Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα σπονδυλωτό, χωρισμένο σε κεφάλαια, που έχουν ως τίτλο ένα όνομα- ιστορία, από το περιβάλλον του συγγραφέα- αφηγητής, Σεραφείμ, Σάββας, Η στρατηγίνα, Χρήστος, Ευδοκία, Ο γυμναστής, Πολύβιος, Η Εβραία, Χερουβείμ.
Οι ιστορίες- αναμνήσεις που αφορούν τον καθένα έχουν αρχή- μέση- τέλος, και, πέρα από το ότι σε οδηγούν σε μια ατμόσφαιρα έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Ο συγγραφέας «δοκιμάζεται» συναισθηματικά στα περισσότερα. Θαυμάζει τον Σάββα σαν ‘ένα παιδί που γοητεύεται από έναν «ξεβγαλμένο» μεγαλύτερό του, γοητεύεται από τη χήρα Στρατηγίνα που ζωγραφίζει στο μπαλκόνι της αλλά και αιφνιδιάζεται όταν διαπιστώνει ότι κι εκείνη πρόσεξε από τη βεράντα της ότι ο ίδιος «μουτζουρώνει» χαρτιά και ξεσηκώνει μέσα του θύελλα συναισθημάτων (σελ. 61). Προκαλείται από την ομοφυλοφιλική συμπεριφορά που βλέπει στο σινεμά και την ταυτίζει με τη συμπεριφορά ή μάλλον το ήθος του γυμναστή, και, του φεύγει το μυαλό με τη μυστηριώδη συμπεριφορά της Εβραίας, που παρακολουθεί κάθε Κυριακή πρωί στα «Ολύμπια» συναυλίες κλασικής μουσικής. Βλέμματα, σιωπές, συναντήσεις που μετατίθενται, πρόσωπα που χρωματίζουν την καθημερινότητα αλλά φεύγουν από μια σύμπτωση. Το τελευταίο κεφάλαιο κάνει κύκλο με το πρώτο, εφόσον επανεμφανίζεται ο Σεραφείμ, υπάλληλος στον ηλεκτρικό μαζί με το συμπληρωματικό του «δίδυμο», που ο συγγραφέας αποκαλεί «Χερουβείμ» (σελ. 232: Κοιτάζω τα πρόσωπα του χ. και του Σ. αυτού του δίδυμου της αποτυχίας).
Το crescendo ολοκληρώνεται με το Προσκλητήριο, ένα λυρικό κάλεσμα όλων αυτών τω μοναχικών μορφών απ’ το βάθος του χρόνου στο σήμερα, καθώς ο αφηγητής πλανιέται στα γνωστά στέκια του κέντρου της Αθήνας. Καθώς σουρουπώνει:
«Όταν κάποτε βρίσκομαι σπίτι μου, έχει για τα καλά σουρουπώσει. Κλείνω τα ρολά, τραβώ και τις κουρτίνες. Σκεπάζω και τη γραφομηχανή μου. Είμαι μόνος κι ακουμπώ σ’ ένα βιβλίο (…). Σάμπως αλλιώτικο μοιάζει αυτό το βιβλίο. Και πάνω απ’ όλα, παράξενο που το έχω γράψει εγώ. Κλείνω το βιβλίο. Κλείνω τα μάτια.
Καληνύχτα, Σεραφείμ. Καληνύχτα, Χερουβείμ. Καληνύχτα σας όλοι».
Το ιδιαίτερο βλέμμα του Κουμανταρέα πέφτει με αγάπη πάνω στους «κομπάρσους» της ζωής του, και σε κάνει ν’ αναρωτιέσαι για τους κομπάρσους της δικής σου ζωής, αλλά κι αν εσύ ο ίδιος παίζεις αυτό το ρόλο στις ζωές άλλων.
Χριστίνα Παπαγγελή
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου