Ξεκίνησα το βιβλίο με μεγάλο ενθουσιασμό που κράτησε περίπου μέχρι τη μέση. Κυρίως με προσείλκυσε το θέμα, ενώ κι ο τρόπος γραφής δεν είχε αναδείξει ακόμα τις αδυναμίες του. Είναι βιβλίο αυτοβιογραφικό, κι ο αφηγητής – συγγραφέας αναφέρεται στην υπέρογκη προσπάθεια που κατέβαλε να πραγματοποιήσει, έστω και όψιμα, το εφηβικό του όνειρο, δηλαδή να γίνει ψυχοθεραπευτής. Στις πρώτες, ελκυστικές σελίδες συνοψίζει το δίλημμα που τον βασάνιζε στην εφηβεία (γιατρός ή κάτι άλλο) αλλά και τους λόγους για τους οποίους το δίλημμα αυτό ήταν βασανιστικό: η αντίδραση στον πατέρα και στον ιουδαϊσμό, τα σεξουαλικά ταμπού και η υποψία μιας λανθάνουσας ομοφυλοφιλίας τον οδήγησαν στο ενδιαφέρον για την ψυχανάλυση, αλλά η ψυχασθένεια και νοσηλεία του πρώτου του έρωτα τον τρομάζει και γράφεται στη Γεωργική Σχολή της Τύνιδας.
Ακολουθεί φυσικά η αντίδραση του πατέρα που θεωρεί την απόφαση αυτή «πνευματική αυτοκτονία» και η όλη θητεία του αφηγητή στον γεωργικό τομέα. Η γραφή είναι κάπως ανάμεικτη: γεγονότα «ξερά», δηλαδή παράθεση στεγνή και κάπως ημερολογιακή (πήγα- ήρθα- έφυγα), και αντίστοιχη αναφορά στα συναισθήματα, (π.χ. αυτή η συμπάθεια προς το πρόσωπο μου με συγκίνησε, και έπαψα να νιώθω εγκαταλελειμμένος).
Η ενασχόλησή του με τη γεωπονία έχει ρίσκο κι ενδιαφέρον, αλλά μια- δυο αποτυχίες αποτελούν την αφορμή για την ολοκληρωτική του μεταστροφή.
(σελ. 113);
Ποτέ δεν κατάφερα να κάνω καριέρα, αφού περνούσα από το ένα στο άλλο, ατοπικός παρά τη θέλησή μου, και μερικές φορές το μετανιώνω, γιατί οι γνώσεις μου είναι αποσπασματικές και έχουν κενά, λίγο από δω και λίγο από κει λόγω της πολυμάθειάς μου. Γιατί πάντα έβρισκα τον κόσμο υπερβολικά φανταστικό, γεμάτο από απίστευτα πλούτη, και ποτέ δεν μπόρεσα ν’ απαρνηθώ καμιά από τις ομορφιές του. Τα ενδιαφέροντά μου είναι περιέργως ετερογενή, (…). Όμως αυτή η διάσπαση χωρίς όρια μου έδωσε επίσης και τόσες χαρές.
και (σελ. 171, μετά από την επίσκεψη στο σπίτι του Φρόυντ):
Τελικά, δεν είχα έρθει εδώ για έναν ασήμαντο λόγο, ν’ αποφύγω τις τσιρίδες της πεθεράς μου, για παράδειγμα, αλλά για έναν ουσιαστικό λόγο: ν’ αναγγείλω στην ψυχή του Φρόυντ ότι είχα λάβει το μήνυμά του. Κατά κάποιον τρόπο, μόλις είχα πραγματοποιήσει ως υπνοβάτης τη επιθυμία μου για «προσκύνημα». Πέρα από την μυωπική μου συνείδηση, ανακάλυπτα για μια ακόμη φορά την ύπαρξη μιας πολύ πιο ξεκάθαρης εξουσίας, αυτή που ο Λακάν ονομάζει υποκείμενο του ασυνειδήτου, που ξέρει πού θέλει να πάει, αρκεί να την ακούμε, και να την αφήνουμε, αν χρειάζεται, αχαλίνωτη.
Παρόλη τη φλυαρία σε κάποιες περιπτώσεις ή αντίθετα, τη συνοπτικότητα σε άλλες όπου θα περίμενε κανείς μεγαλύτερη εμβάθυνση, η επαφή με τον Λακάν και οι δυσκολίες που συναντά, ψυχολογικές, οικονομικές, οικογενειακές συντηρούν το ενδιαφέρον (προσωπικά μέχρι τη μέση περίπου). Σ’ ένα βιβλίο όμως, κάποιου επίδοξου ψυχαναλυτή με τόση θέληση και πείσμα, προσδοκά κανείς να καταλάβει πιο ουσιαστικά τους λόγους της κάποιας π.χ. μεταστροφής, ή τ’ αποτελέσματα της «θεραπείας». Δεν προχωρά ωστόσο σε βάθος, μας αναφέρει ας πούμε ότι έχει προβλήματα στην οικογένεια χωρίς όμως να μας πείθει, πρέπει εμείς να τον πιστέψουμε! Δεν έχει κοινώς το χάρισμα, τη λογοτεχνικότητα που σε αντίστοιχη περίπτωση έχει ο Γιάλομ. Το πράγμα καταντά απογοητευτικό σε σχέση με τον Λακάν, προσωπικά πολύ λίγα πράγματα κατάλαβα από τη συμβολή του Λακάν κι όλης της ψυχοθεραπείας στη διαμόρφωση της προσωπικότητας του αφηγητή ή στις επιλογές του. Όλα τα πληροφορούμαστε εκ των υστέρων (π.χ. αναφέρει ότι περνάει μια περίοδο ηρεμίας μετά από κάποιες σημαντικές συνεδρίες, αλλά δεν καταλαβαίνουμε το γιατί). Προσωπικά μ’ εκνεύρισε ο Λακάν με το «πατρικό» του προφίλ και, όπως τουλάχιστον μας τον παρουσίασε ο Χαντάντ έχασα πάσα ιδέα με τις απαράδεκτα σύντομες και σαδιστικού χαρακτήρα συνεδρίες, που δεν κατάλαβα, (ούτε μας εξήγησε ο συγγραφέας αλλά υποθέτουμε) υποτίθεται είχαν στόχο να αναπαράγουν τη σχέση εξουσίας πατέρα γιου; (σελ. 273: - Γιατί μου φέρεστε τόσο βίαια, ενώ ξέρετε τα αισθήματα που τρέφω για σας; - Γι’ αυτό φέρομαι έτσι, γιατί βρίσκω αυτά τα συναισθήματα εντελώς υπερβολικά.) Πάντως όλη αυτή η εμμονή με το χρήμα, όταν η ώρα γίνεται ένα λεπτό, σε καθιστά καχύποπτο.
Παρόλη την αποκαρδιωτικά εχθρική στάση του Λακάν (κορύφωση η εξοργιστική σελίδα 294!) ο αφηγητής συνεχίζει πιστά, τυφλά να τον εμπιστεύεται και να κινεί τους μηχανισμούς για να γίνει αποδεκτός και να εξασκήσει επίσημα το επάγγελμα του ψυχαναλυτή. Η στροφή του όμως στον ιουδαϊσμό (αρχικά δήλωνε άθεος) ενώ χαιρετήθηκε εγκάρδια από τον Λακάν σαν να επρόκειτο για την επιστροφή του άσωτου υιού, δεν χαιρετήθηκε από τους υπόλοιπους συναδέλφους, οι οποίοι τον αντιμετώπισαν επιφυλακτικά κι εχθρικά στο τέλος. Φαίνεται ότι δεν έγινε αποδεκτή από το κύκλωμα των μεγαλοψυχιάτρων η συσχέτιση Ταλμούδ και ψυχανάλυσης, ίσως για λόγους σιωνισμού, και δεν προχώρησε τη διαδικασία του «περάσματος» ο Χαντάντ (προσωπικά, έπεσα από τα σύννεφα, μου φάνηκε απαράδεκτη αυτή η διαδικασία και πολύ μασονικό το πνεύμα των μεγαλογιατρών. Θεωρώ ότι με το πρόσχημα του «ελέγχου» (αν ο ψυχοθεραπευτής είναι ικανός ή γνώστης), αναπαράγεται μια θεμελιώδης σχέση «πατρική» ή μάλλον πατροναρίσματος, κλασικές σχέσεις εξουσίας).
Όσο αφορά τη σχέση της λακανικής θεωρίας με τον ιουδαϊσμό, έχει ενδιαφέρον το «ξεκίνημα» του Χαντάντ σ’ αυτόν τον δρόμο, όπου συνειδητοποιεί τη συσχέτιση του τοτεμικού γεύματος (Τοτέμ και ταμπού) , με μια συγκεκριμένη και μυστηριώδη τελετή των Εβραίων την παραμονή μιας επίσημης γιορτής του Σεπτεμβρίου (κανιβαλικό στοματικό στάδιο των πρώτων χρόνων της ζωής, οιδιπόδειο κ.λ.π., σελ. 269,270). Οι επιστημονικές προσπάθειες του Χαντάντ στρέφονται στο να εμφανίσουν τον Φρόυντ σαν τον κληρονόμο –«αιρετικό όμως κληρονόμο»- των διδασκαλιών του ιουδαϊσμού). Παρακολουθούμε τις φιλόδοξες προσπάθειές του σ’ αυτόν τον τομέα, τα βήματα αποτυχίας αλλά και καταξίωσης. Η σημασία του θρησκευτικού στοιχείου στο ασυνείδητο φαίνεται ότι ενδιαφέρει ουσιαστικά τον Λακάν, ο οποίος μετά από διάφορες «ψυχρολουσίες» επαινεί κι εγκρίνει το έργο του Χαντάντ.
Το όψιμο κύμα ενθουσιασμού που καταβάλλει τον Χαντάντ για τον ιουδαϊσμό είναι ασφαλώς παρεξηγήσιμο, μέσα στο πνεύμα εθνικισμού που υπάρχει στις μέρες μας. Το συνειδητοποιεί και το παραδέχεται (η φροϋδική βουλγκάτα έλεγε ότι ο ψυχαναλυτής πρέπει να είναι άθεος).
Τις τελευταίες σελίδες τις διάβασα διαγωνίως. Ο Λακάν έχει πια γεράσει, και μετά τον θάνατό του οι αντιπαθείς επίγονοι διαφωνούν μεταξύ τους και διαλύουν τη «σχολή». Βαρέθηκα να παρακολουθήσω τα επί μέρους, ούτε μου δημιούργησε τη συγκίνηση που επιδίωκε ο συγγραφέας με το όνειρο που παραθέτει στο τέλος, όπου του παρουσιάζεται ο Λακάν λέγοντάς του: «Είσαι ο θετός γιος μου»! Είναι η τελευταία φράση του βιβλίου και υπογραμμίζει, ασφαλώς, και τον τίτλο.
Χριστίνα Παπαγγελή
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου