Ξέσπασαν απεργίες μεταξύ των χαμηλόμισθων εργατών στα εργοστάσια ενώ παράλληλα οι αγρότες ζητούσαν μεταρρυθμίσεις της ιδιοκτησίας της γης. <br /> Οι αξιωματικοί του ρωσικού στρατού, αλλά και κατώτερες τάξεις του, θεωρούσαν ότι το κόστος του πολέμου ήταν υπερβολικό, ενώ θεωρούσαν ότι υπάκουαν εντολές από μια διεφθαρμένη και προδοτική ηγεσία. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την πτώση της απόδοσης στο μέτωπο και ευνόησε το κίνημα που θα ανέτρεπε την ηγεσία της χώρας και το πολίτευμα. Το τσαρικό σύστημα ανατράπηκε με την επανάσταση του Φεβρουαρίου του 1917. Οι Μπολσεβίκοι διακήρυξαν "καμία προσάρτηση, καμία αποζημίωση" και κάλεσαν τους εργαζόμενους να αποδεχθούν την πολιτική τους και να απαιτήσουν τον τερματισμό του πολέμου. Με την κατάλυση της εξουσίας του, ο Νικόλαος παραιτήθηκε στις 2 Μαρτίου 1917, και μέχρι την Οκτωβριανή Επανάσταση θα υπάρχει μια «κυβέρνηση φιλελεύθερων αστών και αριστοκρατών με φιλοδυτικό προσανατολισμό», με επικεφαλής τον γαιοκτήμονα και δικηγόρο Γκεόεργκι Λβοφ, ενώ αργότερα αναλαμβάνει ο Κερένσκι. <br /> Οι «επιπτώσεις του πολέμου στη ρωσική κοινωνία» περιγράφονται γλαφυρά στο ομώνυμο κεφάλαιο του βιβλίου: εφόσον οι άνδρες είναι στα χαρακώματα, οι γυναίκες αναλαμβάνουν και την αγροτική, και τη βιομηχανική παραγωγή· προβλήματα στην τροφοδοσία ιδιαίτερα των πόλεων, μαύρη αγορά, αδυναμία διακίνησης των προϊόντων λόγω καταστροφών, πείνα και φτώχια εξαθλιώνουν τη χώρα. Η ιδέα της αναδιανομή της γης κερδίζει έδαφος (έχει ενδιαφέρον εδώ πώς αντιμετώπισαν τις νέες προκλήσεις οι Τιμαφέιεφ/Ανδρέιεβιτς). <br /> Είμαστε πλέον μέσα στη δίνη όχι μόνο του Πολέμου αλλά και των πολιτικών ανατροπών. Οι ήρωες του βιβλίου, γυναίκες και άντρες, συζητούν, διαφωνούν, τάσσονται με τους συντηρητικούς ή με τους επαναστάτες, καθρεφτίζοντας τις πολλές ιδεολογικές τάσεις που δημιουργούν οι επαναστατικές περίοδοι. Παράλληλα, οι αποσχιστικές τάσεις της Ουκρανίας δημιουργούν επιπρόσθετη κρίση. Η όξυνση των αντιθέσεων με το καθεστώς Κερένσκι, προκαλεί ποικίλες αντιδράσεις και καταλήγει στην κατάληψη των χειμερινών ανακτόρων από τους μπολσεβίκους. Είναι η Οκτωβριανή Επανάσταση. Από τον Μάρτιο του 1918, πρωτεύουσα τα Σοβιετικής Ένωσης πια, γίνεται η Μόσχα. <br /> Μέσα από τους ήρωές του ο συγγραφέας μάς μεταφέρει το ιδεολογικό κλίμα των μπολσεβίκων, την επικράτησή τους και την αποδοχή τους από ευρύτερα στρώματα του λαού, τα διλήμματα των ηρώων. Αλλά και τις σφοδρές αντιδράσεις των κυρίων αντιπάλων τους, των «Λευκών», που σε πολλές περιπτώσεις ενισχύονται από τις ευρωπαϊκές δυνάμεις. Έχει ξεκινήσει ο εμφύλιος. <br /> Ίσως είναι και το πιο ενδιαφέρον μέρος του βιβλίου από ιστορική άποψη, γιατί έχουμε τη ζωντανή ατμόσφαιρα από μια πολύ σκοτεινή και δυσανάγνωστη πλευρά της ιστορίας. Ο εμφύλιος συνεχίζεται σφοδρός, ακόμα και με το τέλος του Α΄Παγκοσμίου Πολέμου. Η επανάσταση των μπολσεβίκων κινδυνεύει πολλές φορές αλλά γράφει και σελίδες θριάμβου. <br /> Στην Ουκρανία όπου βρίσκεται το επίκεντρο του μυθιστορήματος, δρουν και οι «μαύροι του Μάχνο», ένα κίνημα αναρχικών που συνεργάστηκαν με τον Κόκκινο Στρατό του Τρότσκι και απελευθερώνουν το Χάρκοβο από τον Λευκό στρατό. <br /> Αυτό λοιπόν είναι το ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο ο κεντρικός μας ήρωας, ο Μίσια, αλλά και τα αγαπημένα του πρόσωπα αγωνίζονται όχι μόνο να επιβιώσουν ή να προστατεύσουν την οικογένειά τους, αλλά να υπερασπιστούν τις αξίες που θα εξασφαλίσουν μια αξιοπρεπή, δίκαιη και ελεύθερη ζωή. Ας δούμε όμως τι τους επιφύλασσε η μοίρα. <br /><div style="text-align: center;"><b>Ερωτική ιστορία στην κόψη του ξυραφιού</b></div> Όπως επισημαίνει στα «Προλεγόμενα» ο συγγραφέας, «<i>τον βασικό κορμό του έργου διαπερνά μια ερωτική ιστορία</i>». Μια ερωτική, ρομαντική ιστορία που αντανακλά στην πολιτιστική κατάσταση της περιοχής του Χάρκοβου εκείνη την εποχή. Ο Μίσια, ένας φιλόδοξος νέος «απόγονος δύο κόσμων που αλληλοσυγκρούονται», εφόσον ο πατέρας του μεν ήταν μεγαλοτσιφλικάς αλλά η μητέρα του –που την έχασε 6 χρονών- ήταν αστικής καταγωγής, με εμπορικές επιχειρηματικές δραστηριότητες στο κέντρο του Χάρκοβου. Η παρουσία-απουσία του πατέρα, και η εμφάνιση μητριάς με δυο αγόρια από προηγούμενο γάμο οπωσδήποτε επηρεάζει τον ψυχισμό του Μίσια, ο οποίος όμως βρισκόμενος στο κατώφλι της ενηλικίωσης, έχει ήδη ανοίξει τα φιλόδοξα φτερά του. Στην ηλικία των 19 χρονών γνωρίζει και την δεκαπεντάχρονη Νατάσα, και γεννιέται ένας έρωτας αμοιβαίος, και σχεδόν κεραυνοβόλος. Η διαφορά ηλικίας και κοινωνικών συνθηκών στην αρχή τους κρατούν μακριά δίνοντας στο συναίσθημα την δυνατότητα να φουντώσει σαν φλόγα. Είναι όμως κι οι δυο σίγουροι για τα συναισθήματά τους και τολμηροί, κι έτσι νικούν τις δυσκολίες που αρχικά περιορίζονται στις οικογενειακές σχέσεις, στη συνέχεια εντοπίζονται στην τεράστια για την εποχή απόσταση Πετρούπολη- Χάρκοβο- Γενεύη (όπου σπουδάζει, όπως είπαμε, η Νατάσα) και αυξάνουν με γεωμετρική πρόοδο όταν αρχίζει ο πόλεμος. <br /> Σ΄αυτό το σημείο της αφήγησης το ενδιαφέρον -που μέχρι τώρα επικεντρωνόταν στη ρομαντική ιστορία και ήταν παράλληλα ιστορικό, ανθρωπογεωγραφικό, λαογραφικό- αρχίζει και υψώνεται κατακόρυφα, εφόσον τα γεγονότα εξελίσσονται ραγδαία, δοκιμάζουν τους ήρωες και προκαλούν γενναίες αποφάσεις. Το σασπένς και η αγωνία εντείνονται στην σκέψη ότι πρόκειται για πραγματικά γεγονότα. <br /> Ο Α' παγκόσμιος πόλεμος φέρνει τον Μίσια σε έσχατο κίνδυνο απ’ τον οποίο επέζησε σχεδόν από θαύμα. Όμως οι προδοσίες, οι απώλειες, οι θάνατοι συνοδεύουν κάθε πόλεμο, που γίνεται τραγικότεροι όταν πρόκειται για <i>εμφύλιο </i>πόλεμο. Οι εμφύλιες συγκρούσεις ανατρέπουν συνέχεια το σκηνικό και τις οικογενειακές ισορροπίες. Στην περίπτωση του Μίσια, που ήταν προύχοντας και μεγαλογαιοκτήμονας, οι ιδεαλιστικές του θέσεις και η προσαρμογή τους στις νέες συνθήκες που προδιέγραφε το μέλλον της μπολσεβικικής επανάστασης, δεν ήταν αρκετά… Οι περιπέτειες (με την έννοια της «απότομης μεταβολής της τύχης») και οι τραυματικές εμπειρίες δεν θα λυπηθούν τον ακέραιο και έντιμο χαρακτήρα του. <br /> Θα τον δούμε, στην τελευταία σκηνή του βιβλίου, παραιτημένο και διωγμένο από τον πόνο της αδικίας και του αδιέξοδου, πρόσφυγα πια, στο καράβι της φυγής για Πειραιά. Μια νέα ζωή ξεκινά για τον 30χρονο πια Μίσια, που σηματοδοτείται από τον ήλιο που ανατέλλει λαμπρός, καθώς το πλοίο μπαίνει στο λιμάνι.<div><div style="text-align: right;">Χριστίνα Παπαγγελή</div>
<p class="MsoNormal" style="text-indent: 1cm;"><span style="font-size: 12pt;"><o:p> </o:p></span></p></div>Χριστίνα Παπαγγελήhttp://www.blogger.com/profile/16375943334890543341noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-2588422417895573421.post-33599420603903250482023-10-14T20:40:00.006+03:002023-10-14T20:40:48.827+03:00Η εγγονή, Bernhard Schlink<div style="text-align: right;"><i><span style="color: #20124d;">Τι θα έκανα αν την επόμενη μέρα</span></i></div><div style="text-align: right;"><i><span style="color: #20124d;">έπρεπε να παρατήσω την παλιά μου ζωή</span></i></div><div style="text-align: right;"><i><span style="color: #20124d;">και να αρχίσω μια καινούρια;</span></i></div><div style="text-align: right;"><br /></div> Ένα ακόμη αριστούργημα μάς χάρισε ο αγαπημένος συγγραφέας, γνωστός περισσότερο από το πολυμεταφρασμένο «Διαβάζοντας στη Χάννα» που μεταφέρθηκε με επιτυχία στον κινηματογράφο («Τα σφραγισμένα χείλη»). Ο Μπέρναρντ Σλινκ, όπως και σε προηγούμενα βιβλία του, βάζει κι εδώ βαθιά το μαχαίρι στις πληγές της μεταπολεμικής Γερμανίας, αντικρίζοντας κατάματα τα εγκλήματα, τα τραύματα, τις υπερβολές και τις μετατραυματικές αντιδράσεις των επόμενων γενεών: στο «Διαβάζοντας στη Χάννα», ο έφηβος ήρωας ερωτεύεται μια αναλφάβητη γυναίκα που αποδεικνύεται εγκληματίας πολέμου· στο βιβλίο «<a href=" https://anagnosi.blogspot.com/2007/09/blog-post.html">Ο γυρισμός</a>» ο ήρωας γοητεύεται από αφηγήσεις της προηγούμενης γενιάς, και θέτει καυτά ιδεολογικά ηθικά ζητήματα σχετικά με τη σχέση του καλού και του κακού· στο «<a href="https://anagnosi.blogspot.com/2009/05/bernhard-schlink.html">Σαββατοκύριακο</a>» οι κεντρικοί ήρωες είναι μέλη της Μπάαντερ Μάινχοφ ενώ ο συγγραφέας δίνει με τέχνη όλη την γκάμα των ακροαριστερών ιδεολογιών· στο «<a href="https://anagnosi.blogspot.com/2019/01/blog-post_27.html ">ΟΛΓΑ</a>» (τέλη 19ου αι.-αρχές 20ου), ιδεολογικό χάσμα υπάρχει ανάμεσα στην κεντρική ηρωίδα και τον αγαπημένο της που είναι συνεπαρμένος από το «γερμανικό όνειρο» της εποχής εκείνης, καθώς και με τον γιο της που προσχωρεί στον ναζισμό. <br /> Στο παρόν λοιπόν βιβλίο «Η εγγονή» (γράφτηκε το 2021) που κυκλοφόρησε στην Ελλάδα πρόσφατα, ο συγγραφέας καταπιάνεται μ’ ένα επίσης πολύ λεπτό και τολμηρό ιστορικό θέμα, αγγίζοντας περισσότερο τη σύγχρονη πραγματικότητα, εφόσον αναφέρεται κυρίως στην τρίτη πια γενιά μετά τα εγκλήματα του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, για τα οποία ένα ολόκληρο έθνος ενοχοποιείται συλλήβδην. Αυτό που απασχολεί βαθιά τον Σλινκ εδώ, είναι ο απόηχος του χωρισμού του Γερμανικού Κράτους σε δύο κράτη, την Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας και την Δυτική Γερμανία -από το 1949 μέχρι την επανένωση, το 1990. Η δεύτερη γενιά στη ΛΔΕ έχει μεγαλώσει με τελείως διαφορετικές αρχές και στόχους, και παρόλο που ο δυτικός κόσμος δεν θέλει να το παραδεχτεί, έχει γαλουχήσει αντίστοιχα τα παιδιά της με ιδανικά που φαίνονται ξένα και απρόσιτα αλλά προάγουν την αξία της συλλογικότητας. Δεν είναι τυχαίο όμως ότι από την πρώην ΛΔΕ ξεπηδούν και οι περισσότερες σύγχρονες νεοναζιστικές οργανώσεις… <br /> Παράλληλα, η ευφυής πλοκή που επινοεί ο συγγραφέας δίνει κι άλλες ψυχογραφικές διαστάσεις: τη δύναμη της αγάπης, τη δύναμη της τέχνης, τη σχέση της τρίτης γενιάς με την νεότερη γενιά, το συλλογικό όνειρο που προάγει την κοινότητα αλλά χειραγωγεί τα μέλη και κυοφορεί τη νεοναζιστική ιδεολογία, με όλη την τρομοκρατία -σε όλες της τις εκφάνσεις- που τις περισσότερες φορές συνεπάγεται αυτό. <br /> Όλα αυτά τα στοιχεία λοιπόν χτίζονται αριστουργηματικά σ΄ένα μυθιστόρημα του οποίου η υπόθεση είναι πολύ δελεαστική: ο 70χρονος ήρωας Κάσπαρ Βέτνερ, βιβλιοπώλης από την Δυτική Γερμανία, χάνει την ανατολικογερμανίδα γυναίκα του Μπίργκιτ από ατύχημα που προκάλεσε το ποτό και οι καταχρήσεις. Το μυστήριο που καλύπτει την προσωπικότητα της Μπίργκιτ, βασανίζει τον Κάσπαρ ακόμη και μετά τον θάνατό της, γιατί εξακολουθεί να νιώθει ερωτευμένος και γιατί την αγαπά βαθιά και ουσιαστικά, παρόλο τον αλκοολισμό, την κατάθλιψη, τις τάσεις φυγής και εσωστρέφειας που είχε (<i>βυθισμένος στη θλίψη που του προκαλούσε πάντα και παντού η απουσία της Μπίργκιτ, θαρρείς και ήταν πάντα και παντού δίπλα του, ξεχνούσε πόσο συχνά και πόσο μακριά έφευγε εκείνη</i>). Ψάχνοντας τα ποιήματά της και το μυθιστόρημα που εκείνη ήθελε να εκδώσει εν αγνοία του (<i>στην αγάπη και στη θλίψη του είχε τρυπώσει ένα μικρό παράπονο/μιλούσε για τα γραπτά της μ’ έναν άγνωστο –κι όχι μ’ εκείνον;</i>), τα γράμματά της, τις σημειώσεις της από το βιβλίο που δεν έγραψε ποτέ, ανακαλύπτει στοιχεία άγνωστα και καθοριστικά για κείνην από το παρελθόν της στην Ανατολική Γερμανία (<i>όταν την ρώτησε ο εκδότης για το μυθιστόρημά της,</i> του είπε πως <i>αναφερόταν στη ζωή ως απόδραση. Στη δική της <b>ζωή ως απόδραση</b>, σε όλες τις ζωές ως απόδραση</i>). <br /> Γιατί όπως θα φανεί και από το σύντομο φλας μπακ όπου μας περιγράφει ο συγγραφέας πώς γνωρίστηκαν οι δυο νέοι, αλλά και από την εγκιβωτισμένη αφήγηση της Μπίργκιτ που κρατούσε κρυφά στον υπολογιστή της, η ζωή της Μπίργκιτ ήταν όντως <i><b>απόδραση</b></i>: η Μπίργκιτ όταν γνώρισε και αγάπησε τον Κάσπαρ στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο στις 17 Μαΐου του 1964, την ημέρα της Πεντηκοστής όπου συναντήθηκαν νέοι και από το Δυτικό και από το Ανατολικό Βερολίνο, ήταν ήδη έγκυος από τον Λέο Βάιζε, γραμματέα της επαρχιακής διοίκησης, υπεύθυνο των φοιτητικών οργανώσεων και… παντρεμένο. Η Μπίργκιτ θέλει να ξεφορτωθεί το παιδί, και κυρίως δεν θέλει να το δώσει στον Βάιζε, ο οποίος αξιώνει να το πάρει και να το μεγαλώσει με τη νόμιμη γυναίκα του. Στο διάστημα που ο Κάσπαρ περιμένει τα χαρτιά για να περάσει –παράνομα φυσικά- η Μπίργκιτ τα σύνορα, η Μπίργκιτ γεννά, παραδίδει το παιδί σε μια παιδική της φίλη -την συνετή και ηθική Πάουλα-, παρακαλώντας την να το δώσει σε ίδρυμα, και αναχωρεί για τη Δύση (<i>Είμαι χαρούμενη που δεν έμεινα. Είμαι χαρούμενη που δεν έφυγα. Δεν θέλω καμιά από αυτές τις ζωές που δεν έζησα</i>). <br /><b> Κάσπαρ και Μπίργκιτ, Δύση και Ανατολή <br /></b> Ο αναγνώστης έχει την ευκαιρία να απολαύσει τη μεγάλη δεξιοτεχνία του Σλινκ στην ψυχογράφηση των πρωταγωνιστών, αρχικά του Κάσπαρ και της Μπίργκιτ, δύο ανθρώπων που έζησαν σε μοναδικές συγκυρίες. Αρχικά, παρακολουθούμε τις σκέψεις και τα συναισθήματα του πράου και υπομονετικού Κάσπαρ, που αισθάνεται βέβαια εκ των υστέρων -μαζί με την αγάπη και το πένθος- κύματα θυμού για την Μπίργκιτ, εφόσον του έκρυψε ουσιαστικές πλευρές της ζωής της. Ωστόσο ο βαθύτερος πόθος του είναι να αποκαλύψει, να κατανοήσει, να βοηθήσει. <br /> Ο Κάσπαρ από νέος ακόμα έχει το όραμα της Ενωμένης Γερμανίας, και εντοπίζει από τότε χωρίς προκαταλήψεις τις διαφορές στην κουλτούρα, στα ήθη, στις αξίες. Ήδη ως φοιτητής ασχολείται με την αντίθεση Ανατολής –Δύσης, επισκέπτεται το Πανεπιστήμιο Χούμπολντ στην Ανατολική Γερμανία με την ελπίδα ότι θα μπορέσει να φοιτήσει εκεί για ένα εξάμηνο! Στην γιορτή π.χ. της Πεντηκοστής όπου γνώρισε την Μπίργκιτ, παρατηρεί πόσο πιο απλά είναι ντυμένοι οι Ανατολικοί, αλλά και πόσο έντονη είναι η –λεκτική- αντιπαράθεση Ανατολής Δύσης στις ομιλίες των πανηγυρισμών. Ο έρωτας τον χτυπάει… κατακέφαλα όταν την είδε και την ξαναείδε <i>γεμάτη ζωντάνια, λαμπερή, ετοιμόλογη, και, αντίθετα από τους άλλους, καθόλου προκατειλημμένη ιδεολογικά και με ζωηρή διάθεση για</i> <i>αντιπαράθεση. <br /></i> Τον πλούσιο εσωτερικό κόσμο του Κάσπαρ τον παρακολουθούμε βήμα βήμα σε όλο το βιβλίο. Έχουμε όμως την ευκαιρία να ψηλαφήσουμε και τα έντονα συναισθήματα της Μπίργκιτ, μια και στα πολυπληθή και ποικίλα σημειώματα που άφησε πίσω της, ο διακριτικός Κάσπαρ δεν άντεξε να μην τα «ξεκλειδώσει». Με πολλή επιφύλαξη, και υπό το κράτος της θλίψης ο Κάσπαρ απάντησε θετικά στο ηθικό δίλημμα αν έχει δικαίωμα να παραβιάσει τα γραπτά της: παρομοιάζει τον εαυτό του με τον Ορφέα, ο οποίος πρέπει να μην κοιτάξει πίσω την Ευρυδίκη να δει αν τον ακολουθεί, ώστε να μην την χάσει: ο Κάσπαρ ήξερε ότι, <i>αποσπώντας από την Μπίργκιτ το μυστικό του κειμένου, ήταν σαν να γύριζε το κεφάλι του προς τα πίσω για να τη δει. Όσα και να μάθαινε από την ανάγνωση, όσο καλά και να γνώριζε την Μπίργκιτ, εκείνη θα ξεγλιστρούσε ολοένα και πιο μακριά. </i><br /><i> Το άλλο πρωί μάζεψε τα φύλλα. <b>Το βράδυ είχε χάσει την Ευρυδίκη</b>. Αυτό δεν είχε πια σημασία. <br /></i> Το κείμενο της Μπίργκιτ τιτλοφορείται «<i>Ένας αυστηρός θεός</i>». Εκεί καταγράφει κάθε μύχια σκέψη, κάθε κυματισμό στην πολυτάραχη ζωή της, μια και δεν ήταν μικρό το ρίσκο να γεννήσει κρυφά απ’ όλους, να εγκαταλείψει το παιδί και να διακινδυνεύσει την έξοδο από την χώρα. Μαθαίνουμε για την ζωή της μέχρι τότε, τις σκέψεις της για το καθεστώς (<i>η ΛΔΕ δεν θα γίνει ποτέ η χώρα που ονειρευτήκαμε. Δεν υπάρχει πια (…). Η εξορία δεν έχει τελειωμό. Η χώρα και το όνειρο έχουν ανεπανόρθωτα απωλεσθεί</i>). Μιλά για τον τρόπο ζωής της, για την οικογένειά της, τα συναισθήματα προς τον Βάιζε που μετατράπηκαν σε απέχθεια, και φυσικά για την κόρη της! Τέλος, αισθάνεται ότι «τους πρόδωσε όλους» (<i>πώς ξεφεύγεις από τους άλλους; Με το να έχεις αποφασίσει πώς θα ζήσεις τη δική σου ζωή/δεν ήθελα να περιμένω, ήθελα να ζήσω</i>). Ωστόσο, τα χρόνια που έζησε στην Δύση δεν μπόρεσε να απαλλαγεί από το βάρος της εγκατάλειψης της κόρης (βρήκε μια φωτογραφία που την κρατά σαν φυλαχτό), η διάθεσή της είναι πάντα αμφίσημη, κάνει μάταιες προσπάθειες να δραπετεύσει από τον εαυτό της (διάφορα επαγγέλματα, ταξίδι στην Ινδία, διαλογισμός) κάτω από την σκέπη της αποδοχής του Κάσπαρ, και βέβαια γίνεται αλκοολικιά. Τέλος, τελειώνοντας το μισοτελειωμένο βιβλίο της, μιλά και για τα συναισθήματά της απέναντι στον Κάσπαρ με σπαραχτικό τρόπο, αφήνοντάς του μια πολύτιμη (και πάλι αμφίσημη, βέβαια) παρακαταθήκη: <br /> <i> Αχ, Κάσπαρ (…). Όταν κάποιες φορές με κουβαλάς και με ξαπλώνεις στο κρεβάτι, σε βλέπω, κι εγώ ξυπνάω χωρίς να σ’αφήσω να το προσέξεις. Ύστερα κάθεσαι στο σκαμπό, έχεις το βλέμμα στραμμένο σε μένα, αλλά ονειρεύεσαι. Ονειρεύεσαι τα παιδιά που δεν αποκτήσαμε, τη σύντροφο που δεν υπήρξα για σένα, τη γυναίκα που θα ήμουν αν δεν έπινα; Ή ονειρεύεσαι τη νεαρή γυναίκα που ερωτεύτηκες; Εξακολουθείς να με αγαπάς, το ξέρω. Είναι η μεγάλη παρηγοριά της ζωής μου: ό, τι δεν έχω υπάρξει στη ζωή μου, ό, τι δεν έχω υπάρξει για σένα –μου αρκεί ότι μέχρι τώρα εσύ με αγαπάς. </i><br /> <b>Ζίγκρουν </b><br /><div style="text-align: right;"><i><span style="color: #20124d;">Υπάρχει μόνο μία αλήθεια.</span></i></div><div style="text-align: right;"><i><span style="color: #20124d;">Δεν ανήκει σε μένα, δεν ανήκει σ΄εσένα,</span></i></div><div style="text-align: right;"><i><span style="color: #20124d;">απλώς υπάρχει.</span></i></div><div style="text-align: right;"><i><span style="color: #20124d;">Όπως ο ήλιος και η σελήνη.</span></i></div> Υπάρχει επομένως <b>μια κόρη</b> στην Ανατολική Γερμανία, ενήλικας πια, την οποία η Μπίργκιτ, στα τελευταία χρόνια πριν πεθάνει, ήθελε να συναντήσει διακαώς ενώ παράλληλα δίσταζε, κι αυτή η αμφίρροπη ψυχική διάθεση την διέλυε. Όταν την βρίσκει με τα πολλά ο Κάσπαρ (παρακολουθούμε με αγωνία τα βήματά του στις συναντήσεις του με την Πάουλα, με τον Βάιζε και την γυναίκα του, στην ενωμένη πια Γερμανία), ανακαλύπτει ότι η κόρη (Σβένια) είχε ένα πολύ ζοφερό παρελθόν: είχε κάνει την επανάστασή της απέναντι στην οικογένεια του Βάιζε με αποτέλεσμα να περάσει από πολύ σκληρά αναμορφωτήρια (το Τοργκάου ήταν το σκληρότερο «ειδικό ίδρυμα» της ΛΔΕ), ναρκωτικά, ρατσιστικές επιθέσεις, ομάδες σκίνχεντ (<i>προκαλούσε επεισόδια, έπινε, έδερνε, έσπαγε τα μπουκάλια στον δρόμο, ενοχλούσε τους πελάτες/γιατί παρέμενα στους σκίνχεντ; Για να καταστρέψω, να καταστρέψω επιτέλους ό, τι με κατέστρεφε</i>) ώσπου η ηρωίνη την έριξε στον άντρα της τον Μπιορν, ο οποίος εμφανίστηκε ως προστάτης της στην πλευρά των φανατικών εθνικιστών (<i>το σχέδιο ήταν στο τέλος να ιδρύσουν ένα εθνικιστικό χωριό</i>). <br /> Ωστόσο, όπως ανακαλύπτει ο κατάπληκτος Κάσπαρ, υπάρχει <b>ΚΑΙ </b>μια <b>εγγονή</b>! Η Ζίγκρουν είναι ένα δεκατετράχρονο κορίτσι που ρουφάει τη ζωή, γεμάτο ενέργεια και περιέργεια για όλα, με τρομερό ζήλο και πάθος να υπηρετήσει τις αρχές με τις οποίες έχει μεγαλώσει. Ο Κάσπαρ συναντά την οικογένεια της Σβένιας (της κόρης), συστήνεται ως παππούς («<i>αυτός ο άντρας είναι ο παππούς μου;</i>»), και γίνεται αποδεκτός παρόλη την δυτική του κουλτούρα από μια οικογένεια που τηρεί και προασπίζεται τις αξίες της ανατολικής Γερμανίας χάρη στην κληρονομιά που δικαιούται η Ζίγκρουν. Ένα είδος συμφωνίας τού επιτρέπει να βλέπει κάποιες βδομάδες τον χρόνο την «εγγονή» του εξ αγχιστείας, φιλοξενώντας την στον δικό του χώρο. <br /> Απ’ αυτό το σημείο και μετά αρχίζει το «κέντημα». Ο Σλινκ χτίζει αριστουργηματικά την σχέση των δύο αλλόφερτων κόσμων, αλλόφερτων όχι βέβαια μόνο λόγω διαφοράς ηλικίας, αλλά και διαφοράς κουλτούρας. Ο ενθουσιασμός και η αγάπη για ζωή, η δίψα για μάθηση και γνώση της Ζίγκρουν κουμπώνει με τον ήπιο, στοργικό και καρτερικό χαρακτήρα του Κάσπαρ, που αντιμετωπίζει με παιδαγωγική μαεστρία τις εθνικιστικές έως νεοναζιστικές εξάρσεις της μικρής, την καχυποψία της μάνας της και την υπεροψία του επίσης εθνικιστή πατέρα. Ωστόσο, οι δύο ετερόκλητοι κόσμοι καταφέρνουν να συγκλίνουν –είναι η δύναμη της αγάπης; Ίσως αυτές οι δυο ηλικίες, παρόλη την χρονική διαφορά, έχουν τις προδιαγραφές μιας βαθιάς επικοινωνίας. Η ουσία είναι ότι η εμφάνιση της Ζίγκρουν στη ζωή του Κάσπαρ δίνει νόημα στην καθημερινότητά του: προβληματίζεται πώς να ετοιμάσει τον προσωπικό της χώρο, ψάχνει βιβλία που να την ενδιαφέρουν, μουσικά έργα, ρεσιτάλ κλασικής μουσικής. Στις εβδομάδες που ταξιδεύουν μαζί, πηγαίνουν περιπάτους, ακούνε μουσική, κουβεντιάζουν για βιβλία και όχι μόνο, μέχρι που ο παππούς της συστήνει δάσκαλο πιάνου, όταν αντιλαμβάνεται την αγάπη και το ταλέντο που κρύβει μέσα της η Ζίγκρουν. <br /> Το πάθος της να επισκεφτεί τον τάφο της Ίρμα Γκρέζε (της «΄Υαινας του Άουσβιτς»)<a href="file:///C:/Users/User/Desktop/%CE%A4%CE%B5%CF%84%CF%81%CE%AC%CE%B4%CE%B9%CE%BF%20%CE%B2%CE%B9%CE%B2%CE%BB%CE%AF%CF%89%CE%BD%202023.docx#_ftn1">[1]</a>, η ανακήρυξη του Ρούντολφ Ες ως ήρωά της, η εμμονή της μόνο με τους Γερμανούς συγγραφείς ή μουσουργούς, η άρνηση των στρατόπεδων συγκέντρωσης και της μαρτυρίας της Άννας Φρανκ ιντριγκάρουν τον Κάσπαρ, τον προβληματίζουν. Ακούει τα εθνικιστικά λόγια του Μπιορν και δεν μπορεί να μην σκεφτεί τον σφαγέα της Πολωνίας Χανς Φρανκ ο οποίος <i>έπαιζε περιπαθώς Σοπέν στο κάστρο του στην Κρακοβία, τον Χίτλερ, ο οποίος αγαπούσε τον σκύλο του</i> (<i>πώς θα ήταν δυνατόν να μην αφαιρούνται, να μην ονειροπολούν, να μη μελαγχολούν και οι ακροδεξιοί, όπως εμείς;</i>). <br /> Ο τρόπος που ο Κάσπαρ χειρίζεται τις προκλήσεις αυτές είναι αριστουργηματικός. Γιατί βέβαια, όχι μόνο δεν θέλει να χάσει την Μπίργκιτ, αλλά καταλαβαίνει ότι εκείνη βρίσκεται σε μια ηλικία εύπλαστη. Είναι αλήθεια ότι «τυχαίνει» η Ζίγκρουν να είναι ένα προικισμένο παιδί, και από διανοητική αλλά και από συναισθηματική πλευρά, έξυπνη και με ενσυναίσθηση. Είναι τρυφερή και ενθουσιώδης, και με πολύ θετική αύρα. Μεγαλωμένη με τις αξίες της σωματικής ρώμης (εξαιρετική αθλήτρια, με αντοχή, αγάπη για περπάτημα κλπ) της αυτάρκειας (ψωνίζει μόνη της και μαγειρεύει, κάνει τις δουλειές του σπιτιού) και του ζήλου για κοινοτική ζωή. Ο διαχυτικός χαρακτήρας της Ζίγκρουν διευκολύνει την επικοινωνία αλλά ο Κάσπαρ δεν παύει να βασανίζεται από ηθικά διλήμματα τύπου «<i>με ποιο δικαίωμα εισέβαλλε στη ζωή της;/ήθελε να τη σώσει από την ηθική και πνευματική παρακμή</i>»; <br /> Το εθνικιστικό χωριό που ονειρεύονται οι γονείς της (βασικά ο πατέρας) είναι και δικό της ιδανικό. Ωστόσο, αρχίζει να χαράζει και τον δικό της δρόμο, ξεκόβοντας από την επιρροή των δικών της: θέλει να φύγει απ’το χωριό, να ζήσει στο Βερολίνο και να ενταχτεί στους Αυτόνομους Εθνικιστές (τρομοκράτες), να συναντήσει την ήδη ενταγμένη Ιρμτράουντ, να αγωνιστεί ενεργητικά (αντάρτισσα πόλεων). Η ιδεολογική σύγκρουση με τον Κάσπαρ αρχίζει και σκληραίνει όταν αρχίζουν τα ρατσιστικά παραληρήματα, η άρνηση του Άουσβιτς, η επιθυμία να επισκεφτεί το αποτρόπαιο στρατόπεδο συγκέντρωσης Ράβενσμπρικ<a href="file:///C:/Users/User/Desktop/%CE%A4%CE%B5%CF%84%CF%81%CE%AC%CE%B4%CE%B9%CE%BF%20%CE%B2%CE%B9%CE%B2%CE%BB%CE%AF%CF%89%CE%BD%202023.docx#_ftn2">[2]</a>. Ωστόσο, η συναισθηματική προσέγγιση μέσα από τους περιπάτους, την μουσική (στην αρχή αποδέχεται μόνο τους Γερμανούς μουσουργούς) λειαίνει κάπως τις αντιθέσεις. Αναλώνονται σε διαλόγους, της εξηγεί την προσωπικότητα της γιαγιάς της, της Μπίργκιτ, της δείχνει έργα μη Γερμανών καλλιτεχνών. <br /> Ο Κάσπαρ έχει βρει τώρα κάποιο νόημα στην θλιμμένη του ζωή. Αθλείται για να μπορεί να συνοδεύσει την Ζίγκρουν, εξασκείται στο σκάκι, μαγειρεύει, ψάχνει τις μουσικές συναυλίες. Επίσης, βλέπει ότι στον «ανατολικό τρόπο ζωής» υπάρχουν πλεονεκτήματα, έχουν συλλογικό πνεύμα, έχουν όραμα για κοινοτική ζωή και όχι εξάρτηση από τον καταναλωτισμό. Συνειδητοποιεί ότι ανήκε μέχρι τώρα στον κόσμο της νεκρής Μπίργκιτ, ενώ <i>η εβδομάδα με την Ζίγκρουν ήταν αληθινή</i>. Ωστόσο, αρχίζει και φτάνει στα όριά του όσο αφορά τον νεοναζισμό: τυπώνει την σωστή εκδοχή του ημερολογίου της Άννας Φρανκ, αντιδρά στο «ψέμα του ολοκαυτώματος», είναι λακωνικός κι αμίλητος όταν η Ζίγκρουν εκθειάζει τις γυναίκες-φύλακες του Ράβενσμπρικ. Η Ζίγκρουν παίζει παιχνίδια εξουσίας ή νιώθει ότι ο παππούς της την αμφισβητεί, εκείνην, τον κόσμο της, τους γονείς της, τις απόψεις τους; Πόσο πρέπει να παρεμβαίνει, έχει το δικαίωμα να παρεμβαίνει; <br /> Η απάντηση έρχεται κάποιους μήνες αργότερα, από τον Μπιορν και τη Σβένια. Ο Μπιορν ξεσπαθώνει με θυμό και απειλές κατηγορώντας τον, θεωρώντας ότι οι αλλαγές της Ζίγκρουν (διαβάζει ένα βιβλίο που περιγράφει την επανάσταση μιας κοπέλας απέναντι στους ακροδεξιούς γονείς της (για το οποίο ο Κάσπαρ δεν είχε ιδέα) οφείλονται στην επιρροή του Κάσπαρ. Ο Κάσπαρ αηδιάζει με την πρόστυχη συμπεριφορά κι εξαφανίζεται. Αν και πάλι, όταν περνούν τα καυτά συναισθήματα, προσπαθεί να καταλάβει. <br /> Φυσικά και το βιβλίο δεν τελειώνει εδώ. Υπάρχει ανατροπή, μεγάλη, και για τον Κάσπαρ και για τον αναγνώστη. Δυο χρόνια αργότερα η Ζίγκρουν χτυπά απελπισμένη το κουδούνι του Κάσπαρ. Είναι μπλεγμένη άσχημα σε συμπλοκή με θύτες και θύματα. Τόσο άσχημα, που ο Κάσπαρ αισθάνεται ότι δεν υπάρχει πια περιθώριο ούτε υπομονής, ούτε αναβολής σε ορισμένες απαντήσεις, σε ηθικά διλήμματα που θέτει η ζωή. Ξεδιπλώνει με συγκρατημένη οργή και αποφασιστικότητα την άποψή του για τα τρομοκρατικά χτυπήματα (<i>Δεν αντέχετε να τις τρώτε κι εσείς πότε πότε; Πυροβολείτε κάποιον για να μη φάει ξύλο ο Γκιοργκ; Τι κακομαθημένα, αδύναμα, αξιοθρήνητα άτομα που είστε! Θέλετε να ξανακάνετε μεγάλη τη Γερμανία; Πλακωθείτε με τους άλλους, τους Αντίφα, παίξτε το ηλίθιο παιχνίδι σας όσο συχνά θέλετε, αλλά τα παιχνίδια έχουν και τα όριά τους</i>), μιλά με αυστηρότητα έξω απ’ τα δόντια. <br /> Το τελευταίο και ακραίο ηθικό δίλημμα που αντιμετωπίζει η Ζίγκρουν, το αντιμετωπίζει με γενναιότητα, εκπλήσσοντας τον Κάσπαρ, και φυσικά, και τον αναγνώστη, και προκαλώντας υψηλές δονήσεις συγκίνησης όχι μόνο με τις ανατρεπτικές αποφάσεις που πήρε όπως η γιαγιά της η Μπίργκιτ, αλλά με την γεύση που αφήνει η ορμή της νιότης, ότι <i><b>κάποιες φορές πρέπει να δραπετεύεις…</b></i><div><div style="text-align: right;">Χριστίνα Παπαγγελή</div><i><b></b></i><p class="MsoNormal" style="text-indent: 1.0cm;"><a href="file:///C:/Users/User/Desktop/%CE%A4%CE%B5%CF%84%CF%81%CE%AC%CE%B4%CE%B9%CE%BF%20%CE%B2%CE%B9%CE%B2%CE%BB%CE%AF%CF%89%CE%BD%202023.docx#_ftnref1" name="_ftn1" title=""><span class="MsoFootnoteReference"><span class="MsoFootnoteReference"><span style="font-family: "Calibri","sans-serif"; font-size: 10.0pt; mso-ansi-language: EL; mso-ascii-theme-font: minor-latin; mso-bidi-font-family: "Times New Roman"; mso-bidi-language: AR-SA; mso-bidi-theme-font: minor-bidi; mso-fareast-font-family: "Times New Roman"; mso-fareast-language: EL; mso-fareast-theme-font: minor-fareast; mso-hansi-theme-font: minor-latin;">[1]</span></span></span></a> https://www.mixanitouxronou.gr/to-panemorfo-teras-i-kopela-pou-vasanize-kai-mastigone-tis-kratoumenes-sta-nazistika-stratopeda-gia-tin-efxaristisi-tis-oi-frikaleotites-tin-ikanopoiousan-seksoualika/</p><div style="mso-element: footnote-list;">
