Τετάρτη, Νοεμβρίου 11, 2020

Οδηγίες για οικιακές βοηθούς, Lucia Berlin

Όταν η μυθοπλασία είναι τόσο εκρηκτική όσο η δική της, το αποτέλεσμα είναι ένα είδος ύμνου προς τον κόσμο. Μέσα από το έργο της, μια χαρούμενη ακτινοβολία στέλνει τη λάμψη της. Είναι ένα ανθρώπινο συνεχές, όπου ούτε στιγμή δεν περιστέλλονται η ανθρωπιά, ο χώρος, το φαγητό, οι μυρωδιές, το χρώμα, η γλώσσα. Ο κόσμος ιδωμένος σε όλη του την ασταμάτητη κίνηση, σε όλη του τη συγκλονιστική δυνατότητα να εκπλήσσει και να θέλγει.

(Από την εισαγωγή στο βιβλίο, του Stephen Emerson)

Τα παραπάνω λόγια του συγγραφέα και δημοσιογράφου Στέφεν Έμερσον, φίλου της Λουσία Μπερλίν, είναι νομίζω τα πιο κατάλληλα για να περιγράψουν το απαράμιλλα φωτεινό πνεύμα της Μπερλίν σ’ αυτή τη σειρά των 43 διηγημάτων. Μόνο που θα πρέπει να επισημανθεί ότι κάθε άλλο παρά χαρούμενα ή έστω συναρπαστικά είναι τα περιστατικά των ιστοριών της: βουτάει μέσα σε μια ζοφερή πραγματικότητα, στις πιο θολές και σκοτεινές καταστάσεις που μπορεί να συναντήσει κανείς στον σύγχρονο κόσμο -και μάλιστα σε Νέα Υόρκη, Τέξας, Μεξικό, Χιλή (τραυματική σχέση με μητέρα, μοναξιά, αναπηρία, κακοποίηση, αλκοολισμό, διαταραχή, αρρώστιες, αποβολή, έκτρωση, θάνατο αγαπημένου προσώπου), όμως η γραφή δεν είναι σκοτεινή και μεμψίμοιρη. Με μια αποστασιοποιημένη  ματιά, που φτάνει κάποιες φορές και το χιούμορ,  φωτίζει κάθε πτυχή, κάθε αρνητική στροφή της μοίρας  με την αγάπη, την ενσυναίσθηση, την καρτερικότητα, τον έρωτα για τη ροή της ζωής, που προφανώς τη διέκρινε και σαν άνθρωπο. Γιατί, αν διαβάσει κανείς το βιογραφικό της[1], θα καταλάβει ότι τα περισσότερα διηγήματα -που είναι μάλιστα σε πρωτοπρόσωπη γραφή-, είναι βιωματικά∙ αλλά όπως λέει και η ίδια, πρόκειται για μια πραγματικότητα που την μεταλλάσσει: «Μια μεταμόρφωση, όχι μια στρέβλωση της αλήθειας. Η ίδια η ιστορία γίνεται η αλήθεια, όχι μόνο για τον συγγραφέα, αλλά και για τον αναγνώστη. Σε κάθε καλό γραπτό, το συναρπαστικό δεν είναι η ταύτιση με μια κατάσταση, αλλά αυτή η αναγνώριση της αλήθειας».

Η Λουσία Μπερλίν λοιπόν, μέσα στα διηγήματα αυτά ξεδιπλώνει πολυποίκιλες εμπειρίες  (που πολλές απ’ αυτές είναι δικές της, όπως είπαμε), όπου οι ήρωες συχνά είναι ίδιοι, ενώ παραλλάσσει κάποιες φορές τα ονόματα ή τις καταστάσεις (παρόλ’ αυτά είναι αναγνωρίσιμα για τον προσεκτικό αναγνώστη), μεταστοιχειώνοντας κάθε φορά ακόμα και την πλήξη, τη μοναξιά, τον πόνο ή και τη βαθιά οδύνη, όχι ακριβώς σε χαρά, αλλά σε κατάφαση στη ζωή. Κορυφαίο παράδειγμα, η τελική αντιμετώπιση της ανέκαθεν απούσας (καθότι αριστοκράτισσας και αλκοολικής) μητέρας από τη ζωή της ίδιας και της αδερφής της: όταν στο κρεβάτι της ετοιμοθάνατης Σάλι ανασκοπούν με «διάθεση αναγνώρισης της αλήθειας» -δηλαδή με αγαπητική διάθεση-, την προσωπικότητα της μητέρας τους, μιας μητέρας που είχε αποκληρώσει και δεν μιλούσε στην κόρη της Σάλι για 7 χρόνια επειδή εκείνη παντρεύτηκε Μεξικανό, κλαίνε και γελούν καθώς αναθυμούνται πόσο ανυπόφορα σκληρή στάθηκε η μάνα τους.

Η ίδια κρύβεται πίσω απ΄ το όνομα Λου, Ντολορές, Καρλότα ή Μάγκι, ενώ σε πολλά διηγήματα εμφανίζεται η μικρότερη αδερφή η Σάλι, ο διαταραγμένος οδοντίατρος παππούς, η Μάμι (γιαγιά), τα τέσσερα αγόρια της (όχι πάντα με τα ίδια ονόματα), έρωτες και πάθη, ιστορίες από τα διάφορα επαγγέλματα που έκανε κατά καιρούς, βιώματα (δικά της ή άλλων) από τη ζωή  και τα αδιέξοδα των αλκοολικών, ανθρώπινοι τύποι που προφανώς γνώρισε μέσα από την πολυτάραχη πορεία της.

