Δευτέρα, Νοεμβρίου 19, 2007

283 λέξεις για το Ούτε τ’ όνομά μου της Θία Χάλο

Βιβλίο που δύσκολα μπορεί να ταξινομηθεί. Στοιχειά βιογραφίας, απομνημονευμάτων, ιστορίας.
Η ιστορία μιας γυναίκας από τα πρώτα χρόνια της στον Πόντο ως τα βαθιά γεράματα στην Αμερική «δεμένη» με μία επίσκεψη στον Πόντο για την ανεύρεση του χωριού όπου γεννήθηκε. Το χωριό Αϊοντόν, κατά την προφορά του ονόματος όπως το θυμόταν η ίδια (προφανώς Άγιος Αντώνιος) στη θέση του οποίου δεν είχε μείνει τίποτα. Εστιάζω κυρίως στα ιστορικά στοιχεία που η συγγραφέας ισχυρίζεται ότι είναι ελεγμένα και διασταυρωμένα και όντως έτσι αποδεικνύεται από την ανάγνωση του βιβλίου. Η δράση και ο ρόλος του Κεμάλ με τις αλλαγές που επέφερε στην Τουρκία και τις γενοκτονίες της δεκαετίας 1910 (σελ. 25), τα Τάγματα Εργασίας (σελ. 127), η οικονομία και ο πολιτισμός των Ποντίων από τα μέσα του 18ου αι. και μετά (σελ. 160-162) και κυρίως αποκομμένη ευδιάκριτα από την υπόλοιπη αφήγηση η ιστορία του Πόντου κατά τον 20ο αι. (σελ. 185-213).
Ενδιαφέρον έχει και η αναφορά στους Ασσύριους, τον αρχαιότατο λαό της Μεσοποταμίας και Μικράς Ασίας για τον οποίο σήμερα δε γίνονται αναφορές. Οι διωγμοί και οι θανατώσεις των Ασσυρίων είναι εξίσου σημαντικά ιστορικά γεγονότα στο πλαίσιο των εθνοκαθάρσεων που σηματοδότησαν για τη μετατροπή της οθωμανικής αυτοκρατορίας σε εθνικό κράτος κατά το δυνατόν ομοιογενές. (Στη σελίδα 25 η συγγραφέας αναφέρεται στη σφαγή 1.500.000 Αρμενίων, 750.000 Ασσυρίων και 353.000 Ποντίων.)
Η αφήγηση του ταξιδιού στη Μικρά Ασία αλλά και αυτή της προσωπικής ιστορίας την μητέρας της συγγραφέα δεν καλλιεργεί πάθη. Παρά την καταγραφή των ταλαιπωριών και των διώξεων που υπέστησαν η οπτική γωνία είναι ψύχραιμη, ίσως και εξαιτίας της παρέλευσης δεκαετιών από τα γεγονότα και εξαιτίας της νέας ζωής που η Χάλο δημιούργησε στη Αμερική μετά το γάμο της με τον Αβραάμ που την οδήγησε εκεί.

305 λέξεις για το κινηματογράφος και σεξουαλικότητα του Θόδωρου Σούμα.

Ενδιαφέρουσα προσέγγιση του ερωτισμού μέσω του κινηματογράφου σε 156 σελίδες. Το βιβλίο χωρίζεται σε τρία κεφάλαια. Το πρώτο με τον τίτλο «ο ερωτισμός στον κινηματογράφο». Η προσέγγιση του θέματος βασίζεται και ταυτόχρονα τεκμηριώνεται σε αποσπάσματα στοχαστών όπως ο Ζωρζ Μπατάιγ, ο Χένρι Μίλλερ, ο Πιερ Κλοσσόφσκι αλλά και Λακάν, ντε Σαντ, Καζανόβα.
«Πως λειτουργεί το ερωτικό έργο τέχνης» είναι το ουσιαστικό θέμα του βιβλίου. Ο Μπονιουέλ και στη συνέχεια ο Παζολίνι και ο Οσίμα είναι τα πρώτα παραδείγματα σκηνοθετικών χειρισμών παρουσίασης και απόκρυψης του σώματος και της δράσης. Ένα παιχνίδι διαδοχικών αποκαλύψεων, αποκρύψεων και μεταμφιέσεων. Το ντεκουπάζ- τεμαχισμός των σκηνών είναι το σκηνοθετικό εργαλείο του παιχνιδιού. Μελετώνται οι διαφορές του πορνό από τον κινηματογραφικό ερωτισμό του δημιουργού. Στο πορνό οι απαγορεύσεις είναι ισχνές, δείχνουν ανύπαρκτες. Δεν υπάρχει το απαγορευμένο, που τροφοδοτεί τον ερωτισμό και δίνει την ώθηση στις υπερβάσεις. Οι παραβιάσεις των κανόνων στο πορνό είναι αφελείς, χωρίς φαντασία και επαναλαμβανόμενες.
Κατά τον Ζωρζ Μπατάιγ «η ουσία του ερωτισμού δίνεται στην αδιάσπαστη σύνδεση της σεξουαλικής ηδονής με το απαγορευμένο. Για τον άνθρωπο, ποτέ το απαγορευμένο δεν παρουσιάζεται χωρίς την εμφάνιση της ηδονής και ποτέ η ηδονή χωρίς την αίσθηση του απαγορευμένου» (L’ erotisme σελ 119) αυτές οι απαγορεύσεις είναι σύμφυτα δεμένες με τις υπερβάσεις, τις παραβιάσεις τους.
Έχοντας αυτή την οπτική ο Σούμας προχωρά στη συστηματική «ανάγνωση», «αποκωδικοποίηση» των ταινιών.
Το δεύτερο είναι αφιερωμένο στον (ερωτικό) κινηματογράφο του δημιουργού και σχολιάζει ταινίες όπως ο Γαλάζιος Άγγελος του Γ. Φ. Στέρνμπεργκ, η αυτοκρατορία των αισθήσεων του Οσίμα Ναγκίζα. Επίσης ταινίες των Παζολίνι, Φερέρι, Φελίνι, Μακαβέγιεβ. Το τρίτο αναφέρεται στον ελληνικό κινηματογράφο με πρώτο τον Αλέξη Δαμιανό στο έργο του οποίου «το σώμα εκτοξεύεται ατίθασο, δονούμενο από την επιθυμία. Τα γυναικεία κορμιά γράφουν παθιασμένες διαδρομές.»
Το βιβλίο συνοδεύεται από πλήθος εικόνες του κινηματογράφου του δημιουργού που λειτουργούν διπλά: ξεκουράζουν από τις αναλύσεις και βοηθούν την κατανόησή τους.

και άλλες 104 λέξεις από το βιβλίο

«Η εμπειρία οδηγεί στην ολοκληρωμένη και επιτυχή υπέρβαση και η τελευταία διατηρώντας την απαγόρευση τη διατηρεί για να αισθάνεται ηδονή εξαιτίας της»
«Η χαρακτηριστική ιδιότητα του ερωτισμού είναι πως κρύβεται. Κρύβεται ακόμα και τη στιγμή που αποκαλύπτεται...» (Μπατάιγ)
«Λέμε καλύτερα τα πράγματα εξαφανίζοντάς τα, γράφει ο Λα Μετρί, διεγείρουμε τις επιθυμίες κεντρίζοντας την περιέργεια του πνεύματος γύρω από ένα αντικείμενο μερικά καλυμμένο...» (ντε Σαντ)
«Αυτά είναι τα κίνητρα του πέπλου, το οποίο ρίχνουμε πάνω στις σκηνές που δεν κάνουμε τίποτα άλλο παρά να τις ανακοινώνουμε» παρατηρεί ο ντε Σαντ για να περιγράψει ένα «μανιώδες όργιο που δεν επιβραδύνεται παρά για να πάρει καινούργιες μορφές και να επεκταθεί»

Κυριακή, Νοεμβρίου 18, 2007

234 λέξεις για το βιβλίο του Μιχάλη Πιτσιλίδη, Οι σκοτεινές πλευρές του Γιώργου Σεφέρη

Διάβασα το βιβλίο μετά από αυτό του Μπήτον για τον ποιητή (Περιμένοντας τον Άγγελο). Έτσι δε μπορεί παρά να σκέφτομαι συγκριτικά.
Ο Πιτσιλίδης έχει σαφώς διαμορφωμένη οπτική γωνία και στέκεται κυρίως στο δημόσιο βίο του ποιητή. Σε πολλές περιπτώσει που ο Μπήτον «χάνεται» στις λεπτομέρειες και την προσωπική ζωή του «Γιώργου» ο Πιτσιλίδης κατορθώνει να είναι περισσότερο διαφωτιστικός, χωρίς να διστάζει να ασκεί κριτική. Καταλληλότερο παράδειγμα νομίζω ότι είναι ο ρόλος του Σεφέρη κατά την περίοδο της δικτατορίας Μεταξά. Ενώ ο Μπήτον στέκεται περισσότερο στον ίδιο τον ποιητή και τις ερμηνείες ή εξηγήσεις που δίνει ο ίδιος για τα γεγονότα, ο Πιτσιλίδης εξηγεί αντικειμενικότερα και τεκμηριωμένα χωρίς να δικαιολογεί το Σεφέρη. Ο ποιητής είναι πιστός υπηρέτης της κρατικής εξουσίας και αυτής του Μεταξά. «Υπαλληλικός» και συνεπής «υπηρεσιακός» πράττει το καθήκον του όπως του ορίζεται.
Επίσης το γεγονός ότι ο Πιτσιλίδης σαφώς γνωρίζει καλύτερα την ιστορία του τόπου αλλά και της λογοτεχνίας τον βοηθά στην αποτύπωση της συνολικής εικόνας του παζλ. Έτσι βρήκα ιδιαίτερα ενδιαφέρον το κεφάλαιο που σχετίζεται με τα γεγονότα του 1947 και την κλίκα Κατσίμπαλη, την μεθοδευμένη υπονόμευση του Σικελιανού και του Καζαντζάκη ως υποψηφίων για το βραβείο Νόμπελ και την τελική απονομή του στον Σεφέρη.
Η ταξινόμηση της ύλης με βοήθησε περισσότερο να σχηματίσω σαφή εικόνα για τα ερωτήματα και τις απαντήσεις που δίνονται. Επίσης οι προσεγγίσεις των ζητημάτων που αφορούν την προσωπική ζωή του ποιητή είναι αρκούντος διεξοδικές και τεκμηριωμένες.

217 λέξεις για το βιβλίο του Γιάννη Σκαρίμπα, το 1821 και η αριστοκρατία του.

Σκαρίμπειος λόγος με τις γνωστές ιδιορρυθμίες της σύνταξης και της γραμματικής. Εμμονή σε αξίες, όπως η φράση του Ταλλεϋράνδου «Υπάρχει ένα πολύ τρομερότερο όπλο από τη συκοφαντία – η αλήθεια» ή ο χαρακτηρισμός «αλλουβρεχείτες» για τους ιστορικούς που αποσιωπούν την ουσία της επανάστασης του 1821.
Ευκαιρία έχει και το γεγονός ότι ο Σκαρίμπας με το λόγο του θίγει σε κάθε ευκαιρία και την «αριστοκρατία» του καιρού του/μας. Το Μ. Θεοδωράκη, (σελ. 99-101) την Ακαδημία Αθηνών (σελ. 119-122)... Απαξιώνει ως ιστορικούς τον Μαρκεζίνη και τον Παπαρηγόπουλο. Εκτιμά τον Κορδάτο. Σ’ αυτόν κυρίως τεκμηριώνει τις θέσεις του, χωρίς να κάνει «ακαδημαϊκή» ιστορία. Πηγή του αποτελεί και ο Γερμανός ιστορικός Μέντελσον Μπάρτολυ. Επίσης η τεκμηρίωσή του είναι διαρκής και σε άλλες πηγές.
Εν τέλει για το συγγραφέα το 1821 ήταν η μοναδική εθνική και κοινωνική επανάσταση ταυτόχρονα. Έθεσε ερωτήματα χωρίς να δώσει απαντήσεις, όπως αν η εθνική απελευθέρωση ενός λαού είναι προϋπόθεση για την κοινωνική.
Επανέρχεται συνεχώς στον αντιδραστικό ρόλο του ανώτερου κλήρου – ιερατείου και των κοτζαμπάσηδων – φοροεισπρακτόρων. Απαξιώνει τον Κοραή – σημείο που διαφωνεί με τον Κορδάτο και αναφέρει το γράμμα του Δυσσέα (Ανδρούτσου) προς αυτόν, κάλεσμα ν’ αφήσει τη συγγραφή και να ‘ρθει στην Ελλάδα (σελ. 140).
Στο τέλος του βιβλίου πυκνώνουν οι συγκεκριμένες αναφορές – παραθέματα του Κορδάτου από το βιβλίο «Η κοινωνική σημασία της ελληνικής επαναστάσεως του 1821».