Τρίτη, Νοεμβρίου 19, 2024

Η γραμμή του ορίζοντος, Χρήστος Βακαλόπουλος

     Πρόκειται για ένα σύντομο μυθιστόρημα -με πολύ μικρά κεφάλαια-, που πιθανόν απωθεί αρχικά με τη δυσνόητη, απροσπέλαστη γραφή του. Ομολογώ ότι στις τρεις πρώτες σελίδες ετοιμαζόμουν να το βάλω στην άκρη, δίνοντας όμως μια δεύτερη ευκαιρία στον καταξιωμένο συγγραφέα/κινηματογραφικό σκηνοθέτη -διαβάζοντας δηλαδή υποχρεωτικά είκοσι τουλάχιστον σελίδες-, με… κέρδισε.
     Όχι, δεν είναι από τα βιβλία όπου ο λόγος ρέει και όπου η πλοκή συναρπάζει. Η πλοκή, μάλιστα, είναι στοιχειώδης, ενώ το ύφος, καθώς ακολουθεί τις εσωτερικές σκέψεις της ηρωίδας, μηρυκάζει πολλές φορές με κουραστικές για την συνήθη απόλαυση του κειμένου αναδιατυπώσεις, προσιδιάζοντας στον τρόπο έκφρασης που χαρακτηρίζει τα αυτιστικά άτομα (εμμονές, επαναλήψεις, περιστροφή γύρω από κάποιες κεντρικές έννοιες, ανασκοπήσεις και διαφορετικές διασυνδέσεις των ίδιων εννοιών). Δεν πρόκειται όμως ούτε για κακοτεχνία, ούτε για απειρία, ούτε καν για ναρκισσευόμενη γραφή, του τύπου «γράφω εκκεντρικά για πρωτοτυπία». Ο αναγνώστης καθώς εξοικειώνεται και συντονίζεται με τον ρυθμό του κειμένου, κάποια στιγμή αντιλαμβάνεται ότι το κεντρικό πρόσωπο του βιβλίου ψάχνει έναν κώδικα, (ή μάλλον ο συγγραφέας χτίζει έναν δικό του κώδικα) για να διευθετήσει έναν κόσμο όπου τώρα πια νιώθει χαμένη/ος. Τον κόσμο των ενηλίκων, σε μια μεταβατική εποχή, όπου τα πάντα αλλάζουν ταχύρρυθμα, παρασύροντας τόπους, πρόσωπα, μνήμες και φιλίες.
     Είναι η «Ρέα Φραντζή, τριάντα δύο χρονών, απόφοιτη πολιτικών επιστημών, μελαχρινή και παντρεμένη». Αυτή και μόνο η φράση επαναλαμβάνεται πολλές φορές σε παραλλαγές, σαν να προσπαθεί η ηρωίδα να επιβεβαιώσει στον εαυτό της την ταυτότητά της, ενώ ο συγγραφέας τονίζει μ’ αυτόν τον τρόπο το στοιχείο της αναζήτησης της «πραγματικής ζωής». Η Ρέα μεγάλωσε στην Κυψέλη την δεκαετία του ‘50, είχε φίλες τη Βάνα, την Έρση, την Μίνα, μετά τις σπουδές πήγε στην Ελβετία, επέστρεψε, γνώρισε τον Γιάννη στην Βενετία και τον παντρεύτηκε. Θέλει να χωρίσει από τον άντρα της χωρίς να ξέρει το γιατί, παίρνει το πλοίο μόνη της μέσα στο καλοκαίρι, πηγαίνει στην Πάτμο, κατακλύζεται από εικόνες και μνήμες, κυριαρχείται από το παρόν, αναδιατάσσει τη συνείδησή της και χάνεται στη γραμμή του ορίζοντος.
     Αυτή είναι η «πλοκή»! Και οι τίτλοι εύγλωττοι: Αναχώρηση, Πρώτη θέση, Σκάλα, Αρίων (παραλία), Λάμπη (παραλία), Βάρκα, Χώρα, Δύση, Πλατεία, Μονοπάτι, Λεωφορείο, Προκυμαία, Απόγευμα, Πανσέληνος κ.α…. Όλοι σηματοδοτούν τον τόπο ή τον χρόνο, σαν έρμα σ’ αυτόν τον ανερμάτιστο λόγο που ακολουθεί τους αναστοχασμούς και τους συνειρμούς της ηρωίδας. Το Σάββατο, η Κυριακή, η μελαγχολία του απογεύματος, αλλά και οι χρονολογίες (1968, 1971) αποκτούν ένα άλλο φως κάπως σημαδιακό. Μέσα από τις ασύνδετες εικόνες που κατακλύζουν το υποσυνείδητο παίρνουμε γεύση αυτής της εποχής της μετάβασης, της δεκαετίας του ΄60 και ’70, της εποχής της έντονης αστικοποίησης, της κυριαρχίας της εικόνας -εφόσον στην Ελλάδα τότε ήταν που γενικεύτηκε η χρήση της τηλεόρασης-, της εποχής του ζάπινγκ κυριολεκτικού και μεταφορικού, της πληροφορίας, της φωτογραφίας και της «τουριστικοποίησης» των νησιών και γενικότερα της Ελλάδας.
     Όταν όλη η βδομάδα είναι Σάββατο…
…παρασύρεσαι σιγά σιγά και δεν σ’ ενδιαφέρει καμιά είδηση, δεν υπάρχει κανένα νέο, όλες οι πληροφορίες είναι νερόβραστες, όλες οι πληροφορίες μιλάνε για τον απογοητευμένο κόσμο του μελαγχολικού απογεύματος της Κυριακής.
     Καθώς λοιπόν ακολουθούμε τον στοιχειώδη σκελετό της υπόθεσης όπως προαναφέρθηκε, μπαίνουμε βαθιά σ’ έναν κώδικα που δίνει άλλο νόημα στα φαινόμενα: ο ξανθός κόσμος που γυρεύει το φυσικό μαύρισμα είναι οι τουρίστες, ή «η ξανθή αλυσίδα», οι εκπρόσωποι του ξανθού κόσμου, είναι ήδη «άλλοι άνθρωποι, φυσικοί. Τα ρούχα τους τους ταιριάζουν, είναι αισιόδοξοι. Τα έχουν βρει με τον εαυτό τους, ξέρουν το σωστό. Είναι κάτι φυσικό το σωστό, ιδιαίτερα το καλοκαίρι ». Η Κάμιρος, αρχαία πόλη της Ρόδου έγινε πλοίο, κι αλλού δεν ακούγεται τίποτα μόνο το φουγάρο της πόλης που μεταμφιέστηκε σε πλοίο. Τώρα όλα τα νέα είναι σάπια, αληθινά κι όμως ανύπαρκτα, ενώ παλιά που κάθε Σάββατο πήγαιναν σε πάρτι, κάθε μέρα ήταν Σάββατο, και όλη η βδομάδα ήταν ένα τεράστιο Σάββατο. «Επίσης, το μοτίβο της μουσικής που «υπάρχει/δεν υπάρχει» είναι διάσπαρτο σε όλο το ταξίδι της Ρέας: η Πάτμος είναι «το μοναδικό μέρος στον κόσμο που έχει αγγίξει την αλήθεια, δεν υπάρχει πια μουσική», και όλοι το ξέρουν ότι δεν υπάρχει μουσική γιατί ο θόρυβος πήρε τη θέση της μουσικής, ενώ αλλού η Ρέα θα σκεφτεί ότι μπορεί να ακούει όση μουσική θέλει, αυτήν την πολλή μουσική που έπαψε να είναι μουσική. Αυτή η μουσική έχει «γονατίσει» τη Ρόδο, τη Ρόδο που δεν θέλει να είναι ελληνικό νησί. Γιατί δεν υπάρχει πια το νησί, αλλά τώρα όλοι πάνε σε κανένα νησί (κάποτε υπήρχε μόνο το νησί και τώρα όλοι πηγαίνουν σε κανένα νησί).
     Οι άνθρωποι άλλων εποχών, περασμένων και μελλοντικών, παίρνοντας διάφορες μορφές (Αμερικανοί της δεκαετίας του είκοσι, τριανταπεντάχρονοι Γάλλοι, εξηντάχρονοι Πέρσες του έτους τρεις χιλιάδες δέκα, Γιαπωνέζες Σαμουράι), προφανώς τουρίστες που «έχουν μαζευτεί σ’ αυτό το νησί και δεν πρόκειται να επιστρέψουν εύκολα στον ανύπαρκτο κόσμο/προσπαθούν με διάφορους τρόπους να διατηρήσουν το τεράστιο Σάββατο)· είναι κυρίαρχοι στη νέα καθημερινότητα της Ρέας που προσπαθεί να αποκωδικοποιήσει το παρόν τους. Γράφει π.χ. στην Έρση ότι όλοι αυτοί είναι που ψάχνουν στον χάρτη για ένα αόρατο ελληνικό νησί, γιατί το ελληνικό αυτό νησί, το τουριστικό δηλαδή νησί έχει γίνει ένα είδος παραδείσου που έχει καταργήσει τον μόχθο και τον χρόνο… Ο συγγραφέας, μέσα απ’ αυτές τις σουρεαλιστικές πινελιές, χωρίς να μεμψιμοιρεί αφήνει μια πικρή γεύση της αλλοτρίωσης που σιγά σιγά έχει διαβρώσει την κοινωνία και που προφανώς βασανίζει, ασυνείδητα, την ηρωίδα. Και η παραλία είναι η «παραλία μιας άλλης εποχής», όπου η ευτυχία διαλέγει με προσοχή τις παρέες της, κι όπου δεν χρειάζεται να εξηγήσεις τίποτα, π.χ. το παρελθόν (ο κόσμος αλλάζει μόλις γράψεις την πρώτη λέξη, ο κόσμος άλλαξε μόλις γράφτηκε η πρώτη λέξη), γιατί όλοι είναι ευτυχισμένοι, δεν είναι τίποτα άλλο από ένα «στρατόπεδο ευτυχίας».
     Το νικηφόρο παρόν έχει όλο το δίκιο με το μέρος του
      Όχι, δεν βρίσκει τον τρόπο η Ρέα να εξηγήσει «τι ακριβώς συνέβη», ωστόσο όλος ο κόσμος συνεχίζει να μιλά και να εξηγεί ενώ μόλις εξηγήσεις κάτι αρχίζει να σχηματίζεται μέσα σου το αντίθετο, κι όταν συνειδητοποιείς τι αισθάνεσαι αρχίζεις κι αισθάνεσαι αμέσως το αντίθετο... ψάχνει να βρει λόγια για να στείλει στον άντρα της, μία φράση που να τα λέει όλα, μα δεν υπάρχει τέτοια φράση… μόνο εικόνες… Γιατί κι εκείνη ανατρέχει με τη μνήμη στην εποχή που δεν την ενδιέφεραν οι πληροφορίες αλλά τα Σάββατα πήγαιναν με τις φίλες της σε πάρτι, και όλη η βδομάδα ήταν ένα τεράστιο Σάββατο, ανατρέχει με τη φαντασία της στον καιρό όπου στη Γενεύη γνώρισε ένα ντροπαλό αγόρι που δίσταζε να της μιλήσει. Κι έπειτα είναι και τα απογεύματα, το απογευματινό σχολείο, το απόγευμα που θυμίζει αυτούς που λείπουν, ενώ το πιο ωραίο πράγμα στον κόσμο είναι σιγά σιγά να νυχτώνει.
     Η εναλλαγή παρόντος παρελθόντος, με άξονα τη ζωή της Ρέας και τους συνειρμούς της, ενδυναμώνει την ανάγκη να εξηγήσει, όχι μόνο γιατί άφησε τον Γιάννη (δεν κινήθηκε εναντίον του, υπάρχει μεγάλη διαφορά, χάθηκε από προσώπου γης, δεν τον εγκατέλειψε), αλλά να καταλάβει τα δικά της σκοτάδια, αυτά που δεν εξηγούνται εύκολα (καμιά εξήγηση δεν στέκεται στα πόδια της). Αρχικά, η Κυψέλη, το κέντρο του κόσμου (γνωστού και αγνώστου, ορατού και αοράτου, κρυφού και φανερού) μέχρι τον Αύγουστο του 1968, μέχρι να έρθει … η τηλεόραση, η τηλεόραση που έφερε ανάκατο όλο το σαλόνι μετακινώντας τα έπιπλα γιατί δεν είχαν πολύ να τη βάλουν. Αλλά και ο Ιούλιος του ’65 αναφέρεται σαν ορόσημο ανάμεσα σε μια εποχή που το «παρόν μεγάλωνε όπως όπως με τη βοήθεια των αιώνων» ενώ τώρα «ήρθε ο ξανθός κόσμος και το ξεσήκωσε».
     Ανάλαφρη στέκεται η εικόνα του μοναδικού λεωφορείου της Πάτμου, της «Κλούβας» όπου οι επιβάτες έκαναν τον σταυρό τους «λες και ξεκινούσαν για την αργοναυτική εκστρατεία», και όπου η Ρέα, αιχμάλωτη περιτριγυρισμένη από μαυρισμένα κορμιά, στριμωγμένη μέσα στον «ξανθό κόσμο» αναπολεί τις μικρές επαναστάσεις της εφηβείας (π.χ. τσιγάρο μπροστά στον πατέρα).
     Ένα σημαδιακό ορόσημο γίνεται στη συνείδηση της Ρέας ο Αύγουστος του 1968, όπου όλα μετατοπίστηκαν ή εκτοπίστηκαν, όπως τα έπιπλα της μαμάς, ο θρυλικός κινηματογράφος Κυψελάκι που γκρρεμίστηκε, και η Κυψέλη έγινε το «χαμένο κέντρο του κόσμου». Η ηρωίδα και οι φίλες της είναι 18 περίπου χρονών, παντρεύτηκαν σχεδόν ταυτόχρονα (θέλησαν να προλάβουν κάτι, να σφραγίσουν κάτι, να προβλέψουν κάτι, να ολοκληρώσουν κάτι) και τράβηξαν ένα χι, γιατί -στο φαντασιακό τους- η μόνη αληθινή επιθυμία μετά τον Αύγουστο του 68 ήταν να λες ό, τι θέλεις και να κάνεις το αντίθετο! Έτσι, επιλέγουν για την Έρση (που δεν ήταν η ομορφότερη ήταν η ωραιότερη) ένα νυφικό που να μην είναι ακριβώς νυφικό αλλά «ο μακρινός απόηχος του νυφικού» -μια νοοτροπία που αντανακλά την τάση της εποχής να απορρίπτει μεν τις αστικές αγκυλώσεις αλλά ακροβατώντας στα όρια του κοινοτικού βίου και της ατομοκεντρικής αντίληψης.
    Η ίδια αντιφατική και αμφίθυμη διάθεση χαρακτηρίζει τη Ρέα σε σχέση με την εκκλησία που επισκέπτεται στο θρησκευτικό νησί,  της έρχεται να κάνει τον σταυρό της και δεν τον κάνει γιατί χιλιάδες φίλοι μέσα της της λένε να μην τον κάνει, ποιο είναι το νόημα ν’ ανάψει κερί αυτή, που τον Αύγουστο του 71 την ώρα που όλοι ήταν στην εκκλησία με την παρέα της πήγαιναν να καπνίσουν (κάνοντας μεγάλα σχέδια, η ζωή ήταν αλλού, παντού αλλού εκτός από δω). 
     Το παγκόσμιο χωριό
     Παλιά υπήρχαν τρία μέρη στον κόσμο· η Κυψέλη, η Ελλάδα και ο πλανήτης γη.
     Είναι φανερό ότι κοινός παρονομαστής σε όλη αυτήν την συνειρμική και εσωτερική αφήγηση είναι η ταχεία μεταμόρφωση του κόσμου υπό το πρίσμα της παγκοσμιοποίησης, η εισβολή του δυτικού (φωτογραφικού, τουριστικού, διαφημιστικού κλπ ) κόσμου στους ρυθμούς της Ανατολής. Αυτό γίνεται όλο και πιο φανερό προς το τέλος του βιβλίου, όπου οι αναφορές στο «σχίσμα» αλλά και σε σταυροφόρους, αυτοκράτορες και αρχηγούς γαλαξιακών αυτοκρατοριών πυκνώνουν (ο Αλέξιος Κομνηνός, ο Βαλδουίνος και ο Γοδεφρείδος Βιλλαρδουίνος, μέχρι και ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος), ως «άνθρωποι των άλλων εποχών» που τώρα –ίσως;- έχουν εκτοπιστεί από τον «ξανθό κόσμο», ενώ με σατιρικό τόνο αναφέρεται, πάλι διάσπαρτα, ότι όλη αυτή η εισβολή (φωτογράφοι, κρουαζιερόπλοια, τουρίστες) κλπ είναι πιο επικίνδυνοι από τους σταυροφόρους (π.χ. ο αυτοκράτορας προσπάθησε να αντισταθεί στη διαδικασία που θα κατέληγε στα κρουαζιερόπλοια και, βέβαια, δεν τα κατάφερε). Το χάσμα μεταξύ Ανατολής και Δύσης υποβόσκει (σας έπεισε ο Βαλδουίνος ότι έχετε ανάγκη από πολιτικές επιστήμες), και το Βυζάντιο αναφέρεται σαν ένας χαμένος κόσμος με κλεμμένους θησαυρούς.
     Ομολογώ ότι αυτές οι αναφορές, αν και σε σουρεαλιστικό πλαίσιο, με κούρασαν και με απώθησαν. Ωστόσο, δεν είναι σε βαθμό που να «καπελώνει» η –νεορθόδοξη;- ιδεολογία την αφήγηση που σίγουρα είναι διαποτισμένη από ένα είδος ρομαντισμού, μια νοσταλγία για το «παλιό», και που κρύβει τη νοσταλγία για το αυθεντικό: τη μουσική που την ήξεραν όλοι κι ας μην την έπαιζε το ραδιόφωνο, τους χορούς πιασμένοι σε κύκλο χωρίς να συζητάς ποτέ γι’ αυτούς, να βρίσκεις έστω σαράντα λέξεις αλλά να είναι δικές σου, να είσαι σαν τους αμίλητους γέρους που είναι πάντα εκεί, να θυμάσαι τις ασυνάρτητες ιστορίες ασήμαντων γυναικών τριάντα ή χιλιάδες χρόνια πριν, προσπαθώντας να εντοπίσεις σ’ ένα αόρατο νησί το χαμένο νήμα που τις συνέδεε.
Χριστίνα Παπαγγελή

 

Τετάρτη, Νοεμβρίου 06, 2024

Μαθήματα, Ίαν Μακ Γιούαν

     Ο συναρπαστικός συγγραφέας που γνωρίσαμε στην «Εξιλέωση», στην «Έμμονη αγάπη» , στην «Επιχείρηση ζάχαρη», στο «Νόμος περί τέκνων» (και σε άλλα έργα βέβαια, αλλά προσωπικά μου άρεσαν πιο πολύ τα παραπάνω), με χαρακτηριστικά την -σχεδόν- πάντα επίκαιρη, πρωτότυπη και ανατρεπτική πλοκή και την διεισδυτική ψυχογραφική του γραφή, επανήλθε δυναμικά με το πιο πρόσφατο βιβλίο του (2022) που μεταφράστηκε και κυκλοφόρησε στην Ελλάδα το 2023. Θα συμφωνήσω δηλαδή με τον Γιάννη Καλογερόπουλο[1] στο ότι για μένα υπήρξε μια περίοδος που δεν με ενθουσίαζαν τα -καλογραμμένα πάντα- έργα (όπως π.χ. το Άμστερνταμ), γι’ αυτό ήταν έκπληξη που το καινούργιο βιβλίο του Γιούαν δεν μπορούσα να το αφήσω απ’ τα χέρια μου. Δεν με κούρασε, παρά μόνο λίγο στην αρχή, και δεν ήταν καθόλου προβλέψιμο, μέχρι τέλους. Φυσικά, δεν είναι αυτά ούτε επαρκή, ούτε αναγκαία κριτήρια για την αξία ενός μυθιστορήματος! Ούτε ότι… είναι πολύ συμπαθής ο κεντρικός ήρωας (που μπορεί να ακούγεται ρηχό/επιφανειακό/παιδικό), όμως είναι κριτήρια για την απόλαυση του κειμένου, που στο κάτω κάτω είναι ζητούμενο!
     Ο κεντρικός ήρωας λοιπόν, ο Ρόλαντ Μπέινς, στο αφηγηματικό σήμερα είναι 37 χρονών, με ρευστή επαγγελματική απασχόληση (γράφει ποιήματα, είναι μουσικός, είναι δημοσιογράφος, είναι άνεργος), και εγκαταλελειμμένος από την γυναίκα του, τη γερμανοαγγλίδα Αλίσσα, η οποία εξαφανίστηκε ξεκόβοντάς του κάθε δρόμο επικοινωνίας, αφήνοντάς τον με μωρό της αγκαλιάς, τον Λόρενς. Η Αλίσσα, έχοντας και η ίδια πολλά προβλήματα με τη δική της οικογένεια -που τα μαθαίνουμε εν καιρώ- δεν αφήνει κανένα ίχνος πίσω της και δεν αναζητά ποτέ την οικογένειά της. Γνωρίζουμε σχεδόν από την αρχή ότι θέλει να αφοσιωθεί στην συγγραφή, και καθώς περνούν οι δεκαετίες καταφέρνει όντως να γίνει μία από τις πιο καταξιωμένες και δημοφιλείς συγγραφείς της χώρας. Ο παρατημένος σύξυλος σύζυγος -που αρχικά θεωρήθηκε και ύποπτος για την εξαφάνιση της συζύγου του-, αντιδρά μάλλον παθητικά, δηλαδή αποδέχεται την δύσκολη αυτή κατάσταση με σπάνια ωριμότητα και καρτερία (έχει μόλις μια βδομάδα που έφυγε. Φτάνει πια η αδυναμία! Ήταν πολυτέλεια σ’ αυτή τη φάση, όταν πάνω απ’ όλα χρειαζόταν στιβαρότητα ο Ρόλαντ/είχε την εντύπωση ότι τα πάντα γύρω του επέβαλλαν την παρουσία τους, λες και τον είχαν κατεβάσει από ένα λησμονημένο μέρος σε τούτη τη συνθήκη, σε μια ζωή που του είχε παραχωρήσει κάποιος άλλος, σ’ ένα σπίτι που μόλις είχε αδειάσει από τον προηγούμενο ένοικό του, το σπίτι που δεν ήθελε να αγοράσει και δεν μπορούσε να αντέξει οικονομικά. Το παιδί στην αγκαλιά του που ποτέ δεν περίμενε ούτε χρειαζόταν να το αγαπά τόσο).
     Ένας πρώτος άξονας μυστηρίου λοιπόν διατρέχει τη ζωή του Ρόλαντ στο «σήμερα» (θα εμφανιστεί ποτέ η απαράδεκτη, άπονη, εγωκεντρική γυναίκα του; Θα αναζητήσει τον γιο της; Θα την αναζητήσει εκείνος; Πώς θα δικαιολογήσει η ίδια η Αλίσσα αυτήν την απολύτως έκρυθμη και πρωτάκουστη δοκιμασία στην οποία υπέβαλε τον άντρα της αλλά κυρίως το μωρό της αγκαλιάς; Και κυρίως, αξίζει μπροστά στην καλλιτεχνική καριέρα να θυσιάζεις ανθρώπινες ζωές, και να δοκιμάζεις τις αντοχές κα τα συναισθήματα ανθρώπων που υποτίθεται ότι αγαπάς;).
     Καθώς ο αναγνώστης περιμένει απαντήσεις σ’ αυτά τα καυτά ερωτήματα, ο συγγραφέας με πολλά φλας μπακ και με λεπτομερείς αλλά καίριες/χαρακτηριστικές σκηνές-επεισόδια, μας παρουσιάζει καλύτερα τον ήρωά του. Πρόκειται για το ψυχογραφικό πορτρέτο ενός ανθρώπου που φαίνεται συνηθισμένος αλλά εντέλει οι επιλογές του αποδεικνύουν μάλλον το αντίθετο, καθώς κάποια ασυνήθιστα περιστατικά τον φέρνουν μπροστά σε όρια όπου πρέπει να πάρει δύσκολες αποφάσεις. Η αφήγηση γίνεται όχι στο εξομολογητικό και εύκολο για έκφραση βαθιών συναισθημάτων α΄ενικό, που προσωπικά το προτιμώ, αλλά από τον παντογνώστη αφηγητή, στο πιο αποστασιοποιημένο γ΄ενικό. Παρόλ’ αυτά, η μαστοριά του συγγραφέα είναι τέτοια, που δε αφήνει κενά στην ενδόμυχη παρουσίαση του ψυχικού κόσμου του ήρωα.
     Το νεφέλωμα ήταν ένα αποδεκτό χαρακτηριστικό της ζωής
     Ο Ρόλαντ Μπέινς γεννήθηκε το 1949 έχοντας ήδη δύο μεγαλύτερα ετεροθαλή αδέρφια αλλά ο ίδιος με τους δύο γονείς του, ακολουθώντας τον επίλαρχο πατέρα του μεγάλωσε μέχρι τα δέκα του χρόνια στη Λιβύη -όπου μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο παρέμεινε βρετανικό απόσπασμα στη χώρα- αλλάζοντας πέντε-έξι δημοτικά σχολεία (επί έξι χρόνια η οικογένεια Μπέινς ζούσε σε μια σκοτεινή ρωγμή της ιστορίας). Όταν ο Ρόλαντ έκλεισε τα 11 χρόνια του, τελειώνοντας δηλαδή το δημοτικό, έπρεπε να σταλεί σε οικοτροφείο στην Αγγλία, προκειμένου και να ξεκολλήσει από τα φουστάνια της μητέρα του, κατά τον επίλαρχο (είναι χαρακτηριστικό του Γιούαν ότι μέσα από τα μυθιστορήματά του αναδεικνύεται ένα μέρος της κουλτούρας και της ιστορίας των βρετανών), αλλά και να πάρει τη μόρφωση που και οι δυο του γονείς είχαν στερηθεί. Είναι επίσης η εποχή που ο αραβικός εθνικισμός έχει φουντώσει και οι βρετανικές οικογένειες στην Β. Αφρική δεν ήσαν πια ασφαλείς.
     Ήδη ο δεύτερος άξονας μυστηρίου σχετικά με τον βίο του Ρόλαντ έχει τεθεί: γιατί η Σούζαν και ο Χένρυ (τα ετεροθαλή αδέρφια, πολλά χρόνια μεγαλύτερα) δεν είχαν μεγαλώσει με τη μητέρα τους; δεν έθετε αυτά τα ερωτήματα, δεν τα σκεφτόταν καν. Ήταν συστατικά στοιχεία του νεφελώματος που σκιάζει τις οικογενειακές σχέσεις. Αυτό το νεφέλωμα ήταν ένα αποδεκτό χαρακτηριστικό της ζωής), και θα έλεγα ότι το αποδεκτό αυτό νεφέλωμα (σημειωτέον ότι ο κόσμος ποτέ δεν έπρεπε να μάθει ότι τα δυο μεγαλύτερα αδέρφια είχαν άλλον πατέρα) παγιώνεται στον χαρακτήρα του Ρόλαντ καθώς ενηλικιώνεται (το να μη μιλάει γι’ αυτό φαινόταν σωστό και λογικό).
     Η προσαρμογή του μικρού αγοριού στον πειθαρχημένο κόσμο του οικοτροφείου (στις κοινωνίες της δύσης) είναι ένα συνηθισμένο θέμα στα μυθιστορήματα και πάντα γοητευτικό. Ο Ρόλαντ κερδίζει τους καινούργιους του φίλους με το ταλέντο του στις βραδινές αφηγήσεις, όταν μέσα στο σκοτάδι τα αγόρια έλεγαν ιστορίες με φαντάσματα και περιπέτειες. Ίσως τότε διαμορφώθηκε και η κλίση του στην έκφραση μέσω της γλώσσας, κάτι που οδήγησε στα ατέλειωτα σημειωματάρια/ημερολόγια της ενήλικης ζωής του. Άλλωστε, αποδείχτηκε και μεγάλο ταλέντο στο πιάνο, κι αυτό ήταν μοιραίο για όλη την πορεία της ζωής του… όχι όμως με τον τρόπο που θα μπορούσε κανείς να προβλέψει. Και δω παρεμβαίνει η επινοητική ικανότητα του συγγραφέα.
     Η ενηλικίωση του Ρόλαντ ξέφυγε από τα συνηθισμένα όρια όταν στα 11 του χρόνια -όταν δηλαδή μετακόμισε στην Αγγλία-, παρακολουθώντας μαθήματα πιάνου με την μόλις 22χρονη Μίριαμ Κορνέλ, γεννήθηκε ένας πρωτοφανής δεσμός, ανάμεσα στο αδέξιο αλλά ταλαντούχο αγοράκι και την αισθησιακή γυναίκα. Δεν ήταν και δεν μπορούσε να είναι εξαρχής ερωτική αυτή η σχέση αλλά τέθηκαν εξαρχής ολοφάνερα τα σημάδια της αισθαντικής εξουσίας που ασκούσε η δασκάλα απέναντι στον Ρόλαντ (νόμιζα ότι είπες ότι δεν είσαι μωρό/τα χέρια σου είναι αηδιαστικά βρώμικα/μας λείπει η μαμάκα/κοίτα τα χάλια σου). Μια σχέση που εξελίχθηκε κάποια στιγμή, μετά από ένα διάστημα απουσίας τριών χρόνων, σε θυελλώδη ερωτική, ενώ η χειριστική Μίριαμ συνεχίζει με τον τρόπο της να απαιτεί και να ταπεινώνει τον αναστατωμένο έφηβο. Τον ταράζει, τον καθοδηγεί, τον διατάζει κι εκείνος ενδίδει σ’ ένα πάθος απρόσκλητο (παρότι τον τρόμαζε, την εμπιστευόταν και ήταν έτοιμος να κάνει ό, τι του ζητούσε/όλος ο χρόνος που είχε περάσει νοερά μαζί της και, πιο πριν, όλα τα μαθήματα πιάνου που τόσο τον πτοούσαν ήταν μια πρόβα γι’ αυτό που επρόκειτο να συμβεί).
     Είναι ο μεγάλος άξονας του βίου του Ρόλαντ, ή μάλλον ο πρώτος χρονικά (ο δεύτερος που μαθαίνουμε εμείς) και φυσικά ο πιο καθοριστικός για τη διαμόρφωσή του. Γιατί η Μίριαμ, πέραν του ότι βρισκόταν a priori σε θέση εξουσίας λόγω ηλικίας κι επαγγέλματος, δεν ανεχόταν ούτε διαφωνία ούτε ανυπακοή. Ο Ρόλαντ έχει να διαλέξει ανάμεσα στην απέραντη ηδονή και στην ψυχολογική πίεση να συμφωνεί σε όλα με τη Μίριαμ. Προφανώς όμως ένα έξυπνο αγόρι, παρόλη την καλή του πρόθεση, δεν μπορεί να ευθυγραμμιστεί απόλυτα με τα βίτσια μιας γυναίκας, ας ήταν και θεά. Μια κάποια ρωγμή, μια άλφα ρήξη είναι περισσότερο από πιθανή. Η αντίρρησή του στον τρόπο με τον οποίο η Μίριαμ έπαιξε το “Round midnight” (ήθελε να καταστρέψει το κομμάτι και τα κατάφερε) αλλά κυρίως το ότι τόλμησε να της ασκήσει κριτική (το έγκλημά του ήταν ότι της είχε πει ότι δεν το είχε παίξει με τον σωστό τρόπο) την κάνει έξαλλη. Την οδηγεί στην απόρριψη όλης συλλήβδην της τζαζ από μέρους της και γίνεται αφορμή για νέα απομάκρυνση, χωρίς συγκρούσεις και τριβές. Όταν ξαναβρέθηκαν μέσα σ ένα τρελό, πιο ώριμο πάθος πια (τον είχε δεχτεί και πάλι, τον αγαπούσε. Είχε αναστατωθεί και είχε θυμώσει, αλλά της είχε περάσει. Αν για κείνη το ζήτημα θεωρείτο λήξαν, το ίδιο ίσχυε και γι’ αυτόν. Ήταν πολύ μικρός για να κατανοήσει την έννοια της κτητικότητας), ο 16χρονος Ρόλαντ βρέθηκε επί μέρες παγιδευμένος, φυλακισμένος σχεδόν στο σπίτι της, και η μονομερής απόφασή της να παντρευτούν ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι.
     Χώρισαν γιατί ο Ρόλαντ δεν άντεξε· ωστόσο, όπως του είπε χρόνια αργότερα η Αλίσσα η γυναίκα του, η Μίριαμ τού «άλλαξε την καλωδίωση του εγκεφάλου του». Η ζημιά εκδηλωνόταν με πλάγιους τρόπους, έγινε μονόχνωτος και μοναχικός, και σε αντίθεση με τα ήθη της εποχής «το όνειρό του ήταν μια ανυπόφορη μονογαμία, απόλυτα αμοιβαία αφοσίωση, σταθερή δέσμευση στην κοινή αναζήτηση της σεξουαλικής και συναισθηματικής κορύφωσης». Πέρασαν πολλά πολλά χρόνια για να συνειδητοποιήσει ο Ρόλαντ ότι η συμπεριφορά της Μίριαμ ήταν «αχρεία, κατάπτυστη». Και ακόμα περισσότερα, όταν πια λόγω ηλικίας κάνει επισκόπηση όλης του της ζωής, για να συνειδητοποιήσει σφαιρικά την -θετική και αρνητική- σημασία αυτής της ολοκληρωτικής/ανήθικης/καταστροφικής αφοσίωσης στο άλλο πρόσωπο. Σ’ αυτήν όμως τη φάση της ωριμότητας αναφερθώ παρακάτω.
     Δεν είναι τυχαίο που ο Γιούαν βάζει τον ήρωά του να γίνεται «θύμα» δύο γυναικών, ακραίων βέβαια. Ό, τι έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε να κάνει άντρας προς γυναίκα, εδώ αντιστρέφεται: γυναίκα είναι αυτή που «βιάζει» το ανήλικο αγόρι, γυναίκα (και όχι άντρας) εγκαταλείπει σύζυγο και μωρό της αγκαλιάς. Και στην δεύτερη περίπτωση δεν πρόκειται για απλό χωρισμό, γιατί η Αλίσσα και δεν θα γυρέψει ποτέ την οικογένειά της, και κανείς δεν ξέρει πού βρίσκεται για πολλά πολλά χρόνια, μέχρι που γίνεται δημοφιλής με το συγγραφικό της έργο.
     Τα ερωτήματα και οι μισοτελειωμένες λοιπόν υποθέσεις συσσωρεύονται για τον ήρωα (και τον αναγνώστη). Η πορεία της ζωής του Ρόλαντ γίνεται πολύ τεθλασμένη. Μόνο να πούμε ότι μετά την περίοδο κρίσης με την Μίριαμ εγκαταλείπει το σχολείο. Δεν τελείωσε καν τις μουσικές του σπουδές, στις οποίες ήταν μεγάλο ταλέντο αλλά άρχισε να εργάζεται περιστασιακά εδώ και κει, ως δημοσιογράφος με άρθρα σε εφημερίδες, κυρίως όμως ως μουσικός σε μπαρ, ξενοδοχεία κλπ (παράτησα νωρίς το σχολείο κι έκανα τις πιο ετερόκλητες δουλειές. Δεν έχω ρίζες. Στην οικογένειά μας δεν υπήρχαν πεποιθήσεις, δεν υπήρχαν αρχές, δεν υπήρχαν ιδέες που τις εκτιμούσαμε και τις σεβόμασταν. Γιατί ο πατέρας μου δεν είχε τίποτα τέτοιο. Στρατιωτικές ασκήσεις και διαταγές, κανονισμοί αντί για ηθικές αξίες). Παρακολουθούμε από κοντά, με φλας μπακ αλλά και με συνειρμικές συνδέσεις άπειρα μικρά και μεγάλα περιστατικά που φωτίζουν όχι μόνο την προσωπικότητα του Ρόλαντ, αλλά και των υπόλοιπων ηρώων.
     Φυσικά βλέπουμε τη γνωριμία και τη σχέση με την Αλίσσα που οδηγεί σε γάμο, ενώ μεγάλο ενδιαφέρον έχει η εγκιβωτισμένη ιστορία της μητέρας της Αλίσσα, μιας πολύ δυναμικής γερμανίδας που είχε διασυνδέσεις με το «Λευκό ρόδο»[2] στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου αμέσως μετά την εκτέλεση των έξι βασικών μελών της. Η Τζέιν ετοίμαζε να γράψει άρθρο γι’ αυτήν την αντιστασιακή ομάδα, ενώ αποκαλύπτεται ότι κρατούσε μυστικό ημερολόγιο με την περιπετειώδη, τυχοδιωκτική της νιότη. Αντίστοιχα, ο πατέρας της Αλίσσα, ο Χάινριχ («δυναμικός άνθρωπος με παλιοκαιρίσιες αντιλήψεις») ήταν μέλος του «Λευκού Ρόδου» και θαυμαστής του κινήματος «Γαλάζιος Καβαλάρης»[3]. Είχε επομένως «βαριά κληρονομικότητα» η Αλίσσα, έντονη ανταγωνιστικότητα με τη μητέρα και ο συγγραφέας μας δίνει στοιχεία για να δικαιολογήσουμε – ενμέρει- τις επιλογές της.
     Άλλο μεγάλο κεφάλαιο στο οποίο εμπλέκεται συναισθηματικά ο Ρόλαντ είναι η προσέγγιση των φίλων του Φλόριαν και Ρουθ, ανατολικογερμανών, και όλες οι σχετικές αναφορές στο χάσμα μεταξύ Α. Γερμανίας και Δ. Γερμανίας. Παρακολουθούμε την κορύφωση του Ψυχρού πολέμου, αλλά και την πτώση του τείχους μέσα απ’ αυτήν την διαπροσωπική σχέση, που είναι τόσο πολύτιμη για τον Ρόλαντ. Εν γένει, σε όλο το βιβλίο υπάρχει διάχυτο το πολιτικό κλίμα της εποχής, αναφορές στη Θάτσερ, στον Τόνι Μπλερ και την διαψευσμένη ελπίδα που έφερε στο κόμμα του (ο Ρόλαντ είναι μέλος του Εργατικού Κόμματος , σχετικά ενεργός), σε σκάνδαλα (όπως το σκάνδαλο Προφιούμο), στο Τσερνόμπιλ και τον αντίκτυπο στη Βρετανία κλπ. Αναμφιβήτητα, ο Ρόλαντ είναι ένα πολιτικοποιημένο άτομο, με πολλές ευαισθησίες, έχοντας απόλυτη συνείδηση ότι είναι γεννημένος στην τυχερή πλευρά του πλανήτη (το δικό του λευκό κελί -ένα μάθημα πιάνου, μια πρόωρη ερωτική ιστορία, μια χαμένη εκπάιδευση, μια αγνοούμενη σύζυγος- ήταν συγκριτικά, μια πολυτελής σουίτα).

Στην επισκόπηση μιας ζωής δεν ήταν φρόνιμο να παραδέχεται κανείς πάρα πολλές ήττες
«Όταν σκεφτόταν τα πολλά και ποικίλα σφάλματά του
στη διάρκεια της ζωής του,
όταν επιχειρούσε μια μακρά και ενδελεχή αναδρομή,
αισθανόταν ότι του έλειπε αυτή η άμεση,
αυτόματη και γειωμένη αίσθηση του σωστού»
     Καθώς ο ήρωάς μας μεγαλώνει, συμβαίνουν κι άλλα πολύ σημαντικά γεγονότα στη ζωή του, κι από πατέρας γίνεται παππούς και γενικότερα περνά σε μια ηλικία ωρίμανσης και αναστοχασμού, όπου τα τραυματικά γεγονότα παίρνουν διαφορετικό νόημα. Μια αδήριτη ανάγκη τον ωθεί να αναδιευθετεί διαρκώς το παρελθόν, να το ερμηνεύει και να το ανασυντάσσει. Ο σπουδαίος συγγραφέας, παρόλο που δεν χρησιμοποιεί το εξομολογητικό α΄ ενικό, έχει έναν αβίαστο τρόπο γραφής ώστε να συμμεριζόμαστε εμείς οι αναγνώστες τις εσώτερες σκέψεις, και να συμ-πάσχουμε μ’ έναν χαρακτήρα μάλλον καρτερικό και με υψηλή ενσυναίσθηση (π.χ. μας καταπλήσσει το γεγονός ότι εντέλει αναγνωρίζει την μεγάλη αξία των έργων της Αλίσσα και παραδέχεται ότι ίσως ήταν πράγματι αναγκαίο να απομονωθεί η συγγραφέας για να γράψει).
     Είναι το μέρος του βιβλίου που με γοήτευσε περισσότερο απ’ τ’ άλλα. Γιατί ο Ρόλαντ, παρόλο που δεν αντιδρά «δυναμικά» σ’ αυτά που του συμβαίνουν, έχει υψηλή κρίση, μνήμη κι ευαισθησία. Μπορεί να διακρίνει ο αναγνώστης μια παθητικότητα, ωστόσο έχει και θάρρος, το θάρρος να αντικρίσει κατάματα τα τραύματά του και να αναλάβει το δικό του μέρος της ευθύνης. Άλλωστε, είναι δείγμα της ωρίμανσης που φέρνει η ηλικία, να βλέπει κανείς πολλές αναγνώσεις μέσα στο ίδιο έργο (τα σφάλματα διαλύονταν σε ερωτήματα, υποθέσεις ακόμα και οφέλη: ο ολέθριος γάμος έφερε τον Λόρενς, η εγκατάλειψη των μουσικών σπουδών του χάρισε τη τζαζ, κλπ κλπ)
     Αρχικά, καθώς μπαίνει στην τρίτη ηλικία, επιδιώκει να απαντήσει πια στα ερωτήματα τη ζωής του, αρχικά επιδιώκοντας συνάντηση με την Αλίσσα (είχε ήδη προσπαθήσει ο ενήλικος Λόρενς και τον έδιωξε η Αλίσσα), αλλά και με την Μίριαμ, 40 χρόνια μετά από το τρελό εκείνο πάθος.
     Και οι δύο συναντήσεις είναι συγκλονιστικές και λυτρωτικές, όχι με τον τρόπο που μπορεί κανείς να προβλέψει. Η Αλίσσα, πάντα παρούσα μέσω του παιδιού, εφήβου, νεαρού Λόρενς που κάθε τόσο ρωτάει για τη μάνα του, συσσωρεύει βραβεία αλλά η μοναδική συνάντηση, τυχαία, με τον Ρόλαντ όσο είναι ακόμα νέοι αποβαίνει άκαρπη (Μια κοσμοϊστορική στιγμή όφειλε να είναι ηχηρή. Ωστόσο ο Ρόλαντ δεν ήξερε ακόμα τι ήθελε. Να απαιτήσει μια εξήγηση, να ικανοποιήσει την περιέργειά του, να εκτοξεύσει κατηγορίες, να εκθέσει τις πληγές του;). Οι «εξηγήσεις» της σκορπούν στον αναγνώστη κύματα οργής για τον εγωιστικό τους πυρήνα και στον Ρόλαντ νέα σύγχυση (ήταν από καιρό συμφιλιωμένος με τη μονογονεϊκή καθημερινότητά του/ήταν καιρός να ξεπεράσει τούτη την αγανακτισμένη φωνή που ηχούσε αδιάκοπα μέσα στο κεφάλι του).
     Ο Ρόλαντ συνεχίζει παρόλ’ αυτά να παρακολουθεί την καριέρα της πρώην συζύγου του, να διαβάζει εναγωνίως τα μυθιστορήματά της και να ψάχνει ίχνη για να εξηγήσει τη συμπεριφορά της. Χρόνια αργότερα, συμμετέχοντας σε μια ομιλία για τον Ρόμπερτ Λόουελ[4]( γνωστός ποιητής ο οποίος για τις «ανάγκες» της ποίησης υπέκλεψε επιστολές και τηλεφωνήματα της γυναίκας του), άκουσε επιτέλους τις φράσεις που έπρεπε να ακούσει: «Ήταν αδιάφορο αν η σκληρότητα είχε γεννήσει σπουδαία ή απαράδεκτη ποίηση. Μια σκληρή πράξη παρέμενε σκληρή πράξη».
     Ωστόσο, είναι πολύ αργά πια για τον Ρόλαντ να αναζητήσει δικαιοσύνη, ή έστω δικαίωση (είχε περάσει πάρα πολύς καιρός. Ήταν νεκρή υπόθεση. Το τι σκεφτόταν ο ίδιος ή οποιοσδήποτε άλλος δεν είχε καμιά σημασία. Αν είχε γίνει ζημιά, αυτή αφορούσε τον Λόρενς). Παρόλ’ αυτά η ιστορία τους δεν τελειώνει εδώ. Όταν, 60άρης πια, ξανασυναντά την Αλίσσα, μετά από 20 ακόμη χρόνια, εκείνη είναι μεγάλη συγγραφέας, αλλά ανήμπορη και οι διάλογοι άκαιροι, αλλά λυτρωτικοί.
 Η παρόρμηση για εκδίκηση ή δικαιοσύνη έσβησε μέσα μου μόλις συναντηθήκαμε
     Ο ηλικιωμένος Ρόλαντ οργάνωσε την όψιμη συνάντησή του με τη Μίριαμ σκόπιμα, παρόλο που δεν ήταν εύκολο. Παρόλο που είχε το νόμιμο δικαίωμα να την καταγγείλει, οι προθέσεις του ήταν ασαφείς. Οι ανατροπές σ’ αυτό που αντίκρισε σε σχέση μ’ αυτό που περίμενε ήταν μεγάλες, κι ο εκβιασμένος διάλογος ακόμα πιο απελευθερωτικός. Απελευθερωτικός όχι γιατί η Μίριαμ έδωσε κάποιες εξηγήσεις (που τις παραχώρησε με απόλυτη αξιοπρέπεια) αλλά γιατί δόθηκε η δυνατότητα στον Ρόλαντ να δει και τη «σκοτεινή πλευρά της σελήνης», την δική του έστω παιδική πλευρά, αλλά επειδή συνειδητοποιεί ότι στη ζωή του είχε πάρει ένα μεγάλο δώρο:
 …σε κείνη την αντιπαράθεση δεν είχαν τολμήσει να μιλήσουν γι’ αυτό που τους συνέδεσε, για την εμμονική, κατακλυσμιαία, απεριόριστη, επαναλαμβανόμενη χαρά που ήταν επίσης παράνομη, ανήθικη, καταστροφική.
Χριστίνα Παπαγγελή
[1] «Ο ΜακΓιούαν είναι ένας από τους συγγραφείς που έχω κατά νου ως άνισους. Μια πρώτη περίοδος εντυπωσιακή, με βιβλία που μου άρεσαν πολύ (Ξένοι στη Βενετία, Ο τσιμεντόκηπος, Ο αθώος, Μαύρα σκυλιά, Εξιλέωση, Άμστερνταμ, Στην Ακτή), με μια συνέχεια όμως καθόλου αντάξια. Και η περίπτωσή του δεν υπόκειται στην κατηγορία πως ήταν καλά βιβλία αλλά όχι του επιπέδου του, ήταν βιβλία που δεν μου άρεσαν, σίγουρα όχι κακογραμμένα, αλλά όχι του γούστου μου. Όταν κυκλοφόρησαν τα Μαθήματα, το ένστικτό μου ενεργοποιήθηκε, να δεις που αυτό θα είναι ένα ωραίο μυθιστόρημα, ισχυριζόταν. Μου έκανε εντύπωση αυτή η προδιάθεση, πίστευα πως, στον ωκεανό των βιβλίων που θέλω να διαβάσω, τα δικά του δεν ήταν πια μέρη που θα ήθελα να εξερευνήσω, να διαβάσω κάποιο παλιό βιβλίο του ξανά ναι, αλλά ως εκεί. Τόση εντύπωση μου έκανε η προδιάθεση αυτή που σχεδόν αμέσως το έπιασα στα χέρια μου, ήθελα να διαβάσω κάποιο πολυσέλιδο, χορταστικό μυθιστόρημα και από τα τόσα αδιάβαστα τράβηξα αυτό από τη στοίβα. Άβυσσος η ψυχή του αναγνώστη, διόλου υπάκουη στη λογική, συχνά παρορμητική και υποταγμένη σε μεγάλο βαθμό στο ένστικτο». (https://no14me.blogspot.com/2023/09/mathimata-ian-mcewan.html).


[2] Το Λευκό Ρόδο ήταν αντιστασιακή οργάνωση που έδρασε στη ναζιστική Γερμανία από τον Ιούνιο του 1942 μέχρι τον Φεβρουάριο του 1943. Στο διάστημα αυτό, τα μέλη της, που ήταν κυρίως φοιτητές, τύπωσαν σε χιλιάδες αντίτυπα και έριξαν στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου έξι φυλλάδια, με τα οποία προσπάθησαν να αφυπνίσουν τον γερμανικό λαό και να τον ξεσηκώσουν κατά του ναζιστικού καθεστώτος (https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9B%CE%B5%CF%85%CE%BA%CF%8C_%CE%A1%CF%8C%CE%B4%CE%BF).
[3] https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9F_%CE%93%CE%B1%CE%BB%CE%AC%CE%B6%CE%B9%CE%BF%CF%82_%CE%9A%CE%B1%CE%B2%CE%B1%CE%BB%CE%AC%CF%81%CE%B7%CF%82
[4] https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A1%CF%8C%CE%BC%CF%80%CE%B5%CF%81%CF%84_%CE%9B%CF%8C%CE%BF%CF%85%CE%B5%CE%BB%CE%BB

Τρίτη, Οκτωβρίου 22, 2024

Herscht 07769, Λασλό Κραζναχορκάι -Η ιστορία Μπαχ του Φλόριαν Χερστ

Ήθελε πολλές φορές να σταματήσει να λέει
«ο θαυμαστός κόσμος των σωματιδίων»,
ενώ ο κόσμος των στοιχειωδών σωματιδίων
κάθε άλλο παρά θαυμαστός είναι,
μάλλον φοβερός
     Ένα ακόμα συγκλονιστικό βιβλίο μας χάρισε ο Ούγγρος συγγραφέας, που με την ιδιότυπη γραφή του αγγίζει πάντα θεμελιώδη ζητήματα πολιτικά, κοινωνικά, υπαρξιακά της σύγχρονης εποχής (εδώ θα βρείτε τις αναγνώσεις από το «Πόλεμος και πόλεμος» και το «Η επιστροφή του βαρόνου Βενχάιμ»). Ο Κραζναχορκάι βάζει στον καμβά μια ιστορία με όλες τις πτυχές, όλες τις εικόνες και τις αντιφάσεις των ηρώων του σαν ιμπρεσιονιστής ζωγράφος, συνθέτοντας ένα τεράστιο πίνακα με παράλληλες δυναμικές, με οξυδέρκεια προσεκτικού παρατηρητή και ψυχολόγου, χωρίς να αναλύει, να ερμηνεύει ή να αξιολογεί.
     Όπως έχω αναφέρει και στις προηγούμενες αναρτήσεις, το ιδιαίτερο ύφος με το οποίο πετυχαίνει αυτό το πληθωρικό και πολυδιάστατο αποτέλεσμα, ίσως αποθαρρύνει αρχικά τον αναγνώστη: πρόκειται για μια ατέρμονη, σχεδόν παραληρηματική αφήγηση, χωρίς τελείες και παραγράφους (σ’ αυτό μοιάζει με τον Ζ. Σαραμάγκου), που απαιτεί αργό και προσεκτικό ρυθμό ανάγνωσης. Ωστόσο, υπάρχει πλοκή με ροή, χαρακτήρες ξεκάθαροι, μύχιες σκέψεις και συναισθήματα, χαρακτηριστικές λεπτομέρειες που φωτίζουν τα γεγονότα, αλληλουχία και συνοχή. Όχι, δεν κουράζεται ο αναγνώστης από εξαντλητικές περιγραφές και αναμασήματα σκέψεων και συμπερασμάτων. Ο συγγραφέας είναι σαν να κρατά έναν φακό και να μας φωτίζει σημείο προς σημείο τα μεμονωμένα μέρη ενός μεγαλύτερου όλου, μιας ενότητας που αποκτά στο τέλος τρομακτικό βάθος. Κι αυτό το όλον είναι τρομακτικό γιατί αφορά τα αδιέξοδα της κοινωνίας μας, φτάνει ως τους πιο εσωτερικούς κι υπαρξιακούς τρόμους, και είναι βέβαια δυστοπικό (όπως ακριβώς και στα δυο βιβλία που ανέφερα παραπάνω).
     Στην περίπτωση του «Herscht 07769» ο μεγάλος πίνακας δείχνει την ανησυχητική άνοδο του νεοναζισμού στη Γερμανία, και συγκεκριμένα στην Θουριγγία (όπου ως γνωστόν στις εκλογές της 1ης Σεπτεμβρίου 2024, ανέβασε τα ποσοστά του το AfD[1]). Δεν είναι ωστόσο εμφανές από την αρχή, όπου η αφήγηση φωτίζει τον βασικό -ιδιόρρυθμο- χαρακτήρα και τον μικρόκοσμό του, τον Φλόριαν Χερστ.
     Φλόριαν Χερστ, ή Χερστ 07769
     Ο φακός λοιπόν αρχικά εστιάζει στον Φλόριαν Χερστ, τον πρωταγωνιστή -καθώς υπαγορεύει και ο τίτλος-, έναν γιγαντόσωμο κολοσσό, έναν αγαθό γίγαντα που ζει σε μια μικρή πόλη της Ανατολικής Θουριγγίας, την Κάνα. Δεν έχουμε λεπτομέρειες για την δύσκολη παιδική ηλικία του Φλόριαν πέραν του ότι είναι ορφανός κα τον έβγαλε από κάποιο ίδρυμα ο Μπόσης. Παρόλο όμως που είναι «σπουδασμένος» φούρναρης (τεχνικό λύκειο), τον έχει στη δούλεψή του ο Μπόσης (πρωταγωνιστικό πρόσωπο κι αυτός), που διατηρεί συνεργείο καθαρισμού (θα πλένουμε τοίχους και όλα τα άλλα που μουντζουρώνουν οι πουτ@νι@ρηδες συνομήλικοί σου καλλιτέχνες των γκράφιτι). Ο Μπόσης πρόσφερε όχι μόνο δουλειά τοιχοκαθαριστή στον Φλόριαν, αλλά του βρήκε και διαμέρισμα, του αγόρασε ρούχα και τον εκπαίδευσε στον καθαρισμό επιφανειών, φρόντισε να παίρνει επίδομα ενοικίου και σε γενικές γραμμές τον έχει υπό την προστασία του. Ο Μπόσης (του οποίου την εθνικόφρονα ιδιοσυγκρασία υποψιάζεται από την αρχή ο αναγνώστης) έχει τον Φλόριαν του χεριού του, αξιοποιεί την τεράστια φυσική του δύναμη αλλά και το αγαθό μυαλό του (ξέρω τα πάντα για σένα, του επαναλάμβανε, ακόμα κι όσα ούτε εσύ ξέρεις για τον εαυτό σου, οπότε θα πρέπει πάντοτε να μου λες τα πάντα/ο Μπόσης έκλεινε τα θέματα πάντα με μια φάπα, κι εκείνος μάζευε το κεφάλι ανάμεσα στους ώμους, λες και αποδεχόταν ότι αυτή ήταν η μοίρα του, η μοίρα του ήταν ο Μπόσης, κι αυτό δεν μπορούσες να το αλλάξεις), τον αποκαλεί χαϊδευτικά «γίιιιιγαντα», και δεν του «επιτρέπει» να έχει μυστικά από τον ίδιο.
     Ωστόσο, ο Φλόριαν καταφέρνει να κρατά καλά φυλαγμένο ένα «μεγάλο μυστικό»: κάθε τόσο συντάσσει κρυφά επιστολές στην… Άνγκελα Μέρκελ, όπου της εκθέτει την απειλή αφανισμού όλου του κόσμου, σύμφωνα με τους νόμους της κβαντικής φυσικής -όπως βέβαια τους καταλαβαίνει ο ίδιος από τα εκλαϊκευμένα μαθήματα φυσικής του «χομπίστα» μετεωρολόγου κ. Κόλερ (το κάτι προέρχεται από το τίποτα, άρα το κάτι θα καταλήξει στο τίποτα/με τον ίδιο αναίτιο τρόπο, όπως ακριβώς τη στιγμή της Πρωταρχικής Έκρηξης/η σχετικότητα του χρόνου και του χώρου και των λεγόμενων γεγονότων αργά ή γρήγορα οδηγεί στη σίγουρη εξαφάνιση της πραγματικότητας). Αυτήν την επιστολή με πάνω κάτω ίδιο περιεχόμενο, την γράφει και την ξαναγράφει, την στέλνει και την ξαναστέλνει, και την υπογράφει μόνο με το επώνυμό του και τον κωδικό της Θουριγγίας(«Χερστ 07769»), εξ ου και ο τίτλος. Είναι συναρπαστική έως ξεκαρδιστική/κωμικοτραγική η προσπάθεια κατανόησης του Φλόριαν του «Διαλόγου μεταξύ του Κάτι και του Τίποτα», κι ακόμα περισσότερο η περιγραφή των εσωτερικών σκέψεών του καθώς επιχειρεί να διατυπώσει στη Μέρκελ τη θεωρία του χάους, με την ελπίδα ότι η καγκελάριος θα συγκαλέσει το Συμβούλιο Ασφαλείας κι όλους τέλος πάντων τους ηγέτες του κόσμου γιατί αυτή η υπόθεση δεν παίρνει αναβολή. Ο Φλόριαν ξημεροβραδιάζεται περιμένοντας την ανταπόκριση της καγκελάριου (μοναδική τους ελπίδα ήταν η κυρία καγκελάριος στο Συμβούλιο Ασφαλείας), ωστόσο, όχι μόνο δεν έρχεται ποτέ απάντηση, αλλά στο ταχυδρομείο οι υπάλληλοι -που συμπαθούν και συμπονούν τον καλοκάγαθο γίγαντα- προσπαθούν να τον προσγειώσουν. Η σιωπή εκ μέρους της καγκελάριου οδηγεί τον Φλόριαν στο… Βερολίνο (δεν είναι δυνατόν να πιστεύεις στα σοβαρά ότι η Άνγκελα Μέρκελ θα σου απαντήσει/μα ναι, το πιστεύω στα σοβαρά, δεν μου έχει μείνει τίποτ’ άλλο να πιστεύω).
     Αυτό το «βασανιστικό» ταξίδι του σπαρακτικά αφελούς Φλόριαν στο Βερολίνο, συγκεκριμένα στο Ράιχσταγκ προκειμένου να δει «αυτοπροσώπως» την καγκελάριο, είναι το «μόνο της ζωής του ταξίδιον» που κράτησε κρυφό απ’ όλους, ακόμα κι από τον κ. Κόλερ (ο οποίος με τη σειρά του βασανίζεται από τύψεις γιατί βλέπει ότι ο Φλόριαν έχει «βολευτεί σε μια κοσμοεξήγηση που βασίζεται σε μια παρεξήγηση»). Η περιγραφή αυτής της «επιχείρησης» -που είναι διάσπαρτη σε διάφορα σημεία του μυθιστορήματος-, φαίνεται από όλα τα στοιχεία ότι ήταν περιπετειώδης, ωστόσο η σιγουριά του -γελοίου κατά τ’ άλλα- Φλόριαν δεν κάμφθηκε μπροστά στη θέα του γερμανικού κοινοβουλίου (το αντίκρισε, και ήξερε αμέσως ότι οι επιστολές του δεν άξιζαν φράγκο, απ’ αυτές ήταν αδύνατον να καταλάβουν τι ήθελε). Φυσικά, οι φύλακες τον έδιωξαν κακήν κακώς και κείνος ένιωθε φρικτά γιατί ήξερε ότι κάπου μέσα σ’ εκείνο το κτίριο η κυρία Μέρκελ τον περίμενε…
     Ο άλλος άξονας που διαπερνά τον -ελαφρώς διαταραγμένο- ψυχισμό του Φλόριαν είναι η αγάπη του στη μουσική του Μπαχ. Κάθε Σάββατο ο Μπόσης διευθύνει πρόβες με τους «Συμφωνικούς της Κάνα», ένα συγκρότημα ερασιτεχνών μουσικών που ίδρυσε ο ίδιος, με αποκλειστικό αντικείμενο τη μουσική του Μπαχ («σε κάθε του νότα ή-ταν γραμ-μέ-νο τι είναι η Γερμανική Ιδέα»)! Ο Μπόσης και η «διμοιρία» του είναι υπερήφανοι για το γεγονός ότι ο Μπαχ γεννήθηκε στο Άιζεναχ της Θουριγγίας, όπου βρίσκεται και το μουσείο Bachhaus («τούτη εδώ κατά βάθος είναι μια «Εθνική Περιοχή Μπαχ», ένας αληθινός Γερμανός στην Θουριγγία ασχολείται με τον Μπαχ, κι όχι με το σύμπαν» επαναλαμβάνει στον Φλόριαν). Ο Φλόριαν λοιπόν, άμουσος παράφωνος και ανεπίδεκτος μάθησης κατά τ’ άλλα (πήγαινε κάθε Σάββατο και βελτίωνε το αυτί του, μάταια όμως, το αυτί του δεν βελτιωνόταν), όχι μόνο παρακολουθεί με πάθος και προσήλωση, αλλά όταν πια επιτέλους θα αποκτήσει δικό του κινητό, η μουσική του Μπαχ τον συγκινεί και τα «μηνύματά της» τον ακολουθούν παντού (δεν μπορούσε να καταλάβει τι εννοούσε ο Μπόσης όταν μιλούσε για αποκωδικοποίηση, /η άμεση εντύπωσή του ήταν ότι αυτά τα μηνύματα δεν σήμαιναν κάτι, ήταν από μόνα τους όμορφα, από μόνα τους θαυμαστά, απλά υπήρχαν, δεν μπορούσαν να μεταφραστούν, ούτε και χρειαζόταν). Ωστόσο, και η υπόλοιπη ερασιτεχνική μπάντα δεν τα πολυκαταφέρνει, δημιουργώντας ποικίλα πνιχτά συναισθήματα στον ορμητικό Μπόση.
     Ο Φλόριαν είναι αγαπητός σε όλους τους κατοίκους της Κάνα, τους οποίους γνωρίζουμε σιγά σιγά με τον ευφυή τρόπο του Κρασναχαρκάι, με την αντιστικτική κίνηση της αφήγησης που μεταπηδά ασύνδετα από εικόνα σε εικόνα (αλλά τηρώντας θαυμαστή εσωτερική συνοχή). Γνωρίζουμε αρχικά τον ερασιτέχνη μετεωρολόγο κύριο Κόλερ που ανησυχεί με τις παρανοήσεις του Φλόριαν, τον πιστό φίλο του τον δρα Τιτς, την όμορφη Ναντίρ και τον άντρα της Ροζάριο που κρατούν το φιλόξενο πρατήριο ΑΡΑΛ, την Γιέσικα που μαζί με τον άντρα της τον Φόλκεναντ δουλεύουν στο ταχυδρομείο, τον Εβραίο κύριο Ρίνγκερ και τη βιβλιοθηκάριο γυναίκα του που αγαπούν πολύ τον Φλόριαν, τον ψυχίατρο Γιάκομπ Φρίντριχ, το ζεύγος Χοπφ, τον φερτρέτερ της πολυκατοικίας όπου στον 7ο όροφο μένει ο Φλόριαν, τον ρεβιρφόστερ (=δασολόγο) που δραστηριοποιείται όταν εμφανίζεται στην περιοχή αγέλη λύκων, και διάφορες μοναχικές κυρίες, γειτόνισσες-«θείτσες» κλπ. Ένας ολόκληρος μικρόκοσμος, σαν αρχαίος χορός συμμετέχει στα δρώμενα και όλοι/ες, παρόλο που μέσα τους πιστεύουν ότι ο Φλόριαν είναι «μισότρελο ορφανό», τον συμπαθούν και τον καλούν όταν πρόκειται για μια βαριά εργασία -με το αζημίωτο-, αξιοποιώντας την χειρωνακτική του δύναμη (η Ναντίρ τον αποκαλεί «Γολιάθ»), και οι περισσότεροι τον συμβουλεύουν να παρατήσει τον Μπόση και να βρει μια «αξιοπρεπή δουλειά» (μα πώς θα μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο; Ο Μπόσης δεν ήταν μονάχα εργοδότης του αλλά και πατέρας του).
     Ο Μπόσης
     Ο Μπόσης (έτσι απαιτούσε να τον λένε, το πραγματικό του όνομα δεν το ήξερε κανείς), είναι ένας επίσης γιγαντόσωμος τύπος που δεν σηκώνει μύγα στο σπαθί του, δεν φτάνει όμως σε ρώμη τον Φλόριαν. Γυμνάζεται καθημερινά γιατί ένας «καθαρόαιμος Γερμανός» έχει σωματική δύναμη αλλά καλλιεργεί και τη «δύναμη χαρακτήρα» (μόνο το τσιγάρο δεν μπορούσε να κόψει γιατί μόνο το τσιγάρο μπορούσε να κατευνάσει την ένταση που είχε μέσα του). Είναι παρορμητικός, άξεστος και οξύθυμος (υπήρχαν όρια που δεν μπορούσε κανείς να τα περάσει για να τον πλησιάσει). Ο Μπόσης είναι άνθρωπος της δράσης, σιχαίνεται τις αναλύσεις και τις συζητήσεις, γιατί πιστεύει ότι «ένας άντρας πρέπει να χαρακτηρίζεται από τις πράξεις του και μόνο από τις πράξεις του».
     Η ζωή του Φλόριαν είναι συνυφασμένη με τη ζωή του Μπόση, όμως δεν τον ακολουθεί πιστά σε όλες του τις δράσεις. Δεν κάνει φερειπείν τατουάζ όπως όλοι τους, γιατί «το φοβάται πιο πολύ κι απ’ τον οδοντίατρο» ούτε προσχωρεί στη διμοιρία. Ο Μπόσης αποδέχεται την αποστασιοποίηση αυτή, γιατί όπως λέει στους συντρόφους του, αυτό το παιδί μπορεί από τη μια να είναι ιδιοφυΐα, από την άλλη όμως είναι βλάκας με περικεφαλαία. Είναι κι ο λόγος που -στην αρχή τουλάχιστον- δεν τον αφήνει να αγοράσει λάπτοπ, ούτε κινητό. Είναι αποδεκτό απ’ όλους ότι ο Φλόριαν έχει ένα ιδιαίτερο ψυχισμό, δεν πίνει, και φοβάται τις γυναίκες (τα χάνει σε οποιαδήποτε συζήτηση περί σεξουαλικότητας), δικαιώνοντας τον τίτλο του «μουνουχισμένου μπουνταλά».
     Η «διμοιρία» του Μπόση, οι «κολλητοί» του (ολόκληρη η Κάνα τούς ήξερε, οι ναζί, τους έλεγε ο κόσμος ψιθυριστά) πιστοί εκτελεστές στο να σβήνουν και να καθαρίζουν τους τοίχους, αλλά και σύντροφοι σε άλλες έκτακτες περιπτώσεις, είναι μια παρέα εθνικοφρόνων, που γύρω από την πιο δυναμική προσωπικότητα του Μπόση συσπειρώνονται ποικιλοτρόπως. Μέσα από την αντιστικτική μέθοδο του συγγραφέα (παράλληλες ασύνδετες εικόνες), ο αναγνώστης στοιχειοθετεί τον ψυχισμό και τη νοοτροπία (πέρα από την ιδεολογία) των νεοναζί: περηφάνια για τους προγόνους, ευχές για την «Τέταρτη αυτοκρατορία», αγάπη για οτιδήποτε εθνικό/γερμανικό (μπίρα, σημαία, εθνική ομάδα κα.), λίγα λόγια-πολλή δράση και όχι επίδειξη με στολές στις γιορτές κλπ (ήθελαν πόλεμο, όχι τσίρκο). Το στέκι τους είναι «το Μπουργκ», στο οίκημα της Μπουργκστράσε (19), όπου με άτυπο αρχηγό τον πιο δυναμικό κι εύστροφο Μπόση αναμασούν την ιδεολογία τους (δικός μας στόχος δεν είναι οι μετανάστες αλλά οι Εβραίοι, επειδή αυτοί μας έχουν πάρει ήδη όσα ήταν δικά μας/πίσω απ’ όλα κρύβεται αυτός ο γαμημένος ο Ρίνγκερ, πιστέψτε με, αυτός είναι ο κυριότερος εχθρός μας). Ο Φλόριαν όμως «αποσυνδέεται» νοητικά απ’ αυτές τις βαρετές κουβέντες γιατί το μυαλό του είναι κολλημένο στον αφανισμό του κόσμου (με τον ίδιο αναίτιο τρόπο, όπως στην αρχή της Μεγάλης Έκρηξης) και στο αν εκφράστηκε κατανοητά στις επιστολές του στην Μέρκελ!
     Το αυγό του φιδιού
     Στις πρώτες περίπου εκατό σελίδες λοιπόν έχει ήδη στηθεί το βασικό σκηνικό με τις δυναμικές του, το κοινωνικό περιβάλλον, οι κύριοι χαρακτήρες. Η κυρίως δράση που θα φέρει θύελλα αντιδράσεων, με πρωταγωνιστές πάλι τον Φλόριαν και τον Μπόση, ξεκινά με σχετικά ασήμαντα περιστατικά που σιγά σιγά χτίζουν την ψυχολογία που θα φέρει την «έκρηξη». Έκρηξη ανάμεσα στον Φλόριαν και τον Μπόση, συμπεριλαμβανομένης της ομάδας του. Ουσιαστικά, μέσα από τη σύγκρουση αυτή, το μυθιστόρημα γίνεται βαθιά πολιτικό και επίκαιρο, καθώς διαγράφει ανάγλυφα τα αδιέξοδα του σύγχρονου κόσμου: η βία του εθνικισμού γεννά τον φόβο που πολώνει και διαλύει τις κοινωνίες και προκαλεί την αφύπνιση των ζωωδών ενστίκτων επιβίωσης και αυτοδικίας.
     Ο πρώτος σπόρος που γεννά το μίσος και φουντώνει την εκδικητικότητα εκ μέρους του Μπόση και της «παρέας» του, είναι τα γκράφιτι που βρίσκονται κάθε τόσο σε διάφορα σημεία της περιοχής, στην αρχή -τυχαία;- σε κτίρια που σχετίζονται με τον Μπαχ, το ίνδαλμα της Θουριγγίας, όπως π.χ. το Μπαχχάουζ[2], και συνήθως τα γκράφιτι αυτά παριστάνουν συν τοις άλλοις κι ένα… κεφάλι λύκου! Το κυνήγι των γκραφιτάδων, σαν ένα κυνήγι μαγισσών, είναι ένας ακόμη από τους άξονες που διατρέχει το πρώτο μισό του βιβλίου χαρίζοντας σπαρταριστές σκηνές στον αναγνώστη. Με το δεύτερο γκράφιτι στον Μύλο Μπαχ του Βέχμαρ ο Μπόσης χτυπάει τον συναγερμό στο κόκκινο, βέβαιος ότι οι «εχθροί», οι μετανάστες, οι Εβραίοι και όποιοι άλλοι, προσπαθούν να καταφέρουν πλήγμα στο εθνικιστικό φρόνημα βεβηλώνοντας το ιερό πρόσωπο του Θουρίγγιου μουσουργού. Η «ομάδα του Μπουργκ», η «διμοιρία» του Μπόση, αναστατώνεται, συσπειρώνεται, οργανώνεται, μοιράζει σκοπιές και παραφυλάει στα πιο απίθανα μέρη προκειμένου να «αποδώσει τη δικαιοσύνη» και να «υπερασπιστεί τις θουριγγικές αξίες», ενώ ο Μπόσης γίνεται όλο και πιο μυστήριος και πιο ακατανόητος για τον Φλόριαν. Σχέδια και στρατηγικές εναλλάσσονται ενώ ο αρχηγός, αποπροσανατολισμένος, εξαντλείται στο να προσπαθεί να προβλέψει τις κινήσεις των «κακοποιών» που δεν καταφέρνει να εντοπίσει (το πρόβλημα είναι ότι δεν μπορούμε να προβλέψουμε πώς σκέφτεται/το κακό είναι ότι δεν έχουμε καταλάβει για ποιο λόγο το κάνει). Η βεβήλωση των μνημείων με τα γκράφιτι είναι η αφορμή για να ξεδιπλώσει ο συγγραφέας όλη την γκάμα του «πατριωτισμού» των ναζί (έγινες μέλος μιας στρατιωτικής αποστολής μεγάλης εμβέλειας, λέει στον Φλόριαν, σε μυήσαμε τώρα, έχουμε ανάγκη όλους τους Γερμανούς πατριώτες, κι εσύ είσαι πατριώτης, έτσι δεν είναι;!). Ωστόσο ο Φλόριαν έχει ήδη αποτραβήξει το ζωτικό ενδιαφέρον του από τις δουλειές του Μπόση, απορροφημένος από το ενδεχόμενο της καταστροφής του κόσμου, αλλά και τη μυστηριώδη εξαφάνιση του κ. Κόλερ (τώρα πια δεν τον ενδιέφερε καθόλου σε ποιες εφόδους θα έπρεπε να πάρει μέρος, δεν τον ενδιέφερε καθόλου γιατί ήταν τόσο εξημμένος ο Μπόσης). Τέλος, να σημειώσουμε ότι ο (Εβραίος) κ. Ρίνγκερ υποπτεύεται τον … «ανεγκέφαλο παλαιοναζί», τον ίδιο τον Μπόση για τα γκράφιτι (θα μπορούσε να ορκιστεί ότι πίσω από το όλο πράγμα κρυβόταν ένας καθαριστής γκράφιτι, ήταν πασίγνωστος ναζζί εκεί στα μέρη τους, φυσικά δεν είχε καμιά απόδειξη γι’ αυτό). Πράγματι, μέσα από την αφήγηση του Κρασναχορκάι, του «παντογνώστη συγγραφέα» δεν προκύπτει σε καμιά περίπτωση αυτό.
     Υπάρχουν λύκοι (ή Homo homini lupus?)
     Ένα άλλο μοτίβο γύρω από το οποίο περιστρέφεται η αφήγηση και δίνεται αφορμή για πολλά επεισόδια, ενώ εντείνεται η ατμόσφαιρα φόβου και συναγερμού στους κατοίκους της Κάνα, είναι η εμφάνιση λύκων στην περιοχή. Η πρώτη αιφνίδια εμφάνιση/επίθεση ήταν στο ζεύγος Ρίνγκερ καθώς έκαναν πικνίκ, και ο επιτιθέμενος λύκος τούς τραυμάτισε αρκετά σοβαρά. Αυτό που περιπλέκει τα πράγματα είναι ότι αυτός που τους έσωσε τη ζωή ήταν «αυτός ο σιχαμένος ο Μπόσης», δημιουργώντας αντιφατικά συναισθήματα στον Ρίνγκερ που απεχθάνεται τον Μπόση, ενώ ο Φλόριαν γίνεται ακόμα πιο περήφανος για το αφεντικό του (στο μεταξύ η λάμψη του ηρωισμού του Μπόση όλο και μεγάλωνε/ μόνο ο Μπόσης δεν ένιωθε καμιά ικανοποίηση, γινόταν μάλλον ευερέθιστος όταν μάθαινε για την αυξανόμενη φήμη του/ πήγα εκεί για τον λύκο, όχι για τους Ρίνγκερ, τους Ρίνγκερ τους έχω χεσμένους, δεν συνηθίζω να σώζω Εβραίους).
    Το μοτίβο του λύκου επανέρχεται τακτικά στην αφήγηση από κει και πέρα, άλλωστε η τελευταία εικόνα του βιβλίου με τον ετοιμοθάνατο Φλόριαν ανάμεσα στους δυο τυφλούς λύκους είναι καθηλωτική. Ο λύκος είναι το σύμβολο που χρησιμοποιούν οι γκραφιτάδες («λυκοκέφαλο»), είναι το σύμβολο του ζωώδους τρόμου που καταλαμβάνει την κοινωνία της Κάνα και αλλοτριώνει τις συνήθειες και τις συμπεριφορές των κατοίκων. Οι λύκοι εμφανίζονται σε κοπάδια («ρούντελ»), ο δε Μπόσης υποψιάζεται τους πάντες, για την ακρίβεια στρέφει το εθνικιστικό μίσος στους πάντες (έβριζαν το Βραδεμβούργο, τη Βαυαρία, τους Πολωνούς και τους Τσέχους, έβριζαν την αστυνομία, έβριζαν την ομοσπονδιακή κυβέρνηση, αλλά περισσότερο το NABU[3]/και οι Εβραίοι φυσικά, δήλωσε ο ήρωας στο Μπουργκ/εδώ πέρα υπάρχει μια συνωμοσία, εδώ πέρα δεν είναι ότι έχουμε έναν μουντζουρομ@λ@κ@ με κουκούλα, εδώ έχουμε το ξεκίνημα μιας επίθεσης). Τέλος, όταν διαδόθηκε η φήμη -ψευδώς- ότι επανεμφανίστηκαν οι λύκοι, και μάλιστα ολόκληρη αγέλη, ο Μπόσης φορτώνει και βρίσκεται εκτός εαυτού, βέβαιος ότι θα αμολούσαν λύκους για να τους εκφοβίσουν, για να πνίξουν μέσα στο χάος οτιδήποτε σημαίνει Θουριγγία, οτιδήποτε Γερμανία, οτιδήποτε πολιτισμό.
     Ο πανικός δεν επισκέπτεται μόνο τον Μπόση αλλά εισχωρεί ύπουλα στα σπίτια όπου η ιμπρεσιονιστική γραφή του Κρασναχαρκάι μας δίνει σκηνές απείρου κάλλους (μέχρι και τον Μαρξ θυμήθηκε ο ρεβιρφόστερ λέγοντας «κι επειδή απορρίψαμε ολόκληρο τον Μαρξ, θα το μετανιώσουμε» (!!)).
     Ένιωσε ότι επιτέλους είχε έρθει η ώρα να ζήσουν μια ιστορική στιγμή
                                                                                                             (Μπόσης)
     Για τον Μπόση δεν έχει σημασία αν υπήρξε ή δεν υπήρξε στα αλήθεια αγέλη λύκων. Για κείνον ο συναγερμός είχε χτυπήσει, όπως και για όλη τη διμοιρία που οργανώνεται όχι μόνο με όπλα (το μάζεμα είχε ως αποτέλεσμα να συγκεντρώσουν τόσα πυρομαχικά που θα μπορούσαν να εξαφανίσουν από προσώπου γης την Κάνα ολόκληρη) αλλά και με την απόφαση να συγκατοικήσουν (σπαρταριστές οι λεπτομέρειες ασυνεννοησίας και ανοργανωσιάς). Οι δύο εκρήξεις που ακολούθησαν το επόμενο διάστημα επιβεβαιώνουν τη θεωρία του ότι «θα τις προκάλεσε η ίδια αντεθνική ομάδα, εκείνοι που θέλουν να καταστρέψουν τη Θουριγγία», ενώ η κοινωνία πολώνεται, ο φόβος αυξάνει τα μίση (π.χ. το μίσος του Ρίνγκερ απέναντι στον Μπόση, παρόλο που ο τελευταίος του έσωσε τη ζωή…). Όλοι όσοι αγαπούν τον Φλόριαν τον συμβουλεύουν να απομακρυνθεί από τον Μπόση, συμπεριλαμβανομένου και του Κόλερ, ο οποίος όσο μυστηριωδώς εξαφανίστηκε, τόσο μυστηριωδώς επανεμφανίστηκε, προς μεγάλη χαρά του Φλόριαν.
     Από την πραγματικότητα είναι εύκολο να παραιτηθεί κανείς,
     από τον φόβο όμως είναι πολύ δύσκολο

     Το επεισόδιο όμως που πυροδότησε το ντόμινο φονικών που ακολούθησε, ήταν ο βιασμός της όμορφης Ναντίρ από τον Γιούργκεν, μέλος της ναζιστικής διμοιρίας (που με τον άνδρα της Ροζάριο είχε το πρατήριο ΑΡΑΛ) και η αντίδραση του Ροζάριο ο οποίος επιτέθηκε στον βιαστή, με μια… συσκευή πυρόσβεσης, καταφέροντάς του ένα μοιραίο χτύπημα. Η έκρηξη που ακολούθησε στο πρατήριο ΑΡΑΛ έχει θύματα το ειρηνικό ζευγάρι, κι από κει και πέρα παρακολουθούμε με κομμένη την ανάσα την διάλυση μιας κοινότητας συνεκτικής, καθώς και τις σκέψεις και τις απίθανες αντιδράσεις φόβου κάθε μέλους της κοινότητας μέχρι που ο φακός πέφτει στον ψιλοαδιάφορο Φλόριαν.
     Γιατί ο ευγενής, αργόστροφος, εκκεντρικός, υπάκουος Φλόριαν, το παιδί «για όλες τις δουλειές» που εξυπηρετεί όλους αγόγγυστα, είναι αυτός που αποκαλύπτει, σχεδόν άθελά του, την απάντηση στα τρομερά εγκλήματα, μέσα στο κινητό που του χάρισε -εντέλει- ο Μπόσης. Κι αυτό που του αποκαλύφθηκε, σταδιακά και με «βήματα» που δεν μπορούσε να τα «χαράξει στο κουτό του το κεφάλι» που βούιζε προσπαθώντας να βρει απαντήσεις, ήταν τόσο αναπάντεχο και αποτρόπαιο που τον μεταμόρφωσε σ’ ένα επιθετικό άγριο ζώο, ένα αρπακτικό αγρίμι όχι μόνο στην εξωτερική εμφάνιση αλλά και «μέσα του είχε πάψει πια να είναι αυτός που γνώριζαν οι κάτοικοι της Κάνα», που χωρίς σκέψη και λογισμό, παρά μόνο για την επιβίωση, συστράτευσε όλες του τις δυνάμεις για να «αποδώσει δικαιοσύνη» με τον πανάρχαιο μοναδικό τρόπο του ζωικού βασιλείου.
     Είμαστε ακόμη στα δύο τρίτα του βιβλίου αλλά δεν είναι σκόπιμο φυσικά να αποκαλύψω την πλοκή περαιτέρω, μόνο θα σταθώ στις ζωικές λειτουργίες όπως διαμορφώθηκαν στον Φλόριαν τη στιγμή της οδυνηρής αποκάλυψης:
     Οι μύες του τον πονούσαν τόσο πολύ που ένιωσε ότι σε λίγο θα ξεσκίζονταν τα πάντα μέσα του, διότι οι μύες του δεν μπορούσαν να αντέξουν όσα είχε δει, ο εγκέφαλός του δεν λειτουργούσε, αλλά οι μύες του τα κατάλαβαν όλα, ο εγκέφαλός του δεν μπήκε μπροστά να λειτουργήσει, απλά αποσυνδέθηκε, αλλά με τους μυς του συνέβη ακριβώς το αντίθετο, αυτοί τινάχτηκαν, ύστερα σφίχτηκαν, και μετά σφίγγονταν τόσο δυνατά, ώστε ήταν αυτονόητο ότι θα του ξέσκιζαν το σώμα, ενώ ο εγκέφαλος βρισκόταν ακόμα σε λειτουργία αφωνίας, δηλαδή απόλυτη παράλυση επάνω, απόλυτη παράνοια κάτω, η πιο οδυνηρή ένταση που θα μπορούσε να φανταστεί κανείς.
Χριστίνα Παπαγγελή
[1] https://www.documentonews.gr/article/germania-ano-kato-i-proti-synedriasi-tis-nea-voylis-stin-thoyriggia-me-to-akrodexio-afd/
[2] Δεν πρόκειται για το σπίτι του Μπαχ αλλά «κέντρο διατήρησης της κληρονομιάς» του, ένα είδος μουσείου
[3] Η NABU (The Nature And Biodiversity Conservation Union) ιδρύθηκε το 1899 και είναι η παλαιότερη και μεγαλύτερη περιβαλλοντική ένωση της Γερμανίας

Παρασκευή, Οκτωβρίου 04, 2024

Ατίμωση, J.M. Coetzee

Θέλεις να κάνεις μια πράξη
που φανερώνει ταπεινότητα μπροστά στην ιστορία
     Ένα ακόμα βιβλίο του νομπελίστα νοτιοαφρικάνου συγγραφέα, που αναδεικνύει τις κοινωνικές ανισότητες και την ιδιαίτερη εξέλιξη της χώρας αυτής, όπου ακόμα και μετά τη λήξη του απαρτχάιντ (1949- 1991), συνεχίζονται οι συνέπειες της απίστευτης ρατσιστικής βίας που έχει διαποτίσει την κοινωνία. Ο συγγραφέας με μέθοδο και μαεστρία ενσταλάζει στους βασικούς του ήρωες την παραδοχή ότι το κοινωνικό σύνολο στην πληγωμένη χώρα του νοσεί -επομένως και οι ίδιοι δυσκολεύονται να χτίσουν μια ζωή υγιή και ισορροπημένη…
     Αυτή είναι ουσιαστικά η πιο βαθιά αίσθηση που αφήνει το βιβλίο, αλλά δεν προβάλλεται σε πρώτο επίπεδο, απλώς μένει σαν γεύση όταν ο αναγνώστης διαβάσει πια όλο το μυθιστόρημα και δοκιμάσει διάφορα συναισθήματα. Γιατί ο κεντρικός ήρωας, ο -λευκός- Ντέηβιντ Λούρι, πενήντα δύο χρονών διαζευγμένος (με μια κόρη) και πετυχημένος επίκουρος καθηγητής Επικοινωνίας στην Πολυτεχνική Σχολή του Κέιπ Τάουν, είναι ένας μάλλον συμβατικός τύπος, που στις πρώτες σελίδες εμφανίζεται χωρίς διαφορές από τον πρωταγωνιστή ενός οποιουδήποτε campus novel σε οποιοδήποτε Πανεπιστήμιο της Ευρώπης. Η μόνη ίσως υπενθύμιση ότι πρόκειται για το ιδιαίτερο μετα-απαρτχάιντ καθεστώς, είναι ότι άλλοτε δίδασκε Σύγχρονες Γλώσσες, αλλά επειδή οι Κλασικές Σπουδές και οι Σύγχρονες Γλώσσες καταργήθηκαν στο πλαίσιο ενός εκτεταμένου κύματος ορθολογισμού άλλαξε το αντικείμενό του. Ως ειδικό μάθημα επέλεξε να διδάσκει Ρομαντικούς Ποιητές, ενώ παράλληλα έχει τη φιλοδοξία να γράψει ένα έργο (θεατρικό; μουσικό;) για τον Μπάιρον, και για την ακρίβεια για τις παράνομες ερωτικές περιπέτειες του ρομαντικού ποιητή.
     Ένας τύπος λοιπόν μάλλον συνηθισμένος, μέτριος και μετριοπαθής αλλά με παρελθόν γυναικά, με όχι πολύ σπουδαία επικοινωνία με τους φοιτητές/τριές του, και που τώρα πια στην δεκαετία των πενήντα του ικανοποιεί τακτικά τις σεξουαλικές του ανάγκες με τη νεαρή πόρνη Σοράγια, σε μια ευχάριστη ρουτίνα (οι ανάγκες του αποδεικνύονται αρκετά απλές τελικά, απλές και εφήμερες, σαν τις ανάγκες μιας πεταλούδας). Όταν αυτή η ρουτίνα σπάει για λόγους πέρα από τη θέλησή του, εξακοντίζει τα σεξουαλικά βέλη του σε μια φοιτήτριά του, νόστιμη, μικρή, μελαχρινούλα και επαρκώς παθητική ώστε να μην του αντισταθεί (είναι λίγο τσιμπημένος μαζί της. Δεν είναι ασυνήθιστο. Δεν περνάει τρίμηνο που να μην ερωτευτεί την τάδε ή την δείνα φοιτήτριά του). Είναι όμορφη και τον μαγεύει, αλλά είναι φανερό ότι εκείνη κολακεύεται, χωρίς να έχει άλλα έντονα συναισθήματα. Ο Ντέηβιντ χρησιμοποιεί τις γνώσεις του, την εξουσία του, τα λόγια και τις κολακείες για να την εκμαυλίσει ( π.χ. -Η ομορφιά μιας γυναίκας δεν ανήκει αποκλειστικά στην ίδια. Είναι κομμάτι του δώρου που προσφέρει στον κόσμο. Έχει χρέος να τη μοιράζεται -Και αν τη μοιράζομαι ήδη; -Τότε να τη μοιράζεσαι πιο γενναιόδωρα).
     Δεν χρειάζεται να διαβάσει κανείς περισσότερα για να αντιπαθήσει τον ήρωα, που φέρεται σαν πέφτουλας-σεξιστής-κομπλεξικός, και, όπως θα φανεί και παρακάτω, θεωρητικοποιεί την παραβίαση της θέλησης της μπερδεμένης κοπέλας που δυσκολεύεται -λόγω θέσης; λόγω ηλικίας;- να αντιδράσει (αν και είναι παθητική από την αρχή ως το τέλος, εκείνος απολαμβάνει την πράξη). Αλλά κι από τις επόμενες εκβιασμένες συναντήσεις όπου ο Ντέηβιντ φτάνει ως και στη βία για να «αποκαλύψει τα στρογγυλά, τέλεια μικρά στήθη της», ο κύριος καθηγητής φαίνεται να είναι απορροφημένος από τις ιδεαλιστικές προσεγγίσεις της ομορφιάς που του δίνει ο ρομαντισμός (π.χ. «τέτοιες στιγμές δεν έρχονται αν τα μάτια μας δεν είναι στραμμένα κατά το ήμισυ στα μεγάλα αρχέτυπα της φαντασίας μας που φέρουμε μέσα μας», και από τις θεωρίες του τύπου ότι «και οι πορνόγεροι, οι άστεγοι οι πλάνητες είναι “παιδιά του θεού” και δεν μπορεί κανείς να τους κατηγορήσει που δεν θέλουν να εγκαταλείψουν τη θέση τους στο θεσπέσιο συμπόσιο των αισθήσεων ή ότι «η λαγνεία είναι σεβαστή, η λαγνεία και το συναίσθημα». Τόσο πωρωμένος είναι  που δεν σκέφτεται στιγμή τον ψυχισμό, τον κόσμο και τη θέληση της νεαρής κοπέλας, δεν σκέφτεται ότι η κατάχρηση της εξουσίας του είναι ένα είδος εξευγενισμένου βιασμού.
     Αυτή η αίσθηση που έχει από την αρχή ο αναγνώστης, ότι δηλαδή η κοπέλα δεν ανταποκρίνεται στο ελάχιστο αλλά το λιγότερο βρίσκεται σε κατάσταση σύγχυσης, κορυφώνεται όταν η κοπέλα αιφνιδιάζεται τόσο από μια απρόσμενη ερωτική επίθεση, που παραδίδεται αμαχητί, σαν «κουνέλι που του δαγκώνει τον λαιμό αλεπού» (δεν είναι βιασμός, όχι ακριβώς, αλλά κάτι ανεπιθύμητο, απολύτως ανεπιθύμητο). Η περιπλεγμένη θέση στην οποία βρίσκεται η Μέλανι φαίνεται από την αντιφατική της συμπεριφορά στη συνέχεια· δεν αργεί να έρθει σαν κεραμίδα στον καθηγητή η επίσκεψη του θυμωμένου ερωτικού συντρόφου της ο οποίος του ζητά τον λόγο, ενώ η καταγγελία για σεξουαλική κακοποίηση και για βιασμό, που ακολουθεί, χωρίζει τη ζωή του ήρωα στα δυο.
     Η εικόνα που δίνει ο Ντέηβιντ ως χαρακτήρας γίνεται ακόμα πιο σκοτεινή, καθώς δεν φαίνεται να αντιλαμβάνεται τη βαρύτητα του παραπτώματός του· όχι μόνο δεν μετανιώνει και δεν κάνει τίποτα για να ελαφρύνει τη θέση του: δηλώνει μεν «ένοχος» στο συμβούλιο των καθηγητών, αλλά υπερασπίζεται το «δικαίωμα στην επιθυμία», το δικαίωμα να ακολουθεί το ένστικτό του, νιώθει «Υπηρέτης του Έρωτα», ενώ, σύμφωνα και με την υπεύθυνη από το Τμήμα των Κοινωνικών Επιστημών, δεν κάνει καμιά αναφορά στον πόνο που προκάλεσε, καμία αναφορά στη μακρά ιστορία εκμετάλλευσης στην οποία συγκαταλέγεται και αυτή η περίπτωση. Αυτή του η αμείλικτη στάση αποδεικνύεται μοιραία γιατί τον οδηγεί σε αναγκαστική παραίτηση από την επαγγελματική του θέση, και από κει και πέρα, ενώ δεν φαίνεται να αναδιπλώνεται από τις απόψεις αυτές περί ενστίκτου και επιθυμίας, η ζωή του παίρνει μια πολύ διαφορετική τροπή.
     Μεταστροφή
 Το μυαλό του έχει γίνει καταφύγιο για παλιές ιδέες, στείρες, λειψές,
που δεν έχουν πού αλλού να πάνε.
Θα έπρεπε να τις αποδιώξει, να κάνει εκκαθάριση.
     Εδώ λοιπόν, σταματά το -ας πούμε- «campus novel» κι ο συγγραφέας μάς οδηγεί στην καρδιά μιας παθολογίας που έχει τις ρίζες της στην Ιστορία και στις πληγές της Νοτιοαφρικανικής Ένωσης. Το μυθιστόρημα ξετυλίγει την ψυχογραφία του -ηττημένου;- ανθρώπου ο οποίος απεκδύεται, σταδιακά και παρά τη συνειδητή του θέληση, όλους τους ρόλους, απογυμνώνεται από κάθε τίτλο (συζύγου, εραστή, καθηγητή, στη συνέχεια πατέρα και προστάτη) και μπαίνει σε μια κατάσταση μαθητείας: μαθαίνει να αποδέχεται την πραγματικότητα της χώρας στην οποία διάλεξε να ζει, και όπου για χρόνια τις ανθρώπινες σχέσεις τις όριζε το μίσος.
     Καταλύτης σ’ αυτήν την αργή κι επίπονη μεταστροφή είναι η Λούσυ, η κόρη του, στην οποία καταφεύγει μετά αμέσως την αποπομπή του (σημειωτέον ότι η πρώην γυναίκα του και μητέρα της Λούσυ ζει πια στην Ολλανδία). Η Λούσυ μένει σ’ ένα μικρό αγρόκτημα στο Ανατολικό Ακρωτήριο (με καλλιέργειες, ζώα, γεώτρηση, στάβλους, σκυλιά κλπ) και είναι -σχεδόν- αφομοιωμένη με τους ντόπιους. Είναι μια γυναίκα πληθωρική και άξεστη, δεν θυμίζει σε τίποτα την αστική της καταγωγή, αντίθετα είναι βέρα αγρότισσα πια, με τη βρωμιά και την ατημελησιά της κοινωνικής τάξης που επέλεξε (περίεργο που εκείνη και η μητέρα της, άνθρωποι της πόλης, διανοούμενοι, έφεραν στη ζωή αυτό το δείγμα του παρελθόντος, τούτη τη νεαρή, γεροδεμένη άποικο. Αλλά ίσως δεν την γέννησαν αυτοί· ίσως η ιστορία έχει παίξει μεγαλύτερο ρόλο). Έχει ως βοηθό και προσφάτως συν-ιδιοκτήτη τον -ντόπιο- Πέτρους, που συστήνεται ως «ο κηπουρός και ο άνθρωπος των σκυλιών», και κάθε Σάββατο πουλάνε μαζί τα προϊόντα τους σε πάγκο στο παζάρι. Η Λούσυ, εν κατακλείδι, δεν εκπροσωπεί με κανέναν τρόπο το πρότυπο της θηλυκής, κομψής γατούλας που φαίνεται να προσελκύει ερωτικά τον Ντέηβιντ. Άλλωστε, δεν κρύβει ότι είναι λεσβία. Όμως, είναι και κόρη του.
     Η Λούσυ τον υποδέχεται φυσιολογικά και ευγενικά, χωρίς μεγάλο ενθουσιασμό, αλλά όταν συνειδητοποιεί ότι ο πατέρας της έχει παραιτηθεί και δεν τον δεσμεύει τίποτα πια με την προηγούμενη ζωή του, του προσφέρει «καταφύγιο» για όσον καιρό θέλει στον άγνωστο, για κείνον, κόσμο της. Εκείνος, με τη σειρά του, βλέπει από μιαν απόσταση τις επιλογές της κόρης του, σνομπάρει π.χ. το «Καταφύγιο ζώων» όπου η Λούσυ βοηθάει την διευθύντριά του, την Μπεβ Σο, (είναι αξιοθαύμαστο αυτό που κάνετε αλλά για μένα οι φιλόζωοι είναι κάπως σαν ένα είδος χριστιανών. Είναι όλοι τόσο χαρωποί και καλοπροαίρετοι, που μετά από λίγο σου έρχεται να βιάσεις), και ασκεί σε όλα -αδύναμη- κριτική. Θεωρεί αυτόν τον μοναχικό τρόπο ζωής μέσα στη μαύρη ερημιά, επικίνδυνο για μια κοπέλα μόνη, και του ξυπνάει το ένστικτο της πατρικής προστασίας.
     Ωστόσο, απρόθυμα στην αρχή, στη συνέχεια πιο συνειδητά, εγκαθίσταται για αρκετό χρονικό διάστημα στο αγρόκτημα, βοηθά τον Πέτρους (να βοηθώ τον Πέτρους. Μου αρέσει αυτό. Μου αρέσει η ειρωνική χροιά του πράγματος), προσπαθεί να καταλάβει την Λούσυ παρά τις σεξουαλικές της επιλογές (γίνεται η δεύτερη σωτηρία του, η νύφη της αναγεννημένης νιότης του) και επισκέπτεται και την Φιλοζωική οργάνωση της Μπεβ, μιας γυναίκας που αρχικά αντιπαθεί γιατί είναι απ’ αυτές που δεν κάνουν τίποτα για να φανούν ελκυστικές. Η σχέση της Μπεβ με τα ζώα, κατά βάση σκυλιά, είναι πολύ ιδιαίτερη, σωματική και εν-συναισθηματική· άλλωστε η αποστολή της είναι όχι απλώς να τα φιλοξενεί, αλλά να τα οδηγεί στον θάνατο, όταν δεν υπάρχει η επιλογή της ζωής.
     Disgrace (= ατίμωση)
     Η σταδιακή «απογύμνωση» του κεντρικού ήρωα, τα διάφορα σκαλοπάτια της «ατίμωσης» και της ταπείνωσης που τον εκμηδενίζουν όλο και περισσότερο, τον αποσυνδέουν από την αλαζονεία που χαρακτήριζε τη λευκή φυλή απέναντι στον ντόπιο πληθυσμό, και αποτελούν και την εξιλέωσή του. Ένα είδος «συλλογικής ενοχής» ξυπνάει μέσα του, που αναστέλλει την οργή για όσα συμβαίνουν. Ένας σκληρός πυρήνας μέσα του φυσικά αντιστέκεται, προσπαθεί να «παραμείνει ο εαυτός του», όμως εξαρχής έχει την υποψία ότι ό, τι κάνει η Λούσυ (οι σκύλοι, η κηπουρική, τα βιβλία αστρολογίας, η σεξουαλική της επιλογή) είναι σαν να προσπαθεί να επανορθώσει για τα κρίματα του παρελθόντος. Η σύγκρουση μέσα του, ανάμεσα στον αστικό ασφαλή τρόπο ζωής και τον αγροτικό που περιστοιχίζεται από ντόπιους, σιγά σιγά εξασθενεί μπρος στην ανάγκη να εξιλεωθεί. Ακόμα και η Λούσι αντιλαμβάνεται πως ο πατέρας της είναι ένα είδος «αποδιοπομπαίου τράγου», που τον έδιωξαν οι συνάδελφοι για να νιώθουν ασφαλείς.
     Ένα συμβάν όμως, βαρυσήμαντο και τραυματικό, μια πολύ σκληρή δοκιμασία, είναι αυτό που θα βυθίσει τον Ντέηβιντ ακόμα πιο βαθιά μέσα σ’ αυτό το πηγάδι της ατίμωσης: τρεις άγνωστοι ντόπιοι, μεταξύ τους κι ένα νεαρό αγόρι, μπαίνουν με δόλο στο σπίτι και κλέβουν, σκοτώνουν τα σκυλιά, βιάζουν τη Λούσι και τραυματίζουν τον Ντέηβιντ (είναι ανήμπορος, ένας στόχος, μια καρικατούρα, ένας ιεραπόστολος με ράσο και καπέλο που περιμένει με τα χέρια ενωμένα και τα μάτια στραμμένα στον ουρανό, όσο οι άγριοι τα λένε στη δική του γλώσσα και ετοιμάζονται να τον ρίξουν στο καζάνι που βράζει). Είναι «πράγματα που συμβαίνουν κάθε ώρα, κάθε λεπτό, σε κάθε γωνιά της χώρας», και πρέπει να είναι κι ευχαριστημένοι που επέζησαν…
     Οι συνέπειες είναι απρόβλεπτες, για τον Ντέηβιντ αλλά και για τον αναγνώστη. Η βία και η εκδικητικότητα εκ μέρους των ντόπιων απέναντι στου λευκούς εν γένει, και μάλιστα σε μια γυναίκα λεσβία που τολμά να θέλει να αφομοιωθεί με του ντόπιους αγρότες εξηγούν σε πρώτο επίπεδο την τυφλή βία (μιλούσε η ιστορία μέσω εκείνων. Μια ιστορία γεμάτη αδικίες). Το μέρος είναι επικίνδυνο, πρέπει να φύγουν, αποφαίνεται ο Ντέηβιντ, που υποφέρει που δεν μπόρεσε να βοηθήσει την κόρη του (το μυστικό της Λούσυ· η ατίμωσή του) όσο υποψιαζόταν κλειδωμένος στην τουαλέτα ότι εκείνη έπεφτε θύμα της αβάσταχτης φρίκης (ο βιασμός, ο θεός του χάους, του συνονθυλεύματος, ο βεβηλωτής της ιδιωτικότητας. Ο βιασμός μιας λεσβίας είναι χειρότερος από τον βιασμό μιας παρθένας· το πλήγμα είναι μεγαλύτερο). Ακόμα όμως πιο παράξενη είναι η κατοπινή σιωπή της, η αποστασιοποίησή της από τον πατέρα, και η άρνηση να καταγγείλει στην αστυνομία τον βιασμό. Απλώς, αποξενωμένη, ψυχρή και σιωπηλή, μαζεύει τις δυνάμεις της για να επιστρέψει στο αγρόκτημα και «να συνεχίσει όπως πριν».
     Ο συγγραφέας είναι μάστορας στο να μεταφέρει τα έντονα συγκρουσιακά συναισθήματα του ήρωα, μπροστά σ’αυτήν την «εξοργιστική» στάση της Λούσυ, να παραχωρήσει δηλαδή εντέλει στους βιαστές της το δικαίωμα να σκάνε στα γέλια σε βάρος της, να νιώθουν νικητές. Πρέπει να τονίσουμε ότι μία από τις αρετές του συγγραφέα είναι ότι δεν υπογραμμίζει τα συναισθήματα αυτά, δεν προβαίνει ως παντογνώστης αφηγητής (τριτοπρόσωπη είναι η αφήγηση) σε αναλύσεις κι επεξηγήσεις, αλλά οι μύχιες ψυχικές καταστάσεις συνεπάγονται από τη δράση και τους διαλόγους.
     Το αίσθημα λοιπόν της «disgrace» επιστρέφει τώρα με διαφορετική μορφή: νιώθει εξουθενωμένος, γερασμένος, ότι το ενδιαφέρον του για τον κόσμο αποστραγγίζεται από μέσα του σταγόνα τη σταγόνα. Νιώθει ντροπή, και η ατίμωση έχει κυριολεκτικότερο νόημα από ποτέ (αυτό πέτυχαν οι επισκέπτες τους, αυτό έκαναν σ’ εκείνη τη γεμάτη αυτοπεποίθηση σύγχρονη νέα γυναίκα/λένε ότι την έβαλαν στη θέση της, ότι της έδειξαν τον προορισμό των γυναικών).
     Ακόμα πιο περίπλοκη γίνεται η κατάσταση για τον Ντέηβιντ όταν καταλαβαίνει ότι η Λούσυ έμεινε έγκυος, και ότι δεν προτίθεται να διακόψει την εγκυμοσύνη (αυτό που μου συνέβη είναι εντελώς προσωπικό. Σε μια άλλη εποχή, σε ένα άλλο μέρος, θα μπορούσε να το θεωρήσει κανείς δημόσιο θέμα. Αλλά σε αυτό το μέρος, αυτή τη στιγμή, δεν είναι). Δεν μπορεί να καταλάβει την κόρη του, που από τη μια φοβάται, από την άλλη δεν αντιδρά, δεν καταγγέλλει, δεν φεύγει . Παράλληλα, έχουν εντοπιστεί οι βιαστές, ενώ το αγόρι που ήταν μαζί τους («για να μαθαίνει») αποκαλύπτεται ότι τριγυρνάει στα περίχωρα, και είναι συγγενής του Πέτρους.
     Ένα πρόσωπο-κλειδί είναι ο Πέτρους, που όχι μόνο από υπηρέτης έχει γίνει αφέντης (στην πραγματικότητα ο Πέτρους κάνει όλες τις δουλειές/όπως τον παλιό καιρό: baas en klaas, αφέντης και υπηρέτης. Με τη διαφορά ότι δεν θεωρεί αυτονόητο να δίνει διαταγές στον Πέτρους). Όχι, παρόλο που ο Πέτρους παίρνει μισθό, είναι περισσότερο γείτονας παρά υποτακτικός. Η στάση του Πέτρους απέναντι στην βία που υπέστησαν πατέρας και κόρη κάνει έξαλλο τον Ντέηβιντ: είναι νηφάλιος και ήρεμος, και μεθοδικά δουλεύει στο κτήμα έχοντας τον Ντέηβιντ για βοηθό, με απώτερο σκοπό να γίνει κι ο ίδιος ιδιοκτήτης. Ό δε μέγιστον, προστατεύει τον νεαρό βιαστή (προσπαθώ να διατηρήσω την ειρήνη).
     Η λύση που διαφαίνεται στον ορίζοντα καταρρακώνει ακόμα περισσότερο τον ήρωά μας: ο Πέτρους, που έχει ήδη δυο γυναίκες και παιδιά, προσφέρεται να παρέχει προστασία και στην Λούσυ με το παιδί της, και μόνο μ’ έναν τρόπο μπορεί να συμβεί αυτό: να την παντρευτεί (εδώ είναι επικίνδυνο, πολύ επικίνδυνο. Οι γυναίκες πρέπει να παντρεύονται), μια πρόταση που δεν απορρίπτει η Λούσυ (ο Πέτρους μπορεί να μην είναι σημαντικό πρόσωπο, αλλά είναι πολύ σημαντικός για κάποια τόσο ανίσχυρη όσο εγώ. Τουλάχιστον τον Πέτρους τον ξέρω). Ίσως είναι το «τίμημα», όπως λέει η ίδια, για να μπορέσει να μείνει στον τόπο που αγαπά (θεωρούν ότι τους οφείλω κάτι. Θεωρούν ότι εκείνοι εισπράττουν ένα χρέος, ότι είναι φοροεισπράκτορες). Ίσως είναι η πράξη ταπείνωσης μπροστά στην Ιστορία. Ωστόσο, η Λούσυ δηλώνει απερίφραστα ότι νιώθει σαν νεκρή, αλλά αν εγκαταλείψει τώρα το κτήμα, «θα φύγει ηττημένη και θα γεύεται την ήττα όλη της τη ζωή».
     Ηττημένος νιώθει κι ο Ντέηβιντ, ταπεινωμένος σε όλα τα επίπεδα… Η προσπάθειά του να επιστρέψει στο Κέιπ Τάουν ενδυνάμωσαν ακόμα περισσότερο αυτό το αίσθημα ξενότητας. Το σπίτι του είχε υποστεί επιδρομή και λεηλασία, δεν είχε απομείνει τίποτα. Το ίδιο και στο πρώην γραφείο του στο Πανεπιστήμιο, η κατάσταση είναι αποκαρδιωτική. Συγκλονιστική είναι η σκηνή όπου ο Ντέηβιντ επισκέπτεται τον πατέρα της Μέλανι, αρχικά με αφοπλιστική ειλικρίνεια κι εξομολογητική διάθεση (ζω σ’ ένα καθεστώς ατίμωσης από το οποίο δεν θα είναι εύκολο να βγω και να σταθώ στα πόδια μου), και ζητά με τον δικό του, προσωπικό τρόπο, συγνώμη. Μια σκηνή που αιφνιδιάζει τον αναγνώστη, γιατί δεν υπήρχε σ’ όλο το βιβλίο κανένα σημάδι ότι επεξεργάστηκε τη θέση της Μέλανι και των δικών της με ενσυναίσθηση.
     Κι όμως, φαίνεται ότι έχει πλήρη συνείδηση ότι η ατίμωση αυτή, δηλαδή η απογύμνωση από κάθε είδος κύρους, είναι συνέπεια της αρχικής αλαζονείας -της αλαζονείας του αρσενικού που νιώθει επιθυμία και πρέπει να την ικανοποιήσει. Επιστρέφοντας στο κτήμα της Λούσυ, είναι μεταλλαγμένος, μπαίνει στην «υπηρεσία» της Μπεβ αποκτώντας μια ιδιαίτερη σχέση με τα σκυλιά που οδηγούνται στην ευθανασία, και είναι αποφασισμένος για ένα νέο ξεκίνημα:
     Ίσως αυτό πρέπει να μάθω να αποδέχομαι. Να ξεκινώ απ’ το μηδέν. Χωρίς τίποτα. Χωρίς όπλα, χωρίς περιουσία, χωρίς δικαιώματα, χωρίς αξιοπρέπεια.
     «Σαν σκύλος».
     «Ναι, σαν σκύλος»
Χριστίνα Παπαγγελή

Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 23, 2024

Άμστερνταμ, Ίαν Μακ Γιούαν

Οι φίλοι που συναντήθηκαν κι αγκαλιάστηκαν εδώ
έχουν πια φύγει.
Ο καθένας προς το δικό του λάθος…
W.H. AUDEN, “The crossroads”
     Έξυπνο και ενδιαφέρον, αλλά κάπως εγκεφαλικό, ομολογώ ότι με κούρασε κάπως και με απογοήτευσε το «σαρωτικό» τέλος. Η γραφή του έμπειρου συγγραφέα συναρπάζει, αλλά πιστεύω ότι η προσπάθειά του να αναδείξει προβλήματα παθογένειας στην εποχή μας -εστιάζοντας ιδιαίτερα πάντα στο Ηνωμένο Βασίλειο- είναι μεν πετυχημένη, αλλά προσδίδει έναν νατουραλιστικό χαρακτήρα στην όλη πλοκή: υπερβολική εστίαση στα ανθρώπινα πάθη και τις αδυναμίες- οι άνθρωποι είναι έρμαια των ενστίκτων (μέσα στα οποία συγκαταλέγονται και η φιλοδοξία κοινωνικής ανέλιξης), και εντέλει θύματα των κοινωνικών συνθηκών.
     Δεν το κρύβω, δεν συμ-πάθησα καθόλου τους ήρωες, ίσως γι’ αυτό και δεν με άγγιξε το μυθιστόρημα αυτό, αν και το διάβασα με γοργό ρυθμό. Ακόμα και η Μόλλυ (διάσημη δημοσιογράφος στον τομέα της γαστρονομίας, γευσιγνώστρια και φωτογράφος), η μοιραία γυναίκα μετά από τον θάνατο της οποίας συσπειρώθηκαν παλιοί εραστές και άσπονδοι φίλοι -κι από δω ξεκινάει η πλοκή του μυθιστορήματος-, πρέπει να ήταν αντιπαθής! Δεν μας επιτρέπει όμως ο συγγραφέας να σχηματίσουμε γνώμη, μάλλον δεν έχει σημασία και μάλλον δεν θέλει να εστιάσει στον ψυχικό κόσμο των ηρώων. Είναι δεδομένο ότι η σχέση του καθένα με την Μόλλυ ήταν ακαταμάχητη, των δύο κεντρικών προσώπων (Βέρνον και Κλάιβ), του επίσης αντιπαθητικού υπουργού Εξωτερικών Τζούλιαν Γκάρμονυ και του συζύγου της Μόλλυ, του επίσης αντιπαθούς ως γλοιώδους Τζορτζ Λέιν. Ασφαλώς υπήρχαν κι άλλοι θαυμαστές ή εραστές, αλλά δεν παίζουν ρόλο στο μυθιστόρημα.
     Έχουν περάσει βέβαια πολλά χρόνια από την εποχή των αναρχορομάντζων (δεκαετία 60, νιότη, τρέλα, ελεύθερο σεξ κλπ), κι ο κάθε ήρωας έχει τραβήξει τον δικό του δρόμο, έχοντας στήσει τη δική του οικογένεια. Ο Βέρνον Χάλλιντεϋ είναι δημοσιογράφος, διευθυντής της ευρείας κυκλοφορίας εφημερίδας «Κριτής», μιας εφημερίδας που τον τελευταίο καρό χαροπαλεύει λόγω ανικανότητας του προηγούμενου διευθυντή. Ο Κλάιβ Λίνλεϋ είναι ένας από τους πιο καταξιωμένους Άγγλους μουσικοσυνθέτες στον οποίο μάλιστα ανατέθηκε η σύνθεση της «Συμφωνίας της χιλιετίας» (λίγα χρόνια από το τέλος της χιλιετίας), η επιτυχία της οποίας θα του διασφαλίσει την αιώνια δόξα και την είσοδο στο πάνθεον των -βρετανών- καλλιτεχνών. Ο συγγραφέας έχει την ευκαιρία να εισχωρήσει στον ευαίσθητο χώρο της δημοσιογραφίας αλλά και της καλλιτεχνικής δημιουργίας, και να αναδείξει με λεπτομέρειες τις συμβατικότητες και τα τεχνάσματα/κομπίνες στα οποία ανατρέχουν για να επιπλεύσουν όσοι τις υπηρετούν.
     Οι δύο παλιοί φίλοι, που τους συνδέει αδιάρρηκτα το ακαταμάχητο παρελθόν, συναντιούνται ξανά μετά από μακρόχρονη σιωπή, με αφορμή την κηδεία της γυναίκας που υπήρξε ο μεγάλος έρωτας για τον καθένα, και που βασανίστηκε από σπάνια εκφυλιστική νόσο χάνοντας κάθε ίχνος ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Είναι κι οι δυο δημοφιλείς, και, καθώς είναι ευάλωτοι μετά την τελετή, και παράλληλα βρίσκονται σε κρίσιμη καμπή της -φιλόδοξης- καριέρας τους, κάνουν μια συμφωνία μεταξύ τους, να απαλλάξουν ο ένας τον άλλον, αν φυσικά υπάρξει ανάγκη, από την βάσανο της χρόνιας αρρώστιας (ιδιαίτερα, μάλιστα, αν φτάσω στο σημείο που να μην μπορώ να λάβω ο ίδιος την απόφαση ή να την υλοποιήσω/σου ζητάω, σαν παλιότερος φίλος μου που είσαι, να με βοηθήσεις αν φτάσουμε ποτέ στο σημείο όπου θα διακρίνεις ότι αυτό είναι το καλύτερο δυνατόν).
     Το ζήτημα λοιπόν της ευθανασίας θίγεται από τον συγγραφέα αν και δεν εξετάζεται σε βάθος, όπως θα περίμενε κανείς, παρόλο που έμμεσα δίνει νόημα στον τίτλο (αναρωτιόμουν μέχρι τις τελευταίες σελίδες γιατί τιτλοφορείται «Άμστερνταμ» ένα βιβλίο που βασικά διαδραματίζεται στο Ηνωμένο Βασίλειο). Η εξήγηση δίνεται στο τέλος: η Ολλανδία είναι η μόνη χώρα όπου οι γιατροί έχουν το ελεύθερο να παρέχουν ουσίες που προκαλούν τον εκούσιο θάνατο[1]. Το χιτσκοκικό τέλος ίσως δίνει και μιαν απάντηση στο ερώτημα αν θα πρέπει να «υποβοηθιέται» η εθελούσια αποχώρηση από τη ζωή.
     Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα;
     Προκύπτουν όμως και άλλα ηθικά διλήμματα, τα οποία αρέσκεται ο συγγραφέας να επεξεργάζεται, όπως έχει αποδειχτεί και σε προηγούμενα μυθιστορήματα[2], όχι μόνο βιοϊατρικής φύσεως όπως επισημαίνει η Νίκη Κώτσιου[3]: το πρώτο είναι σε ποιον βαθμό μπορεί η δημοσιογραφική προβολή να παραβιάσει την ιδιωτική ζωή κάποιου δημόσιου προσώπου, ακόμα κι αν αυτό το άτομο είναι απεχθές/απαράδεκτο πολιτικά. Αυτό φυσικά το δίλημμα αφορά τον Βέρνον, ο οποίος βρέθηκε με φωτογραφίες στο χέρι που εκθέτουν και γελοιοποιούν τον υπ. Εξωτερικών Τζούλιαν Γκάρμονυ, ένα ανθρωπάριο που φιλοδοξεί να γίνει πρωθυπουργός και είναι υπέρ της θανατικής ποινής, εναντίον του Μαντέλα κλπ (μιλάμε για έναν βασανιστή, έναν δήμιο, τον υπερασπιστή των οικογενειακών αξιών, τη μάστιγα των μεταναστών, όσων ζητούν άσυλο, των Τσιγγάνων, των περιθωριακών). Ο Βέρνον δεν φαίνεται να έχει ηθικές αναστολές, εφόσον ο συγκεκριμένος πολιτικός είναι επικίνδυνος, σώζει επομένως κόσμο αν τον καταστρέψει! Αντίθετα, η δημοσίευση αυτή, όπως υπολογίζει, θα ανεβάσει τις πωλήσεις στα ύψη και θα σώσει την εφημερίδα από χρεωκοπία.
     Δεν διαφέρει και πολύ η ηθική στάση του Κλάιβ απέναντι στο δίλημμα που του φέρνει η δική του επαγγελματική πορεία: προκειμένου να μη χάσει την έμπνευσή του, που με πολύ κόπο χτίζει για να δώσει ένα αντάξιο φινάλε στη συμφωνία του ψάχνοντας ηρεμία και συγκέντρωση στην αγαπημένη του «περιοχή των Λιμνών», δεν προσέχει ούτε καταγγέλλει καν τον κατ’ επανάληψη βιαστή που ψάχνει η αστυνομία, ο οποίος είχε απομονώσει μια γυναίκα στην έρημη περιοχή όπου ο Κλάιβ έψαχνε την επιφοίτηση της μουσικής δημιουργίας.
    Οι δυο φίλοι αποδείχτηκαν «άσπονδοι», εφόσον η πρόθεση αυτή του Βέρνον (που τη μεθόδευσε με επαγγελματικό σαδισμό) έκανε έξω φρενών τον Κλάιβ (εάν είναι γενικώς εντάξει και για έναν ρατσιστή το να είναι τραβεστί, τότε είναι εντάξει και για έναν ρατσιστή ντο να είναι τραβεστί. Αυτό που δεν είναι εντάξει είναι το να είσαι ρατσιστής). Άλλωστε, τις γελοίες φωτογραφίες ο Γκάρμονυ τις εμπιστεύτηκε στη Μόλλυ, ήταν δικές της (δεν έχουν να κάνουν με μένα ή με σένα ή με τους αναγνώστες σου. Θα μισούσε αυτό που κάνεις).
     Αντίστοιχα, η σύγκρουση των δύο παλιόφιλων προκαλεί τον εκβιασμό εκ μέρους του Βέρνον, ότι αν δεν καταγγείλει όσα είδε ο Κλάιβ από τον βιαστή (έχεις ηθικό καθήκον/εσύ μου λες ποιο είναι το ηθικό μου καθήκον; Εσύ; Είναι δυνατόν;) θα θεωρηθεί συνεργός σε απόπειρα βιασμού.
     Ο συγγραφέας ολοκληρώνει τις δύο διαφορετικές υποθέσεις με ευφυέστατο τρόπο, ανατρέποντας τις προσδοκίες των δύο ηρώων και δίνοντας όπως είπαμε, ένα «χιτσκοκικό» φινάλε, με χιούμορ που αγγίζει το γκροτέσκο.
Χριστίνα Παπαγγελή

[1] Η υποβοηθούμενη αυτοκτονία έγινε νόμιμη στην Ολλανδία με νόμο που ψηφίστηκε το 2001 αλλά τέθηκε σε ισχύ τον Απρίλιο του 2022. Με την ψήφιση του νόμου, η Ολλανδία έγινε η πρώτη χώρα στον κόσμο που έκανε νόμιμη την ευθανασία, σύμφωνα με το BBC
[2] Γράφει η Νίκη Κώτσιου: «Ο σπουδαίος βρετανός συγγραφέας Ίαν Μακ Γιούαν, ευαισθητοποιημένος σε φαινόμενα της σύγχρονης ζωής, συχνά θέτει στο έργο του ζητήματα ιατρικής ηθικής, που 
να τον απασχολούν πολύ. Στο Σάββατο ένας χειρουργός καλείται να χειρουργήσει και να σώσει τη ζωή ενός ανθρώπου που απείλησε να τον σκοτώσει, ενώ στο Νόμο περί τέκνων μια δικαστίνα καλείται να αποφασίσει για τη ζωή ενός νεαρού ιεχωβά, που αρνείται να δεχθεί μετάγγιση αίματος. Στο Άμστερνταμ (βραβείο Booker 1998), που θα μας απασχολήσει εδώ, επιχειρείται μια προσέγγιση της ευθανασίας, ενώ συγχρόνως τίθενται πολλά ακόμη θέματα ηθικής τάξεως, που παρουσιάζουν πολλές και όχι πάντα ευδιάκριτες πτυχές» (https://bookpress.gr/kritikes/xeni-pezografia/13616-mcewan-ian-patakis-amsterntam-kotsiou).
[3] https://bookpress.gr/kritikes/xeni-pezografia/13616-mcewan-ian-patakis-amsterntam-kotsiou

Κυριακή, Σεπτεμβρίου 15, 2024

Για την αγάπη της Έλενας, Γιασμίνα Χάντρα

    Ένα ακόμα συγκλονιστικό μυθιστόρημα μάς χάρισε ο αγαπημένος αλγερινός συγγραφέας, και μάλιστα εμπνευσμένο από αληθινή ιστορία. Έχοντας ζήσει κι ο ίδιος κάποια χρόνια στο Μεξικό, τη χώρα αυτή των μεγάλων επαναστάσεων αλλά και των μεγάλων κοινωνικών αντιθέσεων, μας οδηγεί κατευθείαν στην καρδιά του κόσμου της διαφθοράς, της εγκληματικότητας και των πανίσχυρων κυκλωμάτων που την εξουσιάζουν ουσιαστικά, ιδιαίτερα στο βόρειο τμήμα κοντά στις ΗΠΑ.
      Βρισκόμαστε σ’ ένα χωριό σχεδόν ανώνυμο, στο βόρειο Μεξικό, με το παράδοξο όνομα «Περίβολος της αγίας Τριάδος», σε μια ξεχασμένη επαρχία της επίσης παραμελημένης πολιτείας Τσιουάουα (το χωριό μας θα’ πρεπε να λέγεται Νεκροταφείο των Ζωντανών, έτσι όπως οι τρώγλες μας έμοιαζαν με τάφους κι οι γείτονές μας με φαντάσματα). Είναι μια από τις πολλές περιοχές που εγκαταλείπουν οι νέοι ρίχνοντας μαύρη πέτρα πίσω τους, κι εξαφανίζονται είτε οικειοθελώς, είτε επειδή μπλέκουν στην παρανομία.
     Υπάρχει, όπως υπαγορεύει κι ο τίτλος, μια δυνατή και ρομαντική αγάπη -καθοριστική και καταλυτική-, αλλά δεν θα μπορούσε να πει κανείς ότι πρόκειται για μια «ιστορία αγάπης», εφόσον η αγάπη αυτή τελειώνει καθώς ξεκινά το βιβλίο και… αρχίζει ξανά στην τελευταία σελίδα! Γιατί ο κεντρικός ήρωας και αφηγητής Ντιέγκο, φτωχόπαιδο -όπως όλα- και με υπερβολική αγάπη στη λογοτεχνία, έχει δεσμό με την Έλενα με την οποία αγαπιούνται από παιδιά κάνοντας όνειρα για το μέλλον. Όμως μετά από ένα τρομερά βίαιο και τραυματικό γεγονός στα ερείπια ενός ναού όπου πήγαν ρομαντικό περίπατο (βιασμό της κοπέλας μπροστά στα μάτια του), εκείνη ντροπιασμένη και οργισμένη με την αδυναμία/δειλία του συντρόφου της να αντιδράσει (άντρας να σου πετύχει!), κλείνεται στο σπίτι και μετά από καιρό εξαφανίζεται.
     Ο φιλήσυχος και συνεσταλμένος Ντιέγκο, με τον ξάδερφο και αδελφικό φίλο του Ραμίρες, παρακινημένοι και από την απελπισμένη μάνα της Έλενας (φέρε μου πίσω το κορίτσι μου/φέρε μου την πίσω αλλιώς θα κάνω κομμάτια αυτήν την Παναγία και θα συνεχίσω να τα βάζω μαζί της ώσπου να πέσει η κατάρα της πάνω σ’ όλο το χωριό) ξεκινούν ένα ταξίδι που για τον Ντιέγκο δεν θα έχει επιστροφή αν δεν βρουν την Έλενα (η Έλενα ήταν η αρένα μου όπου έδινα τους πιο τρομερούς μου αγώνες). Όσο για τον Ραμίρες, εκείνος γρήγορα διαχωρίζει τη θέση του, ότι θα βοηθήσει μεν τον Ντιέγκο, αλλά βασικά φιλοδοξεί να βγάλει λεφτά και να «φτιάξει μια καινούρια ζωή».
     Η αρχή του νήματος είναι ο συγχωριανός Οσάριο που έχει φύγει από το χωριό, επειδή ένας πιτσιρικάς είδε την Έλενα να φεύγει μαζί του. Ο Οσάριο ενσαρκώνει το όνειρο κάθε χωριατόπαιδου για κοινωνική ανέλιξη, γιατί όταν επιστρέφει πού και πού από το «θρυλικό» Χουάρες[1], παραμυθιάζει όλους με τις ευκαιρίες, τις γνωριμίες και τα πλούτη του (αμαξάρες, ακριβά ρούχα κλπ). Ο Ντιέγκο και ο Ραμίρες λοιπόν δεν έχουν παρά να βρουν τον Οσάριο.
     Είναι η πρώτη φορά που οι δυο νέοι απομακρύνονται απ’ το χωριό τους, και πέφτουν κατευθείαν στα βαθιά… Φτάνοντας με τα πολλά στην Πόλη του Χουάρες, τη μεγαλύτερη πολιτεία της Τσιουάουα (ένα αχανές τοπίο από στριμωγμένους τον έναν πάνω στους άλλους συνοικισμούς, χτισμένη σ’ ένα άχαρο οροπέδιο που το κατέτρωγε αέναα η έρημος) αφού αναζητούν ανάμεσα σε ύποπτες φάτσες τον «καλοντυμένο», «κουβαρντά» Οσάριο, αντιλαμβάνονται γρήγορα (κι αδυνατούν να το πιστέψουν) ότι ο συγχωριανός τους τους δούλευε ψιλό γαζί· είναι ένας απατεώνας χειρίστου είδους που πουλάει φύκια για μεταξωτές κορδέλες (τζαμπατζής είναι, κοιμάται σε όποιον του ζητάει να κατεβάσει τα βρακιά του). Η φήμη επιβεβαιώνεται όταν ο Οσάριο τούς εξαπατά πουλώντας τους για άλλη μια φορά μούρη και αφήνοντάς τους μεθυσμένους σε μια «σπιταρώνα» (δήθεν δικιά του) αφού τους έκλεψε ό, τι είχαν και δεν είχαν.
     Αυτό είναι και το καθοριστικό επεισόδιο μετά από το οποίο οι δυο φίλοι αναγκάζονται, απένταροι και αφοπλισμένοι, να εισχωρήσουν ανεπιστρεπτί στα κυκλώματα του λαθρεμπορίου και της παρανομίας. Είναι αδύνατον να επιστρέψουν άπραγοι στο χωριό, ο Ντιέγκο χωρίς νέα της Έλενας κι ο Ραμίρες χωρίς να έχει καν τα χρήματα που είχε ξεκινώντας. Άλλωστε, ο «Μονόφθαλμος» στον οποίο ανήκε το σπίτι, τους διαβεβαιώνει ότι ο Οσάριο όντως είχε μια μελαχρινούλα που έμοιαζε με την Έλενα και της πούλαγε παραμύθια για καριέρα στον κινηματογράφο (ένιωσα την καρδιά μου να σκάει σαν χειροβομβίδα στο στήθος μου)!
     Δεν ξέρετε πού πάτε να μπλέξετε
     «Εδώ δεν είναι σαν το χωριό, όπου όλοι στηρίζουν ο ένας τον άλλον. Στο Χουάρες, ο καθένας κοιτάζει το τομάρι του, κι αυτό δεν αλλάζει ποτέ». Όμως η απόφαση των δύο πρωτάρηδων ήταν αμετάκλητη και μέσα από τις γνωριμίες και την ανάγκη, βρήκαν εντέλει δουλειά στη δούλεψη του Σίσκο (ένας ψηλόλιγνος Ινδιάνος, ξερακιανός σαν καλαμιά), ως «σιδεράδες». Γρήγορα βέβαια αντιλαμβάνονται όχι μόνο ότι πρόκειται για ένα ιδιόρρυθμο άτομο με… αρχές (να την πατάς άλλους είναι ανθρώπινο, όμως να χάνεις την αξιοπρέπειά σου είναι ασυγχώρητο), του οποίου αν ξύσεις τις πληγές θα βρεις τραγικές πτυχές (ένας άνθρωπος βασανισμένος, ένας ναυαγός της Ιστορίας που βίωνε την κρίση ταυτότητας σαν μια πολύ σοβαρή παθολογική κατάσταση/ ένας ινδιάνος που παρά τη θέλησή του ενσωματώθηκε σ’ έναν μπασταρδεμένο κοσμοπολιτισμό), αλλά ότι είναι φανατικός και αδίστακτος, χωμένος βαθιά στα δίχτυα της διαφθοράς και της εγκληματικότητας. Γνωρίζουν αναπόφευκτα και τα «μεγάλα αφεντικά», τον Ελ Καρντινάλ, τον «βασιλιά του υπόκοσμου» και τον Κουτσίγιο (ένας μακελάρης που θα μπορούσε να σου βγάλει τα μάτια για να κοιτάξει μέσα στο κρανίο σου), που ήταν ο διευθυντής ενός παράνομου «εργαστηρίου», στο υπόγειο ενός μαγαζιού με ρούχα, ενώ στο «μπουντρούμι» που χωριζόταν μ’ έναν τσιμεντένιο τοίχο, κανείς δεν ήξερε τι μαγειρευόταν από πίσω…
     Είναι φανερό ότι οι δύο νιόφερτοι είναι «δόκιμοι» στα γρανάζια της διακίνησης λαθραίων και της παράνομης κερδοσκοπίας. Στην αρχή είναι βέβαια «ψάρια, ακολουθούν πιστά τους αυστηρούς κανόνες, μεταφέρουν «σακουλάκια» κρυφού περιεχομένου, έχουν «συναδέλφους», κι όταν αργότερα τα αφεντικά μένουν ευχαριστημένα τους δίνουν κινητό, στέγη και χρήματα.
     Η αποφασιστική στιγμή που για τους δυο φίλους δεν υπάρχει γυρισμός, είναι όταν ο Καρντινάλ τιμωρεί παραδειγματικά και με αποτρόπαιο τρόπο -μέχρι θανάτου- τον Ράνγκο, έναν συνεργάτη τους επειδή παρέβη μία από τις αρχές τους (όχι ακόμα δολοφόνος αλλά ολοκληρωτικά συνένοχο, εκείνη την ημέρα διάβηκα το κατώφλι: η άβυσσος με υποδέχτηκε στο απέραντο κολαστήριό της). Καθοριστική είναι και η αποκάλυψη της τραγικής τύχης της Μαριμπέλ, του «πιο αγνού κοριτσιού στο χωριό», που -όπως πιθανόν και η Έλενα- παρασύρθηκε από τον Οσάριο με ψεύτικα υποσχέσεις και όνειρα, και κατέληξε «σκιά του εαυτού της»: τα τσιγαρλίκια και το τρακ την οδήγησαν σε κύκλωμα πορνείας («πολυτελείας», με διάσημα πρόσωπα), και μετά από επεισόδια απίστευτης βίας εκ μέρους του Οσάριο την βρήκαν να ζει σε εξαθλίωση, έχοντας αποκτήσει και δυο παιδιά, το ένα μάλιστα με πρόβλημα.
     Έτσι λοιπόν, ο αναγνώστης παρακολουθεί δύο άξονες δράσης, ο ένας αφορά την εμπλοκή των δύο βασικών ηρώων όλο και περισσότερο στον κόσμο των συμμοριών, της ακολασίας, των αλληλοσπαραγμών και του τσαμπουκά, κι ο άλλος είναι οι ενέργειες που κάνουν παράλληλα για να εξιχνιάσουν το μυστήριο της εξαφάνισης της Έλενας. Άλλωστε οι δύο άξονες πολλές φορές αλληλοκαλύπτονται εφόσον ο Οσάριο, το τρίτο βασικό και χαρακτηριστικό πρόσωπο του μυθιστορήματος, που γνωρίζει πού είναι Έλενα, είναι κι αυτός μπλεγμένος στον μηχανισμό της διαφθοράς και του κέρδους χωρίς καμιά ηθική αναστολή.
    Έτσι λοιπόν, όταν το μίσος προς το «καθίκι» φουντώνει (η σύγκρουση με τον Οσάριο γίνεται αναπόφευκτη, από την οποία οι δυο φίλοι βγήκαν δαρμένοι και ταπεινωμένοι) όμως το μίσος αυτό μαζί με το όνειρο για μια ευτυχισμένη συνύπαρξη με την Έλενα δίνει κουράγιο στον Ντιέγκο να συνεχίσει με κάθε τίμημα, μαζί βέβαια με τον Ραμίρες που έχει άλλα όνειρα (θέλω να γίνω πρόεδρος μιας πραγματικής εταιρείας, όχι μιας ομάδας παραφρόνων. Θέλω να ανήκω στην αφρόκρεμα, όχι στα παράνομα καρτέλ).
     Στον κόσμο αυτόν των κολασμένων ξεχωρίζει ο Νονίτο, ο κομπιουτεράς (είμαστε έμποροι του θανάτου, Ντιέγκο, είμαστε χαμένα κορμιά και τίποτε άλλο, χωρίς πίστη, χωρίς νόμο/ξέρω πολύ καλά το κακό που κάνω, όμως εξακολουθώ να το κάνω), που πληρώνει πολύ ακριβά την επανάστασή του, να ελευθερώσει καμιά ντουζίνα νέγρους και νέγρες («πληγιασμένους, εξασθενημένους και τρομοκρατημένους»), Αφρικανούς πρόσφυγες που τους έπιασαν «δικοί τους», μεταμφιεσμένοι σε διακινητές, με σκοπό να τους πουλήσουν στο ίντερνετ (θα τους ζητάμε λύτρα, αν θέλουν να τους ξαναδούν οι δικοί τους). Ο Νονίτο είναι αυτός που προειδοποιεί επανειλημμένα τον Ντιέγκο ότι το Χουάρες είναι «ο προθάλαμος του θανάτου», παρόλ’ αυτά δεν αργεί η στιγμή που ο Ντιέγκο θα ζητήσει να έχει όπλο… (αυτό που με στενοχωρεί, Ντιέγκο, είναι πως δεν είσαι με τίποτα φτιαγμένος για τέτοια πράγματα).
     Σαν να γινόμουν κάποιος άλλος

Ήθελα να μάθω να σκοτώνω
     Ο κόσμος στον οποίο βρέθηκαν μπλεγμένοι οι δύο ήρωες είναι αυστηρά δομημένος, με τους αρχηγούς, τα πρωτοπαλίκαρα, τις ομάδες «κρούσης» τις ζώνες επιρροής, τους μυστικούς συμβούλους. Το απίστευτο μακελειό που ακολουθεί τα ξεκαθαρίσματα λογαριασμών μεταξύ δύο συμμοριών είναι η αφορμή για ακόμα πιο μεγάλη καταβύθιση στον κόσμο αυτόν απ’ όπου είναι πολύ δύσκολο πια να ξεφύγουν τα δυο χωριατόπαιδα. Φυσικά, πίσω από τις συμμορίες βρίσκονται οι φιλοδοξίες των μεγάλων κεφαλιών και οι αλληλοεξοντώσεις (κάποιος έκλεψε το εμπόρευμα!), γεγονός για το οποίο είχε προειδοποιήσει ο Νονίτο τον Ντιέγκο (μερικές φορές ο Σίσκο ψάχνει αφελείς που θα κάνουν τη βρομοδουλειά για πάρτη του. Στην αρχή θα σε κάνει να πιστέψεις πως σ’ έχει πάρει από καλό μάτι, κι όταν τσιμπήσεις σαν το ψάρι, θα πετάξει εσένα στο νερό για να μη βραχεί εκείνος). Η πλοκή παίρνει πορεία καθαρού αστυνομικού θρίλερ με εκδικήσεις, βασανιστήρια, ανατριχιαστικές δολοφονίες, ενώ ο Ντιέγκο προσπαθεί μέσα από την «επιθυμία να σκοτώνει» να βρει την χαμένη του αυτοεκτίμηση, την αυτοπεποίθηση που έχασε «εκείνη τη μέρα στα χαλάσματα του ναού».
     Δεν αργεί να τραυματιστεί πολύ σοβαρά, δεν αργεί να αποκτήσει όπλο. Ήρθε και η ώρα του να σκοτώσει, βέβαια σε κατάσταση άμυνας, σώζοντας τη ζωή του Ραμίρες. Τα συναισθήματα του Ντιέγκο είναι εφιαλτικά, ωστόσο ανεβαίνουν κι οι δυο πρωταγωνιστές στην ιεραρχία του κυκλώματος, αναλαμβάνοντας όλο και πιο δύσκολες υποθέσεις. Όταν πια τα ξεκαθαρίσματα τελειώνουν και κυριαρχεί, προς ανακούφιση όλων, η ομάδα του Σίσκο, οι δυο φίλοι προσαρτώνται στην ομάδα του Φαρίνια, ο οποίος όμως με τη σειρά του βρίσκει κάποια στιγμή τραγικό τέλος από τον Ραμίρες (αυτή είναι η φύση των πραγμάτων. Τόσο στον υπόκοσμο όσο και στα δάση, υπάρχει το κυρίαρχο αρσενικό που καθοδηγεί την αγέλη με τον βούρδουλα). Η κατρακύλα στον βούρκο δεν φαίνεται να έχει τελειωμό…
     Η Έλενα ήταν η αρένα μου όπου έδινα τους πιο τρομερούς μου αγώνες.
Δεν θα μπορούσα ν’ αντέξω δεύτερη φορά το βάρος μιας δειλίας
σαν αυτή που είχα δείξει
     Η ξαφνική εμφάνιση της Έλενας στο πλάι ενός ηλικιωμένου με πολυτελή κούρσα αναστατώνει τον Ντιέγκο και του δίνει νέα ώθηση και παράτολμο θάρρος. Παρά τις επανειλημμένες συμβουλές του Ραμίρες (η Έλενα δεν είναι πια το κοριτσόπουλο που σ’ έκανε να τρέχεις σαν σκυλάκι στα λιβάδια. Πηδιέται ασύστολα, αλλά ο δικός σου πισινός πονάει. Πότε θα καταλάβεις επιτέλους, μια για πάντα, πως επέλεξε να κάνει καριέρα πουλώντας το κορμί της κι ότι εσύ δεν έχεις κανένα μερίδιο ευθύνης γι’ αυτό;), η εμμονή του Ντιέγκο στο απατηλό όνειρο μιας ήρεμης ζωής στο πλάι της Έλενας είναι αμετάκλητη (δεν ήξερα αν την αγαπούσα ακόμη ή αν απλώς τη χρησιμοποιούσα για να αυτομαστιγώνομαι. Ήταν φανερό ότι στηριζόμουν σε αέρα κοπανιστό, αλλά δεν είχα σε τι άλλο να στηριχτώ).
     Ο δειλός και συνεσταλμένος Ντιέγκο δεν έχει πάψει να φοβάται ζωντανούς και νεκρούς, ωστόσο αντλεί δύναμη από το όνειρο αυτό, το μόνο που του έχει απομείνει, και ακολουθώντας ένα νήμα που χτίζεται από παγίδες και μηδαμινές πιθανότητες να πετύχει τον σκοπό του, αγγίζει το φάσμα της Έλενας.
     Εκεί βέβαια τον περιμένουν εκπλήξεις…

Χριστίνα Παπαγγελή

[1] Η Χουάρες είναι σημαντικό διαμετακομιστικό κέντρο καθώς αποτελεί πέρασμα προς τις ΗΠΑ. Αποτελεί όμως επίσης, λόγω της θέσης της στα σύνορα, και το μεγαλύτερο κέντρο λαθρεμπορίου και διακίνησης ναρκωτικών του Μεξικού από και προς τις ΗΠΑ. Το τοπικό καρτέλ, που εκτιμάται ότι είναι από τις μεγαλύτερες εγκληματικές οργανώσεις στον κόσμο, διακινεί το 50% των ναρκωτικών προς τις ΗΠΑ. Έτσι, την ίδια πορεία με την αύξηση του πληθυσμού και της βιομηχανικής δραστηριότητας στην πόλη ακολούθησε και η εγκληματικότητα, που σήμερα είναι από τις υψηλότερες στη χώρα. Το 2009, η πόλη χαρακτηρίστηκε ως «το πιο βίαιο μέρος της Γης μετά τις εμπόλεμες ζώνες». Οι δολοφονίες στη πόλη μειώθηκαν αισθητά από το 2010 μέχρι το 2012, κυρίως επειδή το καρτέλ Σιναλόα κατάφερε να απομακρύνει το καρτέλ Χουάρες. Όμως η εγκληματικότητα εξακολουθεί να είναι πολύ υψηλή (https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A3%CE%B9%CE%BF%CF%85%CE%B4%CE%AC%CE%B4_%CE%A7%CE%BF%CF%85%CE%AC%CF%81%CE%B5%CF%82)