Πέμπτη, Νοεμβρίου 28, 2024

Οι γυναίκες που φορούσαν τα μαύρα, Πάνος Ιωαννίδης

Ξέρω ότι όσα μου έχουν συμβεί από παιδί
με ώθησαν να ψάχνω την άλλη μεριά του φεγγαριού,
γιατί η φωτεινή πραγματικότητα
δεν μου φέρθηκε με τον καλύτερο τρόπο.
Ως γνωστόν,
η αλήθεια και η πραγματικότητα
έχουν μεγάλες διαφορές μεταξύ τους.
Ο Πέτρος Ριβέρης ξανά κοντά μας
     Δεν συμπαθήσαμε απλώς, αλλά αγαπήσαμε τον Πέτρο Ριβέρη, τον πρωταγωνιστή και ιδιωτικό ντετέκτιβ των προηγούμενων μυθιστορημάτων νουάρ του αγαπημένου συγγραφέα και φίλου, Πάνου Ιωαννίδη. Άλλωστε είναι ένα πρόσωπο που «ζει» ανάμεσά μας από το 2013, στη σύγχρονη Ελλάδα της κοινωνικοοικονομικής κρίσης, καθώς όταν γύρισε από την Ιταλία, εξιχνίασε το πρώτο του έγκλημα σε μια πόλη της Β. Ελλάδας (που δεν κατονομάζεται). Τον πρωτογνωρίσαμε λοιπόν στο «Τα μωρά της Αθηνάς» να διερευνά τη δολοφονία του επιχειρηματία Γρηγόρη Μπέη στον καταρράκτη του Λειβαδίτη, ενώ στη συνέχεια μετακόμισε στη Θεσσαλονίκη, όπου τον παρακολουθήσαμε σε δύο ακόμη συναρπαστικές υποθέσεις, στο «Ο χορός της μέλισσας» και στο «Ο καιρός των ρόδων».
     Ο συγγραφέας ολοκληρώνει το πορτρέτο του βασικού του ήρωα αριστοτεχνικά, καθώς, όσο περνούν τα χρόνια, ο Πέτρος Ριβέρης αποκτάει νέες εμπειρίες και ωριμάζει. Ήδη από το πρώτο βιβλίο διαπιστώσαμε ότι πρόκειται για έναν σπάνιο χαρακτήρα με πολιτικές και καλλιτεχνικές ανησυχίες, με καλλιέργεια αλλά και ευάλωτες στιγμές, που ξεφεύγει από τα συνήθη πρότυπα των ντετέκτιβ που αναγνωρίζουμε σε αντίστοιχα έργα. Είναι μόνιμα ερωτευμένος με την ίδια και μοναδική γυναίκα, την σύντροφο της ζωής του, την Αύρα Συκουτρή, κι είναι αφοσιωμένος στους λιγοστούς του φίλους. Ο ήρωάς μας, ίσως λόγω του τραυματικού οικογενειακού παρελθόντος του, δεν είναι απλώς ένας έξυπνος και ταλαντούχος επαγγελματίας, αλλά διακρίνεται από συναισθηματική νοημοσύνη και πάθος για την αλήθεια, την οποία ευφυέστατα ο συγγραφέας διαχωρίζει από την «πραγματικότητα» (αντιγράφω από την ανάγνωσή μου για το « Ο καιρός των ρόδων»: «…δεν είναι απλώς ένας συμπαθής «τύπος», δηλαδή με τυπικά χαρακτηριστικά. Είναι ένας χαρακτήρας ολοκληρωμένος, ή μάλλον εν εξελίξει∙ πανέξυπνος, όχι μόνο με την ευφυΐα των λογικών εξισώσεων, αλλά με συναισθηματική ευφυΐα, αυτό που λέμε τελευταία «ενσυναίσθηση»∙ παίρνει υπόψη την ψυχολογία των εμπλεκομένων για να ξετυλίξει το κουβάρι, για την οποία ψυχολογία ο συγγραφέας έχει φροντίσει να μας υποψιάσει, σε χρόνο ανύποπτο∙ με πλούσιο συναισθηματικό κόσμο, με τις δικές του αντιφάσεις, τη δική του αίσθηση του «χρέους»»).
     Έτσι, με την ευαισθησία και τη διεισδυτικότητα που τον διακρίνει, ο πρωταγωνιστής καλείται με το δικό του, προσωπικό και υποκειμενικό βλέμμα να δώσει απαντήσεις που θέτει η ίδια η κοινωνία με τα παθογενή της χαρακτηριστικά, και το μυθιστόρημα αποκτά όχι μόνο αστυνομικό, ούτε μόνο ψυχογραφικό, αλλά κοινωνικοπολιτικό ενδιαφέρον, χαρακτηριστικό άλλωστε των νουάρ μυθιστορημάτων. Αντίστοιχα, είναι εμφανές ότι κι ο ίδιος ο συγγραφέας εμπνέεται από καυτά επίκαιρα θέματα, που ταλανίζουν την σύγχρονη κοινωνία και γυρεύουν τη λύση τους, ή έστω, τη δικαίωσή τους.
     Η Θεσσαλονίκη πρωταγωνιστεί και σ’ αυτό το βιβλίο, όπως στα δυο προηγούμενα, δίνοντας ένα σκηνικό που αγγίζει συναισθηματικά τον αναγνώστη, ιδιαίτερα με όποιον είναι δεμένος μ’ αυτήν την «αγαπησιάρικη» πόλη. Τέλος, ξαναβρίσκουμε το έξυπνο, πυκνό και διεισδυτικό ύφος του συγγραφέα, με τους πολύ ζωντανούς διαλόγους και το πικρό χιούμορ που διανθίζει τις –πολύ, ομολογουμένως- σκληρές σκηνές, που δυστυχώς όμως απηχούν μια εξίσου σκληρή πραγματικότητα.
     Οι γυναίκες που φορούσαν τα μαύρα
     Έμπνευση και αφορμή του τελευταίου του μυθιστορήματος, όπως λέει ο Πάνος Ιωαννίδης στο σημείωμα των τελευταίων σελίδων, δεν ήταν αυτήν τη φορά ακριβώς η ίδια η οικονομική και πολιτική κρίση, αλλά το φαινόμενο των αλλεπάλληλων γυναικοκτονιών, που μαστίζουν τη χώρα και όλη την υφήλιο (τα θύματα στην Ελλάδα έχουν φτάσει τα 12 μέσα στο 2024, ενώ παγκοσμίως στο νούμερο 45.000 σε ένα χρόνο[1], το 2021!!!). Φυσικά, κάθε τι έχει πολιτική διάσταση, κι οπωσδήποτε και οι γυναικοκτονίες κι ο τρόπος που γίνονται -και που αντιμετωπίζονται από το κράτος- έχουν άμεση σύνδεση με το πολιτικοκοινωνικό παρόν, ωστόσο όσο κι αν υπογραμμίζεται η έμφυλη βία στη σύγχρονη εποχή, η οπτική της γυναίκας-θύματος είναι από σπάνια έως ανύπαρκτη. Γιατί το ζήτημα δεν είναι μόνο ο φόνος των γυναικών, αλλά κάθε είδους βία (σωματική, σεξουαλική, ψυχολογική, οικονομική) που υφίστανται οι γυναίκες σε καθημερινή βάση, και σε όλους τους χώρους (οικογένεια, επάγγελμα, πολιτική και κοινωνική ζωή κλπ), μέχρι να φτάσουμε στην ακραία συνθήκη της δολοφονίας.
     Αυτό λοιπόν που φέρει το νέο μυθιστόρημα του Πάνου Ιωαννίδη, δεν είναι η «ανατομία» μιας ακόμα γυναικοκτονίας (που κι αυτή θα είχε πολιτικοκοινωνικό ενδιαφέρον) αλλά αυτή η νέα οπτική της εξεγερμένης γυναίκας, της γυναίκας που γυρεύει να δικαιωθεί συλλογικά για όσες μικρές και μεγάλες ταπεινώσεις έχει υποστεί. Μαζί μ’ αυτήν και κάθε είδους μειονότητα. Έτσι λοιπόν, θα δούμε με έκπληξη μια σειρά δολοφονιών, που θα είναι ανδροκτονίες!
 
     Στο «Οι γυναίκες που φορούσαν τα μαύρα», για τον Πέτρο Ριβέρη έχουν αλλάξει πολλά πράγματα: αρχικά είναι παροπλισμένος, κι ένα χρόνο σχεδόν άπρακτος (ήμουν ζωντανός, καθώς είχα γλυτώσει από του Χάρου τα δόντια, μα το πνεύμα μου ήταν στραγγισμένο), καθότι αναρρώνει από τον πυροβολισμό που είχε φάει στο κεφάλι στο… προηγούμενο μυθιστόρημα. Πέρα όμως από την φυσική του κατάσταση, πλήγμα έχει υποστεί και η υπόληψή του, σαν «αντίποινα για το μπλέξιμό του στην απαγωγή της Ιφιγένειας Ρούσσου», με καταγγελίες και «καλοπληρωμένα άρθρα» που τον παρουσιάζουν σαν «ιδεολόγο του γλυκού νερού». Ακόμα κι οι γιατροί πάντως του συστήνουν να αλλάξει επάγγελμα, ενώ η γυναίκα της ζωής του, η Αύρα, αποφάσισε να μην ζει πια ριψοκίνδυνα, να απομακρυνθεί από τον αγαπημένο της που είναι αγύριστο κεφάλι, και να μετακομίσει στη Σορβόνη ως καθηγήτρια Γραμματολογίας (τυπικά δεν έχουμε χωρίσει, αλλά η ζωή μού έχει μάθει ότι, όταν μια γυναίκα φεύγει, έστω και προσωρινά, κάτι θέλει να πει, κάτι θέλει να δείξει. Ακόμη και στον εαυτό της). Ο Ριβέρης έχει αφήσει το σπίτι της λοιπόν, έχει μετακομίσει σ' ένα μικρότερο στην Άνω Πόλη της Θεσσαλονίκης (μας δίνεται η ευκαιρία να γνωρίσουμε κι εμείς ένα «μεγάλο κομμάτι από τον σπασμένο καθρέφτη της πόλης») και τέλος, ο μόνιμος συνεργάτης του ο Κορμοράνος, έχει επιστρέψει στη Ρώμη, στην υπηρεσία όπου δούλευαν μαζί με τον Ριβέρη, την ιδιωτική εταιρία Cosmopolis.
     Αυτή είναι η κατάσταση, και η διάθεση του ήρωά μας αναλογικά σκοτεινή, όταν δέχεται το πρώτο τηλεφώνημα από τον δικηγόρο Δερμεντζόγλου (γνωστός του Π. Ριβέρη από τα φοιτητικά χρόνια), που τον έμπλεξε στη νέα σοβαρή υπόθεση. Μαζί με τον γνώριμό μας -πια- επιστήθιο φίλο Κρητικό Επιμενίδη (που παρεμπιπτόντως έχει αλλάξει απασχόληση, και από επαγγελματίας ψευδομάρτυρας έγινε ιδιοκτήτης γραφείου τελετών «Τα καρντάσια»!), ο Δερμεντζόγλου καλεί τον Ριβέρη να εξιχνιάσει την φρικτή δολοφονία του κρεοπώλη Βασίλη Παπαζόγλου. Επίσημα από την αστυνομία κατηγορείται η ερωμένη του, Πηνελόπη Πινότση, οι τρεις όμως φίλοι/συνεργάτες έχουν βάσιμες υποψίες ότι η γυναίκα αυτή είναι αθώα. Στην ομάδα που διερευνά την υπόθεση προστίθενται και ο αστυνόμος Ζερβός καθώς και η υπαστυνόμος Στέλλα Ασλανίδου. Η συνεργασία με την αστυνομία δεν εμπνέει βέβαια καθόλου τον - αντιεξουσιαστή και αγνωστικιστή- ντετέκτιβ μας («όταν αρχίζεις τα αλισβερίσια με την μπατσαρία, κώλο θα δώσεις και κώλο θα πάρεις»), αλλά δεν μπορεί να κάνει διαφορετικά· άλλωστε ο Ζερβός είχε σώσει τη ζωή του Πέτρου Ριβέρη στο προηγούμενο βιβλίο. Έχει ενδιαφέρον ωστόσο αυτή η ισορροπία, όπως και το ότι η υπηρεσία βγάζει τους δύο αστυνόμους από την υπόθεση όταν εκείνοι πλησιάζουν στο «ψαχνό», εκείνοι ωστόσο συνεχίζουν την έρευνα βοηθώντας τον Πέτρο Ριβέρη στις αντισυμβατικές του έρευνες, ή, όπως λέει η ξύπνια ιατροδικαστίνα, στις «αθέμιτες πρακτικές» του.
     Δεν είναι σκόπιμο να αναφερθώ φυσικά στο ατέλειωτο γαϊτανάκι γεγονότων και αντίστοιχων υποθέσεων που οδηγούν στη λύση του μυστηρίου, παρά μόνο θα αποκαλύψω ότι πρόκειται συνολικά για τέσσερις δολοφονίες ανδρών (η μια φρικτότερη απ’ την άλλη, με την έννοια ότι ο δολοφόνος έχει αφήσει σκόπιμα κάποια ίχνη βίας στα θύματά του, που αποτελούν σημειολογικό κώδικα) και μία αυτοκτονία που σχετίζεται με τους φόνους («ύποπτη και σκοτεινά ενοχική»). Όλα αυτά γίνονται σε σχετικά τακτικά διαστήματα, ενώ κάποια στιγμή αντιλαμβάνεται ο Πέτρος Ριβέρης και οι συν αυτώ ότι πρόκειται για άτομα που γνωρίζονταν μεταξύ τους και καλύπτουν ένα τεράστιο μυστικό. Πρόκειται, εκτός από τον χασάπη, από έναν διάσημο chef μαγειρικής (ιδιοκτήτη γκουρμέ εστιατορίου και παρουσιαστή τηλεοπτικών εκπομπών με θέματα μαγειρικής), έναν ιδιοκτήτη διάσημου νυχτερινού κέντρου, έναν γιατρό-γυναικολόγο («η βιοεξουσία των γιατρών δεν παύει να είναι πατριαρχικού προσανατολισμού»), κι έναν γυμνασιάρχη σε σχολείο που ήταν κι επίτροπος στην ενορία του. Βλέπουμε ότι οι έρευνες κινούνται σε όλα τα κοινωνικά στρώματα (χασάπης, κομμώτριες, μάγειρες, γιατροί, εκπαιδευτικοί, υπάλληλοι κ.α.), και είναι περιττό να αναφέρω τι αποκαλύπτει ο ήρωάς μας για τον βίο και την πολιτεία του καθένα (ομαδικοί βιασμοί, εκβιαστικές εκτρώσεις, κλπ). Είναι επίσης αξιοσημείωτο ότι τα περισσότερα θύματα εκπροσωπούν καθαρά ανδροκρατούμενους χώρους.
     Η περιέργεια εντείνεται καθώς ο ντετέκτιβ μας διερευνά με πολύ προσεκτικά βήματα όχι μόνο τα γεγονότα αλλά τα ψυχολογικά κίνητρα και τον ανθρώπινο/συναισθηματικό παράγοντα. Το ενδιαφέρον υψώνεται κάθετο όταν οι έρευνες οδηγούν σε κύκλωμα στοιχημάτων μέσω… κοκορομαχιών στο νυχτερινό κέντρο του Ιορδανίδη, που βέβαια κρύβει μαύρο χρήμα και παρανομία (μάλιστα μέσα στο κύκλωμα ανήκει και ο δικηγόρος Δερμεντζόγλου!), ακόμα όμως πιο ανατριχιαστική είναι η ανάμειξη του Ζωνιραίου Ορφανοτροφείου και των σεξουαλικών σκανδάλων που αποκαλύπτονται εκεί μέσα και φυσικά κουκουλώνονται από την εξουσία. Βλέπουμε δηλαδή ότι το νυστέρι του συγγραφέα δεν φτάνει απλώς μέχρι τα –ανελέητα στην εποχή μας- οικονομικά σκάνδαλα και το μαύρο χρήμα που βγαίνει στο εξωτερικό με τις ευλογίες των πολιτικών δυνάμεων, αλλά πηγαίνει πολύ βαθιά μέσα στα παθογενή φαινόμενα της εποχής μας ξεσκεπάζοντας μηχανισμούς που είναι κράτος εν κράτει και κυριαρχούν, σκορπώντας φρίκη, πόνο και βία.
     Πρόκειται για ένα ακόμη βιβλίο του Πάνου Ιωαννίδη όπου δοκιμάζεται η ανθρωπιά, η μόνη φωτεινή αχτίδα μέσα στον ζόφο των καιρών. Ο Πέτρος Ριβέρης, πάντα στο επίκεντρο αυτών όλων των αντίρροπων δυνάμεων, κατακλύζεται πάλι από ηθικά διλήμματα που αφορούν τους άγραφους και τους γραπτούς νόμους, την ηθική δικαίωση και τον τιμωρητικό μηχανισμό, ενώ παραμένει πάντα, παρόλη τη φρίκη και τη δυσωδία που συναντά στο διάβα του, ο επαγγελματίας που πρώτα βάζει τον Άνθρωπο, με Α κεφαλαίο, γιατί αγαπά τους ανθρώπους[2]:
     «Αν σου έλεγα ότι συμφωνώ με την αυτοδικία, θα ήταν σαν να αποδεχόμουν τους όρους διαβίωσης που επικρατούν στη ζούγκλα. Και, από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, έχω πάρει το μέρος των μελισσών, το μέρος του πολιτισμού, όχι το μέρος των λύκων».
Χριστίνα Παπαγγελή
[1] https://www.lifo.gr/now/world/ohe-gia-gynaikoktonies-45000-gynaikes-kai-koritsia-dolofonithikan-2021-pano-apo-pente
[2] https://anagnosi.blogspot.com/2019/05/blog-post.html

Τρίτη, Νοεμβρίου 19, 2024

Η γραμμή του ορίζοντος, Χρήστος Βακαλόπουλος

     Πρόκειται για ένα σύντομο μυθιστόρημα -με πολύ μικρά κεφάλαια-, που πιθανόν απωθεί αρχικά με τη δυσνόητη, απροσπέλαστη γραφή του. Ομολογώ ότι στις τρεις πρώτες σελίδες ετοιμαζόμουν να το βάλω στην άκρη, δίνοντας όμως μια δεύτερη ευκαιρία στον καταξιωμένο συγγραφέα/κινηματογραφικό σκηνοθέτη -διαβάζοντας δηλαδή υποχρεωτικά είκοσι τουλάχιστον σελίδες-, με… κέρδισε.
     Όχι, δεν είναι από τα βιβλία όπου ο λόγος ρέει και όπου η πλοκή συναρπάζει. Η πλοκή, μάλιστα, είναι στοιχειώδης, ενώ το ύφος, καθώς ακολουθεί τις εσωτερικές σκέψεις της ηρωίδας, μηρυκάζει πολλές φορές με κουραστικές για την συνήθη απόλαυση του κειμένου αναδιατυπώσεις, προσιδιάζοντας στον τρόπο έκφρασης που χαρακτηρίζει τα αυτιστικά άτομα (εμμονές, επαναλήψεις, περιστροφή γύρω από κάποιες κεντρικές έννοιες, ανασκοπήσεις και διαφορετικές διασυνδέσεις των ίδιων εννοιών). Δεν πρόκειται όμως ούτε για κακοτεχνία, ούτε για απειρία, ούτε καν για ναρκισσευόμενη γραφή, του τύπου «γράφω εκκεντρικά για πρωτοτυπία». Ο αναγνώστης καθώς εξοικειώνεται και συντονίζεται με τον ρυθμό του κειμένου, κάποια στιγμή αντιλαμβάνεται ότι το κεντρικό πρόσωπο του βιβλίου ψάχνει έναν κώδικα, (ή μάλλον ο συγγραφέας χτίζει έναν δικό του κώδικα) για να διευθετήσει έναν κόσμο όπου τώρα πια νιώθει χαμένη/ος. Τον κόσμο των ενηλίκων, σε μια μεταβατική εποχή, όπου τα πάντα αλλάζουν ταχύρρυθμα, παρασύροντας τόπους, πρόσωπα, μνήμες και φιλίες.
     Είναι η «Ρέα Φραντζή, τριάντα δύο χρονών, απόφοιτη πολιτικών επιστημών, μελαχρινή και παντρεμένη». Αυτή και μόνο η φράση επαναλαμβάνεται πολλές φορές σε παραλλαγές, σαν να προσπαθεί η ηρωίδα να επιβεβαιώσει στον εαυτό της την ταυτότητά της, ενώ ο συγγραφέας τονίζει μ’ αυτόν τον τρόπο το στοιχείο της αναζήτησης της «πραγματικής ζωής». Η Ρέα μεγάλωσε στην Κυψέλη την δεκαετία του ‘50, είχε φίλες τη Βάνα, την Έρση, την Μίνα, μετά τις σπουδές πήγε στην Ελβετία, επέστρεψε, γνώρισε τον Γιάννη στην Βενετία και τον παντρεύτηκε. Θέλει να χωρίσει από τον άντρα της χωρίς να ξέρει το γιατί, παίρνει το πλοίο μόνη της μέσα στο καλοκαίρι, πηγαίνει στην Πάτμο, κατακλύζεται από εικόνες και μνήμες, κυριαρχείται από το παρόν, αναδιατάσσει τη συνείδησή της και χάνεται στη γραμμή του ορίζοντος.
     Αυτή είναι η «πλοκή»! Και οι τίτλοι εύγλωττοι: Αναχώρηση, Πρώτη θέση, Σκάλα, Αρίων (παραλία), Λάμπη (παραλία), Βάρκα, Χώρα, Δύση, Πλατεία, Μονοπάτι, Λεωφορείο, Προκυμαία, Απόγευμα, Πανσέληνος κ.α…. Όλοι σηματοδοτούν τον τόπο ή τον χρόνο, σαν έρμα σ’ αυτόν τον ανερμάτιστο λόγο που ακολουθεί τους αναστοχασμούς και τους συνειρμούς της ηρωίδας. Το Σάββατο, η Κυριακή, η μελαγχολία του απογεύματος, αλλά και οι χρονολογίες (1968, 1971) αποκτούν ένα άλλο φως κάπως σημαδιακό. Μέσα από τις ασύνδετες εικόνες που κατακλύζουν το υποσυνείδητο παίρνουμε γεύση αυτής της εποχής της μετάβασης, της δεκαετίας του ΄60 και ’70, της εποχής της έντονης αστικοποίησης, της κυριαρχίας της εικόνας -εφόσον στην Ελλάδα τότε ήταν που γενικεύτηκε η χρήση της τηλεόρασης-, της εποχής του ζάπινγκ κυριολεκτικού και μεταφορικού, της πληροφορίας, της φωτογραφίας και της «τουριστικοποίησης» των νησιών και γενικότερα της Ελλάδας.
     Όταν όλη η βδομάδα είναι Σάββατο…
…παρασύρεσαι σιγά σιγά και δεν σ’ ενδιαφέρει καμιά είδηση, δεν υπάρχει κανένα νέο, όλες οι πληροφορίες είναι νερόβραστες, όλες οι πληροφορίες μιλάνε για τον απογοητευμένο κόσμο του μελαγχολικού απογεύματος της Κυριακής.
     Καθώς λοιπόν ακολουθούμε τον στοιχειώδη σκελετό της υπόθεσης όπως προαναφέρθηκε, μπαίνουμε βαθιά σ’ έναν κώδικα που δίνει άλλο νόημα στα φαινόμενα: ο ξανθός κόσμος που γυρεύει το φυσικό μαύρισμα είναι οι τουρίστες, ή «η ξανθή αλυσίδα», οι εκπρόσωποι του ξανθού κόσμου, είναι ήδη «άλλοι άνθρωποι, φυσικοί. Τα ρούχα τους τους ταιριάζουν, είναι αισιόδοξοι. Τα έχουν βρει με τον εαυτό τους, ξέρουν το σωστό. Είναι κάτι φυσικό το σωστό, ιδιαίτερα το καλοκαίρι ». Η Κάμιρος, αρχαία πόλη της Ρόδου έγινε πλοίο, κι αλλού δεν ακούγεται τίποτα μόνο το φουγάρο της πόλης που μεταμφιέστηκε σε πλοίο. Τώρα όλα τα νέα είναι σάπια, αληθινά κι όμως ανύπαρκτα, ενώ παλιά που κάθε Σάββατο πήγαιναν σε πάρτι, κάθε μέρα ήταν Σάββατο, και όλη η βδομάδα ήταν ένα τεράστιο Σάββατο. «Επίσης, το μοτίβο της μουσικής που «υπάρχει/δεν υπάρχει» είναι διάσπαρτο σε όλο το ταξίδι της Ρέας: η Πάτμος είναι «το μοναδικό μέρος στον κόσμο που έχει αγγίξει την αλήθεια, δεν υπάρχει πια μουσική», και όλοι το ξέρουν ότι δεν υπάρχει μουσική γιατί ο θόρυβος πήρε τη θέση της μουσικής, ενώ αλλού η Ρέα θα σκεφτεί ότι μπορεί να ακούει όση μουσική θέλει, αυτήν την πολλή μουσική που έπαψε να είναι μουσική. Αυτή η μουσική έχει «γονατίσει» τη Ρόδο, τη Ρόδο που δεν θέλει να είναι ελληνικό νησί. Γιατί δεν υπάρχει πια το νησί, αλλά τώρα όλοι πάνε σε κανένα νησί (κάποτε υπήρχε μόνο το νησί και τώρα όλοι πηγαίνουν σε κανένα νησί).
     Οι άνθρωποι άλλων εποχών, περασμένων και μελλοντικών, παίρνοντας διάφορες μορφές (Αμερικανοί της δεκαετίας του είκοσι, τριανταπεντάχρονοι Γάλλοι, εξηντάχρονοι Πέρσες του έτους τρεις χιλιάδες δέκα, Γιαπωνέζες Σαμουράι), προφανώς τουρίστες που «έχουν μαζευτεί σ’ αυτό το νησί και δεν πρόκειται να επιστρέψουν εύκολα στον ανύπαρκτο κόσμο/προσπαθούν με διάφορους τρόπους να διατηρήσουν το τεράστιο Σάββατο)· είναι κυρίαρχοι στη νέα καθημερινότητα της Ρέας που προσπαθεί να αποκωδικοποιήσει το παρόν τους. Γράφει π.χ. στην Έρση ότι όλοι αυτοί είναι που ψάχνουν στον χάρτη για ένα αόρατο ελληνικό νησί, γιατί το ελληνικό αυτό νησί, το τουριστικό δηλαδή νησί έχει γίνει ένα είδος παραδείσου που έχει καταργήσει τον μόχθο και τον χρόνο… Ο συγγραφέας, μέσα απ’ αυτές τις σουρεαλιστικές πινελιές, χωρίς να μεμψιμοιρεί αφήνει μια πικρή γεύση της αλλοτρίωσης που σιγά σιγά έχει διαβρώσει την κοινωνία και που προφανώς βασανίζει, ασυνείδητα, την ηρωίδα. Και η παραλία είναι η «παραλία μιας άλλης εποχής», όπου η ευτυχία διαλέγει με προσοχή τις παρέες της, κι όπου δεν χρειάζεται να εξηγήσεις τίποτα, π.χ. το παρελθόν (ο κόσμος αλλάζει μόλις γράψεις την πρώτη λέξη, ο κόσμος άλλαξε μόλις γράφτηκε η πρώτη λέξη), γιατί όλοι είναι ευτυχισμένοι, δεν είναι τίποτα άλλο από ένα «στρατόπεδο ευτυχίας».
     Το νικηφόρο παρόν έχει όλο το δίκιο με το μέρος του
      Όχι, δεν βρίσκει τον τρόπο η Ρέα να εξηγήσει «τι ακριβώς συνέβη», ωστόσο όλος ο κόσμος συνεχίζει να μιλά και να εξηγεί ενώ μόλις εξηγήσεις κάτι αρχίζει να σχηματίζεται μέσα σου το αντίθετο, κι όταν συνειδητοποιείς τι αισθάνεσαι αρχίζεις κι αισθάνεσαι αμέσως το αντίθετο... ψάχνει να βρει λόγια για να στείλει στον άντρα της, μία φράση που να τα λέει όλα, μα δεν υπάρχει τέτοια φράση… μόνο εικόνες… Γιατί κι εκείνη ανατρέχει με τη μνήμη στην εποχή που δεν την ενδιέφεραν οι πληροφορίες αλλά τα Σάββατα πήγαιναν με τις φίλες της σε πάρτι, και όλη η βδομάδα ήταν ένα τεράστιο Σάββατο, ανατρέχει με τη φαντασία της στον καιρό όπου στη Γενεύη γνώρισε ένα ντροπαλό αγόρι που δίσταζε να της μιλήσει. Κι έπειτα είναι και τα απογεύματα, το απογευματινό σχολείο, το απόγευμα που θυμίζει αυτούς που λείπουν, ενώ το πιο ωραίο πράγμα στον κόσμο είναι σιγά σιγά να νυχτώνει.
     Η εναλλαγή παρόντος παρελθόντος, με άξονα τη ζωή της Ρέας και τους συνειρμούς της, ενδυναμώνει την ανάγκη να εξηγήσει, όχι μόνο γιατί άφησε τον Γιάννη (δεν κινήθηκε εναντίον του, υπάρχει μεγάλη διαφορά, χάθηκε από προσώπου γης, δεν τον εγκατέλειψε), αλλά να καταλάβει τα δικά της σκοτάδια, αυτά που δεν εξηγούνται εύκολα (καμιά εξήγηση δεν στέκεται στα πόδια της). Αρχικά, η Κυψέλη, το κέντρο του κόσμου (γνωστού και αγνώστου, ορατού και αοράτου, κρυφού και φανερού) μέχρι τον Αύγουστο του 1968, μέχρι να έρθει … η τηλεόραση, η τηλεόραση που έφερε ανάκατο όλο το σαλόνι μετακινώντας τα έπιπλα γιατί δεν είχαν πολύ να τη βάλουν. Αλλά και ο Ιούλιος του ’65 αναφέρεται σαν ορόσημο ανάμεσα σε μια εποχή που το «παρόν μεγάλωνε όπως όπως με τη βοήθεια των αιώνων» ενώ τώρα «ήρθε ο ξανθός κόσμος και το ξεσήκωσε».
     Ανάλαφρη στέκεται η εικόνα του μοναδικού λεωφορείου της Πάτμου, της «Κλούβας» όπου οι επιβάτες έκαναν τον σταυρό τους «λες και ξεκινούσαν για την αργοναυτική εκστρατεία», και όπου η Ρέα, αιχμάλωτη περιτριγυρισμένη από μαυρισμένα κορμιά, στριμωγμένη μέσα στον «ξανθό κόσμο» αναπολεί τις μικρές επαναστάσεις της εφηβείας (π.χ. τσιγάρο μπροστά στον πατέρα).
     Ένα σημαδιακό ορόσημο γίνεται στη συνείδηση της Ρέας ο Αύγουστος του 1968, όπου όλα μετατοπίστηκαν ή εκτοπίστηκαν, όπως τα έπιπλα της μαμάς, ο θρυλικός κινηματογράφος Κυψελάκι που γκρρεμίστηκε, και η Κυψέλη έγινε το «χαμένο κέντρο του κόσμου». Η ηρωίδα και οι φίλες της είναι 18 περίπου χρονών, παντρεύτηκαν σχεδόν ταυτόχρονα (θέλησαν να προλάβουν κάτι, να σφραγίσουν κάτι, να προβλέψουν κάτι, να ολοκληρώσουν κάτι) και τράβηξαν ένα χι, γιατί -στο φαντασιακό τους- η μόνη αληθινή επιθυμία μετά τον Αύγουστο του 68 ήταν να λες ό, τι θέλεις και να κάνεις το αντίθετο! Έτσι, επιλέγουν για την Έρση (που δεν ήταν η ομορφότερη ήταν η ωραιότερη) ένα νυφικό που να μην είναι ακριβώς νυφικό αλλά «ο μακρινός απόηχος του νυφικού» -μια νοοτροπία που αντανακλά την τάση της εποχής να απορρίπτει μεν τις αστικές αγκυλώσεις αλλά ακροβατώντας στα όρια του κοινοτικού βίου και της ατομοκεντρικής αντίληψης.
    Η ίδια αντιφατική και αμφίθυμη διάθεση χαρακτηρίζει τη Ρέα σε σχέση με την εκκλησία που επισκέπτεται στο θρησκευτικό νησί,  της έρχεται να κάνει τον σταυρό της και δεν τον κάνει γιατί χιλιάδες φίλοι μέσα της της λένε να μην τον κάνει, ποιο είναι το νόημα ν’ ανάψει κερί αυτή, που τον Αύγουστο του 71 την ώρα που όλοι ήταν στην εκκλησία με την παρέα της πήγαιναν να καπνίσουν (κάνοντας μεγάλα σχέδια, η ζωή ήταν αλλού, παντού αλλού εκτός από δω). 
     Το παγκόσμιο χωριό
     Παλιά υπήρχαν τρία μέρη στον κόσμο· η Κυψέλη, η Ελλάδα και ο πλανήτης γη.
     Είναι φανερό ότι κοινός παρονομαστής σε όλη αυτήν την συνειρμική και εσωτερική αφήγηση είναι η ταχεία μεταμόρφωση του κόσμου υπό το πρίσμα της παγκοσμιοποίησης, η εισβολή του δυτικού (φωτογραφικού, τουριστικού, διαφημιστικού κλπ ) κόσμου στους ρυθμούς της Ανατολής. Αυτό γίνεται όλο και πιο φανερό προς το τέλος του βιβλίου, όπου οι αναφορές στο «σχίσμα» αλλά και σε σταυροφόρους, αυτοκράτορες και αρχηγούς γαλαξιακών αυτοκρατοριών πυκνώνουν (ο Αλέξιος Κομνηνός, ο Βαλδουίνος και ο Γοδεφρείδος Βιλλαρδουίνος, μέχρι και ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος), ως «άνθρωποι των άλλων εποχών» που τώρα –ίσως;- έχουν εκτοπιστεί από τον «ξανθό κόσμο», ενώ με σατιρικό τόνο αναφέρεται, πάλι διάσπαρτα, ότι όλη αυτή η εισβολή (φωτογράφοι, κρουαζιερόπλοια, τουρίστες) κλπ είναι πιο επικίνδυνοι από τους σταυροφόρους (π.χ. ο αυτοκράτορας προσπάθησε να αντισταθεί στη διαδικασία που θα κατέληγε στα κρουαζιερόπλοια και, βέβαια, δεν τα κατάφερε). Το χάσμα μεταξύ Ανατολής και Δύσης υποβόσκει (σας έπεισε ο Βαλδουίνος ότι έχετε ανάγκη από πολιτικές επιστήμες), και το Βυζάντιο αναφέρεται σαν ένας χαμένος κόσμος με κλεμμένους θησαυρούς.
     Ομολογώ ότι αυτές οι αναφορές, αν και σε σουρεαλιστικό πλαίσιο, με κούρασαν και με απώθησαν. Ωστόσο, δεν είναι σε βαθμό που να «καπελώνει» η –νεορθόδοξη;- ιδεολογία την αφήγηση που σίγουρα είναι διαποτισμένη από ένα είδος ρομαντισμού, μια νοσταλγία για το «παλιό», και που κρύβει τη νοσταλγία για το αυθεντικό: τη μουσική που την ήξεραν όλοι κι ας μην την έπαιζε το ραδιόφωνο, τους χορούς πιασμένοι σε κύκλο χωρίς να συζητάς ποτέ γι’ αυτούς, να βρίσκεις έστω σαράντα λέξεις αλλά να είναι δικές σου, να είσαι σαν τους αμίλητους γέρους που είναι πάντα εκεί, να θυμάσαι τις ασυνάρτητες ιστορίες ασήμαντων γυναικών τριάντα ή χιλιάδες χρόνια πριν, προσπαθώντας να εντοπίσεις σ’ ένα αόρατο νησί το χαμένο νήμα που τις συνέδεε.
Χριστίνα Παπαγγελή

 

Τετάρτη, Νοεμβρίου 06, 2024

Μαθήματα, Ίαν Μακ Γιούαν

     Ο συναρπαστικός συγγραφέας που γνωρίσαμε στην «Εξιλέωση», στην «Έμμονη αγάπη» , στην «Επιχείρηση ζάχαρη», στο «Νόμος περί τέκνων» (και σε άλλα έργα βέβαια, αλλά προσωπικά μου άρεσαν πιο πολύ τα παραπάνω), με χαρακτηριστικά την -σχεδόν- πάντα επίκαιρη, πρωτότυπη και ανατρεπτική πλοκή και την διεισδυτική ψυχογραφική του γραφή, επανήλθε δυναμικά με το πιο πρόσφατο βιβλίο του (2022) που μεταφράστηκε και κυκλοφόρησε στην Ελλάδα το 2023. Θα συμφωνήσω δηλαδή με τον Γιάννη Καλογερόπουλο[1] στο ότι για μένα υπήρξε μια περίοδος που δεν με ενθουσίαζαν τα -καλογραμμένα πάντα- έργα (όπως π.χ. το Άμστερνταμ), γι’ αυτό ήταν έκπληξη που το καινούργιο βιβλίο του Γιούαν δεν μπορούσα να το αφήσω απ’ τα χέρια μου. Δεν με κούρασε, παρά μόνο λίγο στην αρχή, και δεν ήταν καθόλου προβλέψιμο, μέχρι τέλους. Φυσικά, δεν είναι αυτά ούτε επαρκή, ούτε αναγκαία κριτήρια για την αξία ενός μυθιστορήματος! Ούτε ότι… είναι πολύ συμπαθής ο κεντρικός ήρωας (που μπορεί να ακούγεται ρηχό/επιφανειακό/παιδικό), όμως είναι κριτήρια για την απόλαυση του κειμένου, που στο κάτω κάτω είναι ζητούμενο!
     Ο κεντρικός ήρωας λοιπόν, ο Ρόλαντ Μπέινς, στο αφηγηματικό σήμερα είναι 37 χρονών, με ρευστή επαγγελματική απασχόληση (γράφει ποιήματα, είναι μουσικός, είναι δημοσιογράφος, είναι άνεργος), και εγκαταλελειμμένος από την γυναίκα του, τη γερμανοαγγλίδα Αλίσσα, η οποία εξαφανίστηκε ξεκόβοντάς του κάθε δρόμο επικοινωνίας, αφήνοντάς τον με μωρό της αγκαλιάς, τον Λόρενς. Η Αλίσσα, έχοντας και η ίδια πολλά προβλήματα με τη δική της οικογένεια -που τα μαθαίνουμε εν καιρώ- δεν αφήνει κανένα ίχνος πίσω της και δεν αναζητά ποτέ την οικογένειά της. Γνωρίζουμε σχεδόν από την αρχή ότι θέλει να αφοσιωθεί στην συγγραφή, και καθώς περνούν οι δεκαετίες καταφέρνει όντως να γίνει μία από τις πιο καταξιωμένες και δημοφιλείς συγγραφείς της χώρας. Ο παρατημένος σύξυλος σύζυγος -που αρχικά θεωρήθηκε και ύποπτος για την εξαφάνιση της συζύγου του-, αντιδρά μάλλον παθητικά, δηλαδή αποδέχεται την δύσκολη αυτή κατάσταση με σπάνια ωριμότητα και καρτερία (έχει μόλις μια βδομάδα που έφυγε. Φτάνει πια η αδυναμία! Ήταν πολυτέλεια σ’ αυτή τη φάση, όταν πάνω απ’ όλα χρειαζόταν στιβαρότητα ο Ρόλαντ/είχε την εντύπωση ότι τα πάντα γύρω του επέβαλλαν την παρουσία τους, λες και τον είχαν κατεβάσει από ένα λησμονημένο μέρος σε τούτη τη συνθήκη, σε μια ζωή που του είχε παραχωρήσει κάποιος άλλος, σ’ ένα σπίτι που μόλις είχε αδειάσει από τον προηγούμενο ένοικό του, το σπίτι που δεν ήθελε να αγοράσει και δεν μπορούσε να αντέξει οικονομικά. Το παιδί στην αγκαλιά του που ποτέ δεν περίμενε ούτε χρειαζόταν να το αγαπά τόσο).
     Ένας πρώτος άξονας μυστηρίου λοιπόν διατρέχει τη ζωή του Ρόλαντ στο «σήμερα» (θα εμφανιστεί ποτέ η απαράδεκτη, άπονη, εγωκεντρική γυναίκα του; Θα αναζητήσει τον γιο της; Θα την αναζητήσει εκείνος; Πώς θα δικαιολογήσει η ίδια η Αλίσσα αυτήν την απολύτως έκρυθμη και πρωτάκουστη δοκιμασία στην οποία υπέβαλε τον άντρα της αλλά κυρίως το μωρό της αγκαλιάς; Και κυρίως, αξίζει μπροστά στην καλλιτεχνική καριέρα να θυσιάζεις ανθρώπινες ζωές, και να δοκιμάζεις τις αντοχές κα τα συναισθήματα ανθρώπων που υποτίθεται ότι αγαπάς;).
     Καθώς ο αναγνώστης περιμένει απαντήσεις σ’ αυτά τα καυτά ερωτήματα, ο συγγραφέας με πολλά φλας μπακ και με λεπτομερείς αλλά καίριες/χαρακτηριστικές σκηνές-επεισόδια, μας παρουσιάζει καλύτερα τον ήρωά του. Πρόκειται για το ψυχογραφικό πορτρέτο ενός ανθρώπου που φαίνεται συνηθισμένος αλλά εντέλει οι επιλογές του αποδεικνύουν μάλλον το αντίθετο, καθώς κάποια ασυνήθιστα περιστατικά τον φέρνουν μπροστά σε όρια όπου πρέπει να πάρει δύσκολες αποφάσεις. Η αφήγηση γίνεται όχι στο εξομολογητικό και εύκολο για έκφραση βαθιών συναισθημάτων α΄ενικό, που προσωπικά το προτιμώ, αλλά από τον παντογνώστη αφηγητή, στο πιο αποστασιοποιημένο γ΄ενικό. Παρόλ’ αυτά, η μαστοριά του συγγραφέα είναι τέτοια, που δε αφήνει κενά στην ενδόμυχη παρουσίαση του ψυχικού κόσμου του ήρωα.
     Το νεφέλωμα ήταν ένα αποδεκτό χαρακτηριστικό της ζωής
     Ο Ρόλαντ Μπέινς γεννήθηκε το 1949 έχοντας ήδη δύο μεγαλύτερα ετεροθαλή αδέρφια αλλά ο ίδιος με τους δύο γονείς του, ακολουθώντας τον επίλαρχο πατέρα του μεγάλωσε μέχρι τα δέκα του χρόνια στη Λιβύη -όπου μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο παρέμεινε βρετανικό απόσπασμα στη χώρα- αλλάζοντας πέντε-έξι δημοτικά σχολεία (επί έξι χρόνια η οικογένεια Μπέινς ζούσε σε μια σκοτεινή ρωγμή της ιστορίας). Όταν ο Ρόλαντ έκλεισε τα 11 χρόνια του, τελειώνοντας δηλαδή το δημοτικό, έπρεπε να σταλεί σε οικοτροφείο στην Αγγλία, προκειμένου και να ξεκολλήσει από τα φουστάνια της μητέρα του, κατά τον επίλαρχο (είναι χαρακτηριστικό του Γιούαν ότι μέσα από τα μυθιστορήματά του αναδεικνύεται ένα μέρος της κουλτούρας και της ιστορίας των βρετανών), αλλά και να πάρει τη μόρφωση που και οι δυο του γονείς είχαν στερηθεί. Είναι επίσης η εποχή που ο αραβικός εθνικισμός έχει φουντώσει και οι βρετανικές οικογένειες στην Β. Αφρική δεν ήσαν πια ασφαλείς.
     Ήδη ο δεύτερος άξονας μυστηρίου σχετικά με τον βίο του Ρόλαντ έχει τεθεί: γιατί η Σούζαν και ο Χένρυ (τα ετεροθαλή αδέρφια, πολλά χρόνια μεγαλύτερα) δεν είχαν μεγαλώσει με τη μητέρα τους; δεν έθετε αυτά τα ερωτήματα, δεν τα σκεφτόταν καν. Ήταν συστατικά στοιχεία του νεφελώματος που σκιάζει τις οικογενειακές σχέσεις. Αυτό το νεφέλωμα ήταν ένα αποδεκτό χαρακτηριστικό της ζωής), και θα έλεγα ότι το αποδεκτό αυτό νεφέλωμα (σημειωτέον ότι ο κόσμος ποτέ δεν έπρεπε να μάθει ότι τα δυο μεγαλύτερα αδέρφια είχαν άλλον πατέρα) παγιώνεται στον χαρακτήρα του Ρόλαντ καθώς ενηλικιώνεται (το να μη μιλάει γι’ αυτό φαινόταν σωστό και λογικό).
     Η προσαρμογή του μικρού αγοριού στον πειθαρχημένο κόσμο του οικοτροφείου (στις κοινωνίες της δύσης) είναι ένα συνηθισμένο θέμα στα μυθιστορήματα και πάντα γοητευτικό. Ο Ρόλαντ κερδίζει τους καινούργιους του φίλους με το ταλέντο του στις βραδινές αφηγήσεις, όταν μέσα στο σκοτάδι τα αγόρια έλεγαν ιστορίες με φαντάσματα και περιπέτειες. Ίσως τότε διαμορφώθηκε και η κλίση του στην έκφραση μέσω της γλώσσας, κάτι που οδήγησε στα ατέλειωτα σημειωματάρια/ημερολόγια της ενήλικης ζωής του. Άλλωστε, αποδείχτηκε και μεγάλο ταλέντο στο πιάνο, κι αυτό ήταν μοιραίο για όλη την πορεία της ζωής του… όχι όμως με τον τρόπο που θα μπορούσε κανείς να προβλέψει. Και δω παρεμβαίνει η επινοητική ικανότητα του συγγραφέα.
     Η ενηλικίωση του Ρόλαντ ξέφυγε από τα συνηθισμένα όρια όταν στα 11 του χρόνια -όταν δηλαδή μετακόμισε στην Αγγλία-, παρακολουθώντας μαθήματα πιάνου με την μόλις 22χρονη Μίριαμ Κορνέλ, γεννήθηκε ένας πρωτοφανής δεσμός, ανάμεσα στο αδέξιο αλλά ταλαντούχο αγοράκι και την αισθησιακή γυναίκα. Δεν ήταν και δεν μπορούσε να είναι εξαρχής ερωτική αυτή η σχέση αλλά τέθηκαν εξαρχής ολοφάνερα τα σημάδια της αισθαντικής εξουσίας που ασκούσε η δασκάλα απέναντι στον Ρόλαντ (νόμιζα ότι είπες ότι δεν είσαι μωρό/τα χέρια σου είναι αηδιαστικά βρώμικα/μας λείπει η μαμάκα/κοίτα τα χάλια σου). Μια σχέση που εξελίχθηκε κάποια στιγμή, μετά από ένα διάστημα απουσίας τριών χρόνων, σε θυελλώδη ερωτική, ενώ η χειριστική Μίριαμ συνεχίζει με τον τρόπο της να απαιτεί και να ταπεινώνει τον αναστατωμένο έφηβο. Τον ταράζει, τον καθοδηγεί, τον διατάζει κι εκείνος ενδίδει σ’ ένα πάθος απρόσκλητο (παρότι τον τρόμαζε, την εμπιστευόταν και ήταν έτοιμος να κάνει ό, τι του ζητούσε/όλος ο χρόνος που είχε περάσει νοερά μαζί της και, πιο πριν, όλα τα μαθήματα πιάνου που τόσο τον πτοούσαν ήταν μια πρόβα γι’ αυτό που επρόκειτο να συμβεί).
     Είναι ο μεγάλος άξονας του βίου του Ρόλαντ, ή μάλλον ο πρώτος χρονικά (ο δεύτερος που μαθαίνουμε εμείς) και φυσικά ο πιο καθοριστικός για τη διαμόρφωσή του. Γιατί η Μίριαμ, πέραν του ότι βρισκόταν a priori σε θέση εξουσίας λόγω ηλικίας κι επαγγέλματος, δεν ανεχόταν ούτε διαφωνία ούτε ανυπακοή. Ο Ρόλαντ έχει να διαλέξει ανάμεσα στην απέραντη ηδονή και στην ψυχολογική πίεση να συμφωνεί σε όλα με τη Μίριαμ. Προφανώς όμως ένα έξυπνο αγόρι, παρόλη την καλή του πρόθεση, δεν μπορεί να ευθυγραμμιστεί απόλυτα με τα βίτσια μιας γυναίκας, ας ήταν και θεά. Μια κάποια ρωγμή, μια άλφα ρήξη είναι περισσότερο από πιθανή. Η αντίρρησή του στον τρόπο με τον οποίο η Μίριαμ έπαιξε το “Round midnight” (ήθελε να καταστρέψει το κομμάτι και τα κατάφερε) αλλά κυρίως το ότι τόλμησε να της ασκήσει κριτική (το έγκλημά του ήταν ότι της είχε πει ότι δεν το είχε παίξει με τον σωστό τρόπο) την κάνει έξαλλη. Την οδηγεί στην απόρριψη όλης συλλήβδην της τζαζ από μέρους της και γίνεται αφορμή για νέα απομάκρυνση, χωρίς συγκρούσεις και τριβές. Όταν ξαναβρέθηκαν μέσα σ ένα τρελό, πιο ώριμο πάθος πια (τον είχε δεχτεί και πάλι, τον αγαπούσε. Είχε αναστατωθεί και είχε θυμώσει, αλλά της είχε περάσει. Αν για κείνη το ζήτημα θεωρείτο λήξαν, το ίδιο ίσχυε και γι’ αυτόν. Ήταν πολύ μικρός για να κατανοήσει την έννοια της κτητικότητας), ο 16χρονος Ρόλαντ βρέθηκε επί μέρες παγιδευμένος, φυλακισμένος σχεδόν στο σπίτι της, και η μονομερής απόφασή της να παντρευτούν ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι.
     Χώρισαν γιατί ο Ρόλαντ δεν άντεξε· ωστόσο, όπως του είπε χρόνια αργότερα η Αλίσσα η γυναίκα του, η Μίριαμ τού «άλλαξε την καλωδίωση του εγκεφάλου του». Η ζημιά εκδηλωνόταν με πλάγιους τρόπους, έγινε μονόχνωτος και μοναχικός, και σε αντίθεση με τα ήθη της εποχής «το όνειρό του ήταν μια ανυπόφορη μονογαμία, απόλυτα αμοιβαία αφοσίωση, σταθερή δέσμευση στην κοινή αναζήτηση της σεξουαλικής και συναισθηματικής κορύφωσης». Πέρασαν πολλά πολλά χρόνια για να συνειδητοποιήσει ο Ρόλαντ ότι η συμπεριφορά της Μίριαμ ήταν «αχρεία, κατάπτυστη». Και ακόμα περισσότερα, όταν πια λόγω ηλικίας κάνει επισκόπηση όλης του της ζωής, για να συνειδητοποιήσει σφαιρικά την -θετική και αρνητική- σημασία αυτής της ολοκληρωτικής/ανήθικης/καταστροφικής αφοσίωσης στο άλλο πρόσωπο. Σ’ αυτήν όμως τη φάση της ωριμότητας αναφερθώ παρακάτω.
     Δεν είναι τυχαίο που ο Γιούαν βάζει τον ήρωά του να γίνεται «θύμα» δύο γυναικών, ακραίων βέβαια. Ό, τι έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε να κάνει άντρας προς γυναίκα, εδώ αντιστρέφεται: γυναίκα είναι αυτή που «βιάζει» το ανήλικο αγόρι, γυναίκα (και όχι άντρας) εγκαταλείπει σύζυγο και μωρό της αγκαλιάς. Και στην δεύτερη περίπτωση δεν πρόκειται για απλό χωρισμό, γιατί η Αλίσσα και δεν θα γυρέψει ποτέ την οικογένειά της, και κανείς δεν ξέρει πού βρίσκεται για πολλά πολλά χρόνια, μέχρι που γίνεται δημοφιλής με το συγγραφικό της έργο.
     Τα ερωτήματα και οι μισοτελειωμένες λοιπόν υποθέσεις συσσωρεύονται για τον ήρωα (και τον αναγνώστη). Η πορεία της ζωής του Ρόλαντ γίνεται πολύ τεθλασμένη. Μόνο να πούμε ότι μετά την περίοδο κρίσης με την Μίριαμ εγκαταλείπει το σχολείο. Δεν τελείωσε καν τις μουσικές του σπουδές, στις οποίες ήταν μεγάλο ταλέντο αλλά άρχισε να εργάζεται περιστασιακά εδώ και κει, ως δημοσιογράφος με άρθρα σε εφημερίδες, κυρίως όμως ως μουσικός σε μπαρ, ξενοδοχεία κλπ (παράτησα νωρίς το σχολείο κι έκανα τις πιο ετερόκλητες δουλειές. Δεν έχω ρίζες. Στην οικογένειά μας δεν υπήρχαν πεποιθήσεις, δεν υπήρχαν αρχές, δεν υπήρχαν ιδέες που τις εκτιμούσαμε και τις σεβόμασταν. Γιατί ο πατέρας μου δεν είχε τίποτα τέτοιο. Στρατιωτικές ασκήσεις και διαταγές, κανονισμοί αντί για ηθικές αξίες). Παρακολουθούμε από κοντά, με φλας μπακ αλλά και με συνειρμικές συνδέσεις άπειρα μικρά και μεγάλα περιστατικά που φωτίζουν όχι μόνο την προσωπικότητα του Ρόλαντ, αλλά και των υπόλοιπων ηρώων.
     Φυσικά βλέπουμε τη γνωριμία και τη σχέση με την Αλίσσα που οδηγεί σε γάμο, ενώ μεγάλο ενδιαφέρον έχει η εγκιβωτισμένη ιστορία της μητέρας της Αλίσσα, μιας πολύ δυναμικής γερμανίδας που είχε διασυνδέσεις με το «Λευκό ρόδο»[2] στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου αμέσως μετά την εκτέλεση των έξι βασικών μελών της. Η Τζέιν ετοίμαζε να γράψει άρθρο γι’ αυτήν την αντιστασιακή ομάδα, ενώ αποκαλύπτεται ότι κρατούσε μυστικό ημερολόγιο με την περιπετειώδη, τυχοδιωκτική της νιότη. Αντίστοιχα, ο πατέρας της Αλίσσα, ο Χάινριχ («δυναμικός άνθρωπος με παλιοκαιρίσιες αντιλήψεις») ήταν μέλος του «Λευκού Ρόδου» και θαυμαστής του κινήματος «Γαλάζιος Καβαλάρης»[3]. Είχε επομένως «βαριά κληρονομικότητα» η Αλίσσα, έντονη ανταγωνιστικότητα με τη μητέρα και ο συγγραφέας μας δίνει στοιχεία για να δικαιολογήσουμε – ενμέρει- τις επιλογές της.
     Άλλο μεγάλο κεφάλαιο στο οποίο εμπλέκεται συναισθηματικά ο Ρόλαντ είναι η προσέγγιση των φίλων του Φλόριαν και Ρουθ, ανατολικογερμανών, και όλες οι σχετικές αναφορές στο χάσμα μεταξύ Α. Γερμανίας και Δ. Γερμανίας. Παρακολουθούμε την κορύφωση του Ψυχρού πολέμου, αλλά και την πτώση του τείχους μέσα απ’ αυτήν την διαπροσωπική σχέση, που είναι τόσο πολύτιμη για τον Ρόλαντ. Εν γένει, σε όλο το βιβλίο υπάρχει διάχυτο το πολιτικό κλίμα της εποχής, αναφορές στη Θάτσερ, στον Τόνι Μπλερ και την διαψευσμένη ελπίδα που έφερε στο κόμμα του (ο Ρόλαντ είναι μέλος του Εργατικού Κόμματος , σχετικά ενεργός), σε σκάνδαλα (όπως το σκάνδαλο Προφιούμο), στο Τσερνόμπιλ και τον αντίκτυπο στη Βρετανία κλπ. Αναμφιβήτητα, ο Ρόλαντ είναι ένα πολιτικοποιημένο άτομο, με πολλές ευαισθησίες, έχοντας απόλυτη συνείδηση ότι είναι γεννημένος στην τυχερή πλευρά του πλανήτη (το δικό του λευκό κελί -ένα μάθημα πιάνου, μια πρόωρη ερωτική ιστορία, μια χαμένη εκπάιδευση, μια αγνοούμενη σύζυγος- ήταν συγκριτικά, μια πολυτελής σουίτα).

Στην επισκόπηση μιας ζωής δεν ήταν φρόνιμο να παραδέχεται κανείς πάρα πολλές ήττες
«Όταν σκεφτόταν τα πολλά και ποικίλα σφάλματά του
στη διάρκεια της ζωής του,
όταν επιχειρούσε μια μακρά και ενδελεχή αναδρομή,
αισθανόταν ότι του έλειπε αυτή η άμεση,
αυτόματη και γειωμένη αίσθηση του σωστού»
     Καθώς ο ήρωάς μας μεγαλώνει, συμβαίνουν κι άλλα πολύ σημαντικά γεγονότα στη ζωή του, κι από πατέρας γίνεται παππούς και γενικότερα περνά σε μια ηλικία ωρίμανσης και αναστοχασμού, όπου τα τραυματικά γεγονότα παίρνουν διαφορετικό νόημα. Μια αδήριτη ανάγκη τον ωθεί να αναδιευθετεί διαρκώς το παρελθόν, να το ερμηνεύει και να το ανασυντάσσει. Ο σπουδαίος συγγραφέας, παρόλο που δεν χρησιμοποιεί το εξομολογητικό α΄ ενικό, έχει έναν αβίαστο τρόπο γραφής ώστε να συμμεριζόμαστε εμείς οι αναγνώστες τις εσώτερες σκέψεις, και να συμ-πάσχουμε μ’ έναν χαρακτήρα μάλλον καρτερικό και με υψηλή ενσυναίσθηση (π.χ. μας καταπλήσσει το γεγονός ότι εντέλει αναγνωρίζει την μεγάλη αξία των έργων της Αλίσσα και παραδέχεται ότι ίσως ήταν πράγματι αναγκαίο να απομονωθεί η συγγραφέας για να γράψει).
     Είναι το μέρος του βιβλίου που με γοήτευσε περισσότερο απ’ τ’ άλλα. Γιατί ο Ρόλαντ, παρόλο που δεν αντιδρά «δυναμικά» σ’ αυτά που του συμβαίνουν, έχει υψηλή κρίση, μνήμη κι ευαισθησία. Μπορεί να διακρίνει ο αναγνώστης μια παθητικότητα, ωστόσο έχει και θάρρος, το θάρρος να αντικρίσει κατάματα τα τραύματά του και να αναλάβει το δικό του μέρος της ευθύνης. Άλλωστε, είναι δείγμα της ωρίμανσης που φέρνει η ηλικία, να βλέπει κανείς πολλές αναγνώσεις μέσα στο ίδιο έργο (τα σφάλματα διαλύονταν σε ερωτήματα, υποθέσεις ακόμα και οφέλη: ο ολέθριος γάμος έφερε τον Λόρενς, η εγκατάλειψη των μουσικών σπουδών του χάρισε τη τζαζ, κλπ κλπ)
     Αρχικά, καθώς μπαίνει στην τρίτη ηλικία, επιδιώκει να απαντήσει πια στα ερωτήματα τη ζωής του, αρχικά επιδιώκοντας συνάντηση με την Αλίσσα (είχε ήδη προσπαθήσει ο ενήλικος Λόρενς και τον έδιωξε η Αλίσσα), αλλά και με την Μίριαμ, 40 χρόνια μετά από το τρελό εκείνο πάθος.
     Και οι δύο συναντήσεις είναι συγκλονιστικές και λυτρωτικές, όχι με τον τρόπο που μπορεί κανείς να προβλέψει. Η Αλίσσα, πάντα παρούσα μέσω του παιδιού, εφήβου, νεαρού Λόρενς που κάθε τόσο ρωτάει για τη μάνα του, συσσωρεύει βραβεία αλλά η μοναδική συνάντηση, τυχαία, με τον Ρόλαντ όσο είναι ακόμα νέοι αποβαίνει άκαρπη (Μια κοσμοϊστορική στιγμή όφειλε να είναι ηχηρή. Ωστόσο ο Ρόλαντ δεν ήξερε ακόμα τι ήθελε. Να απαιτήσει μια εξήγηση, να ικανοποιήσει την περιέργειά του, να εκτοξεύσει κατηγορίες, να εκθέσει τις πληγές του;). Οι «εξηγήσεις» της σκορπούν στον αναγνώστη κύματα οργής για τον εγωιστικό τους πυρήνα και στον Ρόλαντ νέα σύγχυση (ήταν από καιρό συμφιλιωμένος με τη μονογονεϊκή καθημερινότητά του/ήταν καιρός να ξεπεράσει τούτη την αγανακτισμένη φωνή που ηχούσε αδιάκοπα μέσα στο κεφάλι του).
     Ο Ρόλαντ συνεχίζει παρόλ’ αυτά να παρακολουθεί την καριέρα της πρώην συζύγου του, να διαβάζει εναγωνίως τα μυθιστορήματά της και να ψάχνει ίχνη για να εξηγήσει τη συμπεριφορά της. Χρόνια αργότερα, συμμετέχοντας σε μια ομιλία για τον Ρόμπερτ Λόουελ[4]( γνωστός ποιητής ο οποίος για τις «ανάγκες» της ποίησης υπέκλεψε επιστολές και τηλεφωνήματα της γυναίκας του), άκουσε επιτέλους τις φράσεις που έπρεπε να ακούσει: «Ήταν αδιάφορο αν η σκληρότητα είχε γεννήσει σπουδαία ή απαράδεκτη ποίηση. Μια σκληρή πράξη παρέμενε σκληρή πράξη».
     Ωστόσο, είναι πολύ αργά πια για τον Ρόλαντ να αναζητήσει δικαιοσύνη, ή έστω δικαίωση (είχε περάσει πάρα πολύς καιρός. Ήταν νεκρή υπόθεση. Το τι σκεφτόταν ο ίδιος ή οποιοσδήποτε άλλος δεν είχε καμιά σημασία. Αν είχε γίνει ζημιά, αυτή αφορούσε τον Λόρενς). Παρόλ’ αυτά η ιστορία τους δεν τελειώνει εδώ. Όταν, 60άρης πια, ξανασυναντά την Αλίσσα, μετά από 20 ακόμη χρόνια, εκείνη είναι μεγάλη συγγραφέας, αλλά ανήμπορη και οι διάλογοι άκαιροι, αλλά λυτρωτικοί.
 Η παρόρμηση για εκδίκηση ή δικαιοσύνη έσβησε μέσα μου μόλις συναντηθήκαμε
     Ο ηλικιωμένος Ρόλαντ οργάνωσε την όψιμη συνάντησή του με τη Μίριαμ σκόπιμα, παρόλο που δεν ήταν εύκολο. Παρόλο που είχε το νόμιμο δικαίωμα να την καταγγείλει, οι προθέσεις του ήταν ασαφείς. Οι ανατροπές σ’ αυτό που αντίκρισε σε σχέση μ’ αυτό που περίμενε ήταν μεγάλες, κι ο εκβιασμένος διάλογος ακόμα πιο απελευθερωτικός. Απελευθερωτικός όχι γιατί η Μίριαμ έδωσε κάποιες εξηγήσεις (που τις παραχώρησε με απόλυτη αξιοπρέπεια) αλλά γιατί δόθηκε η δυνατότητα στον Ρόλαντ να δει και τη «σκοτεινή πλευρά της σελήνης», την δική του έστω παιδική πλευρά, αλλά επειδή συνειδητοποιεί ότι στη ζωή του είχε πάρει ένα μεγάλο δώρο:
 …σε κείνη την αντιπαράθεση δεν είχαν τολμήσει να μιλήσουν γι’ αυτό που τους συνέδεσε, για την εμμονική, κατακλυσμιαία, απεριόριστη, επαναλαμβανόμενη χαρά που ήταν επίσης παράνομη, ανήθικη, καταστροφική.
Χριστίνα Παπαγγελή
[1] «Ο ΜακΓιούαν είναι ένας από τους συγγραφείς που έχω κατά νου ως άνισους. Μια πρώτη περίοδος εντυπωσιακή, με βιβλία που μου άρεσαν πολύ (Ξένοι στη Βενετία, Ο τσιμεντόκηπος, Ο αθώος, Μαύρα σκυλιά, Εξιλέωση, Άμστερνταμ, Στην Ακτή), με μια συνέχεια όμως καθόλου αντάξια. Και η περίπτωσή του δεν υπόκειται στην κατηγορία πως ήταν καλά βιβλία αλλά όχι του επιπέδου του, ήταν βιβλία που δεν μου άρεσαν, σίγουρα όχι κακογραμμένα, αλλά όχι του γούστου μου. Όταν κυκλοφόρησαν τα Μαθήματα, το ένστικτό μου ενεργοποιήθηκε, να δεις που αυτό θα είναι ένα ωραίο μυθιστόρημα, ισχυριζόταν. Μου έκανε εντύπωση αυτή η προδιάθεση, πίστευα πως, στον ωκεανό των βιβλίων που θέλω να διαβάσω, τα δικά του δεν ήταν πια μέρη που θα ήθελα να εξερευνήσω, να διαβάσω κάποιο παλιό βιβλίο του ξανά ναι, αλλά ως εκεί. Τόση εντύπωση μου έκανε η προδιάθεση αυτή που σχεδόν αμέσως το έπιασα στα χέρια μου, ήθελα να διαβάσω κάποιο πολυσέλιδο, χορταστικό μυθιστόρημα και από τα τόσα αδιάβαστα τράβηξα αυτό από τη στοίβα. Άβυσσος η ψυχή του αναγνώστη, διόλου υπάκουη στη λογική, συχνά παρορμητική και υποταγμένη σε μεγάλο βαθμό στο ένστικτο». (https://no14me.blogspot.com/2023/09/mathimata-ian-mcewan.html).


[2] Το Λευκό Ρόδο ήταν αντιστασιακή οργάνωση που έδρασε στη ναζιστική Γερμανία από τον Ιούνιο του 1942 μέχρι τον Φεβρουάριο του 1943. Στο διάστημα αυτό, τα μέλη της, που ήταν κυρίως φοιτητές, τύπωσαν σε χιλιάδες αντίτυπα και έριξαν στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου έξι φυλλάδια, με τα οποία προσπάθησαν να αφυπνίσουν τον γερμανικό λαό και να τον ξεσηκώσουν κατά του ναζιστικού καθεστώτος (https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9B%CE%B5%CF%85%CE%BA%CF%8C_%CE%A1%CF%8C%CE%B4%CE%BF).
[3] https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9F_%CE%93%CE%B1%CE%BB%CE%AC%CE%B6%CE%B9%CE%BF%CF%82_%CE%9A%CE%B1%CE%B2%CE%B1%CE%BB%CE%AC%CF%81%CE%B7%CF%82
[4] https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A1%CF%8C%CE%BC%CF%80%CE%B5%CF%81%CF%84_%CE%9B%CF%8C%CE%BF%CF%85%CE%B5%CE%BB%CE%BB