Πρόκειται για δυο πολύ παράξενες ιστορίες, σχεδόν επιστημονικής φαντασίας (στο οπισθόφυλλο παρουσιάζονται ως «μεταφυσικές», δεν θα συμφωνήσω), εξωπραγματικές ως προς το χωρο-χρόνο, που έχουν ως κοινό θέμα τους παράλληλους κόσμους, και τη «γραφή», έμμεσα δηλαδή τη μνήμη. Ο συγγραφέας για άλλη μια φορά παίζει μ’ αυτό που νοούμε ως «πραγματικότητα», δείχνοντας τη ρευστότητα της ταυτότητάς μας όταν αυτή δοκιμάζεται στο χώρο και στο χρόνο. Αυτό όμως που τις συνδέει πιο βαθιά είναι το απαράμιλλο, συναρπαστικό και μοναδικό ύφος του Πολ Όστερ, που μεταφέρει την πλοκή με άνεση από το ένα επίπεδο στο άλλο, απ’ τον έναν κόσμο στον άλλον, ενώ κατά το συνήθειο του συγγραφέα εγκιβωτίζονται κι άλλες δελεαστικές ιστορίες, μικρές ή μεγάλες, με ποικίλα τεχνάσματα. Αυτήν την εναλλαγή δεν θα την ονόμαζα "μεταφυσική"αλλά δίνει αυτήν την αίσθηση γιατί εμπεριέχει μεταμοντέρνα στοιχεία (π.χ. αυτοαναφορικότητα, μετατόπιση του νοήματος, έμφαση στο τυχαίο, αναζήτηση περιεχομένου εννοιών, έμφαση στο μετέωρο, στην απροσδιοριστία, θάνατος του συγγραφέα κ.α.).
Και το θέμα όμως, κοινό στις δυο περιπτώσεις, ανιχνεύει το μήνυμα του μεταμοντερνισμού: η μνήμη/γραφή φτιάχνει τον κόσμο. Πρωταγωνιστής του κόσμου είναι η αφήγηση, η γραφή, η γλώσσα.
Ταξίδια στο σκριπτόριo
Με το που κλείνει τα
μάτια, βλέπει τα σκιώδη πλάσματα να παρελαύνουν στο κεφάλι του.
Είναι μια μεγάλη,
υποφωτισμένη πομπή από δεκάδες, αν όχι εκατοντάδες, φιγούρες
Ένας γέρος που πάσχει από
αμνησία, με προφανώς πολύ βεβαρημένο παρελθόν είναι κλεισμένος σε μια κάμαρα
που παρακολουθείται με κάμερες και μικρόφωνα μέρα-νύχτα. Είναι ο κος Μπλανκ
(καθόλου τυχαίο το όνομα), και φαίνεται ότι υπάρχει ένα κεντρικό σχέδιο να τον
κάνουν να ξαναβρεί τη μνήμη του: μια σειρά από φωτογραφίες στο γραφείο, ένα
μισοτελειωμένο χειρόγραφο κάποιου κρατούμενου, φάρμακα πρωί βράδυ, τηλεφωνικές
κλήσεις αλλά κυρίως επισκέψεις από πρόσωπα που αποδεικνύεται ότι έχουν σχέση με
τη ζωή που έχει ξεχάσει∙ όλ’ αυτά τού απλώνουν νήματα σύνδεσης με το παρελθόν
του (η εξαιρετική παρουσίαση της Ελένης Γκίκα αποκαλύπτει ότι οι επισκέπτες
είναι λογοτεχνικοί «ήρωες» από άλλα έργα του Όστερ). Μια μνήμη που «πονάει»,
μια μνήμη που αποφεύγει τις ενοχές, εφόσον γρήγορα καταλαβαίνει κι ο αναγνώστης
ότι πρόκειται για κάποιον που έστελνε εκατοντάδες άλλους ανθρώπους σε
αποστολές, όπου έβρισκαν φρικτό θάνατο (Σου
έχω κάνει κάτι φρικτό. Δεν ξέρω τι είναι, όμως κάτι φρικτό, κάτι απερίγραπτο…
ασυγχώρητο).
Παράλληλα, στο χειρόγραφο που
διαβάζει ο κος Μπλανκ, παρακολουθούμε μια άλλη ιστορία, την εξομολόγηση του
φυλακισμένου Σ. Γκραφ, λοχαγού που προσελήφθη στο Γραφείο πληροφοριών στους «Πολέμους των
Νοτιοανατολικών Συνόρων» (όροι και τοπωνύμια φανταστικά, με καθαρό
συμβολισμό βέβαια: «Ξένα Εδάφη», «Γλωσσικοί πόλεμοι», «ανεξάρτητες κοινότητες»,
«Πρωτόγονοι», ανταρσία στις δυτικές επαρχίες κλπ κλπ., ενώ ο ανώτερος πολιτικός
σχηματισμός, ας πούμε το κράτος στον οποίο ανήκει ο Γκραφ είναι η
«Συνομοσπονδία»).
Όπως και στο δεύτερο αφήγημα,
ο Πολ Όστερ επιβραδύνει τον χρόνο δίνοντας με εξαιρετικά λεπτομερή τρόπο την
καθημερινότητα του ήρωα, την προσπάθεια που καταβάλλει για να σηκωθεί ή να
μετακινηθεί με την καρέκλα, τη σωματική προσπάθεια να εξυπηρετηθεί, να πάει
τουαλέτα, να ντυθεί κλπ κλπ. Λικνίζεται με τις ώρες κυλώντας σε μια από τις μονότονες καταληπτικές φάσεις κατά τις οποίες ο
νους αδειάζει από κάθε σκέψη, κάθε συναίσθημα, κάθε σύνδεση με τον εαυτό, παγιδευμένος στον ερπετοειδή του λήθαργο. Από
τους επισκέπτες (ένας πρώην αστυνομικός, ένας γιατρός, κ.α.) οι δυο γυναίκες
(εκ των οποίων η μία αποδεικνύεται ότι είχε έντονη σχέση μαζί του) είναι καλές,
τρυφερές, δοτικές. Τον πλένουν, τον φροντίζουν και του ικανοποιούν μέχρι και μέχρις ενός σημείου τουλάχιστον τις…
σεξουαλικές επιθυμίες. Καθώς παραδίδεται στην περιποίηση και την ευγενική έως
θερμή συμπεριφορά της Άννας και της Σοφίας, αρχίζει σιγά σιγά να ανακτά κάποιες
εικόνες απ’ το παρελθόν, πρώτα- πρώτα τα παιδικά χρόνια (την πρώτη φορά που
έπιασε κορίτσι από το χέρι, κι όταν του φίλησε του είπε «μην είσαι βλάκας»), τα
άπειρα ξενοδοχεία και τα ταξίδια που έκανε, το κοριτσάκι που κρατούσε στα χέρια
(που αναρωτιέται τώρα μήπως είναι η Άννα).
Καθώς οι αισθήσεις και η
νοημοσύνη του κου Μπλανκ αρχίζουν και λειτουργούν καλύτερα, τα φασματικά όντα που έχουν χωθεί στο κεφάλι του έχουν μεταμορφωθεί σε ζωντανά
φαντάσματα, ασώματες ψυχές επιστρατευμένες να εισβάλουν στο δωματιάκι του και
να προκαλέσουν όσο περισσότερο χάος γίνεται. Όσο όμως περνάει ο καιρός και καθαρίζει η
ομίχλη της μνήμης, βυθίζεται με ενδιαφέρον στην ιστορία του χειρογράφου, που
είναι ήδη μπλεγμένη (αποστολή του κου Σ. Γκραφ να βρει τον διπλό κατάσκοπο
Λαντ, προσωπικό κίνητρο γιατί υποπτεύεται ότι η εξαφάνιση της γυναίκας και της
κόρης του σχετίζεται με τον Λαντ, ανταρσία, προδοσίες, σφαγμένοι ιθαγενείς
κλπ).
Το εύρημα εδώ του συγγραφέα
είναι ότι εξαναγκάζουν τον κο Μπλανκ, που ήδη η ιστορία τον έχει συνεπάρει, να
συνεχίσει Ο ΙΔΙΟΣ την αφήγηση από ένα σημείο και μετά («άσκηση στη δημιουργική λογική»), είναι όλα δηλαδή μέρος της αγωγής
, ίσως και της ομολογίας των εγκλημάτων. Ο κος Μπλανκ που έχει ενθουσιαστεί, έχει
ήδη τσιμπήσει το δόλωμα και δίνει μια αξιοπρεπέστατη αλλά κι ευφάνταστη
συνέχεια στην πλοκή, που όπως υποθέτει ο αναγνώστης, τηρουμένων των αναλογιών,
την αντλεί από τα πραγματικά γεγονότα που έζησε (π.χ. «τι καλύτερος τρόπος να ενώσεις τον λαό από το να επινοήσεις έναν κοινό
εχθρό και ν’ αρχίσεις πόλεμο;»). Ή έτσι τέλος πάντων αφήνει να εννοηθεί ο
συγγραφέας, καθώς η εκδοχή αυτή αιωρείται στον αέρα. Γιατί όλο αυτό το σκάλισμα
της μνήμης και της φαντασίας ανασύρει εικόνες και σκηνές για τις οποίες, όπως
αποκαλύπτει προς το τέλος ο δικηγόρος του Μπλανκ, τον περιμένει πολύ φρικτή
τιμωρία…
Πρόκειται γα ένα μελλοντικό
πλάνο εξαναγκασμού των εγκληματιών να θυμηθούν τα εγκλήματά τους και να
«ομολογήσουν»; Η υπόθεση θυμίζει τους ατιμώρητους εγκληματίες πολέμου, που,
μετά 30 χρόνια δεν έχει καν νόημα να δικαστούν και να εκτίσουν ποινή… έχουν ήδη
ξεχάσει τη βαρύτητα των πράξεών τους, έχουν ήδη «ξεμωραθεί».
Γιατί το τελευταίο εύρημα του συγγραφέα θα…. εξαντλήσει τον ήρωά μας: το χειρόγραφο που έρχεται τώρα στα χέρια του ήρωά μας (παρεμπιπτόντως λέγεται «Ταξίδια στο σκριπτόριο») είναι ακριβώς η ιστορία που διαβάσαμε, από την αρχή. Έτσι υπάρχει μια αέναη κυκλική αφήγηση που θυμίζει την παραδοξότητα της ζωγραφικής του M.C. Escher.
Όμως ο συγγραφέας, παίρνοντας τον ρόλο του αποτιμητή δικαιοσύνης και του τιμωρού, δείχνει έλεος για τον κο Μπλανκ αφήνοντάς τον στο δωμάτιο, όχι ως μορφή τιμωρίας αλλά ως πράξη υπέρτατης δικαιοσύνη και συμπόνιας, γιατί,
δεν γίνεται να εξαφανιστεί ποτέ, να είναι κάτι άλλο
παρά οι λέξεις που γράφω στη σελίδα του.
Άνθρωπος στο σκοτάδι
Δεν υπάρχει μία και
μοναδική πραγματικότητα, Δεκανέα.
Υπάρχουν πολλές πραγματικότητες.
Δεν υπάρχει ένας και μοναδικός κόσμος.
Υπάρχουν πολλοί κόσμοι, κι
όλοι τρέχουν παράλληλα
ο ένας με τον άλλον,
κόσμοι και αντίθετοι κόσμοι, κόσμοι και σκιώδεις κόσμοι,
και κάθε κόσμο τον
φαντάζεται ή τον ονειρεύεται
ή τον γράφει κάποιος σ’
έναν άλλον κόσμο.
Κάθε κόσμος είναι
δημιούργημα ενός νου.
Κι εδώ ο ήρωας και αφηγητής
είναι ένας ηλικιωμένος κύριος, ο Όγκαστ Μπριλ, που έχει πρόβλημα μετακίνησης
(τραυματισμένο πόδι από τρακάρισμα), υποφέρει από αϋπνίες και γράφει ιστορίες. Οι
ατέλειωτες ώρες και η επιβραδυντική αφήγηση που εστιάζει στις σωματικές ανάγκες
είναι ακόμα ένα κοινό στοιχείο με την προηγούμενη νουβέλα. Είναι η μοναξιά, που
αμβλύνει τον χρόνο, τον κάνει να σέρνεται μαζί με όλες τις μικροκινήσεις που
τον συνοδεύουν, κι όλο αυτό δημιουργεί μια ατμόσφαιρα στοχασμού και
αναστοχασμού. Γιατί ο Μπριλ είναι συγγραφέας και σ’ αυτή τη φάση της ζωής του σκέπτεται μια ιστορία, μια ιστορία που παρακολουθούμε
εναλλάξ με την προσωπική του εξομολογητική αφήγηση (πώς να σταματήσεις τον νου απ’ το να τρέξει όπου θέλει να πάει; Ο νους
κάνει ό, τι τον κατεβάσει ο νους του).
Οι οικογενειακές τραγωδίες
(θάνατος της γυναίκας του, χωρισμός της κόρης και βάναυση δολοφονία του
συντρόφου της εγγονής του) έχει φέρει τον Όγκαστ κοντά με τη Μύριαμ (κόρη) αλλά
κυρίως με την εγγονή (Κάτια), με τις οποίες ζει μαζί σε μια σχέση τρυφερότητας
και στοργής. Ιδιαίτερα η Κάτια, αποτραβηγμένη από τη ζωή λόγω σκληρού πένθους,
καταφεύγει στον παππού με τον οποίο βλέπει ταινίες (ο Όστερ βρίσκει την
ευκαιρία να παρουσιάσει, να σχολιάσει, να ερμηνεύσει διάφορες ταινίες με την
αγαπημένη του τεχνική του εγκιβωτισμού, στην οποία είναι μάστορας γιατί πάντοτε η παρένθετη ιστορία
συνδέεται με τον κύριο κορμό της αφήγησης, και δεν κουράζει, αντίθετα εξάπτει τη φαντασία).
Έτσι, έχουμε πολλές, μικρές και μεγάλες ιστορίες που
παρεμβάλλονται και προβάλλουν διαφορετικά θέματα (π.χ. η ταινία του Όζου «Τόκιο
στόρυ», το θέμα της εργασίας της κόρης του πάνω στη ζωή της Ρόζας Χόθορν, κ.α.)
. Όμως η αναφορά σε «παράλληλους κόσμους» γίνεται τελείως ξεκάθαρη στην παράλληλη ιστορία που ξεδιπλώνει
ο Όγκαστ Μπριλ τις ώρες τις δύσκολες, της
αϋπνίας, όταν γίνεται ο «άνθρωπος στο σκοτάδι»:
Τοποθετεί αρχικά τον ήρωά του,
Μπρικ, σ’ έναν… λάκκο. Δεν ξέρει πώς βρέθηκε εκεί, πού βρίσκεται στον χώρο και
στον χρόνο (αγαπημένη κι αυτή η ψυχική κατάσταση στον Όστερ). Βήμα βήμα ιχνηλατεί
τον κόσμο, για ν’ ανακαλύψει αργά και βασανιστικά ότι γύρω του μαίνεται
εμφύλιος, κι ότι όχι μόνο δεν ζει στην Αμερική που ξέρει (π.χ. κάποιες
πολιτείες έχουν αποσχιστεί, δεν έχουν πέσει οι Δίδυμοι Πύργοι, η Ν.Υ.
βομβαρδίζεται, 1,5 εκ. νεκροί κλπ) αλλά του αναθέτουν αποστολή να… σκοτώσει τον Όγκαστ Μπριλ (Δολοφόνος; Μάλιστα, δολοφόνος! Μα εγώ
προτιμώ τη λέξη απελευθερωτής, ή ειρηνοποιός)!!! Και γιατί πρέπει να
πεθάνει; Γιατί ο πόλεμος είναι δικός του.
Αυτός τον επινόησε, και ό,τι συμβαίνει ή πρόκειται να συμβεί είναι μέσα στο
μυαλό του. Βγάλε απ’ τη μέση αυτό το μυαλό, και ο πόλεμος σταματά. Τόσο απλό.
Οι δυο κόσμοι μπλέκονται,
εφόσον οι ιθύνοντες του Μπρικ, τον επαναφέρουν στον πρώτο κόσμο, με προθεσμία ενός
μηνός να φέρει σε πέρας την αποστολή του. Παρακολουθούμε τη δυσπιστία της γυναίκας
του, την εσωτερική του σύγκρουση (δεν μπορεί να σκοτώσει) τους τρόπους που
μηχανεύεται να αποφύγει τη διαταγή (βαθιά
μέσα του ξέρει ότι έχει μολυνθεί από την επίσκεψή του στον άλλο κόσμο και ότι
αργά ή γρήγορα όλα θα τελειώσουν). Φτάνουν μάλιστα στο σημείο, ο Μπρικ και
η γυναίκα του να ανοίξουν τον υπολογιστή για να βρουν στοιχεία του Όγκαστ Μπριλ,
ο οποίος μας εκμυστηρεύεται: «φαίνεται σημαντικό
να με γνωρίσει λίγο ο ήρωάς μου».
Δεν είναι σκόπιμο να ξετυλίξω σ’ αυτήν την παρουσίαση όλο το κουβάρι της παραδοξότητας (που πάλι θυμίζει πίνακα του Escher), αλλά ο συγγραφέας με τη μεταμοντέρνα του γραφή και με αφορμή τον κλοιό που σφίγγει τους δύο του ήρωες, μάς δίνει εξαιρετικές σελίδες για τον φόβο, τον θάνατο, το υπαρξιακό σκοτάδι που περιβάλλει τον Όγκαστ Μπριλ (όσο η εβένινη νύχτα που με περιβάλλει) καθώς σιγά σιγά αναστοχάζεται την τραγωδία της εγγονής του που πιστεύει ότι έσπρωξε τον φίλο της Τάιτους σε φρικτό θάνατο, τη δική του σχέση με τον Τάιτους, τη σχέση του με τη Σόνια (γυναίκα του), κυρίως όμως τη σχέση του με τη γραφή, εντέλει με τη ζωή.
Καθώς ο κόσμος ο παράξενος γυρίζει.
Χριστίνα Παπαγγελή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου