Τινάζω τις γέφυρες πίσω μου και καίω τα καράβια μου
Ο σύγχρονος «μιθριδατισμός»[2] βασανίζει τον συγγραφέα ήδη από το πρώτο διήγημα («Το τσαλάκωμα»), που μας εισάγει στην πρώτη ενότητα των διηγημάτων, «Εξομολογήσεις» (πιο προσωπικές, πιο υποκειμενικές θεωρήσεις). Άλλωστε η πρώτη λέξη του διηγήματος, επομένως και του βιβλίου, είναι «ανεπαίσθητες»: ανεπαίσθητες οι πτώσεις, οι αλλαγές, οι ολισθήσεις στην «παρδαλή/εκτρωματική εποχή μας» -γάμος, σκρίνια, μπιντέδες, γραβάτες (ήταν τότε που είπαμε να στρώσουμε, να γίνουμε άνθρωποι, όπως οι άλλοι). Προσπάθειες ατελέσφορες να ξεχαστούν οι ελπίδες, οι αγώνες, οι μετάνοιες και οι υπεύθυνες δηλώσεις (τέλος ήρθε και η δήλωση, η μόνη υπεύθυνη). Δεν μπορεί κανείς, διαβάζοντας το διήγημα αυτό (αλλά και τα περισσότερα διηγήματα του βιβλίου) να μη σκεφτεί τους «τσαλακωμένους» του Ντίνου Χριστιανόπουλου: ο νους μου πάει στους τσαλακωμένους,/σ’ αυτούς που ώρες στέκονται σε μια ουρά,/έξω από μια πόρτα ή μπροστά σ’ έναν υπάλληλο,/κι εκλιπαρούν με μια αίτηση στο χέρι/για μια υπογραφή, για μια ψευτοσύνταξη.
Στο διήγημα «Ο φόνος», ο αφηγητής διαπράττει έναν φόνο που «δεν θυμάται πότε τον έκανε»· ουσιαστικά χλευάζει, καταγγέλλει, μάλλον καταδίδει τον ίδιο του τον παλιό εαυτό (κι όμως, μια φορά κατέδωσα κάποιον για φόνο. Έδωσα τα στοιχεία του, δεν έχει σημασία που συμπίπταν με τα δικά μου). Απαλλάχτηκε -επιτέλους- από Μαρξ και Σπινόζα (προτιμώ έναν σπίνο να κελαηδά την αυγή) αλλά… δεν ξέρει πού είναι το πτώμα, ούτε γιατί διαπράχτηκε ο φόνος· άλλωστε, ο φόνος συνεχίζεται σε κάθε επόμενο συμβιβασμό, σε κάθε πρόσωπο που απορρίπτει.
Το αίσθημα της ήττας φτάνει μέχρι την ανάγκη αυτοκαταστροφής, που εκφράζεται στο διήγημα «Αυτοπυρπόληση». Μια φαντασίωση που δεν εξυπηρετεί κάποιον αγωνιστικό σκοπό, μα προέκυψε ίσως από την απελπισία μπροστά στον ενδεχόμενο καρκίνο (κάπως προφητικό;), τον ωθεί να σκεφτεί πώς θα συντάξει την αυτοσαρκαζόμενη επιστολή, όπου οραματίζεται το «υπερθέαμα» της αυτοπυρπόλησης, τις εντυπώσεις/αντιδράσεις των άλλων και τις τελευταίες του κουβέντες. Η προσγείωση έφερε την κάθαρση (Επιτέλους ο γιατρός μίλησε. Δεν είναι τίποτα/Μού’ κοψε όλη τη φόρα). Ωστόσο, γνωρίζουμε ότι το 1970 ο συγγραφέας είχε πάρει την διάγνωση του καρκίνου, όπως άλλωστε υποψιαζόμαστε στο διήγημα «Το τρίτο νεφρό».
Τίποτα δεν έχει νόημα μπροστά στα παιδιά που σκοτώθηκαν, που χάσανε τη ζωή τους χωρίς αποτέλεσμα, ούτε οι ιδέες, ούτε τα χειροκροτήματα, ούτε οι οπαδοί, ενώ "όλοι είναι γραπωμένοι από κάπου, κι εγώ τους λέω πως δεν έχει νόημα ούτε η σκέψη τους ούτε η πράξη τους, δεν έχει νόημα τίποτε, ούτε καν αυτές οι φράσεις, πολύ περισσότερο οι κακίες μου κι οι καλοσύνες των άλλων". Ο Μάριος Χάκκας λέει απερίφραστα στο διήγημα «Κατά Μάικ»[3] ότι του αρέσουν «οι απελπισμένοι, αυτοί που καπνίζουν αβέρτα τσιγάρα/ξημερώνονται στα ξενυχτάδικα» κλπ, θυμίζοντας το ποίημα του Μπουκόβσκι που γράφτηκε δέκα χρόνια πριν (1960): «Πάντα συμπαθούσα τους παλιανθρώπους, τους παράνομους και τα ρεμάλια…/Δε τα γουστάρω εκείνα τα καλοξυρισμένα αγοράκια, με τη γραβάτα και την καλή δουλειά./Μου αρέσουν οι απελπισμένοι άνθρωποι, οι άνθρωποι με τα σπασμένα δόντια, τα σπασμένα μυαλά και τους σπασμένους τρόπους».[4]
Όχι δεν υπάρχει πουθενά και ποτέ δικαίωση (κάθε είδους δικαίωση είναι κατασκευή) και τίποτα δεν υπάρχει πέρα από τη μοναδικότητα της κάθε ύπαρξης στο παρόν (το μόνο που υπάρχει είναι η στιγμή που περπατάς ή που στέκεσαι κατά ένα τρόπο που ποτέ άλλος άνθρωπος δε στάθηκε ή δεν περπάτησε, εννοώ μ αυτή τη φάτσα και μ’ αυτό το σουλούπι μέσα στο χώρο/παραπέρα δεν έχει), ενώ σε άλλο διήγημα («Η τοιχογραφία»), με αφορμή την τοιχογραφία στην Καισαριανή του «εμπεσόντος εις ληστάς», όπου όλα τα πρόσωπα παριστάνονται πανομοιότυπα (και ο «εμπεσών» και ο μη «εμπεσών»), σαρκάζει, λέγοντας ότι το βασικό συμπέρασμα είναι ότι ο ίδιος άνθρωπος δέρνει, δέρνεται και περιθάλπει. Ο Μάριος Χάκκας απογειώνει με χιούμορ την ερμηνεία του ενισχύοντάς την με παραδείγματα μεταστροφής γνωστών και χωριανών (που από θύτες έγιναν θύματα ή το αντίστροφο), ενώ καταλήγει στο πιο «σύγχρονο» νόημα της τοιχογραφίας, στο πλαδαρό και ομοιόμορφο της καταναλωτικής κοινωνίας, κάτι το γενικό που απλώνεται -τέρας- σ’ όλη την Αθήνα.
Μια υπόνοια λήθης ή τουλάχιστον «συμφιλίωσης» με το παρελθόν των πέτρινων χρόνων αποτελεί το τελευταίο διήγημα του βιβλίου με τον εμβληματικό τίτλο «Μη μόναν όψιν» (γνωστή η καρκινική επιγραφή που διαβάζεται και ανάποδα), όπου ένας γνώριμος… σβέρκος τον επαναφέρει στην εποχή όπου οι αλληλοσκοτωμοί τον έφεραν μ' ένα περίστροφο Σμιθ στο χέρι να έχει την αποστολή να σκοτώσει (Αυτός. Μεγάλο κάθαρμα. Προχθές πυροβόλησε έναν δικό μας. Χαροπαλεύει ακόμα). Η μοιραία συνάντηση, χρόνια μετά καταλήγει στη ρήση: «Όσοι μπλεχτήκαμε τότε, στο ίδιο καζάνι βράζουμε».
Το μικροαστικό «βόλεμα» εκφράζεται και τελείως σουρεαλιστικά στο διήγημα «Οι θέσεις»: ο ένα-με-την-πολυθρόνα «υπάλληλος στα γραφεία του κόμματος» (ένα τσαλακωμένο ανθρωπάκι έτοιμο να εισπράξει τη φάπα του) υποδέχεται έναν πελάτη που ζητά «τη θέση» (δεν με καταλάβατε, δεν ήρθα να καταλάβω τη θέση σας. Είμαι γενικά εναντίον των θέσεων, και για να εμβαθύνουμε, εναντίον των «θέσεων» που στηρίζουν τις θέσεις). Παράλληλα, με λογοπαίγνια και σχήματα λόγου, προφανώς σαρκάζεται και η μανία για «θέσεις» και απόψεις κομματικές (πήξαμε από «θέσεις» κι οι «θέσεις» πήξανε/αν δεν κατασταλάξουν δεν είναι θέσεις, είναι απλές σκέψεις του λέγοντος)(!!!). Η αλλοτρίωση κορυφώνεται και στο διήγημα «Το λαχείο», όπου ένας άνθρωπος ήθελε να είναι ελεύθερος, αλλά βουτηγμένος στη μικροαστική ζωή εναποθέτει τις ελπίδες του στο λαχείο (χρήμα για χρόνο, ελεύθερο χρόνο, απεριόριστα ελεύθερο χρόνο, μόνον ελεύθερο χρόνο, μετατρέποντας όμως κι αυτόν σε χρόνο με κοινωνική σημασία), για να αντικρίσει εξαίφνης κατάματα τον εαυτό του όπως ήταν πριν είκοσι χρόνια (θυμήθηκε τη σπιθίτσα στα μάτια του, το πλατύ του χαμόγελο, την πίστη που φώλιαζε μέσα του, στον εαυτό του τον ίδιο, όχι στην τύχη και στα λαχεία).