<div id="ftn2" style="mso-element: footnote;">
<p class="MsoFootnoteText"><a href="file:///C:/Users/User/Desktop/%CE%A4%CE%B5%CF%84%CF%81%CE%AC%CE%B4%CE%B9%CE%BF%20%CE%B2%CE%B9%CE%B2%CE%BB%CE%AF%CF%89%CE%BD%202023.docx#_ftnref2" name="_ftn2" style="mso-footnote-id: ftn2;" title=""><span class="MsoFootnoteReference"><span style="mso-special-character: footnote;"><!--[if !supportFootnotes]--><span class="MsoFootnoteReference"><span style="font-family: "Calibri","sans-serif"; font-size: 10.0pt; mso-ansi-language: EL; mso-ascii-theme-font: minor-latin; mso-bidi-font-family: "Times New Roman"; mso-bidi-language: AR-SA; mso-bidi-theme-font: minor-bidi; mso-fareast-font-family: "Times New Roman"; mso-fareast-language: EL; mso-fareast-theme-font: minor-fareast; mso-hansi-theme-font: minor-latin;">[2]</span></span><!--[endif]--></span></span></a> https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A1%CE%AC%CE%B2%CE%B5%CE%BD%CF%83%CE%BC%CF%80%CF%81%CE%B9%CE%BA</p>
</div>
</div></div>Χριστίνα Παπαγγελήhttp://www.blogger.com/profile/16375943334890543341noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-2588422417895573421.post-68982665989451037762023-09-30T10:22:00.001+03:002023-09-30T10:22:04.334+03:00καλντερίμι/99 χρόνια στη Θεσσαλονίκη, Γιάννης Καλπούζος Ένα ακόμα χορταστικό και συναρπαστικό μυθιστόρημα μάς χάρισε πρόσφατα ο αγαπητός συγγραφέας, με ιστορικό πλαίσιο αυτή τη φορά την αγαπημένη, πλανεύτρα Θεσσαλονίκη. <br /> Με κεντρικό ήρωα τον Παράσχο που γεννήθηκε το 1857 (επομένως εξετάζοντας και τους προγόνους οι ιστορικές αναφορές πάνε πολύ πιο πίσω), διατρέχουμε τον 19ο αιώνα και τον πολυτάραχο 20ο αιώνα μέχρι το 1919, γνωρίζοντας από «μέσα» την ιστορία της πόλης. Βασικοί ήρωες είναι επίσης και ο Αντίπας, πατέρας του Παράσχου καθώς και ο γιος του Παράσχου ο Κλεάνθης, πρόσωπα των οποίων τις τροχιές ακολουθεί η αφήγηση συνυφαίνοντας πολλές και διαφορετικές ιστορίες με τους έρωτες, τα πάθη, τα μυστικά τους… Επίσης πολλά -πιο- δευτερεύοντα πρόσωπα πλαισιώνουν την κύρια υπόθεση, χωρίς να σημαίνει ότι δεν διαγράφονται ξεκάθαροι χαρακτήρες. Βλέπουμε την συνύπαρξη των τριών γενεών που τις χαρακτηρίζουν διαφορετικές έγνοιες και ήθη, μέσα σ’ ένα πολύπαθο περιβάλλον· ο συγγραφέας έχει αποδείξει πολλές φορές ότι είναι μάστορας στο να συμπλέκει πολλές ξεχωριστές προσωπικότητες, και να αναπαριστά ανάγλυφα την πολυδιάστατη κοινωνία της ιστορικής εποχής που επιλέγει. Γιατί, η πολυπολιτισμικότητα και η οικονομική άνθηση της τουρκοκρατούμενης Θεσσαλονίκης, μιας πόλης που ήταν λιμάνι και εμπορικό κέντρο λίγο πριν την επανάσταση των Νεότουρκων, διασταύρωση πολλών αντιμαχόμενων πληθυσμών –Τούρκων, Εβραίων, Βουλγάρων, Σέρβων κ.α.- και ποικίλων οικονομικών και πολιτικών συμφερόντων, δίνει μια σύνθεση, ένα «πολύχρωμο ψηφιδωτό» που επιτρέπει να συνυπάρχουν πολλές παράλληλες μικροϊστορίες, μυστήρια που κρατούν το ενδιαφέρον του αναγνώστη ενεργό και χαρακτήρες που του προκαλούν πλούσια συναισθήματα όπως θαυμασμό, αποτροπιασμό, συγκίνηση, αγωνία, λαχτάρα, αντιπάθεια. <br /> Ο Παράσχος, γεννημένος σε πολύ φτωχική γειτονιά, ζει ορφανός από μητέρα, με τον πατέρα του Αντίπα που είναι καραγωγέας και τη θεία Μόρφω, που έχει ένα κοριτσάκι λίγο μικρότερο από τον ήρωά μας, φθισικό. Με αναδρομικές αφηγήσεις παρακολουθούμε τα παιδικά χρόνια του σε διάφορες χρονικές περιόδους: στο ελληνικό σχολείο ο μόνιμος βασανιστής του ο Τασμάς τού κάνει τη ζωή μαρτύριο μέχρι τα 13 του χρόνια, οπότε εμφανίζεται ένα πρόσωπο καθοριστικό στη ζωή του, ο Χρήστακας, και τον απεγκλωβίζει. Η υποστήριξη του Χρήστακα (<i>να στέκεσαι στα δικά σου ποδάρια μικρέ/δάγκωσε τον φόβο προτού σε φάει</i>) προκαλεί «κοσμογονική μεταβολή» στη συμπεριφορά του Παράσχου, ο οποίος ξεθαρρεύει, και ανακτά το κύρος του σπάζοντας στο ξύλο έναν άλλον μάγκα της γειτονιάς και κερδίζοντας έτσι τον σεβασμό των νταήδων και παλικαράδων. <br /> Σε αντίθεση με τον πατέρα του, τον ρομαντικό Αντίπα, που είναι ήπιος και συγκαταβατικός χαρακτήρας, ο Παράσχος από πολύ μικρός τρέφει φιλοδοξίες να βγει από την φτώχεια και την ορφάνια όπου τον έχει ρίξει η μοίρα (<i>ζήλεψε όπως ο θάνατος τη ζωή, κι ήθελε να εξαφανιστεί, να τον αρπάξει μαύρος γύπας και να τον αμολήσει από ψηλά, να τσακιστεί στα βράχια. Ο ίδιος με δυσκολία αγόραζε δυο τρία τετράδια κι ο Λυγίζος τα είχε στοίβα</i>). Έτσι, δεμένος στο άρμα του θαυμασμού του προς τον Χρήστακα, καθώς ο Παράσχος μεγαλώνει και πηγαίνει πια στο τετρατάξιο γυμνάσιο, παρόλο που είναι καλός μαθητής, <i>κάνει ό, τι μπορεί για να μην είναι πια παρακατιανός, ασήμαντος</i>. Μαζί με τους καινούργιους του φίλους, τον Τούρκο Μπεκτάς, τον Εβραίο Πέπο και τον Βούλγαρο Τράικο υπό την καθοδήγηση του Χρήστακα σχηματίζουν μια ομάδα που με λαμογιές και απατεωνιές καταφέρνουν να επιπλεύσουν. Εντωμεταξύ οι πλούσιοι φίλοι του (Λυγίζος, Ράλλης) του δημιουργούν αισθήματα μειονεξίας (<i>ο κουρελής και ο αφέντης, έτσι αισθανόταν τη μια ο Παράσχος και την άλλη κολακευόταν που καταδέχτηκε να γίνει ο Λυγίζος φίλος του</i>). Άλλωστε, αδερφή του Λυγίζου είναι η Ιόνη, ο απρόσιτος μεγάλος έρωτας. <br /> Ο αδίστακτος και φιλόδοξος Παράσχος κρύβει πόνο και ευαισθησία μόνο για την άρρωστη ξαδέρφη του, την γλυκιά Ηλιάνα, ενώ η συμπεριφορά του σκληραίνει αναγκαστικά, σαν όρος επιβίωσης (<i>μόνο με σκληράδα μπορείς να σταθείς σ’ αυτήν την κοινωνία. Τρως για να μη σε φάνε. Πατάς για να μην σε πατήσουν</i>). Αρπάζει κάθε ευκαιρία για κοινωνική άνοδο, όχι χωρίς δισταγμό στην αρχή (<i>επί μέρες αλληλοσπαράσσονταν εντός του ό, τι λογάριαζε ως καταρράκωση της αξιοπρέπειάς του</i>) και εμπιστεύεται τις επιπόλαιες υποσχέσεις του πλούσιου φίλου του, Ράλλη, για να διαψευστεί αργότερα με τραυματικό τρόπο. <br /> Φιλίες, πάθη, έρωτες, μίση και προδοσίες χτίζουν την τυχοδιωκτική και παθιασμένη φύση του κεντρικού ήρωά μας. Παρακολουθούμε με γαργαλιστικές λεπτομέρειες (σε δυο χρονικά επίπεδα κινείται η αφήγηση) τον ώριμο πια Παράσχο, να έχει παντρευτεί δυο φορές και να είναι πατέρας πέντε παιδιών, να έχει καταξιωθεί οικονομικά και κοινωνικά ως επιχειρηματίας (καφέ σαντάν αρχικά με τον Χρήστακα, στη συνέχεια μόνος του), ενώ η πορεία της ζωής του ακολουθεί δύο κυρίως άξονες. <br /> Ο πρώτος και ίσως πιο καθοριστικός, είναι ο συναισθηματικός, γιατί, πέρα από την παθολογική αδυναμία/αγάπη στην μικρή ασθενική ξαδέρφη του την Ηλιάνα, ο Παράσχος χάνει το μυαλό του με ρομαντικούς και θυελλώδεις έρωτες: πρώτη «σοβαρή» σχέση η γλυκιά Δροσιά -με την οποία δεν φαίνεται τόσο ερωτευμένος- που έγινε και η πρώτη σύζυγος/μητέρα των δύο πρώτων παιδιών και που πέθανε νέα· η Ιόνη, αδερφή του φίλου του Λυγίζου, ο εφηβικός χιμαιρικός έρωτας με τον οποίο ξανασυναντήθηκε επεισοδιακά, έγινε η δεύτερη σύζυγος και μητέρα των τριών του μικρότερων παιδιών· η αέρινη Κορνηλία (<i>όσα φύλλα μετρήσεις, σε τόσα ανοίγει η καρδιά μου για σένα</i>)· τέλος, η εκρηκτική σαντέζα Μαιριλή που αποδείχτηκε… κατάσκοπος! <br /> Ο δεύτερος άξονας είναι το πάθος για κοινωνική άνοδο, η ισχυρή, ανεξέλεγκτη παρόρμηση να ξεφύγει από τη φτώχεια, πολλές φορές με αθέμιτο τρόπο όπως είπαμε- ως εκ τούτου η εμπλοκή του με την παρανομία, με τον κόσμο της νύχτας και με σκοτεινές δραστηριότητες του φέρνουν μεγάλη οικονομική επιφάνεια, όταν αποφασίζει να ανοίξει δική του επιχείρηση, παρά την δυσκολία των καιρών. Μέσα στις επί μέρους σκηνές που ανοίγονται και συναρπάζουν τον αναγνώστη γιατί κινούνται παράλληλα δημιουργώντας αγωνία, κυρίαρχη είναι η εκδίκηση για τον βιασμό και την απαγωγή της κόρης του της Ροδάμνης από τους Βούλγαρους. <br /> Γιατί το έργο ξεκινά «in medias res» (αναδρομική αφήγηση). Βρισκόμαστε στα 1908, μια χρονιά κρίσιμη για τη βαλκανική ιστορία και ιδιαίτερα για την Θεσσαλονίκη, που είναι το προπύργιο των νεότουρκων. Ο Μακεδονικός αγώνας έχει ήδη διχάσει τους κατοίκους, και φίλοι/γείτονες έχουν προσχωρήσει σε εχθρικό στρατόπεδο. Οι παιδικοί φίλοι του Παράσχου έχουν κάνει κι αυτοί παιδιά, έχουν πάρει τον δρόμο τους μέσα στους εθνικιστικούς ανταγωνισμούς των καιρών, οι εκβιασμοί και οι ίντριγκες είναι σε πρώτο πλάνο. Ο Κλεάνθης που σπουδάζει γιατρός στην Αθήνα έχει προσχωρήσει στον Μακεδονικό αγώνα σε υψηλή θέση και λαμβάνει επιστολή, να παραδώσουν τον αιχμάλωτο Βούλγαρο αγωνιστή Ασάν Τάνο για να αφήσουν την Ροδάμνη ελεύθερη. Ωστόσο, ο Ασάν Τάνο είχε ήδη ξεψυχήσει. <br /> Ίσως αυτή είναι η κορυφαία στιγμή αγωνίας για τους πρωταγωνιστές μας. Δεν είναι όμως δυνατόν ούτε σκόπιμο να αναφερθούν εδώ όλες οι προσωπικές ιστορίες των ηρώων, με τις αγωνίες, τα συναισθήματά τους και τις επιλογές τους. Πολλά από τα πρόσωπα αποκαλύπτουν, μέσα στις δυσκολίες τον πραγματικό τους εαυτό, που μπορεί να είναι αγγελικός (Αντίπας, Μόρφω, Μυρτώ) ή και σατανικός (Τασμάς, Ζαχάρω, Παρίσης ο προοριζόμενος γαμπρός της Ροδάμνης κλπ). Τα απρόοπτα, οι διαβολικές συμπτώσεις, η επανεμφάνιση ηρώων που είναι ξεχασμένοι έχοντας αφήσει ερωτηματικά πίσω τους, όλα αυτά είναι χαρακτηριστικά των ταραγμένων εποχών, αλλά και της γραφής του Καλπούζου, ο οποίος μας παραδίδει το νήμα όπου υπάρχουν οι «απαντήσεις». Γιατί όλες οι «μικροϊστορίες βρίσκουν απάντηση, όλοι οι ήρωες είτε δικαιώνονται είτε έχουν τη μοίρα που «τους αξίζει» (αν και η πραγματικότητα είναι πολλές φορές πολύ δεινή). Οι πολλαπλές υποθέσεις «κλείνουν» κάθε μία ολοκληρωμένα και αβίαστα. <br /> Αυτό όμως που γοητεύει ιδιαίτερα τον αναγνώστη είναι ότι μεταφέρεται αυτόματα σε μια ταραγμένη ιστορική εποχή αλλά τόσο καθοριστική για το παρόν, και σε μια πόλη που έχει τόσο διαφορετική, μοναδική ιστορία και παρελθόν: πολυπολιτισμική και κοσμική πρωτεύουσα, με λιμάνι από τα πιο σημαντικά. Τούρκοι, Βούλγαροι, Σέρβοι, Έλληνες, Εβραίοι, Αλβανοί, Αρμένιοι και Ρουμάνοι συγκατοικούσαν ειρηνικά, τα παιδιά τους πηγαίνουν μαζί σχολείο, συμπορεύονταν και αγωνίζονταν μαζί ενάντια στην φτώχεια και τους κατακτητές. Μέχρι που αρχίζουν τα πρώτα εθνικιστικά σκιρτήματα. Μαζί με τους ήρωες παρακολουθούμε τον απόηχο του ρωσοτουρκικού πολέμου (1877-78), (δολοφονίες προξένων, δραγουμάνων κλπ), αντίποινα (π.χ. του Βούλγαρου Χατζημήσεφ), παρακολουθούμε τις συνέπειες της ίδρυσης της βουλγαρικής Εξαρχίας και τον επεκτατισμό των Βουλγάρων (βλ. οργάνωση ΕΜΕΟ), τις επαναστατικές ομάδες και τις βομβιστικές επιθέσεις τους <i>(το δειλινό της 16ης Απριλίου1903 σείστηκε η Θεσσαλονίκη από απανωτές εκρήξεις</i>), την εξέγερση του Ίλιντεν<a href="file:///C:/Users/User/%CE%92%CE%99%CE%92%CE%9B%CE%99%CE%91/%CE%A4%CE%B5%CF%84%CF%81%CE%B1%CE%B4%CE%B9%CE%BF%20%CE%B2%CE%B9%CE%B2%CE%BB%CE%AF%CF%89%CE%BD%202023.docx#_ftn1">[1]</a> (σλαβόφωνων ενάντια στην οθωμανική αυτοκρατορία). Τα βουλγαρικά κομιτάτα, τα ελληνικά κομιτάτα, τις προπαγάνδες και τις συμμαχίες που οδήγησαν στους βαλκανικούς πολέμους, τον ρόλο των προξενείων, την ίδρυση της σιωνιστικής οργάνωσης Καντίμα (οραματίζονταν την επιστροφή των Εβραίων στην Παλαιστίνη). Τις πιέσεις που ασκούσαν οι Νεότουρκοι στον τελευταίο σουλτάνο τον Αβδούλ Χαμίτ Β΄, την προκήρυξή τους ότι όλοι είναι αδέλφια Έλληνες, Σέρβοι, Βούλγαροι Εβραίοι, Μουσουλμάνοι (<i>είμαστε όλοι ίσοι κάτω από τον γαλάζιο ουρανό, είμαστε περήφανοι που είμαστε Οθωμανοί!</i>), για να μεταστραφούν μετά από πολύ μικρό διάστημα σε ακραίο εθνικιστικό κίνημα. Την ίδρυση της Φεντερασιόν, με πολυφυλετικό σοσιαλιστικό όραμα, που απαρτιζόταν ωστόσο κυρίως από Εβραίους. Παρακολουθούμε φυσικά τους βαλκανικούς πολέμους, καθώς ο Κλεάνθης -και όχι μόνο- ως γιατρός βίωσε όλον τον πόνο της φριχτής όψης του πολέμου. Και αμέσως με τους βαλκανικούς βλέπουμε στους ήρωές μας τον αντίκτυπο από τα ιστορικά γεγονότα που ξέρουμε και που ακολουθούν καταιγιστικά: η παράδοση της Θεσσαλονίκης από τον Ταχσίν Πασά στις 27 Οκτωβρίου 1912 (όχι στις 26!) χαρίζει στον αναγνώστη στιγμές συγκίνησης με την παραστατικότητα με την οποία περιγράφονται οι αλησμόνητες εμπειρίες των ηρώων, αλλά και οι επιφυλάξεις όσων συμμετέχουν ενεργά για τον ρόλο των Μεγάλων Δυνάμεων. Η απελευθέρωση των Ιωαννίνων, η δολοφονία του βασιλιά Γεωργίου τον Φεβρουάριο του 1913, η άφιξη του διαδόχου Κωνσταντίνου, η συνθήκη του Βουκουρεστίου και ο Α΄ Παγκόσμιος πόλεμος… <br /> Και βέβαια η μεγάλη πρωταγωνίστρια είναι η Θεσσαλονίκη, ένας ζωντανός οργανισμός που εξελίσσεται και μεταμορφώνεται ραγδαία. Στην ατμόσφαιρα αυτή στην οποία μεταφέρεται ο αναγνώστης συντελούν και τα διαφορετικά -τούρκικα ή εβραϊκά- τοπωνύμια αλλά και οι τρεις χάρτες που υπάρχουν στην αρχή του βιβλίου: της Θεσσαλονίκης μέχρι το 1890, από το 1890 μέχρι το 1917 (μεγάλη πυρκαγιά) και της Καλαμαριάς το 1915. Μια πόλη που περιβαλλόταν πριν δυο αιώνες από ασφυκτικά θαλάσσια τείχη και που ο δεκαοκτάχρονος Παράσχος θυμάται να τα γκρεμίζουν σταδιακά (1873). Βλέπουμε τον Κανλί Κουλέ να μετονομάζεται σε Μπεϊάζ Κουλέ (Λευκό Πύργο ή Τόρε Μπλάνκα για τους Ισραηλίτες). Περιδιαβαίνουμε μαζί με τους ήρωες στα σοκάκια και τα καλντερίμια, βλέπουμε πώς ήταν πριν ενάμισι αιώνα οι γνώριμες γειτονιές, πώς καταστράφηκαν από την τρομερή καταιγίδα του 1890 αλλά κι απ’ τις αλλεπάλληλες πυρκαγιές με κορυφαία την πυρκαγιά του 1917, πώς ξαναχτίστηκαν σιγά σιγά, πώς άλλαξε η ρυμοτομία και η ανθρωπογεωγραφία με τις πληθυσμιακές μετακινήσεις. <br /> Όλα τα ιστορικά συμβάντα, τα γεωγραφικά και ανθρωπολογικά στοιχεία, απολύτως ακριβή και τεκμηριωμένα, ενσωματώνονται με τέχνη στις κύριες κι επί μέρους αφηγήσεις, στον κύριο κορμό των μυθιστορηματικών βίων των ηρώων χωρίς να γίνεται <i>μάθημα Ιστορίας</i>, αλλά επιτρέποντας στον αναγνώστη να δει την <b><i>συγκινησιακή διάσταση</i></b> των συγκλονιστικών γεγονότων.<div><div style="text-align: right;">Χριστίνα Παπαγγελή </div><br /><a href="file:///C:/Users/User/%CE%92%CE%99%CE%92%CE%9B%CE%99%CE%91/%CE%A4%CE%B5%CF%84%CF%81%CE%B1%CE%B4%CE%B9%CE%BF%20%CE%B2%CE%B9%CE%B2%CE%BB%CE%AF%CF%89%CE%BD%202023.docx#_ftnref1">[1]</a> <span style="font-size: x-small;">https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%95%CE%BE%CE%AD%CE%B3%CE%B5%CF%81%CF%83%CE%B7_%CF%84%CE%BF%CF%85_%CE%8A%CE%BB%CE%B9%CE%BD%CF%84%CE%B5%CE%BD</span><div style="mso-element: footnote-list;"><div id="ftn1" style="mso-element: footnote;">
</div>
</div></div>Χριστίνα Παπαγγελήhttp://www.blogger.com/profile/16375943334890543341noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-2588422417895573421.post-89130772659390856152023-09-26T12:33:00.004+03:002023-09-26T12:39:48.885+03:00Στο ντιβάνι, Ίρβιν Γιάλομ Ξαναδιάβασα μετά από 20 χρόνια το βιβλίο του αγαπημένου συγγραφέα και ψυχοθεραπευτή σε συνθήκες στέρησης (δεν είχα καινούργιο βιβλίο), και με συνάρπασε για μια φορά ακόμα η ελκυστική γραφή αλλά και η διεισδυτική ματιά, με κατάδυση με παρρησία και ειλικρίνεια στα άδυτα του ανθρώπινου ψυχισμού. Πρόκειται όχι ακριβώς για ψυχοθεραπευτικές περιπτώσεις, όπως στο βιβλίο του «Ο δήμιος του έρωτα» αλλά για ένα μυθιστόρημα με κεντρικούς ήρωες πρόσωπα φανταστικά, όμως κατά κύριο λόγο θεραπευτές. Ο Γιάλομ αυτήν τη φορά διερευνά τα προβλήματα που μπορεί να δημιουργηθούν στην ανθρώπινη σχέση μεταξύ θεραπευτή και θεραπευόμενου, που πολλές φορές ξεκινά μεν ως επαγγελματική κι επομένως είναι «οριοθετημένη», ωστόσο ολισθαίνει ίσως εις βάρος (ή εις όφελος;) των δύο. Παράλληλα παρουσιάζει την ιεραρχία στον επαγγελματικό χώρο, την ανάγκη οι ίδιοι οι θεραπευτές να εποπτεύονται από πιο έμπειρους, τις φιλοδοξίες τους, τους πειρασμούς τους, τις αντιζηλίες τους, την ανθρώπινη, ευάλωτη πλευρά τους. <br /> Μέσα από βιωματικές καταστάσεις λοιπόν, ο ανίδεος από ψυχοθεραπεία αναγνώστης έρχεται σε επαφή με τις αρχές της νέας αυτή σχετικά επιστήμης, που εξελίσσεται και πειραματίζεται συνέχεια (όπως άλλωστε όλες οι επιστήμες). Φερειπείν, μια σημαντική ιδέα που διατυπώνεται μέσα από την εμπειρία των προσώπων είναι ότι «<i>το ποσό και η φύση του άγχους που βιώνουμε δεν ορίζονται από (ή τουλάχιστον δεν ορίζονται μόνο από) τη <b>φύση</b> του τραύματος αλλά από το <b>νόημα </b>του τραύματος. Και το νόημα είναι ακριβώς η διαφορά μεταξύ σώματος και ψυχής</i>». Το νόημα του τραύματος, εφόσον η κάθε ξεχωριστή προσωπικότητα το προσλαμβάνει με διαφορετικό τρόπο και ένταση. <br /> Το πρώτο κεντρικό ζήτημα που τίθεται είναι το ζήτημα της «μεταβίβασης» όπως σύμφωνα με την ψυχαναλυτική θεωρία ονομάζεται η μεταφορά από τον θεραπευόμενο στον θεραπευτή συναισθημάτων, προτύπων και προσδοκιών που κουβαλάει από την προηγούμενη ζωή του. Πρόκειται για ένα συχνό φαινόμενο που δημιουργεί συχνά την «αντιμεταβίβαση», δηλαδή ισχυρά συναισθήματα και στον ίδιο τον θεραπευτή. Ο συνηθέστερος τύπος «μεταβίβασης» είναι ο έρωτας, δεδομένου ότι ο θεραπευτής είναι συνήθως μια ανοιχτή αγκαλιά, που ακούει πρόθυμα όλες τις σκοτεινές σκέψεις του θεραπευόμενου κι είναι επομένως φυσιολογικό να δημιουργείται ένα είδος εξάρτησης, συχνά ερωτικής/σεξουαλικής φύσης. Ο συνειδητοποιημένος θεραπευτής παίρνει υπόψη του τα συναισθήματα αυτά, και τα μεταβιβαστικά και τα αντιμεταβιβαστικά, και τα αξιοποιεί ως υλικό για την θεραπεία. <br /> Όμως… όμως υπάρχει και η «ανθρώπινη», αδύναμη πλευρά. Ο Γιάλομ, στο βιβλίο του αυτό, αφού μας συστήνει τον βασικό ήρωα Έρνεστ (νευροψυχίατρο, επίκουρο καθηγητή ψυχιατρικής, ερευνητής μέλος της Επιτροπής Ιατρικής Δεοντολογίας, επίδοξο θεραπευτή), ξεκινά από την περίπτωση του 70χρονου καθηγητή Σήμουρ Τρόττερ, «πατριάρχη της ψυχιατρικής κοινότητας» και πρώην προέδρου της ΑΨΕ, δηλαδή της Αμερικανικής Ψυχιατρικής εταιρείας. Πρόκειται δηλαδή για ένα άτομο καταξιωμένο, που περιέπεσε όπως στο ατόπημα να ερωτευτεί την 32χρονη πελάτισσά του Μπελλ. Ο Έρνεστ, ως αρμόδιος, αναλαμβάνει να χειριστεί την υπόθεση. <br /> Στην συνέντευξη στην οποία υποβάλλει ο Έρνεστ τον Τρόττερ, η θεωρία του Τρόττερ ανατρέπει τις μέχρι τότε αρχές του νεοφώτιστου ψυχοθεραπευτή: «<i>Πρέπει να εφευρίσκουμε μια νέα θεραπεία για κάθε ασθενή, να παίρνουμε στα σοβαρά την έννοια της μοναδικότητας κάθε ασθενούς και ν’ αναπτύσσουμε μια μοναδική ψυχοθεραπεία για τον καθένα/τι τεχνικές χρησιμοποίησα; Η τεχνική μου είναι να εγκαταλείψω κάθε τεχνική! (…) Η Μπελλ δεν υπήρξε ποτέ για μένα μια διάγνωση, μια οριακή διαταραχή προσωπικότητας ή μια διαταραχή διατροφής, ή μια ιδεοαναγκαστική ή αντικοινωνική διαταραχή</i> ». Ο Τρόττερ διαπιστώνει ότι η Μπελλ «έπασχε» από σύνδρομο ματαίωσης, επομένως στην ερωτική έλξη που ένιωθε για τον θεραπευτή, θα ήταν ολέθριο να αναπαραχθεί αυτή η σχέση (δηλαδή μια εκ νέου ματαίωση). Έτσι, επινοεί τον όρο «θεραπευτική συμμαχία», όπως ονομάζει το κρίσιμο σημείο όπου θεμελιώνεται ένα είδος εμπιστοσύνης ανάμεσα στον θεραπευτή και τον θεραπευόμενο («<i>σε όποιο σημείο -μα σε όποιο- και να τοποθετούσα τα όρια, εκείνη όλο προσπαθούσε να τα καταρρίψει</i>»). Το μεταίχμιο στη σχέση θεραπευτή και θεραπευόμενου έγινε πολύ οριακό, και ο Τρόττερ όχι μόνο ενέδωσε στην επιμονή και την έξυπνη στάση της Μπελλ, αλλά «εκμεταλλεύτηκε την μεταβίβαση» όπως τον κατηγόρησαν, παραιτήθηκε από τους τίτλους του κι εξαφανίστηκε με την Μπελλ με την οποία έδεσε τη ζωή του. <br /> Μετά το εκτεταμένο (και λίγο κουραστικό) αυτό πρώτο μέρος, βλέπουμε να αναπαράγεται το ίδιο ερώτημα, το ίδιο ηθικό ζήτημα αλλά κάπως πιο περίπλοκα: ο Τζάστιν, χρόνια ασθενής του Έρνεστ, ξεπερνά ξαφνικά τα προβλήματά του με την γυναίκα του Κάρολ, γνωρίζοντας μιαν άλλη γυναίκα και ουσιαστικά ακυρώνοντας τον ρόλο του ψυχοθεραπευτή («<i>Ναι, ξέρω, ακούγομαι σαν απαιτητικός γονιός!</i>» -ένα ακόμα ζήτημα στη σχέση θεραπευόμενου-θεραπευτή, που ο Έρνεστ το συζητά με τον επόπτη του, Μάρσαλ). <br /> Σ’ αυτό το σημείο μπαίνει στην αφήγηση δυναμικά η δαιμόνια και εκδικητική Κάρολ, που αποφασίζει να ανταποδώσει το χτύπημα στον Τζάστιν, εκθέτοντας τον… ψυχοθεραπευτή του! Αποφασίζει λοιπόν να υποκριθεί την απελπισμένη καταπιεσμένη γυναίκα χρόνιου καρκινοπαθούς, και να εμφανιστεί ως ασθενής στον Έρνεστ, με απώτερο σκοπό να τον εκμαυλίσει! Αντίστοιχα ο Έρνεστ, για δικούς του λόγους, αποφασίζει να ακολουθήσει τις αρχές του Τρόττερ, δηλαδή στην συγκεκριμένη ασθενή να λέει την αλήθεια. Στην προσπάθειά του αυτή ισορροπεί σ’ ένα τεντωμένο σκοινί (προσκρούοντας στην αρχή ότι ό, τι γίνεται πρέπει να γίνεται σε όφελος του θεραπευόμενου), καθώς ο Έρνεστ επινοεί συνέχεια αρχές και κανόνες (<i>Είναι οι κανόνες που θέτουν όρια στην αυτοαποκάλυψη του θεραπευτή, για να προστατεύσουν όχι μόνο τον θεραπευόμενο, αλλά και τον ίδιο</i>). Σημειωτέον ότι ο Έρνεστ είναι στερημένος από αληθινή ερωτική σχέση, και ο πειρασμός στις ερωτικές «αθώες» επιθέσεις της Κάρολ γίνονται αβάσταχτες. <br /> «Αντιστικτικά», παρακολουθούμε από κοντά τον τρίτο πρωταγωνιστή του μυθιστορήματος, τον επόπτη του Έρνεστ, τον αλαζονικό Μάρσαλ. Ο Μάρσαλ κάποια στιγμή μαγεύεται/ παγιδεύεται από έναν επιτήδειο πρώην ασθενή του, που παρουσιάζεται ως παθολογικά γενναιόδωρος και προσφέρει μια εξαιρετική ευκαιρία στον θεραπευτή του, κάτι που «κουμπώνει» με την φιλοχρηματία, τη φιλοδοξία και την απληστία του Μάρσαλ (<i>του ήταν τόσο οδυνηρό να αρνηθεί, που τα άτια του βούρκωσαν</i>). Η διπλή εξαπάτηση του Μάρσαλ (ρισκάρει ένα ποσόν 90.000 δολαρίων) όταν του αποκαλύπτεται, βγάζει στην επιφάνεια τον χειρότερο –εκδικητικό- εαυτό του, ενώ ταυτόχρονα αυτό τον φέρνει σε σύγκρουση με τις αρχές της ψυχοθεραπείας. Ο ευφυής Γιάλομ με συγγραφική μαεστρία επινοεί την σύμπτωση να προσλάβει ο Μάρσαλ ως δικηγόρο την… Κάρολ (ομοιοπαθή εξαπατημένη με τάσεις εκδίκησης, αλλά πιο ώριμη μετά το δικό της στραπάτσο), η οποία με το εκρηκτικό της ταπεραμέντο αλλά και την εμπειρία της βοηθά τον επόπτη ψυχοθεραπευτή να κατευνάσει τα πάθη του και να ξαναβρεί τον εαυτό του (<i>προσπάθησε να κάνει τον Μάρσαλ να σκεφτεί λογικά πόσο άχρηστη ήταν η οργή του, τονίζοντάς του και πόσο αυτοκαταστροφική ήταν</i>). <br /> Γιατί, ναι, η Κάρολ όχι μόνο δεν εκδικήθηκε τον άντρα της καταστρέφοντας τον Έρνεστ, αντίθετα με τους επιδέξιους χειρισμούς του Έρνεστ (ο οποίος βάδιζε ένα τεντωμένο σκοινί, δεδομένου ότι είχε δεσμευτεί να λέει στην Κάρολ την αλήθεια και να την κάνει μέτοχο των <i>δικών </i>του συναισθημάτων), με την αναδίφηση του παρελθόντος, με το σκάλισμα των δικών της τραυμάτων, με τα συγκινησιακά σοκ στα οποία υποβαλλόταν αναγκαστικά. Η σχέση του Έρνστ και της Κάρολ εξελίχθηκε σταδιακά σε μια σχέση ειλικρίνειας –της λέει ότι είναι ελκυστική ως γυναίκα, ότι τον ερεθίζει, την αγκαλιάζει κλπ αλλά δεν ενδίδει ερωτικά. Με την ψυχαναλυτική διαδικασία, που περιλαμβάνει βέβαια και αναλύσεις ονείρων, ο Έρνεστ δείχνει στην Κάρολ ότι αυτή επιμένει μεν να γίνει ερωμένη του, αλλά αυτό δεν είναι ειλικρινές. Και είναι η αλήθεια, γιατί η Κάρολ εννοείται ότι δεν είναι καθόλου ερωτευμένη (αντίθετα ερωτικά απεχθάνεται τον Έρνεστ). <br /> Ο Έρνεστ βρίσκει την δύναμη και την διαύγεια να δώσει μια εικόνα πολύ κοντά στην αλήθεια που γνωρίζουν και οι αναγνώστες και η Κάρολ, που είναι δυναμική και πανέξυπνη, έχει πλέον γοητευτεί, έχει «κατακτηθεί» από την οξυδέρκεια του Έρνεστ και νιώθει ότι έχει φτάσει σε τέτοιο βάθος η σχέση τους, που αποφασίζει να του αποκαλύψει την αλήθεια. <br /> Κι έτσι τελειώνει το βιβλίο. <br /> Ένα βιβλίο ξεχωριστό, που δείχνει «κατά το εικός και αναγκαίον» πόσο ανεξιχνίαστοι και περίπλοκοι είναι οι μαίανδροι της ανθρώπινης ψυχής, πόσο δύσκολη και επισφαλής είναι η πάλη του καθένα με τους «δαίμονές» του, κι επομένως πώς αυτή η σύγκρουση με τις αντιφάσεις που κουβαλά ο καθένας έρχεται σε ισορροπία με πολλή εσωτερική δουλειά, είτε είναι θεραπευτής, είτε θεραπευόμενος.<div><div style="text-align: right;">Χριστίνα Παπαγγελή </div><br /></div>Χριστίνα Παπαγγελήhttp://www.blogger.com/profile/16375943334890543341noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-2588422417895573421.post-84854728655665118202023-09-14T19:45:00.005+03:002023-09-14T19:47:55.574+03:00Πικρή ζωή, Luciano Bianciardi<div style="text-align: right;"> <i><span style="color: #20124d;"> Θα επιχειρήσω να γράψω την ιστορία της ζωής μου, δεν εννοώ το <b>βιβλίο </b>της ζωής μου, αλλά τη <b>σελίδα</b>, σκάβοντας, όπως το σαράκι ροκανίζει το πόδι ενός τραπεζιού. (…) Θα επιχειρήσω ένα ολότελα δικό μου λογοτεχνικό <b>pastiche </b>παντρεύοντας τοπικές διαλέκτους, ανακαλώντας σε μία μόνο φράση τον ποιητή Μπορκέλο και τον Ραμπελέ (…)</span></i></div><i><div style="text-align: right;"><i><span style="color: #20124d;"> Θα σας δώσω μια πλήρη <b>αφήγηση </b>–προσοχή όμως, ο ορισμός αυτός είναι προσωρινός -, στην οποία ο αφηγητής εμπλέκεται στην αφήγησή του ως αφηγητής και ο αναγνώστης ως αναγνώστης, και οι δυο μαζί εμπλέκονται από κοινού ως άνθρωποι ζωντανοί, φορολογούμενοι, πολίτες απολυμένοι από τον στρατό, με λίγα λόγια άνθρωποι ολοκληρωμένοι.</span></i></div></i> Ένας νεαρός από κάποιο χωριό της Τοσκάνης, διανοούμενος και ρομαντικός, με τα όνειρα των νεαρών αναρχικών Ιταλών της δεκαετίας του ’60 για έναν δίκαιο κι ελεύθερο κόσμο, αφήνει πίσω του γυναίκα και παιδί και μεταβαίνει στο βιομηχανικό Μιλάνο -που εκείνη την εποχή ζει το «οικονομικό μεταπολεμικό θαύμα»-, με σκοπό τον βιοπορισμό, αλλά έχοντας μια προσωπική μυστική αποστολή: να εκδικηθεί τον φρικτό θάνατο 43 μεταλλωρύχων της περιοχής του, που πέθαναν από την αδιαφορία και την πλεονεξία των υπεύθυνων<a href="file:///C:/Users/User/%CE%92%CE%99%CE%92%CE%9B%CE%99%CE%91/%CE%A4%CE%B5%CF%84%CF%81%CE%B1%CE%B4%CE%B9%CE%BF%20%CE%B2%CE%B9%CE%B2%CE%BB%CE%AF%CF%89%CE%BD%202023.docx#_ftn1">[1]</a>. Η αστική ζωή όμως, σαν δίνη, θα ρουφήξει στους ρυθμούς της τον νεαρό ήρωα, καθώς ο βιοπορισμός είναι ένας στόχος από μόνος του εξαντλητικός, και σιγά σιγά η ανάγκη για εκδίκηση/δικαίωση των νεκρών/δικαιοσύνη θα μετασχηματιστεί, θα αλλάξει νόημα και θα κατασταλάξει σε διαφορετικές μορφές πάλης. Ο Μπιαντσάρντι περιγράφει με οξυδέρκεια και παρατηρητικότητα τον αγώνα της επιβίωσης σε «<i>ένα νεοκαπιταλιστικό, νεορομαντικό ή νεοκαθολικό μυθιστόρημα, δική σας επιλογή</i>), δεδομένου ότι το μυθιστόρημα περιέχει πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία. <br /> Ο πρωταγωνιστής και αφηγητής, μορφωμένος και καλλιεργημένος -αν πάρει κανείς υπόψη την αγάπη του για την τέχνη, τις καίριες παρατηρήσεις για την ιστορία του τόπου, τα κτίρια, τα βιβλία, τη γλώσσα-, είναι μεταφραστής (όπως άλλωστε και ο συγγραφέας) και έχει μετακομίσει σε συνθήκες φοιτητικές στη συνοικία Μπρέρα του Μιλάνου, που χαρακτηρίζεται ως «συνοικία των καλλιτεχνών» -εκεί άλλωστε έζησε και ο ίδιος ο Μπιαντσάρντι. Συγκατοικεί με νεαρούς καλλιτέχνες μποέμ, με νεαρούς Βάσκους, σε μια μικρή κοινότητα όπου κουμάντο κάνει η σπιτονοικοκυρά τους, η κα ντε Σίο, δουλεύει χαλαρά και βολτάρει με τις παρέες, αλλά η βαθύτερη σκέψη του είναι «στην αποστολή του»: Ο τετραπλός μεγάλος πύργος στο κέντρο του Μιλάνου με τα αλεξικέραυνα, τις κεραίες και τα ραντάρ, ένα ολόκληρο φρούριο, με το έμβλημα -αξίνα και αποστακτήρας- που κάποτε δέσποζε (τώρα είναι μια μουτζούρα) είναι το κέντρο ελέγχου των τεράστιων ορυχείων της περιοχής (χαλκού, μολύβδου -απ τον οποίο παραγόταν θειικό οξύ- και λιγνίτη), όπου μετά τον πόλεμο είχαν βρει δουλειά 3.500 εργάτες (ζώντας φυσικά σε τρώγλες). Ο σκληρός ανταγωνισμός, όμως, με τις αγορές της κεντρικής Ευρώπης και της Αμερικής έκανε τις συνθήκες παραγωγής απάνθρωπες (γλαφυρότατες οι περιγραφές του αφηγητή μας) με αποτέλεσμα να εκραγεί με μαθηματική ακρίβεια το ορυχείο που βρισκόταν κοντά στο χωριό του ήρωα (<i>εγώ βρέθηκα στα σκαλοπάτια του κυλικείου, που είχε κιόλας κλείσει, και μου φαινόταν αδιανόητο πως όλα είχαν τελειώσει, πως δεν μπορούσε να γίνει τίποτε άλλο πλέον</i>). <br /> Βλέποντας στο Μιλάνο καθημερινά τον τσιμεντένιο πύργο/σύμβολο της εκμετάλλευσης, ο αφηγητής μας νιώθει ότι πρέπει να αναλάβει δράση, ξεσηκωμένος μάλιστα και από τις αφηγήσεις του απολυμένου φύλακα του ορυχείου Οτέλο Τακόνι. Η αποστολή λοιπόν την οποία ανέθεσε ο ίδιος στον εαυτό του δεν είναι άλλη παρά να απαντήσει στην έκρηξη με έκρηξη, τινάζοντας στον αέρα τα κτίρια και τους περίπου 2.000 εργαζόμενους στα γραφεία! <br /> Ο ανώνυμος (τυχαίο;) ήρωάς μας με βιωματικό τρόπο μοιράζεται τις εμπειρίες του, τις παρατηρήσεις του, τις εσωτερικές του σκέψεις και τα συναισθήματά του μεταφέροντας στον αναγνώστη την ατμόσφαιρα της βόρειας Ιταλίας της εποχής: το «οικονομικό θαύμα» έχει αντίδραση, οι αναρχικοί οργανώνουν αντάρτικο πόλεων, οι βόμβες είναι στην ημερήσια διάταξη. Εκείνος εργάζεται ως μέλος συντακτικής ομάδας σε περιοδικό για τον κινηματογράφο (που όπως ξέρουμε βρίσκεται σε άνθηση την εποχή αυτή). Ο διευθυντής κος Φερνάσπε, ζηλωτής του είδους, πασχίζει με πάθος να ευθυγραμμίσει τις στήλες και τις αράδες μετρώντας και ξαναμετρώντας τα γράμματα, δίνοντας παράλληλα ποιότητα στα ρεπορτάζ του (<i>εμείς παλεύουμε να περάσουμε από τον νεορεαλισμό στον ρεαλισμό/από το ρεπορτάζ στην ιστορία</i>). Έχει «όραμα» και για κείνον ο νεορεαλισμός είναι ξεπερασμένος. Η «αποστολή» όμως που έχει αναθέσει στον εαυτό του ο αφηγητής (κατά τη χήρα Βιγκανό η συμπεριφορά του είναι οπορτουνιστική: <i>οπορτουνιστής είναι οποιοσδήποτε εγκαταλείπει τη γραμμή του κόμματος για να εξυπηρετήσει το προσωπικό του συμφέρον</i>) τον ωθεί να γνωρίσει κι άλλα άτομα που ανήκουν στην εργατιά, κι όχι στον κύκλο διανοουμένων, φωτογράφων και ζωγράφων της Μπρέρα (<i>αν θες να τους συναντήσεις, πρέπει να συμμετέχεις στο τομεακό συμβούλιο</i>). <br /> Ωστόσο, η παρουσία της όμορφης, ξανθιάς, ακτιβίστριας Άννας στη ζωή του τα ανατρέπει όλα. Την συναντά σε κάποια διαδήλωση, και τον εντυπωσιάζει με τις πολύ προχωρημένες της αντιλήψεις και την εμπειρία της στις επαναστατικές πρακτικές του αντάρτικου πόλεων (π.χ. <i>τη σήμερον ημέρα δεν σχηματίζονται πια οδοφράγματα, γιατί γίνονται στόχος/σήμερα μπορείς να φυλάς έναν δρόμο απ΄τα γύρω σπίτια, από τα παράθυρα, τις ταράτσες</i> κλπ). Φανατική, δογματική, επαναστάτρια (είχε βρεθεί κρατούμενη στις φυλακές Μαντελάτε), πανέξυπνη και πανέμορφη, κατακτά σε χρόνο ρεκόρ τον ήρωά μας ο οποίος ζει από την στιγμή που τη γνώρισε σε ερωτικό παραλήρημα (αμοιβαίο, βεβαίως, βεβαίως) που υψώνεται κατακόρυφο χαρίζοντας στον αναγνώστη σελίδες ακραίων συνειδητοποιήσεων καθώς περνάνε εβδομάδες «σχεδόν αδιάκοπης συνουσίας»! <br /> Η αδικαιολόγητη απουσία από τη δουλειά (λόγω συνοδείας της Άννας σε γυναικολόγο) στοίχισε στον αφηγητή μας την απόλυσή του. Ωστόσο ένα νέο κεφάλαιο αρχίζει, καθώς οι συγκατοίκηση βάζει καινούργιους όρους στον τρόπο διαβίωσης. Τώρα μαζί με την Άννα μοιράζονται τα πάντα: την απέραντη γραφειοκρατία το τομεακού συμβουλίου (του οποίου ο γραμματέας είχε σαλόνι ομορφιάς για σκύλους!), τις ατέλειωτες ώρες αναζήτησης δουλειάς, κυρίως μεταφραστικής (εδώ η Άννα βοηθούσε δακτυλογραφώντας), την αλλαγή σπιτιών με καλύτερους μεν όρους, σε καλύτερες περιοχές αλλά με περισσότερα έξοδα (τα οποία παρακολουθούμε αναλυτικά, καθώς ο πρωταγωνιστής μας πιέζεται να στείλει και στην γυναίκα του και το παιδί του ένα μέρος), τους εργασιακούς άθλους προκειμένου να εξοικονομήσουν απλώς το ζην. <br /> Η αλλαγή της γειτονιάς, η διαβίωση πια σε λαϊκή κι εργατική συνοικία στην περιφέρεια, κάνει τον ήρωα να συνειδητοποιήσει ότι «<i>αντί να μας απομακρύνει από την πόλη, μας έφερε εντέλει πιο κοντά της</i>». Η κουλτουριάρικη γειτονιά τους έφερνε σ’ επαφή μόνο με «<i>μαλλιάδες ζωγράφους, κορίτσια με βρώμικα πόδια, πειναλέους φωτογράφους, όχι την ίδια την πόλη</i>» (<i>όχι –για να καταλάβεις την πόλη, για να σκάψεις κάτω απ’ τον πηχτό της ζόφο και να φτάσεις στην αρχέγονη καρδιά της έπρεπε –κι αυτό το καταλαβαίνω τώρα- να ζεις την γκρίζα ζωή των γκρίζων κατοίκων της, να είσαι σαν κι αυτούς, να ζεις σαν κι αυτούς</i>»). Αρχίζει και συνειδητοποιεί ότι μια ακόμα ατομική έκρηξη στο σύμβολο της τυραννίας δεν θα φέρει την αλλαγή, αλλά «<i><b>εκεί που υπάρχει αλληλεγγύη, εκεί και η επανάσταση</b></i>» (<i>χρειάζεται ενάμισι εκατομμύριο ανθρώπινα μυρμήγκια ενωμένα που να εξεγείρονται κόντρα στα φρούρια του κέντρου</i>). <br /> Μαζί με τον πιο ώριμο πια ήρωα παρακολουθούμε σπαρταριστές παρατηρήσεις για τον τριτογενή και τεταρτογενή τομέα της οικονομίας (<i>με άλλα λόγια, όποιος επιλέγει ένα επάγγελμα του τριτογενούς ή τεταρτογενούς τομέα πρέπει να διαθέτει δεξιότητες πολιτικής υφής/η μέθοδος της επιτυχίας έγκειται κατά κύριο λόγο, στον κουρνιαχτό που θα σηκώσεις</i>)· τα τρία είδη προσώπων που συναντά κανείς στο τραμ· την παντοδυναμία των… τηλεφωνητριών και το πώς ένας υπάλληλος γίνεται σιγά σιγά αόρατος πριν απολυθεί· τη σχέση των διευθυντάδων με τις γραμματείς. Πέρα από τις δηκτικές παρατηρήσεις και το (αυτό) σαρκαστικό ύφος, ο αναγνώστης απολαμβάνει και πολύ ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις για την μετάφραση (όπου ο δρόμος δεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα). Η αδιάλειπτη εργασία και των δυο προκειμένου να μεταφράσουν συγκεκριμένο αριθμό σελίδων μέσα στις προθεσμίες είναι εξοντωτική και πολλές φορές με πενιχρό αποτέλεσμα (<i>Στις τρεις το πρωί είχαμε τελειώσει: τα αφεντικά μας είναι οι ένοχοι. <b>Όσο παραμένουν ατιμώρητοι, είμαστε όλοι μας συνένοχοι</b>. Ιερά λόγια</i>). Οι αντιλήψεις περί αυτοματισμού, παραγωγικότητας, δεύτερης βιομηχανικής επανάστασης και ανθρωπίνων σχέσεων επεκτείνονται, κατά τον αφηγητή, σε όλους τους τομείς, κι αυτές «πρέπει να αλλάξουν». Μέσα στο στρες του, ο συγγραφέας μάς μεταφέρει και ψιχία από τον μαγικό κόσμο των βιβλίων στον οποίον εισχωρεί ο ήρωάς του, και κατ’ επέκταση ο ίδιος ως πρόσωπο (δεδομένου ότι ασχολήθηκε κι εκείνος με τη μετάφραση). <br /> Η αστική μέγγενη σφίγγει καθώς προχωρά ο καιρός (και τελειώνει και το… βιβλίο). Καθώς τους διώχνουν από το πρώτο σπίτι (εξερράγη ο θερμοσίφωνας γιατί τον ξέχασαν ανοιχτό!),νοίκιασαν άλλο αλλά μόνοι τους με το πραγματικό τους όνομα, μπλέχτηκαν στην εφορία που τους ζητά αναδρομικά, τους κυνηγούν οι δοσατζήδες (<i>είναι όλοι τους σαν μπουλντόγκ, έτοιμοι να μπήξουν τα δόντια τους στο αυτί σου και να κρέμονται εκεί με κίνδυνο να σου το ξεριζώσουν</i>), οι ασφαλιστικές εταιρείες, οι καταμετρητές του ρεύματος, η Μάρα η γυναίκα του, ακόμα και… οι εκπρόσωποι πολιτικών κομμάτων! <i>Κι έπειτα είναι οι καθημερινές βδέλλες, εκείνοι που σου τηλεφωνούν γα να σε ρωτήσουν σε ποιο σημείο της μετάφρασης έχεις φτάσει, και σου ζητούν να βιαστείς</i>. Το κρεσέντο γίνεται γκροτέσκο με κατάληξη σκηνές μακάβριες, του ανθρώπου <i>που παλεύει όχι με τον θάνατο, αλλά με τη ζωή, επειδή μοχθεί να βρει τα χρήματα για να πληρώσει τους γύρω του.</i><div><i><br /><b><span style="font-size: medium;">Προσωπικά αρνούμαι </span></b></i><br /><div style="text-align: right;"><i>Η επανάσταση πρέπει να ξεκινήσει από πολύ πιο μακριά.</i></div><i><div style="text-align: right;"><i>Πρέπει να ξεκινήσει in interior homine.</i></div></i> Στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου ακούμε πιο άμεσα τη φωνή του ίδιου του συγγραφέα, που «προσωπικά αρνείται» αυτόν τον ρυθμό ζωής «<i>αρκεί όλοι να δουλεύουν, αρκεί να είναι έτοιμοι να ξεθεώνονται στη δουλειά</i>». <br /><i> Δεν ήρθα εδώ για να αυξήσω τον μέσο όρο και τις ανάγκες μου αλλά για να καταστρέψω τον γυάλινο και τσιμεντένιο πύργο με όλες τις ανθρώπινες σχέσεις που περικλείει. Ο κ</i><i>όσμος πρέπει να μάθει να μη συνεργάζεται, να μην παράγει, να μην είναι διαρκώς στο πόδι, να μην αφήνει να γεννιούνται καινούργιες ανάγκες και να απαρνηθεί αυτές που ήδη έχει.</i> </div><div> Η γλυκιά ρουτίνα στη μεγάλη πόλη (σούπερ μάρκετ, καυσαέριο, λακκούβες στους δρόμους, βιασύνη περαστικών κλπ) είναι αναπόφευκτη. Ωστόσο, σε τρεις εκπληκτικές σελίδες ο ήρωας/συγγραφέας εκθέτει σε σαρκαστικό ύφος το επαναστατικό του όραμα που ο ίδιος βαφτίζει «αντιακτιβιστικό και συνουσιολογικό νεοχριστιανισμό» ενώ παραδέχεται ότι…<i><b> πρέπει να επιβιώσει. </b></i><br /><div style="text-align: right;">Χριστίνα Παπαγγελή</div> <br /><a href="file:///C:/Users/User/%CE%92%CE%99%CE%92%CE%9B%CE%99%CE%91/%CE%A4%CE%B5%CF%84%CF%81%CE%B1%CE%B4%CE%B9%CE%BF%20%CE%B2%CE%B9%CE%B2%CE%BB%CE%AF%CF%89%CE%BD%202023.docx#_ftnref1">[1]</a> <span style="font-size: x-small;">Όπως επισημαίνει στο επίμετρο (https://www.academia.edu/95476728/%CE%95%CF%80%CE%AF%CE%BC%CE%B5%CF%84%CF%81%CE%BF_%CF%83%CF%84%CE%BF_%CE%BC%CF%85%CE%B8%CE%B9%CF%83%CF%84%CF%8C%CF%81%CE%B7%CE%BC%CE%B1_%CF%84%CE%BF%CF%85_Luciano_Bianciardi_%CE%A0%CE%B9%CE%BA%CF%81%CE%AE_%CE%B6%CF%89%CE%AE_%CE%91%CE%BA%CF%85%CE%B2%CE%AD%CF%81%CE%BD%CE%B7%CF%84%CE%B5%CF%82_%CE%A0%CE%BF%CE%BB%CE%B9%CF%84%CE%B5%CE%AF%CE%B5%CF%82_%CE%98%CE%B5%CF%83%CF%83%CE%B1%CE%BB%CE%BF%CE%BD%CE%AF%CE%BA%CE%B7_2022_%CE%BC%CF%84%CF%86%CF%81_%CE%94%CE%AE%CE%BC%CE%B7%CF%84%CF%81%CE%B1_%CE%94%CF%8C%CF%84%CF%83%CE%B7_)η εξαιρετική μεταφράστρια Δήμητρα Δότση, «η έκρηξη στα ορυχεία της Ριμπόλα, στην Τοσκάνη, όπου εγκλωβίστηκαν και έχασαν τη ζωή τους σαράντα τρεις εργάτες, διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στην κοσμοθεωρία του συγγραφέα και επιστρέφει συχνά πυκνά στο έργο του». Άλλωστε, το θέμα του πρώτου του βιβλίου, «Οι μεταλλωρύχοι της Μαρέμα», ήταν οι συνθήκες εργασίας και ζωής στα ορυχεία του Γκροσέτο.</span><div style="mso-element: footnote-list;"><div id="ftn1" style="mso-element: footnote;">
</div>
</div></div>Χριστίνα Παπαγγελήhttp://www.blogger.com/profile/16375943334890543341noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-2588422417895573421.post-2691235459999560312023-08-02T12:52:00.012+03:002023-08-02T13:22:19.750+03:00Η γυναίκα του επάνω ορόφου, Claire Messud<div style="text-align: right;"><i><span style="color: #073763;">Ευτυχισμένη, τρελή –ο όρος δεν έχει σημασία.</span></i></div><div style="text-align: right;"><i><span style="color: #073763;">Ήταν σαν ο κόσμος να έχει γεμίσει φως.</span></i></div><div style="text-align: right;"><i><span style="color: #073763;">Ήμουν Ευτυχισμένη.</span></i></div><div style="text-align: right;"><i><span style="color: #073763;">Ήμουν ευτυχισμένη με κεφαλαίο Έψιλον, πραγματικά.</span></i></div><div style="text-align: right;"><i><span style="color: #073763;"><b>Ήμουν ερωτευμένη με τον έρωτα</b> και κάθε τι (…) μού φαίνονταν όχι κάτι τυχαίο</span></i></div><div style="text-align: right;"><i><span style="color: #073763;">αλλά μια αναπόφευκτη εκδήλωση της ομορφιάς της ζωής μου.</span></i></div> Μια εξαπατημένη, οργισμένη γυναίκα μοιράζεται την «αλήθεια» της σε εξομολογητική, πρωτοπρόσωπη αφήγηση και καταλαβαίνουμε από τις πρώτες σελίδες ότι πράγματι, κάτι άκρως εξοργιστικό της έχει συμβεί. Μια γλυκιά, ήρεμη σαρανταδυάχρονη δασκάλα που αγαπάει τη δουλειά της, με καλλιτεχνικές ανησυχίες, βρήκε την ευκαιρία να «αποδράσει» σε ένα τόπο όπου υπάρχει η Αληθινή Ζωή· συναντά το όνειρό της, και ζει την ψευδαίσθηση ότι έχει βγει από το τρομακτικό «Σπίτι με τους Καθρέφτες». Η Πραγματικότητα ωστόσο την προσγειώνει απότομα χαρίζοντάς της βαθύτερη γνώση του εαυτού της. Αυτό είναι το βασικό πλάνο της πλοκής, επενδυμένο με πλούσια και αντιφατικά συναισθήματα. <br /> Η Νόρα Μαρί Έλντριτζ αυτοπροσδιορίζεται ως η <i>ήσυχη Γυναίκα του Επάνω Ορόφου</i> (ούτε η «Γυναίκα του Υπογείου» που θεωρεί όλον τον κόσμο υπεύθυνο, ούτε της σοφίτας), σιωπηλή, διακριτική, σχεδόν αόρατη, που έχει μάθει να βάζει στη σκιά τις δικές της προσδοκίες: να ζήσει σαν καλλιτέχνης σ’ ένα καλλιτεχνικό εργαστήρι με κήπο, με πολλά παιδιά, και… σκυλιά (<i>τουλάχιστον η τέχνη και τα παιδιά –αυτά δεν ήταν διαπραγματεύσιμα</i>). Έχει χάσει την -δημιουργική, ενθουσιώδη αλλά ελάχιστα πρακτική- μητέρα της και φροντίζει τον ηλικιωμένο πατέρα της, και γενικότερα ζει μια συμπαθητική ρουτίνα γνωρίζοντας ότι είναι «δημοφιλής» κι ευχάριστη στους άλλους, ενώ, παρόλη την μετριοπαθή της πορεία νιώθει βαθιά μέσα της ότι είναι ξεχωριστή: όντας καλή μαθήτρια πέρασε σε επόμενη τάξη και προσαρμόστηκε μια χαρά, ενώ στα μαθήματα καλλιτεχνικών ξεχώρισε για την ιδιαίτερη φαντασία της. Γαλουχημένη ωστόσο με τις αξίες της οικονομικής ανεξαρτησίας και της αξιοπρέπειας (αξιοθαύμαστος ο τρόπος με τον οποίο η μητέρα αντιμετώπισε την εκφυλιστική της πάθηση), υιοθέτησε την αντίληψη ότι η Σχολή Καλών Τεχνών δεν εξασφαλίζει το μέλλον, αλλά ότι το καλύτερο είναι να σπουδάσει μια επιστήμη και το δεύτερο πτυχίο της να αφορά την τέχνη (η μάνα της ανήκε στην γενιά των γυναικών που σπούδασαν μεν, αλλά δεν δούλεψαν), κι έτσι έγινε δασκάλα, επάγγελμα που φαίνεται να ασκεί με αγάπη κι ευσυνειδησία («<i>Θα ασχοληθείς με την τέχνη σου έτσι κι αλλιώς</i>»). <br /> Και τα χρόνια περνούν, κι έρχεται η «στιγμή Λούσι Τζόρνταν» (από το τραγούδι της Μάριαν Φέιθφουλ The ballad of Lucy Jordan), όταν <i>η ζωή σού φαίνεται ασήμαντη και πάντα η ίδια, και δεν πιστεύεις ότι θα αλλάξει οτιδήποτε</i>. Ότι δεν υπάρχει ελπίδα για σένα… μέχρι όμως τη στιγμή που ξεπηδά μια ευκαιρία, εκεί που πια δεν το περιμένεις (<i>σου φαίνεται σαν να βρήκες ξαφνικά ένα σακί χρυσάφι όταν νόμιζες ότι δεν υπήρχε πια χρυσός στον κόσμο</i>). <br /><i><b>Όλα άρχισαν με το αγόρι </b></i><br /> Η ήρεμη ρουτίνα της Νόρας ανατρέπεται όταν γνωρίζει και συνδέεται με την γοητευτική και αντικομφορμιστική οικογένεια του Λιβανέζου Σκαντάρ Σαχίντ. Πρώτα το οκτάχρονο αγόρι, ο Ρεζά, μαθητής της (<i>ένα παιδί παραμυθένιο</i>) την κερδίζει από την πρώτη στιγμή με το γάργαρο γέλιο του, με τους τρόπους του αλλά και την «εξωτική» εμφάνισή του (<i>Εξαιρετικός. Προσαρμόσιμος. Συμπονετικός. Μεγαλόψυχος. Πανέξυπνος. Πολύ γρήγορος. Πολύ γλυκός. Με φοβερή αίσθηση του χιούμορ</i>). <br /> Και ύστερα η μητέρα, η Σιρένα, Ιταλίδα, που προσέρχεται στο σχολείο εξαιτίας του bullying που υφίσταται ο «μελαψός» γιος της από τους ψευτοπαλληκαράδες της τάξης του! Όλα δείχνουν ότι πρόκειται για μια «συνάντηση» ψυχών, από την πρώτη πάλι στιγμή, ή μάλλον από το πρώτο χαμόγελο (<i>Ω, εσύ είσαι, φυσικά. Θα έπρεπε να το είχα καταλάβει/ήταν ένα πολύ παράξενο συναίσθημα, ανακούφισης και προειδοποίησης κινδύνου ταυτόχρονα</i>). Η ευφορία που νιώθει η Νόρα είναι ακαριαία, κι ας μην γνωρίζει ακόμη ότι η Σιρένα είναι καλλιτέχνιδα, όπως αποκαλύπτεται αργότερα, καταξιωμένη σε σημαντικούς καλλιτεχνικούς κύκλους του Παρισιού. Οι παιδαγωγικές απόψεις τους για την τιμωρία των παλληκαράδων αλλά και για την προσαρμογή του Ρεζά φέρνει τις δυο γυναίκες πολύ κοντά ενώ το κοινό τους πάθος, η τέχνη, ανοίγει ένα βαθύ κανάλι επικοινωνίας, προβληματισμών και δημιουργικών ανησυχιών, στις οποίες ο συγγραφέας επιτρέπει και στον αναγνώστη να συμμετέχει. Γιατί η Σιρένα είναι καλλιτέχνιδα ευρείας κλίμακας εγκαταστάσεων με συνοδεία βίντεο, που αποκαλύπτουν ότι <i>ο όμορφος κόσμος είναι ψεύτικος</i> (συγκεκριμένα τώρα δουλεύει μια εκδοχή της «Χώρας των Θαυμάτων» (<i>οράματα του παραδείσου, ενός άλλου κόσμου, του κόσμου της ομορφιάς κι έπειτα όταν βρεθείς μέσα τους, από κοντά, συνειδητοποιείς ότι τα λουλούδια είναι λεκιασμένα με βρομιές και τα αναρριχητικά καταρρέουν</i> κλπ κλπ)), σε αντίθεση με την Νόρα που φτιάχνει τρισδιάστατες εικόνες/μινιατούρες σε πολύ μικρούς χώρους, π.χ. σε ένα κουτί παπουτσιών, όπου πάντα όμως υπήρχε μια μικρή κρυμμένη σιλουέτα, <i>που ήταν η Χαρά</i> (<i>ακόμα και στις σκηνές θανάτου τη βάζω</i>). Αποφασίζουν να δουλέψουν μαζί σε κοινό ατελιέ, ένα παλιό εργοστάσιο που ανακάλυψε η Σιρένα, και η κοινή απασχόληση πάνω σε τόσο διαφορετικό αντικείμενο δίνει ευκαιρία στην Νόρα για εμβάθυνση και αυτογνωσία, για συζήτηση και περιδιάβαση στις έννοιες (<i>σαν να ήσουν έντεκα χρονών και λαχταρούσες τη συντροφιά της καλύτερής σου φίλης</i>). Είναι μια χρυσή περίοδος, που γεμίζει τη Νόρα ζωντάνια και όρεξη (<i>το θαύμα της πρώτης χρονιάς Σαχίντ</i>), και όλα στη Σιρένα της αρέσουν, ακόμα και … τα βρόμικα φλυτζάνια εδώ κι εκεί (<i>είχε το ταλέντο να κάνει τα πράγματα όμορφα</i>). Η πρωταγωνίστριά μας είναι γεμάτη ενέργεια και δουλεύει με χαρά τα «κουκλόσπιτά της (μικρογραφίες των δωματίων της Άλις Νιλ, της Ίντι Σέτζουικ, της Βιρτζίνιας Γουλφ, της Έμιλι Ντίκινσον) ψάχνοντας το πνευματικό νόημα αυτής της δημιουργικής ορμής. <br /> Και τέλος, ο σύζυγος της Σιρένα, ο Σκαντάρ, καθηγητής Ιστορίας, θύμα του εμφύλιου στον Λίβανο! Εισβάλλει ξαφνικά στο ατελιέ, όσο η Νόρα δουλεύει μόνη βραδιάτικα, σπάει τις νόρμες και τα φράγματα και χτίζει με τη Νόρα μια σχέση διαπροσωπική, σπάνια και αβίαστη. Γρήγορα η Νόρα συνειδητοποιεί ότι της αρέσει και σαν άντρας (<i>ήθελα αμέσως να αγγίξω το σαγόνι του και να νιώσω την τραχύτητα από τα βραδινά γένια του</i>). Κέφι, γέλιο και χαρά είναι τα κυρίαρχα συναισθήματα στην συνάντησή τους και Νόρα έχει κίνητρο να ψάξει για το δημοφιλές ζευγάρι στο…google! <br /> Έτσι, με πολλές αναφορές και λεπτομέρειες η ηρωίδα/αφηγήτρια μάς δίνει να καταλάβουμε ότι οι τρεις Σαχίντ ανέτρεψαν κάθε ηρεμία και τάξη στη ζωή της <i>(πριν από τους Σαχίντ νόμιζα ότι καταλάβαινα τον έρωτα και τι ήταν και πώς ένιωθα γι’ αυτό/ξέρω τι σκέφτεστε. Σκέφτεστε ότι την είχα ερωτευτεί –που ήταν αλήθεια- αλλά με ρομαντικό τρόπο- που δεν ίσχυε</i>). Και δεν είναι τόσο άπειρη όσο θα πίστευε κανείς για «γυναίκα του επάνω ορόφου» (<i>μόνο και μόνο επειδή κάτι είναι αόρατο, δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει/ ποιος βλέπει τα αόρατα συναισθήματα, τα άγραφα γεγονότα; Ποιος είναι εκείνος που όχι μόνο βλέπει τον έρωτα, πιο φευγαλέο από οποιοδήποτε φάντασμα, αλλά μπορεί και να τον αδράξει; Με ποιο δικαίωμα μου λέτε ότι δεν ξέρω τι είναι έρωτας;</i>). Η ήρεμη, με σταθερές αξίες στοχαστική ζωή είναι επιλογή της. Τώρα όμως η οικογένεια Σαχίντ «αναστάτωσε τις στέρεες παρατάξεις»<a href="file:///C:/Users/User/%CE%92%CE%99%CE%92%CE%9B%CE%99%CE%91/%CE%A4%CE%B5%CF%84%CF%81%CE%B1%CE%B4%CE%B9%CE%BF%20%CE%B2%CE%B9%CE%B2%CE%BB%CE%AF%CF%89%CE%BD%202023.docx#_ftn1">[1]</a>, σε βαθμό καταφανή. Άλλωστε, και οι φίλες τους νιώθουν την εσωτερική αλλαγή της Νόρας. <br /> Ωστόσο, καθώς μας περιγράφει την τότε εσωτερική της διέγερση, που παίρνει πολλές μορφές, πετάει πινελιές μίσους και οργής από το παρόν (<i>μπορώ να σας πω τελείως ατάραχα ότι θα μπορούσα να τους σκοτώσω –ότι πάνω απ’ όλα θα μπορούσα να σκοτώσω εκείνη/ω μην ανησυχείτε, δεν θα το κάνω. Είμαι ακίνδυνη. Εμείς οι Γυναίκες του Πάνω Ορόφου είμαστε κι αυτό. Αλλά θα μπορούσα</i>). <br /> Έτσι ο αναγνώστης παρακολουθεί με αυξημένο ενδιαφέρον τα σκαμπανεβάσματα στη σχέση της Νόρας με καθένα από τα τρία μέλη της οικογένειας. Ένα ακόμα σοβαρό επεισόδιο μπούλινγκ απομακρύνει την οικογένεια, καθώς συμπίπτουν και οι διακοπές των Χριστουγέννων –και το μαρτύριο της μοναξιάς και της αναμονής χωρίς να έχει νέα τους διαδέχεται σύντομα μια νέα φάση προσέγγισης, ακόμα πιο στενής και ουσιαστικής: τώρα η Σιρένα τής προτείνει να κρατάει κάποια βράδια τον Ρεζά, όταν οι δυο γονείς θα λείπουν! Η Νόρα εισέρχεται κανονικά και με… τον νόμο στον πυρήνα της οικογένειας, υποκαθιστά τη μητρική σχέση με τον Ρεζά ο οποίος της δείχνει απίστευτη εμπιστοσύνη, εκτιμά με ειλικρίνεια την τέχνη της, ενώ τα βράδια την συνοδεύει στο σπίτι της ο Σκαντάρ, χτίζοντας μια σχέση που δεν αργεί να γίνει ερωτική, της μιας βραδιάς. Η Νόρα ζει σ ένα πέλαγος ευτυχίας, με την ψευδαίσθηση ότι έχει οικογένεια εφόσον και με τους τρεις μοιράζεται μυστικές στιγμές, νιώθει ότι την αγαπούν, βοηθάει την Σιρένα δημιουργικά στην έκθεση που εκείνη έχει προγραμματίσει στο Παρίσι (φτάνει να ακυρώσει το ραντεβού με τον καρτερικό πατέρα της για να βοηθήσει τη Σιρένα), και βασικά, <b>είναι ευτυχισμένη</b> (<i>όλη η ζωή ήταν ξαφνικά δυνητικά συναρπαστική/ζούσα συνειδητά μ’ έναν τρόπο εντελώς καινούργιο για μένα</i>). <br /> Τα έντονα συναισθήματα είναι αδιαπραγμάτευτα, τα κρατάει σαν φυλαχτό ακόμα κι αν υπάρχει η πιθανότητα να μην είναι αμοιβαία, κι όταν τα μοιράζεται με τις φίλες της κι εκείνες της επισημαίνουν διάφορες ολισθηρές διαστάσεις (<i>δεν αρνούμαι τα συναισθήματά σου, κάνω απλώς μια ερώτηση για την ιστορία που επιλέγεις να πεις γι’ αυτά τα συναισθήματα</i>), εκείνη οχυρώνεται (<i>απλώς και μόνο επειδή κάποιος σας εξηγεί με λογικά επιχειρήματα ότι δεν νιώθεις στ’ αλήθεια αυτό που νιώθεις, δεν αρκεί για να κάνει το συναίσθημα να φύγει</i>). <br /> Οι μεθυστικές εβδομάδες που ακολούθησαν ήταν εβδομάδες πυρετώδους προετοιμασίας για την έκθεση του έργου της Σιρένα, ένα έργο διαδραστικό, που ανιχνεύει τη «ζωτική δύναμη», που «<i>ανοίγει τις πόρτες του δυνατού στο να ανακαλύψει ο καθένας την "δική του Χώρα των Θαυμάτων"</i>». Το concept περιλάμβανε την επίσκεψη της τάξης της Νόρας και την μαγνητοσκόπηση των αντιδράσεων των παιδιών, μετά βέβαια από έγκριση των γονέων. Ο χρόνος πιέζει και ο αναγνώστης αρχίζει να νιώθει ότι η Σιρένα μεταμορφώνεται σε εγωκεντρική και αυταρχική καλλιτέχνιδα. Η Νόρα όμως δουλεύει με πάθος πολλές φορές μόνη της στο ατελιέ, φτάνει σε έκσταση χορεύοντας ημίγυμνη και μισομεθυσμένη παίρνοντας φωτογραφίες τον εαυτό της, κι αφήνοντας τα εκρηκτικά της συναισθήματα να την κατακλύσουν <i>(τα ένιωθα όλα με τον ζήλο κάποιου που μόλις είχε ξυπνήσει –μα τον θεό <b>ένιωθα </b>και <b>ένιωθα </b>και <b>ένιωθα</b>/Ω, η μεγάλη περιπέτεια! Η ζωή εκεί, μπροστά μου, το ατελείωτο συμπόσιο που με περίμενε</i>). <br /> Είναι το χρονικό σημείο όπου οι αστέρες προσεγγίζουν ο ένας τον άλλον μέχρι που σχεδόν άπτονται, αλλά στη συνέχεια αρχίζουν κι απομακρύνονται. Την χρονική στιγμή που η Νόρα αισθάνεται έτοιμη να μοιραστεί τα πανάκριβα συναισθήματά της, η Σιρένα, απορροφημένη από την σούπερ διοργάνωσή της, εξαφανίζεται χωρίς προειδοποίηση, κι όταν επανεμφανίζεται έχει «συγκλονιστικά νέα» (<i>όπως συνέβαινε τόσο συχνά –μ’ εμάς τις Γυναίκες του Επάνω ορόφου!