Δεν συμπαθήσαμε απλώς, αλλά αγαπήσαμε τον Πέτρο Ριβέρη, τον πρωταγωνιστή και ιδιωτικό ντετέκτιβ των προηγούμενων μυθιστορημάτων νουάρ του αγαπημένου συγγραφέα και φίλου, Πάνου Ιωαννίδη. Άλλωστε είναι ένα πρόσωπο που «ζει» ανάμεσά μας από το 2013, στη σύγχρονη Ελλάδα της κοινωνικοοικονομικής κρίσης, καθώς όταν γύρισε από την Ιταλία, εξιχνίασε το πρώτο του έγκλημα σε μια πόλη της Β. Ελλάδας (που δεν κατονομάζεται). Τον πρωτογνωρίσαμε λοιπόν στο «Τα μωρά της Αθηνάς» να διερευνά τη δολοφονία του επιχειρηματία Γρηγόρη Μπέη στον καταρράκτη του Λειβαδίτη, ενώ στη συνέχεια μετακόμισε στη Θεσσαλονίκη, όπου τον παρακολουθήσαμε σε δύο ακόμη συναρπαστικές υποθέσεις, στο «Ο χορός της μέλισσας» και στο «Ο καιρός των ρόδων».
Ο συγγραφέας ολοκληρώνει το πορτρέτο του βασικού του ήρωα αριστοτεχνικά, καθώς, όσο περνούν τα χρόνια, ο Πέτρος Ριβέρης αποκτάει νέες εμπειρίες και ωριμάζει. Ήδη από το πρώτο βιβλίο διαπιστώσαμε ότι πρόκειται για έναν σπάνιο χαρακτήρα με πολιτικές και καλλιτεχνικές ανησυχίες, με καλλιέργεια αλλά και ευάλωτες στιγμές, που ξεφεύγει από τα συνήθη πρότυπα των ντετέκτιβ που αναγνωρίζουμε σε αντίστοιχα έργα. Είναι μόνιμα ερωτευμένος με την ίδια και μοναδική γυναίκα, την σύντροφο της ζωής του, την Αύρα Συκουτρή, κι είναι αφοσιωμένος στους λιγοστούς του φίλους. Ο ήρωάς μας, ίσως λόγω του τραυματικού οικογενειακού παρελθόντος του, δεν είναι απλώς ένας έξυπνος και ταλαντούχος επαγγελματίας, αλλά διακρίνεται από συναισθηματική νοημοσύνη και πάθος για την αλήθεια, την οποία ευφυέστατα ο συγγραφέας διαχωρίζει από την «πραγματικότητα» (αντιγράφω από την ανάγνωσή μου για το « Ο καιρός των ρόδων»: «…δεν είναι απλώς ένας συμπαθής «τύπος», δηλαδή με τυπικά χαρακτηριστικά. Είναι ένας χαρακτήρας ολοκληρωμένος, ή μάλλον εν εξελίξει∙ πανέξυπνος, όχι μόνο με την ευφυΐα των λογικών εξισώσεων, αλλά με συναισθηματική ευφυΐα, αυτό που λέμε τελευταία «ενσυναίσθηση»∙ παίρνει υπόψη την ψυχολογία των εμπλεκομένων για να ξετυλίξει το κουβάρι, για την οποία ψυχολογία ο συγγραφέας έχει φροντίσει να μας υποψιάσει, σε χρόνο ανύποπτο∙ με πλούσιο συναισθηματικό κόσμο, με τις δικές του αντιφάσεις, τη δική του αίσθηση του «χρέους»»).
Έτσι, με την ευαισθησία και τη διεισδυτικότητα που τον διακρίνει, ο πρωταγωνιστής καλείται με το δικό του, προσωπικό και υποκειμενικό βλέμμα να δώσει απαντήσεις που θέτει η ίδια η κοινωνία με τα παθογενή της χαρακτηριστικά, και το μυθιστόρημα αποκτά όχι μόνο αστυνομικό, ούτε μόνο ψυχογραφικό, αλλά κοινωνικοπολιτικό ενδιαφέρον, χαρακτηριστικό άλλωστε των νουάρ μυθιστορημάτων. Αντίστοιχα, είναι εμφανές ότι κι ο ίδιος ο συγγραφέας εμπνέεται από καυτά επίκαιρα θέματα, που ταλανίζουν την σύγχρονη κοινωνία και γυρεύουν τη λύση τους, ή έστω, τη δικαίωσή τους.