Καθώς το διάβαζα, αναρωτιόμουν γιατί η Μπερλίν έδωσε στη συλλογή των διηγημάτων αυτόν τον τίτλο. Το ομώνυμο διήγημα είναι βέβαια αξιόλογο, αλλά υπάρχουν άλλα πολύ πιο σημαδιακά. Γρήγορα όμως αντιλήφθηκα ότι εκφράζει ένα είδος «φιλοσοφίας» που περνάει μέσα από τη γραφή της: η συγγραφέας αφήνει «χώρο» στους «κομπάρσους» της ζωής, μάς δείχνει μ’ έναν τρόπο απαράμιλλο ότι κάποιοι σιωπηλοί «ρόλοι» μέσα στην καθημερινότητά μας έχουν μια μοναδική θέση απ’ όπου φιλτράρεται μια διαφορετική αλήθεια (αγαπώ τα σπίτια, όλα τα πράγματα που μου αποκαλύπτουν, κι αυτός είναι ένας από τους λόγους που δεν με πειράζει να δουλεύω καθαρίστρια, είναι σα να διαβάζω ένα βιβλίο. Καθαρίζω κυρίως άδεια σπίτια, όμως ακόμα και τα άδεια σπίτια κρύβουν ιστορίες, ενδείξεις). Η θέση της οικιακής βοηθού προσφέρει ευκαιρίες για καίριες παρατηρήσεις μέσα στις διαφορετικές διαδρομές των λεωφορείων σε διαφορετικές γειτονιές, μπορεί και "οσμίζεται" τα διαφορετικά κοινωνικά στάτους. Οι «οδηγίες» είναι οδηγίες πλεύσης μέσα σε ένα χάος ανισοτήτων:  κάντε τες να πιστέψουν πως είστε σχολαστικές/ είμαι ο μόνος άνθρωπος που έχει για να πει δυο λόγια/οι οικιακές βοηθοί κλέβουν-είναι η περίσσεια που δαιμονίζει/οικιακές βοηθοί, προσοχή, είναι κανόνας: ποτέ μη δουλεύετε για φίλους. Αργά ή γρήγορα θα σας μισήσουν επειδή ξέρετε πάρα πολλά γι’ αυτούς/ήταν ωραία στο μπαλκόνι που έπλενα τα τζάμια. Κρύο αλλά είχα τον ήλιο στην πλάτη μου.

Οικιακή βοηθός, καθαρίστρια που δουλεύει σε εταιρία που καθαρίζει άδεια σπίτια -στα οποία συνήθως κάποιος έχει πεθάνει, συνοδός στο Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών (ένα πράγμα ξέρω σίγουρα για τον θάνατο. Όσο «καλύτερο» είναι το πρόσωπο, όσο πιο πολύ έχει αγαπήσει, όσο πιο ευτυχισμένο και στοργικό υπήρξε, τόσο μικρότερο είναι το χάσμα που δημιουργεί ο θάνατός του/οι τζόκεϊ έχουν υπέροχες ακτινογραφίες), υπάλληλος σε δημόσιο πλυντήριο, γέροι δύτες στο Μεξικό (που βγάζουν αστακούς, λιθρίνια, όστρακα κι έχουν σχολή), υπάλληλος θαλάμου σε νοσοκομείο, εργαζόμενη σε παιδιατρική κλινική (παιδιά ναρκομανών, τραύματα από καραμπίνες, μωρά με ΑIDS) και άλλοι  κομπάρσικοι, «δευτερεύοντες» ρόλοι αποτελούν για τη συγγραφέα ένα μεγεθυντικό φακό μέσα από το οποίο βλέπει την απερίγραπτη, πολυπρισματική, άπειρη σε βάθος πραγματικότητα.  

Η γραφή έχει ταχύ ρυθμό, εύστοχη και διεισδυτική ματιά∙ έχει δράση, πλούτο σε χρώματα, αισθήσεις, μυρωδιές, βλέμματα, αισθήματα. Κάθε διήγημα είναι συνήθως μια ολοκληρωμένη ιστορία, με εξέλιξη και κορύφωση. Το ύφος είναι περιεκτικό και πυκνό, «πληθωρικό», αλλά  όχι επειδή είναι φορτωμένη η έκφραση, κάθε άλλο∙ πληθωρική είναι η ζωή που βουίζει γύρω από την συγγραφέα, και που την αποτυπώνει σαν ένας πολύ ευαίσθητος δέκτης εστιάζοντας με κάθε λεπτομέρεια σε μικρά και μεγάλα πάθη, σε ένταση συναισθημάτων. 

Έχω την προσωπική αίσθηση ότι εκφράζει έναν κόσμο πολύ πιο θερμόαιμο από τον -δικό μας- «δυτικό κόσμο». Έναν κόσμο όπου ο άνθρωπος π.χ. το θεωρεί απολύτως φυσιολογικό να παραιτηθεί από τη δουλειά του και να ταξιδέψει μίλα μακριά, για να συμπαρασταθεί στην αδερφή που αργοπεθαίνει από καρκίνο∙ όπου κλαίνε, φιλιούνται κι αγκαλιάζονται όλοι μαζί (ετοιμοθάνατοι και υγιείς) αποχαιρετώντας το κοινό παρελθόν∙ όπου φτιάχνουν και καθαρίζουν το σπίτι του μελλοθάνατου, ξεδιαλέγοντας και πετώντας τα άχρηστα πράγματα με την παρουσία του και τη βοήθειά του∙ όπου αποδέχονται το συναίσθημα, ή μάλλον έχουν καλή επαφή με την καρδιά τους, μπορούν να βροντοφωνάξουν «Θέλω να είσαι κοντά μου», «Έχω ανάγκη να μη σε μισώ», «Πεθαίνω από καρκίνο. Σε χρειάζομαι τώρα, μαμά», χωρίς αναστολές.

§  Fool to cry

Η μοναξιά είναι αγγλοσαξονική έννοια. Στην Πόλη του Μεξικού,

αν είσαι το μόνο πρόσωπο σ’ ένα λεωφορείο και μπαίνει κάποιος ακόμα επιβάτης,

όχι μόνο θα έρθει να καθίσει δίπλα σου, αλλά και θα γείρει πάνω σου.

Ίσως παίζουν ρόλο η κουλτούρα της Κεντρικής και Νότιας Αμερικής, η ιστορική συνείδηση ενός παρελθόντος όπου συσσωρεύτηκε πολύς πόνος, ή οι μεγάλες κοινωνικές αντιθέσεις που φέρνουν τους ανθρώπους πιο κοντά, αλλά οι ήρωες/ίδες της Λουσία Μπερλίν δεν απαρνούνται, δεν απωθούν τον πόνο, τη θλίψη του χωρισμού, το μοιραίο πάθος, το πένθος. Όλα είναι μέσα στο μεγάλο παιχνίδι που λέγεται ζωή. Κι όταν αντιλαμβάνεσαι τον πόνο σαν ένα κομμάτι αναπόσπαστο της ζωής, τότε αποδέχεσαι όλα τα συναισθήματα, από τα πιο ταπεινά ως τα πιο μεγαλειώδη, γιατί μια δύναμη μεγαλύτερη τα υπερβαίνει όλα.

Κι αυτό μάλλον δεν είναι τυχαίο. Λαοί με βαθιά ιστορία: Πάνθεον της Οδύνης είναι το όνομα του νεκροταφείου στο πάρκο Τσαπουλτεπέκ. Στο Μεξικό δεν μπορείς να του ξεφύγεις. Θάνατος. Αίμα. Οδύνη. Τα βασανιστήρια είναι παντού. Στους αγώνες πάλης, στους ναούς των Αζτέκων, στα σύνεργα για την αφαίρεση των νυχιών σε παλιά μοναστήρια, στα ματωμένα αγκάθια στο κεφάλι του Χριστού. Χαρακτηριστικό άλλωστε των λαών αυτών, οι γιορτές των νεκρών.

ofrenda

 Η Μπερλίν περιγράφει την «ofrenda»[2] που έκαναν όχι μόνο για τη νεκρή μητέρα (ναι αυτή που δεν άνοιγε την πόρτα στην ετοιμοθάνατη κόρη της, μια μητέρα επικριτική, αλκοολική και αυτοκτονική που μισούσε τα πάντα, και στο τέλος αυτοκτόνησε), αλλά και στην άρρωστη από καρκίνο Σάλι, την κόρη: έχει πλάκα να φτιάχνεις  ofrendas. Τις φτιάχνεις όσο πιο όμορφες μπορείς. Να πέφτουν σαν καταρράκτες, ολόλαμπρες συνθέσεις με κατιφέδες και βελούδινα πορφυρά ανθάκια ενός λουλουδιού που μοιάζει με μυαλό ανθρώπου, και μικροσκοπικά ματσάκια αμάραντου. Η βασική ιδέα για τον θάνατο εδώ είναι να τον κάνεις όμορφο και εορταστικό. Στην ofrenda της μητέρας, τα παιδιά της αδερφής είχαν τοποθετήσει δεκάδες κουκλίτσες της Κου Κλουξ Κλαν. Τα μισούσε επειδή ήταν παιδιά Μεξικανού.

Μα έφτιαξαν και για την Σάλι ofrenda, πριν εκείνη ακόμα πεθάνει από καρκίνο… (Μαμά, δεν σε βάλαμε στην ofrenda. Δεν σε παραλείψαμε σκόπιμα. Ίσα ίσα λέγαμε  τρυφερά πράγματα για σένα όλους αυτούς τους μήνες. Για χρόνια, όταν ξαναβρεθήκαμε με τη Σάλι καταφερόμασταν αδιάκοπα εναντίον σου, οργισμένες με το πόσο τρελή και σκληρή υπήρξες. Όμως αυτούς τους τελευταίους μήνες… τέλος πάντων, φαντάζομαι πως είναι φυσικό όταν κάποιος πεθαίνει να εστιάζει σε ό, τι είχε πραγματικά σημασία, ό, τι ήταν όμορφο).

Έτσι, λίγο πριν το τέλος, λένε ιστορίες αστείες για τη μητέρα τους, προτού αρχίσει να πίνει προτού τους πληγώσει ανεπανόρθωτα. Μια γυναίκα σκληρή αλλά δυστυχισμένη, που προσπαθούσε να ζήσει μιαν άπιαστη, ρομαντική ευτυχία (Σάλι: Pobrecita. Pobrecita. Αν με είχε αφήσει να της μιλήσω. Να την κάνω να καταλάβει πόσο την αγαπούσα/ Λου: Εγώ… εγώ δεν έχω έλεος).

§  Δεν υπάρχουν οδηγίες χρήσεως για τον θάνατο.

            Κανείς δεν θα σου πει τι να κάνεις, πώς θα είναι.

Ο θάνατος είναι θεραπευτικός, μας λέει να συγχωρούμε,

μας θυμίζει ότι δεν θέλουμε να πεθάνουμε μόνοι

Ο τραγικός αποχαιρετισμός της Σάλι αποτελεί το κεντρικό θέμα, κάθε φορά διαφορετικά εστιασμένο, σε τρία τέσσερα διηγήματα. Τους μήνες πριν τον θάνατο της αδερφής της ξανασμίγουν, όπως γράφει σ’ ένα διαφορετικό διήγημα, πασχίζοντας ν’ αναλύσουμε τις ζωές μας, τους γάμους μας, τα παιδιά μας.(…) Άραγε τι είναι ακριβώς ο γάμος; Ποτέ δεν μπόρεσα να καταλάβω. Και τώρα αυτό που δεν καταλαβαίνω είναι ο θάνατος. Είναι απίστευτη η «προετοιμασία» γι’ αυτόν τον αμετάκλητο χωρισμό, μια προετοιμασία που περνά από διάφορα στάδια. Κάνουν… λίστες με αυτοκατηγορίες και τύψεις, προκειμένου να απαλλαγούν από τον θυμό και τις ενοχές. Επικοινωνούν γραπτά όταν πονάνε πια οι πνεύμονες της Σάλι, ζωγραφίζοντας εικόνες αντί για λέξεις ή γράμματα (γελάμε, σιγανά, στο δωμάτιό της, ζωγραφίζοντας. Τώρα πια η αγάπη δεν είναι μυστήριο για μένα). Φωτοβόλο δέρμα, πράσινα μάτια πλημμυρισμένα δάκρυα καθώς μου μιλά. Κανένας δόλος ή αυτολύπηση.

Ο χρόνος σταματάει, διαστέλλεται, συστέλλεται (φυσικά σταματάει για τον νεκρό, αλλά για τους πενθούντες τρέχει δαιμονισμένα/η παρηγορητική ροή του χρόνου θρυμματίζεται. Πολύ γρήγορα, δεν υπάρχει χρόνος, σ’ αγαπώ, πρέπει να το τελειώσω αυτό, να του πω το άλλο. Περίμενε ένα λεπτό! Θέλω να εξηγήσω…).

Εξίσου συγκλονιστικές είναι και οι τελευταίες χρονιές του πατέρα στο γηροκομείο, μια επώδυνη πορεία από την άνοια προς τον θάνατο (διατηρούσα ακόμα την ελπίδα να με επαινέσει, να με συγχωρέσει. Σε παρακαλώ, γνώρισέ με μπαμπά, πες πως μ’ αγαπάς).

§  Κάθε πόνος είναι αληθινός

Πολλές ιστορίες της Λουσία Μπερλίν απηχούν τα βιώματά της από τη δύσκολη παιδική της ηλικία, μ’ έναν πατέρα εξαφανισμένο στα μεταλλεία και μια μητέρα αδιάφορη, κλεισμένη στον αλκοολικό κόσμο της. Έναν παππού οδοντίατρο, ψυχάκια, που όχι μόνο την υπέβαλε στη δοκιμασία να του βγάλει η εγγονή του (που τελούσε χρέη βοηθού) όλα του τα… δόντια (για να φορέσει τις μασέλες για τις οποίες περηφανευόταν), αλλά αφήνονται και υπόνοιες, σε άλλο διήγημα, ότι την έπεφτε στις εγγονές του (θείος Τζον: την έχεις μάθει νεράκι τη βίβλο, μαμά. Αλλά την κατάλαβες λάθος, το κομμάτι που λέει να στρέφεις και το άλλο μάγουλο. Δεν ισχύει όταν κάποιος κάνει κακό σ΄ένα παιδί/ η σιωπή μπορεί να είναι αμαρτία, μεγάλη αμαρτία). 

Όπως και η συγγραφέας, η ηρωίδα υπέφερε από κύφωση κι έπρεπε να φοράει έναν πολύ βαρύ νάρθηκα (από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου έκανα πολύ κακή πρώτη εντύπωση), με τίμημα την απομόνωση και τον στιγματισμό (περιπλανιόμουν, όχι μόνο ανήμπορη να συμμετάσχω, αλλά, απ’ ό, τι φαίνεται, και αθέατη, πράγμα που ήταν και κατάρα και ευλογία). Όμως, όπως και στα υπόλοιπα διηγήματα, δεν μεμψιμοιρεί. Διαβάζει, μαζεύει «αστεράκια και αγίους», δένεται με τις καθολικές καλόγριες από τη Σχολή Σεν Ζοζέφ, με τις οποίες έχει να διηγηθεί κι από μια τραγελαφική ιστορία («προσπάθησαν πολύ να με κάνουν να είμαι καλή/για κείνη , όλες ήμασταν κακές. Εγώ ήμουν η χειρότερη»), γίνεται θρήσκα. Τα υπόλοιπα κορίτσια τη μισούν, («Γλείφτρα»), βυθίζεται στη σιωπή («Σιωπή» είναι και ο τίτλος ενός από τα διηγήματά της: απλώς παραιτήθηκα. Το σπίτι ήταν τρομακτικό και άδειο χωρίς τον Τζον κι έπρεπε να κρύβομαι από τον παππού και τη μαμά όταν ήταν μεθυσμένοι. Το σπίτι ήταν χάλια και το σχολείο ήταν χάλια). Η πιο συναρπαστική ιστορία στο Σεν Ζοζέφ ξετυλίγεται στο διήγημα «Καλό και κακό», στο γυμνάσιο πια, όπου την βάζει στο μάτι η νέα τους καθηγήτρια, Έθελ Ντόσον. Μια γυναίκα άξεστη, χωρίς «στυλ και ακτινοβολία» (που τότε «ήταν σημαντικά για μας»), που βάλθηκε να διδάξει αμερικανική ιστορία σε «κακομαθημένα αμερικανάκια». Καθώς η Ντόσον είναι στρατευμένη, χριστιανοαριστερής κοπής, θέλει να τους δείξει τις συνθήκες στα Χιλιανά ανθρακωρυχεία (ο πατέρας της ηρωίδας δούλευε με την CIA), τη φτώχεια και μιζέρια των κατώτερων τάξεων,  δούλευε εθελοντικά σε επαναστατικές ομάδες κλπ (ο μόνος λόγος να ζεις είναι για να πολεμάς για έναν καλύτερο κόσμο. Τίποτα δεν έμαθες;  -Βλέπω ότι πολλά πράγματα είναι ανάγκη να αλλάξουν. Είναι όμως ο δικός τους αγώνας, όχι ο δικός μου. –Δεν το βλέπεις, αυτό είναι που δεν πάει καλά στον κόσμο, αυτή η στάση φταίει/ το καλύτερο πράγμα που θα μπορούσε να σου συμβεί είναι μια στις τόσες να μη νιώθεις άνετα). Πείθει την αφηγήτρια να την συνοδεύσει στα ορφανά και στις χωματερές, και  ακολουθούν σελίδες απίστευτης διαλεκτικής σύγκρουσης ανάμεσα στην στρατευμένη πρόθεση να αλλάξει ένας κόσμος άτεγκτος, και το ελεύθερο πνεύμα της μικρής μαθήτριας, που δεν παύει να ανήκει στην ανώτερη αστική τάξη.

Αντίστοιχο συγκρουσιακό περιεχόμενο έχει το επίσης ενδιαφέρον διήγημα σε σχολείο καλογριών «Ελ Τιμ», όπου εδώ όμως η ίδια η αφηγήτρια είναι δασκάλα ισπανικών («εξωεκκλησιαστική διδάσκουσα»). Σπαρταριστές σκηνές με ατίθασα αγόρια (δεν ήταν ακόμα πατσούκος, νεαροί βάνδαλοι, παρότι προσπαθούσαν σκληρά να γίνουν, τινάζοντας από μακριά τον σουγιά τους να καρφωθεί στο θρανίο και κοκκινίζοντας όταν γλιστρούσε κι έπεφτε), με κορυφαίο τον Τιμ (εξ ου και ο τίτλος) με τον οποίο έρχεται σε μετωπική σύγκρουση (τότε, θαρρώ πως είμαστε πάτσι).

Η ίδια η συγγραφέας υπήρξε αλκοολική, σε μια οικογένεια αλκοολικών, τελικά όμως κατάφερε να κατανικήσει τον αλκοολισμό της. Έζησε , μέσω αυτού του πάθους, δραματικές καταστάσεις, εμπειρίες απίστευτες στα Κέντρα Αποτοξίνωσης και στις ομάδες των Ανώνυμων Αλκοολικών, που τις μετέφερε σε πολλά από τα διηγήματα του βιβλίου, με τον τρόπο της «μεταμόρφωσης» της αλήθειας. Στο διήγημα «Η πρώτη της αποτοξίνωση», η Καρλότα είναι η μοναδική γυναίκα σε μια ομάδα αντρών (δεν είχε ιδέα τι έμελλε ακόμη να συμβεί). Στην «Ανεξέλεγκτη», το πάθος είναι τόσο προχωρημένο που τρέχει μέσα στη νύχτα, μητέρα δυο παιδιών, για λίγες θεραπευτικές γουλιές (αγωνιζόταν ν’ αναπνεύσει. Χωρίς ν’ ανάψει φως, κάθισε στο τραπέζι και ήπιε το ποτό της αργά∙ η παρηγοριά του αλκοόλ έρρεε γλυκά στις φλέβες της. Έκλαιγε ανακουφισμένη που δεν είχε πεθάνει). Βλέπουμε τις συνθήκες στις κλινικές αποτοξίνωσης όπως στο Δυτικό Όκλαντ, ή στην Αλμπουκέρκη μέσα στην έρημο, όπου οι τρόφιμοι εντάσσονται σε προγράμματα εργασίας∙ στο διήγημα «502» (502 είναι ο κωδικός της αστυνομίας για το Οδήγηση υπό την επήρεια Μέθης), μια σπαρταριστή ιστορία νυχτερινής τράκας και αλληλεγγύης αλκοολικών∙ στο διήγημα «Κάρμεν» αντίθετα, η τραγική κατάληξη της εγκύου που πήγε κρυφά να φέρει στον άντρα της «πράμα» από τη La nacha (διαβόητη Μεξικάνα έμπορος ναρκωτικών, μαριχουάνας και ηρωίνης).  

Κορυφαίο σ’ αυτό του είδος προβληματισμού διήγημα  είναι το «Εδώ είναι Σάββατο». Βρισκόμαστε στις αγροτικές φυλακές (οι περισσότεροι άντρες που πηγαίνουν τώρα στη φυλακή είναι παιδιά του κρακ) και με το κοφτό και περιεκτικό της ύφος η συγγραφέας γρήγορα σκιτσάρει τους χαρακτήρες και τις συνθήκες μιας ιδιότυπης κοινωνίας, όπου όμως το πρωτότυπο στοιχείο είναι η… κα Μπίβενς (προφανώς alter ego της συγγραφέα, πρώην αλκοολική κι αυτή), που κάνει στους τρόφιμους μαθήματα δημιουργικής γραφής! Ινδιάνοι, άξεστοι, βαρυποινίτες, βαρύμαγκες μπαίνουν στον πειρασμό να γράψουν, κι εκείνη έχει τον τρόπο να τους παροτρύνει (δεκάρα τσακιστή δεν δίνω για τα συναισθήματά σας. Να ξέρετε πως μπορείτε να λέτε ψέματα και παρόλ’ αυτά να λέτε την αλήθεια). Το θέμα; «Είστε ένα κούτσουρο. Περιγράψτε τον εαυτό σας ως κούτσουρο», κ.α.! Το «Εδώ είναι Σάββατο» είναι ο τίτλος, από το σημειωματάριο του Ρέημοντ Τσάνλερ, που διάλεξε ο Σι Ντι, ο πιο τραγικός ήρωας, που σηματοδοτεί και το απίστευτο τέλος του διηγήματος.

 Συγκλονιστικό από κοινωνική σκοπιά, χωρίς όμως… αλκοολικούς,  το διήγημα «Mihito». Εδώ έχουμε δυο αφηγητές, τη νοσοκόμα στο νοσοκομείο Όκλαντ και την 17χρονη Αμέλια. Η Αμέλια, μια μικρή Μεξικάνα έχει γεννήσει ένα προβληματικό μωρό, ο άντρας της είναι στη φυλακή και φιλοξενείται σ ένα σπίτι όπου την εκμεταλλεύονται. Δεν φαίνεται να καταλαβαίνει ιδιαίτερα την ανάγκη να κάνει προεγχειρητικό έλεγχο  (νοσοκόμα: δεν είμαι εντελώς σίγουρη, έχει αυτό που οι γιατροί ονομάζουν «αμβλύτητα συναισθηματικής ανταποκρισιμότητας»).  Η νοσοκόμα, απ’ την άλλη, διατρέχει με οξυδέρκεια κι ευαισθησία τις άπειρες περιπτώσεις ασθενών, γιατρών, έκτακτων περιστατικών, χειρουργείων παιδιών  με εγκεφαλικές βλάβες, ασθενών με σύνδρομο Ντάουν κλπ.

§  Όλοι ξέρουν ότι πεθαίνει,

            ποτέ όμως δεν έδειχνε τόσο όμορφη και τόσο χαρούμενη…

…γιατί, μια βδομάδα πριν μάθει η Σάλι ότι έχει καρκίνο (στο στήθος) ερωτεύτηκε! Βαθιά, μαγικά, παθιασμένα! Είναι σα να έχουμε ερωτευτεί κι εμείς. Απολαμβάνει τα πάντα. Λέει ό, τι θέλει, κάνει ό, τι ης δίνει χαρά. Γελάει. Το βάδισμά της είναι σέξι, η φωνή της είναι σέξι. (…) Είναι δυνατή, ακτινοβολεί. Ό, τι και να λένε, το πιο ασήμαντο, είναι τόσο φορτισμένο, που μας συγκινούν, μας προκαλούν δέος αυτοί οι δυο άνθρωποι που βρίσκονται σε κατάσταση χάριτος.

Ο έρωτας στα διηγήματα της Μπερλίν είναι θεϊκός! Απρόβλεπτος, αιφνίδιος, ακαταμάχητος. Μα, δεν μιλάμε για την σεξουαλική σχέση, απλά και γραμμικά, αλλά για κάθε είδους απόχρωση ερωτισμού που διαποτίζει τη γραφή της, εφόσον στο βάθος του πνεύματός της υπάρχει έρωτας προς τη ζωή, με τα καλά της και τα στραβά της. Έτσι, η υπάλληλος θαλάμου στο νοσοκομείο αναγνωρίζει τον παιδικό της έρωτα στα μαύρα μάτια του β΄κρεβατιού του θαλάμου 4420 (με κατέκλυσε η ανάμνηση της αγάπης, όχι η ίδια η αγάπη). Έναν έρωτα στην ηλικία των… 5 ετών, όμως βαθύ και αυθεντικό: προσπαθήσαμε να μιμηθούμε τη σεξουαλική πράξη αλλά τα παρατήσαμε και συγκεντρωθήκαμε στη σκοποβολή με τα ούρα μας/μείναμε ξύπνιοι περιμένοντας ν’ ακούσουμε τους γονείς του να το κάνουν, αλλά τίποτα. Τον ρώτησα πώς νόμιζε ότι θα ήταν. Σκέπασε το χέρι μου με το δικό του έτσι που όλα τα δάχτυλα ν’ αγγίζονται, και μ’ έβαλε να χαϊδέψω με τον δείκτη και τον αντίχειρα του άλλου μου χεριού τα ενωμένα μας δάχτυλα ώστε δεν μπορούσες να καταλάβεις ποιο ήταν ποιο. Πρέπει να είναι κάτι σαν κι αυτό, είπε.   

 Στο κέντρο αποτοξίνωσης η τρόφιμη ερωτεύεται τον μάγειρα και σκάνε στα γέλια καθώς επαναλαμβάνουν τη φράση «σάλτσα από πίκλες (!): βάλαμε τα γέλια, δεν μπορούσαμε να σταματήσουμε. Άγγιξε το μάγουλό μου, ελαφρά, σαν τη φτερούγα πουλιού.

Τρυφερότητα στα φευγαλέα βλέμματα, στα αγγίγματα, χειρονομίες με κρυφό νόημα∙ ο έρωτας δυο ηλικιωμένων, του Σαμ και της Άννας, που επί 50 χρόνια έκαναν τα πάντα μαζί (ο ένας ήταν η ηχώ του άλλου/ η εξάρτηση του ενός απ’ τον άλλον, η τρωτότητά τους την έθλιβε και τη συγκινούσε)∙ ο κοριτσίστικος έρωτας με τους νεαρούς στο λόμπι του ξενοδοχείου (παθιάρικα βλέμματα, μισά χαμόγελα απλανή βλέμματα), η τραμπάλα ανάμεσα σε δύο άντρες της Χιλιανής φοιτήτριας στο Πανεπιστήμιο του Νιου Μέξικο (μια φορά έκλαιγα χωρίς λόγο, επειδή είχα πεθυμήσει εσένα και την Κένα και το σπίτι. Δεν προσπάθησε να με κάνει να ευθυμήσω, απλώς με πήρε αγκαλιά και με άφησε να είμαι λυπημένη/ ποτέ δεν ένιωσα ευτυχία όπως τώρα με τον Τζο. Ποτέ δεν ένιωσα πως ήμουν εγώ και πως κάποιος μ’ αγαπούσε γι’ αυτό/δεν νομίζω ότι μου άρεσε πραγματικά ο κόσμος προτού τον συναντήσω)η εντυπωσιακή, πρόσχαρη και πάντα καλοπροαίρετη συνάδελφος (στο γραφείο ενός άνευρου γυναικολόγου) Ρουθ που προσπαθεί να βάλει αλατοπίπερο στη ζωή της και την πείθουν να την πέσει σε τρίτο πρόσωπο για να «ζωντανέψει λίγο τα πράγματα»∙ ο έρωτας που γεννιέται από τη φωνή στο τηλέφωνο του άγνωστου οικοδόμου, που αποδείχτηκε θεόρατος, ψηλός, πολύ παχύς και πολύ γέρος (οι άσχημες μυρωδιές μπορεί να είναι ευχάριστες∙ ο έρωτας με τον Μαξ (μ’ αρέσει ν’ ακούω τον Μαξ να λέει γεια. (…) Ω, γεια χαρά έλεγε. Μαξ; Ένιωθα έτοιμη να λιποθυμήσω, ζαλισμένη, μέσα στον τηλεφωνικό θάλαμο). Κι όταν ο Μπο μιλάει για τον έρωτά του: ήταν πολύ μικροσκοπική και λεπτή. Μα ήταν η επιδερμίδα της, είπε. Λες και δεν ήταν άνθρωπος αλλά κάποιο πλάσμα καμωμένο από λευκό μετάξι, από γαλακτερό γυαλί.

§  «Άσε με να σε δω να χαμογελάς»

Δεν είναι δυνατόν βέβαια, αν και θα το ήθελα, να μεταφέρω εδώ κάθε απόχρωση όχι μόνο ερωτισμού, αλλά έντονου συναισθήματος που διαρρέει σχεδόν από κάθε φράση του βιβλίου. Όμως, αξεπέραστο διήγημα σε ένθεη τρέλα, κατά τη γνώμη μου, είναι το «Άσε με να σε δω να χαμογελάς». Εδώ ο έρωτας είναι αστείρευτη πηγή ενέργειας, συναισθημάτων, πάθους και περιπέτειας. Πρόκειται για τον τρελό έρωτα της αφηγήτριας (Μάγκι/Καρλότα) με τον έφηβο φίλο του γιου της, τον Τζέσε (!). Μια σχέση θυελλώδης, όχι βέβαια χωρίς προβλήματα. Κι οι δυο αλκοολικοί, βρίσκουν ο ένας στον άλλον την αδερφή ψυχή, εξιστορούν, αναπολούν, εκμυστηρεύονται, κλαίνε, γελάνε, τραγουδάνε (σαν να είμαστε δίδυμοι. Ίδιοι. Γράφει ιστορίες. Στις ιστορίες της κάνει το ίδιο πράγμα που κάνω κι εγώ στη μουσική μου. Εν πάση περιπτώσει, κάθε μέρα γνωρίζαμε όλο και πιο βαθιά ο ένας τον άλλον, κι έτσι όταν καταλήξαμε στο κρεβάτι ήταν σα να ήμασταν ήδη ο ένας μέσα στον άλλον).

Ακολουθούν αναχωρήσεις, συλλήψεις, αναμορφωτήρια, χωρισμοί, δικαστήρια.