- η ζωή της θα αποδεικνυόταν πιο σημαντική από τη δική μου ζωή</i>). Ο ενθουσιασμός της Σιρένα «αδειάζει» για άλλη μια φορά τη Νόρα, εκμηδενίζοντας την δική της ύπαρξη (<i>περιττό να σας πω ότι με έγδερνε ζωντανή</i>). Γρήγορα και με οδυνηρό τρόπο η Νόρα αντιλαμβάνεται ότι <i>την είχε χάσει</i>, ότι η "Σιρένα κινούνταν σε άλλη σφαίρα". Η φόρτιση την οδηγεί να χάσει το μέτρο και τον εαυτό της, να αναζητήσει την ελευθερία και τη λύτρωση σε ένα είδος «εξορκισμού», όπως η ίδια παραδέχεται (<i>ήμουν ολοκληρωτικά μια άλλη Νόρα</i>). <br /> Δεν ήταν όμως βέβαια αυτή η διάψευση, απογοήτευση, η τραυματισμένη χαρά ή η έλλειψη αμοιβαιότητας που έκανε την «συμπαθητική, ήπια γλυκιά δασκάλα» να ξεπεράσει το όριο της αγανάκτησης και της οργής. Η Νόρα έχει την απαραίτητη ηθική ακεραιότητα να θαυμάσει το έργο της Σιρένα, να συμμετέχει, να βάλει στην άκρη το πληγωμένο της εγώ, να μην συγκρίνει και να μην υποτιμήσει τις δικές της καλλιτεχνικές, ερασιτεχνικές προσπάθειες. Ακόμα κι όταν φεύγουν οι Σαχίντ δημιουργώντας της συναισθήματα ψυχικής εγκατάλειψης, κι όταν η ίδια μετά από δυο χρόνια επισκέπτεται την έκθεση της σούπερ πετυχημένης Σιρένα, παραδέχεται ότι της χάρισαν στιγμές απίστευτης ζωντάνιας, χαράς και αγάπης...<br /> ...μέχρι την φρικτή ανατροπή, που συμβαίνει απότομα και στη ζωή της Νόρας αλλά και στον αναγνώστη (στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου) και γεμίζει και την πρωταγωνίστρια αλλά και τον αναγνώστη θυμό απέναντι στην Σιρένα και τον Σκαντάρ. Αγανάκτηση που ξεχειλίζει – μια δικαιολογημένη Οργή που όταν εκλογικεύεται θέτει άπειρα ερωτήματα και ηθικά διλήμματα. Μια οργή που θα γίνει κινητήρια δύναμη στη Νόρα για να οριοθετήσει τον εαυτό της (<i>το ότι είμαι έξαλλη, δολοφονικά έξαλλη, σημαίνει ότι είμαι <b>ζωντανή</b></i>).<br /> <i>Η οργή μου δεν είναι οργή ασήμαντου ανθρώπου, γλυκιάς κοπέλας, υπάκουης κόρης. Η οργή μου είναι ένας κολοσσός</i>. Γιατί δεν πρόκειται για μια περιστασιακή απογοήτευση. Στο βιβλίο αυτό η συγγραφέας μας δίνει την ευκαιρία, με συναισθηματικό τρόπο, να ψηλαφίσουμε ένα πρόβλημα/θέμα/ζήτημα στο οποίο σκοντάφτει όλη η σύγχρονη κοινωνία και καθένας από μας χωριστά: την σχέση τέχνης και ζωής, εικόνας και ανθρώπινης επαφής. <br /> Έτσι η Νόρα, μεταμορφωμένη και ανασυγκροτημένη, τελειώνοντας την αφήγησή της, αναφωνεί: <br /> <i><b> Περιμένετε και θα δείτε.</b></i><br /><div style="text-align: right;">Χριστίνα Παπαγγελή</div><a href="file:///C:/Users/User/%CE%92%CE%99%CE%92%CE%9B%CE%99%CE%91/%CE%A4%CE%B5%CF%84%CF%81%CE%B1%CE%B4%CE%B9%CE%BF%20%CE%B2%CE%B9%CE%B2%CE%BB%CE%AF%CF%89%CE%BD%202023.docx#_ftnref1">[1]</a> Μ. Αναγνωστάκη, «Το σκάκι»: <span style="font-size: x-small;">Μονάχα ετούτον τον τρελό μου θα κρατήσω/Που ξέρει μόνο σ’ ένα χρώμα να πηγαίνει/Δρασκελώντας τη μια άκρη ώς την άλλη/Γελώντας μπρος στις τόσες πανοπλίες σου/Μπαίνοντας μέσα στις γραμμές σου ξαφνικά/Αναστατώνοντας τις στέρεες παρατάξεις. </span><br /><br /> <div style="mso-element: footnote-list;"><div id="ftn1" style="mso-element: footnote;">
</div>
</div>Χριστίνα Παπαγγελήhttp://www.blogger.com/profile/16375943334890543341noreply@blogger.com1tag:blogger.com,1999:blog-2588422417895573421.post-22841878846565436282023-06-20T18:11:00.005+03:002023-08-02T13:21:38.616+03:00Οι αγώνες και οι μεταμορφώσεις μιας γυναίκας, Εντουάρ Λουί<div style="text-align: right;"><i><span style="color: #20124d;"><b>Ήταν σίγουρη πως άξιζε μιαν άλλη ζωή</b>,</span></i></div><div style="text-align: right;"><i><span style="color: #20124d;">πως αυτή η ζωή υπήρχε κάπου, αφηρημένα, σε έναν εικονικό κόσμο,</span></i></div><div style="text-align: right;"><i><span style="color: #20124d;">πως ένα τίποτα θα αρκούσε για να την αγγίξει,</span></i></div><div style="text-align: right;"><i><span style="color: #20124d;">και πως <b>η ζωή της στον πραγματικό κόσμο ήταν</b></span></i></div><div style="text-align: right;"><i><span style="color: #20124d;"><b>αυτό που ήταν κατά λάθος</b>.</span></i></div> Μια γυναίκα που τη γνωρίσαμε αλλοτριωμένη από τη μιζέρια, τη φτώχεια, τις ταπεινώσεις και την εξαθλίωση όπως περιγράφονται στο πρώτο -αυτοβιογραφικό- βιβλίο «<a href="http://anagnosi.blogspot.com/2023/06/blog-post_15.html">Για να τελειώνουμε με τον Εντυ Μπελγκέλ</a>», αναδύεται εδώ κάτω από ένα άλλο πρίσμα. Ο γιος, ο συγγραφέας, ανεξάρτητος κι απελευθερωμένος πια από τους δικούς του «δαίμονες», ανακαλύπτει (κι αποκαλύπτει) τα κρυμμένα πρόσωπα της γυναίκας που τον έφερε στον κόσμο. Όχι μόνο της μητέρας-νοικοκυράς πέντε παιδιών από δύο βάναυσους άντρες, αλλά του κοριτσιού, της γυναίκας, της κυρίας. Μιας γυναίκας που θέλει να ζει ελεύθερη, με όνειρα για ευτυχία, με μέλλον και δυνατότητες. <br /> Μια φωτογραφία που η μητέρα του είχε τραβήξει στον εαυτό της όταν ήταν είκοσι χρονών, στέλνει μηνύματα στον Εντύ για την ύπαρξη μιας προσωπικότητας για την οποία ο ίδιος δεν είχε ιδέα. Μιας προσωπικότητας που ακρωτηριάστηκε στα 20 χρόνια που ακολούθησαν, και τον κάνουν να αναρωτιέται ποιο μερίδιο ευθύνης έχει κι εκείνος μπροστά σ’ αυτήν την καταστροφή. Ο συγγραφέας, έχοντας απαρνηθεί όλον συνολικά τον κόσμο της παιδικής του ηλικίας που τον έκανε να υποφέρει, έχει αποκηρύξει για πολλά χρόνια και την ίδια του τη μάνα, καθώς κύριο μέλημά του ήταν μην τυχόν εκείνη καταλάβει την ιδιαιτερότητα, την διαφορετικότητά του (<i>δεν ήθελα να μάθεις πως σχεδόν κάθε μέρα δυο αγόρια με περίμεναν στον διάδρομο της βιβλιοθήκης του ίδιου εκείνου σχολείου για να με χαστουκίσουν και να με φτύσουν στο πρόσωπο, να<b> με τιμωρήσουν γι' αυτό που ήμουν</b></i>). <br /> Στο βάρος που κουβαλάει ο μικρός Εντύ<a href="file:///C:/Users/User/%CE%92%CE%99%CE%92%CE%9B%CE%99%CE%91/%CE%A4%CE%B5%CF%84%CF%81%CE%B1%CE%B4%CE%B9%CE%BF%20%CE%B2%CE%B9%CE%B2%CE%BB%CE%AF%CF%89%CE%BD%202023.docx#_ftn1">[1]</a> -να δώσει όνομα στην διαφορετικότητά του, να την αποδεχτεί, να αντέξει τα γιουχαΐσματα και τις κοροϊδίες μικρών και μεγάλων, στον τρόμο της απομόνωσης- προστίθεται κι ένα ακόμα δυσβάσταχτο άχθος: να μη μάθουν οι γονείς, αλλά κυρίως η μάνα, την αληθινή του ταυτότητα <i>(δεν ήθελα να ξέρεις ποιος είμαι/όλα τα πρώτα χρόνια της ζωής μου τα έζησα με τον τρόμο πως θα μάθεις για μένα/ <b>ο αγώνας ενός γιου να μην είναι γιος</b></i>). Δείχνει σε όλους ότι είναι ένα ευτυχισμένο παιδί, χαμογελά ακόμα και στους βασανιστές του, παρόλο που νιώθει βαθιά αποξενωμένος από τον βαθύτερό του εαυτό. <br /> Ο βίος της Μπριζίτ Μπελγκέλ δεν είναι ασυνήθιστος. Περήφανη που γεννήθηκε σε κωμόπολη του βορρά κι όχι σε χωριό όπως ο πατέρας, είναι έξυπνη, θέλει να σπουδάσει, να γίνει μαγείρισσα, αλλά μένει έγκυος από τα 17 και παντρεύεται τον πρώτο σύζυγο, άξεστο και μέθυσο, τον οποίο και εγκατέλειψε (πέθανε από κίρρωση του ήπατος). Με δυο μικρά παιδιά, ερωτεύτηκε τον πατέρα του Εντύ, ωστόσο γρήγορα εκείνος έγινε «σαν όλους τους άλλους». Ακολουθεί ο Εντύ και λίγα χρόνια αργότερα δύο δίδυμα (παρά το σπιράλ!), ενώ όταν ο πατέρας μένει άνεργος από εργατικό ατύχημα, η εξαθλίωση χτυπάει κόκκινο (<i>τι μπορούσε να κάνει; Έκανε ό, τι μπορούσε για να μη νιώσει απόλυτη ασφυξία</i>). <br /> Ήταν πολύ νέα όταν μπήκε στα βάσανα, ήταν πολύ νέα όταν αποφάσισε να απελευθερωθεί, φεύγοντας για δεύτερη φορά από έναν (δεύτερο) γάμο που την σκλάβωνε (<i>ένιωσα περήφανος για σένα. Σ’ το έχω πει;</i>). Το κοριτσάκι μέσα της όχι μόνο δεν έχει πεθάνει αλλά γυρεύει να βγει και να ζήσει τη ζωή που πάντα ονειρευόταν. Κατά τα είκοσι χρόνια όμως σκλαβιάς, που συμπίπτουν με την ενηλικίωση του Εντύ (και την απόδρασή του στην Αμιένη) η μάνα όχι μόνο υπομένει τον ζυγό της φτώχειας και το άγχος της επιβίωσης, αλλά αμέτρητες προσβολές και βία από τον σχεδόν αλκοολικό άντρα της (<i>δεν ξέρω γιατί ο πατέρας σου νιώθει την ανάγκη να με ταπεινώνει έτσι</i>). Τα ξεσπάσματα χαρά κι αισιοδοξίας είναι μετρημένα στα δάχτυλα (πίνει, γελάει, πάει στο πλανόδιο τσίρκο, ονειρεύεται διακοπές με πάθος/ <i>γιατί δεν έχω δικαίωμα να είμαι χαρούμενη;</i>) και τις σπάνιες φορές που συμβαίνουν προκαλούν αποτροπιασμό ακόμα και στον Εντύ (<i>είχα τόσο πολύ συνηθίσει να την βλέπω δυστυχισμένη μέσα στο σπίτι που η ευτυχία στο πρόσωπό της μου φαινόταν σκάνδαλο, απάτη, ψέμα που έπρεπε να αποκαλύψω όσο πιο γρήγορα γινόταν</i>). Φτάνει στο σημείο να την απαρνηθεί όχι μια και δυο φορές όσο είναι μαθητής, ακόμη και να ντρέπεται γι’ αυτήν, για το λεξιλόγιο που χρησιμοποιεί και για το άξεστο φέρσιμό της (Εκείνη: <i>Εντάξει, δεν σε ντρόπιασα και τόσο, ε;</i>). <br /><i><b><span style="font-size: medium;">Η ιστορία της σχέσης μας άρχισε τη μέρα του χωρισμού μας </span></b></i><br /> Έτσι, καθώς γράφει αυτό το βιβλίο ο Εντουάρ Λουί, μεγάλος πια και κατασταλαγμένος, συνειδητοποιεί πόσο μόνη και αβοήθητη ήταν η μητέρα του, όταν προσπάθησε για δεύτερη φορά να μηδενίσει το κοντέρ και να ξαναρχίσει απ' την αρχή. Πόσο η ίδια ποθούσε να ζήσει κάποιες χαρές της «μπουρζουάδικης» ζωής (ψώνια, ταξίδια, ωραίο φαγητό, κυρίως όμως ελευθερία). Ωστόσο, η πορεία όσων θέλουν να μεταβούν από τη μια κοινωνική τάξη σε μια άλλη είναι δύσκολη –<i>επειδή αδυνατούσαν να προσαρμοστούν, επειδή αγνοούσαν τους κώδικες του κόσμου στον οποίο εισέρχονταν. </i><br /> Ήδη ο ίδιος ο Εντύ που έχει πάει σχολείο, γνωρίζει κάποιους «κώδικες» (π.χ. τη γλώσσα, τον τρόπο να ντύνεται κλπ) μπαίνει στον κύκλο των φοιτητών και των καλλιτεχνών, έχει διαφορετικό λεξιλόγιο και, τώρα ως συγγραφέας, συνειδητοποιεί ότι σε κείνη τη φάση και ο ίδιος «<i>ασκούσε </i>-με τη σειρά του- <i>βία</i>»: <i>ήθελα να χρησιμοποιήσω την <b>καινούργια μου ζωή ως εκδίκηση ενάντια στην παιδική μου ηλικία</b>, ενάντια σε όλες τις φορές που μου είχατε δώσει να καταλάβω, ο πατέρας μου κι εσύ, πως δεν ήμουν ο γιος που θα θέλατε να είχατε</i>. Σ’ αυτήν τη χρονική φάση η κοινωνική απόσταση μεγαλώνει, νιώθει ότι δεν έχουν τίποτα κοινό, τίποτα να πουν, κι ωστόσο όλα αλλάζουν όταν η Μπριζίτ αποφασίζει να αλλάξει ζωή. <br /><div style="text-align: right;"><i><span style="color: #20124d;">Μου έχουν πει πως η λογοτεχνία δεν πρέπει ποτέ να προσπαθεί να εξηγήσει,</span></i></div><div style="text-align: right;"><i><span style="color: #20124d;">μόνο να απεικονίζει την πραγματικότητα,</span></i></div><div style="text-align: right;"><i><span style="color: #20124d;">κι <b>εγώ γράφω για να εξηγήσω και να κατανοήσω τη ζωή της</b></span></i></div> Από κάποιο σημείο και μετά, η απόσταση από τον κόσμο του χωριού κάνει τον Εντύ να δει καθαρότερα. Πρώτα πρώτα τη βία που στον τόπο του θεωρούνταν δεδομένη (π.χ. ο άντρας να δέρνει τη γυναίκα). Όταν πια απελευθερώνεται και η μητέρα του, όταν αναφωνεί «Ποτέ πια», όταν αρχίζει να ψάχνει για δουλειά στη μεγάλη πόλη, το νόημα κάθε λέξης, κάθε πραγματικότητας άλλαζε. Αρχίζει να προσέχει και να περιποιείται τον εαυτό της, το Παρίσι την μαγεύει, η συνομιλία με την Κατρίν Ντενέβ για κείνη είναι σαν παραμύθι… Η μεταμόρφωση επέρχεται σχετικά γρήγορα κι ο Εντύ απολαμβάνει τις στιγμές ευτυχίας της, όταν δε η Μπριζίτ συναντά και σχετίζεται με κάποιον τρίτο άνδρα (που κατάλαβε ότι «δεν ήταν σαν τους προηγούμενους»), όταν βάζει εκείνη τα όριά της κι όταν, κυρίως, μιλάει με περηφάνια για τις επιλογές της ως γυναίκας (<i>το να γίνει γυναίκα ήταν μια κατάκτηση</i>), σύμφωνα με τον συγγραφέα «<i>γίνεται με τον δικό της τρόπο <b>πολιτικό υποκείμενο</b></i>». <br /> Οι δυο «χαμένοι» της ιστορίας (<i>εκείνη η γυναίκα κι εγώ, το τερατώδες παιδί</i>), πέρα από την πραγματική συγγένεια, συναντιούνται ακριβώς στα σύνορα του κοινωνικού αποκλεισμού και της αναζήτησης της αληθινής/ελεύθερης ταυτότητας: <br /> <i>Το πρόσωπο που είμαι εγώ, δεν είχε υπάρξει ποτέ άντρας. Και αυτή η διαταραχή του πραγματικού με φέρνει πιο κοντά της. Ίσως εδώ, σε αυτόν τον μη τόπο της ύπαρξής μου, μπορώ να προσπαθήσω να καταλάβω ποια είναι και τι έχει βιώσει. </i><br /><div style="text-align: right;">Χριστίνα Παπαγγελή</div><a href="file:///C:/Users/User/%CE%92%CE%99%CE%92%CE%9B%CE%99%CE%91/%CE%A4%CE%B5%CF%84%CF%81%CE%B1%CE%B4%CE%B9%CE%BF%20%CE%B2%CE%B9%CE%B2%CE%BB%CE%AF%CF%89%CE%BD%202023.docx#_ftnref1">[1]</a> Ο συγγραφέας περιγράφει αναλυτικά στο πρώτο του <a href="http://anagnosi.blogspot.com/2023/06/blog-post_15.html">βιβλίο </a><div style="mso-element: footnote-list;"><div id="ftn1" style="mso-element: footnote;">
</div>
</div>Χριστίνα Παπαγγελήhttp://www.blogger.com/profile/16375943334890543341noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-2588422417895573421.post-12702841947230522342023-06-15T19:51:00.002+03:002023-06-15T19:51:13.888+03:00Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ, Εντουάρ Λουί Πρόκειται για μια εκ βαθέων εξομολόγηση, ένα αυτοβιογραφικό ξεγύμνωμα όπως και τα επόμενα βιβλία του συγγραφέα -αυτό είναι το πρώτο του, γραμμένο στα 32 του χρόνια-, ο οποίος κατάφερε να υπερβεί απίστευτα τραυματικά βιώματα και να μην αποξενωθεί από τον εαυτό του. Αντίθετα, περνώντας από χίλια μύρια κύματα, όχι μόνο κατάφερε να μην απαρνηθεί την πραγματική του φύση ως ομοφυλόφιλου, αλλά βρήκε τέτοια ισορροπία ώστε ούτε μίσησε τους δυνάστες του, ούτε απορροφήθηκε από την ελκυστική μεγαλοαστική τάξη στην οποία κατάφερε να γίνει αποδεκτός. <br /> Ακραία φτώχεια και μιζέρια, βία οικογενειακή κι ενδοσχολική, αμορφωσιά, διαφορετικότητα ακόμα από τα παιδικά χρόνια, διακρίσεις μέσα στην οικογένεια και απόρριψη από το σχολικό περιβάλλον είναι συνοπτικά πάρα πολύ μεγάλο φορτίο για ένα παιδί που μεγαλώνει. Έτσι, η απόδραση απ’ αυτόν τον κλοιό που στραγγαλίζει την προσωπικότητα, ή μάλλον όχι απόδραση αλλά <i><b>υπέρβαση</b></i>, είναι ένας προσωπικός άθλος, ένα στοίχημα που τον κερδίζεις με πολύ πόνο και αγώνα, και το βιβλίο φέρει αυτό το σπάνιο μήνυμα της μεταμόρφωσης του ανθρώπου, της μεταστοιχείωσης της δυστυχίας σε συνείδηση και δημιουργία. Αυτή η μεταμόρφωση αποδίδεται και στον τίτλο: ο Εντύ Μπελγκέλ –το πραγματικό, πρώτο όνομα- απεκδύεται τον παλιό του εαυτό και γίνεται Εντουάρ Λουί. Το θάρρος και η δύναμη που χρειάστηκαν για να καταγράψει τις στιγμές αδυναμίας, καταπίεσης, καταδυνάστευσης, αποξένωσης και λιποψυχίας τον οπλίζουν και τον απελευθερώνουν, κι έτσι όλη αυτή η αυτό-έκθεση γίνεται καταγγελία στην άνιση, ταξική, ρατσιστική και βίαιη κοινωνία. <br /> Από την πρώτη σελίδα το μαχαίρι καρφώνεται στην καρδιά του αναγνώστη: ο συγγραφέας, ώριμος πια, ομολογεί ότι δεν έχει καμιά χαρούμενη ανάμνηση από την παιδική ηλικία, κι αυτό γιατί κάθε στιγμή χαράς ισοπεδώθηκε από την οδύνη και τον φόβο. Ο καθημερινός εφιάλτης του από την ηλικία των 9-10 χρονών είχε αρχικά τη μορφή δυο βασανιστών, ένα ψηλό αγόρι κι ένα κοντό που τον βασάνιζαν κάθε φορά που τον έβλεπαν. Μέσα σ’ ένα κοινωνικό περιβάλλον ούτως ή άλλως βίαιο (μεθύστακας πατέρας που πλακώνεται στο ξύλο, κακοποίηση ζώων κλπ), η επιθετικότητα στο διαφορετικό (<i>εσύ είσαι η αδερφή;/κοίτα, είναι ο Μπελγκέλ, η πούστρα</i>) είναι κάτι σχεδόν φυσιολογικό (<i>λέγοντάς το, το χάραζαν πάνω μου για πάντα σαν στίγμα/ξαφνιάστηκα, αν και δεν ήταν η πρώτη φορά που μου έλεγαν κάτι παρόμοιο. Δεν συνηθίζεις ποτέ την προσβολή</i>). Το bullying των δυο αγοριών δεν ήταν μόνο λεκτικό (φρικτές βρισιές), αλλά συνοδευόταν κι από βαριά χτυπήματα και ταπεινώσεις αισχίστου είδους. Το μίσος όμως για τους ομοφυλόφιλους είναι γενικευμένο, όλο το κοινωνικό περιβάλλον συμπεριλαμβανομένης και της οικογένειας αντιλαμβάνεται κάτι «δεν πάει καλά» με τον Εντύ, με εξέχοντα τον μεγάλο, ετεροθαλή αδερφό Βενσάν. <br /> Η αναδίφηση του παρελθόντος συνεπάγεται, εκ μέρους του συγγραφέα μια βαθιά κοινωνική τομή –μας οδηγεί κατευθείαν όχι μόνο στο υποβαθμισμένο περιβάλλον του χωριού της Β. Γαλλίας (Hallencourt) όπου μεγάλωσε ο Εντύ, αλλά και στις οικογενειακές καταβολές, τις νοοτροπίες και τις πεποιθήσεις με τις οποίες ανατράφηκαν ο παππούς του, η μάνα του, ο πατέρας. Ο άντρας πρέπει να είναι σκληρός (<i>εγώ είμαι νευρικός άνθρωπος, δεν προσποιούμαι, και όταν νευριάζω, νευριάζω</i>), το αλκοολίκι είναι μαγκιά, η γυναίκα οφείλει να δουλεύει στο σπίτι (<i>οι γυναίκες κάνουν παιδιά για να γίνουν γυναίκες, γιατί αλλιώς δεν γίνονται πραγματικά γυναίκες. Τις θεωρούν λεσβίες, ψυχρές</i>), το σχολείο δεν έχει τόση σημασία, οι γιατροί είναι μπουρζουάδικη πολυτέλεια. Η φτώχεια είναι καθοριστική γιατί προσφέρει ελάχιστες επιλογές, αν και υπήρχαν και φτωχότεροι (μια επιθυμία, μια απελπισμένη προσπάθεια, που ξανάρχιζε συνέχεια, να βρεις κάποιους που είναι κάτω από σένα, να μην είσαι ο τελευταίος στην κοινωνική κλίμακα). Η οικογένεια Μπελγκέλ δεν είναι τόσο τεμπέληδες όσο οι γείτονες, ούτε τόσο βρωμιάρηδες, ούτε τα σκυλιά κατουράνε όπου βρουν… «<i>Άλλο φτώχεια κι άλλο βρωμιά</i>», λέει περήφανα η μητέρα, αλλά δεν υπάρχει πολλές φορές γάλα, δεν υπάρχει αρκετό νερό για να πλυθούν όλα τα άτομα της επταμελούς οικογένειας, δεν υπάρχουν χρήματα για βασικά είδη. Η μάνα στέλνει τον μικρό Εντύ πολλές φορές στον μπακάλη για να ζητήσει βερεσέ (<i>τα παιδιά προκαλούν πιο εύκολα τον οίκτο</i>), ενώ τους παρέχει δωρεάν τρόφιμα μια φορά το μήνα το «Resto du cœur» -μεγάλη ντροπή (<i>θα είναι το οικογενειακό μυστικό μας</i>). Η κατάσταση επιδεινώνεται όταν ο πατέρας χάνει τη δουλειά του λόγω εργατικού ατυχήματος, οπότε η μητέρα αναγκάζεται να δουλέψει «ξεσκατίζοντας γέρους». Η εικόνα της μιζέριας συμπληρώνεται ακόμα μ' ένα σπίτι όπου οι… τέσσερις τηλεοράσεις (τις είχε βρει ο πατέρας στα σκουπίδια και τις είχε επισκευάσει) επιβάλλονταν από νωρίς το πρωί. <br /><i><b><span style="font-size: medium;">Πατέρας-μητέρα </span></b></i><br /> Όπως όλοι οι άνδρες, ο πατέρας είναι βίαιος, κι όπως όλες οι γυναίκες, η μητέρα απλώς διαμαρτύρεται. Άλλωστε το κυρίαρχο πρότυπο είναι του «σκληρού άντρα», του άντρα που δίκαια καταλαμβάνεται από οργή και μανία. Περιφρονεί τα βιβλία και το σχολείο γιατί <i>οι σκληροί άντρες του χωριού, που ενσάρκωναν όλες τις τόσο σημαντικές αρσενικές αξίες, αρνούνταν να συμμορφωθούν με τη σχολική πειθαρχία και ήταν πολύ σημαντικό για κείνον να είναι ένας από τους σκληρούς</i>, και τα βάζει με τον εξίσου βίαιο πρώτο γιο της οικογένειας (από άλλον πατέρα). Ο πατέρας είναι ο μόνος που έχει «δικαίωμα» να μιλάει στο τραπέζι, και φυσικά, είναι ρατσιστής (<i>οι βρωμοαράπηδες, δεν βλέπεις τίποτα άλλο στις ειδήσεις παρά μόνο Άραβες</i>)· δεν διστάζει να κοροϊδέψει ακόμα και τον Εντύ για το γυναικωτό του φέρσιμο. Ίνδαλμα της κοινωνίας των σκληρών ανδρών γίνεται ο ξάδερφος Συλβαίν, ένας απατεωνίσκος που μπαινόβγαινε στη φυλακή κι είχε τη μαγκιά σε μια προσπάθεια απόδρασης να χτυπήσει με το αμάξι έναν μπάτσο, στο δε δικαστήριο να βρίσει τον εισαγγελέα (<i>αυτή η προσβολή προς τον εισαγγελέα κάνει τα μέλη της οικογένειάς μου να τρέμουν από συγκίνηση όταν διηγούνται αυτήν την ιστορία «Είχε αρχίδια λέμε»</i>)! <br /> Ωστόσο, διάσπαρτα επεισόδια μέσα στο βιβλίο σκιαγραφούν έναν πατέρα που τον διακρίνουν κάποιες αρχές, κάποια συναισθήματα («<i>Ο άλλος πατέρας</i>» είναι τίτλος κεφαλαίου). Αρχικά, αγαπά και δεν κάνει διακρίσεις στα δυο πρώτα παιδιά της οικογένειας, που είναι από τον πρώτο γάμο της Μπριζίτ, της μητέρας του Εντύ! Όταν η γυναίκα του έμεινε έγκυος στο πρώτο δικό τους παιδί, ήθελε κορίτσι! Έπειτα, δεν χτύπησε ποτέ τα παιδιά του γιατί δεν ήθελε να μοιάσει στον δικό του πατέρα (τον παππού του Εντύ), ο οποίος είχε εγκαταλείψει την οικογένειά του όταν ο πατέρας ήταν πέντε χρονών (<i>αυτόν τον καργιόλη που μας παράτησε, που άφησε τη μητέρα μου στην ψάθα, τον έχω χεσμένο</i>). Προτιμά να ξεσπά στους τοίχους (<i>μετά από είκοσι χρόνια που ζήσαμε σ’ αυτό το σπίτι, οι τοίχοι ήταν γεμάτοι τρύπες</i>) ή, φυσικά, στο αλκοόλ. Ήταν εκείνος που επέμεινε να κρατήσουν τα δυο δίδυμα τελευταία παιδιά, όταν η Μπριζίτ είχε ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη (σε περίοδο μεγάλης στέρησης). Επίσης, υπερασπίστηκε απροσδόκητα όχι μόνο τον Εντύ αλλά και τη γυναίκα του, όταν οι δυο απειλήθηκαν από τον πρώτο μέθυσο γιο, τον Βενσάν, κι όχι με βία αλλά με παρακάλια και γλυκές κουβέντες, ενώ ο Βενσάν τον χτυπούσε <i>(ο πατέρας μου δεν ήθελε να τον χτυπήσει υπό αυτές τις συνθήκες, δεν ήθελε να μπλεχτεί σε έναν πραγματικό καυγά με τον γιο του</i>). Απροσδόκητη τρυφερότητα δείχνει στον Εντύ όταν του χαρίζει τη βέρα του λέγοντάς του ότι τον αγαπάει (<i>δεν το βρήκα, όπως πολλοί θα πίστευαν όμορφο και συγκινητικό. Το σ’ αγαπώ του με είχε αηδιάσει, αυτή η κουβέντα είχε για μένα έναν χαρακτήρα αιμομικτικό</i>). Παρόλο που διακηρύσσει ρατσιστικές ιδέες, είχε φίλο απ’ το Μαγκρέμπ, και συγκρούεται άσχημα με μια παρέα κωλόπαιδων επειδή γιουχάρανε έναν ομοφυλόφιλο. <br /> Η μητέρα, της οποίας το πορτρέτο δίνει ο συγγραφέας πιο ολοκληρωμένα στο «<i>Οι αγώνες και οι μεταμορφώσεις μιας γυναίκας</i>», έμεινε έγκυος από τα 17 της σταματώντας το επαγγελματικό όνειρο να γίνει μαγείρισσα, ή να σπουδάσει. Τα δυο πρώτα της παιδιά τα έκανε με μέθυσο άνδρα, τον οποίο κι εγκατέλειψε (κι ο οποίος πέθανε λίγο αργότερα από κίρρωση του ήπατος). Θύμα της σπιτικής κούρασης και της φτώχειας δεν έχει χρόνο για τον εαυτό της, ωστόσο πίσω από την πλήξη και την εξάντληση κρύβει θυμό (<i>ήταν μια γυναίκα μονίμως θυμωμένη, παρόλ’ αυτά δεν ξέρει τι να το κάνει αυτό το μίσος που δεν την αφήνει ποτέ</i>) θέλει να δουλέψει αλλά δεν της «επιτρέπεται», και βρίσκει παροδικές διεξόδους (κάπνισμα, αλκοόλ, όνειρα για διακοπές). Σε αντίθεση με τον πατέρα, εκτιμά τις σπουδές, αποτρέπει τον Εντύ από το να σταματήσει το σχολείο (<i>δεν θέλω να βασανιστείς όσο εγώ στη ζωή, εγώ έκανα βλακείες και μετανιώνω</i>) θα ήθελε κι η ίδια να σπούδαζε, θεωρεί ότι έκανε μεγάλα λάθη (<i>δεν μπορούσε να αντιληφθεί ότι η οικογένειά της, οι γονείς της, τα αδέρφια της, ακόμη και τα παιδιά της και το σύνολο σχεδόν των κατοίκων του χωριού, είχαν αντιμετωπίσει τα ίδια προβλήματα, ότι επομένως αυτά που εκείνη αποκαλούσε <b>λάθη </b>δεν ήταν στην πραγματικότητα παρά<b> η πιο ολοκληρωμένη έκφραση της κανονικής εξέλιξης των πραγμάτων</b></i>). <br /> Είναι φανερό από τις έμμεσες αναφορές του συγγραφέα, ότι η μητέρα του ήταν ένα μεγάλο κοριτσάκι που μπήκε στα βάσανα από πολύ νωρίς: της άρεσε να γελάει, βέβαια με χοντροκομμένα αστεία. Δήλωνε «μια γυναίκα απλή», όχι «κυρία» και μιλάει απλά, «χωριάτικα», πράγμα που το σνομπάρει ο Εντύ, ιδιαίτερα όσο μεγαλώνει και αποκτά τη σχολική παιδεία, ωστόσο εκείνη <i>αμφιταλαντευόταν διαρκώς ανάμεσα στην ντροπή επειδή δεν είχε σπουδάσει και στην περηφάνια για τον ίδιο ακριβώς λόγο , όπως έλεγε, το ξεπέρασα και έκανα τόσο όμορφα παιδιά, ότι αυτοί οι δυο λόγοι δεν υπήρχαν παρά μόνο σε σχέση ο ένας με τον άλλον. </i><br /><i><b><span style="font-size: medium;">Γινόμουν αυτό που ήμουν </span></b></i><br /> Αυτό που δημιουργεί τα μεγαλύτερα προβλήματα στον Εντύ είναι η <i><b>φύση </b></i>του. Ο ίδιος εντοπίζει την πηγή ακόμα από τους πρώτους μήνες της ζωής του (<i>με το που άρχιζα να εκφράζομαι, να μαθαίνω να μιλάω, η χροιά της φωνής μου έπαινε έναν θηλυκό τόνο</i>). Δυσκολεύεται κι ο ίδιος να καταλάβει την πηγή αυτής της διαφορετικότητας, του γιατί περπατάει διαφορετικά ή έχει τσιριχτή φωνή, ή γιατί φοβάται το βράδυ και γιατί κλαίει συχνά («σιντριβάνι» τον ονομάζει ο Βενσάν), στοιχεία που εγείρουν σχόλια τύπου «άσε τα σκέρτσα σου», «συμπεριφέρεσαι σαν γκομενίτσα» κλπ, που βέβαια καθώς μεγαλώνουν χοντραίνουν και πληγώνουν «σαν ξυραφιές» (<i>αδερφάρα, πούστη, γυναικωτός, αγόρι είναι αυτό ή σκατά;</i>). Η αντίδραση του Εντύ είναι ένα μόνιμο… χαμόγελο (<i>προτιμούσα να βγάζω προς τα έξω την εικόνα ενός ευτυχισμένου παιδιού/έγινα ο καλύτερος σύμμαχος της σιωπής, και κατά μία έννοια, <b>συνένοχος αυτής της βίας</b></i>), ή κάνει πως δεν καταλαβαίνει, ή παριστάνει τον έκπληκτο. <i>Είναι ένας τρόμος, ένας πόνος που δεν συνηθίζεται</i>, όπως λέει ο ίδιος όταν κάπως μεγαλώνει. Οι προσπάθειες του πατέρα του να τον κάνει να ασχοληθεί με «αντρικό» άθλημα, το ποδόσφαιρο ναυαγούν (<i>ανακάλυψα με τρόμο ότι τα ντους δεν πρόσφεραν ιδιωτικότητα</i>). <br /> Μέσα στην κλειστή κοινωνία του χωριού όπου οι Άραβες, οι Εβραίοι, οι πάμφτωχοι, οι μπουρζουάδες, οι ανάπηροι κλπ είναι «αποκλεισμένοι», ο Εντύ προσπαθεί να κάνει παρέα με αγόρια. Ωστόσο τα αγόρια της ηλικίας του παίζουν ποδόσφαιρο, βλέπουν συνέχεια τηλεόραση ή αλητεύουν. Παρόλ' αυτά καταφέρνει κουτσά στραβά να βγαίνει με τα «φιλαράκια» του, έναν κύκλο αγοριών με τα οποία ποτέ δεν κατάφερε να ταιριάξει. Ο Εντύ αγαπά το σχολείο γιατί οι καθηγητές, τουλάχιστον, τον σέβονται. Η παρέα του με την Αμελί, ένα κοριτσάκι ανώτερης τάξης τον κάνει να συνειδητοποιήσει την ταξική διαφορά. Η ενασχόλησή του με το θέατρο επιτείνει τα προβλήματα. <br /> Αυτή η αλανοπαρέα την οποία συναντούσε χαλαρά είναι που συντέλεσε στην «αφύπνιση» του δεκάχρονου Εντύ, στην παραδοχή μέσα του δηλαδή, ότι είναι διαφορετικός. Στην αρχή βέβαια αντιδρά στο παιχνίδι που επινόησαν, να μιμηθούν τις στάσεις και κινήσεις που είδαν στην βιντεοκασέτα-πορνό με συνοδεία ομαδικού… αυνανισμού <i>(εγώ δεν είμαι καμιά βρωμοαδερφή</i>), ωστόσο σύντομα η επίγνωση ήρθε ως επιφοίτηση: <i><b>παρίσταναν τους ομοφυλόφιλους κι αυτός ήταν για κείνους ένας τρόπος για να δείξουν πως δεν ήταν</b></i>. <i>Έπρεπε να μην είσαι αδερφή για να μπορείς κάποια στιγμή μιας βραδιάς να παραστήσεις πως είσαι χωρίς να κινδυνεύεις να σε βρουν</i>. Ωστόσο, δεν νιώθει ικανός να αρνηθεί (<i>δεν κατάφερνα πλέον να προσποιηθώ ούτε τον απρόθυμο ούτε τον αηδιασμένο</i>). Το οργιαστικό παιχνίδι καταλήγει σε φρενίτιδα, κι ο Εντύ ομολογεί: <i>Γινόμουν επιτέλους αυτό που ήμουν/η ιδέα πως στην πραγματικότητα ήμουν ένα κορίτσι μέσα σε σώμα αγοριού, όπως μου έλεγαν τότε, μου φαινόταν όλο και πιο αληθινή. Λίγο λίγο γινόμουν ομοφυλόφιλος. Μέσα μου κυριαρχούσε η σύγχυση. </i><br /> Η αποκάλυψη των παράτυπων παιχνιδιών από τη μάνα συνεπάγεται βαριά χαστούκια από τον πατέρα και μια σειρά άλλων ταπεινώσεων. Η μεγάλη απορία είναι γιατί κοροϊδεύουν τον ίδιο κι όχι τα άλλα αγόρια, και βασικά τον ξάδερφό του τον Στεφάν ο οποίος «τον έδωσε», δηλαδή το διέδωσε σ’ όλον τον κόσμο. Το καθημερινό bullying είναι τόσο επώδυνο που «<i>τα πρώτα λεπτά μετά το ξύπνημα γίνονταν όλο και πιο εξωπραγματικά</i>». Τα βλέμματα , οι χαρακτηρισμοί, οι βρισιές κι οι προσβολές –<i><b>λόγια που θα ήθελα να ξεχάσω και πολύ περισσότερο να ξεχάσω ότι τα ξέχασα ώστε να εξαφανιστούν εντελώς. </b></i><br /><i><b><span style="font-size: medium;">Έπρεπε να απορρίψω αυτόν τον κόσμο </span></b></i><br /> Η ιδέα να (ξε)φύγει απ’ αυτόν τον εφιάλτη γεννιέται αυτήν την εποχή. Ωστόσο ο Εντύ είναι ακόμα πολύ μικρός. Χωρίς πια να απαρνιέται τον εαυτό του, κάνει ύστατες προσπάθειες να συμπεριφερθεί όπως όλοι <i>(είχα καταλάβει ότι το ψέμα ήταν η μοναδική δυνατότητα που είχα να προκαλέσω την έλευση μιας νέας αλήθειας. <b>Το να γίνω κάποιος άλλος σήμαινε να νομίζω ότι είμαι κάποιος άλλος, να πιστεύω ότι ήμουν αυτό που δεν ήμουν </b></i>(!)). Θα τα φτιάξει με τη Λωρά, ένα κορίτσι κακής φήμης (<i>η απόρριψη που αντιμετώπιζε την έκανε πιο προσιτή</i>) και ψάχνει θεατές για να τους δείξει ότι φιλάει κορίτσι. Παρόλο που παλεύει με την απέχθεια, βλέπει ότι όλοι, ακόμα κι ο Στεφάν, μεταστρέφονται! Κι όταν βλέπει ότι φτάνει να ερεθίζεται σεξουαλικά, νιώθει ότι «έχει γιατρευτεί»! <br /> Κι όμως, <i><b>δεν αρκεί να θέλεις να αλλάξεις, να λες ψέματα για τον εαυτό σου, για να γίνει το ψέμα αλήθεια. </b></i>Το σώμα τον προδίδει, ή μάλλον τον επαναφέρει στην φύση του, όταν τον φλερτάρει για πρώτη φορά άντρας (<i>πυρετός με κυρίευσε εκείνη τη νύχτα</i>). Οι επόμενες προσπάθειες με την μεγαλύτερή του κατά 5 χρόνια Σαμπρίνα, οδηγούν τον 13χρονο Εντύ σε παγίδα, μιας και η σεξουαλική συνεύρεση γίνεται επιτακτική, και φυσικά αποτυγχάνει παταγωδώς. Η έλξη που νιώθει ο Εντύ στο ανδρικό κορμί του δημιουργεί τέτοιο άγχος που αρχίζει να μισεί τους… ομοφυλόφιλους, και να προσπαθεί απελπισμένα να γίνει «σκληρός άντρας». <br /> Ξέρει πια ότι πρέπει να φύγει. Η πρώτη κωμικοτραγική απόπειρα να το σκάσει ακολουθείται από πιο ώριμη απόφαση, στην Τρίτη γυμνασίου πια, να μην πάει στο Λύκειο της περιοχής, αλλά στην Αμιένη, στο Λύκειο Μαντλέν Μισελίς, όπου υπήρχε πρόγραμμα για δραματική τέχνη. Ο πατέρας, παρόλο που πιστεύει ότι η Αμιένη είναι γεμάτη μαύρους και βρωμοάραβες, και τον πηγαίνει στον σταθμό, και του δίνει ένα 20ευρο (<i>ήξερα ότι ήταν πάρα πολλά, πολύ περισσότερα απ’ ό, τι άντεχε και έπρεπε να μου δώσει</i>). <br /> Ο Εντύ περπατά σταθερά προς το μέλλον του μακριά από τον «κόσμο τους», με φόβο και πάθος… Έχει πια ανοιξει τα φτερά του, και, αποδεχόμενος πια την ταυτότητά του, γίνεται ο Εντουάρ Λουί. <div style="text-align: right;">Χριστίνα Παπαγγελή</div>Χριστίνα Παπαγγελήhttp://www.blogger.com/profile/16375943334890543341noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-2588422417895573421.post-83611159403150664292023-06-05T19:14:00.002+03:002023-06-05T19:14:07.499+03:00Το χιόνι των Αγράφων, Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης Έξι συγκλονιστικές αφηγήσεις-διηγήματα, με κοινό παρονομαστή την τραγωδία που η Ιστορία ονόμασε «Πορεία αόπλων της Ρούμελης» -άγνωστη στους περισσότερους και φυσικά ανύπαρκτη στην επίσημη ιστορία· έξι περιεκτικές ιστορίες επινόησε ο συγγραφέας όπου συνυφαίνεται η φρίκη με το όνειρο και την διάψευση, αγγίζοντας με τόλμη ένα από τα συλλογικά τραύματα της Νεότερης Ελλάδας· μια σκοτεινή σελίδα του εμφύλιου, που είχε ως συνέπειες πολλή οδύνη και ανατροπή των ελπίδων για έναν καλύτερο κόσμο. Το βιβλίο, δηλαδή, πατάει με το ένα ποδάρι σε πραγματικά γεγονότα και πρόσωπα (διασταυρωμένα και τεκμηριωμένα ιστορικά) και με το άλλο σε συναισθηματικές, ανθρώπινες καταστάσεις που ξεπερνούν μεν κάθε φαντασία (αλλά ως γνωστόν, η πραγματικότητα υπερβαίνει την φαντασία), θεμελιώνονται ωστόσο στις απίστευτες συνθήκες όπου βρέθηκαν οι ήρωες, τον παγωμένο εκείνο χειμώνα του 1948. <br /> Αντιγράφοντας από το ιστορικό site <a href="https://www.greekhistoryrepository.gr/archive/item/9973">https://www.greekhistoryrepository.gr/archive/item/9973</a> βλέπουμε συνοπτικά τα ιστορικά γεγονότα πάνω στα οποία ο συγγραφέας έχτισε τις διαφορετικές, ψυχικές μαρτυρίες των ηρώων του, πείθοντάς μας ότι ακόμα κι αν κάποια πρόσωπα είναι καθαρά μυθιστορηματικά, οι δοκιμασίες και τα συναισθήματα είναι αληθινά, όσο θα μπορούσε κανείς να τα προσεγγίσει από διαφορετική ιστορική στιγμή: <br /> «<i><span style="font-size: x-small;">H πορεία αόπλων της Ρούμελης πραγματοποιήθηκε από τον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας (ΔΣΕ) τον Φεβρουάριο του 1948 με κύριο σκοπό τη μετάβαση στις περιοχές του Γράμμου, που έλεγχε ο ΔΣΕ, 1.300 περίπου νεαρών νεοσύλλεκτων μελών του για να εξοπλιστούν, να εκπαιδευτούν και να στελεχώσουν τις μάχιμες μονάδες του ΔΣΕ. Οι νεοσύλλεκτοι προέρχονταν κυρίως από επιστράτευση που έχει πραγματοποιηθεί τον Δεκέμβρη του 1947 και τον Γενάρη του 1948. Για την πραγματοποίηση της πορείας, οι άοπλοι μαχητές μαζί με ένοπλα συνοδευτικά τμήματα του ΔΣΕ συγκρότησαν μια ταξιαρχία, που έμεινε γνωστή ως «Ταξιαρχία αόπλων Ρούμελης» και η οποία είχε ως επικεφαλής τον υποστράτηγο του ΔΣΕ Γιώργη Γούσια. <br /> Η φάλαγγα ξεκίνησε στα μέσα Φεβρουαρίου του 1948 και ακολούθησε διαφορετική διαδρομή από αυτή που είχαν ακολουθήσει αντίστοιχες φάλαγγες με μαχητές του ΔΣΕ. Η φάλαγγα ακολούθησε πορεία μέσω του βουνού Όθρυς, του θεσσαλικού κάμπου, της λίμνης Κάρλα, των βουνών Κίσσαβος, Όλυμπος και Πιέρια για να καταλήξει στον Γράμμο μέσω Χασίων στις 25 Μάρτη του 1948. Από το ξεκίνημα της πορείας η φάλαγγα είχε γίνει αντιληπτή από τις κυβερνητικές δυνάμεις που σε όλη τη διάρκεια της πορείας προσπάθησαν να τη διαλύσουν, έχοντας σύμμαχο τις πολύ άσχημες καιρικές συνθήκες που δυσκόλευαν την πορεία της ταξιαρχίας του ΔΣΕ. Μετά από μεγάλο αριθμό μαχών, χωρίς τρόφιμα και με τεράστιες απώλειες σε έμψυχο και άψυχο υλικό, η φάλαγγα έφτασε στον Γράμμο έχοντας όμως απολέσει (νεκροί, τραυματίες, αιχμάλωτοι και λιποτάκτες) τα τρία τέταρτα των μελών της</span></i>». <br /> Μέσα σ’ αυτό λοιπόν το πλαίσιο, πάνω στον πάλλευκο καμβά της δύσβατης χειμωνιάτικης οροσειράς των Αγράφων, εκτυλίσσονται οι έξι τραγωδίες στις οποίες ο συγγραφέας μάς κάνει κοινωνούς, με πολλές σιωπηρές προεκτάσεις για τις 1300 άγνωστες ή λησμονημένες ατομικές τραγωδίες των ατόμων που συμμετείχαν σ’ αυτήν την παράλογη πορεία, που μόνο με την αυτοκτονική πορεία του 8ου τάγματος της Β΄ Ταξιαρχίας στην Ράκα (Απρίλης του 1943) που περιγράφει ο Τσίρκας στις Ακυβέρνητες Πολιτείες μπορεί να συγκριθεί, ή, όπως επισημαίνει κι ο ίδιος ο συγγραφέας προς το τέλος του βιβλίου, «<i>τούτος ο άθλος μόνο με την επική πορεία του Μάο θα μπορούσε να παρομοιαστεί</i>»<a href="file:///C:/Users/User/%CE%92%CE%99%CE%92%CE%9B%CE%99%CE%91/%CE%A4%CE%B5%CF%84%CF%81%CE%B1%CE%B4%CE%B9%CE%BF%20%CE%B2%CE%B9%CE%B2%CE%BB%CE%AF%CF%89%CE%BD%202023.docx#_ftn1">[1]</a>. <br /> Αρχικά επιστρατεύουν υποχρεωτικά γυναίκες και άντρες από τα γύρω χωριά από 14 μέχρι 52 χρονών (<i>σε οικογένεια με τρία παιδιά παίρνουν το ένα, σε οικογένεια με τέσσερα τα δύο. «Και αν δεν θέλουν;» ρώτησε κάποιος. «Δεν έχει, σύντροφε, δεν θέλουν»</i>)· υποχρεωτικά γιατί οι Σούρληδες <i>αλωνίζουν κάτω, ρημάζουν σπίτια, χαλάνε κορίτσια, σκοτώνουν κόσμο</i>. Η εκπαίδευση φαίνεται παιχνίδι, η ελπίδα για μια «άλλη ζωή» δίνει κουράγιο (<i>η Ελεύθερη Ελλάδα <b>κάπου στην Ελλάδα ήταν ελεύθερη, γιατί εκεί δεν υπήρχαν χωροφύλακες, μοναρχοφασίστες, πλούσιοι κεφαλαιοκράτες, πονηροί παπάδες και κακοί πατεράδες</b>,</i> σκέφτεται η Σωτηρία, που διέφυγε από τον δυνάστη κακοποιητικό πατέρα της με το να καταταγεί στην ταξιαρχία). <br /> Στις 18 Φεβρουαρίου του 1948, η Ταξιαρχία Αόπλων είναι παραταγμένη στην πλατεία της Βράχας και ξεκινάει με συνθήματα, τραγούδια και χορούς (<i>σαν ακορντεόν, ένας σπασμός κίνησης μεταδίδεται από την κεφαλή ίσαμε την ουρά της φάλαγγας</i>). Πρόκειται για τον «νεανικό ανθό των Αγράφων και της Ρούμελης», παραταγμένοι σε τρία τάγματα που σύντομα θα χάσουν τον συντονισμό τους, θα δέχονται επιθέσεις από τον Κυβερνητικό στρατό και τους Μάυδες, ενώ η ένοπλη συνοδεία δεν επαρκεί. Η διαταγή του αρχηγού είναι: «Σ<i>ύνταξη δυνάμεων, σίτιση και ολιγόωρη ανάπαυση τη μέρα. Κανείς δεν μένει πίσω. Τα τμήματα δεν αποκόπτονται</i>». Ο μεγαλύτερος εχθρός βέβαια αποδεικνύεται ο χειμώνας -οι παγωμένες λίμνες, το πυκνό χιόνι, οι καιρικές συνθήκες, η θερμοκρασία -7ο C. <br /> Έτσι, η αντίστοιχη περιγραφή της άφιξης της κατακερματισμένης ταξιαρχίας στο Γενικό Αρχηγείο της Ρούμελης είναι εκ διαμέτρου αντίθετη και αποκαρδιωτική: <i>προπορευότανε ο Γούσιας, πάνω στο κανελί του άτι, δέκα μέτρα πιο πίσω ο ίδιος ως επιτελάρχης </i>(μιλάει ο Γεώργιος Γεωργιάδης) <i>κι ύστερα όλοι οι λοιποί κατά διμοιρίες, μπροστά οι βαθμοφόροι, πιο πίσω οι απλοί μαχητές. Με το που πέρασε ο Γούσιας ξεσπάσαν όλοι σε χειροκροτήματα και σε ζητωκραυγές, όσο όμως έρχονταν οι άλλοι, έσβηναν οι επευφημίες κι <b>από τη μέση της πορείας πάψανε τα χειροκροτήματα και επικράτησε απόλυτη σιγή, μια παγωμένη βουβαμάρα</b>. Από τους χίλιους πεντακόσιους περίπου επίστρατους ούτε τριακόσιοι δεν κατάφεραν να φτάσουν. </i><br /> <b><span style="font-size: medium;">Ιστορικά πρόσωπα</span></b> που τα βλέπουμε να δρουν είναι οι Σούρληδες, φόβος και τρόμος των βουνών<a href="file:///C:/Users/User/%CE%92%CE%99%CE%92%CE%9B%CE%99%CE%91/%CE%A4%CE%B5%CF%84%CF%81%CE%B1%CE%B4%CE%B9%CE%BF%20%CE%B2%CE%B9%CE%B2%CE%BB%CE%AF%CF%89%CE%BD%202023.docx#_ftn2">[2]</a>, ο Βουρλάκης- αρχηγός παρακρατικής ομάδας<a href="file:///C:/Users/User/%CE%92%CE%99%CE%92%CE%9B%CE%99%CE%91/%CE%A4%CE%B5%CF%84%CF%81%CE%B1%CE%B4%CE%B9%CE%BF%20%CE%B2%CE%B9%CE%B2%CE%BB%CE%AF%CF%89%CE%BD%202023.docx#_ftn3">[3]</a>-, οι επίσης παρακρατικοί Βελέντζας και Τσαντούλας, ο Απόστολος Πουλιόπουλος που φέρεται ως ανιψιός του θεωρητικού και πολιτικού ηγέτη της αριστερής αντιπολίτευσης του ΚΚΕ Παντελή Πουλιόπουλου, ο Βιδάλης, δημοσιογράφος του Ριζοσπάστη και θύμα των παρακρατικών και τέλος, στο τελευταίο διήγημα, οι τραγικές περιπτώσεις του ταξίαρχου του Δ.Σ. Γιαννούλη<a href="file:///C:/Users/User/%CE%92%CE%99%CE%92%CE%9B%CE%99%CE%91/%CE%A4%CE%B5%CF%84%CF%81%CE%B1%CE%B4%CE%B9%CE%BF%20%CE%B2%CE%B9%CE%B2%CE%BB%CE%AF%CF%89%CE%BD%202023.docx#_ftn4">[4]</a> και του ταξίαρχου Γεώργιου Γεωργιάδη<a href="file:///C:/Users/User/%CE%92%CE%99%CE%92%CE%9B%CE%99%CE%91/%CE%A4%CE%B5%CF%84%CF%81%CE%B1%CE%B4%CE%B9%CE%BF%20%CE%B2%CE%B9%CE%B2%CE%BB%CE%AF%CF%89%CE%BD%202023.docx#_ftn5">[5]</a> που εκτελέστηκαν από τους συντρόφους τους. <br /> «Πρωταγωνιστής» όμως και, ως υποστράτηγος, υπεύθυνος σ’ αυτήν την αυτοκτονική πορεία είναι ο Γεώργιος Γούσιας<a href="file:///C:/Users/User/%CE%92%CE%99%CE%92%CE%9B%CE%99%CE%91/%CE%A4%CE%B5%CF%84%CF%81%CE%B1%CE%B4%CE%B9%CE%BF%20%CE%B2%CE%B9%CE%B2%CE%BB%CE%AF%CF%89%CE%BD%202023.docx#_ftn6">[6]</a>, ψευδώνυμο του Γ. Βοντίτσιος, που εμφανίζεται σχεδόν σε όλα τα διηγήματα. Ηγετικό στέλεχος και μέλος του Πολιτικού Γραφείου του <a href="https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9A%CE%9A%CE%95">ΚΚΕ</a>, βασικός συνεργάτης του <a href="https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9D%CE%AF%CE%BA%CE%BF%CF%82_%CE%96%CE%B1%CF%87%CE%B1%CF%81%CE%B9%CE%AC%CE%B4%CE%B7%CF%82">Νίκου Ζαχαριάδη</a> κατά την περίοδο του <a href="https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%95%CE%BB%CE%BB%CE%B7%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CF%8C%CF%82_%CE%95%CE%BC%CF%86%CF%8D%CE%BB%CE%B9%CE%BF%CF%82_%CE%A0%CF%8C%CE%BB%CE%B5%CE%BC%CE%BF%CF%82_1946-1949">εμφυλίου πολέμου</a>, φέρεται να έχει ο ίδιος σχεδιάσει και αποφασίσει την απίστευτη αυτή πορεία (ταξίαρχος Γεωργιάδης: <i>από στρατιωτική άποψη ήταν όλα λάθος. Όταν πήγαινε να συνεννοηθεί μαζί του, ο Γούσιας του’ δειχνε<u> κ</u>άτι γραμμές στον χάρτη χαραγμένες με διαδρομές από δώ, με διαδρομές από κεί, χωρίς καμιά μέριμνα για την επιμελητεία, τους τραυματίες, τους αρρώστους, τις αντοχές των μαχητών, τις καιρικές συνθήκες και κυρίως, τις πιθανές κινήσεις του αντιπάλου</i>). Ο Γούσιας ως μυθιστορηματικό πρόσωπο εμφανίζεται εγωιστής, καχύποπτος και άτεγκτος, πολύ σκληρός απέναντι στους λιποτάκτες, στους προδότες ή στους απείθαρχους («για λόγους παραδειγματισμού»). Πάντα πάνω στο άσπρο ή κανελί του άτι, τρώει πλούσιο πρωινό όταν όλοι πεινάνε, έχει ξεχωριστές προμήθειες για τον ίδιο, ψητό κρέας όταν δεν υπάρχει παρά μόνο νερόσουπα, κρατά πάντα πάνω του τσιγάρα, ενώ εκμεταλλεύεται τις νεαρές βοηθούς του στο κρεβάτι του. Οσφραινόταν παντού κινδύνους, <i>διέκρινε αντεπαναστατικό δάκτυλο, χωρίς παρόλ’ αυτά να προσδιορίσει με ακρίβεια αν προερχόταν απ’ τον κύκλο των μοναρχοφασιστών ή των τροτσκιστών, που, κατά τη γνώμη του, δεν είχαν και μεγάλη διαφορά. </i><br /> Θύματα του άσβεστου μίσους που ανακυκλώνει τα εγκλήματα του εμφυλίου και των τραγικών λαθών της ηγεσίας, οι <b><span style="font-size: medium;">μυθιστορηματικοί ήρωες </span></b>που βλέπουμε στις πέντε πρώτες ιστορίες βιώνουν την τραγική διάσταση της ιστορικής συγκυρίας, όπου, όπως είπαμε και παραπάνω, η ελπίδα δίνει τη θέση της στην απελπισία, και η πίστη στον άνθρωπο δίνει τη θέση της στην οδυνηρή διάψευση: <br /> -Ο 16χρονος Κυριάκος Σιάτρας που παρουσιάζεται εθελοντικά αφήνοντας μάνα και μικρότερο αδερφό στο χωριό, για να αποδώσει τιμή στον σκοτωμένο αντάρτη πατέρα του, βρίσκει τραγικό θάνατο προσπαθώντας να σώσει τον 14χρονο αδερφό του που… θεωρήθηκε προδότης (<i>Όλα σταματημένα. Μοναχά το μυαλό του έψαχνε απάντηση στο ερώτημα: ποιος πατέρα, θα το βρει τώρα το δικό σου δίκιο;</i>). <br /> -Ο τραυματισμένος Χαράλαμπος Σουρούτσης, «επικίνδυνος συμμορίτης» του οποίου το ελληνικό κράτος έκαψε το πατρικό σπίτι («τσεκούρι και φωτιά»), που αναγκάστηκε να υπογράψει δήλωση μετανοίας (<i>απόδειξη της μεγαλοψυχίας του ελληνικού κράτους απέναντι στους ειλικρινώς μετανοήσαντες κομμουνιστές</i>) και εγκαταστάθηκε στο μοναστήρι του Αγίου Λαυρεντίου ενώ το παρελθόν με τα κρυμμένα μυστικά του τού καίει τη μνήμη (<i>για τον Χαραλάμπη όμως, παρελθόν, παρόν και μέλλον είχαν εξοριστεί πέρα απ’ τον μαντρότοιχο της μονής/ όλα άλλαζαν γρήγορα, βολικά και τελεσίδικα· όλα εκτός από τη δήλωση, την κομμένη αλυσιδίτσα και τη σιγή του οστεοφυλακίου, που επέμεναν στο δικό τους σιωπηλό αντάρτικο μπροστά στην ύπουλη εξουσία της λήθης, του χρόνου και των αναγκαστικών ή ηθελημένων συνθηκολογήσεων</i>). <br /> -Ο Απόστολος Πουλιόπουλος, που αλλάζει το όνομά του σε Πούλιος ή Ουλιόπουλος για να μην τον συσχετίζουν με τον θείο του, θεωρητικό του τροτσκισμού<a href="file:///C:/Users/User/%CE%92%CE%99%CE%92%CE%9B%CE%99%CE%91/%CE%A4%CE%B5%CF%84%CF%81%CE%B1%CE%B4%CE%B9%CE%BF%20%CE%B2%CE%B9%CE%B2%CE%BB%CE%AF%CF%89%CE%BD%202023.docx#_ftn7">[7]</a>, και που το μόνο που τον ενδιαφέρει όταν τάσσεται στη μονάδα είναι η συγχωριανή του Θεανώ, που την έχει όμως σε αποκλειστικότητα ως βοηθό και «γραμματέα» ο Γούσιας. Η τραγική μοίρα της Θεανώς είναι και το μαράζι του Απόστολου. <br /> -Η Σωτηρία, κακοποιημένη κατ’ επανάληψιν από τον πατέρα της (ά<i>λλες κραυγές πνίγονταν στον λαιμό της, άλλοι πόνοι πίεζαν το στήθος της, άλλοι κύκλοι μαύριζαν τα μάτια της. <b>Μονάχα το πείσμα της ν’ αντέξει και η λύσσα της να εκδικηθεί έμεναν πάντα ίδια</b></i>), παίρνει τα βουνά κι εκείνη, γιατί ο πατέρας της -κάθαρμα που ήθελε να τα’ χει καλά με όλους- προτίμησε να στείλει το κορίτσι όταν ήρθαν οι αντάρτες στο χωριό, παρά τον αδερφό της τον Σωτήρη που ήταν «καλό χέρι στις δουλειές». <br /> -Ο Αβράαμ Πολυχρονίδης, από τους λίγους που σώθηκαν από τις δεύτερες μαζικές εκτελέσεις που έγιναν στο Μεσόβουνο Εορδαίας (1941, 1944)<a href="file:///C:/Users/User/%CE%92%CE%99%CE%92%CE%9B%CE%99%CE%91/%CE%A4%CE%B5%CF%84%CF%81%CE%B1%CE%B4%CE%B9%CE%BF%20%CE%B2%CE%B9%CE%B2%CE%BB%CE%AF%CF%89%CE%BD%202023.docx#_ftn8">[8]</a>(Τ<i>ο μάτι του είχε την κάπνα της καμένης ανθρακιάς. Όταν μάλιστα άρχισε να θάβει όλους μαζί τους εκτελεσμένους κάτω απ’ τα ποντιακά μοιρολόγια, και κυρίως όταν είδε τα χέρια του πατέρα του και των αδερφών του περασμένα στα μπράτσα του ανάπηρου θείου του σαν να χόρευαν όλοι μαζί τη σέρρα την ώρα που τους εκτελούσαν, κάτι έσπασε μέσα του για πάντα</i>). Ο Αβράμης γίνεται απ’ τα πρώτα μέλη του Αρχηγείου της Ρούμελης την εποχή της «Λευκής Τρομοκρατίας»<a href="file:///C:/Users/User/%CE%92%CE%99%CE%92%CE%9B%CE%99%CE%91/%CE%A4%CE%B5%CF%84%CF%81%CE%B1%CE%B4%CE%B9%CE%BF%20%CE%B2%CE%B9%CE%B2%CE%BB%CE%AF%CF%89%CE%BD%202023.docx#_ftn9">[9]</a>, και αναλαμβάνει μάγειρας. Οι υπεράνθρωπες προσπάθειες να θρέψει μέχρι και 2.500 χιλιάδες άτομα εν μέσω βομβαρδισμών και απωλειών αποβαίνουν σισύφειες. <br /> <div> Το κορυφαίο, κατά τη γνώμη μου, διήγημα, και επιστέγασμα όλου αυτού του φρικαλέου φιάσκου, είναι η σπαραχτική και αληθινή ιστορία του ταξίαρχου Γεώργιου Γεωργιάδη στο διήγημα με τον παράδοξο τίτλο «<b><i>Πιο θάνατος</i></b>». Με μεγάλη και δύσκολη προσωπική εξέλιξη, ξεκινώντας από τη Σχολή Ευελπίδων, αξιωματικός στα βουνά της Αλβανίας και στη συνέχεια στον Δημοκρατικό στρατό «<i>ό, τι δεν έπαθε στον πόλεμο απ’ τους εχθρούς του έμελλε να το πάθει απ’ τους δικούς του φίλους</i>». Ο Γεωργιάδης κλήθηκε εσπευσμένα να βοηθήσει όταν άρχισαν οι μεγάλες δυσκολίες της Ταξιαρχίας των Αόπλων. Αναλαμβάνοντας ως επιτελάρχης του Γούσια, αντιλαμβάνεται σύντομα ότι ο άνθρωπος είναι εκτός πραγματικότητας… Η ανοιχτή διαφωνία του με τον Γούσια αργότερα (Δεκέμβριο του 1948), στην επιχείρηση της Έδεσσας, θα του στοιχίσει την ζωή. Θα θεωρηθεί υπεύθυνος, προδότης, άνθρωπος του Βαφειάδη (είχε ήδη αρχίσει αντιπαράθεση στην ανώτατη ηγεσία του ΚΚΕ μεταξύ Ζαχαριάδη και Μάρκου με την αποπομπή του τελευταίου και την απομάκρυνσή του στη Μόσχα). <br /> Ο «<i>πιο θάνατος</i>» που αναλογεί στον διαφωνούντα αγωνιστή και ηρωικά πεσόντα, εκτελεσμένο από τους δικούς του ανθρώπους Γεωργιάδη (όπως έξι μήνες πριν εκτέλεσαν τον Γιαννούλη) ήταν ένας θάνατος αιφνιδιαστικός, πισώπλατος και ατιμωτικός: <br /> <i>Λίγο έξω απ’ τις φυλακές τον σπρώξαν, παραπάτησε κι έπεσε κάτω με γυρισμένη την πλάτη.. κάτι πήγε να πει, αλλά δεν είχε χρόνο. Από μια ταινία φυσίγγια άδειασε ο καθένας πάνω του. Μάταια είχε διαλέξει από πριν τα τελευταία του λόγια…</i><div style="text-align: right;">Χριστίνα Παπαγγελή</div><div> <br /> <span style="font-size: x-small;"> <a href="file:///C:/Users/User/%CE%92%CE%99%CE%92%CE%9B%CE%99%CE%91/%CE%A4%CE%B5%CF%84%CF%81%CE%B1%CE%B4%CE%B9%CE%BF%20%CE%B2%CE%B9%CE%B2%CE%BB%CE%AF%CF%89%CE%BD%202023.docx#_ftnref1">[1]</a> https://www.mixanitouxronou.gr/i-thriliki-megali-poria-tou-mao-pou-dieschise-perpatontas-ti-misi-kina-apo-tous-72-chiliades-epiviosan-mono-6-chiliades-machites-to-katorthoma-pou-didaskete-stis-stratiotikes-scholes/ <br /> <a href="file:///C:/Users/User/%CE%92%CE%99%CE%92%CE%9B%CE%99%CE%91/%CE%A4%CE%B5%CF%84%CF%81%CE%B1%CE%B4%CE%B9%CE%BF%20%CE%B2%CE%B9%CE%B2%CE%BB%CE%AF%CF%89%CE%BD%202023.docx#_ftnref2">[2]</a> <a href="https://periodista.gr/i-summoria-tou-sourla/">https://periodista.gr/i-summoria-tou-sourla/</a>Οι Σούρληδες αφού στρατολόγησαν με απειλές και βασανιστήρια πολλούς νέους από διάφορα χωριά διάλεξαν για λημέρι τους το χωριό Μέλια καθώς διέθετε σταθμό του σιδηρόδρομου κοντά στον Πλατύκαμπο “άνευ γραφείου”. Κάθε φορά που πήγαιναν στο χωριό βίαζαν, έκλεβαν και επέτασσαν σπίτια, οχήματα και αγαθά τόσο πολύ που οι κάτοικοι όταν τους έβλεπαν έτρεχαν να κοιμηθούν στα χωράφια. Σκοπός των Άγγλων ήταν η παλιννόστηση της βασιλικής εξουσίας η οποία δεν θα έρχονταν(με το δημοψήφισμα) αν πρώτα όλη η ελληνική ύπαιθρος δεν έμπαινε κάτω από τον ζυγό. Οι Σούρληδες στην περιοχή δολοφονούσαν αδίστακτα και αδιακρίτως, βασάνισαν και δολοφόνησαν πολλά στελέχη του ΕΑΜ και του ΚΚΕ καθώς και τον δημοσιογράφο του Ριζοσπάστη, Κώστα Βιδάλη. Υπήρχαν βέβαια και περιπτώσεις όπως αυτή του Θανάση Δρίβα που “βάφτιζαν” κάποιον κομμουνιστή για προσωπικούς τους λόγους, και μετά ξεκλήριζαν την οικογένεια και το βιός του. Αυτά φυσικά υπό την σφραγίδα του Μόλγκαν, του βρετανού συνδέσμου των Σούρληδων και της κυβέρνησης-λαγωνικού των Αθηνών. <br /> <a href="file:///C:/Users/User/%CE%92%CE%99%CE%92%CE%9B%CE%99%CE%91/%CE%A4%CE%B5%CF%84%CF%81%CE%B1%CE%B4%CE%B9%CE%BF%20%CE%B2%CE%B9%CE%B2%CE%BB%CE%AF%CF%89%CE%BD%202023.docx#_ftnref3">[3]</a> http://kokkinosfakelos.blogspot.com/2017/07/blog-post_8.html <br /> <a href="file:///C:/Users/User/%CE%92%CE%99%CE%92%CE%9B%CE%99%CE%91/%CE%A4%CE%B5%CF%84%CF%81%CE%B1%CE%B4%CE%B9%CE%BF%20%CE%B2%CE%B9%CE%B2%CE%BB%CE%AF%CF%89%CE%BD%202023.docx#_ftnref4">4]</a> https://greekcivilwar.wordpress.com/2016/07/01/gcw-286/ <br /> <a href="file:///C:/Users/User/%CE%92%CE%99%CE%92%CE%9B%CE%99%CE%91/%CE%A4%CE%B5%CF%84%CF%81%CE%B1%CE%B4%CE%B9%CE%BF%20%CE%B2%CE%B9%CE%B2%CE%BB%CE%AF%CF%89%CE%BD%202023.docx#_ftnref5">[5]</a> https://www.greekhistoryrepository.gr/archive/item/10812?dv=1 <br /> <a href="file:///C:/Users/User/%CE%92%CE%99%CE%92%CE%9B%CE%99%CE%91/%CE%A4%CE%B5%CF%84%CF%81%CE%B1%CE%B4%CE%B9%CE%BF%20%CE%B2%CE%B9%CE%B2%CE%BB%CE%AF%CF%89%CE%BD%202023.docx#_ftnref6">[6]</a> https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%93%CE%B9%CF%8E%CF%81%CE%B3%CE%BF%CF%82_%CE%93%CE%BF%CF%8D%CF%83%CE%B9%CE%B1%CF%82 <br /> <a href="file:///C:/Users/User/%CE%92%CE%99%CE%92%CE%9B%CE%99%CE%91/%CE%A4%CE%B5%CF%84%CF%81%CE%B1%CE%B4%CE%B9%CE%BF%20%CE%B2%CE%B9%CE%B2%CE%BB%CE%AF%CF%89%CE%BD%202023.docx#_ftnref7">7]</a> https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A0%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%B5%CE%BB%CE%AE%CF%82_%CE%A0%CE%BF%CF%85%CE%BB%CE%B9%CF%8C%CF%80%CE%BF%CF%85%CE%BB%CE%BF%CF%82 <br /> <a href="file:///C:/Users/User/%CE%92%CE%99%CE%92%CE%9B%CE%99%CE%91/%CE%A4%CE%B5%CF%84%CF%81%CE%B1%CE%B4%CE%B9%CE%BF%20%CE%B2%CE%B9%CE%B2%CE%BB%CE%AF%CF%89%CE%BD%202023.docx#_ftnref8">[8]</a> Το πρώτο Ολοκαύτωμα του Μεσόβουνου έγινε στις 23 Οκτωβρίου 1941. Το χωριό πυρπολήθηκε και εκτελέστηκαν 142 άτομα (σύμφωνα με τις γερμανικές πηγές), ενώ οι κάτοικοι ανεβάζουν τον αριθμό σε 165. Το δεύτερο Ολοκαύτωμα έγινε στις 24 Απριλίου 1944. https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A3%CF%86%CE%B1%CE%B3%CE%AD%CF%82_%CE%9C%CE%B5%CF%83%CF%8C%CE%B2%CE%BF%CF%85%CE%BD%CE%BF%CF%85_%CE%9A%CE%BF%CE%B6%CE%AC%CE%BD%CE%B7%CF%82 <br /> <a href="file:///C:/Users/User/%CE%92%CE%99%CE%92%CE%9B%CE%99%CE%91/%CE%A4%CE%B5%CF%84%CF%81%CE%B1%CE%B4%CE%B9%CE%BF%20%CE%B2%CE%B9%CE%B2%CE%BB%CE%AF%CF%89%CE%BD%202023.docx#_ftnref9">[9]</a> Στην Ελλάδα, ο όρος Λευκή Τρομοκρατία αναφέρεται στις διώξεις και τη βία που ξέσπασε εις βάρος των φιλικά προσκείμενων στο ΕΑΜ και το ΚΚΕ Ελλήνων αμέσως μετά την υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας τον Φεβρουάριο του 1945.</span><div style="mso-element: footnote-list;"><div id="ftn9" style="mso-element: footnote;">
</div>
</div></div></div>Χριστίνα Παπαγγελήhttp://www.blogger.com/profile/16375943334890543341noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-2588422417895573421.post-31776507470691605952023-06-02T20:08:00.004+03:002023-06-02T20:08:50.139+03:00Ο Δημήτρης Νάσκος γράφει για "Το βιβλίο της μεγάλης ανοχής" του Ιωάννη Λαδάκη<p> Σήμερα το μπλογκ "Ανάγνωση" φιλοξενεί το κείμενο που έγραψε ο Δημήτρης Νάσκος για το βιβλίο της προηγούμενης ανάρτησης του Ιωάννη Λαδάκη, "Το βιβλίο της μεγάλης ανοχής" </p> «Το Βιβλίο της Μεγάλης Ανοχής». Πρόκειται για ένα έργο που συνδυάζει διάφορα λογοτεχνικά είδη, όπως ο υπαρξισμός, η φιλοσοφία, ο συμβολισμός και ο σουρεαλισμός, δημιουργώντας ένα συνολικό ποίημα που αγγίζει την καρδιά και το μυαλό μας. <br /> Το εξώφυλλο αυτού του βιβλίου μας προσφέρει μια ισχυρή εικόνα: Χειροπέδες που έχουν σπάσει. Αυτή η εικόνα συμβολίζει τα δεσμά της κοινωνίας και πώς ένας άνθρωπος μπορεί να απελευθερωθεί, αναζητώντας την αυθεντική ζωή. Στο οπισθόφυλλο, ο συγγραφέας, αντικρούοντας τον σκληρό ανταγωνισμό του σύγχρονου κόσμου και την απώλεια της ταυτότητας, μας προτρέπει να σκεφτούμε μια μελλοντική επανάσταση που θα μας οδηγήσει σεμια νέα αρχή, απαλλαγμένη από την καταπίεση και την αισχροκέρδεια. <br /> Το βιβλίο αποτελείται από έναν πρόλογο και τέσσερα κεφάλαια με τους εξής τίτλους: «Πιστεύω», «Η ιστορία του άλλου», «Ανοχή στη σκιά ενός χειμωνιάτικου δειλινού» και «Η Μοναξιά του Ίχνους». Ο πρόλογος μάς εισάγει στο κύριο θέμα του βιβλίου, που δεν είναι άλλο από τον σκληρό ανταγωνιστικό στίβο της ζωής, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στην πολιτισμένη βία και στη διαστρέβλωση της καθαρής σκέψης. Μέσα από την πρωτοπρόσωπη αφήγηση αναδύεται η προσωπικότητα του κεντρικού χαρακτήρα – πότε ως εσωτερικός μονόλογος και πότε ως συνομιλία με τον άλλο του εαυτό. <br /> Στη συνέχεια, το καθένα από τα τέσσερα κεφάλαια παρουσιάζει διαφορετικές εμπειρίες και φαντασιώσεις του πρωταγωνιστή. Είναι η δική του οπτική για τα πράγματα και αισθητική. Είναι ο τρόπος που βλέπει, ερμηνεύει και αντιμετωπίζει τον κόσμο. Η δική του γωνιακή εστίαση που εντυπώνει έναν καμβά λουσμένο με υπερρεαλιστικά χρώματα και όχι μόνο. Επιπλέον, θίγονται οικουμενικά ζητήματα, όπως ο ρόλοςτης ανθρώπινης ύπαρξης και της αγάπης, όπως το αίσθημα της απώλειας και της αναζήτησης της αλήθειας. «"<b>Η αγάπη μου για τη ζωή είναι ένα παραμυθάκι που κάποτε θα το διαβάζουν μικρά παιδιά και θα χαζογελάνε με την ελαφρότητα του", μουρμούρισε στο αυτί της αγαπημένης του, ενώ οι σάρκες τους πάλλονταν μέσα στον πυρετό της ερωτικής πράξης. Οι αναστεναγμοί της μοιρολόι μαζί και χαρμόσυνο τραγούδι, πολύ γνώριμη και οικεία μελωδία</b>». <br /> Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί συχνά ποιητική γλώσσα και μεταφορές, για να μας ταξιδέψει σε έναν ονειρικό κόσμο γεμάτο συμβολισμούς και εικόνες. Η αφήγηση κυλάει με κελαριστό ρυθμό και μουσικότητα ακροβατώντας ανάμεσα στην επαναστατική διάθεση και τη μελαγχολία της ματαιότητας. «<b>Τι κάνει αυτός μακριά από τον όχλο; Γιατί δεν είναι μαζί τους να αγωνιστεί, να ελπίσει, να πληγωθεί και να οργιστεί, να ξεσηκωθεί και να καταπαύσει με δυο σαθρές κουβέντες την αντάρα της ψυχής του;</b>» <br /> «Το βιβλίο της Μεγάλης Ανοχής» είναι μια πνευματική αναζήτηση και μια πρόκληση να σκεφτούμε βαθύτερα το ποιοι είμαστε και τη θέση μας στον κόσμο. Με τον τρόπο που ο συγγραφέας περιγράφει την ισχύ και τους περιορισμούς των δεσμών της κοινωνίας, μας εμπνέει να αναζητήσουμε την αυθεντική μας φωνή και να αντιμετωπίσουμε τους φόβους και τις ανασφάλειές μας. «<b>Αλήθεια, μπορεί κάποιος ο οποίος έχει το χάρισμα της σκέψης, σε μικρό ή μεγάλο βαθμό, να μη μελαγχολεί;</b>» Ερώτημα του ήρωα που παραπέμπει στο ρητό: Όποιος προσθέτει γνώση, προσθέτει πόνο. Έκφραση που ενυπάρχει στον Εκκλησιαστή – ένα από τα σημαντικά κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης. <br /> «Το Βιβλίο της Μεγάλης Ανοχής» προσφέρει μια πολυσύνθετη εξερεύνηση της καθημερινής ζωής και του ουσιαστικού νοήματος της. Διαπλέκονται έννοιες όπως ο χαμένος ρομαντισμός και η οργή απέναντι στον καταναλωτισμό και την κυρίαρχη τεχνολογία. Ο κεντρικός χαρακτήρας, που πιθανότατα είναι ο ίδιος ο συγγραφέας, στοχάζεται, προβληματίζεται και μέσω της ποιητικής γλώσσας, επιχειρεί να μας ανοίξει νέες θύρες αντίληψής. Ο ήρωας περιφέρεται στους δρόμους της πολιτείας και παρατηρεί. Συχνά, η ανοχή του εξαντλείται βιώνοντας γύρω του το αίσθημα της απόγνωσης, της αδικίας και της υποκρισίας. «<b>Η χώρα βυθίζεται. Πανικός έχει σκορπίσει στους δρόμους υπό τη μορφή άναρχων διαδηλώσεων, οργισμένων νέων που πάντα αναζητούν αντικείμενο προς διεκδίκηση. Στη βουλή ο πρωθυπουργός βγάζει λόγο ενωτικό, λόγο εθνικής ομόνοιας, συνεννόησης και συνεργασίας προς το καλύτερο για τη βιωσιμότητα της χώρας στον σύγχρονο κόσμο</b>». <br /> Στο έργο καυτηριάζεται και το επίπλαστο φαίνεσθαι, πάνω στο οποίο είναι δομημένη η σημερινή κοινωνία. Όλοι ξέρουμε ότι διανύουμε την εποχή της εικόνας και της εντύπωσης, γεγονός που συνάδει με τον ενδυματολογικό κώδικα και την καλαισθησία του σώματος. Αν θέλεις να ξεχωρίζεις, τότε μάλλον πρέπει να είσαι μυώδης και να εκφράζεσαι με στείρο τρόπο. «<b>Δούλευε εδώ και λίγο καιρό σε ένα μπαράκι, στην πόρτα. Το γυμναστήριο τον βοήθησε να χτίσει σώμα και να γίνει αρκετά πιο αποδεκτός στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Κάθε βράδυ φορούσε το επιβλητικό του ύφος, άλλαζε το σώβρακο για παν ενδεχόμενο, παίνευε για κανένα μισάωρο το πουλί του και έφευγε για τη δουλειά</b>». <br /> Ο συγγραφέας, ορισμένες φορές, χρησιμοποιεί και ιδιόλεκτο, προφανώς για να δηλώσει την απαρέσκεια του απέναντι στη βεβήλωση των λέξεων. «<b>Πού είσαι ρε μαν; Είσαι πολύ κουλ τελευταία, σε παρακολουθώ στο ιντερνέτ!</b>» Τέτοιες εκφράσεις, βγαλμένες από την καθημερινότητα, στηλιτεύουν τη φτωχοποίηση του λεξιλογίου μας. <br /> Ακόμη, δεν λείπουν και τα ίχνη ειρωνείας που εντέχνως διασκορπίζονται μέσα στο κείμενο. «<b>Το κουδούνι έγραφε: Προς τα γραφεία της αγαπητής και κοινωνικά ευσυνείδητης επιχείρησης μας, η οποία πάντα φροντίζει να μας παρέχει με όλα τα απαραίτητα αγαθά για την εργασία και την επιβίωση μας. Για να εισέλθετε πατήστε το κουμπί ελαφρά και με σεβασμό. Ευχαριστούμε</b>». Εδώ ο συγγραφέας αλλάζει διάθεση και με χιούμορ αντιμετωπίζει τη σημερινή κατάσταση ως προς το ζήτημα της εύρεσης εργασίας, μιας εργασίας που φυσικά προσφέρει τον ελάχιστο μισθό, περικόπτει επιδόματα και επιβάλλει σκληρό ωράριο. Η δουλειά παραπέμπει περισσότερο σε δουλεία και κάτεργο. Το σαρκαστικό ύφος συνεχίζεται: «<b>Παρακαλούμε, αγαπητέ μου. Θα πρέπει να γνωρίζετε ότι θα εργάζεστε καθημερινά και τα Σάββατα χωρίς σταθερό ωράριο έναντι ενός μισθού της τάξης του κατώτατου δυνατού που προβλέπει η αντίστοιχη νομοθετική διάταξη της χώρας μας, στην οποία υπάγεται ασφαλώς και η επιχείρηση μας</b>», αναφέρει στον ήρωα ο προϊστάμενος της εταιρίας εννοώντας περίπου πεντακόσια ευρώ. Να σημειωθεί, επίσης, πως ο ήρωας δεν έχει δικό του σπίτι, αλλά νοικιάζει με συγκάτοικο ένα μικρό διαμέρισμα, γεγονός που επιβαρύνει την ποιότητα της ζωής του. <br /> Γενικά, «Το Βιβλίο της Μεγάλης Ανοχής» αντλεί έμπνευση από τους περιορισμούς των κοινωνικών δεσμών και προτρέπει τον αναγνώστη να εξερευνήσει την αυθεντική του φωνή και να αντιμετωπίσει τους φόβους και τις ανασφάλειές του. Μαςπροκαλεί να αναρωτηθούμε για την επιβίωση μας και να εξετάσουμε βαθύτερα τις επιλογές μας. <br /> Ο συγγραφέας περνάει μηνύματα αλληλεγγύης, αναπτύσσει ιδέες που σχετίζονται με την ισότητα των φύλων, εκφράζει τη συμπόνια του σε άστεγους και ζητιάνους. Λέει σχετικά με τα φύλα: «<b>Όλοι είμαστε άνθρωποι, όλοι κρίκοι της ίδιας αλυσίδας. Ό,τι φύλα κι αν περιλαμβάνει το ζευγάρι, η ευτυχία που διακρίνει τη μετουσίωση της επαφής σε ένωση αποτελεί το μοναδικό ειδικό προαπαιτούμενο. Ίσως όχι για την κοινωνία, αλλά για το άτομο</b>». <br /> Από το έργο δεν απουσιάζει η μουσική και η λογοτεχνία. Υπάρχουν αναφορές στηΛίμνη των Κύκνων του Τσαϊκόφσκι, αλλά και στο τραγούδι του Μίκη Θεοδωράκη, <i>Την πόρτα ανοίγω το βράδυ</i>, του οποίου οι στίχοι ανήκουν στον σημαντικό ποιητή Τάσο Λειβαδίτη. Δεν περνάει απαρατήρητη και η αναφορά στο εμβληματικό παραμύθι του Εξυπερύ <i>Ο μικρός πρίγκιπας</i>. Ο συγγραφέας, μέσω διακειμενικότητας, μας προτρέπει να γίνουμε πάλι παιδιά και να αντιμετωπίσουμε τη ζωή με αγνότητα και αθωότητα. <br /> «Το Βιβλίο της Μεγάλης Ανοχής» είναι μια πολυδιάστατη εμπειρία, γεμάτη συναισθήματα, προκλήσεις και εναλλαγές. Κάποια στιγμή, όλοι στη ζωή μας θα αντιμετωπίσουμε δύσκολες καταστάσεις και θα πάρουμε κρίσιμες αποφάσεις που θα διαμορφώσουν την πορεία μας. Δοκιμαζόμαστε διαρκώς βαδίζοντας κόντρα σε ισχυρούς ανέμους. Ποιές είναι οι αξίες μας; Ποιά η ηθική μας; Ποιες οι προτεραιότητες μας; Άραγε, είμαστε έτοιμοι να προβούμε σε μια συθέμελη προσωπική αναθεώρηση, και να αλλάξουμε σαν άνθρωποι προς το καλύτερο;Άραγε, μέσα στα πιο μεγάλα σκοτάδια μας μπορούμε να βρούμε τη δύναμη να συνεχίσουμε, να εξερευνήσουμε και να αναπτύξουμε τον εαυτό μας; <br /> Η ανθρώπινη ανοχή παίζει καθοριστικό ρόλο σε αυτήν την πορεία. Μέσα από την ανοχή, μπορούμε να αποδεχθούμε τις διαφορές και να συνυπάρξουμε με άλλους ανθρώπους παρά τις αντιξοότητες. Η ανοχή μάς δίνει τη δυνατότητα να εμπλουτίσουμε τις σχέσεις μας, να ανακαλύψουμε νέες ιδέες και να ανοίξουμε τον δρόμο για τη συνεργασία και την αμοιβαία κατανόηση. Όταν καλλιεργούμε την έννοια της ανοχής, τότε δίνουμε την ευκαιρία στον εαυτό μας να αναπτυχθεί και να εξελιχθεί. Κάνοντας αυτοκριτική, μπορούμε να αναγνωρίσουμε τα λάθη μας, να δεχτούμε τις αδυναμίες μας και να συνεχίσουμε το μαγικό ταξίδι μας. <br /> Τι γίνεται όμως με την άλλη ανοχή; Εκείνη που σχετίζεται με την καταπίεση, την εξουσία και την εκμετάλλευση; Ο ήρωας της ιστορίας, συνειδητοποιώντας όσα συμβαίνουν γύρω του, σταδιακά ωθείται στο χείλος της αγανάκτησης. Σκέφτεται να επαναστατήσει, αλλά δεν γνωρίζει με ποιον τρόπο. Νιώθει ένα μικρό και ασήμαντο τίποτα μπροστά στη θηριώδη και αδηφάγα κοινωνία. Παλεύει να μην χάσει τον πυρήνα της ουσίας του, την αυτοπεποίθηση και τελικά την ευτυχία του. Κολυμπάει στην κυβερνοθάλασσα των ψευδών ειδήσεων και της προπαγάνδας. Περιφέρεται στους λαβυρίνθους της πόλης βιώνοντας μια ισότητα που του προκαλεί απέχθεια. Όλοι ίδιοι, όμοια σκέψη και όμοιο συναίσθημα, ίδια βούληση και ίδια αποχαύνωση. Εκείνος ευαγγελίζεται μια άλλη ισότητα, πιο διαφορετική. <br /> Συνοψίζοντας, η ζωή είναι ένα ταξίδι αυτογνωσίας, ανάπτυξης και ανοχής. Αντιμετωπίζοντας τις προκλήσεις και τα εμπόδια που μας παρουσιάζονται με ανοιχτή καρδιά και μυαλό, μπορούμε να επιτύχουμε θαυμαστά αποτελέσματα. Η ανοχή, αν ιδωθεί μέσα από το πρίσμα του εαυτού μας προς τους άλλους, ανοίγει έναν δρόμο εσωτερικής δύναμης και δημιουργίας, όμως η ανοχή μιας άδικης κοινωνίας είναι κάτι εντελώς διαφορετικό. Σε αυτήν την περίπτωση πρέπει άμεσα να δοθεί μια λύση. Αυτή τη λύση φαίνεται να αναζητάει και ο πρωταγωνιστής της ιστορίας μας χαμένος μέσα σε μια πολύπλοκη πραγματικότητα. <br /> Όλοι τρέχουν αναίτια και διακατέχονται από ένα μόνιμο άγχος να προλάβουν το τίποτα. Ο ήρωας αισθάνεται ότι συγκρούεται με ολόκληρη την κοινωνία. Τι θεωρείται καλό και τι κακό; Ποια είναι η ηθικότητα της φύσης; Πρέπει να ακολουθούμε το μονοπάτι της καρδιάς μας; Είναι μερικά ερωτήματα που τον ταλανίζουν. Το πλήθος θυμίζει μυρμήγκια που εργάζονται παθητικά και αδιαμαρτύρητα. Πώς μπορεί να υπάρξει αλλαγή στο σύστημα; Με ποιον τρόπο; Όλες οι ζωές παρακολουθούνται πια, όπως συμβαίνει στο λογοτεχνικό σύμπαν του Όργουελ. Το τώρα, το σήμερα, το παρόν μεταφράζονται στο νου του ήρωα ως ενοχή. Νιώθει ενοχές που είναι αδύναμος να αλλάξει κάτι στον κόσμο. <br /> Στην τελευταία πράξη του βιβλίου, ο συγγραφέας τοποθετεί τον κεντρικό χαρακτήρα του μπροστά από έναν καθρέπτη να κοιτάζει το είδωλο του. Πίσω από το είδωλο του υπάρχει το φάσμα ολόκληρης της κοινωνίας, μιας κοινωνίας που καίγεται και αιμορραγεί. Αυτοκίνητα εκρήγνυνται, φωτιές πέφτουν από τον ματωμένο ουρανό και μια αστραπή σκίζει στα δύο το τσιμέντο. Η πόλη έγινε η κόλαση των πολλών και ο παράδεισος των λίγων. Οι άνθρωποι βυθίζονται στην ανυπαρξία τους. Κανείς δεν μπορεί να ορίσει και να καταλάβει τίποτα, αφού δεν υπάρχει ως κάτι. Ένα ανελεύθερο συναίσθημα διέπει τον κάθε άνθρωπο. Το βιβλίο κλείνει με τα εξής λόγια: «<b>Θέλω να αναπνεύσω, μα λείπω χρόνια στην πλήξη. Ξυπνήστε το πάθος!</b>» <br /><div style="text-align: right;">Δημήτριος Π. Νάσκος</div><div style="text-align: right;">Μάιος 2023</div>Χριστίνα Παπαγγελήhttp://www.blogger.com/profile/16375943334890543341noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-2588422417895573421.post-86348283957279249052023-06-01T20:17:00.000+03:002023-06-01T20:17:01.266+03:00Το βιβλίο της μεγάλης ανοχής, Ιωάννης Λαδάκης<div style="text-align: right;"><i><span style="color: #073763;">Διάγω τη ζωή του Άλλου…</span></i></div><div style="text-align: right;"><i><span style="color: #073763;">Εποχή της μεγάλης ανοχής, θύματα εκτοπισμένα στον αφρό,</span></i></div><div style="text-align: right;"><i><span style="color: #073763;">πληγωμένα από του λόγου τις βολές,</span></i></div><div style="text-align: right;"><i><span style="color: #073763;">ψεύτικες και ψευδείς,</span></i></div><div style="text-align: right;"><i><span style="color: #073763;">εγώ κι εσύ γεννούμε του κόσμου τα νέα θύματα…</span></i></div><div style="text-align: right;"><i><span style="color: #073763;">Νέοι πληγωμένοι… αντισταθείτε!</span></i></div><div style="text-align: right;"><i><span style="color: #073763;">Εποχή της μεγάλης ενοχής… η πίκρα του παρόντος</span></i></div> Ένας νεαρός άνθρωπος προχωρά βιαστικά μέσα στην πόλη, προσπαθώντας να αποφύγει την βιασύνη των άλλων ανθρώπων που περνούν σκοτεινοί κι απροσπέλαστοι, σχεδόν πανομοιότυποι «<i>μέσα στην απροσδιοριστία της μορφής τους</i>», όπως λέει ο συγγραφέας στις πρώτες σελίδες. Ένας άνθρωπος εγκλωβισμένος, αλλά σκεπτόμενος, που ανοίγει συχνά διάλογο με τον εαυτό του σαν να μιλά σε καθρέφτη. <br /> Είναι δύσκολο να προσδιορίσει κανείς το είδος αυτού του λογοτεχνικού έργου, που κινείται ανάμεσα σε αφήγηση και στοχασμό, σε εξομολόγηση με βιωματικό χαρακτήρα και καταγραφή της υπαρξιακής αγωνίας. Της αγωνίας του σύγχρονου ανθρώπου, που νιώθει παγιδευμένος σ ένα τρόπο ζωής προκαθορισμένο, αλλά θέλει να <b><i>ζήσει</i></b>, να ζήσει μια ζωή αυθεντική· θέλει να αναπνεύσει, να βρει την ελευθερία. Είναι ένα βιβλίο με στοιχειώδη πλοκή αλλά με πολύ συναίσθημα και στοχασμό, με ελάχιστους χαρακτήρες πέρα από τον πρωταγωνιστή, λαχανιαστό, σπονδυλωτό, με ποιητικά στοιχεία, με στοιχεία ονείρου που κάποιες φορές μετατρέπονται σε εφιάλτη, μέσα σε μια εξωπραγματική, σουρεαλιστική πραγματικότητα. <br /> Ο ήρωάς μας, στον οποίο ο συγγραφέας σκόπιμα θαρρώ δεν θέλησε να δώσει όνομα, είναι ένας νεαρός της εποχής μας, πτυχιούχος με προσόντα, που κινείται στο γνώριμο σκηνικό της αλλοτριωμένης, σύγχρονης μεγαλούπολης. Βλέπουμε όλη του την πορεία από την χρονική στιγμή που ψάχνει για δουλειά, ενώ στη συνέχεια προσλαμβάνεται, εργάζεται, ερωτεύεται, απολαμβάνει τη συζυγική ζωή, παίρνει προαγωγή, ωριμάζει ζητώντας τον «άλλον», αναστοχάζεται. Παρακολουθούμε την αγωνία της συνύπαρξης με τον διαφορετικό, και της λαχτάρας του ήρωα όχι μόνο να ανακαλύψει τον εαυτό του αλλά και να αλλάξει τον κόσμο -μέσα από μικροεπεισόδια χαρακτηριστικά και κομβικά, αφαιρετικά και ελλειπτικά, πάντα όμως πάνω στο μοτίβο της αποξενωμένης, χειραγωγούμενης ζωής. <br /> Ο συγγραφέας δεν μας δίνει ονόματα, τοπωνύμια, χρονικούς προσδιορισμούς, συγκεκριμένα στοιχεία κλπ αλλά κινείται σχηματικά, σχεδόν αλληγορικά. Είναι φανερό ότι δεν τον ενδιαφέρουν παρά οι δυναμικές που αναπτύσσονται στον σύγχρονο τρόπο ζωής, ιδιαίτερα θίγοντας τα καυτά για τους νέους ζητήματα της ανεργίας, της μοναξιάς, τηςψηφιακής απομόνωσης, της αλλοτρίωσης, της αποδοχής/ανοχής. Το πικρό χιούμορ γίνεται σαρκασμός και αυτοσαρκασμός (π.χ.<i> η μεταβολή τον τρομάζει. Τον τρομάζει κυρίως επειδή δεν καταφέρνει να δράσει εναντίον της. Καταδικασμένος, λοιπόν, όπως όλοι οι άλλοι, όπως όλοι οι άλλοι</i> ή : <i>γιατί να δεχτεί κανείς να <b>αυτομαζοποιηθεί </b>διατηρώντας, παράλληλα, την υποκριτική ψευδαίσθηση της ατομικότητας και της αυτοκυριαρχίας του;</i>) <br /> Ο αφηγηματικός χρόνος διαστέλλεται και συστέλλεται, ακολουθώντας τον συναισθηματικό, υποκειμενικό χρόνο του πρωταγωνιστή. Έτσι, οι στιγμές αγωνίας ή έντονων συγκινήσεων μπορεί να απλώνονται και να περιγράφονται σε πολλές σελίδες, ενώ άλλες χρονικές περίοδοι, ομοιομορφίας και ρουτίνας, συμπυκνώνονται σε μικρές παραγράφους. Παράλληλα, ποιητικά μέρη που είναι όλο και πιο συχνά όσο προχωράμε στο δεύτερο και στο τρίτο μέρος του βιβλίου, σηματοδοτούν τις εσωτερικές έγνοιες, τις αμφιβολίες για την ζωή που χάραξε ο πρωταγωνιστής, για τον ρόλο του μέσα στον κόσμο κι ανάμεσα στους ανθρώπους. Είναι πιο ώριμος ο ήρωας, είναι πια ένα γρανάζι στον μηχανισμό της παραγωγής, και είναι η εποχή του καναπέ, της τηλεόρασης, του κινητού, του διαδικτύου. <br /> Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο λοιπόν, ακολουθούμε τα βήματά του και τις σκέψεις του, τα διλήμματα και τα συναισθήματά του, κι ας μην είναι ο ίδιος ο αφηγητής, (η εναλλαγή του γ΄ενικού με το δεύτερο ενικό δίνει ζωντάνια καθώς ο αναγνώστης παρακολουθεί συνέχεια τον εσωτερικό του κόσμο). Έχει τις κεραίες του ανοιχτές στις σύγχρονες προκλήσεις και βιώνει όλες τις αντιφάσεις της κοινωνίας μας που θέλει τους ανθρώπους υποτακτικούς και συμβιβασμένους (<i>όλοι τους είναι πολύ εχθρικοί, απομονωμένοι και συνάμα συνασπισμένοι σε έναν αγώνα υπέρ του φαίνεσθαι και της ομοιογένειας του φέρεσθαι, όπως αρμόζει σε μια φαινομενική πραγματικότητα</i>). Νιώθει δυνατός και αδύναμος μαζί, νιώθει ότι «<i>δεν ζει ανάμεσα στους άλλους</i>» αλλά σ’ ένα «<i>παράλληλο σύμπαν</i>», ενώ η θέση του μέσα στον κόσμο, μέσα στους άλλους, τού δημιουργεί αντιφατικά συναισθήματα (<i>είναι όλοι τους ανόητοι, άλλοι <b>ηθικόβλακες</b>, άλλοι τεχνοκράτες της λογικής και της σκέψης, άλλοι απλοί ζητιάνοι ενός ονείρου</i>). Κι όμως γρήγορα συνειδητοποιεί ότι είμαστε μέρος μιας κοινότητας, προτρέπει τον εαυτό του να συναντήσει τους άλλους, να επιτρέψει στον Άλλον να τον κατακτήσει (<i>η αιφνίδια είσοδος ενός προσώπου στη ζωή σου, έστω για μια στιγμή, αρκεί για να σε εμπνεύσει!</i>). <br /> Στο πρώτο μέρος που έχει τίτλο «Πιστεύω», ο άνθρωπος-χωρίς-όνομα είναι άνεργος («<i>όπως τόσοι άνθρωποι</i>») και αναζητά εργασία (<i>δεν θυμόταν αν είχε πρόσκληση ή αν όλη η αποστολή του ήταν απλώς ένα δημιούργημα της πλανημένης φαντασίας του μόνο για να εφησυχάσει τη συσσωρευμένη ενέργεια που πίεζε τους ιστούς και τα νεύρα του σώματός του. Ήταν καιρό τώρα άνεργος, όπως τόσοι και τόσοι άνθρωποι. <b>Σχεδόν εξανάγκαζε τον εαυτό του να κινείται τουλάχιστον, να περπατάει ανάμεσα σε ανθρώπους, να κυνηγάει την τύχη του κάπου εκεί, δίπλα στους άλλους</b></i>). Βλέπει λοιπόν τους άλλους σαν τα ανθρωπάκια του Γαΐτη, ομοιόμορφα και υποταγμένα, αλλά δεν ξεφεύγει ο ίδιος, γίνεται ένας απ’ αυτούς, ακολουθεί την μοίρα τους γιατί μια ακατανόητη Ανάγκη τον ωθεί να συστρατευθεί με τους άλλους. <br /> Η είσοδός του στο κτήριο και η σκηνή που κάνει αίτηση εργασίας αποκτά διάσταση καθαρά ονειρική/εφιαλτική , θα έλεγα καφκική: <i>Περπατούσε μόνο μερικά λεπτά και του είχαν φανεί αιώνες. Τα όδια του (…) είχαν καιρό, πολύ καιρό να περπατήσουν τόσο δύσβατο μονοπάτι. Ναι, μονοπάτι, γιατί με τέτοιο έμοιαζε τώρα το κλιμακοστάσιο. Ένα απρόσμενα αγνό μονοπάτι, λες και ποτέ δεν είχε ακουμπήσει χέρι ανθρώπου πάνω του να το σπιλώσει, ίδιο με αυτά που οδηγούν στο μεγάλο στομάχι της γης μέσω διάπλατα ανοιχτών σπηλαίων. Και δεν ήταν μόνο το κλιμακοστάσιο που θύμιζε κάθοδο σε σπηλιά, μα και οι τοίχοι που θαρρείς από ακατέργαστη πέτρα είχαν κτιστεί και με γνήσιους σταλαχτίτες και σπάνια πετρώματα είχαν στολιστεί. </i><br /> Το πολυδαίδαλο κτήριο αλλάζει μορφή, το σάπιο ξύλο αντικαθίσταται από πολυτελές μάρμαρο, τα σκαλιά είναι ασύμμετρα, περνάει από σκοτεινούς διαδρόμους, ανακαλύπτει ότι διάφορα δωμάτια δεξιά και αριστερά έχουν κουφές πόρτες <i>(τα υπόλοιπα γραφεία σε τι χρειάζονται; Ρώτησε αυθόρμητα. -Τίποτα είναι ρεκλάμα, του απάντησαν!</i>) για να ανακαλύψει μετά ότι όλα αυτά αποτελούν την «<i>πολιτική του φαίνεσθαι της επιχείρησης</i>»! Η κοπέλα που τον εξυπηρετεί είναι «<i>πάντα χαμογελαστή, σαν να της είχαν καρφώσει δύο πινέζες στις άκρες των χειλιών και δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς</i>», ενώ όταν επιτέλους φτάνει στον υπεύθυνο (έχοντας σχεδόν ξεχάσει τον λόγο για τον οποίο βρέθηκε εκεί) ο παραλογισμός κορυφώνεται (<i>Α, όχι, δεν νομίζω να έχει κάποιον ιδιαίτερο σκοπό η συνάντησή μας, αγαπητέ μου. Η επιχείρησή μας δεν γνωστοποιεί ποτέ τους σκοπούς της, ακόμα κι αν πρόκειται για ένα μεμονωμένο άτομο!</i>). Τα πτυχία, τα μεταπτυχιακά, τα διδακτορικά αφήνουν αδιάφορο τον «<i>παχουλό κύριο με το αραχνοΰφαντο μουστακάκι</i>» στο μοναδικό γραφείο της επιχείρησης ίσως και του κτηρίου. Η ερώτηση του υπεύθυνου, ποιοι είναι οι πραγματικοί λόγοι που ο ήρωάς μας θέλει να εργαστεί, τον αφήνουν άφωνο (<i>Γιατί, όσα του είπε δεν συγκαταλέγονταν σε πραγματικούς και μάλιστα, ισχυρότατους λόγους προς την ανεύρεση εργασίας; Νομίζει ότι δεν έχει ανάγκες, ότι τα καταφέρνει σε αυτόν τον άγριο κόσμο που μοιάζει να κυνηγά τη ζωή του; Τι νομίζει πως είναι η ζωή ενός νεαρού ανθρώπου όπως ο ίδιος; Έρωτας, γλέντι, πανηγύρι ολημερίς; Γιατί κανένας δεν βλέπει τις αγωνίες του;</i>). Κι όταν, επιτέλους τελειώνει η συνέντευξη: <br /> <i> Λίγο έλειψε να λιποθυμήσει. Όχι από τη χαρά του, όχι από συγκίνηση, αλλά από το συνδυασμένο κράμα όλων αυτών των τελευταίων στιγμών. Κρατήθηκε στο ύψος του. Σηκώθηκε όσο πιο ήρεμα και ψύχραιμα μπορούσε, έτεινε το χέρι στον προϊστάμενο και τον χαιρέτησε φιλικά με μετριασμένη ευγνωμοσύνη. Έπειτα έστριψε την πλάτη του στο σκηνικό φρικαλέας φάρσας και προχώρησε προς την έξοδο. (…)Είχε εγκλωβιστεί. </i><br /> Ο δρόμος που του προσφέρει η εργασία διώχνει προσωρινά την ΠΛΗΞΗ, την πλήξη που του χτυπούσε επίμονα την πόρτα, και τη μοναξιά ακόμα και μέσα στο πλήθος. Ανύπαρκτη γειτονιά, ούτε ένα χαμόγελο (<i>πραγματικά δεν υπήρχε τίποτα που να φανερώνει μια στιγμή ζωή. Τίποτα απολύτως! Άραγε ζούσε;</i>). Βλέπει παντού ψεύτικες σχέσεις, κενά πρόσωπα, ακόμα και με τον συγκάτοικό του (<i>ο άλλος του μιλούσε για ώρα, ενώ ο ίδιος προσπαθούσε να δείξει ενδιαφέρον, να παραστήσει ότι τον ακούει. Στην πραγματικότητα, δεν είχε ακούσει ούτε λέξη</i>). Όταν όμως του προσέφεραν τη θέση εργασίας με τα 500 ευρώ (!), <i>τα βήματά του έγιναν ανάλαφρα, ίσως επειδή δεν πατούσε πια στο έδαφος, απορροφημένος στο αναμάσημα του δολώματος που καλά είχε πιάσει στο στόμα του και δεν έλεγε να το αφήσει…. Γιατί, ίσως να μην μπορούσε πια… </i><br /> Το καφκικό κλίμα συνεχίζεται και στην επόμενη ενότητα, όπου βλέπουμε τον εργαζόμενο πια ήρωά μας να έχει πελαγώσει μέσα στα ασαφή του καθήκοντα (<i>δεν ξέρεις, κακομοίρη μου, ποιος ακριβώς είναι ο ρόλος σου μέσα στην επιχείρηση! Μην ανησυχείς, ούτε κι εμείς ξέρουμε!</i>). Ο χαμογελαστός συνάδελφος βρέθηκε… «φίλος» από το διαδίκτυο, κι αποτελεί μια όαση μέσα στο αδιέξοδο όπου σιγά σιγά παγιδεύεται. Τα όνειρα μπαίνουν στην άκρη προκειμένου να ανέβει τις βαθμίδες της ιεραρχίας και να «φτάσει ψηλά». Ένα… πράσινο χαπάκι, σύμφωνα με τον συνάδελφο –τον «καλό άνθρωπο», θα τον βοηθήσει (<i>Δεν ήθελε, όχι δεν το ήθελε το χαπάκι. Όμως, δεν γινόταν κι αλλιώς</i>). <br /><blockquote style="border: none; margin: 0px 0px 0px 40px; padding: 0px; text-align: left;"><i>Πλήττω…<br /> </i><i>Οι λέξεις είναι τόσο λίγες, τόσο ανυπόφορες…<br /> </i><i>Πλήττω…<br /> </i><i>Αλλά μια μέρα θα κερδίσω τον κόσμο<br /> </i><i>Ελεύθερος<br /> </i><i>Γιατί το χρωστάω ακριβώς στον κόσμο<br /> </i><i>Σε όλους εσάς ποτ περιμένετε τόσα από μένα<br /> </i><i>Σας ευχαριστώ και δεν θα σας απογοητεύσω! </i></blockquote> Έτσι, με πικρό χιούμορ, εφιαλτικά σκηνικά, ποιητικές εξάρσεις ο συγγραφέας μάς δίνει έναν ανθρώπινο τύπο, έναν ανώνυμο ήρωα. Και το ότι δεν έχει όνομα είναι σκόπιμο, γιατί είναι ΕΝΑΣ ΑΠΟ ΜΑΣ που παλεύει με τον αληθινό του εαυτό (<i>αλλά υπάρχει αληθινός, ένας εαυτός;</i>), τα όνειρά του, κι απ’ την άλλη την πλήξη του, την Ανάγκη να επιβιώσει και να επιπλεύσει σ΄έναν κόσμο κερδοσκοπίας. Ο άνθρωπός μας προσαρμόζεται σιγά σιγά, με τον γνωστό μιθριδατικό τρόπο. <br /> Ένα διάλειμμα στην άτεγκτη αυτή πορεία είναι ο έρωτας που τον κάνει να αγαπήσει την γυναίκα που αργότερα θα παντρευτεί. <i>Η φωνή της είχε σημασία να ακούγεται και το χαμόγελό της είχε μόνο σημασία να του γνέφει/Εκείνος είχε απέναντί του μια ύπαρξη που κατάφερνε να επαναφέρει την ελπίδα του… σε τι;</i> Η ζωή αποκτά νόημα η φαντασία καλπάζει, το μυαλό παραδίδεται, και ένα «Σ’αγαπώ» βγαίνει αβίαστα, τα δύο σώματα γίνονται ένα και… η πλήξη έπαψε να υπάρχει. Το ίδιο και η διαδικτυακή ενασχόληση. Το παρόν του ήταν απλώς ονειρεμένο. <br /><b><span style="font-size: medium;">Ο Άλλος </span></b><br /><i>Ο Άλλος ζει βυθισμένος στα άδυτα της λήθης ή του υποσυνείδητου </i><br /> Στην επόμενη ενότητα («<i>Η ιστορία του άλλου</i>»), ο πρωταγωνιστής μας είναι ώριμος άντρας, παντρεμένος (<i>του γκρινιάζουν όλες οι οικείες πια φωνές των μικροαστικών απωθημένων και προτυπο-εξαρτημένων, του γκρινιάζει η ίδια γυναίκα που αγάπησε και μίσησε με διαφορά ελάχιστου χρόνου στο εύρος διάρκειας της ζωής του.</i> Έχει πάρει προαγωγή, έχει πάρει αύξηση, έπαιζε και στο χρηματιστήριο. Νιώθει ότι η μελαγχολία ήταν μια νεανική τρέλα, για την οποία δεν υπάρχει περιθώριο πια (<i>η ζωή δεν είναι προς συλλογισμούς, είναι προς έργα παραγωγικά, κερδοφόρα!</i>). Ο κόσμος δεν άλλαξε, και τώρα είναι αργά, δεν τον συμφέρει άλλωστε, όπως σκέφτεται ο ίδιος. <br /> Το αποκορύφωμα του κοινωνικού σαρκασμού είναι ότι ο ήρωάς μας, μέσα στην οικονομική κρίση που πλήττει και την εταιρεία στην οποία δουλεύει, παίρνει προαγωγή και γίνεται… πλασιέ! (<i>μεγάλη θέση, μην το γελάς</i>). Το προϊόν που προωθεί είναι <i><b>Το Προϊόν</b></i>, <i>το μόνο που αξίζει και το μόνο που μπορεί να διοχετευτεί στην αγορά και να φέρει κέρδος</i>. Μια ακόμα καφκική άνοδος στον 8ο όροφο μιας πελάτισσας (<i>περνούσε τους ορόφους κι όμως, θαρρείς δεν ήξερε να μετρά, ένιωθε ότι κάνει διαρκώς κύκλους, ναι, κύκλους, ανάμεσα σε δύο ή τρία μεμονωμένα πατώματα</i>) με τον ήρωά μας να κρατά το πολύτιμο Προϊόν, ένα κοινωνικό αγαθό «<i>από τα πλήρως αναγκαία πια</i>», αποτελεί κοινωνικό σχόλιο του συγγραφέα στην καταναλωτική εποχή μας, γεμάτη από άχρηστες πολυτέλειες. <br /> Η αποκάλυψη του τι είναι το Προϊόν, είναι μια έκπληξη για τον αναγνώστη, που είναι εξοικειωμένος με την σχηματική πραγματικότητα του συγγραφέα. Είναι ένας… σπόρος!!! <i>Ένας σπόρος που υπόσχεται την <b>κατάπαυση της παθητικότητας</b> </i>(<i>γι’ αυτό υπήρχε ο σπόρος, για να αναστηλώσει τον χαμένο χρόνο και χώρο</i>). <br /> Η συνειδητοποίηση του εγκλωβισμού στην οθόνη, της «προτυποποίησης» του κόσμου, των κοινωνικών διαφορών είναι τώρα πια πιο οξυμένη. Το κέντρο βάρους είναι τώρα η κοινωνία· τα προβλήματα των άστεγων, των προσφύγων, των ανέργων και κάποια στιγμή και της επιδημίας είναι πιο επιτακτικά και ζητούν την άμεση συμμετοχή. Ο συγγραφέας πάλι προσεγγίζει σχηματικά τις αντίπαλες κοινωνικές ομάδες, τις πορείες, τον ηγέτη, τα διαγγέλματα, ενώ παράλληλα ο εαυτός αναρωτιέται: <i><b>Τι σημασία έχει η μέρα, ο καιρός, ο διπλανός, ο άλλος. Μόνο εγώ. Μα, εγώ δεν είμαι…. ο άλλος; </b></i><br /> Τα ποιητικά μέρη στην επόμενη ενότητα του βιβλίου («<i>Ανοχή στη σκιά ενός χειμωνιάτικου δειλινού</i>») υπερτερούν, και μας οδηγούν στον υποσυνείδητο, αντικαθρεφτιζόμενο κόσμο του ήρωα, όπου η αμφιβολία και ο προβληματισμός βρίσκουν πάλι τη θέση τους. Κεντρική θέση έχει η έννοια της ανοχής, ωστόσο ο ήρωας, πιο έμπειρος πια, μπορεί να διακρίνει τους πραγματικούς ανθρώπους από τα ανθρώπινα «ίχνη». Το «ίχνος», ένα μοτίβο που επανέρχεται συχνά στην τελευταία ενότητα «<i>Η μοναξιά του ίχνους</i>», παραπέμπει στον εαυτό- είδωλο, που υπακούει στους προκαθορισμένους ρόλους, που χτίζει την εικόνα που θέλουν οι άλλοι. Το υπερ-εγώ που θα έλεγε κι ο Φρόυντ, το σκοτεινό ανεπεξέργαστο κομμάτι μέσα μας. <br /><blockquote style="border: none; margin: 0px 0px 0px 40px; padding: 0px; text-align: left;"><i>Σε αυτήν την επίγεια κατακόμβη που μ’ έριξε η τύχη<br /> </i><i>Θα στηθώ όρθιος<br /> </i><i>Παρά τη λύπη και τη βρόμα<br /> </i><i>Παρά τους ανθρώπους που δεν αντέχω γύρω μου<br /> </i><i>Η ανοχή θα υψωθεί πάνω από τα όποια εμπόδια<br /> </i><i>Και ζωντανό θα με βγάλει… </i></blockquote> Όμως ο συγγραφέας επιστρατεύει κάθε σημάδι ανθρωπιάς κι ελπίδας, αφήνοντας για το τέλος μια γεύση αισιοδοξίας και πίστης στον Άνθρωπο: <br /><i> Όσο πιο μυστικός, ακόμα και απροσδιόριστος, χαμένος, ανύπαρκτος είναι ο προορισμός σου, τόσο πιο απολαυστικό είναι το ταξίδι. Ατέρμονο, γλυκύ, νανουριστικό, αναδημιουργικό. (…)<b> Ταξίδι μεγάλο είναι κι από δω μέχρι το απέναντι πεζοδρόμιο. Εσύ κάνεις το ταξίδι, εσύ σχεδιάζεις τη διαδρομή και κάθε διαδρομή αξίζει, αρκεί να τη νιώθεις,</b> να αφήνεις την αύρα της να σε σηκώνει στον αέρα, να σε στροβιλίζει και εσύ απλώς, να είσαι η ύπαρξή σου κι η ύπαρξή σου να πραγματώνεται μέσα στο ίδιο το νόημα που της δίνεις εσύ! <br /> <b> Κάμε τη ζωή σου ταξίδι και ταξίδεψε μαζί της…</b></i><div style="text-align: right;">Χριστίνα Παπαγγελή</div>Χριστίνα Παπαγγελήhttp://www.blogger.com/profile/16375943334890543341noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-2588422417895573421.post-30430126298828064662023-05-16T11:08:00.030+03:002023-05-16T11:22:16.710+03:00Το αθώο, Βασιλική Ηλιοπούλου<i><span style="color: #20124d;"> Σκέφτηκε πως μπορεί η μάνα, που στην αρχή προσπαθούσε ν ακούσει και να δει ένα σημάδι ζωής από την Ειρήνη, όσο περνούσε ο καιρός, να έψαχνε ένα σημάδι που θα βεβαίωνε τον θάνατό της,<br />έτσι ώστε να μπει ένα τέλος στα ερωτήματα και το ψάξιμο,<br /><b>και όλο αυτό να τελειώσει, να κλείσει και να κουμπώσει.</b> </span></i><div><br /></div><div> Πρόκειται για ένα πολύ διαφορετικό βιβλίο, ένα ατμοσφαιρικό μυθιστόρημα που εισχωρεί στον ιδιαίτερο ψυχισμό της ηρωίδας, της 20χρονης Εύας/Ευαγγελίας, και στις μυστηριώδεις συνθήκες μέσα στις οποίες εξελίχθηκε αυτή η αποκλίνουσα (η ίδια αυτοπροσδιορίζεται ως άτομο πι-γιώτα, δηλαδή με περιορισμένες ικανότητες), αλλά «αυθεντική» προσωπικότητα. <br /> Μαθαίνουμε από τις πρώτες σελίδες ότι η Εύα, μετά από την οικογενειακή τραγωδία της εξαφάνισης της μικρότερης αδερφής της και της αυτοκτονίας της μητέρας της, μεγάλωσε σε ορφανοτροφείο από έξι χρονών, μακριά από το χωριό στο οποίο γεννήθηκε. Καθώς είχε χαθεί κι ο πατέρας στην θάλασσα, η Εύα ήταν τελείως μόνη στον κόσμο αν εξαιρέσουμε την πάντα θυμωμένη γιαγιά Ρηνακιώ (<i>στεγνή σαν τη μυγδαλιά που φύτρωνε στο πετραδιασμένο χώμα της αυλής της, σκέφτηκε</i>). Την έκλεισαν λοιπόν σε ίδρυμα στην Αθήνα, όπου υιοθετεί την καρτερικότητα του έγκλειστου παιδιού (είχε μάλιστα τον αριθμό 77!). Την παντρεύτηκε νεαρή και άβγαλτη κοπέλα ο λογιστής του ιδρύματος, κάποιος χωριανός κατά πολύ μεγαλύτερός της, ο Χρύσανθος Μορρές, ο οποίος έζησε μαζί της τρία χρόνια σχεδόν σαν κηδεμόνας, με αρχές αυστηρής θρησκευτικής ηθικής (<i>της μιλούσε χαμηλόφωνα και βιαστικά και χωρίς να την κοιτάζει, για την αρετή, για την αμαρτία και τα επακόλουθά της, για την τιμωρία/ η Εύα τον ακούει αναλογιζόμενη, χωρίς όμως να νιώθει την παραμικρή ενοχή, μια και ξέρει πως έτσι έχει γεννηθεί και άρα τίποτα δεν είναι στο χέρι της να αλλάξει –τις δικές της τρομερές και ανομολόγητες αμαρτίες, το σκοτάδι όπου την οδηγεί ο δαίμονα του κορμιού της</i>). <br /> Στο μυθιστορηματικό «τώρα», ο Χρύσανθος έχει πεθάνει κι η Εύα αποφασίζει να τον πάει στο χωριό για την κηδεία, όπου θα βρεθεί αντιμέτωπη με το τραγικό παρελθόν. Το βιβλίο είναι σε τριτοπρόσωπη γραφή αλλά παρακολουθούμε τόσο στενά την διαφορετική, σχεδόν διαταραγμένη σκέψη της Εύας, που είναι σα να έχουμε εσωτερική εστίαση. Παρακολουθούμε τους παιδικούς συνειρμούς, τις αναμνήσεις/εικόνες που κουβαλά από την τρυφερή ηλικία αλλά και τις αυθόρμητες διασυνδέσεις που οδηγούν την ηρωίδα σε λογικά συμπεράσματα, καθώς πορεύεται αβοήθητη σ’έναν κόσμο που την εξοβέλισε. Βλέπουμε την απλή ζωική ενσυναίσθηση που την ωθεί στη δράση, και, κυρίως, την εμμονική της ανάγκη να εξιχνιάσει αυτό που την καίει πιο πολύ απ’ όλα: να βρει ποιοι εξαφάνισαν την μικρή της αδερφή, πώς χάθηκε η μάνα, τι λογής είναι η κοινωνία που κουκούλωσε αυτά τα σκοτεινά συμβάντα. Καθώς είναι ανεπιτήδευτη κι ατόφια, η έλλειψη εμπειρίας και πονηριάς γίνεται η εσωτερική της δύναμη με την οποία αψηφά τα εμπόδια που της βάζουν οι χωριανοί. <br /> Έτσι λοιπόν, πέρα από το «αστυνομικού τύπου» ενδιαφέρον που κάνει το βιβλίο συναρπαστικό (τι ακριβώς έγινε και πώς θα το αποκαλύψει η ηρωίδα), ακόμα πιο ελκυστική γίνεται η ψυχογράφηση της Εύας, που φαίνεται ότι μέσα στην αθωότητά της διαθέτει μια σπάνια σοφία (μου θύμισε λίγο τον «Καλό στρατιώτη Σβέικ»). Έχει μάθει να είναι σιωπηλή, να μη φαίνεται και να μην ακούγεται (<i>Μέρα με τη μέρα όλα γύρω, το ένα μετά το άλλο, παγώνουν και πετρώνουν, και η Εύα κρατά την αναπνοή της</i>). Επεξεργάζεται τις εικόνες που της έρχονται σιγά σιγά στη μνήμη, αφήνει την διαίσθηση να την καθοδηγεί, είναι ανοιχτή στις επώδυνες εικόνες οι λεπτομέρειες των οποίων την οδηγούν στη σύνθεση του παζλ. (<i>«Ο πόνος είναι συνεργός στην πορεία προς τη σωτηρία της ψυχής. Ο πόνος σε βοηθάει να θυμάσαι» της έλεγε ο Χρύσανθος. Να θυμηθώ ότι πρέπει να θυμάμαι, σημείωσε στο μυαλό της η Εύα</i>). <br /> Μοναδική της διέξοδος, οι τηλεφωνικές συνομιλίες με την «Σίβυλλα» -ένα μέντιουμ στο οποίο εμπιστεύεται όλες τις ανησυχίες της (ο αναγνώστης βλέπει τον ψυχισμό της Εύας μέσα από απολαυστικούς διαλόγους), οι φωτογραφίες με το κινητό και σύντομες σημειώσεις στο ημερολόγιό της. Η Εύα έχει και μια ιδιαίτερη σχέση με τη φύση, η παρατήρηση της οποίας την καθοδηγεί σ’ ένα είδος διαλογισμού (π.χ. <i>η Εύα έγειρε πάνω απ’ την κουπαστή και ανέπνευσε βαθιά ξανά και ξανά μέχρι που ένιωσε τη θάλασσα μέσα της να ξεχειλίζει και τα μάτια της να υγραίνονται/έμεινε ακίνητη κι έζησε λεπτό προς λεπτό τη διάλυση του κορμιού της, την αργή και ηδονική διάσπασή του σε μικρά, μικρούτσικα διάπυρα μόρια που αιωρούνταν κι ανέβαιναν κι ανέβαιναν</i>). <br /> Ενδεικτικό στοιχείο του ψυχισμού της Εύας είναι επίσης και η αγάπη στη γλώσσα και οι παρατηρήσεις της όσο αφορά την ακρίβεια των λέξεων –δείχνει άτομο που μπορεί μεν να έχει περιορισμένες ικανότητες αλλά καλλιεργεί την συνείδησή της, έστω και… ασυνείδητα. Επίσης, μια ακόμα εμμονή, η εμμονή στο «τελείωμα» (<i>η Εύα πίστευε ότι είναι πολύ σημαντικό να μην αφήνει κανείς τις δουλειές του μισές, και κυρίως να προσέχει το τελείωμα, που πρέπει να είναι πραγματικό και ολοφάνερο τελείωμα</i>), είναι ίσως αυτή που θα την σπρώξει δίπλα στην αλήθεια.<br /> Στο νησί η Εύα γίνεται «το Βαγγελιό της Ρούσας», η κόρη της κοκκινομάλλας ξένης που έμεινε χήρα κι όταν έχασε το μικρό της κορίτσι κρεμάστηκε στο πλυσταριό. Άλλωστε της μοιάζει πολύ. Επιστρέφει με δέος στο ερειπωμένο σπίτι, ψάχνει ίχνη της τρομακτικής αλήθειας στο πλυσταριό όπου είδε τελευταία φορά τη μάνα της. Αντικρίζει όλη την κοινωνία που άφησε πίσω της έξι χρονών παιδί, που την υποδέχεται αναγκαστικά (λόγω της κηδείας του άντρα της), αλλά με επιφύλαξη που φτάνει στην καχυποψία: ο νάνος Αρρίκος, δεξί χέρι του δήμαρχου, ο παπα- Νικόλας, ο λιμενάρχης, ο διάκος, ο δήμαρχος, η δασκάλα, ο καφετζής. Απ’ όλους ξεχωρίζει ο ιδιόρρυθμος Θεόφιλος Κορρές (ένα από τα πιο τραγικά πρόσωπα του βιβλίου), ο αδερφός του συγχωρεμένου, «σημαδιακός κι αταίριαστος» κι αυτός, που συμπαραστέκεται στην Εύα καθώς όχι μόνο την φιλοξενεί στο χαμόσπιτό του, αλλά την βοηθά να προσανατολιστεί στις λοβιτούρες των κακεντρεχών χωριανών. </div><div> Γιατί ο μεν δήμαρχος, που φιλοδοξεί να φτιάξει πανδοχείο με διακόσια δωμάτια, προσβλέπει στην περιουσία/κληρονομιά της Εύας, οι δε συνομήλικοί της Ουρανία, Ρήγας (τα παιδιά του δήμαρχου) και Βιολέτα, ήταν τα τρία από τα τέσσερα παιδιά που έπαιζαν μαζί με τις δύο αδερφές όταν η μικρή Ειρήνη εξαφανίστηκε (<i>η Ειρήνη περπατούσε ανάμεσα στα παιδιά, με την εμπιστοσύνη και το αδέξιο βήμα του καθυστερημένου παιδιού. Φορούσε το κόκκινο μπουφάν της</i>). Η κρυψίνοια και η ένοχη σιωπή τους μετά από τόσα χρόνια απέναντι στις ευθείες ερωτήσεις της Εύας («<i>Εσύ ξέρεις πού πήγανε την Ειρήνη;</i>», «<i>Πού έχασα την αδερφή μου;</i>», «<i>Άκουσες τίποτα για την αδερφή μου την Ειρήνη;</i>», «<i>Πού την πήγατε την Ειρήνη;</i>») φανερώνει ότι όχι μόνο γνωρίζουν την αλήθεια αλλά αλλά εμπλέκονται άμεσα. <br /> Το τέταρτο παιδί ήταν ο Αχιλλέας Αντζάς, που έχει φύγει από τη ζωή (αυτοκτόνησε) αλλά μάλλον ήταν το πιο ενδιαφέρον άτομο. Ζωγράφος και φίλος του Θεόφιλου, κατέστρεψε όλα του τα έργα εκτός από ένα που κράτησε ο Θεόφιλος στο εργαστήριό του, έναν σκοτεινό πίνακα που δείχνει ένα πυκνό δάσος με πολλά δέντρα, και πέντε φιγούρες, πέντε μικρούς ανθρώπους (<i>θα μπορούσε να είναι παιδιά που τα έβλεπε κανείς να περπατούν, το ένα κοντά στο άλλο</i>) να απομακρύνονται βαδίζοντας προς το βάθος. Άλλωστε η μάνα του Αχιλλέα, το Στασό, είναι η μόνη μαζί με τον Θεόφιλο που συμπεριφέρεται φιλικά και εγκάρδια στην Εύα. <br /> Δύο-τρεις σκηνές λειτουργούν ως ιντερμέτζο στην συμπυκνωμένη τραγωδία που ξετυλίγεται στον αναγνώστη: οι σαλεμένοι που καθαρίζουν την εκκλησία, η γιορτή για το μέλι (αν και τα πέντε παιδιά της δασκάλας Βιολέτας που χάνονται μετά το τραγούδι τους στην γιορτή των παραγωγών μελιού εντείνουν την ατμόσφαιρα μυστηρίου) και τα αρραβωνιάσματα των Ρώσων διασκορπίζουν την ζοφερή αίσθηση που αποπνέει το βιβλίο. <br /> Η Εύα καταφέρνει να φτάσει στην λύση του μυστηρίου της εξαφάνισης, να δει κατάματα την αλήθεια με κάθε λεπτομέρεια και να δώσει το ποθητό «τέλος», σύμφωνα με τον ψυχισμό της («<i>να μπει ένα τέλος στα ερωτήματα και το ψάξιμο, και όλο αυτό να τελειώσει, να κλείσει και να κουμπώσει</i>»), ενώ το τέλος αυτό για τον αναγνώστη είναι τελείως απροσδόκητο.<div><div style="text-align: right;">Χριστίνα Παπαγγελή </div><br /> <br /><br /> </div></div>Χριστίνα Παπαγγελήhttp://www.blogger.com/profile/16375943334890543341noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-2588422417895573421.post-13609521519691262142023-05-05T20:26:00.051+03:002023-05-05T21:38:36.812+03:00Το εξιλαστήριο θαύμα, Έλενα Μαρούτσου Ένα βιβλίο χειμαρρώδες, ένα οικογενειακό «επεισόδιο» που εξελίσσεται σαν ταξίδι, μιας και τα πρόσωπα-πρωταγωνιστές δοκιμάζονται, ωριμάζουν και αναπροσδιορίζονται συνεχώς μέχρι να φτάσουν σ’ ένα πιο βαθύ επίπεδο αυτογνωσίας, να γνωρίσουν καλύτερα τον εαυτό τους, -αν αυτός ο ευγενής προορισμός μπορεί να θεωρηθεί ταξίδι ζωής. Αφορμή γίνεται η έλευση στην οικογενειακή εστία ενός νεαρού Σομαλού, ενός 15χρονου «ασυνόδευτου» πρόσφυγα, του οποίου η παρουσία ταράζει τα «ήσυχα» νερά της καθημερινής ρουτίνας. Η αίσθηση του ταξιδιού επισημαίνεται και με τους τίτλους των κεφαλαίων, που στο πρώτο μέρος («Οι αποσκευές») περιλαμβάνουν και μια… βαλίτσα (π.χ. «Μια βαλίτσα ανάμεσα σε πατέρα και γιο», «Η βαλίτσα με την φλογοβόλο καρδιά», ενώ στο δεύτερο μέρος («Το ταξίδι») οι τίτλοι, άσχετοι με την ταξιδιωτική ορολογία, υπογραμμίζουν την εσωτερική εξέλιξη των ηρώων. <br /> Η σημειολογία της βαλίτσας, που φαίνεται αρχικά εξεζητημένη (ή, αντίθετα, όπως είπε φίλη αναγνώστρια, «κλισέ»), μας κάνει ως αναγνώστες να αναρωτηθούμε τον ρόλο αυτού του ταπεινού αντικειμένου στην δική μας, προσωπική μας ζωή. Πέρα όμως απ’ αυτό, υποδηλώνει και τα «σκεύη» που επιλέγει καθένας να κουβαλάει μαζί του, όταν ξεκινά και διαγράφει την δική του, εξελικτική πορεία. Σκεύη/μνήμες που επιλέξαμε ή επέλεξαν οι άλλοι για μας: το παρελθόν, οι πληγές και οι περηφάνιες μας, τα ταλέντα, οι επιθυμίες και οι φόβοι μας· το «αφήγημά» μας ή ό, τι πάντων τέλος κρίναμε αναγκαίο να έχουμε μαζί μας για να συνεχίσουμε, και ό, τι μας καλεί να αναμετρηθούμε μαζί του. Με απίστευτα έντεχνο τρόπο η συγγραφέας συνυφαίνει με το «παρόν» μια τέτοια παρακαταθήκη παρελθόντος για τον κάθε ήρωα, που μας βοηθά να τον γνωρίσουμε καλύτερα. Και κάθε κεφάλαιο τελειώνει με μια … βαλίτσα, ένα σακίδιο κλπ, που συνδέεται αβίαστα με την ανάλογη, σημαδιακή/σημαντική κατάσταση. <br /> Έτσι, στο πρώτο μέρος η συγγραφέας μάς παρουσιάζει κατά κάποιον τρόπο τους έξι βασικούς ήρωες (το ζευγάρι, Νίκο και Ραχήλ, τα δυο τους κορίτσια Κάλλια και Σκεύη, τον φιλοξενούμενό τους, τον Μουσά και την ψυχολόγο που παρακολούθησε την αναδοχή), μαζί με το παρελθόν τους, τις μνήμες τους, την προσωπική τους ιστορία. Δεν είναι μια συνηθισμένη οικογένεια, κι αυτό υπονοείται κι από την απόφασή τους να φιλοξενήσουν τον Μουσά ως «ανάδοχη οικογένεια» για απεριόριστο χρόνο, μέχρις ότου ο μικρός Σομαλός πετύχει την επανένωσή του με την οικογένειά του στην Γερμανία (επομένως βρισκόμαστε μετά το 2015, μετά δηλαδή την μαζική άφιξη των κυμάτων των προσφύγων λόγω του πολέμου της Συρίας). Ο αναγνώστης που είναι σχεδόν συνομήλικος με τους γονείς, περίπου 50άρηδες στα 2015, θα αναγνωρίσει την προοδευτικότητα που γεννήθηκε στην γενιά των φοιτητών της μεταπολίτευσης: την αντιπάθεια στις μικροαστικές ιδέες, στα ταμπού των προηγούμενων γενεών, στην κτητικότητα του γάμου. Ακόμα, τις αντιλήψεις υπέρ της χειραφέτησης των γυναικών, την ανεκτικότητα στις σεξουαλικές ορμές, την ελεύθερη διαπαιδαγώγηση των παιδιών, την υπεράσπιση ιδεών όπως η ισότητα, η ελευθερία, ο αντιρατσισμός κλπ. Στις οικογενειακές σχέσεις λοιπόν θα συναντήσουμε καταστάσεις μη συμβατικές, ωστόσο αυτός ο «εναλλακτικός τρόπος ζωής» θα δοκιμαστεί σκληρά, καθώς ο Μουσά, σαν πέτρα που πέφτει με ορμή στα νερά μιας ήρεμης λίμνης, θα δράσει καταλυτικά ανατρέποντας βεβαιότητες και συνήθειες. <br /><div style="text-align: center;"><i><b><span style="font-size: medium;">Οι αποσκευές</span></b></i> </div><div><div style="text-align: center;">(της Ραχήλ, του Νίκου, της Φαίδρας, της Κάλλιας και της Σκεύης)</div> Κεντρική ηρωίδα είναι η Ραχήλ, η μάνα, εβραϊκής καταγωγής και αστικής ανατροφής, με τόσο πλούσιο ερωτικό παρελθόν που το… νούμερο των βραχύβιων ερωτικών σχέσεων (<i>ήταν άραγε οι άντρες που έβρισκε ακατάλληλοι ή μήπως η ίδια είχε αρχίσει να πάσχει από κάποια εσωτερική σκλήρυνση;</i>) της δημιούργησε απροσδόκητους μπελάδες με τον παθιασμένο νεανικό της έρωτα, με τον οποίο έζησε ένα απίστευτο το ρομαντικό love story, τον Ρίχαρντ! Ήταν η χαρακτηριστική νεαρή της εποχής με απεριόριστη αγάπη στα ταξίδια<i> όπως εκείνη τα είχε γνωρίσει, ανέμελα, ελεύθερα, χωρίς πολλά μπαγκάζια και προγραμματισμό</i>, που γύρισε ως φοιτήτρια όλη την Ευρώπη με μια βαλίτσα στο χέρι. Λίγο αφηρημένη, «στον κόσμο της» (<i>ανέτρεχε στα παλιά, ιδιαίτερα όταν η πραγματικότητα την ζόριζε, κι έπιανε το νήμα από κει που είχε κοπεί. Επρόκειτο για ένα αόρατο φανταστικό νήμα, όμως η Ραχήλ έπλεκε με αυτό ολόκληρες φορεσιές, που τις φορούσε εναλλάξ με τις πραγματικές, σα να ζούσε διπλή ζωή</i>), μεταφράστρια γαλλικής λογοτεχνίας με αγάπη στο διάβασμα και στις τέχνες, με τάσεις συγγραφής, πιο αντισυμβατική και ρομαντική από τον Νίκο (η Σκεύη λέει για τη μητέρα της ότι <i>την περιβάλει ένα λουλουδάτο πέπλο αισιοδοξίας</i>). Άλλωστε εκείνη είχε την ιδέα να γίνουν ανάδοχη οικογένεια στον Μουσά, επηρεασμένη από μια μετάφραση που είχε κάνει της μαρτυρίας ενός νεαρού Αφγανού πρόσφυγα. <br /> Η Ραχήλ και ο Νίκος αποφάσισαν να κάνουν οικογένεια χωρίς να υπάρχει μεγάλος έρωτας. Ο Νίκος, λαϊκής καταγωγής, αριστερός, ιδεολόγος αλλά και αθεράπευτα ορθολογιστής, ήξερε την Ραχήλ από την εποχή του μεγάλου έρωτά της με τον Ρίχαρντ, προσπαθούσε μάλιστα τότε να την προσγειώσει (<i>ο ορθολογισμός λέει να μην εμπιστευόμαστε τις παρορμήσεις της καρδιάς/η αγάπη δεν είναι ένα στρώμα με πούπουλα. Η αγάπη είναι τοίχος. Και χτίζεται σιγά σιγά</i>) και να την παρηγορήσει, όταν εκείνη χώρισε με τραυματικό τρόπο με τον Ρίτσαρντ. Είναι ο πρωταγωνιστής με τις μεγαλύτερες και πιο άλυτες αντιφάσεις. Ο ορθολογισμός του τού προσδίδει νηφαλιότητα και ρεαλισμό, αποστρέφεται τις σχέσεις ιδιοκτησίας στον γάμο, δεν πιστεύει στην αιώνια αγάπη και πίστη, και υποστηρίζει με πάθος της εξωγαμιαίες σχέσεις, που βέβαια διατηρεί… κρυφές (<i>πίστευε ότι κάθε άνθρωπος έχει δικαίωμα σ’ έναν εσωτερικό μυστικό κήπο</i>). Ωστόσο όλος ο συντηρητισμός του, (που φτάνει στα όρια της «καφρίλας») φαίνεται στις σχέσεις του με τις ερωμένες του. <br /> Ορφανός από μητέρα (οικογένεια παππούδων ανταρτών ξεκληρισμένη από τους δεξιούς), μεγαλωμένος εσωτερικός στην Πρότυπο Σχολή των Αναβρύτων<a href="file:///C:/Users/User/%CE%92%CE%99%CE%92%CE%9B%CE%99%CE%91/%CE%A4%CE%B5%CF%84%CF%81%CE%B1%CE%B4%CE%B9%CE%BF%20%CE%B2%CE%B9%CE%B2%CE%BB%CE%AF%CF%89%CE%BD%202023.docx#_ftn1">[1]</a> νιώθει αρχικά εξόριστος, μακριά από την οικογενειακή εστία, όπως ακριβώς κι ο δικός του πατέρας που ήταν οικότροφος στις Βασιλικές Τεχνικές Σχολές της Λέρου. Παππούς αριστερός, αλλά πατέρας βασιλικός, και το σοκ του μικρού Νίκου όταν ο πατέρας του τον οδήγησε στη Σχολή ήταν μεγάλο (<i>αγωνία και απόγνωση της εγκατάλειψης που επρόκειτο να νιώσει όταν θα έβλεπε τον πατέρα του να απομακρύνεται πατώντας γκάζι, χωρίς να γυρίσει να κοιτάξει τον γιο του που περίμενε για ένα νεύμα, ένα γύρισμα του κεφαλιού, μόνος με τη βαλίτσα του μπροστά στην είσοδο του σχολείου</i>). Η αντίδραση του μικρού Νικόλα στον πατέρα του στο πρώτο επισκεπτήριο έγινε δεκτή με ένα…. χαστούκι (<i>να μη βάζεις στο στόμα σου τις Σχολές, αυτές με έκαναν άνθρωπο. Τι ήξερα τότε στο βουνό; Τίποτα. Μόνο να μεταφέρω τα όπλα στους αντάρτες με ένα γαϊδούρι.</i> (…) <i>Εμένα με πήρανε μετά τον σκοτωμό του πατέρα. Τη μάνα μου ούτε που την ξανάδα. Πού κοτάγαμε εμείς να παραπονεθούμε; Άσε λοιπόν τα κλάψες και κοίτα να προκόψεις</i>). <br /> Έτσι λοιπόν ο Νίκος ένιωθε «εξόριστος» στα Ανάβρυτα, με ιδιαίτερες ευαισθησίες ίσως στις καταστάσεις ιδρυματοποίησης ή εγκλεισμού. Δεν είναι τυχαίο ίσως που αργότερα, πτυχιούχος πια της αρχιτεκτονικής, διάλεξε τον τόπο εγκλεισμού του πατέρα του, το Λακκί της Λέρου για την διπλωματική του (πάνω στη ρασιοναλιστική αρχιτεκτονική στα Δωδεκάνησα, που αναπτύχθηκε επί Ιταλικής κατοχής). Εκεί, όταν έφυγαν οι Ιταλοί, στεγάστηκαν με τη σειρά οι Βασιλικές Τεχνικές Σχολές, η «αποικία Ψυχοπαθών» (το ψυχιατρείο), τα στρατόπεδα συγκέντρωσης των εξόριστων της Χούντας και το Κέντρο Υποδοχής των Προσφύγων, <i>το Hot Spot, όπως είθισται να λέγεται, η Καυτή Κηλίδα, τόσο ταιριαστή ονομασία για το νησί, το «κηλιδωμένο» από κάθε λογής εγκλεισμό</i> (<i>πώς μια πόλη που σχεδιάστηκε με τις αρχές του ορθολογισμού κατέληξε να στεγάζει <b>την πιο ακραία μορφή ανορθολογισμού</b></i>). <br /> Εκεί λοιπόν, το 1989, θα γνωρίσει και την Φαίδρα, που θα παίξει σοβαρό συμπρωταγωνιστικό ρόλο και στην μετέπειτα ζωή της οικογένειας. Η Φαίδρα είναι μια έξυπνη κοπέλα, που έκανε τότε το διδακτορικό της στον εγκλεισμό και στην ιδρυματοποίηση των ψυχικά νοσούντων. Η σχέση των δύο νέων βασίζεται στο χιούμορ και την έμπνευση, αλλά λήγει απότομα, όταν η Φαίδρα αποφασίζει να μιλήσει για το… επώδυνο ερωτικό της παρελθόν (<i>ο Νίκος άρχισε να δυσανασχετεί. Δεν καταλάβαινε γιατί οι κοπέλες ήθελαν να μοιράζονται τις τραυματικές εμπειρίες από τον πρώτο τους έρωτα</i>). Ο ομαδικός βιασμός που του αφηγήθηκε από το αγόρι της και τους φίλους του, αφύπνισε το ανεξέλεγκτο ένστικτο μέσα του: <i>ήταν δυο ξένοι που δεν είχαν έρθει τόσο κοντά ακόμη ώστε ο Νίκος να τη συμπονέσει, η Φαίδρα είχε παραβιάσει τον χρόνο της εξοικείωσης, είχε τρέξει με χίλια καταπάνω του και τώρα είχε συντριβεί κάτω από τη γενετήσια ορμή, είχε νικήσει ο ανδρικός πόθος</i>. <br /> Όταν η Φαίδρα επανεμφανίζεται στην ζωή του Νίκου ως ψυχολόγος του Μουσά (τώρα πια δουλεύει στην Ανάδραση, ΜΚΟ υποδοχής προσφύγων), εκείνος προσποιείται ότι δεν την γνώρισε ποτέ (<i>πόσες Φαίδρες να είχε γνωρίσει συναντήσει στη ζωή του; Τόσο δύσκολο ήταν να την ανασύρει από τη μνήμη του; Τόσο μικρό ρόλο έπαιξε στη ζωή του;</i>) κι η Φαίδρα αποδέχεται αβίαστα αυτό το «παιχνίδι», προκειμένου να συνεχίσει να βλέπει τον άνδρα αυτόν -που εξακολουθεί να θεωρεί γοητευτικό. Ένας λόγος παραπάνω, ότι αν ομολογούσε ότι γνωρίζονταν, θα ανέθεταν την περίπτωση του Μουσά σε άλλον ψυχολόγο. <br /> Με την Ραχήλ δεν τον συνδέει κεραυνοβόλος έρωτας, αλλά την εκτιμάει, την αγαπάει, την θαυμάζει. Είναι φροντιστικός και περιποιητικός μαζί της (<i>ήθελε να τη δει να επανέρχεται στην εικόνα της αθλήτριας με τους μεγάλους διασκελισμούς που δεν ενδιαφερόταν για τη νίκη και την γνώμη των πολλών/θαύμαζε την πληθωρική ερωτική ζωή της/κατά τη γνώμη του διέπρεπε στην τέχνη της αυτοδιάθεσης/έβρισκε την ανδρική της πλευρά θελκτική</i>). Αντίστοιχα η Ραχήλ <i>ένιωθε πρώτη φορά ασφαλής και έπρεπε να ομολογήσει ότι δεν θα άντεχε άλλον ερωτικό σεισμό να ταράξει τη ζωή της</i>. Ο γάμος τους ήταν προϊόν λογικής και προγραμματισμού εκατέρωθεν, με στόχο την τεκνοποιία, κι όταν η ερωτική ζωή άρχισε να εξασθενεί, το θεώρησαν κι οι δυο φυσιολογικό να απομακρυνθούν, να επικοινωνούν σαν αδέρφια, να κοιμούνται χωριστά (<i>τα σώματά τους, απαγκιστρωμένα από την επιθυμία, επιζητούσαν εδώ και χρόνια την ανεξαρτησία τους</i>). Ο δε Νίκος, χωρίς καμία αναστολή, άρχισε να έχει ερωμένες χωρίς βέβαια να δένεται μαζί τους (<i>πίστευε ότι το εξωγαμιαίο σεξ ήταν μια συμφωνία αρκετά σαφής)</i>. <br /> Στην ενότητα αυτή γνωρίζουμε και τις δυο κόρες της οικογένειας, την Κάλλια και την Σκεύη, 17 και 13 χρονών αντίστοιχα, μια διαφορά που σ’αυτές τις ηλικίες είναι πολύ εμφανής. Η Κάλλια θέλει να γίνει αρχιτέκτονας σαν τον πατέρα της και κάνει φροντιστήριο στο σχέδιο έχει και φίλο, τον Δημήτρη,. Ο Νίκος, όμως παρόλο που την αγαπάει κι όταν ήταν μικρή έπαιζε μαζί της (αλλά… βαριόταν), θα ήθελε το δεύτερο παιδί να είναι αγόρι. Η Σκεύη, θες από σύμπτωση θες από διαίσθηση, <i>είχε πολλά στοιχεία από αγόρι</i>. <i>Θαρραλέα και υπερκινητική, σκανταλιάρα και επιρρεπής σε ατυχήματα (…) είχε πάρει το χιούμορ του μπαμπά της, έτσι καμάρωνε τουλάχιστον εκείνος, που ενώ δεν έπαψε να λατρεύει την πρώτη του κόρη, σ’αυτό το αλητάκι είχε ξεχωριστή αδυναμία.