Στο διήγημα «Το νερό», με αφορμή μια κρήνη στο μοναστήρι της Καισαριανής που είχε τη μορφή κριαριού, αλλά ένας βυζαντινός καλόγερος την μετέτρεψε σε… αμνό (δεν τα πολυκατάφερε, γιατί εκείνο, παρά τα κουτσουρεμένα κέρατά του, εξακολουθεί να έχει την όψη κριαριού), αποπειράται να ερμηνεύσει τη συμπεριφορά των κατοίκων με «μπούσουλα ετούτο το νερό». Όταν λείπουν τα πάντα (φαγητό, νερό κλπ έρχονται οι ιδέες (πες το ιδέα, πες το Λευτεριά, το ίδιο μου κάνει), και σ’ ένα κρεσέντο ποιητικό ο συγγραφέας αποτείνεται στη Λευτεριά, στη λευτεριά του τότε και του τώρα, στη λευτεριά της αυλής, του ούζου και του ταβλιού, τώρα στην εποχή της ταχύτητας και των αυτοκινήτων, του κουστουμιού και της γραβάτας (πού να κοιτάξω χέρια και αλυσίδες) και του «τώρα με γεμάτο στομάχι πώς να σκεφτείς τις ιδέες».
Ωστόσο τα λουλούδια κοσμούν κι άλλα δυο διηγήματα γεμάτα πικρό σαρκασμό, το «Τρία τριαντάφυλλα κόκκινα» όπου η βαρυπενθούσα μητέρα παραγγέλνει για το νεκροταφείο μια βαμμένη πένθιμη -ψεύτικη- ανθοδέσμη, αλλά και τρία κόκκινα τριαντάφυλλα «για το σπίτι». Τρία πλαστικά τριαντάφυλλα, ψεύτικο σύμβολο… ζωγραφίζοντας στη ζωή μια συνέχεια. Ακόμα πιο πεισιθανάτιο είναι το «Ένα κρανίο γεμάτο λουλούδια», καθώς «το φεγγάρι έκαιγε» και η παρέα δειπνά γύρω από το τραπέζι, μια παρέα που όλα τα βρίσκει ψεύτικα κι αβάσταχτα, η Νούλα βγάζει το καπέλο της («το μοναδικό κάδρο που φορούσε καπέλο»). Ένα καπέλο με μαραμένα λουλούδια που «στούμπωναν το εσωτερικό του κρανίου». Μερικοί σκύβαν πάνω απ’ την άβυσσο μήπως και διακρίνουν στο σκοτάδι της ποίησης νέα σχήματα, ρίζες για νέα λουλούδια.
Μπορεί να μην είμαι ποιητής ούτε καν πεζογράφος, σημειώνει ο συγγραφέας, αλλά τον απασχολεί η γλώσσα, η έκφραση, η τέχνη. Δεν υπάρχει βέβαια τέχνη αυθεντική αν δεν «ματώσεις», είναι η άποψή του (δε γίνεται να φτάσεις στο ποίημα από διαβάσματα και μόνο). Κι ο Χάκκας ματώνει, ματώνει γιατί ξέρει πια ότι δεν έχει πολύ καιρό μπροστά του (βιάζομαι, αυτό είναι όλο/θέλω να μείνω, να μείνω, ρίχνοντας αδιάκοπα κέρμα, έτσι που να φτάσω στο τέρμα συμπληρώνοντας το μέσο ποσοστό της ζωής). Έτσι, προβάλλει σαρκαστικά και καρναβαλικά μια στάση αδιαφορίας απέναντι στην υστεροφημία, που είναι βέβαια διάχυτη σε όλο του το έργο αλλά πολύ προφανής στο διήγημα «Γκορπισμός». Γκορπισμός (=ελαφρά νευρασθένεια), ένας δικός του όρος, με επίκεντρο τον ποιητή Γκόρπα (ποιος είναι ο Γκόρπας; Να πά να τον μάθετε), ένας ποιητής αριστερός, ψιλοάγνωστος και περιθωριακός της εποχής, με τον οποίο νιώθει μια ψυχική σύνδεση (μόνο εμείς πήραμε τόσο σοβαρά αυτήν την υπόθεση/τα γραφτά μας χωρίς κώλο ούτε μύτη): δεν υπάρχει για μας κοινωνικό ψεύδος, είτε επειδή ήρθαμε πολύ νωρίς, είτε πολύ αργά, δεν υπάρχει συγγραφικό ψεύδος γιατί διαλυθήκαμε μαζί με τα πράγματα. Αναγνωρίζει τον ριζοσπαστισμό και τη δριμύτητα του ποιητή Γκόρπα, ωστόσο τον περνάει κι αυτόν από μια κρισάρα ειρωνείας (είναι κι αυτή η ματαιοδοξία που συμπεριφέρομαι γκορπικά).
«Οι εξαιρετικές μου στιγμές»
-Εσύ αφανίζεις στο μαυράδι των ματιών σου τη γελοία καθημερινότητά μου, στα ψιχαλιστά ματάκια σου όλα γίνονται θολός ουρανός και γόνιμη μπόρα.
- (…) όταν ξανάρχεσαι, βουτώ μικρός ιππόκαμπος στα σπλάχνα σου, ατέλειωτα θαλασσινά λιβάδια και πάνω μας τα κύματα σαρώνουν την καθημερινότητά μου, κτίσματα στην άμμο.
Και εκ του αντιθέτου, η γυναίκα που φεύγει στο «Ένας χωρισμός», αφήνοντας τον αφηγητή σαν γερασμένο χελιδόνι, χωρίς χέρια, χωρίς τη γλάστρα με τις πεταλούδες που’ μοιαζαν πανσέδες ξεσηκώνει καταιγίδα συναισθημάτων που της απευθύνει (δεν ήσουν άνθρωπος εσύ, δεν ήσουν/άστατη κι ακατάστατη/όχι πως με νοιάζει και πολύ η απουσία σου/επιστρέφεις κρατώντας αγκαλιά τη γλάστρα).
Στο «Περίπτωση θανάτου», άνθρωποι «τέλειοι», ακέραιοι, που τακτοποιούν τα πάντα ενώ βρίσκονται στο κατώφλι του θανάτου, όπως η κυρα- Μαρία που στο νεκροκρέβατό της μάλωσε την αδερφή της που ήρθε να την επισκεφτεί («Γιατί να’ ρθεις σε μένα; Τους ζωντανούς να νοιάζεστε»), ή η κυρία Κούλα που πήγε στους αγίους τόπους για να αγοράσει τα.. σάβανα. Κι εδώ ο συγγραφέας δεν ειρωνεύεται, αλλά εξομολογείται ότι εκείνος είναι πάντα «ανέτοιμος», με χιλιάδες εκκρεμότητες, χωρίς φίλους, ιδέες και οπαδούς, χωρίς χρόνο και κουράγιο (εγώ διαπυήθηκα τόσο από την σαπίλα του καιρού μου που δεν θα ‘χω το κουράγιο εκείνες τις στιγμές να κάνω την κίνηση που αποδιώχνει μια μύγα).
Το διήγημα «Το καμιόνι», είναι ένας επικήδειος στον φίλο και σύντροφο Μήτσο που «κλάταρε νωρίς» («Με κυνηγάει ο θάνατος από τα σαράντα ένα»). Ο φωτογράφος, στο ομώνυμο διήγημα, μεγεθύνει φωτογραφίες νεκρών, που παραγγέλλουν κατά κανόνα χήρες. Μόνο μία σπαράζει μέχρι το τέλος γιατί δεν αναγνωρίζει τον άντρα της στη φωτογραφία, παρά τις αλλεπάλληλες απόπειρες (Είμαι ένα κάδρο. Φοράω γραβάτα, έχω μαλλιά εκεί που μου λείπουν, κόκκινα χείλη και κέρινα μάτια).