Η Θεσσαλονίκη πρωταγωνιστεί και σ’ αυτό το βιβλίο, όπως στα δυο προηγούμενα, δίνοντας ένα σκηνικό που αγγίζει συναισθηματικά τον αναγνώστη, ιδιαίτερα με όποιον είναι δεμένος μ’ αυτήν την «αγαπησιάρικη» πόλη. Τέλος, ξαναβρίσκουμε το έξυπνο, πυκνό και διεισδυτικό ύφος του συγγραφέα, με τους πολύ ζωντανούς διαλόγους και το πικρό χιούμορ που διανθίζει τις –πολύ, ομολογουμένως- σκληρές σκηνές, που δυστυχώς όμως απηχούν μια εξίσου σκληρή πραγματικότητα.
Οι γυναίκες που φορούσαν τα μαύρα
Έμπνευση και αφορμή του τελευταίου του μυθιστορήματος, όπως λέει ο Πάνος Ιωαννίδης στο σημείωμα των τελευταίων σελίδων, δεν ήταν αυτήν τη φορά ακριβώς η ίδια η οικονομική και πολιτική κρίση, αλλά το φαινόμενο των αλλεπάλληλων γυναικοκτονιών, που μαστίζουν τη χώρα και όλη την υφήλιο (τα θύματα στην Ελλάδα έχουν φτάσει τα 12 μέσα στο 2024, ενώ παγκοσμίως στο νούμερο 45.000 σε ένα χρόνο[1], το 2021!!!). Φυσικά, κάθε τι έχει πολιτική διάσταση, κι οπωσδήποτε και οι γυναικοκτονίες κι ο τρόπος που γίνονται -και που αντιμετωπίζονται από το κράτος- έχουν άμεση σύνδεση με το πολιτικοκοινωνικό παρόν, ωστόσο όσο κι αν υπογραμμίζεται η έμφυλη βία στη σύγχρονη εποχή, η οπτική της γυναίκας-θύματος είναι από σπάνια έως ανύπαρκτη. Γιατί το ζήτημα δεν είναι μόνο ο φόνος των γυναικών, αλλά κάθε είδους βία (σωματική, σεξουαλική, ψυχολογική, οικονομική) που υφίστανται οι γυναίκες σε καθημερινή βάση, και σε όλους τους χώρους (οικογένεια, επάγγελμα, πολιτική και κοινωνική ζωή κλπ), μέχρι να φτάσουμε στην ακραία συνθήκη της δολοφονίας.
Αυτό λοιπόν που φέρει το νέο μυθιστόρημα του Πάνου Ιωαννίδη, δεν είναι η «ανατομία» μιας ακόμα γυναικοκτονίας (που κι αυτή θα είχε πολιτικοκοινωνικό ενδιαφέρον) αλλά αυτή η νέα οπτική της εξεγερμένης γυναίκας, της γυναίκας που γυρεύει να δικαιωθεί συλλογικά για όσες μικρές και μεγάλες ταπεινώσεις έχει υποστεί. Μαζί μ’ αυτήν και κάθε είδους μειονότητα. Έτσι λοιπόν, θα δούμε με έκπληξη μια σειρά δολοφονιών, που θα είναι ανδροκτονίες!
Στο «Οι γυναίκες που φορούσαν τα μαύρα», για τον Πέτρο Ριβέρη έχουν αλλάξει πολλά πράγματα: αρχικά είναι παροπλισμένος, κι ένα χρόνο σχεδόν άπρακτος (ήμουν ζωντανός, καθώς είχα γλυτώσει από του Χάρου τα δόντια, μα το πνεύμα μου ήταν στραγγισμένο), καθότι αναρρώνει από τον πυροβολισμό που είχε φάει στο κεφάλι στο… προηγούμενο μυθιστόρημα. Πέρα όμως από την φυσική του κατάσταση, πλήγμα έχει υποστεί και η υπόληψή του, σαν «αντίποινα για το μπλέξιμό του στην απαγωγή της Ιφιγένειας Ρούσσου», με καταγγελίες και «καλοπληρωμένα άρθρα» που τον παρουσιάζουν σαν «ιδεολόγο του γλυκού νερού». Ακόμα κι οι γιατροί πάντως του συστήνουν να αλλάξει επάγγελμα, ενώ η γυναίκα της ζωής του, η Αύρα, αποφάσισε να μην ζει πια ριψοκίνδυνα, να απομακρυνθεί από τον αγαπημένο της που είναι αγύριστο κεφάλι, και να μετακομίσει στη Σορβόνη ως καθηγήτρια Γραμματολογίας (τυπικά δεν έχουμε χωρίσει, αλλά η ζωή μού έχει μάθει ότι, όταν μια γυναίκα φεύγει, έστω και προσωρινά, κάτι θέλει να πει, κάτι θέλει να δείξει. Ακόμη και στον εαυτό της). Ο Ριβέρης έχει αφήσει το σπίτι της λοιπόν, έχει μετακομίσει σ' ένα μικρότερο στην Άνω Πόλη της Θεσσαλονίκης (μας δίνεται η ευκαιρία να γνωρίσουμε κι εμείς ένα «μεγάλο κομμάτι από τον σπασμένο καθρέφτη της πόλης») και τέλος, ο μόνιμος συνεργάτης του ο Κορμοράνος, έχει επιστρέψει στη Ρώμη, στην υπηρεσία όπου δούλευαν μαζί με τον Ριβέρη, την ιδιωτική εταιρία Cosmopolis.
Αυτή είναι η κατάσταση, και η διάθεση του ήρωά μας αναλογικά σκοτεινή, όταν δέχεται το πρώτο τηλεφώνημα από τον δικηγόρο Δερμεντζόγλου (γνωστός του Π. Ριβέρη από τα φοιτητικά χρόνια), που τον έμπλεξε στη νέα σοβαρή υπόθεση. Μαζί με τον γνώριμό μας -πια- επιστήθιο φίλο Κρητικό Επιμενίδη (που παρεμπιπτόντως έχει αλλάξει απασχόληση, και από επαγγελματίας ψευδομάρτυρας έγινε ιδιοκτήτης γραφείου τελετών «Τα καρντάσια»!), ο Δερμεντζόγλου καλεί τον Ριβέρη να εξιχνιάσει την φρικτή δολοφονία του κρεοπώλη Βασίλη Παπαζόγλου. Επίσημα από την αστυνομία κατηγορείται η ερωμένη του, Πηνελόπη Πινότση, οι τρεις όμως φίλοι/συνεργάτες έχουν βάσιμες υποψίες ότι η γυναίκα αυτή είναι αθώα. Στην ομάδα που διερευνά την υπόθεση προστίθενται και ο αστυνόμος Ζερβός καθώς και η υπαστυνόμος Στέλλα Ασλανίδου. Η συνεργασία με την αστυνομία δεν εμπνέει βέβαια καθόλου τον - αντιεξουσιαστή και αγνωστικιστή- ντετέκτιβ μας («όταν αρχίζεις τα αλισβερίσια με την μπατσαρία, κώλο θα δώσεις και κώλο θα πάρεις»), αλλά δεν μπορεί να κάνει διαφορετικά· άλλωστε ο Ζερβός είχε σώσει τη ζωή του Πέτρου Ριβέρη στο προηγούμενο βιβλίο. Έχει ενδιαφέρον ωστόσο αυτή η ισορροπία, όπως και το ότι η υπηρεσία βγάζει τους δύο αστυνόμους από την υπόθεση όταν εκείνοι πλησιάζουν στο «ψαχνό», εκείνοι ωστόσο συνεχίζουν την έρευνα βοηθώντας τον Πέτρο Ριβέρη στις αντισυμβατικές του έρευνες, ή, όπως λέει η ξύπνια ιατροδικαστίνα, στις «αθέμιτες πρακτικές» του.
Δεν είναι σκόπιμο να αναφερθώ φυσικά στο ατέλειωτο γαϊτανάκι γεγονότων και αντίστοιχων υποθέσεων που οδηγούν στη λύση του μυστηρίου, παρά μόνο θα αποκαλύψω ότι πρόκειται συνολικά για τέσσερις δολοφονίες ανδρών (η μια φρικτότερη απ’ την άλλη, με την έννοια ότι ο δολοφόνος έχει αφήσει σκόπιμα κάποια ίχνη βίας στα θύματά του, που αποτελούν σημειολογικό κώδικα) και μία αυτοκτονία που σχετίζεται με τους φόνους («ύποπτη και σκοτεινά ενοχική»). Όλα αυτά γίνονται σε σχετικά τακτικά διαστήματα, ενώ κάποια στιγμή αντιλαμβάνεται ο Πέτρος Ριβέρης και οι συν αυτώ ότι πρόκειται για άτομα που γνωρίζονταν μεταξύ τους και καλύπτουν ένα τεράστιο μυστικό. Πρόκειται, εκτός από τον χασάπη, από έναν διάσημο chef μαγειρικής (ιδιοκτήτη γκουρμέ εστιατορίου και παρουσιαστή τηλεοπτικών εκπομπών με θέματα μαγειρικής), έναν ιδιοκτήτη διάσημου νυχτερινού κέντρου, έναν γιατρό-γυναικολόγο («η βιοεξουσία των γιατρών δεν παύει να είναι πατριαρχικού προσανατολισμού»), κι έναν γυμνασιάρχη σε σχολείο που ήταν κι επίτροπος στην ενορία του. Βλέπουμε ότι οι έρευνες κινούνται σε όλα τα κοινωνικά στρώματα (χασάπης, κομμώτριες, μάγειρες, γιατροί, εκπαιδευτικοί, υπάλληλοι κ.α.), και είναι περιττό να αναφέρω τι αποκαλύπτει ο ήρωάς μας για τον βίο και την πολιτεία του καθένα (ομαδικοί βιασμοί, εκβιαστικές εκτρώσεις, κλπ). Είναι επίσης αξιοσημείωτο ότι τα περισσότερα θύματα εκπροσωπούν καθαρά ανδροκρατούμενους χώρους.
Η περιέργεια εντείνεται καθώς ο ντετέκτιβ μας διερευνά με πολύ προσεκτικά βήματα όχι μόνο τα γεγονότα αλλά τα ψυχολογικά κίνητρα και τον ανθρώπινο/συναισθηματικό παράγοντα. Το ενδιαφέρον υψώνεται κάθετο όταν οι έρευνες οδηγούν σε κύκλωμα στοιχημάτων μέσω… κοκορομαχιών στο νυχτερινό κέντρο του Ιορδανίδη, που βέβαια κρύβει μαύρο χρήμα και παρανομία (μάλιστα μέσα στο κύκλωμα ανήκει και ο δικηγόρος Δερμεντζόγλου!), ακόμα όμως πιο ανατριχιαστική είναι η ανάμειξη του Ζωνιραίου Ορφανοτροφείου και των σεξουαλικών σκανδάλων που αποκαλύπτονται εκεί μέσα και φυσικά κουκουλώνονται από την εξουσία. Βλέπουμε δηλαδή ότι το νυστέρι του συγγραφέα δεν φτάνει απλώς μέχρι τα –ανελέητα στην εποχή μας- οικονομικά σκάνδαλα και το μαύρο χρήμα που βγαίνει στο εξωτερικό με τις ευλογίες των πολιτικών δυνάμεων, αλλά πηγαίνει πολύ βαθιά μέσα στα παθογενή φαινόμενα της εποχής μας ξεσκεπάζοντας μηχανισμούς που είναι κράτος εν κράτει και κυριαρχούν, σκορπώντας φρίκη, πόνο και βία.
Πρόκειται για ένα ακόμη βιβλίο του Πάνου Ιωαννίδη όπου δοκιμάζεται η ανθρωπιά, η μόνη φωτεινή αχτίδα μέσα στον ζόφο των καιρών. Ο Πέτρος Ριβέρης, πάντα στο επίκεντρο αυτών όλων των αντίρροπων δυνάμεων, κατακλύζεται πάλι από ηθικά διλήμματα που αφορούν τους άγραφους και τους γραπτούς νόμους, την ηθική δικαίωση και τον τιμωρητικό μηχανισμό, ενώ παραμένει πάντα, παρόλη τη φρίκη και τη δυσωδία που συναντά στο διάβα του, ο επαγγελματίας που πρώτα βάζει τον Άνθρωπο, με Α κεφαλαίο, γιατί αγαπά τους ανθρώπους[2]:
«Αν σου έλεγα ότι συμφωνώ με την αυτοδικία, θα ήταν σαν να αποδεχόμουν τους όρους διαβίωσης που επικρατούν στη ζούγκλα. Και, από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, έχω πάρει το μέρος των μελισσών, το μέρος του πολιτισμού, όχι το μέρος των λύκων».
[2] https://anagnosi.blogspot.com/2019/05/blog-post.html