Μεσ’ απ’ τον έρωτα ο άνθρωπος αγγίζει τη μέθη της ζωής και την αγιοσύνη
Τη δύσκολη εποχή της Α΄φάσης της εικονομαχίας (726-787)[1] και λίγα χρόνια μετά (μέχρι το 796) διάλεξε ο Γιάννης Καλπούζος για να ξετυλίξει ένα πλούσιο ιστορικό μυθιστόρημα, ιδιαίτερα ελκυστικό για όσους αγαπούν την ιστορία και την -υποθετική πάντα- αναπαράστασή της στις καθημερινές λεπτομέρειες. Με σεβασμό στο ιστορικό πλαίσιο, οι ήρωες είναι μεν αληθοφανείς για την εποχή (καλά, τόσο εξωπραγματικό για τα σύγχρονα δεδομένα!) αλλά σαφώς είναι πρόσωπα μυθιστορηματικά. Η μυθιστορηματική πλοκή βέβαια μπορεί να μοιάζει ακραία, έχει όμως αρχή, μέση, τέλος χωρίς να αφήνει ερωτηματικά ή μισοτελειωμένες ιστορίες∙ πιστός στο πνεύμα της εποχής, ο συγγραφέας αποδίδει «δικαιοσύνη» σύμφωνα με τα πεπραγμένα κάθε ήρωα (τα «βυζαντινά αμαρτήματα» που λέει κι ο τίτλος) και η ουσία είναι ότι μεταφέρει τον μέσο αναγνώστη -πάντα κατά το δυνατόν- στην ατμόσφαιρα μιας άλλης εποχής, ενός άλλου πολιτισμού. Και λέγοντας «μέσο» αναγνώστη, εννοώ τον αναγνώστη που αναζητά περισσότερο την απόλαυση του κειμένου (χωρίς ωστόσο να διαστρεβλώνονται τα ιστορικά στοιχεία), κι όχι τόσο την ιστορική ακριβολογία που απαιτεί η επιστήμη. Έτσι, προς διευκόλυνση, ο Καλπούζος διατηρεί το σημερινό χρονολογικό σύστημα, τα σημερινά μέτρα και σταθμά, ενώ διευκρινίζει κάποιους βυζαντινούς όρους δίνοντας τη σημερινή αντίστοιχη ονομασία.
Όπως και σε άλλα του βιβλία
(Ιμαρέτ, Εις τάν πόλιν, Σέρρα), ο συγγραφέας μπαίνει στην καρδιά της εποχής
όπου τοποθετεί την πλοκή, συγκεκριμένα εδώ της βυζαντινής, διαλέγοντας ήρωες
των οποίων ο ρόλος είναι καθοριστικός στην πορεία των γεγονότων , αλλά και
χαρακτηριστικός της ιστορικής συγκυρίας. Η βυζαντινή εποχή, συγκεκριμένα ο 8ος
αιώνας μ.Χ. είναι μια δύσκολη περίοδος για να έχει κανείς εποπτεία του όλου. Οι
ανθρώπινοι τύποι και χαρακτήρες αλληλοπλέκονται
δίνοντας μια σύνθετη εικόνα απ’ όλο το κοινωνικό φάσμα της εποχής:
εικονολάτρες, εικονομάχοι, βασιλικοί, δούλοι και σκλάβοι από σκλαβοπάζαρα, συνωμότες,
πόρνες, μοναχοί, στυλίτες, προδότες, «μιμάδες» και «ορχηστρίδες» (ηθοποιοί και
χορεύτριες) κ.α. Και οι περισσότεροι απ’ αυτούς δεν παρελαύνουν απλώς, αλλά
ψυχογραφούνται με όλα τους τα πάθη, τις επιθυμίες, τις αδυναμίες, μικρές και
μεγάλες αμαρτίες∙ τιμωρούνται/αυτοτιμωρούνται
ή ανταμείβονται.
Η πρώτη σκηνή του βιβλίου,
βάζει τον αναγνώστη κατευθείαν στο κλίμα του θρησκευτικού και δογματικού
φανατισμού της εποχής αλλά και σε περιέργεια. Οι δυο από τους τρεις
πρωταγωνιστές, η Λυγινή και ο Υάκινθος, έχουν συρθεί από τα μοναστήρια όπου ο καθένας
είχε καταφύγει για δικούς του λόγους, διαπομπεύονται ως εικονόφιλοι μοναχοί
στον Ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης και αναγκάζονται να παντρευτούν με
πολιτικό γάμο παρά τη θέλησή τους, μαζί με άλλα 200 περίπου ζευγάρια καλόγερων και καλογριών. Ήδη έχει
υπογραφεί η σύνοδος της Ιέρειας το754 μ.Χ που απαγορεύει τη λατρεία των εικόνων
και πυροδοτεί το μυστικό κίνημα των εικονομάχων, που συσπειρώνονται σε μυστικές
οργανώσεις και τιμωρούν ανελέητα όποιον παραβιάζει το νόμο.