Πρόκειται για ένα σύνθετο διήγημα, εφόσον οι αφηγητές εναλλάσσονται (γνώριμη τεχνική της συγγραφέα): ο δικηγόρος Τζον Κοέν που αναλαμβάνει την υπεράσπιση των δυο κατηγορουμένων, και η… ερωτευμένη Καρλότα/Μάγκι (έτσι τη φωνάζει ο Τζέσε), καθηγήτρια, μητέρα 4 αγοριών. Οι κατηγορίες συσσωρεύονται κι επαυξάνονται: μέθη, αποπλάνηση ανηλίκου, επίθεση εναντίον αστυνομικού οργάνου, αντίσταση κατά της αρχής, κατοχή μαριχουάνας (δικηγόρος: σίγουρα ήταν ένοχη και ακόλαστη!) κλπ. κλπ… Ωστόσο κι ο ίδιος ο -αρχικά επιφυλακτικός-  Τζον Κοέν γοητεύεται απ’ τα πνεύμα που διαποτίζει όλη την παρέα, ομολογεί ότι του βγάζουν τη «ρομαντική του πλευρά»: ο Μπεν (γιος τη Καρλότα) παραδέχεται ότι ποτέ δεν είχε δει κανέναν απ’ τους δυο τόσο ευτυχισμένο. Ο Τζέσε επιτρέπει στον καθένα να είναι ο εαυτός του και μ’ αυτόν τον τρόπο να σκέφτεται τον εαυτό του/οι διαφωνίες τους δεν ήταν ποτέ ανούσιες. Μα και η ίδια η Καρλότα ξεστομίζει τα ομορφότερα λόγια που μπορεί να πει άνθρωπο για κάποιον άλλον: Ο Τζέσε έκανε τους πάντες να αισθάνονται σπουδαίοι. Δεν ήταν ευγενικός. Ευγενικός είναι μια λέξη όμοια με τη φιλανθρωπία∙ προϋποθέτει κάποια προσπάθεια. Καλοσύνη, όμως, θα έπρεπε να σημαίνει τι είναι κάθε στιγμή ένας άνθρωπος, όχι μια πράξη που επιλέγει να κάνει. Ο Τζέσε έτρεφε για τον καθένα μια περιέργεια γεμάτη ενσυναίσθηση. Όλη μου τη ζωή ένιωθα πως δεν υπήρχα πραγματικά. Όμως εκείνος με είδε. Εμένα. Είδε ποια ήμουν. Παρόλα τα επικίνδυνα πράγματα που κάναμε, μόνο όταν ήμουν μαζί του αισθανόμουν ασφαλής.

Η σχέση κυλάει σε μονοπάτια αυτοκαταστροφικά, εφόσον είναι και οι δυο εξαρτημένα άτομα απ΄ το ποτό: αποφάσεις απέλπιδες να το κόψουν, να χωρίσουν, να φύγουν μαζί απ΄ τη ζωή: Ήμασταν αλκοολικοί, χωρίς ελπίδα . Δεν μπορούσαμε να ζήσουμε μαζί. Κανένας απ’ τους δυο μας δεν ήταν φτιαγμένος γι’ αυτόν τον κόσμο. Γι’ αυτό και θα πεθαίναμε. Είναι άχαρο που το γράφω. Φαίνεται υπερβολικά εγωιστικό και μελοδραματικό. Όμως, όταν το ξεστομίσαμε ήταν μια τρομερή, ζοφερή αλήθεια/ τι λες, να παντρευτούμε ή ν’αυτοκτονήσουμε;

Δεν θα προδώσω το τέλος του διηγήματος, μόνο θα υπογραμμίσω τη μεγαλειώδη -στην απλότητά της και στο συναίσθημα που κρύβει- φράση:  

Άσε με να σε δω να χαμογελάς…



[1] Η Λουσία Μπερλίν (1936-2004), την οποία η κριτική αποκάλεσε "το καλύτερα φυλαγμένο μυστικό της Αμερικής", ασχολήθηκε αποκλειστικά με το διήγημα. Δεν έγινε ιδιαίτερα γνωστή όσο ζούσε, διατηρώντας ένα μικρό, αφοσιωμένο κοινό, αλλά η λογοτεχνική της φήμη εκτοξεύτηκε έντεκα χρόνια μετά τον θάνατό της. Η συλλογή διηγημάτων της "Οδηγίες για οικιακές βοηθούς" έγινε μπεστ σέλερ, ενώ το περιοδικό New York Times Book Review την συμπεριέλαβε στα δέκα καλύτερα βιβλία του 2015. Τα διηγήματά της εμπνέονται από τα παιδικά της χρόνια δίπλα σε μεταλλωρυχεία, όπου ο πατέρας της εργαζόταν ως μηχανικός, από την λαμπερή εφηβεία της στο Σαντιάγο της Χιλής, από τους τρεις αποτυχημένους της γάμους, από τον αλκοολισμό της, από τις περιπλανήσεις της στο Μεξικό και την Καλιφόρνια, από τις απίθανες δουλειές που αναλάμβανε για να μεγαλώσει τους τέσσερις γιούς της, από τις απώλειες και τα πένθη της. Το 1994 άρχισε να εργάζεται ως επισκέπτρια καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Colorado Boulder και σύντομα προήχθη σε αναπληρώτρια καθηγήτρια. Η επιβαρυμένη της υγεία την ανάγκασε να μετοικήσει το 2001 στη Νότια Καλιφόρνια για να είναι κοντά στους γιους της. Πέθανε το 2004, στα εξήντα οκτώ της χρόνια, στη Μαρίνα ντελ Ρέι (https://biblionet.gr/%CF%80%CF%81%CE%BF%CF%83%CF%89%CF%80%CE%BF/?personid=123174)

[2] Προσφορά στους νεκρούς, όπου τοποθετείς ό, τι μπορεί να επιθυμήσει ο νεκρός (τσιγάρα, φωτογραφίες, ξίφη, κεριά, κρανία με ονόματα φίλων)

Χριστίνα Παπαγγελή


Δεν υπάρχουν σχόλια: