Δευτέρα, Φεβρουαρίου 03, 2025

Και οι νεκροί ας θάψουν τους νεκρούς τους, Μιχάλης Αλμπάτης

Τους ζωντανούς να φοβάσαι,
όχι τους πεθαμένους
     Σπάνια με προσελκύουν τα βιβλία που έχουν έντονο το φανταστικό ή το υπερφυσικό στοιχείο, κι έτσι ξεκίνησα με πολλή επιφύλαξη το συγκεκριμένο, εφόσον στην πρώτη φράση του οπισθόφυλλου αποκαλύπτεται το βασικό «εύρημα»: ένα νεαρό αγόρι ανακαλύπτει, στην κηδεία κάποιου συγγενή του, πως έχει την ικανότητα να ακούει τις σκέψεις των νεκρών. Συνέχισα παρόλ’ αυτά με όρεξη, λόγω της πολύ συναρπαστικής γραφής (και την μη ύπαρξη άλλου φανταστικού/αυθαίρετου στοιχείου), και, καθώς το τελείωσα πια με αμείωτο ενδιαφέρον, μπορώ να πω με σιγουριά ότι το εύρημα αυτό ήταν ένας εξαιρετικός τρόπος για να διεισδύσει ο συγγραφέας όχι μόνο στην ανθρώπινη ψυχή και τα πάθη της (έρωτας, σεξ, φιλοδοξίες κλπ), αλλά και στην επιθανάτια αγωνία, στο μυστήριο του θανάτου και της σχέσης των ζωντανών με τους νεκρούς.
     Γιατί, όπως επισημαίνει κι ο κεντρικός ήρωας, ο 15χρονος Φανούρης, μετά από την εμπειρία της επικοινωνίας του με καμιά 15αριά νεκρούς, οι νεκροί «λένε πάντα την αλήθεια». Δεν έχουν κανένα λόγο να κρύψουν πια, από κανέναν τίποτα (τους πιάνει όλους μια μανία να φανερώσουνε ό, τι κρατούσανε κρυφό ως τότε, μαρτυράνε τα πάντα…). Έτσι, ο αυθορμητισμός τους και η αφοπλιστική ειλικρίνεια με την οποία αντιμετωπίζουν τη ζωή τους αλλά και τους ζωντανούς αιφνιδιάζουν, και προκαλούν γέλιο στον -ζωντανό!!- αναγνώστη, ανάμεικτο με γλυκόπικρες σκέψεις, σχετικές με τις αξίες της ζωής και το νόημα ζωής και θανάτου…
     Την υπερβολή διασώζει το χιουμοριστικό, σκωπτικό ως καρναβαλικό ύφος, που ποτέ όμως δεν γίνεται σαρκαστικό/κυνικό· είναι φανερό ότι ο συγγραφέας αντιμετωπίζει με συμ-πάθεια τα ανθρώπινα πάθη και την «αδύναμη» ανθρώπινη φύση, που δεν παύει όμως να υψώνεται ενίοτε και σε επίπεδα ψυχικού μεγαλείου.
     Βρισκόμαστε λοιπόν στη δεκαετία του ’50, στην Κρήτη σ’ ένα μικρό ορεινό χωριό. Ο ήρωάς μας, ο Φανούρης, παραγιός στο μπακάλικο του χωριού, ορφανός από πατέρα και με κοντά παντελονάκια ακόμα -πριν ακόμα κλείσει τα 15 του χρόνια- παρίσταται για πρώτη φορά σε κηδεία, την κηδεία του αγαπημένου του θείου, του Κρασογιώργη, όπου ακούει ξαφνικά τη φωνή του, σε έναν τόνο πολύ πιο χαμηλό κι από αυτόν του πιο αιθέριου ψιθύρου, χωρίς να χάνει ωστόσο σε διαύγεια ή σε σφρίγος, να του εξομολογείται το πάθος του για το κρασί και να του εξηγεί τον τρόπο με τον οποίο πέθανε (βρέθηκε νύχτα με τα σώβρακα μ’ ένα ψαροκάλαμο στα χέρια, ξάπλα στα χωράφια!): βγήκε να… ψαρέψει κρασί από τα φλασκιά της εκκλησίας της Αγίας Κυριακής! Το σπιρτόζικο πνεύμα του φοβερού θείου, συνομιλεί με τον Φανούρη καταλήγοντας να σκάσουν στα γέλια κι οι… δύο (ο Φανούρης σταμάτησε μόνο όταν αντιλήφθηκε πως το γέλιο του είχε ανοίξει μέσα στην αίθουσα ένα καινούριο βάραθρο σιωπής). Το καταλυτικό για τον μικρό ήρωα αυτό συμβάν δεν γίνεται βέβαια πιστευτό, μέχρι το σπαρταριστό επεισόδιο με την 90χρονη γριά-τσιγκούνα Ξώφαινα με τα 40 εγγόνια, που φύλαγε σε κρυψώνα 100 χρυσά φλουριά, πίσω από το κάδρο του θείου Νώντα! Ο Φανούρης δεν χάνει χρόνο, έπρεπε να το κάνει γα να αποδείξει σε όλους ότι δεν ήταν τρελός, για να πάψουν οι χωριανοί να κρυφογελάνε πίσω απ’ την πλάτη του. Η αποκάλυψη των φλουριών αποκαθιστά την αξιοπιστία του Φανούρη, προς μεγάλη δυσαρέσκεια της νεκρής (η φωνή της νεκρής, στριγκιά, ένρινη και οργισμένη, εξαπέλυε εναντίον του βορβορώδεις βρισιές και τρομερές κατάρες/ποιος είσαι εσύ ωρέ βρωμοσαμιάμιθε, που να τρυπώσουν μέσα σου χίλιοι ζουρλοί διαόλοι).
     Η ζωή του Φανούρη αλλάζει, όχι μόνο επειδή «οι νεκροί φάνταζαν στα μάτια του πια λιγότερο τρομακτικοί», όχι μόνο επειδή όλοι τον πιστεύουν και τον σέβονται, ούτε μόνο επειδή η μεγάλη του αγάπη, η 13χρονη Ρηνιώ τον κοίταξε τώρα με μια «αχτίδα θαυμασμού», αλλά επειδή η φήμη των γεγονότων έφερε στο προσκήνιο, από τη μέση του πουθενά, τον δεύτερο κεντρικό ήρωα του βιβλίου, τον τυχοδιώκτη, άθεο, «κομμουνιστή», θεομπαίχτη, πότη και τζογαδόρο, «πάντα ντυμένο στην τρίχα και πάντα άφραγκο», τον θείο Σήφη τον Αμερικάνο!
     Ο θείος Σήφης, φουριόζος και αποφασιστικός, δεν αργεί να πείσει Φανούρη και οικογένεια ότι το «σπάνιο χάρισμα» με το οποίο προίκισε η φύση τον νεαρό θα φέρει χρήματα στον ίδιο και στην οικογένεια, και ο ίδιος αναλαμβάνει να κάνει τον ατζέντη του καθώς θα γυρνάνε τα χωριά συνομιλώντας με τους πεθαμένους (εσύ απλώς θα ακούς τι έχουνε να μας πούνε οι μακαρίτες κι εγώ θα κανονίζω την ταρίφα/θα επιτελούμε κοινωνικό έργο, ανιψιέ και θα τα τσεπώνουμε χοντρά!). Ο πηγαίος ενθουσιασμός του θείου κάμπτει τις ασθενικές αντιδράσεις, άλλωστε υπάρχει το κίνητρο της φλογίτσας στα μάτια της Ρηνιώς, και φυσικά, τα χρήματα.
     Προτού αναφερθώ στην ξεκαρδιστική περιοδεία θείου και ανιψιού, πρέπει να τονίσω ότι στις αρετές του βιβλίου είναι η παρουσίαση των ανθρώπινων τύπων, όπως αυτή του θείου Σήφη, που είναι απαράμιλλη. Παρόλο που είναι πολύ γνώριμος ως φιγούρα, με χαρακτηριστικές αντιδράσεις και κουβέντες αδίστακτου απατεωνίσκου, το γλαφυρό και διεισδυτικό ύφος του συγγραφέα δημιουργεί στον αναγνώστη διαρκώς μια κατάσταση θυμηδίας, μια διάθεση περιπαικτική αλλά και συναισθήματα συμπάθειας. Το ίδιο συμβαίνει και με όλους σχεδόν τους χαρακτήρες, ζωντανούς και πεθαμένους, που συναντάνε οι δύο περιπλανώμενοι στα χωριά της Κρήτης, μέχρι που φτάνει η χάρη τους μέχρι το Ηράκλειο. Και μιλώ για χαρακτήρες, γιατί, ακόμα κι αν σε κάποιες περιπτώσεις η αναφορά είναι πολύ σύντομη, η περίσταση (θάνατος, κηδεία) αλλά και η παραστατικότητα της γραφής ζωντανεύει μπροστά μας -με μια δόση καρικατούρας- ανθρώπους ολοκληρωμένους, ψυχογραφημένους και γεμάτους πάθη, που δεν παύουν να είναι… συμπαθείς. Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι ο συγγραφέας κρατά από τους ήρωές του τη συναισθηματική απόσταση που κρατά ο ηθογράφος, όπως ο Ροΐδης, ο Βιζυηνός ακόμα και ο Παπαδιαμάντης, που βλέπουν με φιλοσοφική περίσκεψη τις ανθρώπινες αδυναμίες.
     Υπάρχουν λοιπόν σκηνές νατουραλιστικές, όπου κυριαρχούν τα ανθρώπινα πάθη και οι αδυναμίες, αλλά -ευτυχώς- υπάρχουν και σκηνές λυρικές, με πρώτο πρώτο συναίσθημα τον έρωτα, την αγάπη, την τρυφερότητα, σκηνές όπου τα «ευγενή» συναισθήματα προβάλλονται με πολύ γλαφυρό ύφος (π.χ. μαζί της γινόμουν ένα πλάσμα κι από πούπουλο πιο ελαφρύ, σαν μια δροσοσταλίδα ένιωθα, κι εκείνη το φως του ήλιου απού με λιώνει).
     Το ανθρώπινο «ψυχόφωνο», το «αντηχείο» των νεκρών (!)
     Ακολουθούν λοιπόν μικρές ιστορίες σε κεφάλαια με ευφάνταστους τίτλους, όπου κάθε διάλογος με νεκρό (12 το σύνολο, +4 του νεκροτομείου για επιστημονικούς λόγους) έχει και τη δική της ιδιαιτερότητα:
     -Ο «κομμουνιστής, απαγωγέας και φονιάς», που τον βρίσκουν θείος και ανιψιός στον δρόμο να τον έχουν σκοτώσει οι χωροφυλάκοι, φαμέγιος από οχτώ χρονών παιδί που ερωτεύτηκε την κυρά του αφεντικού του, στήνει νεκρώσιμο διάλογο με τον ενωμοτάρχη που τον συνέλαβε κι έχουμε δυο παράλληλες αφηγήσεις, σαν αντίστιξη, τις οποίες βέβαια είναι σε θέση να παρακολουθήσει μόνο ο Φανούρης (κι ο αναγνώστης!) –μια αφήγηση τραγική, μιας και τραγική ήταν η ζωή του ανθρώπου αυτού που εξορίστηκε για τέσσερα χρόνια σε ξερονήσι, κι όταν γύρισε βρήκε με παραμυθένιες δυσκολίες τη γυναίκα που αγαπούσε και το παιδί τους να διώκονται, ενώ η αντίστοιχη αφήγηση του ενωμοτάρχη είναι τελείως αντεστραμμένη!
     -Ο πρώτος επίσημος πελάτης δημιουργεί πανικό στον Φανούρη, γιατί δεν ήξερε αν μπορούσε να ανταποκριθεί σε ό, τι απ’ αυτόν ζητούσαν, αφού και τις τρεις φορές που είχε ακούσει να του μιλάνε οι πεθαμένοι, αυτό είχε συμβεί τόσο αναπάντεχα και αβίαστα, χωρίς καμιά προσπάθεια από τη μεριά του. Και πράγματι, ο νεκρός δεν απαντά για πολλή ώρα (θείος: αφού δε σου μιλάει, πες ό, τι να’ ναι, βγάλε κάτι απ’ τον νου σου, γιατί ζορίζουνε τα πράγματα!) μέχρι που… ανοίγει τα μάτια του και… οι οικείοι του πέρασαν μεμιάς από τη βαθύτερη οδύνη στην υπέρμετρη αγαλλίαση! ήταν μια περίπτωση νεκροφάνειας!
     -Καθώς η φήμη των δύο ηρώων μας εξαπλώνεται -και μάλιστα τους αποδίδονται και θαυματοποιές ιδιότητες-, οι επόμενοι «εργοδότες» τούς περιμένουν σαν «σύγχρονους Μεσσίες»! Η επόμενη νεκρή, μια τριαντάχρονη όμορφη γυναίκα, αυτοκτόνησε, κι ο άντρας της θέλει να μάθει τις αληθινές αιτίες… Ο αγανακτισμένος σύζυγος στήνει συζυγικό καβγά πάνω απ’ το κιβούρι, ενώ οι λέξεις ξεχύνονται από το στόμα της νεκρής σαν «παγιδευμένο σμήνος μελισσών, με τον Φανούρη να επαναλαμβάνει σαν μια άγαρμπη, διστακτική ηχώ τα χειμαρρώδη της λόγια». Δεν είναι βέβαια σκόπιμο να αναφερθώ με λεπτομέρειες σε άλλη μια τραγική περίπτωση βίου, που ξεδιπλώνεται αυτήν τη φορά μέσα στη γερμανική κατοχή, και που, όταν τελειώνει η αφήγηση ο άντρας της είχε γονατίσει πια στο πάτωμα, αρπαγμένος απ’ τα κάγκελα του κρεβατιού κι έκλαιγε με λυγμούς…
     -Ο Μανούσος Κριτσωτάκης, από τους πρώτους βρακοφόρους που πολεμήσαν στη Μακεδονία στους Βαλκανικούς, παλαίμαχος ήρωας στη μικρασιατική εκστρατεία που πιάστηκε τρία χρόνια αιχμάλωτος σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, μεγάλο περιβόλι, τους ξεμπροστιάζει όλους (τον γιο του πρώτα απ’ όλους), βρίζει, έχει χιούμορ, κι όταν ζητάνε απ’ τον Φανούρη να αποδείξει ότι πράγματι τον ακούει, τον φέρνει σε τρομερή αμηχανία (αναφέρεται στο ότι ο γιος του «κουτούπωνε» τις κότες). Αρχίζει λοιπόν και αραδιάζει για όλους καλαμπούρια κι ευτράπελα που πολλοί σκάνε στα γέλια (ξέσπαγαν σε κατακλυσμιαίο γέλιο, τέτοιο που ποτέ άλλοτε δεν πρέπει να’ χε ακουστεί σε κηδεία) μέχρι που ο ίδιος καταλήγει «Χο χο χο χο χο αθεόφοβοι, θα με πεθάνετε στα γέλια! Μα τι λέω, αφού είμαι ήδη πεθαμένος! Χο χο χο χο χο»!!! Ο συγκεκριμένος νεκρός δουλεύει μέχρι τέλους όλους τους ζωντανούς, αναφέροντας μια επίσης τραγική ιστορία (σαν παραμύθι αλλόκοτο) στη Μικρασιατική καταστροφή, κι αφήνοντας σύξυλους όλους τους ακροατές με την τελευταία του επιθυμία, να προικίσουν με τον θησαυρό του τρεις ανύπαντρες του χωριού, για να εξιλεωθεί ο ίδιος για τα κρίματα του!! Φυσικά, οι συγγενείς έδιωξαν τους ήρωές μας κακήν κακώς (Με καταστρέψατε! όχι μόνο δεν υπάρχει θησαυρός, αλλά θα αναγκαστώ να προικίσω αυτές τις ασχημομούρες!)!
     -Στο επόμενο χωριό τους υποδέχονται ως… οπαδούς του Εωσφόρου, με προεξάρχοντα τον παπά, πράγμα που προκαλεί ξεκαρδιστικό καβγά ανάμεσα στον νωματάρχη και τον εκπρόσωπο της εκκλησίας, ενώ μπαίνει στη μέση και ο πρόεδρος της κοινότητας! Η νεκρή είναι μια κοπέλα που με τη βοήθεια μιας χωριανής έριξε το παιδί της, αλλά η -αυτοκτονία της;- σχετίζεται με τον απαγχονισμό της ηλικιωμένης κυρα- Λένης. Παρακολουθούμε λοιπόν μια απίθανη σκηνή (ο Φανούρης, αμήχανος και λίγο σαστισμένος, αφού για πρώτη φορά θα συνομιλούσε με κάποιον νεκρό σε τόσο αποτρόπαιη, κατακόρυφη στάση), όπου η νεκρή αποφαίνεται ότι δεν αυτοκτόνησε αλλά την σκότωσαν. Ένα είδος Χαδούλας -«Φόνισσας» του Παπαδιαμάντη- ήταν κι αυτή, που υποβοηθούσε τις γυναίκες με μαντζούνια να ρίξουν το παιδί τους, όπως κι εκείνη είχε αναγκαστεί να κάνει και γέννησε ανάπηρο τον δικό της γιο, τον Μανολιό. Ο νωματάρχης, με ήθος ντετέκτιβ στοιχειοθετεί το έγκλημα, και ο Φανούρης με τον θείο καμαρώνουν ότι επιτελούν «κοινωνικό έργο».
     -Μαντατοφόρος από τη Βιάννο (χωριό όπου οι Γερμανοί εκτέλεσαν 400 άτομα) ζητά τους δύο, ξακουστούς πια πρωταγωνιστές μας, να μιλήσουν με έναν νεκρό πατέρα, πλούσιο έμπορα. Ο γιος καμαρώνει ότι θα παντρευτεί την πιο πλούσια κόρη «από τα γυροχώρια», μα ο πατέρας από το κιβούρι τον αποτρέπει: γιατί, όπως διαπιστώνουμε κι εμείς, η πικάντικη ιστορία του πατέρα, η ιστορία της ζωής του, με επίκεντρο την συνάντηση με τρεις «πανέμορφες υπάρξεις» να πλένονται γυμνές στο ποτάμι, του άλλαξε τη ζωή! Δεν επρόκειτο φυσικά για νεράιδες αλλά για τρεις χωριανές, που προκειμένου να μην τις μαρτυρήσει, του υποσχέθηκαν όλες τις ηδονές (λυπήσου μας, θα κάνουμε ό, τι θες, μόνο μη μας προδώσεις!). Έτσι λοιπόν, ο πατέρας προτρέπει με φιλοσοφικό σθένος τον γιο του να μην παντρευτεί από συμφέρον, αλλά να «ζήσει μια ζωή που να αξίζει να τη θυμάται»…
     -Ο επόμενος «πελάτης» ήταν ο ηγούμενος του μοναστηριού του Αγίου Αντωνίου, που ξανάδωσε ζωή στο μοναστήρι μετά από τις καταστροφές των Γερμανών, ένας δηλαδή άξιος και ευσεβής άνθρωπος. Παρόλο που οι μοναχοί είναι αντίθετοι σ’ αυτού του είδους τις πρακτικές (δεν είμαι καθόλου σίγουρος πως οι υπηρεσίες που προσφέρετε δεν είναι δώρα του ίδιου του Εωσφόρου), η τελευταία επιθυμία του σεβάσμιου γέροντα ήταν αυτού του είδους η «εξομολόγηση». Γιατί προς μεγάλη έκπληξη όλων, ο γέροντας εξομολογείται την… αμφισβήτηση των θείων (ένα σπόρος τόσος δα που όσο βαθιά κι αν τον έθαβα, οι ρίζες του απλώνονταν και ξεπετούσαν φύτρες. Αμφιβολία είναι το όνομα του φαρμακερού αυτού καρπού), μέχρι που, σκορπώντας κύματα φρίκης, φτάνει στο σημείο να πει ότι για όσα τερατώδη συμβαίνουν στον κόσμο, μόνο μια δικαιολογία έχει ο Θεός, ότι δεν υπάρχει!!!
     -Μετά από αυτήν την ιεροσυλία, Φανούρης και θείος Σήφης βρίσκονται πια υπό διωγμόν! Ανεβοκατεβαίνουν μέσα στη νύχτα τα βουνά, με την αγωνία της καταδίωξης να διαπερνά σαν ηλεκτρικό ρευστό τα σώματά τους, ενώ από την οργή του όχλου τους σώζει ο… ενωμοτάρχης, που τους έχει βρει πελάτη στο… Ηράκλειο! Έτσι λοιπόν, ο ήρωάς μας θα πάει στην πολυπόθητη πρωτεύουσα (ο Φανούρης ονειρευόταν απ’ τα μικράτα του τούτη τη στιγμή), όπου θα αντικρίσει και για πρώτη φορά από κοντά θάλασσα! Με «ονειροφαντασίες και προσδοκίες» για μεγάλη ζωή φτάνουν στο Ηράκλειο όπου με τιμές και λιμουζίνες τους μεταφέρουν στον πελάτη, σ’ ένα πλουσιόσπιτο που όμοιό του ο Φανούρης δεν είχε ξαναδεί!
     -Εδώ, στην πρωτεύουσα της Κρήτης, εκτυλίσσεται και μια από τις πιο τραγελαφικές, εξωφρενικές αλλά και ξεκαρδιστικές σκηνές: ο νεκρός έχει αφήσει όλη του την περιουσία στην κακομούτσουνη (χωριάτα, αλλήθωρη, κοντή, κακοφτιαγμένη) υπηρέτριά του, την Πανδώρα, γιατί εκτός των άλλων κυοφορεί και το παιδί του! Ενώ η σήψη έχει προχωρήσει, οι συγγενείς διατηρούν το σώμα άταφο, περιμένοντας το «ψυχόφωνο» γιατί ο παπα Διονύσης δέχεται να τελέσει γάμο με τη νύφη αρκεί να πειστεί πως ο νεκρός έχει πλήρη συνείδηση των τεκταινομένων! Ο νεκρός δίνει απίστευτο σημάδι στο «νιάνιαρο» (τον Φανούρη) για να σιγουρευτούν όλοι ότι ο «διερμηνέας» είναι αξιόπιστος (στο δεξί κωλομέρι κρεατοελιά!!!), και με μια νύφη ολολύζουσα τελείται το μυστήριο (αφήστε με λίγο απ’ έξω, δε μυρίζω δα και τόσο απαίσια! τώρα μόλις παντρεύτηκα! Αφήστε με λίγο να χαρώ τον έγγαμο βίο!). Η καρναβαλική σκηνή ολοκληρώνεται με την ξαφνική γέννα της Πανδώρας, μπροστά σε όλους, ενός υγιέστατου αγοριού, με τον νεκρό να αναφωνεί: «Ή ξέρει να σπέρνει κανείς ή δεν ξέρει!»!
     -Η ευφορία που έφερε η τελευταία αυτή συνομιλία με νεκρό, αλλά και η μεγάλη ζωή στο Ηράκλειο (ρούχα, χρήματα, μπορντέλα κλπ) συνεχίζεται και με τον εύθυμο, 11ο πελάτη, έναν γλεντζέ ιχθυοπώλη, τον κυρ- Ανέστη. Μόνο να πούμε ότι «αυτοί που μίσθωσαν τις υπηρεσίες τους ήταν μέλη του εσμού των χαρτοπαικτών και των μέθυσων που ο θείος του συναναστρεφόταν, μια παρέα γερασμένων γλεντζέδων, εύθυμων γεροντοπαλίκαρων, αλκοολικών μερακλήδων»! Εξυπονοείται πως ο νεκρός περιμένει πώς και πώς να «το φχαριστηθεί όσο μπορεί» (πρώτα απ’ όλα πες στην μπανόγλα την αδερφή μου να βγάλει τον σκασμό/δεν το/χε σκοπό να ξοδέψει τις τελευταίες του ώρες πάνω απ’ το χώμα συζητώντας για τον θάνατο (!)). Όλοι οι πενθούντες λοιπόν τρώνε και πίνουν, και αφηγούνται απίθανες ιστορίες και θυμοσοφίες, ότι το «κριτήριο» για τη λαμπρότερη κραιπάλη δεν είναι παρά η παρέα «με τους φίλους του τους γκαρδιακούς»: μόνο τότε ο άντρας μπορεί να’ ναι ο εαυτός του, ντόμπρος, ευθύς, αληθινός, να πράττει και να λέει ό, τι νιώθει/να πηγαίνει ενάντια στα βουλές του κόσμου, στη συνήθεια, στη βαρεμάρα κλπ κλπ. Η βραδιά πάει κατ’ ευθείαν σε γενικό ξεσάλωμα με κεριά και τραγούδια, όπου, αφού θυμήθηκαν το ξέφρενο γλέντι που έστησαν Μεγάλη Παρασκευή, η παράξενη λιτανεία συνοδεύει τον αχόρταγο νεκρό στα «τοπία της μνήμης», καταλήγοντας στο διώροφο με τα γαλάζια παράθυρα, όπου κατοικούσε ακόμα η μεγάλη, κρυφή και άπιαστη αγάπη (δεν ξέρουν πως για μένα είναι ακόμα δεκαεφτά χρονών, λεπτούλα και γλυκιά, ούτε μια μέρα δεν εγέρασε, γιατί δεν γέρασε ο πόθος μου γι’ αυτήνα).
     -Τέλος, προτού προχωρήσουμε στους νεκρούς τους οποίους παρέπεμψε η επιστημονική ομάδα του Πανάνειου Νοσοκομείου για να μελετήσει επιστημονικά το φαινόμενο (!!), η τελευταία επαγγελματική «ακρόαση» του Φανούρη ήταν μια «δουλειά λαβράκι», ο περίφημος ποιητής Επαμεινώνδας Σαλμονέλας, που «θα πρέπει να έγραφε δηλητηριώδεις στίχους»! 64 χρονών, στο «άνθος της δημιουργικής ηλικίας» (!), ο νεκρός διακόπτει τον φανφαρόνικο επικήσιο, λέγοντας ότι δεν έχει καιρό για φληναφήματα και πτωματοκολακείες, αλλά… έχει έμπνευση, και να φέρουν χαρτί και μολύβι να υπαγορεύσει στον Φανούρη (στίχοι φωτεροί, αστραποβόλοι, σφύζουν από χυμούς, φουσκώνουν από αίμα σαν φαλλοί αναθρώσκοντες, μπουμπουκιάζουν, ευωδιούν). Μέσα από έναν οχετό από βρισιές και σαρκασμούς ο νεκρός υπαγορεύει (ακατάσχετη στιχοδιάρροια), ενώ ο Φανούρης τον ακολουθεί ακόμα και μέσα στην νεκροφόρα καθώς οδεύουν προς το νεκροταφείο, γεμίζοντας ορνιθοσκαλίσματα το τετράδιο ιχνογραφίας! Κι όταν στο τέλος απαγγέλλει τους στίχους του ποιητή στο κοινό που περίμενε με αδημονία, εκείνοι άργησαν να αντιδράσουν επειδή είχαν αποχασκώσει ολόγυρά του, όμοια με προσωπεία συντριβανιών που μέσα απ’ τα ορθάνοιχτα στόματά τους ανάβλυζαν ανά κύματα αιφνιδιασμός και κατάπληξη.
     -Οι τελευταίοι, όπως είπαμε νεκροί, για τους οποίους ο Φανούρης εργάστηκε επαγγελματικά, ήταν επιλεγμένοι από την επιστημονική ομάδα της Νευρολογικής Κλινικής του Νοσοκομείου, οι οποίοι, με την παρουσία εκπροσώπου της Αρχιεπισκοπής, του ιερομόναχου Ιερόθεου, κι εκκινώντας από την «αφετηρία της αμφιβολίας», θα θέσουν τα επιστημονικά τους ερωτήματα (τι είδους είναι αυτή η συνείδηση που απ’ τα βάθη των πτωμάτων εκπέμπει τους ψιθύρους της). Τα «υποκείμενα» της έρευνας (υποκείμενο να πεις τον λαπά που σου χαμογελάει κάθε πρωί μέσα στο φατσοκαμαρωτήρι!) είναι τέσσερα, δείγματα από το νεκροτομείο, φτωχομπινέδες που κανένας δεν τους έκλαψε, που έχουν πεθάνει σε απόσταση διαφορετικών ημερών. Οι επιστήμονες βγάζουν ενδιαφέροντα συμπεράσματα, όπως ότι η φωνή τους εξασθενεί όλο και περισσότερο καθώς περνούν οι μέρες, ότι αντιλαμβάνονται το ψύχος, ότι ακούν ο ένας τον άλλον (και μάλιστα έστησαν και καβγά!), αλλά αυτό που είναι το πιο σημαντικό και το επισημαίνει ο Φανούρης, είναι ότι ΛΕΝΕ ΠΑΝΤΑ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ. Άλλωστε, ναι, «η ψυχή υπάρχει!», και η υποψία ότι ένας από τους νεκρούς έχει περιουσία που δεν πρόλαβε να κάνει διαθήκη (πέθανε απ’ την πείνα και τώρα ήθελε να γλεντήσει τη ζωή σαν πτώμα), εγείρει προβληματισμούς, αν θα έπρεπε να υπάρχει και Νεκρικό Δίκαιο, καθώς κι ένας νέος ιατρικός κλάδος Νεκρολογίας!
     Έρωτας κι ενηλικίωση
     Καθώς αυτά τα κωμικοτραγικά επεισόδια αφορούν το μεταίχμιο ζωής και θανάτου, αναδεικνύουν την ανατομία της ανθρώπινης ψυχής, δεν αποτελούν όμως το μοναδικό πυρήνα στο περιεχόμενο του βιβλίου. Ο κεντρικός ήρωας, ο Φανούρης, μέσα σ’ αυτούς τους έξι μήνες που μεσολαβούν μέχρι να επιστρέψει στο χωριό του, αποκτά απίστευτες εμπειρίες, ωριμάζει, ενηλικιώνεται. Βρίσκεται στη μεταβατική ηλικία από έφηβος άντρας, έχει σεξουαλικές ορμές, σεξουαλικές εμπειρίες, αρχικά με την καθοδήγηση του φοβερού θείου στο μπορντέλο (απολαυστική η αμηχανία του πρωτάρη), στη συνέχεια με τη ζουμερή Γεωργία (επίσης ζουμερές οι σκηνές όπως τις περιγράφει ο συγγραφέας) και στο τέλος τον τυραννάει ο αθεράπευτος έρωτας με μια νεαρή πόρνη, τη Λίζα/Βασιλική, όπου βλέπουμε τρυφερές εικόνες, και γεμάτες λυρισμό σκηνές και αγωνίες που αντισταθμίζουν τις νατουραλιστικές και γαργαλιστικές, οργιαστικές σκηνές που περιγράψαμε παραπάνω (την έπαιρνε πάντα αγκαλιά μετά τον έρωτα και τη νανούριζε πιπιλώντας τον λοβό του αυτιού της/με μεγάλα διαστήματα αγρύπνιας, που στη διάρκειά τους αφοσιωνόταν στο να την παρατηρεί, στο να γεμίζει από κείνη).
     Παρακολουθούμε τη συναισθηματική του εξέλιξη, μέσα απ’ όλες αυτές τις πλούσιες και οριακές εμπειρίες σε κόσμους διαφορετικούς και κυρίως μέσα στα ανθρώπινα πάθη. Κατ’ αρχάς απολάμβανε την απόλυτη ελευθερία που ήταν γι’ αυτόν μια εμπειρία πρωτόγνωρη, χωρίς μάνα και γιαγιά να τον «φορτώνουν με γκρίνια». Έπειτα, η συνάφεια με τον φοβερό τυχοδιώκτη και λιμοκοντόρο, τον θείο του, του μαθαίνει πολλά για την «τρέχουσα» ζωή, αλλά στο τέλος, που ο θείος δε διστάζει να συνευρεθεί με τη Λίζα, στέκεται και "κριτικά" απέναντί του.
     Μαθαίνει να «καταλαβαίνει» τους διαφορετικούς ανθρώπους, γεννιούνται μέσα του συναισθήματα αποδοχής ή συμπόνιας, καθώς είναι “tabula rasa”, προβληματίζεται για το τι είναι πραγματική αγάπη (συλλογιέται με τις ώρες για το τι πραγματικά είναι αυτό που οι άνθρωποι αποκαλούν αγάπη, κάτι για το οποίο δεν είχε ποτέ ως τώρα αναρωτηθεί, θεωρώντας το απλό, δεδομένο, για να ανακαλύψει πως δεν ήταν καθόλου έτσι, πως επρόκειτο για κάτι πολύπλοκο, απροσδιόριστο και μυστηριώδες). Ακούει τους γέροντες που μέχρι τότε τους θεωρούσε «ναυαγισμένες υπάρξεις» χωρίς να συνειδητοποιεί ότι κάθε άνθρωπος δεν είναι μονάχα αυτό που βλέπουμε εμπρός μας, αλλά όσα έχει ως τότε ζήσει, ότι μπορεί να φαίνονται ανάξιοι λόγου και ασήμαντοι αλλά μπορεί να κρύβουν στα βάθη τους ένα κουκούτσι μυστήριου και θαυμαστού.
     Έτσι, τον βλέπουμε με έκπληξη να «αφήνει κι αυτός τα αναφιλητά του μαζί με το άηχο κλάμα του νεκρού να ξεσπάσουν, επιτρέποντας να κυλήσουν τα δάκρυα που ο νεκρός αδυνατούσε να χύσει». Μια σπάνια ενσυναίσθηση μπροστά στο φαινόμενο της αδυναμίας των νεκρών , της ανημποριάς και της μοναξιάς τους.
     Τους ζωντανούς να φοβάσαι, όχι τους πεθαμένους
Μας πληρώνουν ένα σωρό λεφτά
για να μιλήσουν με τους πεθαμένους,
ενώ στο τέλος δεν θέλει κανένας να τους ακούσει,
τους προτιμάνε μουγγούς, μου φαίνεται
Τέλος, σκέψεις περί θανάτου και μύχια συναισθήματα είναι διάχυτα σε όλο το βιβλίο, σε όλη τη γκάμα από το φαιδρό μέχρι το εσχατολογικό, ανάλογα και με τον χαρακτήρα που μιλάει, αλλά οι πιο ενδιαφέρουσες σκέψεις και συνειδητοποιήσεις ακούγονται μέσα από την παιδική/εφηβική ματιά του Φανούρη. Αρχικά, μη έχοντας ποτέ αντικρίσει νεκρό μέχρι τον θάνατο του θείου του, απορεί που «έμοιαζαν σε όλα με τους ζωντανούς, μόνο που είναι καταδικασμένοι να μένουν ακίνητοι /μια κατάσταση που δεν φαινόταν να κρύβει κάτι το υπερφυσικό ή το επίφοβο, φανερώνοντάς του πως οι ζωντανοί είναι στην πραγματικότητα πολύ πιο τρομακτικοί και επικίνδυνοι».
     Μα κι οι ίδιοι οι νεκροί, μονολογούν:
     - Αυτό είναι ο θάνατος, λοιπόν; Να τ’ ακούς όλα και όλα να τα βλέπεις… Μόνο που’ ναι όλα θαμπά κι απόμακρα, σαν να τα κοιτάς πίσω από ΄να χοντρό, παχνισμένο τζάμι, σαν τίποτα να μη σε νοιάζει πια, τίποτα να μη μπορεί να σε ταράξει…
     -Μη με ρωτάτε ήντα γίνεται εκεί κάτω. Τίποτα δεν κατέχω. (…)Νιώθω το σώμα μου σαν ένα κουρέλι που μ’ έχει τυλιγμένο, μα δε μπορώ να το ξεφορτωθώ, δεν μπορώ να του ξεφύγω. Αν αυτό που μου’ χει απομείνει τώρα, λέγεται ψυχή, δεν μου γεμίζει το μάτι.
     -Φαίνεται πως ο τύψεις και οι ενοχές είναι κι αυτές από σάρκα καμωμένες, γιατί τώρα που ξεφορτώθηκα το σώμα μου δεν με βασανίζουν πια.

     Νόστος
Ίσα που συγκρατήθηκε απ’ την επιθυμία να καγχάσει,
να ουρλιάξει μ’ ένα γέλιο-λυγμό μπροστά στην ειρωνεία του σύμπαντος,
στη χυδαία φάρσα που ονομαζόταν ζωή
     Δεν κρατάει επ’ άπειρον βέβαια η περιοδεία…
     Διάφορα επεισόδια αναγκάζουν τον Φανούρη να επιστρέψει στο χωριό του, στη μάνα και τη γιαγιά του με ανάμεικτα συναισθήματα, κυρίως όμως με την αίσθηση ότι αυτό που όλοι θεωρούν χάρισμα, μπορεί να είναι και κατάρα… Δείγμα ακόμα μεγαλύτερης ωρίμανσης, ότι συνειδητοποιεί ότι τον θρίαμβό του δεν τον οφείλει σε κάτι που κατάφερε ο ίδιος, αλλά σε ένα «αλλόκοτο φύλλο από την τράπουλα της μοίρας που είχε βρεθεί αιφνίδια στα χέρια του».
     Παρακολουθούμε τους αναστοχασμούς του καθώς αναμοχλεύει τις αναμνήσεις από το φοβερό αυτό εξάμηνο με τις πυκνές εμπειρίες, κυρίως όμως τη νοηματοδότηση του μεγάλου του έρωτα, της Λίζας/Βασιλικής (κατάλαβε, όχι νοητικά, αλλά σαν εμπειρία εγκαύματος, πως ακόμα κι όταν κρατάμε τον άλλον στην αγκαλιά μας, δεν τον κατέχουμε), ενώ μια μεγάλη ανατροπή σε σχέση με τον παιδικό του έρωτα, τη Ρηνιώ, τον οδηγεί να εξασκήσει, μια τελευταία φορά τη θαυματουργή του ιδιότητα.
Χριστίνα Παπαγγελή 

Πέμπτη, Ιανουαρίου 30, 2025

Το αδελφομοίρι και άλλες ιστορίες, Αντώνης Πάσχος

     Μεγάλη έκπληξη ήταν για μένα το βιβλίο αυτό, η συλλογή διηγημάτων του νεαρού Σερραίου συγγραφέα, που καταπιάστηκε με ένα δύσκολο εγχείρημα, και μάλιστα με πολλή επιτυχία: να αποδώσει τις ιδιαιτερότητες στην τοπική ιστορία της περιοχής Δράμας- Σερρών κατά την Γ΄ Βουλγαρική κατοχή (1941-1944), τη ρευστότητα στις σχέσεις των δύο λαών (όταν ιδιαίτερα υπήρχαν αναμείξεις, π.χ. πατέρας Βούλγαρος, μητέρα Ελληνίδα, παππούς Σλάβος κλπ), και τις κοινωνικές ομάδες που τις διακρίνουν όχι μόνο η γλώσσα-θρησκεία-εξουσία αλλά και οι πολιτικές πεποιθήσεις (δεξιοί-αριστεροί), κι όλα αυτά στην περίοδο του Β΄ παγκοσμίου πολέμου/κατοχής και, στη συνέχεια, την περίοδο του εμφυλίου. Κυρίως όμως, αναδεικνύεται η ρευστότητα της ταυτότητας που χαρακτηρίζει τους κατοίκους των μεθορίων περιοχών (στην περίπτωσή μας: βουλγαρική; ελληνική; βουλγαρογραμμένου; αριστερή; δεξιά; προδότη; δωσίλογου; Εξαρχική;).
     Αυτήν την αδιευκρίνιστη ταυτότητα επισημαίνει πολύ εύστοχα η κριτική του Γιώργου Περαντωνάκη, «Στη μεθόριο των ρευστών συνόρων»[1]: «Το εκπληκτικό που κάνει ο Αντώνης Πάσχος στο τρίτο του βιβλίο είναι ότι αφήνει σκόπιμα ρευστά τα όρια, εκεί στα σύνορα με τη Βουλγαρία, τόσο τα γεωγραφικά και τα εθνοτικά όσο και τα αφηγηματικά, ώστε να αναδείξει τη διατρητότητα των ανθρώπινων ορίων.
     Γενικότερα, η λογοτεχνία της μεθορίου είναι συχνά, συχνότατα, πολύ ενδιαφέρουσα, γιατί συνυφαίνει νήματα και χρώματα σε ένα δημιουργικό, συγκρουσιακό ή ωσμωτικό, αμάλγαμα. Η γραφή που ξεκινά ή που αναφέρεται στα σύνορα, γεωγραφικά ή πολιτισμικά (από την Κρητική Αναγέννηση με τη συνάντηση Ελλήνων και Βενετών και τα Ιόνια νησιά με την ελληνοϊταλική σύγκλιση, έως την Αλεξάνδρεια του Κ. Καβάφη ή την ελληνοτουρκική συμβίωση στη βαλκανική επικράτεια) προσελκύει την προσοχή για τους διαχωρισμούς και τις συγκλίσεις που επιχειρεί.
     (…) Ο Αντώνης Πάσχος ναι μεν αναδεικνύει τη βιαιότητα και τη στυγνή πολιτική τού κατακτητή, με τις θανατώσεις, τις επιτάξεις σπιτιών και την υποχρέωση λ.χ. να μπαίνει πάντα ένας Βούλγαρος συνεταίρος σε κάθε ελληνική επιχείρηση, αλλά περισσότερο τον ενδιαφέρει να προβάλει τη ρευστότητα των ανθρώπινων και διεθνικών σχέσεων».
     Ο χρόνος και ο τόπος
     Με την κατάκτηση της Ελλάδας από τον Άξονα, όπως γνωρίζουμε, η Ελλάδα χωρίστηκε σε «ζώνες κατοχής» («τριπλή κατοχή»: Ιταλική, Γερμανική, Βουλγαρική). Στη Bουλγαρία παραχωρήθηκε -αρχικά- μια ζώνη ανάμεσα στο Στρυμόνα και το Nέστο στην Ανατολική Μακεδονία (που αργότερα επεκτάθηκε ως την Αλεξανδρούπολη, καθώς και τα νησιά Θάσος και Σαμοθράκη, ενώ αργότερα τους παραχωρείται και η Χαλκιδική). Είναι η τρίτη φορά που η περιοχή αυτή κατακτιέται από τους Βούλγαρους, έχουν προηγηθεί δύο σκληρές περίοδοι που δοκίμασαν τις σχέσεις των δύο λαών (Α΄ Βουλγαρική κατοχή 1912-3, και Β΄ Βουλγαρική κατοχή 1916-8), γιατί οι Βούλγαροι, την εποχή σχηματισμού των εθνικών κρατών, ακόμα και πριν από τους Βαλκανικούς πολέμους, διεκδικούσαν τις περιοχές αυτές, που θα τους εξασφάλιζαν τη διέξοδο στο Αιγαίο. Δεν είναι τυχαίο ότι την περιοχή την ονόμαζαν οι ίδιοι οι Βούλγαροι «Μπελομόριε», που σημαίνει «Λευκή θάλασσα» [2]. Ήταν όμως και εύφορα τα συγκεκριμένα εδάφη (Στάρια σπέρνεις στο Μπελομόριε, λίρες θερίζεις. Χρυσός κάμπος. Τα σύκα τρανά σαν πεπόνια. Η σταρόψιχα τσάγαλο. Γογγύλι κοτρώνα κλπ κλπ, αφηγείται ο Βούλγαρος ήρωας στο διήγημα «Η ουρά του διαόλου»).
     Υπάρχει λοιπόν ιστορικό προηγούμενο και προφανώς συσσωρευμένο μίσος εκατέρωθεν, ανάμεσα στους δυο λαούς. Από το Ι.Μ.Ε διαβάζουμε συνοπτικά για τη βουλγαρική κατοχή: «Στη ζώνη της βουλγαρικής κατοχής, την κατάσταση επιδείνωσαν οι μεθοδικές προσπάθειες αφελληνισμού που επιχείρησαν οι Βούλγαροι, με την καταδίωξη του ελληνικού πληθυσμού (φόνοι, διώξεις κληρικών και δασκάλων, μεταγωγή ανηλίκων στη Βουλγαρία σε καταναγκαστικά έργα, επαχθέστατη φορολογία) και την εγκατάσταση Βουλγάρων εποίκων. Από τα κορυφαία δείγματα της βουλγαρικής θηριωδίας υπήρξαν τα γεγονότα της Δράμας, η ομαδική εκτέλεση από τους Βουλγάρους 3000 πατριωτών στο Δοξάτο και τα άλλα χωριά, προς καταστολή της αυθόρμητης εξέγερσης και κατάλυσης των βουλγαρικών αρχών κατοχής, στις 28 και 29 Σεπτεμβρίου του 1941. Γενικά, η αντίδραση των Μακεδόνων και των Θρακών στην καταπίεση και τον εκβουλγαρισμό απαντήθηκε με ωμότητες που ανησύχησαν ακόμα και τη γερμανική διοίκηση».
     Μέσα στα διηγήματα αυτά βλέπουμε πλευρές αυτής της καταπίεσης, όπως τον εξαναγκασμό σε εκβουλγαρισμό, οικογένειες «βουλγαρογραμμένων» (συνήθως των «παραλήδων», των οποίων επιτάσσαν τα σπίτια), οι οποίες παρέμεναν δαχτυλοδειχτούμενες και στιγματισμένες χρόνια μετά την απελευθέρωση. Επίσης, από τελείως διαφορετικές οπτικές γωνίες αναφέρονται τα «ντράβαλα της Δράμας», η εξέγερση δηλαδή της 28ης και 28ης Σεπτεμβρίου 1941 (σκώσαν μπαϊράκι οι κατσαπλιάδες, κατεβήκαν και στο Τζαραβλίκι, ανεμίζαν κόκκινα λάβαρα/την επανάσταση κάποιος την μάτιασε , φαίνεται, και ως το λιόβγαλμα τούς είχαν μαγκώσει όλους στη Δράμα και πιάσαν να καθαρίζουν τα χωριά).
     Μέσα στην περίοδο της κατοχής, πριν ακόμα τελειώσει ο πόλεμος, αλλάζει και το καθεστώς της Βουλγαρίας που σύντομα προσχώρησε στο ανατολικό μπλοκ (Το Βουλγαρικό αντιστασιακό κίνημα κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου καθαίρεσε την κυβέρνηση του Βασίλειου της Βουλγαρίας με το Βουλγαρικό πραξικόπημα του 1944, που έθεσε τέρμα στη συμμαχία της χώρας με τις δυνάμεις του Άξονα και οδήγησε στην εγκαθίδρυση της Λαϊκής Δημοκρατίας το 1946)[3], οπότε την περίοδο που ακολουθεί, δηλαδή του εμφυλίου, σε πολλές περιπτώσεις οι Έλληνες αντάρτες συνεργάζονται με τους Βούλγαρους «κόκκινους» ενάντια στους εξαρχικούς εθνικιστές, δηλαδή ενάντια στον καπιταλισμό ((...) προφτάσαν οι Βούλγαροι και τα γύρισαν. Οχτροί νυχτώσαν, ξημέρωσαν φίλοι. Μ’ ένα κόκκινο δεσίδι στο μπράτσο γίναν κομμουνιστές (…) Αυτούς που μας ξυλοφορτώναν ψες, τους κάναμε συντρόφους. Γίναν κι αυτοί Μέτωπο, Πατριωτικό το βαφτίσαν /το Κόμμα λέει. Ποιο Κόμμα, μπρε, από πότε χάφτετε τα βουλγαρικά κατεργαριλίκια;).   
     Την ατμόσφαιρα λοιπόν αυτή, στις κατεχόμενες από τους Βούλγαρους περιοχές (που τώρα ανήκουν στην Ελλάδα), αλλά και την περίοδο που ακολούθησε τον πόλεμο, την περίοδο του εμφυλίου, απέδωσε με μυθιστορηματικό, βιωματικό τρόπο ο Αντώνης Πάσχος, εξιστορώντας απίθανες ιστορίες που αφορούν το πώς βίωσαν τα ακραία αυτά ιστορικά γεγονότα απλοί καθημερινοί άνθρωποι. Η δράση εστιάζεται κυρίως σε ένα χωριό του Παγγαίου, το Τζαραβλίκι (ίσως πρόκειται για το χωριό Δραβήσκος που μέχρι το 1926 ονομαζόταν Ζδράβικ), ενώ κάποιες ιστορίες ηρώων του τις ολοκληρώνει την περίοδο της χούντας, δείχνοντας σύντομα πώς καταλήγει ο βίος τους.
     Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί το γλωσσικό ιδίωμα της περιοχής υποβοηθώντας τον αναγνώστη με ένα -μάλλον ελλιπές- γλωσσάρι στο τέλος του βιβλίου, ωστόσο η χρήση της ντοπιολαλιάς, μιας γλώσσας προφορικής όχι μόνο στους διαλόγους αλλά και στην αφήγηση (σαν ν’ ακούμε τους παππούδες/γιαγιάδες στο καφενείο να ανιστορούνται, χωρίς αισθηματολογίες και αναλύσεις, τα γεγονότα, αποστασιοποιημένα αλλά φιλτραρισμένα με συναίσθημα), η χρήση λοιπόν της τοπικής διαλέκτου, κι ας μην είναι ίσως ακριβής -όπως ειπώθηκε από κάποιους- μάς μεταφέρει ακόμα πιο έντονα στον τόπο και στον χρόνο.
     Πρόκειται για οκτώ διηγήματα, αυτόνομα, με αρχή-μέση-τέλος όπως θα έλεγε ο Αριστοτέλης σύμφωνα με τη θεωρία του «Περί τραγωδίας» (και τώρα που το σκέφτομαι, τα περισσότερα αποτελούν μια μικρή τραγωδία, με όλα τα χαρακτηριστικά της στοιχεία), με διαφορετική εστίαση ή διαφορετικό αφηγητή το καθένα, όπου βέβαια κάποιους ήρωες τους συναντάμε ξανά και ξανά, από άλλη οπτική γωνία κι έτσι κάπως οι ιστορίες εφάπτονται, σαν κομμάτια ενός παζλ. Και παρόλη τη σκληρότητα και την απίστευτη βία που μοιραία συνοδεύουν τον πόλεμο, ο συγγραφέας αφήνει χαραμάδες ανθρωπιάς και ψυχικού μεγαλείου, σε πολλές από τις περιπτώσεις, υπενθυμίζοντας ότι η ανθρώπινη φύση είναι ανεξιχνίαστη και αντιφατική.
     Στον ανεπανάληπτο αυτόν τόπο και στον ανεπανάληπτο χρόνο, λοιπόν.
     Κάθε πρόσωπο μια τραγική ιστορία
     Είναι πολλοί οι ήρωες που συνυφαίνουν το δίχτυ σχέσεων της κοινότητας, και ο καθένας τους έχει έναν πολύ ξεχωριστό «ρόλο», όπως συμβαίνει στις κρίσιμες, οριακές ιστορικές συγκυρίες:
     Ο Βαγγέλης , ο αφηγητής του πρώτου διηγήματος, έχει καφενείο-μπακάλικο αλλά εξαναγκάστηκε από τους κατακτητές να συνεταιριστεί με τον Νάνο («ο εξαρχικός που με ζαλώσαν με το στανιό για συνεταίρο/ο κερατάς δε χόρτασε που στον καφενέ γράψαμε πινακίδα καινούρια, βουλγαρική. Δε χόρτασε που κρέμασε ζωγραφιά με του Μπόρις τη μούρη. Ξαναβάφτισε και τον σκύλο Παναγιότ»)· ο θρυλικός καπετάν -Γκόγκας (παρατσούκλι- Δαγκλής το όνομά του), αριστερός, αντάρτης που στην αφήγησή του δεν διστάζει να πει ότι έφαγε πολλούς Βούλγαρους, «και δεξιούς κι αριστερούς κι έναν Εγγλέζο που νόμισε του κάνω χάρη»· ο «δασκαλάκος απ’ την Σμύρνη», λιανός και στούμπος, με κάτι παρμάκια (δάχτυλα) πίτσικα, για τα κλαρίνα όχι για τα ντουφέκια, που δείχνει δειλός αλλά βαστάει η καρδιά του και κρύβει ένα μεγάλο μυστικό στα ημερολόγιά του (γι’ αυτό χιμούσε στον οχτρό, μπας και ποθάνει. Κι όσο δεν πόθαινε, τόσο χιμούσε)· ο φασίστας Τσαλαντώνης με την κομπανία του που έστησε παγίδα στον Γκόγκα και τα παλληκάρια του (τάχαμου τσιμπούσι για συμφιλίωση) κι όπου σκότωσαν τον Θανασάκη, ένα από τα πρωτοπαλλήκαρα, όταν αρνήθηκε τα «προσκύνημα» βρίζοντας κατάμουτρα τα φασισταριά· ο Θανασάκης, αριστερός, αδερφός του φασίστα Φάνη και της κακοποιημένης Λεμονιάς, που πρωταγωνιστούν στο σπαρακτικό διήγημα «Λιμόνοβα»· ο σταλινικός Βούλγαρος, Αλεξέι, έμπορας, που είναι ερωτευμένος με την κόρη του κυρ- Θωμάρα και τυγχάνει γιος του εθνικιστή κοινοτάρχη Τοντόρκοβ· ο κυρ-Θωμάρας, οδοντογιατρός, το «στριμμένο άντερο» κατά τον Γκόγκα, ένας από τους άρχοντες του χωριού, το σπίτι του οποίου επιτάξαν οι Βούλγαροι και αφού του σκοτώσαν γυναίκα και παιδί, συζεί με την υπηρέτριά του, τη Γιάννα· ο Τοντόρκοβ, ο νέος βούλγαρος κοινοτάρχης, που κάνει κοινότητα το αρχοντικό του Θωμάρα, υποτάσσει όποιο θηλυκό του γυαλίσει (το’ τσαζε το φουστάνι ο Βούλγαρος), και ταπεινώνει τον κυρ- Θωμάρα ο οποίος υφίσταται με αξιοθαύμαστο θάρρος τον βασανισμό, για να τον ανταποδώσει στα ίσα κάποια χρόνια αργότερα, όταν ο Τοντόρκοβ προστρέχει κοντά του για βοήθεια, μετά τα «ντράβαλα στη Δράμα»· ο γοργοπόδαρος Κουτσοδημήτρης που τον σακάτεψε το γινάτι του αδερφού του του Κωστή, δεξιός ο ένας αντάρτης ο άλλος, ο Κουτσοδημήτρης ο μεγάλος κι ο καλός, ο Κωστής ο μικρός κι ο κακός, και που γίναν «κούπου κουβάρι» για το αδελφομοίρι, τη μοιρασιά της κληρονομιάς. Εδώ παρακολουθούμε μια ιστορία αντιπαλότητας και συμφιλίωσης να εναλλάσσονται μέχρι τον εμφύλιο (βασικά μέχρι τη χούντα), για ένα κομμάτι γης, ενώ τη γυναίκα του Κουτσοδημήτρη (μικροπαντρεύτηκε μια ξεβράκωτη/ήταν όμορφη τουλάχιστον), που την ποθούσε όλο το χωριό, του την σκότωσε ο Τοντόρκοβ (ζαμακώνει τη λάμα του ντουφεκιού στη βούζα της κόνας) γιατί ήταν η μόνη που δεν του καθότανε. Η Μαρίκα, η κουνιάδα του Κουτσοδημήτρη, που τον βοηθά να μεγαλώσει το βυζανιάρικο.
     Η άτυχη Θαλείτσα, ελληνοπούλα («γκρίτσκα», ξανθά μαλλιά μπιχλιασμένα, μπλεγμένα βατσινιά. Μα είχε κάτι μάτια καταγάλανα· βότσαλα που γυαλοκοπούσαν), που την ερωτεύεται ο Βούλγαρος αφηγητής, ο αριστερός Νικολάι (με μισο-Γκρούτσκο παππού) στο «Η ουρά του διαόλου». Ο Νικολάι είναι ένας πιτσιρικάς του οποίου η οικογένεια ξεριζώθηκε από το χωριό στη Βουλγαρία λόγω βαριάς φορολογίας και ήρθαν στο Μπελομόριε. Στο σχολείο πηγαίνουν μόνο βουλγαρόπαιδα, με εξαίρεση τη Θαλείτσα, ορφανή που κανένας δεν την ήθελε γιατί ήταν «βουλγαροσποριά» (εξαρχικού με ελληνίδα μάνα, πεθαμένη). Ο πατέρας («μπάρμπας») του Νικολάι, δάσκαλος και καλλιεργημένος, που σκάλιζε σε ξύλο κι έστεργε να σκαλίσει το λιοντάρι της Αμφίπολης, κι έκανε όλα τα χατίρια στους Γκρούτσκους, κι όταν βιάζουν -πρώτος πρώτος ο θείος της- τη Θαλείτσα, δέχεται να τη σώσει, να μην την κλείσουν στο ορφανοτροφείο. Ωστόσο, με το τέλος του πολέμου, οι «Κόκκινοι Βούλγαροι» στέλνουν (τον πατέρα του Νικολάι), ως «συνεργάτη των φασιστών του Μπόρις» στην εξορία, διώχνουν τους Βούλγαρους εποίκους, ενώ στη Βουλγαρία τον δικάζουν ως φασίστα (ήταν τα κρίματα του μπάρμπα μου τρανά στο Μπελομόριε) και τον έστειλαν να σπάζει κοτρώνια στα βουνά…
     Ο Σπύρος, του οποίου ο πατέρας, μπακάλης, έγινε σπιούνος των Βουλγάρων (τάχαμου δεν βουλγαρογράφτηκε κιόλας, χρυσές δουλειές τον αφήναν να κάνει, αφηγείται η Γιάννα του προηγούμενου διηγήματος), μικρό παιδί με την τσακαλοπαρέα του βασανίζουν, ταπεινώνουν και απαξιώνουν με αισχρή φαντασία τον Βούλγαρο Παρασκευά (ή Παρασκευού) που ήταν «κουσουρλίδικος»- είχε «κουνήματα αγναίκεια». Όταν έρχονται πια οι Βούλγαροι, η Παρασκευού γίνεται Παράσκεβ, οι πατεράδες τους (Μπεκιάρης/Μπεκιάροφ ο Έλληνας και Μίνκοφ ο Βούλγαρος) συνεταιρίζονται ενώ οι δυο άσπονδοι φίλοι, έφηβοι πια, πιάνουν το ερωτικό παιχνίδι, παρόλο που αντικείμενο του πόθου του Σπύρου ήταν η Θαλείτσα. Ο θείος Μίλτος, που πιάνει τα δυο αγόρια «στα πράσα» δεν τους μαρτυρά, αλλά αργότερα ο ίδιος ο Σπύρος τον καρφώνει ως αντάρτη στους Βούλγαρους μετά την εξέγερση στη Δράμα (δεν ξέρω άμα τον τσακώσαν επειδή τον ξαγόρεψα εγώ. Μήτε το μετάνιωσα).
     Τελευταίο διήγημα της συλλογής το «Врколак» (= βρυκόλακας), με ήρωες τον Ελληνα αφηγητή, την αδερφή του, τον Βούλγαρο αξιωματικό Ίβο (πρίγκηψ!) και τον μπράτιμό του, τον «βαρκολάκ», ένα αφήγημα όπου απογειώνεται η κοινή μυθική συνείδηση όπως έχει διαμορφωθεί στην κοινή συμβίωση, και όπου οι πρωταγωνιστές αποδέχονται την ύπαρξη… βρυκολάκων. Δεν είναι άλλο παρά η αμοιβαία ανάγκη για αίμα -για εκδίκηση, για το αίμα όλων των αδικοχαμένων, κι από τις δυο μεριές. Γιατί απορούμε με την αφέλεια και του Ίβο, αλλά και του αφηγητή, που αποδίδουν μαγικές ιδιότητες στο δαχτυλίδι. Όσο κι αν αντιστέκεται στις προκαταλήψεις ο -βουλγαρογραμμένος- αφηγητής (το κρικούδι είχε μαγγανεία τρανή, σε φυλούσε από κακό και αρρωστικό, όμως έτσι και το φορούσες γεμισοφεγγαριά κι έτρωγες κρέας ποθαμένου ψοφούσες, πάει βρικολάκιαζες. Όλα τ’ άλλα, για αιματορουφηξιές ήταν παραμύθια τούμπανα, έτσι μ’ είπε ο Ίβο, λες και το δικό του στόρημα έμοιαζε αληθινό), από τη μια φοβάται κι αυτός τον βαρκολάκ, από την άλλη η συμβίωση με τον Ίβο τον βολεύει, ενώ η σύγχυση θολώνει την κρίση του (ονειρευόμουν συχνά τους αντάρτες, λαχταρούσα να πα να τους βρω, αλλά πρώτον, δεν ήξερα πού να αφήσω την αδερφή μου και δεύτερον, ήμουν βουλγαρογραμμένος). Καθώς η Ιστορία προχωρά, ο ήρωας-αφηγητής, πανικόβλητος, γίνεται αθέλητος μάρτυρας ενός ατέλειωτου μακελειού, όπου κρυμμένος στο υπόγειο ακούει τους βούλγαρους να σφαγιάζονται, ενώ η ανάμνηση της «Μαύρης Πέμπτης» όπου μπήκαν στο σπίτι με τη βία οι Βούλγαροι, έδιωξαν τον πατέρα και βιάσανε μάνα κι αδελφή και στη συνέχεια σκότωσαν τη μάνα, επιστρέφει απρόσκλητη κι επίμονη. Αυτή είναι η τραγωδία, τραγωδία αίματος κοινή σε τόσες ανθρώπινες ψυχές, που είναι βαθιά χαραγμένη μέσα στον ήρωα, και αποτελεί πηγή κάθε προκατάληψης, κάθε δειλίας αλλά και συγχώρεσης για την προδοτική του απόφαση να βουλγαρογραφτεί (Έμνησκα να θωρώ χέρια, ποδάρια, σπλάχνα και κεφάλια με γκριμάτσες φοβερές. Φρίκη, μα όχι σα να βλέπεις τη μάνα σου ποθαμένη).
     Λιμόνοβα, Λεμονιά ή Νίκη
     Αυτά είναι πάνω κάτω τα κύρια πρόσωπα που χαρακτηρίζουν την κοινωνία στο Τζαραβλίκι, την περίοδο εκείνη, αλλά άφησα για το τέλος το απίστευτο διήγημα «Λιμόνοβα», που ξεφεύγει κατά τη γνώμη μου και ως προς το περιεχόμενο, και ως προς τη λογοτεχνική απόδοση, τη δομή και τον παλμό της γραφής. Η άναρχη δομή που θυμίζει Καμπρέ, με τους αφηγητές, νεκρούς ή ζωντανούς, να εναλλάσσονται ακόμα και στην ίδια παράγραφο -μην πω στην ίδια φράση-, στρέφοντας με ρυθμό ζαλιστικό τον προβολέα από τον έναν στον άλλον, δηλαδή από την μια «αλήθεια» στην άλλη, δίνουν την αίσθηση ότι η αντικειμενική αλήθεια είναι κάτι άπιαστο, ίσως μια κατασκευή ανθρώπινη, και σίγουρα προσδιορισμένη από τον χώρο, τον χρόνο και την συναισθηματική κατάσταση του υποκειμένου.
     Η Λιμόνοβα/ Λεμονιά, ελληνίδα βαφτισμένη Νίκη αλλά με το παρατσούκλι Λιμόνοβα, δηλαδή Λεμονιά στα βουλγάρικα, βρέθηκε θαμμένη ζωντανή και έγκυος, κάτω από μια λεμονιά (εξ ου και το προσωνύμι),μόνο με το κεφάλι έξω απ’ το χώμα. Πώς βρέθηκε θαμμένη εκεί και γιατί; Την έσωσε ο Βούλγαρος Πένκο ή την διέφθειρε και την εκμεταλλεύτηκε, ταπεινώνοντάς την όλο και περισσότερο; Γιατί επέστρεψε στο πατρικό της παρόλο που φοβόταν ότι θα τη σφάξουν; Ποιο ρόλο έπαιζε ο αδελφός της ο αριστερός Θανασάκης (παλληκάρι του καπετάν-Γκόγκα, τον σκότωσε ο Τοντόρκοβ όπως ειπώθηκε παραπάνω), και ποιον ο αδερφός της ο Φάνης, ο δεξιός (το καμάρι της φαμίλιας, που τον έστειλαν ντουρντουβάκι στον Προμαχώνα), και, κυρίως ποιο ρόλο έπαιξε η μάνα τους (άσε τον Θανασάκη μου και πάρε την πουτάνα); πώς βίωσε η οικογένεια τα «ντράβαλα στη Δράμα» και πώς την παγίδα του Τσαλαντώνη; Είναι αλήθεια ότι η Νίκη «ξεπάστρεψε» τη μάνα της; Συγχώρεσε τον Φάνη, ή τον «μιζαβιρλίκωσε» (πρόδωσε); Όλες οι απαντήσεις στον καθηλωτικό, τελευταίο μονόλογο της Νίκης/Λιμόνοβα, όπου αναρωτιέται κανείς τι είναι ικανός ο άνθρωπος να κάνει στον άλλον άνθρωπο, κι ας είναι και αδερφός του, και τι είναι ικανός να αντέξει…
     Και… όπως λέει και η ίδια:
Κι έτσι τέλεψε το στόρημα τούτο,
που μονάχα οι ποθαμένοι το θυμούνται,
κι αυτινοί δε λένε πάντα την αλήθεια
κι άρα γιατί να την πω κι εγώ;

Χριστίνα Παπαγγελή 

[1] https://bookpress.gr/kritikes/elliniki-pezografia/18452-to-adelfomoiri-kai-alles-istories-tou-antoni-pasxou-kritiki-sti-methorio-ton-refston-synoron
[2] Το βουλγαρικό κράτος ονόμασε την κατεχόμενη περιοχή «Μπελομόριε» («Αιγαΐδα») και ξεκίνησε την αναθεώρηση της πραγματικότητας της περιοχής με την αντικατάσταση των ελληνικών πολιτικών και αστυνομικών υπηρεσιών με αντίστοιχες βουλγαρικές και την αναθεώρηση του πολιτικού χάρτη (χάραξη νέων επαρχιών κι ενσωμάτωση άλλων σε υπάρχουσες βουλγαρικές). Κύριο όργανο στην προσπάθεια αυτή υπήρξαν και οι διάφοροι βουλγαρικοί πατριωτικοί και αθλητικοί σύλλογοι και οι κατά τόπους βουλγαρικές εφημερίδες. Έγιναν προσπάθειες υπαγωγής του πληθυσμού στο βουλγαρικό εκπαιδευτικό σύστημα οι οποίες ωστόσο δεν είχαν κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα, παράλληλα με απαγόρευση χρήσης της ελληνικής γλώσσας και επιβολής χρήσης της βουλγαρικής στη δημόσια ζωή. Επίσης η ελληνική εκκλησιαστική δομή αναιρέθηκε για να ενταχθούν οι εκκλησίες στη βουλγαρική εξαρχία (https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%92%CE%BF%CF%85%CE%BB%CE%B3%CE%B1%CF%81%CE%B9%CE%BA%CE%AE_%CE%BA%CE%B1%CF%84%CE%BF%CF%87%CE%AE_%CE%B5%CE%BB%CE%BB%CE%B7%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CF%8E%CE%BD_%CE%B5%CE%B4%CE%B1%CF%86%CF%8E%CE%BD_(1941-44).
[3] https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9B%CE%B1%CF%8A%CE%BA%CE%AE_%CE%94%CE%B7%CE%BC%CE%BF%CE%BA%CF%81%CE%B1%CF%84%CE%AF%CE%B1_%CF%84%CE%B7%CF%82_%CE%92%CE%BF%CF%85%CE%BB%CE%B3%CE%B1%CF%81%CE%AF%CE%B1%CF%82).

Πέμπτη, Ιανουαρίου 23, 2025

Ένα νησί, Karen Jennings

Το βιβλίο μάλλον ανοίγει την ιστορία της τυραννίας στην Αφρική και η συγγραφέας λειτουργεί εν προκειμένω ως μυθιστοριογράφος και ιστορικός συνάμα. Στο κείμενο αφήνεται να εννοηθεί ότι τα δικτατορικά καθεστώτα είναι κύκλοι, όπου ο ένας οδηγεί άμεσα στον άλλο, κι ετούτη η λεπτομέρεια ήταν μια χαίνουσα πληγή και στον χώρο της Αφρικής, της οποίας αρκετές Δημοκρατίες είναι χτισμένες πάνω σε σαθρό υπέδαφος. Είναι αυτή η αστάθεια, τελικά, που αντιμετωπίζει η συγγραφέας και επιθυμεί να μας καταδείξει.
Γιώργος Σχορετσιανίτης, «Το παράξενο κροτάλισμα των ιστών»,
     Η Νοτιοαφρικάνα συγγραφέας σκόπιμα δε κατονομάζει το νησί όπου διαδραματίζεται η ιστορία, είναι όμως φανερό ότι πρόκειται για κάποιο νησί μιας νοτιοαφρικανικής χώρας, όπου μετά την ελευθέρωση από τα αποικιακά καθεστώτα, ακολούθησε σκληρή δικτατορία κι εμφύλιος (σύνηθες φαινόμενο). Ο ήρωάς μας, ο ηλικιωμένος Σάμιουελ, ζει στο απομονωμένο αυτό νησί -ένα νησί όπου κάθε τόσο ξεβράζονται νεκρά σώματα προσφύγων- ως φαροφύλακας, σαν ένας σύγχρονος Ροβινσώνας Κρούσος καλλιεργώντας και φροντίζοντας το «νοικοκυριό» του (τις κότες του, το αυτοσχέδιο ψωμί του, την ταφή των νεκρών), με τη διαφορά ότι κάθε 15 μέρες έρχεται βάρκα με τρόφιμα κι εφόδια για τα απαραίτητα προς το ζην.
     Στο αφηγηματικό σήμερα, ο Σάμιουελ ανακαλύπτει με αντιφατικά συναισθήματα ότι το σώμα ενός άνδρα που βρέθηκε μέσα σ’ ένα βαρέλι που το έφερε το κύμα, δείχνει σημεία ζωής (όταν θα επέστρεφε, ήλπιζε ο άντρας να ήταν νεκρός). Παρακολουθούμε τον ήρωά μας να προσπαθεί να διασώσει, ίσως κάπως απρόθυμα, τον Παρασκευά του, για να διαπιστώσει ότι πρόκειται για πρόσφυγα με τον οποίο δεν μπορεί να συνεννοηθεί καθόλου, μια και μιλούν άλλη γλώσσα. Το μόνο σίγουρο είναι ότι ο άνθρωπος αυτός κρύβεται, δεν θέλει να φύγει πίσω με τις βάρκες ανεφοδιασμού, και ο Σάμιουελ δεν αργεί να καταλάβει, με φόβο και αποτροπιασμό, ότι ο επισκέπτης του σκοπεύει να παραμείνει στο νησί «του».
     Ήδη η υπόθεση έχει τσιγκλίσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη, καθώς γεννιέται η περιέργεια πώς θα χειριστεί η συγγραφέας την προσέγγιση δύο παντελώς άγνωστων και διαφορετικών ανθρώπων σε τόσο πρωτόγονες κι απομονωτικές συνθήκες. Τα συναισθήματα εναλλάσσονται, καθώς η υποψία διαδέχεται τη λύπηση, η απειλή διαδέχεται την ανάγκη για μοίρασμα, ενώ κάθε καινούργια μέρα φέρει μια καινούργια έκπληξη στον Σάμιουελ, ο οποίος δεν παύει να νιώθει ανασφάλεια μπροστά στο ενδεχόμενο να παραβιαστεί ο ζωτικός του χώρος. Παρόλες τις φιλότιμες προσπάθειες να κάνει τον φιλοξενούμενό του να νιώσει άνετα, το αίσθημα ότι κινδυνεύει τον θερίζει, σαν μια μόνιμη απειλή που δεν διαφαίνεται αν είναι βάσιμη ή αν βρίσκεται στους μαιάνδρους του ψυχισμού του (π.χ. ξύπνησε μ’ ένα απότομο τίναγμα, σίγουρος ότι ο άντρας ήταν από πάνω του, επιδεικνύοντας απειλητικά τα δόντια του και κρατώντας μαχαίρι). Η αλήθεια είναι ότι διφορούμενα περιστατικά, όπως η εύρεση ενός γυναικείου νεκρού σώματος με κομμένο τον λαιμό, ενισχύουν αυτούς του φόβους.
     Ωστόσο, υπάρχει κι ένα δεύτερο επίπεδο που είναι ακόμα πιο αξιοπρόσεκτο: η εσωτερική πάλη που δοκιμάζει τον Σάμιουελ δεν είναι απλώς τα ενδεχόμενα συναισθήματα επειδή κάποιος άγνωστος και ανεξιχνίαστος εισέβαλε στον μικρόκοσμο όπου ζει απομονωμένος 23 χρόνια. Ο Σάμιουελ έχει ήδη βαρύ παρελθόν, που αποκαλύπτεται σιγά σιγά στον αναγνώστη, κι έχει διαμορφώσει έναν χαρακτήρα άτολμο και αμφίθυμο, ενώ γρήγορα αντιλαμβανόμαστε ότι μπορεί να ισχύει ακριβώς το αντίθετο: ο δειλός, ενδοτικός, ακατέργαστος χαρακτήρας του να είναι υπεύθυνος για την πορεία αυτή της ζωής του, που τον έφερε να είναι μόνος, μετά από 20 χρόνια φυλακής, και να ζει με τους φόβους του σαν ερημίτης, χωρίς να τον αναζητά κανείς στον κόσμο, ούτε η γυναίκα του, ούτε ο γιος του, ούτε καν η ίδια η αδερφή του.
Ξαναθυμήθηκε την παρόρμηση τού να ταπεινώνεις κάποιον,
να του λιώνεις το πρόσωπο,
να τον κάνεις να ζαρώνει.
     Θύμα διωγμών, κι εκείνος και η οικογένειά του, από τους αποικιοκράτες, οι οποίοι λεηλατώντας και καταστρέφοντας τους έδιωξαν από τη γη που καλλιεργούσαν (με διαταγή της κυβέρνησης, επιστρέφετε στα βουνά όπου ανήκουν οι μαϊμούδες. Αυτή η γη δεν είναι πια δική σας), έζησε από μικρό παιδί στον δρόμο. Η πείνα και οι στερήσεις, αλλά κυρίως οι ταπεινώσεις τον συνοδεύουν σε όλη του τη ζωή· έφτασε μέχρι και στο σημείο να κλέβει, να αλητεύει ή να ζητιανεύει, κι έτσι ο Σάμιουελ δεν μπορεί παρά να νιώσει ευσπλαχνία βλέποντας τον άγνωστο μετανάστη να καταβροχθίζει λαίμαργα το λιγοστό φαγητό τους (δεν μπορούσε να κατηγορήσει έναν φυγά για την πείνα του).
     Χρόνια μετά την εγκατάσταση των αποικιοκρατών ο πατέρας τους γίνεται μέλος του κινήματος της Ανεξαρτησίας, που έφερε μεν τη νίκη αλλά απ’ το οποίο ο ίδιος βγήκε σακάτης (ήδη στην πρωτεύουσα ο εντολοδόχος πρόεδρος είχε διατάξει την κατασκευή ενός αγάλματος κι ενός σιντριβανιού, κατάρτιζε τα σχέδια για τη νέα του κατοικία. Ενώ κάτω, στα συντρίμμια, οι άνθρωποι έψαχναν για φαγητό, όπως έκαναν πάντα). Την περίοδο της αποικιοκρατικής κυβέρνησης διαδέχεται μια κυβέρνηση που ο πατέρας του Σάμιουελ αποδέχεται (ο πατέρας του ήταν ένας γελαστός σακάτης, ένας ανόητος που πίστευε ακράδαντα ότι ο πρόεδρος ήταν καλός σαν Μεσσίας) όμως αποδείχτηκε σκληρή δικτατορία που βρίσκει τον Σάμιουελ έφηβο, να μπλέκεται άθελά του στην «εκκαθάριση» που υπόσχεται ο αντιπολιτευόμενος στρατηγός, και που ξέσπασε σε βίαια επεισόδια με σφαγές… Δεν του άρεσε βέβαια να θυμάται τώρα εκ των υστέρων, τον εαυτό του με τσεκούρι να κυνηγάει τον όχλο (δεν σκότωσε κανέναν εκείνη τη μέρα, αν και όλα όσα έσπασε, όλοι όσοι κυνήγησε, έφταιγαν εκείνη τη στιγμή, για την αφέλεια του πατέρα του, για το σακατεμένο του κορμί, για το σπίτι που είχαν χάσει στην κοιλάδα και για τη φτώχεια της ζωής τους στη βρόμικη πόλη).
     Τα συναισθήματα που νιώθει ο Σάμιουελ φεύγοντας από το πατρικό, ήταν ενοχή (προσπαθούσε να σκεφτεί ότι ήταν «περαστικός», επομένως αθώος) αλλά και ντροπή απέναντι στους γονείς του που δεν ήξεραν ότι ο γιος τους είχε ανάμειξη στις σφαγές. Η περηφάνια που είχε νιώσει, όπως και η ικανοποίηση από τη σταγόνα του αίματος, είχαν γίνει καπνός. Η νέα κυβέρνηση του στρατηγού είναι φυσικά κι αυτή μια στρατιωτική δικτατορία, με απαγορεύσεις κυκλοφορίας, ελέγχους και συμμορίες πολιτοφυλάκων να περιπολούν στους δρόμους.
     Γνωρίζει τη Μέρια σ’ ένα καπηλειό όπου εκείνη σύχναζε με την παρέα της, και δεν αργεί να καταλάβει ότι πρόκειται για μια αντιστασιακή ομάδα, τη Λαϊκή Φράξια. Είναι εποχή που γίνονται μικροσαμποτάζ και συγκρούσεις, με τον Σάμιουελ να συμμετέχει χαλαρά: ποτέ δεν βρίσκει π.χ. το θάρρος να αντιμετωπίσει τον φαντάρο που του πούλησε τσαμπουκά, αλλά το παίζει τραυματισμένος, χωρίς να είναι (Έλα, κάτσε κουστουμάκια. Μάθαμε ότι τραυματίστηκες. Γιατί δεν μας δείχνεις τις τρομερές ουλές σου;). Παραμένει στην ομάδα γιατί νιώθει μια πρωτόγνωρη έλξη γι’ αυτό το ατίθασο κορίτσι που τον προσβάλλει και τον ειρωνεύεται συνέχεια («άκου δω, κουστουμάκια, είσαι μυστικός ή όχι; /τράβα γαμήσου»), και που κάποια στιγμή του αποκαλύπτει ότι κουβαλάει το παιδί του στην κοιλιά της, καρπό βιαστικών συνευρέσεων μέσα στο σκοτάδι. Δεν αντιδρά όταν του λέει ότι το παιδί είναι δικό του, παρόλο που είναι γνωστό ότι η Μέρια πάει και με άλλους άντρες.
     Η συγγραφέας μάς αποκαλύπτει λοιπόν έναν χαρακτήρα όχι απλώς παθητικό και άτολμο, αλλά θρασύδειλο, ανέτοιμο να αντιμετωπίσει με σθένος τις -δύσκολες ομολογουμένως- καταστάσεις που του φέρνει η ζωή. Φαίνεται βέβαια ότι αγάπησε τη Μέρια, και τη φρόντισε όσο μπορούσε όσο έμειναν μαζί στο πατρικό, παρόλο που η Μέρια ήταν αυθάδης και πικρόχολη ακόμα κι απέναντι στον σακάτη πατέρα (η γενιά σας μας έφερε αποτυχίες, τίποτε περισσότερο/ έπρεπε να τα κάνετε σωστά, έπρεπε να τα ισοπεδώσετε όλα/ όχι αυτή τη σακατεμένη ζωή μέσα στη ζητιανιά, που προσπαθείς να πείσεις τον εαυτό σου ότι λίγο έλειψε να χάσεις τη ζωή σου γι’ αυτό). Για χάρη της προσχώρησε πιο ενεργά στη Λαϊκή Φράξια, που μετά τη δολοφονία κάποιου βασικού στελέχους της έγινε πιο δυναμική ("το αίμα θα γίνει το τσιμέντο μας/ με αυτό θα χτίσουμε το νέο έθνος"). Δείχνει ζήλο τη μέρα της πορείας όπου ο σκοπός της ομάδας ήταν να γκρεμίσουν το άγαλμα του δικτάτορα, ενώ δοκιμάζει τον πειρασμό, στη σύγκρουση πάνω, να εκδικηθεί τον εξευτελισμό του από τον στρατιώτη, σκοτώνοντας πολύ εύκολα κάποιον άλλον. Δεν το κάνει.
     Το «Παλάτι» ήταν οι τεράστιες φυλακές που έχτισε ο δικτάτορας, άθλιες φυσικά, για τους αντιφρονούντες. Οι καταδικασμένοι σπάνε πέτρες με τη βαριοπούλα. Δεν νιώθει ηρωικά ωστόσο ο Σάμιουελ , και τώρα, στο αφηγηματικό παρόν, οι αναμνήσεις του από τα 23 χρόνια φυλακής είναι αναμνήσεις ταπεινώσεων και εξάντλησης. Με έκπληξη διαπιστώνει ο αναγνώστης ότι ο Σάμιουελ δεν πέρασε και τόσο άσχημα όσο οι άλλοι: δεν διστάζει να δώσει ονόματα και μέρη στους ανακριτές, και σκαρφίζεται μάλιστα ψεύτικες πληροφορίες, δημιουργώντας φυσικά έχθρες με τους συγκρατούμενούς του. Για την ακρίβεια είναι απομονωμένος, όλοι αδιαφορούν, δεν είναι καν εχθρικοί μαζί του γιατί τον φοβούνται. Αναρωτιέται, χρόνια αργότερα στο νησί του, πώς θα ήταν αν είχε το κουράγιο να διεκδικήσει την «ελευθερία» του, αν ήταν κάτι περισσότερο από ένας τρομαγμένος πληροφοριοδότης που είχε παραδώσει τη μητέρα του παιδιού του στους ανακριτές (δεν είναι ξεκάθαρο αν όντως έτσι συνέβη, ή αν οι ενοχές του του δημιούργησαν αυτήν την εντύπωση).
     Η Karen Jennings απέδωσε έναν ιδιότυπο χαρακτήρα, μέσα στις ιδιαίτερες συνθήκες όπου μπορεί να έζησαν κι άλλοι χιλιάδες άνθρωποι που είχαν την ίδια ιστορική μοίρα. Δεν έπλασε έναν ήρωα, αλλά μάλλον έναν αντι-ήρωα», έναν άνθρωπο λειψό, ένα «ανθρωπάκι», που έχασε την αξιοπρέπειά του και ζει τα τελευταία του χρόνια μασώντας πικρό ψωμί αλλά ασφαλής μέσα στη μοναξιά του, θεωρώντας «δικό του» το νησί –μέχρι που η διακινδύνευση αυτής της ασφάλειας να τον κάνει να βγει από την αμφιθυμία και την μετριότητα και να προβεί σε μια πράξη υπέρβασης, στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου…
Χριστίνα Παπαγγελή

Πέμπτη, Ιανουαρίου 16, 2025

Matrix, Lauren Groff

Όλες οι πράξεις της δεν ήταν παρά μια απάντηση στο ερώτημα
τι θα μπορούσε να καταφέρει σε τούτον τον κόσμο,
αν την άφηναν ελεύθερη,
αν της έδιναν την ελευθερία που της άξιζε.
     Η Μαρία της Γαλλίας, που πρωταγωνιστεί σ’ αυτό το ευφάνταστο μυθιστόρημα, ήταν υπαρκτό πρόσωπο και, σύμφωνα με τις ελάχιστες ιστορικές πληροφορίες, έζησε τον 12ο αιώνα, περίπου την εποχή που τοποθετείται και από την συγγραφέα. Ήταν η πρώτη γυναίκα ποιήτρια της χώρας κι άφησε πίσω της ένα σημαντικό έργο[1], ωστόσο δεν είναι το συγγραφικό της έργο που προβάλλει στο βιβλίο αυτό η Λώρεν Γκροφ. Πρόκειται προφανώς για καθαρή μυθοπλασία, για μια φανταστική δηλαδή βιογραφία που μας μεταφέρει ωστόσο με αρκετή ζωντάνια στην δύσκολη αυτή εποχή του Μεσαίωνα, των δυναστειών και των σταυροφοριών. Διαβάζοντας κανείς αυτήν την βιογραφία, βλέπει όχι μόνο την καταπίεση του γυναικείου φύλου ανά τους αιώνες, αλλά μπορεί να υποθέσει, όπως έκανε και η συγγραφέας, ότι υπήρχαν λαμπρές, πρωτοπόρες προσπάθειες από «φωτισμένες» προσωπικότητες όπως η Μαρία, να καταπολεμήσουν τις ιδεοληψίες, και να προσεγγίσουν την ανεξαρτησία.
     Η λέξη «Matrix», γνωστή περισσότερη από την ταινία επιστημονικής φαντασίας του 1999, κυριολεκτικά σημαίνει μήτρα, πλέγμα, δίκτυο, και κατ’ επέκταση ιστό αράχνης όπου παγιδεύεται κάποιος[2]. Ένα τέτοιο πλέγμα σχέσεων και δυναμικών καταστάσεων, με αξιοθαύμαστη αυτάρκεια και ελευθερία σχέσεων έφτιαξε η πρωταγωνίστρια, η νεαρή, «μπάσταρδη βασιλοπούλα» Μαρία όταν αναγκάστηκε να εξοριστεί από την περιοχή όπου μεγάλωσε, και να αναλάβει ως προϊσταμένη το βασιλικό αβαείο μιας ασήμαντης πόλης της Αγγλίας, καθώς με εύσχημο τρόπο την έδιωξαν από την αυλή του βασιλιά και πατέρα της Γοδεφρείδου, όπου βασίλισσα ήταν η δαιμόνια δούκισσα Ελεονόρα, από την Ακουιτανία.
     Σύμφωνα με την Wikipedia «πολλές υποθέσεις έχουν γίνει για την ταυτότητα της Μαρίας, διάφορες θεωρίες την εμφανίζουν ως παράνομη κόρη του Γοδεφρείδου Ε΄ του Ανζού[3], γενάρχη της δυναστείας των Πλανταγενετών, οπότε και αδελφή του Ερρίκου Β΄ της Αγγλίας[4], ή ότι ήταν η Μαρία Μπέκετ, αδελφή του Αρχιεπισκόπου Τόμας Μπέκετ,[7] που γεννήθηκε μεταξύ 1125 και 1130».[8] Φαίνεται ότι η συγγραφέας προτίμησε την πρώτη εκδοχή, επομένως η Μαρία παρουσιάζεται ως ετεροθαλής αδερφή του νόμιμου διάδοχου της Αγγλίας, του Ερρίκου του Β΄, ο οποίος σε ηλικία 19 χρονών παντρεύτηκε την 32χρονη Ελεονόρα της Ακουιτανίας[5], μια πολύ δυναμική και μορφωμένη γυναίκα (θεωρείται μια από τις πιο ισχυρές γυναίκες του Μεσαίωνα στην Ευρώπη).
     Η Μαρία λοιπόν (το μπάσταρδο κοριτσόπουλο από τα βάθη του Μεν), γεννήθηκε, κατά την Γκροφ, το 1141 κι όταν ξεκινά η αφήγησή μας είναι 17 χρονών. Βρισκόμαστε λοιπόν στο 1158 όταν καλείται από την αυλή του Γουέστμινστερ, από την Ελεονόρα, να διευθύνει το βασιλικό αβαείο γιατί «είναι θέλημα θεού και της βασίλισσας». Είναι πανύψηλη και ξερακιανή -«νταρντάνα»- και σωματώδης, μάλλον δυνατή αλλά άχαρη (δεν υπάρχει ίχνος ομορφιάς, μονάχα σπιρτάδα και αχαλίνωτο πάθος), «κρεμανταλού», «χωρίς στάλα ομορφιάς και θηλυκότητας», ανίκανη επομένως σύμφωνα με τα κριτήρια της εποχής να βρει άντρα. Άλλωστε, γρήγορα αποκαλύπτεται ότι μάλλον αντιπαθεί το ανδρικό φύλο, ενώ νιώθει ερωτικά, σ’ όλο το βιβλίο, μόνο σε σχέση με γυναίκες. Η Μαρία είναι επίσης πολύ μορφωμένη για την εποχή, μιλά τέσσερις γλώσσες, ξέρει από λογαριασμούς και κτήματα, αλλά η πίστη της είναι μηδενική.
     Η βασίλισσα Ελεονόρα είναι πρόσωπο κλειδί, εφόσον η «αστραφτερή αγάπη» που τρέφει γι’ αυτήν η ηρωίδα μας αγγίζει την ερωτική έλξη, που στιγμές γίνεται ανεξέλεγκτο πάθος (ήθελε να δαγκώσει την τρυφερή σάρκα μέχρι να τρέξει αίμα, να κόψει το χέρι απ’ τον καρπό με το μαχαίρι της). Ωστόσο, δεν μπορεί παρά να υπακούσει στην εντολή, που την κάνει να νιώθει ότι την πετούν από την αυλή σαν να είναι σκουπίδι. Η Μαρία αναλαμβάνει υπεύθυνα τον δύσκολο ρόλο της, και αναδεικνύεται μια πανέξυπνη γυναίκα που παραλαμβάνει ένα μοναστήρι γυναικών, πανάθλιο, βρώμικο, φτωχό, σε μια περιοχή σκοτεινή μέσα σε βάτους, λεηλατημένη από Δανούς και πλήρως εγκαταλελειμμένη από τον βασιλικό οίκο (…τούτο το μέρος που έμελλε να γίνει το ζωντανό κιβούρι της). Και… κάνει το θαύμα της. 
     Καθώς το βιβλίο διατρέχει όλον τον βίο της Μαρίας από την εφηβεία μέχρι τα βαθιά γεράματα, παρακολουθούμε βήμα-βήμα να συντελείται αυτό το θαύμα της μεταμόρφωσης του άθλιου αβαείου σε οικονομικό και πολιτιστικό κέντρο.
     Η προσαρμογή της 17χρονης Μαρίας αρχικά είναι πολύ δειλή, καθώς αναγκάζεται να υποστεί στις στερήσεις και τις μοναστικές συνήθειες χωρίς μάλιστα να πιστεύει (πείνα, κρύο, ολονυχτίες, έλλειψη ρούχων και παπουτσιών, άβολο κρεβάτι, κλπ). Άλλωστε, είναι ακόμα δόκιμη, υποχρεωμένη να ακολουθεί τις σκληρές μεθόδους της «μαγίστρας», σ’ αυτό το «χοιροστάσιο που περνιέται για μοναστήρι». Στερείται όχι μόνο την υπηρέτριά της τη Σεσίλια αλλά και την παρουσία της βασίλισσας Ελεονόρας, στην οποία στέλνει φλογισμένα ποιήματα, όμως ποτέ δεν θα πάρει απάντηση (είναι και η μόνη αναφορά του βιβλίου στο ποιητικό της έργο). Η απελπισία, την περίοδο αυτήν της προσαρμογής, την ωθεί σε ζοφερές σκέψεις (σκέφτεται πολύ σοβαρά ν’ αφήσει τον εαυτό της να πεθάνει), ενώ ταυτίζει τη μοίρα της με το αιχμάλωτο αηδόνι που κρατούσε φυλακισμένο η Ελεονόρα (κελαηδούσε πάντοτε τα ίδια τραγούδια, με τον ίδιο μονότονο τρόπο, καμιά έμπνευση, καμιά ποικιλία. Η φαντασία του είχε φυλακιστεί μέσα στους τέσσερις τοίχους, την ελάχιστη φέτα ουρανού που φαινόταν απ’ το παράθυρο).
     Όταν πια η Μαρία γίνεται προϊσταμένη, όπως ήταν προγραμματισμένο, αρχίζει να καταργεί τις «αχρείαστες ταλαιπωρίες» (π.χ. προσευχές μέσα στη νύχτα πάνω σε αποκαΐδια για εξορκισμό). Ανακαλύπτει στα λογιστικά βιβλία άπειρες ατασθαλίες που είχαν γίνει στο παρελθόν για να τα έχει καλά το αβαείο με την τοπική αριστοκρατία (πολλά απλήρωτα ενοίκια κλπ) και τολμά να παρέμβει, παρόλο που νιώθει ότι δεν είναι παρά ένα άξεστο κορίτσι που ήρθε από το πουθενά, κανείς δεν την αγαπά, είναι μόλις δεκαεφτά χρονών, δεν είναι καν αληθινή καλόγρια ακόμα…
     Όχι, η Μαρία δεν ακολουθεί το παράδειγμα της ηγουμένης «να αναθέτει στις καλόγριες τις εργασίες που τους ταιριάζουν λιγότερο (για να ασκηθούν στην ταπεινοφροσύνη), ούτε αναγκάζει τις άρρωστες καλόγριες να δουλεύουν. Το επιχείρημα περί ταπεινότητας το καταρρίπτει εύκολα: σίγουρα, ο Θεός που τα έπλασε όλα τέλεια, θέλει η δουλειά να γίνεται καλά. Τα χρόνια που ακολουθούν τη χειροτονία της ως μοναχής, τρέχουν γρήγορα. Με πρότυπο τον δυναμισμό του ινδάλματός της, της Ελεονόρας, ξεδιπλώνει τις ικανότητές της και μεταμορφώνει το άθλιο αβαείο: Γρήγορα συστήνονται αρτοποιείο, ζυθοποιείο, τυροκομείο, ελεονομείο, ξενώνας, θεραπευτήριο, ιδρύει σκριπτόριο όπου οι μοναχές που ξέρουν γράμματα καταρρίπτουν τον μύθο ότι οι γυναίκες δεν κάνουν για αντιγραφείς (ένα πρόσθετο έσοδο για το μοναστήρι), αναθέτει στην μισότρελη αδελφή Γύθα να ζωγραφίσει και να φτιάξει πανέμορφες μικρογραφίες, βελτιώνει την ποιότητα του φαγητού, φτιάχνει μια στρατιά από «ταμένα κορίτσια» στα οποία μαθαίνει γράμματα και τέχνες, με δωρεές και ελιγμούς μεγαλώνει την έκταση γύρω από το αβαείο, καθώς και τις καλλιέργειες. Γουρούνια, γελάδια, περιβόλια, καρποφόρα δέντρα, μέλισσες, αμπέλια και κυρίως, ανεξαρτησία από τους ανώτερους.
Ως ηγουμένη συνειδητοποιεί πόσο επικίνδυνη θα μπορούσε να είναι
 μια καλόγρια με ελεύθερο πνεύμα.
     Η Μαρία αντιμετωπίζει με καρτερία και εξυπνάδα τις δυσκολίες (κακοκαιρία, ξηρασία, ακρίδες, φωτιές), δείχνει ήρεμη μπροστά στις αδελφές της, μαθαίνει να δαμάζει τα συναισθήματά της για να τους χαρίσει τη γαλήνη σε τούτον τον κόσμο, αλλά εξουδετερώνει και με πονηριά, θα έλεγε κανείς, δύο δόκιμες που τις θεώρησε απειλή για το αβαείο. Ακόμα πιο έξυπνα αντιμετωπίζει την κακογλωσσιά και την κακή φήμη που αποκτά κάποιες φορές το αβαείο. Αξιοποιεί τις ιδιαίτερες δεξιότητες και τον χαρακτήρα των αδελφών μοναχών, με τις οποίες την δένει πια μια ολόκληρη ζωή μέσα σε αγώνες και θυσίες. Μερικές προσωπικότητες ξεχωρίζουν ήδη μέσα από τη γραφή της Γκροφ, μα ίσως πιο πρωτοποριακή θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει την Νεστ, τη θεραπεύτρια, που με πολύ αισθαντικές κινήσεις, όπως βέβαια τις περιγράφει η συγγραφέας, «απελευθερώνει τους χυμούς» των καλογριών με φιλιά κι έμπειρα δάχτυλα και φυσικά και της Μαρίας (η καλοσύνη που έδειξε η Νεστ στο σαρκικό σώμα της Μαρίας άλλαξε κάτι μέσα της. Τίποτα πια δεν είναι ξεκάθαρο, τίποτα δεν είναι αταίριαστο, οι αντιθέσεις έχουν καταργηθεί. Το κακό και το καλό έχουν γίνει ένα, το φως συνυπάρχει με το σκοτάδι. Δεν υπάρχουν πια αντιφάσεις, καθετί είναι εξίσου αληθινό με το αντίθετό του. Ο κόσμος κρύβει στο κέντρο του έναν πελώριο παλλόμενο τρόμο. Ο κόσμος είναι παραδομένος στην έκσταση μέχρι τα βαθύτερα έγκατά του). Ωστόσο, η καρδιά της Μαρίας είναι από καιρό δοσμένη στην… Ελεονόρα.
     Είναι έντονος όχι μόνο ο συναισθηματικός αλλά και ο σωματικός δεσμός που ενώνει τη Μαρία με τις δόκιμες, τις μοναχές ή τα ταμένα κορίτσια, μια «βαθιά κάψα» που «ξεπηδά από το κορμί της και τυλίγει τις άλλες καλόγριες, τη μια μετά την άλλη, με μια φωτεινή λάμψη». Αυτή η ενέργεια την οπλίζει με δύναμη κι αυτοπεποίθηση και, όταν πια ελευθερώνεται από την «κατάρα της Εύας» (την περίοδο) την κάνει να υπερβεί κάθε προσδοκώμενο όριο: επικαλείται οράματα που βλέπει (μέχρι τέλους αναρωτιόμαστε αν είναι επινοημένα) για να φέρει τεράστιες αλλαγές στο αβαείο, ενώ οι αντιστάσεις από τις μοναχές είναι αμελητέες, αντίθετα, βρίσκουν το κουράγιο, τη δύναμη και την τεχνογνωσία να τα εφαρμόσουν:
     Αρχικά, φτιάχνει έναν τεχνητό λαβύρινθο, για να μην μπορούν να πλησιάσουν οι υποθετικοί εχθροί. Η βασίλισσα (η Ελεονόρα) που την επισκέπτεται μένει άναυδη με τις αλλαγές όχι μόνο στη Μαρία αλλά και στο αβαείο. Το ότι δεν επιτρέπει στους εκπροσώπους της εκκλησίας να μπουν στο μοναστήρι δημιουργεί εχθρούς, την προειδοποιεί, και το ότι η Μαρία αγνοεί την κυριαρχία και θεωρεί τον εαυτό της ισότιμο με τον επίσκοπο μπορεί να είναι καταστροφικό (ίσως να μην ξέρει ότι τον κόσμο μονάχα με τα δικά του όπλα μπορείς να τον πολεμήσεις). Ωστόσο, η Μαρία απαντά ότι πολεμάνε, πολεμάνε και με προσευχές αλλά και με χρυσάφι.
     Η αυξανόμενη φιλοδοξία της Μαρίας αγγίζει τα όρια της ύβρης, ακόμα και με τα σύγχρονα δεδομένα (καταλαβαίνει ότι η καρδιά της λαχταρά ακόμα περισσότερα). Η έχθρα «ξεσπάει σαν θύελλα»: αντιμετωπίζει σαν πολεμίστρια τους επίδοξους εισβολείς στον λαβύρινθο με παγίδες και αμυντικά όπλα (να εκμεταλλευτούν την απληστία, τη λαγνεία και την οκνηρία για να τιμωρήσουν τους ασεβείς αμαρτωλούς), μια σύγκρουση που αφήνει δύο νεκρούς και εννέα τραυματίες, αλλά και μια νεαρή μητέρα που χάνει τη ζωή της αφήνοντας τα παιδιά της στο έλεος του αβαείου!
     Με το δεύτερο όραμα η Μαρία ιδρύει «ηγουμενείο», πολυτελές, φωτεινό και άνετο, με σχολικό κτίριο για τα ταμένα κορίτσια, ώστε να γεμίσει ο τόπος με μορφωμένες κοπέλες και γυναίκες! Το ότι οι γυναίκες δεν ξέρουν να πελεκάνε πέτρες και φέρνουν άντρες πετράδες, έχει μοιραία επίπτωση στην ζωηρή και τσαχπίνα μοναχή Αβίς, που μένει έγκυος και θύμα σκληρής τιμωρίας, αλλά κι αυτό ακόμα η δυναμική ηγουμένη το βλέπει με σχετική ευσπλαχνία (τόση ασπλαχνία, τόση σκληρότητα, για μια αμαρτία της σάρκας!).
     Το επόμενο όραμα ωθεί τη Μαρία να ξεπεράσει κάθε προηγούμενο: αναλαμβάνει να τελεί η ίδια τη θεία λειτουργία, τις εξομολογήσεις, φτάνει μάλιστα και στο σημείο να αλλάξει τα εκκλησιαστικά κείμενα, πράγμα που δημιουργεί αποτροπιασμό στις παλιές μοναχές, ωστόσο καμιά δεν αντιδρά, καμιά δεν μαρτυρά. Με τη Ρουθ μόνο υπάρχει κάποια έντονη σύγκρουση (δεν υπάρχει τίποτα πιο παιδιάστικο απ’ το να φοράς τα ιερά άμφια και να κάνεις τάχα ότι κοινωνείς τις αδερφές σου, λες και η θεία ευχαριστία είναι κανένα παιχνίδι/πάντα της φαινόταν παράξενο, λέει, μια γυναίκα όπως η ηγουμένη, που φημίζεται για την αγιότητά της, μπορεί ταυτόχρονα να είναι τόσο φιλήδονη).
     Τέλος, ένα ακόμα από τα πολλά οράματα που ισχυρίζεται η Μαρία ότι βλέπει, την σπρώχνει να φτιάξει ξύλινο κινητό φράγμα ώστε τα νερά του βάλτου να πλημμυρίσουν το ξέφωτο και να σχηματιστεί μια λίμνη ώστε να αρδεύονται τα χωράφια του αβαείου. Είναι μεγαλεπήβολο και παράτολμο το έργο, αλλά τίποτα δεν σταματά πια τη Μαρία. Το μέγεθος της καταστροφής από το σπασμένο φράγμα είναι ανυπολόγιστο, και συμπίπτει με την αρρώστια και τον θάνατο της αγαπημένης της Γούλφχιλντ, την οποία μάλιστα προσπάθησε να αναστήσει!
     Είναι το πρώτο και τελευταίο σκληρό μάθημα για την ανυπότακτη Μαρία: αντιλαμβάνεται επιτέλους την αλαζονεία της, την «αχαλίνωτη απληστία» της, και αποφασίζει πια να απαρνηθεί την ακόρεστη βουλιμία που πάντα έκαιγε άσβεστη μέσα της. Θα αυθαιρετήσει βέβαια πάλι για άλλη μια φορά απέναντι στον Πάπα που απαγόρευσε στην Αγγλία την τέλεση των μυστηρίων, και θα συνεχίσει σαν να μη συμβαίνει τίποτα (Μαρία, απέχεις πολύ από το να είσαι η κεφαλή της εκκλησίας), αλλά καμιά δεν την προδίδει. Ωστόσο, αυτός ήταν μάλλον ο τελευταίος σπασμός ανυπακοής.
     Έχει πια πεθάνει και η Ελεονόρα, αρχίζουν και πεθαίνουν και οι παλιές συντρόφισσες μοναχές, και η Μαρία, άρρωστη κι αυτή (με ένα πέτρινο «αυγό» στο στήθος όπως η μάνα της), χάνει σιγά σιγά τις δυνάμεις της. Με την ωριμότητα των 70 της χρόνων φτάνει να αντιληφθεί ότι οι σταυροφορίες, στις οποίες ήταν κάποτε το όνειρό της να συμμετάσχει, ήταν ουσιαστικά γέννημα της αλαζονείας και της αναισχυντίας. Έχει ακόμα την ωριμότητα να αντιληφθεί την αξία του έργου της, ένα ακμαίο κοινόβιο για τις απόκληρες, τις κατατρεγμένες, ακόμα τις στριφνές και τις διαταραγμένες προσωπικότητες. Όλο εκείνο το μίσος που φώλιαζε βαθιά μέσα της όταν ήταν νέα, μεταμορφώθηκε με το πέρασμα του χρόνου σε αγάπη. Αντιλαμβάνεται ότι η υποταγή και η υπακοή που επιδείκνυαν όλες οι καλόγριες έκρυβαν μια πηγαία καλοσύνη, που δεν χαρακτήριζε την ίδια (φυσικά είχε μεγαλείο μέσα της, αλλά το μεγαλείο και η καλοσύνη δεν είναι το ίδιο πράγμα).
     Στο κατώφλι του θανάτου, χαμογελά στον παλιό, δυστυχισμένο της εαυτό, τότε που ήταν τόσο νέα ώστε νόμιζε ότι θα πέθαινε από έρωτα. Ανόητο πλάσμα, θα έλεγε η γριά Μαρία σ’ εκείνο το κορίτσι. Άνοιξε τα χέρια κι άσε τη ζωή να φύγει. Δεν ήταν ποτέ δική σου για να την κάνεις ό, τι θέλεις.
Χριστίνα Παπαγγελή
[1] Η «Μαρία της Γαλλίας» ήταν συγγραφέας και ποιήτρια του Μεσαίωνα, που έζησε τον 12ο αιώνα (1160-1210)[4]. Το έργο της σχετίζεται με τη αυλική λογοτεχνία. Δεν έχουμε σχεδόν καμία πληροφορία για τη ζωή της. Είναι συγγραφέας τριών έργων: μια συλλογή μύθων, μια θρησκευτική αφήγηση και μια σειρά από ποιήματα, σύντομες ιστορίες σε στίχους https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9C%CE%B1%CF%81%CE%AF%CE%B1_%CF%84%CE%B7%CF%82_%CE%93%CE%B1%CE%BB%CE%BB%CE%AF%CE%B1%CF%82_(%CF%80%CE%BF%CE%B9%CE%AE%CF%84%CF%81%CE%B9%CE%B1)
[2] Πλέον, με τη λέξη «μάτριξ» εννοούμε την πραγματικότητα στην οποία είμαστε εγκλωβισμένοι, είτε από την κοινωνική και φυσική σκοπιά της, είτε από την πνευματική. Σε έναν κόσμο τεχνολογίας, όπως συμβαίνει και στις ταινίες, το Matrix γίνεται σύμβολο της εικονικής πραγματικότητας και, μιλώντας με φιλοσοφικούς όρους, της παγκόσμιας πλάνης, που παγιδεύει λαούς και ανθρώπους, αντίστοιχο της σανσκριτικής λέξης Maya. Όλες αυτές οι έννοιες σχετίζονται με την ίδια τη φύση της πραγματικότητας, την κατασκευαστική δομή της, όπου τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται (https://www.filosofikilithos.gr/ti-einai-to-matrix).
[3] ήταν κόμης του Ανζού, της Τουρραίνης και του Μαιν (1129 - 1151) και δούκας της Νορμανδίας (1144 - 1149)
[4] https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%95%CF%81%CF%81%CE%AF%CE%BA%CE%BF%CF%82_%CE%92%CE%84_%CF%84%CE%B7%CF%82_%CE%91%CE%B3%CE%B3%CE%BB%CE%AF%CE%B1%CF%82
[5] Η Ελεονώρα της Ακουιτανίας (γαλλ. Aliénor ή Éléonore d'Aquitaine, περ. 11221 Απριλίου, 1204) ήταν βασίλισσα της Γαλλίας (1137-1152) και μετά βασίλισσα της Αγγλίας (1154-1189). Ως κληρονόμος του πατέρα της έγινε δούκισσα της Ακουιτανίας (1137-1204). Ήταν μία από τις πλουσιότερες και πιο ισχυρές γυναίκες στη Δυτική Ευρώπη κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα. Υπήρξε σύζυγος διαδοχικά δύο βασιλέων, του Λουδοβίκου Ζ΄ της Γαλλίας και του Ερρίκου Β΄ της Αγγλίας, και μητέρα δύο Άγγλων βασιλέων, του Ριχάρδου Α΄ και του Ιωάννη.