</i> Η ατίθαση έφηβη ειρωνεύεται την καταθλιπτική γιαγιά της που της έδωσε το όνομα, αποκαλώντας την Μεγάλη Παρασκευή, έτσι η ίδια έδωσε στον εαυτό της το υποκοριστικό Σκεύη! <br /> Αυτή είναι η οικογενειακή κατάσταση όταν προτείνει η Ραχήλ να υποδεχτούν τον Μουσά, με την χαλαρή συγκατάθεση του Νίκου, που δέχεται, παρόλο που κοροϊδεύει την «πολιτικά ορθή» οικογένεια (<i>έλεγε ότι οι άνθρωποι στη Δύση είναι ενοχικοί. Έχουν εξασφαλίσει ευμάρεια εις βάρος των χωρών του Τρίτου Κόσμου και θέλουν να επανορθώσουν με φιλανθρωπίες σε φτωχούς και πρόσφυγες. Και τι μ’ αυτό, αναρωτιόταν εκείνη. Γιατί είναι κακό να έχει κανείς ενοχές; Οι ενοχές μπορεί να είναι χρήσιμες. Οι τύψεις μπορούν να γίνουν μοχλός για κάποιου είδους επανόρθωση</i>). <br /><div style="text-align: center;"><b><span style="font-size: medium;"><i>Το ταξίδι</i></span></b></div> Η δεύτερη ενότητα, «Το ταξίδι», , ξεκινά με την έλευση στην οικογενειακή εστία του μεγάλου ταξιδιώτη, του «Άπολι» και Άστεγου, του Άλλου, του Ξένου, του Μουσά (=θαυματουργός). Και τότε αρχίζουν να επέρχονται αργά και σταδιακά οι αλλαγές στον εσωτερικό κόσμο του κάθε ήρωα. Ο Μουσά εμφανίζεται έχοντας στην πλάτη του, εκτός από μια μεγάλη σακούλα σκουπιδιών δεμένη με σπάγγο, μια τραγική οικογενειακή ιστορία, κατευθείαν απ’ την καρδιά του εμφύλιου πολέμου στη χώρα του. Είναι ήρεμος χαρακτήρας, σιωπηλός, δεν φέρνει αναστάτωση λόγω των πράξεων ή των αντιδράσεών του, δρα αθόρυβα, σαν καταλύτης. Μιλάει ελάχιστα ελληνικά αλλά μαθαίνει με προθυμία, προσφέρεται να πλύνει τα πιάτα, και είναι καταπληκτικός στο σχέδιο, προκαλώντας κύματα θαυμασμού στην Κάλλια. <br /> Παρακολουθούμε τα βήματα προσαρμογής και τις διαφορετικές στάσεις που ακολουθεί κάθε μέλος της οικογένειας: η Ραχήλ, νιώθοντας ίσως ενοχές γιατί θεωρούσε υπεύθυνο τον εαυτό της που έχασε έγκυος το πρώτο τους παιδί (αγόρι κιόλας), προσπαθεί να κάνει τον Μουσά να νιώσει ως μέλος της οικογένειας (π.χ. <i>όχι ένας φιλοξενούμενος που δεν τον αφήνουν να πλένει τα πιάτα, αλλά ένα από τα παιδιά της που φιλοτιμούνταν να τη βοηθήσει, ένας γιος ίσως που γύριζε από πολύχρονο ταξίδι και τώρα ήθελε να αναπληρώσει προσφέροντας βοήθεια στους δικούς του</i>). Ο Νίκος, καθόλου «<i>επιρρεπής στις ενοχές</i>», με την υποσυνείδητη επιθυμία να έχει έναν γιο (<i>με τον Μουσά στο σπίτι, είχαν περάσει κι απ’ τον δικό του νου όσα θα μπορούσε να έχει μοιραστεί με έναν υποθετικό γιο, όμως σε καμιά περίπτωση δεν έβλεπε –ούτε κατά διάνοια- το ξένο αγόρι σαν γιο του</i>), είναι θετικός τουλάχιστον στην αρχή: καπνίζει με τον Μουσά μέσα στη νύχτα, τον στηρίζει και αρχίζει να νιώθει ότι η διαλυμένη τους οικογένεια επανενώνεται γύρω από μια εστία. Αλλά και η σχέση του ζευγαριού σιγά σιγά βελτιώνεται. Τα ζητήματα, γραφειοκρατικά, πρακτικά ή παιδαγωγικά που αφορούν τον Μουσά τους κρατούν σε συνεχή εγρήγορση και επικοινωνία, τρώνε όλοι μαζί, κουβεντιάζουν περισσότερο για να νιώσει όμορφα ο ξένος κλπ κλπ (<i>ήταν και πάλι με τεντωμένες τις κεραίες τους, τις αισθήσεις οξυμμένες, λες και είχαν ξυπνήσει από λήθαργο</i>). <br /> Η συγγραφέας καταφεύγει σ’ ένα ευφυές τέχνασμα για να μεταφέρει τον λεπτοφυή εσωτερικό κόσμο των δύο εφήβων κοριτσιών στον αναγνώστη. Η μεν Κάλλια στέλνει γράμματα στην ξαδέρφη της την Δανάη που βρίσκεται στα Γιάννενα, ενώ η Σκεύη, με την άφιξη του Μουσά, ξεκινά να γράφει ημερολόγιο. Η Κάλλια, με αφορμή και τα μαθήματα σχεδίου που κάνει μαζί με τον Μουσά αποκτά ένα ιδιαίτερο δέσιμο μαζί του. Τον βρίσκει όμορφο (<i>Σίγουρα θα θες να μάθεις αν είναι όμορφος. Λοιπόν, δεν μπορώ να πω… υπάρχουν στιγμές που όταν τον κοιτάζω θαμπώνομαι, όχι όμως από την ομορφιά, μα από το μυστήριο που κουβαλάει</i>). Τον βρίσκει ενδιαφέροντα, η ίδια προτείνει να παρακολουθούν μαζί μαθήματα, παραμελεί τον Δημήτρη και, όπως παρατηρεί και η Ραχήλ, <i>τώρα είχε αφοσιωθεί στη μελέτη όχι μόνο με αυτοπειθαρχία, αλλά και με ενθουσιασμό/δεν έκανε πια κοπάνες, έγινε πιο επιμελής</i> . <br /> Η μόνη που είναι εξαρχής αρνητική, εντελώς συνειδητά, είναι η 13χρονη Σκεύη (<i>η απόφαση πάρθηκε ερήμην μου</i>), που με την άφιξη του Μουσά ξεκίνησε να γράφει ημερολόγιο γιατί, όπως λέει, «<i>η μητέρα μου λέει ότι αυτό που θα ζήσουμε στο σπίτι είναι μια εμπειρία σημαντική, κάτι ου θα θέλουμε να θυμόμαστε</i>». Η Σκεύη είναι ένα ατίθασο μεν , αλλά ξεχωριστό κορίτσι που της αρέσει να γράφει (το λέει κι η αγαπημένη της φιλόλογος η Θαμνίδου), της αρέσει η ποίηση, αγαπά τη γλώσσα και ψάχνει τις λέξεις ίσως επηρεασμένη από τη μητέρα της την μεταφράστρια. Με την κα Θαμνίδου και τις/τους συμμαθήτριές/ές της μέσα στους οποίες ανήκει και η ξεχωριστή επίσης Αυγή, έχουν φτιάξει την «Λέσχη των Χαμένων Ποιητριών» («<i>εγώ το πρότεινα γιατί δεν μου αρέσει να παραγκωνίζονται οι γυναίκες</i>»). Δεν πρέπει να μας ξαφνιάζει λοιπόν που η Σκεύη, παρά τα 13 της χρόνια, δείχνει μια εξαιρετική ευαισθησία για τη γλώσσα, ενώ παρατηρεί με ιδιαίτερη οξύτητα τους ανθρώπους γύρω της. Περιγράφει τη νέα κατάσταση με καυστικότητα, με επίθετα γεμάτα σαρκασμό, ειρωνεύεται την αδερφή της που «<i>επιδεικνύει τον μαύρο τους πρόσφυγα</i>» (<i>Δεν είναι πολύ εξωτικός; Δεν είναι μυστηριώδης;/μα γιατί όλοι συμπαθούν τους σιωπηλούς; Γιατί φαντάζονται ότι η σιωπή κρύβει στοχαστικότητα, βάθος, ωριμότητα. Καμιά φορά όμως, η σιωπή δεν κρύβει τίποτα. Είναι σαν μια λίμνη, που απλώς καθρεφτίζει το είδωλο όσων σκύβουν πάνω της</i>). <br /> Η βαθύτερη γνωριμία του δασκάλου του σχεδίου, Χάρη Αντωνιάδη, με την Ραχήλ, δίνει ώθηση στην ταχύτερη μετεξέλιξη όλων των πρωταγωνιστών, κυρίως βέβαια της Ραχήλ και του Νίκου. Οι συνθήκες (η συνωμοσία του σύμπαντος) συντελούν στο να γνωριστούν σε μια έκθεση ζωγραφικής προσφύγων με θέμα την…. βαλίτσα, να ανταλλάξουν έξυπνες και γαργαλιστικές ατάκες γεμάτες υποσχέσεις, και να βρεθούν οι δυο τους σχεδόν τυχαία, απομονωμένοι στην Βωβούσα του ν. Ιωαννίνων για δυο τρεις μέρες. Η Ραχήλ βρίσκεται κοντά στην εμμηνόπαυση (<i>και η εμμηνόπαυση είναι ένας εκτοπισμός, μια γυναίκα που γερνάει είναι ι αυτή διωγμένη από την χώρα της νεότητας, χωρίς μάλιστα τη δυνατότητα της προσφυγής σε άλλη γη, χωρίς την υπόσχεση, ή έστω την ελπίδα, να βρει καταφύγιο σ΄έναν καλύτερο τόπο, αφού μια γυναίκα που γερνάει, γερνάει παντού</i>), είναι γεμάτη ζωντάνια και φαντασία, επινοεί ιστορίες και επικοινωνεί με τον καλλιτέχνη σε όλα τα επίπεδα. <br /> Είναι η περίοδος που ο Νίκος έχει αρχίσει να βλέπει την Ραχήλ με μεγαλύτερο ενδιαφέρον (<i>άρχισε να γίνεται και πάλι απρόβλεπτη, ενδιαφέρουσα/αν μάλιστα ξυπνούσε και πάλι η ερωτική επιθυμία, αν έμπαινε κι αυτή η νωθρή και δυσκίνητη μπίλια στην τρύπα, τότε θα μπορούσε κανείς να μιλήσει για θαύμα</i>). Έχει λοιπόν σχεδόν αποφασίσει να τερματίσει τις εξωσυζυγικές σχέσεις (την τελευταία μάλιστα ερωμένη, που φαίνεται να είχε δεθεί συναισθηματικά μαζί του, με πολύ τραυματικό και χυδαίο τρόπο), ενώ ταυτόχρονα η Ραχήλ παραδίδεται σ΄έναν αισθησιακό έρωτα με τον Χάρη, παραμυθένιο, ρομαντικό όπως πάντοτε επιθυμούσε, όπου το αφήγημα της ζωής της, αυτό με τους πολλούς εραστές, ξαναγράφεται (<i>το ξήλωμα της θηλιάς και το ξαναπλέξιμο του νήματος δεν είχε να κάνει τόσο με την ίδια ως αφηγήτρια και τον τρόπο που διηγιόταν ξανά τη ζωή της, όσο με αυτόν που την άκουγε. Η πρόσληψη της ιστορίας ήταν διαφορετική</i>). <br /> Ο έρωτας της Ραχήλ όχι μόνο δεν την γεμίζει ενοχές, όχι μόνο νιώθει ότι δεν απειλεί την οικογένειά της <i>αλλά θα μπορούσε και να τη φωτίσει. Προσπαθώντας να καταλάβει ποιο ήταν αυτό το γεγονός που κατάφερε ένα τέτοιο πλήγμα στην οικογενειακή της πανοπλία ώστε να τρυπώσει και να την κατακλύσει το νέο αυτό αίσθημα για έναν άνθρωπο μέχρι πρό τινος ξένο, κατέληγε με βεβαιότητα πως ήταν η αναδοχή του μικρού πρόσφυγα. </i>(…) <i>Δίνοντάς του χώρο μέσα στο σπίτι, έδωσαν χώρο σε μια άλλη δυνατότητα ζωής, πέρα απ’ αυτήν που είχαν συνηθίσει. </i><br /> Πέρα όμως από την ενέργεια, την φαντασία και τη δημιουργικότητα που αντλεί η Ραχήλ από τον νέο της έρωτα (και την παρουσία του Μουσά), έχει αλλάξει η συνείδησή της, έχει διευρυνθεί ο ορίζοντας των αντιλήψεών της. Πολέμια μια ζωή της «μικροαστικής νοοτροπίας» (<i>μήπως γι’ αυτό βάλθηκε να φιλοξενήσει ένα αγόρι από τη Σομαλία; Προσπαθούσε να θρυμματίσει το κέλυφος της αστικής φωλιάς της με την αιχμή ενός πρόσφυγα;</i>),συνειδητοποιεί ότι ίσως ο Μουσά είχε έρθει για να καταλάβει ότι <i>η μικροαστική ζωή της ήταν μια χαρά, ήταν μια ζωή που πολλοί σαν τον Μουσά είχαν θαλασσοπνιγεί για να την αποκτήσουν, αρκεί βέβαια να στερέωνε τα δυο της πόδια πάνω της, να έκλεινε τους λογαριασμούς της με το παρελθόν. </i><br /> Ο Νίκος απ’ την άλλη, απεγκλωβισμένος από τις ερωμένες, μόνος στο σπίτι με τον Μουσά και την Σκεύη (οι υπόλοιποι είναι στα Γιάννενα), περνά μια δύσκολη φάση με την μάνα του που αναγκάζεται λόγω συνθηκών (δηλ. λόγω Μουσά) να την βάλει σε γηροκομείο. Μια μάνα «σκληρό καρύδι και αγύριστο κεφάλι», που ο Νίκος <i>την κατανοούσε για τη σκληρότητά τη όταν ήταν νέα και για το πείσμα της, τώρα που είχε γεράσει </i>(<i>πώς αλλιώς θα είχε επιβιώσει, μόνη της από μικρή, σταλμένη σε ξένο τόπο, στη Λέρο;</i>) Η συγγραφέας έχει μια ακόμη ευκαιρία εδώ να αναφερθεί στην ιδρυματοποίηση, των ηλικιωμένων αυτήν την φορά, και στην τραγωδία που ζουν κάποιοι υπέργηροι γονείς, που αντανακλά βέβαια και στα παιδιά τους. <br /> Η Ραχήλ ανακοινώνει στον Νίκο απλά και σταράτα, όχι απλώς ότι έχει σχέση με κάποιον, αλλά ότι <b>είναι ερωτευμένη</b> (<i>και το πλέον αδιανόητο: τον ρώτησε αν θέλει να τον συζητήσουν/αν το συζητούσαν αυτό το ακατονόμαστο πράγμα θα αποκτούσε πραγματικές διαστάσεις</i>). Οι πεποιθήσεις του Νίκου ότι <i>μια τέτοια εκδοχή παλιότερα, όχι μόνο δεν θα τον πείραζε αλλά θα τον ανακούφιζε κιόλας, καθώς θα δημιουργούσε μια ισότιμη σχέση μεταξύ τους</i>, ότι -εφόσον έχουν χάσει κάθε ερωτική επαφή μεταξύ τους- <i>μια τέτοια εξέλιξη θα ήταν δίκαιη και φυσικά αναμενόμενη</i>, κλονίζεται.<i> Γιατί η γυναίκα του δεν έχει απλά μια παράλληλη σχέση, ήταν ερωτευμένη και αυτός <b>ο έρωτας προφανώς δεν βολευόταν στο σκοτάδι των κρυφών συναντήσεων, μα διεκδικούσε μια θέση στο φως. </b></i><br /> Μέσα στα αλλεπάλληλα γεγονότα λοιπόν, βλέπουμε και τη μεταμόρφωση του Νίκου, από απαθές ορθολογιστικό ον σε πρόσωπο που δοκιμάζει για πρώτη φορά συναισθήματα όπως η ζήλεια, και οι ενοχές (<i>εκείνος που κορόιδευε την κτητικότητα, που την θεωρούσε ζιζάνιο που κατατρώει την αγάπη</i>). Στρέφει επιτέλους την προσοχή του και στην Φαίδρα (<i>τον κυρίευσε ξάφνου η μελαγχολική υποψία ότι δεν τον είχε αναγνωρίσει. Ότι δεν έπαιζε το παιχνίδι του, υποδυόμενη τον ρόλο που αυτός της επιφύλαξε, αλλά πως πράγματι η Φαίδρα τον είχε ξεχάσει</i>), την «βλέπει» για πρώτη φορά για να αντικρύσει μια γυναίκα δυναμική, χειραφετημένη, με όραμα, που ξέρει τι θέλει (<i>είχε προχωρήσει στη ζωή της πιο δυνατή από ποτέ, είχε προχωρήσει σβήνοντας πίσω της τα χνάρια, όπως κάνουν όχι τα θηράματα αλλά οι κυνηγοί</i>) φτάνει μάλιστα στο σημείο να ζητήσει μια -αδέξια- συγνώμη. <br /> Η ανατροπή θα έρθει από την Σκεύη, που μέσα από τα εφηβικά της μάτια καυτηριάζει τον κόσμο των μεγάλων, καυτηριάζει την ψυχρή σχέση των γονιών της (<i>υπήρξαν άραγε ποτέ ερωτευμένοι;</i>) κι όλες τις αλλαγές που πιάνουν οι ευαίσθητες κεραίες της με επίκεντρο τον Μουσά. Στο απολαυστικό ημερολόγιό της μας περιγράφει την βαθιά φιλία -που έχει και ίχνη ερωτισμού- που τη συνδέει με την «υπέροχη φίλη» της, την Αυγή, με χιούμορ, λογοπαίγνια και ύφος σκανταλιάρικο (<i>η Αυγή είναι ο δικός μου εξόριστος</i>), όπως ταιριάζει σε κορίτσι της ηλικίας της. Και φυσικά νιώθει μια άλφα ζήλεια και θυμό προς τον Μουσά, ο οποίος παίρνει ως δώρο κινητό (!), ενώ εκείνης της κάνουν φουστάνι, που τραβάει τα βλέμματα της Κάλλιας, που εξαιτίας του εξορίζουν τον γάτο από το σπίτι κλπ κλπ. Επειδή είναι ένα έξυπνο κορίτσι μετατοπίζει την προσωπική της αντιπάθεια και σε ευρύτερο, πολιτισμικό επίπεδο (<i>Όχι. Καμία κατανόηση. Ούτε αυτός μπορεί άλλωστε να μας κατανοήσει. Η κατανόηση θα απαιτούσε κοινή γλώσσα. Κοινά ήθη. (…) Εμείς μιλάμε Ντόροθυ Πάρκερ και Σάρα Κέιν κι αυτοί μιλούν τη νοηματική της έμφυλης βίας</i>). <br /> Το αποκορύφωμα έρχεται όταν στα γενέθλια του Μουσά, έχουν καλέσει τον «φίλο» του, Ομάρ, («Γομάρ» κατά την Σκεύη), ο οποίος υπερασπίζεται την κλειτοριδεκτομή (<i>αν υποψιαστώ ότι η αδερφή μου έχει ερωτευτεί τον Μουσά, τον καρδιακό φίλο του λάτρη των πετσοκομμένων γυναικών, θα παραβώ τις αρχές μου και θα πηδήσω από το μπαλκόνι</i>)! <br /> Η Σκεύη αντιδρά αδίστακτα και άμεσα, προκαλώντας μια τεράστια ανατροπή που φέρνει το ποθητό αποτέλεσμα, την εξαφάνιση του Μουσά. <br /><div style="text-align: center;"><b><span style="font-size: medium;"> Μουσά, ο θαυματουργός</span></b></div> Στη Λέσχη ανάγνωσης Δράμας, όπου συζητήσαμε το βιβλίο, αρκετές αναγνώστριες είπαν ότι παρόλο το ενδιαφέρον που βρήκαν στο βιβλίο, δεν μπόρεσαν να ταυτιστούν συγκινησιακά με κανέναν ήρωα. Προσωπικά, πολλά στοιχεία σκόρπια και θραυσματικά με άγγιξαν βαθύτερα (όχι μια προσωπικότητα εξ ολοκλήρου), αλλά το πρόσωπο που μου χάρισε την πιο βαθιά συγκίνηση ήταν του Μουσά. Του άγνωστου, σύγχρονου Homo sacer<a href="file:///C:/Users/User/%CE%92%CE%99%CE%92%CE%9B%CE%99%CE%91/%CE%A4%CE%B5%CF%84%CF%81%CE%B1%CE%B4%CE%B9%CE%BF%20%CE%B2%CE%B9%CE%B2%CE%BB%CE%AF%CF%89%CE%BD%202023.docx#_ftn2">[2]</a>, που διώκεται στις μέρες μας, και που δεν πρόκειται ως κοινωνία ούτε να τον κατανοήσουμε, ούτε να τον βοηθήσουμε, ούτε να τον αποδεχτούμε βαθιά και ουσιαστικά. <br /> Ο ήρωας για τον οποίον γνωρίζουμε λιγότερα, είναι αυτός, ο Μουσά, ο ξένος, <i>η σφαίρα που είχε διαπεράσει τον λεπτό τους τοίχο και είχε εισβάλει το φως, </i>όπως λέει η Ραχήλ. Η συγγραφέας δεν μας κοινωνεί τις εσωτερικές του σκέψεις, όπως κάνει με τις δυο έφηβες κοπέλες. Γνωρίζουμε γι’ αυτόν ότι είναι ήσυχος, επιμελής, ταλαντούχος στο σχέδιο, και θέλει να γνωρίσει την χριστιανική θρησκεία, μάλιστα να βαφτιστεί χριστιανός. Είναι μυστηριώδης και σκοτεινός, εξαφανίζεται και ξανάρχεται, δεν φαίνεται να επικοινωνεί με τους δικούς του στην Γερμανία, ούτε είναι πολύ φιλικές οι σχέσεις του με τον Ομάρ. Η οικογένεια, όπως κι εμείς, υποψιάζονται και στο τέλος αποκαλύπτουν ότι ο φιλοξενούμενός τους έχει ψεύτικα χαρτιά, ψεύτικα ονόματα, ψεύτικο σπίτι τον περίμενε στην Γερμανία. Η Ραχήλ φυσικά και δεν πτοείται (<i>ας είναι από τα βάθη της ζούγκλας, ας είναι ζουλού, δεν με νοιάζει. Εγώ τον γνώρισα. Τον ίδιο! όχι τα στοιχεία της ταυτότητάς του/ η ζωή δεν προχωράει βάσει σχεδίου, Νίκο. Η ζωή έχει ανατροπές. Έχει επιλογές. Τώρα μας προσφέρεται η επιλογή να κρατήσουμε στη ζωή μας τον Μουσά</i>). <br /> Ο Μουσά ωστόσο, με την παρέμβαση της μικρής Σκεύης, θα παραμείνει ξένος, απροσπέλαστος, άπολις. Θα φύγει, θα εξαφανιστεί, αίροντας στην πλάτη του, τις αμαρτίες της επαπειλούμενης διάλυσης της οικογένειας, αφού έχει συντελέσει στη μεταμόρφωση των μελών της. Ξεκίνησε από την πατρίδα του με ένα κόκκινο σακκίδιο, έφτασε στην Αθήνα με μια σακκούλα σκουπιδιών και η οικογένεια, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες, θα τον «ξεβράσει» ξανά στο άγνωστο, μόνο με μια βαλίτσα ή σε μια βαλίτσα (Σκεύη: <i>αντί για την δική μου πτώση και συντριβή, πρόσφερα στον γκρεμό τον άλλο, τον ξένο</i>). <br /> Στην άσκηση που τους έβαλε κάποτε ο δάσκαλος του σχεδίου, να σκεφτούν πάνω στην έννοια της βαλίτσας και να ζωγραφίσουν βαλίτσες μέσα σε οποιοδήποτε περιβάλλον φανταστούν, ο Μουσά ζωγράφισε μια θάλασσα γεμάτη βαλίτσες, <i>άλλες όρθιες, άλλες μισοβυθισμένες στο νερό, άλλες ξαπλωτές σαν σχεδίες, μα όλες κλειστές, μαύρες, μακρόστενες. Μόνο μία ήταν ανοιχτή. Από μέσα της είχαν ξεχυθεί κι επέπλεαν στο νερό, θυμίζοντας αφρούς κάτασπρα κόκαλα.</i> Ο δάσκαλος, συγκλονισμένος, άρχισε να εξηγεί το συμβολικό νόημα της ζωγραφιάς. Όμως η Κάλλια, που τα περιγράφει όλα αυτά στο γράμμα προς την ξαδέρφη της, γράφει σε υστερόγραφο: <br /> <i>Ο Μουσά μού εξήγησε τσάτρα πάτρα το νόημα της ζωγραφιάς του. Δεν ήταν συμβολικό. Ένας από τους πρόσφυγες που ήταν στην ίδια βάρκα με κείνον, κουβαλούσε μέσα στη βαλίτσα του τα κόκαλα της μητέρας του. Τα είχε ξεθάψει πριν ξεκινήσουν το ταξίδι. Όταν ανατράπηκε η βάρκα, η βαλίτσα άνοιξε και τα κόκαλα χύθηκαν στη θάλασσα. Είπε πως είδε ψάρια να τα τσιμπολογούν.</i><div><div style="text-align: right;">Χριστίνα Παπαγγελή</div><div><br /><span style="font-size: x-small;"><a href="file:///C:/Users/User/%CE%92%CE%99%CE%92%CE%9B%CE%99%CE%91/%CE%A4%CE%B5%CF%84%CF%81%CE%B1%CE%B4%CE%B9%CE%BF%20%CE%B2%CE%B9%CE%B2%CE%BB%CE%AF%CF%89%CE%BD%202023.docx#_ftnref1">[1]</a> https://dasosygrou.gr/%CF%83%CF%87%CE%BF%CE%BB%CE%AE-%CE%B1%CE%BD%CE%B1%CE%B2%CF%81%CF%8D%CF%84%CF%89%CE%BD/ <br /><a href="file:///C:/Users/User/%CE%92%CE%99%CE%92%CE%9B%CE%99%CE%91/%CE%A4%CE%B5%CF%84%CF%81%CE%B1%CE%B4%CE%B9%CE%BF%20%CE%B2%CE%B9%CE%B2%CE%BB%CE%AF%CF%89%CE%BD%202023.docx#_ftnref2">[2]</a> Homo sacer, Giorgio Agamben: Για τον Αγκάμπεν η «γυμνή ζωή» και η «κατάσταση εξαίρεσης» αποτελούν δύο βασικά στοιχεία του τρόπου με τον οποίο συγκροτείται και αναπαράγεται η κυριαρχική αντίληψη της εξουσίας. Και η μορφή του «ιερού ανθρώπου» γίνεται όχι μόνο το θεμέλιο της γυμνής ζωής της ανθρωπότητας αλλά και το αντικείμενο της βιοεξουσίας κατά τη νεωτερική εποχή. <br /></span><br /> <div style="mso-element: footnote-list;"><div id="ftn2" style="mso-element: footnote;">
</div>
</div></div></div></div>Χριστίνα Παπαγγελήhttp://www.blogger.com/profile/16375943334890543341noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-2588422417895573421.post-47353786895458397262023-04-17T14:42:00.003+03:002023-04-17T14:42:11.626+03:00Μας καταβροχθίζει η φωτιά, Ζάουμε Καμπρέ<div style="text-align: right;"><i><span style="color: #20124d;">In girum imus nocte et consimimur igni (καρκινική φράση)</span></i></div><i><div style="text-align: right;"><i><span style="color: #20124d;">Στριφογυρίζουμε μέσα στη νύχτα και μας καταβροχθίζει η φωτιά</span></i></div></i> Όπως τα ψυχάρια -οι νυχτοπεταλούδες- στριφογυρίζουν γύρω από το φως και μετά από μια «<i>κρίση φρενίτιδας</i>» καταβροχθίζονται από την φλόγα, έτσι κι ο μοναχικός μας ήρωας ο Ισμαήλ παγιδεύεται μέσα σε μια δίνη γεγονότων όπου χάνει τον έλεγχο, και πνίγεται μέσα σ’ έναν ακατανόητο εφιάλτη. Δεν είναι λοιπόν τυχαία η τακτική αναφορά στα «<i>δεκάδες απελπισμένα ψυχάρια που έφερναν γύρες το φανάρι και φαίνονταν να θέλουν πολύ να καψαλιστούν</i>», άλλωστε τονίζεται αυτή η κεντρική αίσθηση στον τίτλο, που όπως επισημάναμε είναι το πρώτο τμήμα καρκινικής φράσης. Η ίδια φράση, επίσης, αποτελεί κατά κάποιον τρόπο την φράση-κλειδί στο μεγάλο αστυνομικού/νουάρ τύπου μυστήριο που εκτυλίσσεται σ’ αυτήν την πρωτότυπη -λιγοσέλιδη σχετικά- ιστορία του αγαπημένου συγγραφέα. <br /> Ο πρωταγωνιστής είναι ένας μοναχικός άντρας, με πολύ πονεμένο παρελθόν: ορφανός από μητέρα από τα 9 του χρόνια, αργεί ως παιδί να καταλάβει την ψυχική διαταραχή τού -φλαουτίστα-αντιγραφέα και επίδοξου μουσικού- πατέρα του, ο οποίος θεωρεί ένοχο τον γιο του για την απώλεια της γυναίκας του και τον φορτώνει ενοχές (<i>ένα παιδί 10 χρονών δεν μπορεί να καταλάβει αν ο πατέρας του σιγά σιγά τρελαίνεται. Το μόνο που αισθάνθηκε ο Ισμαήλ ήταν λύπη κι έβαλε τα κλάματα</i>). Όταν κλείνουν τον πατέρα στο ψυχιατρείο μετά από μια απόπειρα να… πυρπολήσει τον γιο του, τον Ισμαήλ τον αναλαμβάνει η Κοινωνική Πρόνοια και μεγαλώνει σ’ ένα διαμέρισμα με 4 «αδιάφορους συγκατοίκους» και τον επόπτη. Δεν μας δίνει ο συγγραφέας πολλές λεπτομέρειες απ’ αυτήν την ζοφερή περίοδο, παρά μόνο σαν καθοριστικό στοιχείο της διαμόρφωσης του χαρακτήρα του την επαφή με τον Σιμό, έναν διαβαστερό νεαρό που τον βάζει στην μαγεία της λογοτεχνίας και της ποίησης. Το «Μόμπι Ντικ», του οποίου η πρώτη φράση είναι «<i>Λέγε με Ισμαήλ</i>», γίνεται σημαδιακό και αποτελεί την απαρχή μιας άσβεστης αγάπης για τα γράμματα, για τη φιλολογία, για τις γλώσσες. Λύνει τον ομφάλιο λώρο πικρίας και ενοχών με τον πατέρα στην τελευταία συνάντηση μαζί του (στο τρελάδικο), πετάει οριστικά από πάνω του τις φιλοδοξίες του πατέρα του να γίνει μουσικός κι ετοιμάζεται να σπουδάσει στη Φιλοσοφική Σχολή, λατινικά και φιλολογία. <br /> Λίγα μαθήματα λατινικών και λογοτεχνίας πρόλαβε να κάνει σ’ ένα φροντιστήριο πριν τον διώξουν για τις «πρωτοποριακές» του μεθόδους, και στη συνέχεια, μετά από περίοδο πόνου και ταπείνωσης, κι αφού πέρασε μια μοναχική περίοδο κάνοντας ιδιαίτερα μαθήματα, έγινε δεκτός στο Λύκειο Καρνέρ. Τότε είναι που γνωρίζει την Λεό, μια παλιά του συμμαθήτρια που τον αναγνώρισε, κι από τη χρονική αυτή στιγμή μπορούμε να πούμε ότι ξεκινά η περιπέτεια, η μεγάλη περιπέτεια που μας αφηγείται ο Καμπρέ. <br /> Η Λεό, που κρύβει κι αυτή μεγάλους καημούς (<i>Ist dies etwa der tod? Αυτό λοιπόν είναι ο θάνατος;</i>), μπαίνει αποφασιστικά στην ζωή του παραιτημένου και παθητικού Ισμαήλ, τον φροντίζει, τον καθαρίζει, του μαγειρεύει. Οι δύο πονεμένες ψυχές μοιράζονται τα πάθη τους, δένονται μεταξύ τους και αγαπιούνται βαθιά, χωρίς ωστόσο να προλάβουν να έχουν ερωτική επαφή. <br /><div style="text-align: center;"><b><i>Μας καταβροχθίζει η φωτιά</i></b></div><div style="text-align: center;">ή αλλιώς, η δίνη μιας ακατανόητης μοίρας</div> Η φωτιά που θα καταπιεί τον Ισμαήλ έχει τις ρίζες της στην υποτιθέμενη τυχαία συνάντησή του με τον Τομέου, έναν παλιό μαθητή του, που τον βλέπει στον δρόμο και τον παροτρύνει με επιμονή να πάει μαζί του σ’ ένα συμπόσιο για πολύγλωσσους, που σίγουρα θα ενδιέφερε τον γλωσσομαθή ήρωά μας (<i>κι ο πανύβλακας αυτός μπήκε στο αυτοκίνητο, ξεχνώντας εντελώς το ψωμί. Και τότε ξεκίνησαν όλα</i>). Μετά απ’ αυτό το ασήμαντο περιστατικό, ο αναγνώστης βλέπει τον Ισμαήλ να ξυπνά στο νοσοκομείο, χωρίς να θυμάται το παραμικρό, χωρίς κανένα στοιχείο ταυτότητας και φυσικά, χωρίς να έχει ιδέα τι έχει συμβεί. Το ασύμμετρο παιχνίδι που ακολουθεί, μεταξύ χρόνου, μνήμης και ταυτότητας είναι κι αυτό που αποτελεί τον πυρήνα του έργου (<i>γιατί να μην υπάρχει ένα βέλος της μνήμης που να πηγαίνει ανάποδα, ώστε αντί να θυμόμαστε τότε που ήμασταν μικρά και ανυπεράσπιστα γουρουνάκια, να θυμόμαστε πράγματα που δεν έχουμε ζήσει ακόμα;</i>) <br /> Από το σημείο αυτό της πλοκής αρχίζει και μια παράλληλη αφήγηση (με τον συνήθη αντιστικτικό και χωρίς προετοιμασία τρόπο του Καμπρέ) όπου πρωταγωνιστούν ένα θηλυκό… αγριογούρουνο, η Λόττα, μάνα με πέντε παιδιά, εκ των οποίων το τελευταίο, ο Καπρέτ, που είναι και το πιο αδύναμο, ακολουθεί την δική του ανεξάρτητη πορεία. Κάποια στιγμή αντιλαμβανόμαστε την αναλογία που κάνει ο συγγραφέας ανάμεσα στον Ισμαήλ και στον Καπρέτ, ενώ οι δυο ιστορίες συναντιούνται με παράδοξο τρόπο. Προσωπικά δυσανασχετούσα όταν η ανάγνωσή μου έφτανε στην αφήγηση που αφορούσε τη Λόττα και τα παιδιά της, νομίζω ότι θα μπορούσαν να παραλειφθούν τελείως ή να συντομεύσουν. Το εύρημα αυτό είναι κατά τη γνώμη μου εξεζητημένο και περιττό, κάπως τραβηγμένο και το μόνο που ίσως προσθέτει στην όλη σύλληψη, είναι μια πινελιά ζωώδους υποταγής σε μια ανεξέλεγκτη μοίρα, κάτι που υποβάλλεται σαφώς και με το μοτίβο φωτιά-ψυχάρι. <br /> Παρακολουθούμε με πολλές λεπτομέρειες τις θύμισες που αρχίζουν να αχνοφέγγουν στην συνείδηση του Ισμαήλ, με τη βοήθεια κάποιων περίεργων γιατρών/νοσοκόμων (<i>όταν ήμουν μικρός δεν ήμουν ιδιαίτερα ευτυχισμένος, μάλλον καθόλου/ να με λέτε Ισμαήλ</i>), ενώ καθώς επανέρχεται σιγά και σταδιακά η μνήμη του, μας ξεδιπλώνεται μια απίστευτη ιστορία στην οποία ενεπλάκη ο Ισμαήλ, άθελά του, ένα έγκλημα -ληστεία και δολοφονία- στο οποίο τον χρησιμοποίησαν με εκβιασμό αξιοποιώντας τις γνώσεις του γαλλικών και λατινικών! <br /> Η θολή μνήμη κάποια στιγμή τού δίνει επαρκή στοιχεία για να καταλάβει ότι πρόκειται για παγίδα (<i>ο Ισμαήλ ήταν ένας ναυαγός, δίχως παρελθόν, δίχως μαδέρι για να κρατηθεί μέσα στη θαλασσοταραχή (…) αυτό που περισσότερο τον τρόμαζε ήταν ότι αγνοούσε εντελώς το πλαίσιο</i>), ότι ο χώρος στον οποίο βρισκόταν δεν ήταν νοσοκομείο (<i>πανικός· φόβος πραγματικός, γιατί τώρα αισθανόταν εντελώς χαμένος</i>). Το σκάει λοιπόν ημίγυμνος με τον ορό στο χέρι για να ζητήσει την βοήθεια της πρώτης γυναίκας που συνάντησε στον δρόμο, σαν <i>μπάμπουρας που λαχταρά τη λάμψη τη φλόγας</i>. Η γυναίκα δέχεται, τον φιλοξενεί στο σπίτι της, γνωρίζονται σιγά σιγά, τον βοηθά σαν γιατρός/ψυχολόγος να στοιχειοθετήσει τα ίχνη των αναμνήσεών του. Είναι αριστοτεχνικά δομημένοι οι διάλογοι δύο ανθρώπων που «συναντιούνται» σε τέτοιες συνθήκες και γνωρίζονται σιγά σιγά όλο και καλύτερα. <br /> Η μνήμη επανέρχεται λοιπόν αμείλικτη, για να αποκαλύψει τις συνθήκες κάτω από τις οποίες βρέθηκε σε κατάσταση αμνησίας ο Ισμαήλ, και να του δημιουργήσει καινούργια ερωτηματικά (<i>θα ήθελα να μάθω γιατί με βοηθάς</i>). Οι απαντήσεις δίνονται σε μια πλοκή αστυνομικού μυστηρίου (<i>τι ήταν εκείνο το δύσκολο που έπρεπε να θυμηθείς, Ισμαήλ;</i>) κι ο τρόμος που γεμίζει την ψυχή του Ισμαήλ όταν ανακαλεί όλα τα γεγονότα τού καίει την ψυχή, όπως καίγεται το ψυχάρι στην φωτιά που τον καταβροχθίζει. <i>Ο πιο τρομακτικός εφιάλτης του είχε γίνει πραγματικότητα</i>.<div style="text-align: right;">Χριστίνα Παπαγγελή</div>Χριστίνα Παπαγγελήhttp://www.blogger.com/profile/16375943334890543341noreply@blogger.com0