Το νοσοκομείο μοιάζει λίγο πολύ με φυλακή, μόνο που η λειτουργία του είναι σαν προθάλαμος για την αναχώρηση. Δεν υπάρχει εδώ ελπίδα, ούτε μέλλον κι ο Χάκκας δηλώνει ξεκάθαρα εδώ, όπως το έκανε και στο «Κοινόβιο» ότι όχι, δεν θα καμφθεί πριν το τέλος, δεν θα λυγίσει μπροστά στον φόβο του μηδενός (κι αν από θολούρα το ρίξω στη θρησκεία, να μη ληφθεί καθόλου υπόψη!). Όχι, δεν υπάρχει παρηγοριά, είναι ολομόναχος κι όλα τα έχει εγκαταλείψει «μεσ’ στη λάσπη»: ήλιο, ιστορία, τροχό.
«Γιατί να μην έχω κι ένα τρίτο νεφρό;», αναφωνεί στο «Το τρίτο νεφρό», κι ίσως τότε την απελπισία να την μετέτρεπε σε πίστη… Κι εδώ, σ’ αυτό το επιθανάτιο αφήγημα όπου υπαινίσσεται την παράταση που του δίνουν οι γιατροί εξασφαλίζοντας μια ζωή γεμάτη μπουκάλια, ζαλάδες πόνους, μιζέριες (ίσα ίσα που προλαβαίνεις να πετάξεις ένα βιβλίο γεμάτα ούρα) «εκσφενδονίζει βεγγαλικά» τη μεγαλειώδη φράση:
Δεν θέλω χρόνο, ζωή θέλω,
μόλο που το δεύτερο προϋποθέτει το πρώτο,
ζωή να τη σπαταλήσω πίσω από τις φράσεις,
ζωή να χτίσω παραγράφους, να οικοδομήσω ένα έργο
δίνοντας στο λόγο μια τρίτη διάσταση.
Χριστίνα Παπαγγελή
[1] Δεν μπορεί κανείς να μη σκεφτεί το «διάσημο» ουρητήριο (urinoir) του διάσημου πρωτοπόρου Γάλλου σουρεαλιστή και ντανταϊστή Marcel Duchamp (https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9C%CE%B1%CF%81%CF%83%CE%AD%CE%BB_%CE%9D%CF%84%CF%85%CF%83%CE%AC%CE%BD)[2] η διαδικασία κατά την οποία (δυσάρεστες) αλλαγές που έρχονται βαθμιαία, με πολύ αργό ρυθμό, σε βάθος χρόνου γίνονται ανεπαίσθητες https://el.wiktionary.org/wiki/%CE%BC%CE%B9%CE%B8%CF%81%CE%B9%CE%B4%CE%B1%CF%84%CE%B9%CF%83%CE%BC%CF%8C%CF%82
[3] Σύμφωνα με τον Μιχάλη Χρυσανθόπουλο (Το αμφίσημο γέλιο στη συλλογή «Ο μπιντές και άλλες ιστορίες» του Μάριου Χάκκα), το διήγημα «Κατά Μάικ» συσχετίζεται με το «Κατά Σαδδουκαίων» του Μιχάλη Κατσαρού
[4] Henry Charles Bukowski (16 Αυγούστου 1920 — 9 Μαρτίου 1994)
«Όποιον και να ρωτήσετε, θα σας πει ότι δεν είμαι και πολύ καλός άνθρωπος.
Δεν ξέρω τι σημαίνει αυτή η λέξη.
Πάντα συμπαθούσα τους παλιανθρώπους, τους παράνομους και τα ρεμάλια…
Δε τα γουστάρω εκείνα τα καλοξυρισμένα αγοράκια, με τη γραβάτα και την καλή δουλειά.
Μου αρέσουν οι απελπισμένοι άνθρωποι, οι άνθρωποι με τα σπασμένα δόντια, τα σπασμένα μυαλά και τους σπασμένους τρόπους.
Αυτοί με ενδιαφέρουν.
Είναι γεμάτοι εκπλήξεις και εκρήξεις.
Για μένα οι έκφυλοι έχουν περισσότερο ενδιαφέρον από τους αγίους.
Οι αλήτες με ξεκουράζουν, γιατί και ‘γω αλήτης είμαι.
Δε γουστάρω τους νόμους, τη θρησκεία, την ηθική και τους κανόνες.
Δε γουστάρω να με φορμάρει η κοινωνία στα μέτρα της…»
[5] «Λαός και Κολωνάκι», τίτλος ελληνικής ταινίας του 1959
[6] https://www.mixanitouxronou.gr/mpintes-to-antisimvatiko-steki-tis-megaloastikis-athinas-opou-mazevontan-i-xenichtides-eki-dieprepse-o-gonos-mias-plousias-ikogenias-pou-kikloforouse-me-trakter-gia-na-min-ton-xanatrakaroun/