Σε μια τέτοια μυστική
οργάνωση δέκα ατόμων, τους «10 λέοντες» με αρχηγό τον πατρίκιο Φωκά, ανήκει κι
ο Ροδανός, ο τρίτος πρωταγωνιστής, που επιπλέον κατέχει το «Ιερόν Στιχάριον»,
ένα ιερό κειμήλιο που προέρχεται από τα χρόνια του Χριστού και θα ήταν πολύτιμο
τεκμήριο για τους εικονολάτρες. Επομένως ένα από τα ιερά καθήκοντα των «10
λεόντων», είναι να κρύψουν από τους εικονολάτρες αλλά και να διαφυλάξουν το
Ιερόν Στιχάριον, εφόσον έχει απαράμιλλη ιερή αξία. Γενικότερα όμως, υπηρετούν
την πολιτική του Λέοντα Γ΄ γιατί «οι
εικόνες αποτελούν το πρόσχημα στην προσπάθεια να ισχυροποιήσουμε την πατρίδα
και να βελτιώσουμε τις συνθήκες ζωής των υπηκόων της».
Το ιστορικό πλαίσιο, ξεκινάει από την εποχή του εικονομάχου Κωνσταντίνου του Ε΄ του Κοπρώνυμου (γιου του πρώτου εικονομάχου Λέοντα του Γ΄), κυριαρχείται όμως από τα έργα και τις ημέρες της κρυφά εικονόφιλης Ειρήνης της Αθηναίας[2] («Σαρανταπήχαινας», γνωστής για την αναστήλωση των εικόνων), ορφανής που μεγάλωσε στην Αθήνα, της οποίας παρακολουθούμε ως φόντο την πορεία, από την εποχή που διαγωνίστηκε -σε εξυπνάδα και ομορφιά- για να γίνει σύζυγος του Λέοντα του Δ΄ το 769 και να βασιλεύσει άλλοτε σαν αυτοκράτειρα άλλοτε σαν αντιβασιλέας μέχρι την μονοκρατορία που επέβαλε και την αναστήλωση των εικόνων στη Νίκαια της Βιθυνίας το 787 μ.Χ. Παρακολουθούμε επίσης έμμεσα τις απειλές και τους πολέμους που διεξήγε σ’ αυτό το διάστημα η αυτοκρατορία ενάντια στους εχθρούς- γείτονές της (Βούλγαρους, Σλάβους, Άραβες). Μια περίοδος γεμάτη μυστικά, δολοπλοκίες και σκευωρίες για το ποιος θα επικρατήσει. Άλλωστε ο χώρος είναι άλλοτε η Κωνσταντινούπολη κι άλλοτε η Αθήνα, κι έτσι έχουμε την ευκαιρία να ξεναγηθούμε στον χώρο και στον χρόνο, στις δυο αυτές σημαντικές της εποχής πόλεις. Παράλληλα, βλέπουμε τις απίστευτες κοινωνικές διαφορές, τη φτώχεια και τη μιζέρια δίπλα στα αξιώματα και τον πλούτο (συνάμα αντίκριζαν το σμάρι της φτωχολογιάς με μπαλωμένα ιμάτια, βρόμικα, ξεσχισμένα, κοντά, που άφηναν γυμνά τα καλάμια τους,/πολλοί άντρες πορεύονταν ξυπόλυτοι και ξεσκούφωτοι κλπ κλπ) , τους τρόπους διασκέδασης, τα παιχνίδια τους, τα… μπουρδέλα τους («μιμαρεία»), τους απίστευτους τρόπους διαπόμπευσης των μοιχαλίδων (κόψιμο μύτη, αφορισμός, διαπόμπευση στην αγορά, ακόμα και θάνατος), ενώ επιτρέπεται θεσμικά ο γάμος του άντρα με πολλές γυναίκες (παλλακεία).
Τρεις είναι οι βασικοί άξονες γύρω από τους οποίους
περιστρέφεται η πλοκή: η μοναχική ζωή του Υάκινθου που για λόγους δικούς του
αποφασίζει να ζήσει στην αρχή ως «πυλίτης» στην Πύλη του Αδριανού και στη
συνέχεια ως «στυλίτης», απαρνούμενος κάθε τι το εγκόσμιο (και, περνώντας από τα
χίλια μύρια κύματα αγιάζει)∙ ο μοιραίος και καταλυτικός έρωτας της -παντρεμένης
με τον Υάκινθο, Λυγινής με τον Ροδανό, που ενδίδει αμέσως στα θέλγητρα του
Ροδανού εφόσον με τον Υάκινθο ζουν ως «συνείσακτοι» ∙ και τέλος, η μυστική δράση
της ομάδας των 10 λεόντων όπου ο Ροδανός έχει πρωτεύουσα θέση ως κάτοχος του
«Ιερού Στιχαρίου». Κι ο μεν έρωτας είναι τόσο θυελλώδης που οδηγεί τη Λυγινή σε
πολλαπλά «βυζαντινά αμαρτήματα», να μοιχεύσει, να γεννήσει και να εγκαταλείψει
το παιδί της μέχρι και να συνοδεύσει στον πόλεμο τον Ροδανό υποδυόμενη τον
άντρα, μέχρι και να εκπορνευτεί όταν
εκείνος την έδιωξε κλπ κλπ («κούρβα», «πολιτική», «σκηνική»), ενώ ο Ροδανός
ασυγκράτητος εραστής αλλά και πολεμιστής (κατ’
εμέ ο άντρας είναι γεννημένος για τον πόλεμο, να μεθά στις φωτιές των κορμιών
των γυναικών και να χορεύει λεβέντικους χορούς), βουτάει σε όλες τις
αμαρτίες (φόνο, βασανισμό, παλλακεία, προδοσία) θυσιάζει τα πάντα για την ιδέα
του για «την πατρίδα» με κόστος φρικτά βασανιστήρια από εκδίκηση, που του
αλλοιώνουν το πρόσωπο. Πλήγμα μοιραίο και ειρωνικό: ο άνθρωπος που μάχεται την εικονολατρία
με όλο του το είναι (και με αρκετά στιβαρά επιχειρήματα, δεδομένου ότι είχε
λάβει σπάνια μόρφωση), χάνει το
μεγαλύτερο πόλο έλξης του «εράν», το «οράν» («λάτρεψες την ομορφιά σου και συνάμα πολέμησες τις εικόνες. Εκείνες αναστηλώθηκαν ενώ η δική σου
καταστράφηκε…»/ «γκρεμίστηκε ο έσω
και ο έξω κόσμος μου. Η εξωτερική εικόνα υπέσκαψε την εσωτερική»/«ο
έρωτας πέθανε μαζί με το πρόσωπό μου. Εκ
του οράν το εράν»).
Ο φανατισμός, οι ίντριγκες,
οι τιμωρίες, τα μαστιγώματα, οι βασανισμοί και οι εκβιασμοί εκατέρωθεν (και από εικονομάχους και από εικονολάτρες)
εκδηλώνονται με αδιανόητο για τη σημερινή εποχή τρόπο: η τύφλωση είναι μέσα στα
πρώτα και πιο ανώδυνα μέτρα ποινής ή εξουδετέρωσης του εχθρού (μαθαίνουμε ότι η
μονοκρατόρισσα Ειρήνη τύφλωσε μέχρι και
τον γιο της αλλά και πάρα πολλά μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας τυφλώθηκαν
ως τιμωρία για την προσπάθεια σφετερισμού της εξουσίας). Γλωσσοκοπήσεις,
καυλοκοπήσεις, μαστιγώματα αλλά και
αποκεφαλισμοί είναι τρόποι εκδίκησης μέσα στο ημερήσιο πρόγραμμα, αλλά και
απίστευτα μαγικά φίλτρα, απίθανες δοκιμασίες και ιεροτελεστίες μύησης, κωδικοποιημένα
μηνύματα, φέρνουν τους ανθρώπους σε μυστικές συνεννοήσεις. Μέσα από τρομερά
νατουραλιστικές περιγραφές η φρίκη και η διαφθορά συμπλέκονται, με αποκορύφωμα τη
μυστική τελετή «μαγική λαμπάδα», στην οποία κατέφυγε ο Ροδανός για να
αποκαταστήσει τη χαμένη του ομορφιά.
Καθώς περνούν τα χρόνια κι οι
ήρωες ωριμάζουν, ο καθένας παίρνει το δρόμο του έχοντας αποκτήσει μεγαλύτερη
αυτοσυνειδησία και υπευθυνότητα. Δεν είναι τυχαίο που στις τελευταίες σελίδες
οι κύριοι ήρωες προβαίνουν σε εξομολογήσεις και αμοιβαίες συγνώμες από βάθους
καρδιάς, κλείνοντας μεγάλους κύκλους «βυζαντινών αμαρτημάτων». Κι ο Ροδανός, ο
πιο σκοτεινός και αποτρόπαιος, ο πιο παθιασμένος και ακραίος χαρακτήρας που βούτηξε σ’ όλα τα «αμαρτήματα» όπου μπορεί
να φτάσει η ανθρώπινη ψυχή, εκφράζει μια μεγάλη αλήθεια, που θαρρώ είναι και το
πιο βαθύ σημείο που μπορεί να φτάσει η ανθρώπινη συνείδηση για να αντέξει τα
σκοτάδια της ύπαρξης:
Μόνη ελπίδα σ’ ετούτη τη σύρραξη είναι να είσαι ολόφωτος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου