Πρόκειται για ένα βιβλίο του οποίου ο τίτλος σε προδιαθέτει αρνητικά, εφόσον θυμίζει «ροζ ιστορία». Δε θα τ’ αγόραζα με τίποτα αν δεν ήταν για μένα εγγύηση ο συγγραφέας, του οποίου το γράψιμο έχει αναντίρρητα λογοτεχνικότητα. Έτσι, έχουμε μια ακόμη ιστορία αγάπης, μια ιστορία σχέσεων με πρωταγωνιστή πάλι κάποιον άντρα που μετά το διαζύγιό του, προσπαθεί να αποφύγει κάθε δέσμευση, «ψάχνεται» ερωτικά αλλά παρά τις αντιστάσεις του, ερωτεύεται παράφορα τη Μανουέλα, μιαν αρπίστρια. Το πνεύμα των ηρώων είναι, όπως πάντα, «μποέμ», παραπέμπει στο στυλ και τη νοοτροπία της αμφισβήτησης της δικής μας γενιάς, ίσως γι’ αυτό μου είναι και τόσο προσελκυστικό.
Το βιβλίο έχει όλες τις αρετές του προηγούμενου που κατέγραψα, όλα συμβαίνουν κατά «τα εικός και αναγκαίον», ο έρωτας αναπτύσσεται σταδιακά και κορυφώνεται, οι λεπτές αποχρώσεις αποτυπώνονται σε εύστοχες περιγραφές, π.χ. «Ο τόνος της με μάγευε και με στεναχωρούσε μαζί. Παρουσίαζε μια τρωτή και μια ατίθαση πλευρά, είχε ένα είδος ντροπαλότητας και συνάμα μια ακατανίκητη επιθυμία να εκτίθεται, όλα αυτά ήταν ανακατεμένα μέσα της σαν υπόγεια και βουβά κύματα πολύ κοντά το ένα στο άλλο».
Φυσικά, πριν απ’ αυτήν τη διαπίστωση έχει προηγηθεί κάποιο περιστατικό που τη στηρίζει, έτσι ώστε όλα προκύπτουν αβίαστα και φυσιολογικά. Δεν είναι δηλαδή μια σχέση της οποίας περιγράφονται τα συμπτώματα, αλλά καταλαβαίνουμε άμεσα τους βαθύτερους δεσμούς που φέρνουν κοντά τους δυο ήρωες.
Η ερωτική σχέση ολοκληρώνεται/φτάνει στην κορύφωση λίγο πριν το τέλος- η περιγραφή είναι γλαφυρότατη κι αισθάνεσαι ότι οι δυο πρωταγωνιστές έχουν φτάσει στην απόλυτη ένωση (το «τόξο του έρωτα»: το γεγονός ότι κάθε ιστορία ακολουθεί μια καμπύλη, που πρώτα ανεβαίνει και μετά κατεβαίνει). Όπως όμως και στο «Σε μια στιγμή», η τελευταία ενότητα/κεφάλαιο επιφυλλάσσει μια ανατροπή: Από μια πολύ εμπνευσμένη και καλά στημένη παρεξήγηση τα συναισθήματα των δυο ηρώων αναποδογυρίζουν:
σελ. 362:
Τα συναισθήματά μας είχαν μεταμορφωθεί σε μικρές κοφτερές ακκίδες που καρφώνονταν μέσα μας κόβοντας ό,τι έβρισκαν μπροστά τους σε μικρά πολύχρωμα κομμάτια. (…)
Μέσα μου φούντωσε ένας φοβερός θυμός, σαν το θολό νερό που ανεβαίνει από ένα πηγάδι. Ήταν θυμός φορτωμένος από ασυνεννοησίες, παρεξηγήσεις, επιθυμίες που δεν είχαν ικανοποιηθεί, δυσκολίες στη συνεύρεση, απαιτήσεις ανικανοποίητες έρευνες σταματημένες στη μέση, λανθασμένες ερμηνείες κινήσεων, τόνοι φωνών, αμέριστη προσοχή, επικοινωνία και απομάκρυνση (δείγμα κατάχρησης του ασύνδετου σχήματος).
Και παρακάτω:
Αισθανόμουνα έντονα την απόσταση, τη μνησικακία, την προσβολή αλλά και μια παγωμένη όσο και χλωμή ευχαρίστηση στην ιδέα ότι όλα είχαν τελειώσει όσο βρισκόμαστε ακόμη στο ψηλότερο σημείο του τόξου μας, σαν κάποιος που θα μπορούσε να χαρεί το γεγονός ότι πέθανε νέος ή σα να δεις το σπίτι σου να καίγεται μόλις πήγες να το κατοικήσεις.
(..) Κάθε τόσο την κοίταζα και το προφίλ της με το περήφανο μέτωπο δε μου έλεγε πια τίποτα, τα κοντά της μαλλιά δεν με συγκινούσαν πια και ο αναρχικός τρόπος της να ακουμπάει τα πόδια της στο παρμπριζ με ενοχλούσε. Το ήξερα πως θα συνέβαινε έτσι κι αλλιώς, ήξερα πως θα βρίσκαμε κάποια δικαιολογία για να διακόψουμε την ιστορία μας με τρόπο τελεσίδικο.
Βέβαια, το βιβλίο κλείνει με τη χαμογελαστή συνάντηση των δυο ερωτευμένων.
επιμέλεια: Παπαγγελή Χριστίνα
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου