Παρασκευή, Ιανουαρίου 28, 2022

Περί φυσικής της μελαγχολίας, Georgi Gospodinof

Μπήκα πάλι σε άλλους διαδρόμους,
μπερδεύομαι κάθε φορά που πάω προς τα πίσω.
Το παρελθόν διαφέρει σε ένα πράγμα από το παρόν
–ποτέ δεν κυλάει προς μια κατεύθυνση.
Από πού ξεκίνησα;
Πάλι καλά που τα σημειώνω,
αλλιώς δεν επρόκειτο ποτέ να βρω την άκρη του νήματος…
     Πρόκειται για ένα ακόμη μαγικό βιβλίο του Βούλγαρου συγγραφέα, απ’ όπου ξεχειλίζει η υποκειμενικότητα, ή μάλλον η εσωτερική απεικόνιση του πραγματικού κόσμου, ανάμεικτη με μνήμες, όνειρα, σκέψεις, προσδοκίες, παιχνιδίσματα του νου/της φαντασίας και ταυτίσεις με πρόσωπα και... ζώα. «Το παρελθόν, η μελαγχολία και η λογοτεχνία – ιδού τα μόνο τρία αβαρή κήτη που με ενδιαφέρουν», θα εξομολογηθεί ο αφηγητής, δίνοντας τους βασικούς άξονες όπου επικεντρώνεται η θραυσματική γραφή του, δομημένη σε μικρά κεφάλαια με σύνδεση συνειρμική, ενώ το κυρίαρχο α΄πρόσωπο εναλλάσσεται με το γ΄ενικό.
     Γεννημένος το 1968 στην κομμουνιστική Βουλγαρία, σε μια τυπική μεσοαστική οικογένεια (πατέρας κτηνίατρος και μητέρα δικηγόρος) ο αφηγητής Γκεόργκι, δημοσιογράφος στο «σήμερα», βυθίζεται στις απαρχές της μνήμης -όπου συγχέεται το υποσυνείδητο με το συλλογικό ασυνείδητο-, γυρεύοντας τις ρίζες της μελαγχολίας∙ ουσιαστικά το νόημα της ζωής και τους όρους αυτού που λέμε «ευτυχία». Σ’ αυτά τα όρια συναντά την πάλη με τον χρόνο, με τον Εαυτό, με τους Άλλους∙ με τη γραφή και τους περιορισμούς του λόγου∙ με την ενσυναίσθηση που καταργεί τα όρια που θέτει ο λόγος. Με την ελευθερία και τα δεσμά της.
Η ενσυναίσθηση προϋποθέτει την εγγύτητα με τους ανθρώπους 
αλλά όχι στη δική μου την περίπτωση, 
όταν το βάρος της ξένης μελαγχολίας έπεφτε πάνω μου σαν αρρώστια.
     Με αφετηρία την απίστευτη προσωπικότητα του παππού, με τις μνήμες του οποίου συγχέεται η παιδική ηλικία -όπου το Εγώ συμπλέκεται με το Εσύ, χάρη στην ιδιαίτερη ενσυναισθητική ιδιοσυγκρασία του ήρωα-, ξεκινάει το ταξίδι της ζωής και της καταβύθισης στον λαβύρινθο των αναμνήσεων, ή, καλύτερα, της Συνείδησης. Γρήγορα ο Γκεόργκι συνειδητοποιεί αυτό που ίσως όλοι μας έχουμε αφήσει ξεχασμένο στη βρεφονηπιακή ηλικία, ότι η αίσθηση του «εγώ» αρχικά είναι πολύ ρευστή, κι έτσι μπορούμε εύκολα να γίνουμε ο Άλλος, ο Εσύ – η μάνα, ο πατέρας, ή ένα… ζώο (π.χ. γίνεται μυρμήγκι, γίνεται γυμνοσάλιαγκας, ψάρι, νυχτερίδα, πουλί, μα, κυρίως, γίνεται Μινώταυρος, το σύμβολο-αρχέτυπο που στοιχειώνει τη ζωή και τη σκέψη του). Ο Γκεόργκι ωστόσο είναι προικισμένος με εξαιρετικά ακραία αυτήν την ικανότητα ταύτισης (που τον συνοδεύει έντονα στην παιδική ηλικία για να αραιώσει στην ενηλικίωση), τόσο που κάποιος φίλος του γιατρός, αργότερα, έκανε τη διάγνωση «παθολογική ενσυναίσθηση ή εμμονικό ενσυναισθητικό-σωματικό σύνδρομο» (!). Είναι μια ψυχοσωματική «ταύτιση» που συχνά συμβαίνει χωρίς τη θέλησή του (εκεί που κάποιος άλλος ένιωθε πόνο, στο σκίσιμο αυτό, στην πληγή, εκεί που υπήρχε ερεθισμός άνοιγε ένας διάδρομος και με τραβούσε μέσα του). Οι διάδρομοι προς τον Άλλον και τις ιστορίες τους είναι ανοιχτοί, αν και συχνά νιώθει την ανάγκη της «θεραπευτικής σκοτεινιάς του τίποτα» (να συγκρατήσω την ίδια μου την απόδραση, να ανακόψω την ακατάσχετη ροή της ξένης θλίψης και των ξένων ιστοριών). Κορυφαία στιγμή η νυχτερινή περιπλάνησή του γύρω από το «κίτρινο σπίτι»/απομονωτήριο, κοινώς τρελάδικο, όπου τον συγκλονίζει ένα φρικιαστικό αναφιλητό, σαν μουγκανητό (ένιωθα πως είχα αρχίσει να βγαίνω εκτός εαυτού. Λίγο ακόμα και θα έμπαινα στους διαδρόμους της κραυγής, θα γλιστρούσα πάνω στις υδρορροές και θα χωνόμουν στο κορμί αυτού που φώναζε).
     Παρακολουθούμε λοιπόν αρχικά τον ήρωα να είναι το «εγώ» του παππού του∙ να ζει την οικογενειακή τραγωδία του εγκαταλελειμμένου τρίχρονου παιδιού, «ξεχασμένου» από μια μητέρα που έχει να θρέψει μόνη της 8 στόματα μέσα στον πόλεμο (τα δάκρυα κυλάνε στα μάγουλά του, στα μάγουλά μου, ανακατεύονται με την αλευρόσκονη στο πρόσωπό μου, νερό, αλάτι και αλεύρι, πλάθουν το πρώτο ψωμί της πίκρας. Το ψωμί που δεν τελειώνει ποτέ. Το ψωμί της μελαγχολίας που μας τρέφει όλα τα χρόνια που θ’ ακολουθήσουν. Η αλμυρή του γεύση στα χείλη μας. Ο παππούς μου ξεροκαταπίνει. Ξεροκαταπίνω κι εγώ. Είμαστε τριών ετών).
     Η αίσθηση της «στιγμής» -ή αυτό που λέμε «όσα φέρνει η στιγμή δεν τα φέρνει ο χρόνος όλος», βιωμένη με μια ευαισθησία ανεξίτηλη από το μικρό παιδί (απ’ αυτό το λεπτό και από τη σιωπή της νέας γυναίκας κρέμεται η δική τους, η δική μας εμφάνιση μετά από χρόνια), γίνεται συγκλονιστικά μοιραία. Όταν «η ιστορία έφτασε στον ήρωα εκείνο το απόγευμα» η προγιαγιά που εγκατέλειψε το παιδί της, εκείνο το παιδί που στη συνέχεια τη φρόντισε μέχρι τα βαθιά της γεράματα, δεν υπήρχε πια (είναι η τραγική ειρωνεία που συνήθως συναντάμε στους μύθους). Είναι η τραγική ειρωνεία από την οποία βρίθει η ζωή του ανθρώπου, αν έχει μάτια να τη δει.
     Τραγική είναι και η ιστορία από τον Β΄παγκόσμιο πόλεμο, όπου ο παππούς στρατιώτης τραυματίζεται στα σύνορα Βουλγαρίας-Ουγγαρίας και τον περιθάλπει μια γυναίκα –το μυστικό του, κρυμμένο σ’ ένα κιτρινισμένο χαρτί με ένα αποτύπωμα μικρού παιδιού, το εκμυστηρεύτηκε στον αγαπημένο εγγονό (27χρονο τότε) δυο μέρες πριν πεθάνει (σε αυτά τα μέρη ο νεκρός θεωρείται κάτι σαν κούριερ. Άντε θείε, να δώσεις χαιρετίσματα στη μαμά, μόλις ιδωθείτε).
     Όμως όλ’ αυτά είναι ιδωμένα και ειπωμένα σ’ ένα τόνο ανάλαφρο, ελαφρώς αποστασιοποιημένο, ελαφρώς σουρεαλιστικό -με παρεκβάσεις και «παράπλευρους διαδρόμους», με ένα ιδιότυπο χιούμορ, με ατέλειωτα παιχνίδια του νου που ακολουθούν τον λαβύρινθο της μνήμης. Ο ήρωας περιπλανιέται στη μυθολογία, φτιάχνοντας τον δικό του μυθικό πολυδαίδαλο κόσμο καθώς συναντά συνέχεια με διάφορες μορφές τα μοτίβα που τον σημάδεψαν: την εγκατάλειψη (εγκαταλελειμμένο παιδί, εγκαταλελειμμένη πόλη), τον υπόγειο/σκοτεινό κόσμο, το παιδί που το «έφαγαν» (ο Χρόνος/Κρόνος πάντα τρώει τα παιδιά του), τους «παράλληλους διαδρόμους» του χωροχρόνου, και χτίζει λιθαράκι λιθαράκι τη συνείδησή του. Άλλωστε ο λαβύρινθος ως αρχέτυπο, είναι ένα μοτίβο στο οποίο σκοντάφτει συχνά (π.χ. το αμφιθέατρο είναι ένας λαβύρινθος/ο ανθρώπινος εγκέφαλος είναι λαβύρινθος/οι πόλεις/οι αφηγήσεις, το DNA, οι μυστικές διαδρομές των περιπάτων με την ερωμένη που κρύβεις/τα ορνιθοσκαλίσματα πάνω στο χαρτάκι που ζωγραφίζεις καθώς κάνεις ένα βαρετό τηλεφώνημα/το πέταγμα των μελισσών κ.α.), και κυρίως του «εγκαταλελειμμένου παιδιού» μέσα στα οποία πρώτο συγκαταλέγεται ο Μινώταυρος…
     Μπαμπά, ο Μινώταυρος είναι με τους δικούς μας;
     Ο Μινώταυρος είναι αθώος. Πρόκειται για ένα αγόρι κλεισμένο στο υπόγειο. Είναι φοβισμένο. Το έχουν εγκαταλείψει. Είναι από το κείμενο στο σημειωματάριο του αφηγητή, που εκπλήσσεται γιατί σε όλη την κλασική λογοτεχνία δεν συναντάς αγάπη για τον… Μινώταυρο. Κανείς δεν λυπάται το πεταμένο στα σκοτάδια παιδί, καρπό ενός παράνομου έρωτα, που το καταδίκασαν να περιφέρεται σε έναν σκοτεινό, υπόγειο λαβύρινθο. Οι σκληρές αναφορές του Οβίδιου, Πλούταρχου κλπ συνοδεύονται από αντίστοιχες απεικονίσεις (που υπάρχουν και στο βιβλίο), ωστόσο μία από τις οποίες, από το Λάτιο της εποχής των Ετρούσκων, είναι σπαραχτική: είναι η «Παναγία με τον Μινώταυρο», για την ακρίβεια η Πασιφάη με τον Μινώταυρο βρέφος, γυμνό παιδάκι με κεφάλι ταύρου στην αγκαλιά της μητέρας του αιώνες πριν τη Θεομήτορα.
     Ο αφηγητής, όταν ενήλικας πια έχει χάσει την ευκολία να ταυτίζεται με τον Άλλον, με αφορμή ρεπορτάζ που περιγράφει κάποια ταυρομαχία, «γίνεται ταύρος»: ο ταύρος σήκωσε τα μάτια και αναγνώρισε τον Λαβύρινθο –το πατρικό του, το σπίτι του προπάππου του του Μινώταυρου (είμαι τριών ετών. Και ψάχνω τη μητέρα μου/το μουγκρητό που βγαίνει απ’ τη σπηλιά του λάρυγγά μου είναι τρομαχτικό. Η μοναδική λέξη που είναι ίδια σε όλες τις γλώσσες –στις γλώσσες των ανθρώπων, των ζώων και των τεράτων: Μαμάααααα. Ο λαβύρινθος του αμφιθεάτρου έπιασε αυτήν την κραυγή, την έστειλε ανάμεσα στους τοίχους των διαδρόμων του, τη στρέφει προς τα αδιέξοδά του, την αντηχεί και την επιστρέφει ελαφρά παραλλαγμένη στον λαβύρινθο του ανθρώπινου αυτιού σαν ένα και μοναδικό ατελείωτο Μουουουουου…).
     Μεγαλώνοντας στην κομμουνιστική Βουλγαρία
     Μεγαλωμένος σε ημιυπόγειο περιμένοντας τους γονείς να γυρίσουν από τη δουλειά (τη δεκαετία του ’70 οι μητέρες μας ήταν νέες, σπούδαζαν ή δούλευαν) διακατέχεται συχνά από το σύνδρομο της εγκατάλειψης. Χαρακτηρισμένοι ως «άκρως ενδεείς» περιμένουν να έρθει η σειρά τους στη λίστα για ένα διαμέρισμα (προσωρινά, αλλά για κάμποσα χρόνια…). Ο μικρός Γκεόργκι μετράει τον χρόνο και τις 4 εποχές κολλημένος στο παράθυρο και παρατηρώντας τα πόδια των διαβατών, τις γάτες, τα μερμήγκια… Μαθαίνει να διαβάζει από τις στήλες του… νεκροταφείου («εύθρυπτη γλώσσα»), και η λέξη «Μπογκ» (θεός) τον φέρνει σε αμηχανία στο σχολείο (δασκάλα: -Στην Βουλγαρία δεν υπάρχει Μπογκ!/-Ναι, αλλά στο νεκροταφείο υπάρχει!/-Εδώ είμαστε σχολείο, δεν υπάρχει…). Από τα έξι του χρόνια αρχίζει να διαβάζει με μανία (Καταβρόχθιζα αδιακρίτως βιβλία. Είχα ένα είδος βουλιμίας διαβάσματος), και το κυνήγι των λέξεων τον κερδίζει (το σύνδρομο του Νώε: φαντάζομαι ένα βιβλίο που θα περιέχει κάτι από κάθε γένος και είδος/πρέπει να πάρεις από κάθε γένος και από κάθε ιστορία). 
     Καθώς ο συγγραφέας αφηγητής, ακολουθώντας το σημειωματάριο των συνειρμών «μπαινοβγαίνει στους διαδρόμους διαφορετικών εποχών» (η δεκαετία του’ 80 είναι η δεκαετία της πλήξης/η Βουλγαρία τη δεκαετία του ’90 είναι πιο όμορφη), μεταπηδά από δεκαετία σε δεκαετία χτίζοντας την κιβωτό της μνήμης με διάφορες πινελιές που θυμίζουν αντίστοιχα δικές μας καταστάσεις: τα εμβόλια στα μπράτσα, τα παιδικά άλμπουμ, οι συλλογές, το πρώτο κασετόφωνο Hitachi, η πρώτη τηλεόραση (1973), το πρόγραμμα της κρατικής τηλεόρασης, ο άνθρωπος στο φεγγάρι, το Βόγιατζερ, η κρυφή ακρόαση του «Ράδιο Ελεύθερη Ευρώπη», οι «δικοί μας» και οι «άλλοι», οι μάσκες αερίου (ο άνθρωπος με την αντιασφυξιογόνο μάσκα μοιάζει με Μινώταυρο), ο φόβος της ατομικής βόμβας και τα καταφύγια, η «παιδαγωγική του καθαρού αέρα και του ήλιου»∙ το σεξ κι ο σοσιαλισμός, κι ο φόβος του AIDS∙ η πλαστικο-πορσελάνινη αυτοκρατορία του κιτς (που ήταν για μας κάποτε ανεκτίμητη) στα λούνα παρκ, οι πρώτοι κινηματογράφοι, το Yellow submarine... Και οι καθαρά βουλγάρικες αποχρώσεις που ξεπηδούν από την ιστορία της χώρας: οι γιορτές, οι τελετές, η 9η Σεπτεμβρίου, οι διαδηλώσεις, ο θάνατος του Μπρέζνιεφ και το αντίκτυπό της, η πτώση του τείχους (ό, τι υπάρχει πριν την 9η, μετά την 9η εξαφανίζεται). Όλα αυτά, «ατάκτως ερριμμένα», εφόσον το παρελθόν διαφέρει σε ένα πράγμα από το παρόν –ποτέ δεν κυλάει προς μια κατεύθυνση. Ωστόσο, υπάρχει εσωτερική συνοχή, του ανθρώπου που προσπαθεί να κατανοήσει τον κόσμο και τον εαυτό του.
     Σ’ αυτές τις περιπλανήσεις, δεν βλέπουμε να έχει κάποιο φίλο/σύντροφο, εκτός από τον Γκαουστίν, ένα είδος alter ego (Γκαουστίν, ο άνθρωπος που διέσχιζε ήρεμα τον χρόνο σαν ρηχό ποτάμι). Ο Γκαουστίν (γιατί εξακολουθεί να μου είναι σημαντικός;), ο μοναδικός που θα μπορούσε να τον θεωρήσει φίλο του, απίστευτος, αδιαπέραστος, απρόβλεπτος. Ανεξάντλητος από ακαταμάχητα «σχέδια» για να βγάλουν λεφτά: σινεμά για τους φτωχούς (θα επινοήσουμε την πλοκή), προσωπικό ποίημα (πλανόδιος ποιητής, που γράφει ποίημα στον εκάστοτε πελάτη (!)), «πρετ-α-πορτέ των προφυλακτικών», προβολή στον… ουρανό (-και τι να προβάλλεις;-σύννεφα ας πούμε στην αρχή) η «αρχιτεκτονική του λεπτού» κ.α. Ένα είδος παλιάτσου της ζωής, που εξαφανίζεται κι επανεμφανίζεται απρόβλεπτα, αλλά το μόνο σχέδιο που του βγήκε ήταν αυτό της εξαφάνισής του…
     Το αδύναμο υποκατάστατο
     Ο σημερινός Γκεόργκι είναι 44 χρονών και δηλώνει ότι είναι ένας «κλειστός και σιωπηλός τύπος», αλλά ως συγγραφέας που είναι, αυτό ακούγεται σχεδόν φυσιολογικό (διάγω αυτό που για τους υψηλά ιστάμενους λέγεται κανονικός βίος). Είναι παντρεμένος κι έχει μια κόρη δυο χρονών για την οποία υπάρχουν κάποιες τρυφερές αναφορές, όμως το κυρίαρχο πια συναίσθημα είναι η μελαγχολία (νιώθω απωθητικά μόνος). Όταν πια άρχισε να υποχωρεί η ικανότητα να «εν-συναισθηματοποιείται», καταφεύγει «σ’ αυτό το αδύναμο υποκατάστατο, τις συλλογές». Ατέλειωτες συλλογές από πράγματα, από λέξεις, καταλόγους, ομαδοποιήσεις (τι είδους διαταραχή είναι τούτη;/βιάζομαι να σημειώσω τα πάντα, να τα μαζέψω σε σημειωματάρια, όπως βιάζονται να μαζέψουν τα πρόβατα στο μαντρί πριν ξεσπάσει η καταιγίδα). Κατάλογος εγκαταλελειμμένων παιδιών, κατάλογος ξενοδοχείων, κατάλογος απαραίτητων σε γυναικεία βαλίτσα, κατάλογος των πιθανών απαντήσεων στην ερώτηση «πώς είσαι;», ο τσελεμεντές των σιωπών, ο κατάλογος των εφήμερων. Χρονοκάψουλες (η μόδα μετά το Βόγιατζερ): η χρονοκάψουλα «του κομσομόλου» για τον «μετα-αποκαλυπτικό αναγνώστη[1], η χρονοκάψουλα του… εξάμετρου, του facebook, η… Πομπηία, τα μουσεία και οι πινακοθήκες, ο μπόγος με τα ρούχα της γιαγιάς όταν θα πέθαινε, η χρονοκάψουλα του… υπογείου του (όταν κάτι είναι αιώνιο και μνημειώδες, ποιο το νόημα να το βάζεις μέσα σε χρονοκάψουλα; Πρέπει να διατηρήσει κανείς μόνο το θνητό, το θνησιγενές, το εύθραυστο).
     Συλλέγει ακόμα και… ιστορίες (παλιότερα έμπαινα μέσα τους, τώρα τις αγοράζω) Αγοράζει και πουλάει… ιστορίες, ιστορίες άλλων, και μερικές μας τις χαρίζει, μπαίνοντας έτσι στους διαδρόμους άλλων εποχών (Έχω τώρα τα παιδικά χρόνια όλων απ’ όσους αγόρασα, μοιράζομαι τις γυναίκες και τις λύπες τους).
     Η φυσική της μελαγχολίας
     Τα ταξίδια του ως ενήλικα πια, μια διέξοδος στην μετακομμουνιστική Βουλγαρία, εντείνουν τη "στοχαστική" μελαγχολία (περνάς από διάφορες χώρες ακριβώς όπως περνάς απ΄τη ζωή των γυναικών). Η «φυσική της μελαγχολίας», όπως γράφει ο αφηγητής, τον απασχολεί για κάμποσα χρόνια. Η ανατομία της μελαγχολίας, ή μάλλον η αποδόμησή της. Μιλάει για «κβάντα του γήρατος», για τη μελαγχολία των ταξιδιών, του 17ου αιώνα, για την ιστορική μελαγχολία της εγκαταλελειμμένης πόλης -χωρίς μύθο-, της χώρας που βρίσκεται σ’ ένα κενό στις ευρωπαϊκές εφημερίδες[2], για τη «χώρα της παιδικής ηλικίας». Τη μελαγχολία που δεν είναι δική του, αλλά έχει μεταναστεύσει από άλλες χώρες, από τη βόρεια Αφρική, ας πούμε.
     Έτσι βυθίζεται σ’έναν ακόμα λαβύρινθο, με πολλές εξόδους όπου είσαι καταδικασμένος συνέχεια να επιλέγεις (στέκομαι ανάμεσα σε δυο δρόμους, προσπαθώντας ν’ αποφασίσω ποιον θα πάρω.(…) Τι έκανα; Πήρα τον δεξί δρόμο, αλλά όλη την ώρα σκεφτόμουν τον άλλον. Με κάθε βηματάκι επαναλάμβανα μέσα μου πως είχα κάνει λάθος επιλογή (…) σταμάτησα αποφασιστικά και πήρα τον άλλο δρόμο (αυτό γίνεται δυο τρεις φορές…) ακόμα και σήμερα δεν ξέρω αν σε αυτό το ζικ ζακ κατέκτησα και τους δυο δρόμος ή έχασα και τους δυο).
     Υπάρχει ολόκληρο κεφάλαιο «Η σωματιδιακή φύση της μελαγχολίας», όπου τα πορίσματα της κβαντικής φυσικής συμπλέκονται με τη φιλοσοφική αναζήτηση (ωραία, αν δεν με παρατηρεί κανείς, υπάρχω;). Μπορείς να είσαι ταυτόχρονα σε δυο μέρη; Ποιος είναι άραγε ο παρατηρητής που βεβαιώνει την ύπαρξή μας; Εμείς οι ίδιοι; Ο θεός, ο άνθρωπος, η γάτα, το σαλιγκάρι, μετράνε εξίσου; Μόνο στον δισταγμό και στην αναποφασιστικότητα υπάρχουν όλες οι πιθανές έξοδοι. Και η κβαντική φυσική, γεμάτη αοριστία και αβεβαιότητα, το έχει αποδείξει αυτό.
     ΠΕΙΡΑΜΑΤΑ που δείχνουν ότι:
     Η ζωή είναι μικρή αλλά η μέρα κρατάει αιώνες
     Η παρατήρηση «εκ του σύνεγγυς» μιας ολόκληρης χρονιάς (της 1ης τη ζωής του) στέφεται από αποτυχία (κατάλαβα πως ήταν πάνω απ’ τις δυνάμεις μου και αβάσταχτο να χτίσω -σαν σπιρτόκουτο- ένα χρόνο στις αληθινές του διαστάσεις με όλες του τις μυρωδιές, τους ήχους, τις γάτες τις βροχές και τα γεγονότα), ενώ η παρατήρηση ενός μήνα ενήλικης ζωής δεν έχει καλύτερα αποτελέσματα.
     Η ευτυχία βρίσκεται στις στιγμές, απελευθερωμένες από την αξίωση του ιδιαίτερου χρόνου. Πέρα από τις λέξεις, την αφήγηση, την περιγραφή.
     Ίσως λοιπόν, μια νέα ιεραρχία είναι προτιμότερη: όπου το Εφήμερο και το Ζωντανό θα είναι πολυτιμότερο από το Αιώνιο και το Νεκρό. Γιατί ισχύει το παράδοξο, ότι το εφήμερο είναι πιο διαρκές, ακριβώς λόγω του θανάτου του, από εκείνο που είναι μη εφήμερο αλλά δεν μπορεί να αναπαραχθεί.
(…)Και πού λοιπόν βρίσκεται η ταυτότητα, η ιστορία, ο πολιτισμός, οι πρόγονοι, οι σταθερές αξίες;
      Η ταυτότητα είναι μία -είσαι ζωντανή ύπαρξη ανάμεσα σε άλλες ζωντανές υπάρξεις.
      Να είσαι εφήμερος και να εκτιμάς τον άλλον επειδή είναι εφήμερος.
Χριστίνα Παπαγγελή
[1]
[2] Την πατρίδα του

Κυριακή, Ιανουαρίου 09, 2022

η απατηλή ζωή των ενηλίκων, Έλενα Φερράντε

     «Δυο χρόνια πριν φύγει από το σπίτι, ο πατέρας μου είπε στη μητέρα μου ότι ήμουν πολύ άσχημη», είναι η πρώτη πρώτη φράση του βιβλίου, που προσελκύει ακαριαία το ενδιαφέρον του αναγνώστη και του δίνει άμεσα τις εξής πληροφορίες: υπάρχει μια πρωτοπρόσωπη αφήγηση, η αφηγήτρια είναι μια κοπέλα, μάλλον έφηβη, ο πατέρας της τους εγκατέλειψε και κείνη βίωσε ένα τραύμα απ’ αυτά που σημαδεύουν όλη σου τη ζωή. Πράγματι, πρόκειται για ένα ψυχογραφικό βιβλίο «ενηλικίωσης», από την αγαπημένη συγγραφέα της Τετραλογίας της Νάπολης, με την οποία έγινε γνωστή στην Ελλάδα, και όπου ξεδίπλωσε όλη την ψυχογραφική δεινότητα ιδιαίτερα στην προσέγγιση της νεανικής ψυχολογίας.
     Τα λόγια αυτά του πατέρα σηματοδοτούν ένα νέο κεφάλαιο στη ζωή της δωδεκάχρονης πρωταγωνίστριας, της Τζοβάννας -ή κατ’ άλλους Τζαννίνα-, που μέχρι εκείνη τη στιγμή (όπου τα πάντα -η Νάπολη, το μπλε φως ενός παγωμένου Φεβρουαρίου- πάγωσαν) ήταν απόλυτα δεμένη με τους γονείς της∙ τους θαύμαζε και τους αγαπούσε, ιδιαίτερα τον πατέρα. Αρχίζει ένα γαϊτανάκι συναισθημάτων ανασφάλειας, περιέργειας, αυτοβύθισης και αυτοπαρατήρησης, χαρακτηριστικά βέβαια στη διαδικασία ωρίμανσης των εφήβων, που καθώς φεύγουν από την παιδική ηλικία, κάτι πάντα θα πυροδοτήσει την ανάγκη να προσδιορίσουν εκ νέου την ταυτότητά τους.
     Το «ρήγμα» που γεννιέται στην αυτοπεποίθηση της Τζοβάννα τής δίνει την ώθηση να ψάξει, να ψάξει τον εαυτό της και τους άλλους. Συνειδητοποιεί ότι υπάρχουν «δυο πατεράδες» πολύ διαφορετικοί από κείνον που αγαπούσε, ο ένας νευρικός και ανεξέλεγκτος, ο άλλος κοφτός που κατέφευγε σε φράσεις, απόλυτα ακριβείς και τόσο πυκνές που κανείς δεν μπορούσε να αντικρούσει. Αποκαλύπτει ακόμα, ότι η μοιραία φράση του πατέρα ήταν «η φάτσα της έχει αρχίσει να γίνεται ίδια με της Βιττόρια» και ότι η ανεπιθύμητη θεία -αδερφή του πατέρα-, η Βιττόρια την οποία όλοι απεχθάνονται και αποφεύγουν σε βαθμό που να μουτζουρώνουν το πρόσωπό της στις φωτογραφίες, είναι η συγγενής στην οποία η ίδια μοιάζει, κατά τα λεγόμενα του πατέρα.
     Βλέπουμε λοιπόν, ότι από τις πρώτες σελίδες έχει μπει σφήνα κι ένα άλλο πρόσωπο μέσα στην οικογένεια, που εγείρει θύελλα συναισθημάτων: αποστροφή, απέχθεια από τους ενήλικες, περιέργεια και απορίες από την Τζοβάννα (Το όνομα Βιττόρια αντηχούσε στο σπίτι μου λες και ανήκε σε κάποιο τέρας που στιγμάτιζε και μίαινε όποιον άγγιζε). Είναι το πρόσωπο –κλειδί που θα ανατρέψει όλες τις ισορροπίες μέσα στην ηρωίδα (ήταν ο μπαμπούλας των παιδικών μου χρόνων,/πώς ήταν δυνατόν, λοιπόν να ανακαλύψω έτσι απροειδοποίητα ότι είχα αρχίσει να της μοιάζω;), ένα είδος «πέτρας σκανδάλου»∙ το πρόσωπο μέσα από το οποίο θα αποκαλυφθούν κρυμμένες, ντροπιαστικές πτυχές της οικογένειας του πατέρα, που μέχρι τώρα κείτονταν στην αφάνεια∙ το πρόσωπο που θα σύρει την ηρωίδα στον «απατηλό κόσμο των ενηλίκων», που θα την «ξεσκολίσει», και θα την σπρώξει στον κόσμο της αμφισβήτησης.
     Τα έντονα συναισθήματα αιφνιδιασμού, ανασφάλειας και πόνου δημιουργούν στην Τζοβάννα την ανάγκη να γνωρίσει την Βιττόρια από κοντά, κάτι που οι προοδευτικοί -διανοούμενοι- γονείς της (καθηγητής Ιστορίας και Φιλοσοφίας, καθηγήτρια λατινικών) δεν αρνούνται αλλά και δεν ενθαρρύνουν. Όλος ο κύκλος άλλωστε της μεσοαστικής ναπολιτάνικης οικογένειας απαιτεί «πολιτισμένη» αντιμετώπιση αυτών των έκτακτων καταστάσεων: οι γονείς αλλά και οι στενοί φίλοι των γονιών, καθηγητές κι αυτοί, άθεοι και με προοδευτικές ιδέες, ανατρέφουν τις δυο κόρες και στενές φίλες της Τζοβάννα, Ίντα και Άντζελα, με τις αρχές του διαφωτισμού, της λογικής και της μόρφωσης, χωρίς καθόλου επιρροές από εκκλησία (δεν έχουν βαφτιστεί και τα τρία κορίτσια), με ενημέρωση για την σεξουαλικότητα και την αναπαραγωγή, με βιβλία και τέχνη. Ήταν επομένως χαλαροί (οι γονείς μας, που δεν μας απαγόρευαν ποτέ τίποτα, ακόμα και όταν μας απαγόρευαν κάτι ήταν επιεικείς).
     Η ανασφάλεια της Τζαννίνα γίνεται εμμονή που εκδηλώνεται με παρεξηγήσεις, ανησυχίες και επίμονες ερωτήσεις τύπου «πιστεύετε ότι έχω αρχίσει να ασχημαίνω;», κακοδιαθεσία ως κατάθλιψη, παρεμβάσεις στην εμφάνισή της, και φυσικά επιμονή να γνωρίσει τη θεία. Η θεία ανήκει σ’ ένα άλλο σύμπαν, οι γονείς για διάφορους λόγους που δεν εξηγούνται αμέσως αποφεύγουν κάθε επαφή, αλλά τέλος κατάλαβαν ότι η κόρη τους άκουσε την κουβέντα τους και δέχονται τη συνάντηση: να συναντήσει δηλαδή η Τζοβάννα τη Βιττόρια, αλλά μόνη της (γεγονός που προκαλεί κουβάρι συναισθημάτων).
          Η «συνάντηση» -θέλω να μάθω για την ευτυχία 
     Η συνάντηση με την «απαγορευμένη» θεία είναι αποκαλυπτική ενός κόσμου άγνωστου. Η θεία, που η Τζοβάννα τη βρίσκει «εξωφρενικά» όμορφη (μια φάτσα τόσο ζωντανή και αδιάντροπη που ήταν πανάσχημη και πανέμορφη την ίδια στιγμή), είναι καθαρίστρια, ένας τύπος άξεστος, πληθωρικός και λαϊκός∙ μιλάει για τον μεγάλο της έρωτα χωρίς αναστολές, ρίχνει ευθύνες για την αποτυχημένη ζωή της στον πατέρα της ηρωίδας, μιλάει με αισχρόλογα και σκληρά λόγια για τους γονείς της, επιβάλλεται και κυριαρχεί στην ανιψιά της, χορεύουν ξέφρενα μαζί και, τέλος, της αναφέρει για ένα μυστηριώδες βραχιόλι-κειμήλιο, που το χάρισε η Βιττόρια στην Τζοβάννα όταν ήταν μωρό, αλλά εκείνη δεν το είχε δει ποτέ της.
     Το μυστηριώδες βραχιόλι γίνεται αντικείμενο κλειδί, καθώς αλλάζει χέρια σε όλο το βιβλίο και περιβάλλεται από δύναμη ως οικογενειακό κειμήλιο, ενώ η προσωπικότητα της έφηβης στροβιλίζεται γύρω από τη σαγήνη που ασκεί η Βιττόρια: αρχίζει και λέει ψέματα, όχι μόνο στους γονείς αλλά και στις φίλες, η περιέργεια για το παρελθόν διώχνει τις ενοχές για τα ψέματα, γίνεται αφηρημένη, δεν διαβάζει για το σχολείο, ψάχνει το μυστήριο που κρύβει το οικογενειακό παρελθόν του πατέρα. Ο θαυμασμός για τη Βιττόρια κορυφώνεται όταν μαθαίνει ότι είναι φίλη με τη γυναίκα του πεθαμένου εραστή της, τη Μαργκερίτα, και με τα τρία παιδιά της (ο πατέρας σου, η μάνα σου, οι φίλοι τους, σπουδαίοι όλοι τους, δε λέω, έχουν όμως αυτό το μεγαλείο, αυτήν τη γενναιοδωρία;). Άλλωστε, όπως η ίδια η Βιττόρια αποκαλύπτει στην άναυδη Τζαννίνα, μπορεί να το κάνανε με τον Έντσο μόνο…11 φορές, αλλά "αν σ’ όλη σου τη ζωή δεν το κάνεις αυτό όπως το έκανα εγώ, και δν εννοώ έντεκα φορές αλλά έστω μία, δεν έχει νόημα να ζεις". Η Τζοβάννα (που η Βιττόρια αποκαλεί Τζαννίνα) εκπλήσσεται που η θεία της τής μιλά σα να είναι ενήλικη και σοκάρεται με τη σαρκική προσκόλληση στην ηδονή.
     Η ηρωίδα γνωρίζεται με τα παιδιά της Μαργκερίτα που ανήκουν σε άλλη κοινωνική τάξη (φτωχική συνοικία της Νάπολης) και μεταφέρει αυτόν τον κόσμο με καμάρι στις παιδικές φίλες, ενώ ο κύκλος φίλων και γνωστών διευρύνεται. Η σταδιακή απομάκρυνσή της από την οικογένεια -το «κόψιμο του ομφάλιου λώρου»- επιταχύνεται όταν ανακαλύπτει, κάπως τυχαία και τραυματικά, τα ερωτικά παραστρατήματα των τεσσάρων γονέων, που οδηγούν σταδιακά στον χωρισμό και στα διαζύγια. Η ιδέα ότι οι γονείς κάνουν σεξ είναι αποτρόπαιη (εντελώς απρόσμενα εισέβαλλε στη ζωή μας το σεξ αλλά με διόλου ελκυστική μορφή, ένα σεξ που μάλιστα μας προκαλούσε αποστροφή). Η απόρριψη της μάνας από τον πατέρα προκαλεί αναστάτωση, αλλά περισσότερο ενοχλεί η παθητική στάση της μητέρας. Θα περάσουν κάποια χρόνια, προς το τέλος της εφηβείας για να συνειδητοποιήσει ότι το να συγχωρέσει κανείς την προδοσία του συντρόφου προϋποθέτει μεγαλείο ψυχής (ήταν δυνατόν να θεωρώ αδυναμία τη δύναμή της -ναι, τη δύναμή της- αυτόν τον απόλυτο τρόπο της αγάπης της;)
              Εγώ δεν διαβάζω, μένω στην ίδια τάξη και είμαι τσούλα
     Έχουμε επομένως κλασικές αντιδράσεις (έκπληξη, θυμό, ανάγκη αυτοκαταστροφής ή έστω, πρόκλησης) που προδίδουν τη συναισθηματική σύγχυση καθώς οι έφηβες φίλες διαβαίνουν προς την ενήλικη ζωή. Πισωγυρίσματα, ανασφάλειες, ζήλειες ακόμα και προς τη μητέρα, αίσθημα προδομένου, αίσθημα εγκατάλειψης, ανάγκη εκδίκησης. Η σκληρότητα του παιδιού που βλέπει την παιδική ηλικία να παίρνει τέλος, σκληρότητα απέναντι στου άλλους που του προδίδουν την εμπιστοσύνη αλλά κυρίως απέναντι στον εαυτό του (δεν κατάφερνα πια να είμαι αθώα, πίσω από τις σκέψεις μου κρύβονταν άλλες σκέψεις, η παιδική μου ηλικία είχε λάβει τέλος). Η κυκλοθυμία της Βιττόρια αντανακλάται και στην κυκλοθυμία της Τζοβάννα, κι έτσι οι τροχιές τους άλλοτε αποκλίνουν, κι άλλοτε εφάπτονται. Το ψέμα και η… προσευχή μπαίνουν «συστηματικά στη καθημερινότητά της», ενώ τα ερωτηματικά για τον συναισθηματικό κόσμο των ενηλίκων πολλαπλασιάζονται.
     Η περίοδος του οριστικού χωρισμού των γονιών (δυο χρόνια) ήταν σκληρή για την Τζοβάννα (για πρώτη φορά μου φάνηκαν ελεεινοί, έτσι ακριβώς όπως μου τους είχε περιγράψει η Βιττόρια), όπως βέβαια και για τις δυο φίλες της, που χώρισαν κι οι δικοί τους γονείς. Αδιαφορία για το σχολείο (έμεινε στην ίδια τάξη), ψέματα (ψέματα, ψέματα, οι μεγάλοι τα απαγορεύουν και μετά τα ξεφουρνίζουν ένα σωρό), απομόνωση, και το πιο ακραίο: αυτοτιμωρία. Η ανάγκη του Κορράντο (γιος της Μαργκερίτα) για σεξ, βρίσκει αποδέκτη την Τζοβάννα, που όμως νιώθει αηδία. Μισεί τον πατέρα, αγανακτεί με τη μάνα που δέχεται τη στάση του πατέρα («η πραγματική του μεγάλη αγάπη είναι η Κονστάντσα, μαζί της ήταν όλα αυτά τα χρόνια και μαζί της θα πεθάνει», της λέει η μάνα της), μα κυρίως είναι η φάση απόρριψης του ίδιου της του εαυτού που την κάνει να νιώθει ελεεινή και τιποτένια (τώρα πια μέσα μου φούντωνε μια ασυγκράτητη ανάγκη απαξίωσης –μια ατρόμητη απαξίωση, μια μανία να νιώσω ηρωικά αναίσχυντη). Δεν συγκρατεί το θυμό της, εκσφενδονίζει τις προσβολές, θέλει να είναι φρικτή∙ γιατί νιώθει φρικτά και σιχαίνεται τον εαυτό της.
       Ήξερα πως στη ζωή μου τα πάντα θα άλλαζαν
Μέχρι που εμφανίζεται ο έρωτας! σε μια κρίσιμη, αποφασιστική στιγμή αυτοϋπονόμευσης, συναντά τον Ρομπέρτο, ένα νεαρό φοιτητή θεολογίας που βγάζει πύρινους λόγους στην ενορία (μόλις αντίκρισα τον Ρομπέρτο –προτού καν ανοίξει το στόμα του, προτού καν παρασυρθεί από οποιοδήποτε συναίσθημα, ένιωσα μια μαχαιριά στο στήθος μου και ήξερα πως στη ζωή μου τα πάντα θα άλλαζαν). Η μεταμόρφωση είναι σχεδόν ακαριαία, αν και ο Ρομπέρτο είναι δεσμευμένος με την κόρη της Μαργκερίτας, την Τζουλιάνα. Η «ζήλεια» προς τη Τζουλιάνα είναι ανάμεικτη με τη φιλία, μιας και η δύναμη της αγάπης πηγάζει από το ότι εκείνη αγαπά, χωρίς ελπίδα αμοιβαιότητας. Θέλει να γίνει όμορφη… πνευματικά (εφόσον έχει αποδειχτεί ότι είναι «άσχημη»), αλλά, όπως εξομολογείται "είχα πλέον ανακαλύψει ότι ήμουν παλιοχαρακτήρας, μου έρχονταν διαρκώς άσχημα λόγια και πράξεις. Αν όντως διέθετα αρετές, τις έπνιγα εγώ η ίδια σκοπίμως".
     Έτσι, σιγά σιγά αρχίζει μια προσπάθεια όχι να τιμά τους γονείς, όπως υπαγορεύει η εκκλησία, αλλά να αναζητά τον δρόμο να τους προσεγγίσει. Η μεγαλειώδης φράση της μητέρας της ότι «ξεχνάει να μισήσει» τον μοιχό άντρα της, προβληματίζει την Τζοβάννα (είχα την αίσθηση ότι η φράση αυτή απέπνεε κάτι αληθινό, κάτι ζωντανό, και προσπάθησα να σκέφτομαι κι εγώ κάπως έτσι τον πατέρα μου) και η απέχθεια στη δουλικότητα της απατημένης συζύγου γίνεται θαυμασμός για την ανιδιοτελή, απόλυτη αγάπη.
     Η μεταστροφή που περιγράφει με μεγάλη μαεστρία η Φερράντε, αναβαπτίζει τα πράγματα. Η Τζοβάννα όλα τα βλέπει σαν να είναι η πρώτη φορά κι όλα έχουν ένα κρυφό νόημα. Ξαναρχίζει τα διάβασμα, διαβάζει μάλιστα τα… Ευαγγέλια επηρεασμένη από την αγάπη στον Ρομπέρτο αλλά σοκάρεται από τη βαναυσότητα που συναντά εκεί μέσα. Η αγάπη της αλλάζει σιγά σιγά μορφή, τον φαντάζεται ευτυχισμένο στο Μιλάνο όπου φοιτά και το μόνο που εκείνη γυρεύει είναι η εκτίμησή του. Χτίζει σιγά σιγά μια προσωπικότητα μοναδική, χωρίς να αποφεύγει τις εξάρσεις θυμού και χωρίς να ενδιαφέρεται για την εντύπωση που κάνει στους άλλους με τα «νταηλίκια» της, κι όμως γίνεται δημοφιλής, αγαπητή: έχει «τύπο», έχει παρρησία, ντύνεται απλά χωρίς να τονίζει τη θηλυκότητά τη όπως άλλες κοπέλες, κι όμως ελκύει τα βλέμματα και αντιμετωπίζει με εξυπνάδα τις πρόστυχες προσβολές.
    Το σύμπαν συνωμοτεί για να συναντήσει τον Ρομπέρτο, έστω συνοδεύοντας τη Τζουλιάνα, την αρραβωνιαστικιά του, στο Μιλάνο όπου σπουδάζει (οι σκέψεις ενίοτε εκπέμπουν μια αδιόρατη δύναμη, συλλαμβάνουν εικόνες ενάντια στη θέλησή σου και σου τις προβάλλουν μπροστά στα μάτια σου για κλάσματα του δευτερολέπτου). Το σύμπαν μάλιστα ραδιουργεί ώστε να βρεθούν και μόνοι, οι δυο τους στο Μιλάνο…
     Πρόκειται για τη δεύτερη «συνάντηση» του μυθιστορήματος, που δρα καταλυτικά στην προσωπικότητα της ηρωίδας. Άλλωστε, είναι πια δεκάξι χρονών και αντιμετωπίζει με διαφορετική ωριμότητα και τον πατέρα (φαινόταν ξεκάθαρα ότι ήταν δυστυχής μόνο όταν το μυαλό του ήταν κενό και δεν μπορούσε να κρύψει από τον ίδιο του τον εαυτό ό, τι είχε κάνει στη μητέρα μου και μένα/αν από την άλλη αφοσιωνόταν σε κάποιες μεγάλες θεωρίες τις οποίες εμπέδωνε χάρη στα επιμελώς σχολιασμένα βιβλία του, ήταν πανευτυχής, δεν του έλειπε τίποτα). Αναγνωρίζει τη μεγάλη δεινότητα του πατέρα στον λόγο (μπορεί άνετα να με σακατέψει με τον λόγο, είναι μάστορας σ’ αυτό), αλλά και η Τζοβάννα δεν πάει πίσω σε επιχειρήματα και έξυπνους ελιγμούς.
     Οι κουβέντες όμως με τον Ρομπέρτο για τον θεό, την ποίηση, την μεταμέλεια πάνε κατευθείαν στον πυρήνα των ανησυχιών (αυτό είναι ο θεός: μια δόνηση μέσα σ’ ένα σκοτεινό δωμάτιο που δεν βρίσκεις πια το πάτωμά του, τους τοίχους, το ταβάνι του/η ζωή φεύγει μέσα απ’ τα χέρια μου όταν γίνεται οδύνη). Και φαίνεται ότι αντίστοιχα η Τζοβάννα γοητεύει τον Ρομπέρτο ο οποίος ομολογεί : «Τώρα ξέρω γιατί σε θυμόμουν/βάζεις πολλή δύναμη στις λέξεις». Ωστόσο αυτό που τη γοητεύει στον Ρομπέρτο (εδώ η Φερράντε ξεδιπλώνει όλο το ταλέντο στο να νιώσει ο αναγνώστης αυτή τη γοητεία ταυτιζόμενος με την ηρωίδα) δεν είναι τόσο η ευφράδεια ή η διάνοιά του όσο η ζωική του υπόσταση (είναι σαν ένα ζώο που δεν ξεχωρίζει το καλό από το κακό, για εκείνον όλα είναι μια χαρά, γιατί μεταμορφώνει κάθε τι μόνο με το άγγιγμά του και με τέτοιον τρόπο που σε αφήνει με το στόμα ανοιχτό).
     Η ερωτευμένη έφηβη πρώτη φορά ανησυχεί για την εικόνα της (εγώ, από τότε που ξεκίνησε η μεγάλη περίοδος της κρίσης, είχα παραμελήσει επίτηδες τη μανία μου να καλλωπίζομαι). Παρατηρεί με αγάπη και θαυμασμό τη φίλη της Τζουλιάνα, θέλει να εντυπωσιάσει τον Ρομπέρτο έστω και πνευματικά, αλλά κυρίως απολαμβάνει τους καρπούς του ερωτευμένου: νιώθει ότι κάθε μια από τις συναντήσεις της μαζί του, έστω ως φίλη της αρραβωνιαστικιάς του, την κάνει «καλύτερο άνθρωπο», παρόλη τη νευρικότητά της, τις ανασφάλειες και τις τάσεις εντυπωσιασμού. Παίρνει και μέρος με πάθος στις κουβέντες, ενώ παράλληλα ξέρει πότε να σιωπά, πράγμα που το αναγνωρίζει και ο Ρομπέρτο.
            Ήταν αδύνατον να σταματήσω να μεγαλώνω
     Ο ενθουσιασμός της προσέγγισης με τον Ρομπέρτο δίνει την διαύγεια στην Τζοβάννα να βλέπει πιο καθαρά όλες τις περίπλοκες σχέσεις (με πατέρα, μητέρα, μητριά, φίλες, φίλους που της την πέφτουν κλπ), δεν παύει όμως να συνειδητοποιεί ότι ίσως ο Ρομπέρτο είναι υποκατάστατο πατέρα (μόνο που εγώ ένιωθα ότι είχα το ρόλο της κόρης που ακούει και δεν μου άρεσε να νιώθω έτσι, ήθελα να είμαι γυναίκα, μια γυναίκα που αγαπιέται). 
     Καθώς «αναπόφευκτα» μεγαλώνει, συνειδητοποιεί ποιες είναι οι πραγματικές ανάγκες (ήθελα να νιώσω κάτι παραπάνω από ένα χαριτωμένο ή πολύ όμορφο θηλυκό ζωάκι), σε σχέση με τον Ρομπέρτο και τους άλλους φίλους της, σταθεροποιείτην ταυτότητά της και βαδίζει με σθεναρά και συνειδητά βήματα στον "απατηλό" κόσμο των ενηλίκων.
Χριστίνα Παπαγγελή