Παρασκευή, Ιουνίου 27, 2008

Μια εποχή στην κόλαση, Αρθούρου Ρεμπώ

Στην αρχή ήταν μια άσκηση:
κατέγραφα σιωπές, σκοτάδια, αποτύπωνα το αόρατο.
Καθήλωνα ιλίγγους.


Αν θυμάμαι καλά, κάποτε η ζωή μου ήταν έκπαγλη γιορτή[1] όπου άνοιγαν όλες οι καρδιές, και όλα τα κρασιά κυλούσαν.
(…)
Μια νύχτα πήρα στα γόνατά μου την ομορφιά. _Και τη βρήκα πικρή.
Οπλίστηκα ενάντια στην εξουσία.
[2]
(…)
Όρμησα ύπουλα, σαν άγριο θηρίο, να πνίξω κάθε χαρά.
(…)
Η απόγνωση ήταν ο θεός μου. Κυλίστηκα στη λάσπη. Στέγνωσα στον αέρα του εγκλήματος. Ξεγέλασα την τρέλα.
(..)
Σκέφτηκα να αναζητήσω το μυστικό του παλιού ξεφαντώματος, μήπως και ξαναβρώ το κέφι μου.
(…)
Σε ξορκίζω, καλέ μου Σατανά, μη με κοιτάς τόσο άγρια! (..) αποσπώ για σένα, για σένα που εκτιμάς τους συγγραφείς χωρίς περιγραφές και διδαχές, αυτές τις ελεεινές σελίδες από το σημειωματάριο ενός κολασμένου


Από το πρώτο –ομώνυμο- κεφάλαιο


«Ανάπτυξη ενός επιφωνήματος» (!), η πρώτη αίσθηση. Στη συνέχεια η εντύπωση ότι δεν είναι ακριβώς ποίηση, αλλά ούτε και πεζό, ένα είδος εσωτερικού μονόλογου/ παραληρήματος: οι «ελεεινές σελίδες από το σημειωματάριο ενός κολασμένου», ένα προσωπικού χαρακτήρα κείμενο, που θυμίζει μερικές φορές ημερολόγιο αλλά και θεατρικό μονόλογο. Κατάθεση μιας συνείδησης που επιλέγει την «κόλαση», ψάχνει τα όριά της και σαρκάζει τον εαυτό της και κάθε βεβαιότητα, σπάζει τις φόρμες. Δε θα μπορούσε λοιπόν εύκολα να εντάξει κανείς το κείμενο αυτό σε μια γνώριμη κατηγορία· θαρρείς και συνειδητά ο Ρεμπώ έκανε προσπάθεια, όταν αποκρυσταλλωνόταν κάποια συγκεκριμένη μορφή, να την αναιρεί. Σαν τις απελπισμένες προσπάθειες του Pollock να διαλύσει κάθε αναγνωρίσιμο σχήμα για να πετύχει το ά-μορφο, το απόλυτο.
Είναι αυτό που συμβαίνει και στην επαναστατημένη ψυχή. Εξανίσταται μπροστά σε κάθε δεσμό και σύμβαση, μ’ εφηβική ματαιοδοξία και πείσμα απομακρύνεται απ’ την ομορφιά, την εξουσία την ελπίδα, τη χαρά, την πατρίδα, τη θρησκεία. Είναι η πορεία ενός ανθρώπου (ακολουθώντας την πορεία του ανθρώπου;), που διερευνά τα σύνορα της συνείδησης, εκεί που είναι το απαγορευμένο, η αμαρτία, η δυστυχία, η τρέλα. Κι ας έχει «κόστος».
Σ’ αυτό το παρελθόν βλέπω συνεχώς τον εαυτό μου. Μα πάντα μόνος· χωρίς οικογένεια· αλήθεια, τι γλώσσα μιλούσα; Με τίποτα δε μπορώ να φανταστώ τον εαυτό μου σε χριστιανικά συμβούλια ή σε συμβούλια αρχόντων, αντιπροσώπων του Χριστού.
Τώρα είμαι ένας καταραμένος. Η πατρίδα μού προκαλεί φρίκη. Το καλύτερο είναι να βυθιστώ σ’ ένα μεθυσμένο ύπνο στο γιαλό.
Κάθε κατεστημένη αξία καταργείται, αναιρείται, όλα παλεύουν μέσα σε μια συνείδηση που παίζει με «το πάθος της ιεροσυλίας», με τη δύναμη που αντλεί από την ελευθερία να επιλέγει την άρνηση:
Μια φωνή έσφιγγε την παγωμένη μου καρδιά: «αδυναμία ή δύναμη[3]: να σαι, είσαι δύναμη· να πηγαίνεις χωρίς να ξέρεις πού και γιατί· να χώνεσαι παντού, να’ σαι μέσα σε όλα.
(…)
Τίνος να γίνω μισθοφόρος; Ποιο κτήνος να προσκυνήσω; Ποιες καρδιές θα ραγίσω; Από ποιο ψέμα να πιαστώ; Πάνω σε ποιο αίμα να βαδίσω;
Όλα τα εποικοδομήματα του πολιτισμού (γαλατική καταγωγή - απ’ αυτούς κληρονόμησα την ειδωλολατρία και το πάθος της · -αχ! Όλες τις διαστροφές, το θυμό, τη λαγνεία[4]- εξαίσια η λαγνεία- και κυρίως το ψέμα και τη τεμπελιά-, γαλλική καταγωγή, χριστιανισμό, ορθό λόγο, έθνος, επιστήμη) τα διώχνει από πάνω του σα λέπια. Αναζητά το «κλειδί του αρχαίου συμποσίου (“festin”)»:
Το παγανιστικό/αρχέγονο[5] αίμα ξυπνά πάλι μέσα μου!
(…)
Ούτε όμως κι αυτή την άρνηση την υιοθετεί με συνέπεια, αφού αναδιπλώνεται και αυτοαναιρείται αμέσως μετά:
Θα μπορούσα να πεθάνω από επίγειο έρωτα ή αφιερωμένος στο θεό.
Να πετάξω λοιπόν ψηλά σαν αγγελούδι και να παίζω στον παράδεισο, ξεχνώντας κάθε πόνο.
Λαίμαργα περιμένω τον θεό.
Και αργότερα:
Πάει πια το πάθος του ανικανοποίητου. Τη λύσσα, την ακολασία, την τρέλα, που τόσο καλά ξέρω πώς σε ανεβάζουν και πώς σε καταβαραθρώνουν, αυτό το βαρύ φορτίο το πέταξα από πάνω μου. Ας δούμε νηφάλια το μέγεθος της αθωότητάς μου.

Με κάνει και κλαίω η αθωότητά μου.

Κι όμως επιλέγει την κόλαση
.
Ποια είναι η «κόλασή» του, γιατί, ποια κόλαση δεν είναι προσωπική;

Παραισθήσεις αναρίθμητες- αυτές που πάντα με βασάνιζαν: καμιά πίστη στην ιστορία, αδιαφορία για την ηθική.
Μου άξιζε μια κόλαση για τον θυμό μου, μια κόλαση για την υπεροψία μου-και η κόλαση της λαγνείας: μια συμφωνία κολάσεων.
Πεθαίνω από εξάντληση. Ο τάφος κι εγώ, βορά των σκουληκιών, η φρίκη της φρίκης! Σατανά, πας να με διαλύσεις με τα κόλπα σου. Διαμαρτύρομαι, διαμαρτύρομαι! Μια με την πηρούνα, μια στάλα φωτιά.
-‘Ελεος, θεέ μου, κρύψε με, παραφέρομαι! –Κρυμμένος και δεν κρύβομαι.

Μετά τη «Νύχτα κόλασης» ακολουθεί το «παραλήρημα» της «Μωράς Παρθένου» για τον «καταχθόνιο νυμφίο». Κάτι σαν τη θηλυκή συνείδηση /anima, σύντροφο της κολασμένης ψυχής:
Με τις κρυφές του χάρες με σαγήνεψε. Παράτησα τα πάντα για να τον ακολουθήσω. Ζωή κι αυτή!
Η πραγματική ζωή είναι απούσα.
(…)
…τον έρωτα πρέπει να τον επινοήσουμε από την αρχή.
(…)
Το’ ξερα πως δε θα’ μπαινα ποτέ στον κόσμο του. Τις νύχτες πόσες ώρες δεν ξαγρύπνησα πλάι στο λατρευτό κοιμισμένο κορμί, προσπαθώντας να καταλάβω γιατί ήθελε τόσο πολύ να δραπετεύσει από την πραγματικότητα. Τέτοιο πόθο άνθρωπος ποτέ δεν είχε νιώσει. Και έβλεπα –χωρίς να φοβάμαι για κείνον- πως θα μπορούσε να καταντήσει δημόσιος κίνδυνος._ Κατέχει άραγε το μυστικό που θα αλλάξει τη ζωή; Όχι, απαντούσα, απλώς το αναζητεί. Πάντως η φιλευσπλαχνία του φίλτρο μαγικό, κι εγώ είμαι δέσμιά της. Καμιά άλλη ψυχή δεν θα έβρισκε τόση δύναμη – απελπισμένη δύναμη- ν’ αντέξει τη φροντίδα του και την αγάπη του. Εξάλλου, δε θα μπορούσα να τον φανταστώ με κάποια άλλη ψυχή: καθένας βλέπει τον Άγγελό του, ποτέ τον Άγγελο του άλλου.
Το παραλήρημα» του επόμενου «κολασμένου», (κεφ. «Αλχημεία του λόγου») είναι το παραλήρημα μιας καθαρά ποιητικής συνείδησης- με τη φιλοσοφική σημασία του όρου-, κατά τη γνώμη μου το πιο ποιητικό κεφάλαιο του έργου, γιατί καταγράφει σιωπές, σκοτάδια, αποτυπώνει το αόρατο. Καθηλώνει ιλίγγους):
Μου άρεσαν οι γελοίες ζωγραφιές, (…) τα παιδικά βιβλιαράκια, οι παλιές όπερες, τα σαχλά ρεφρέν, οι απλοϊκοί σκοποί.
Επινόησα το χρώμα των φωνηέντων.
(…)
Αγάπησα την ερημιά, τα φρυγμένα περιβόλια, τα παλιοκαιρίσια μαγαζιά, τα αναψυκτικά που είχαν ζεσταθεί.
(…)
Αν κάτι μ’ αρέσει ακόμα,
Είναι οι πέτρες και το χώμα.
(…)
Την ξαναβρήκα!
Ποια; Την αιωνιότητα.
Είναι η θάλασσα που σμίγει
με τον ήλιο.

Χρεός σου
Το πάθος.
(…)
Η δράση δεν είναι ζωή, μα ένας τρόπος να σπαταλάς δυνάμεις, μια αποχαύνωση. Η ηθική είναι η αναπηρία του εγκεφάλου.
(…)
Η ευτυχία ήταν το πεπρωμένο μου, οι τύψεις το σαράκι μου: η ζωή μου ήταν πάντα υπερβολικά τεράστια για να την αφιερώσω στη δύναμη και την ομορφιά.
[6]

Στο κεφ. «Το ανέφικτο», νομίζω η δοκιμασία του πνεύματος φτάνει στο ζενίθ της:
Φυλάξου πνεύμα μου. Όχι βίαιες λύσεις σωτηρίας.
-Μα διαπιστώνω ότι το πνεύμα μου κοιμάται.
Αν εφεξής ήταν ξάγρυπνο, θα κατακτούσαμε αμέσως την αλήθεια, που ίσως μας περιβάλλει με τους θρηνωδούς αγγέλους της.
Αν ήταν διάπλατα ξάγρυπνο πάντα, θ ‘ αρμένιζα στο πέλαγος της σοφίας!
(…)
Αυτή η στιγμή της εγρήγορσης, μου χάρισε το όραμα της αγνότητας.

Το «πρωινό» βρίσκει τον κολασμένο σε μια κάποια κάθαρση, αφού συνειδητοποιεί ότι «μόνο με πατερημά και Παναγία Δέσποινα μπορώ να περιγράψω την κατάστασή μου! Δεν ξέρω πια να μιλώ!
Κι όμως, σήμερα νομίζω πως τέλειωσα την αφήγηση της κόλασής μου. Ήταν στ’ αλήθεια κόλαση: η πανάρχαια, εκείνη που ο υιός του ανθρώπου άνοιξε τις πύλες της
. ( τι πρόκληση για τους θρήσκους!)
(…)
Δηλώνει ξεκάθαρα την κατάντια της Δύσης έναντι του πνεύματος της Ανατολής, πράγμα που φαίνεται κι απ’ την τελευταία φράση που καταργεί τον –δυτικό- δυϊσμό σώματος/πνεύματος:
Μπορώ να γελώ με τις παλιές, ψεύτικές μου αγάπες και θα είμαι ελεύθερος να κατακτήσω την αλήθεια σ’ ένα σώμα, μια ψυχή[7].

Το «Μια εποχή στην κόλαση» θεωρώ ότι είναι από τα λίγα έργα των οποίων την αξία σφραγίζει η ζωή και ο χαρακτήρας του συγγραφέα, σε αντίθεση με τη θεωρία της αυτονόμησης του έργου από τον δημιουργό του. Η συνείδηση που πάσχει και πασχίζει δεν μπορεί να είναι ακαδημαϊκό κατασκεύασμα, δε μπορεί να είναι ανεξάρτητη από το βίωμα ενός μάρτυρα, ενός ανθρώπου δηλαδή που μαρτυρεί, που αποδεικνύει με τον τρόπο ζωής του το κύρος αυτών που γράφει (το ίδιο δεν έγινε με τον Σωκράτη ή με τον Χριστό;-αν κι αυτοί δεν παραδώσαν γραπτό έργο). Οι αντιφάσεις και οι οριακές συνειδητοποιήσεις του πνέυματος μόνο μέσα από το βίωμα/μαρτυρία μπορούν να γίνουν αποδεκτές (κοινώς, «άμα δεν το “ζήσεις”, δεν καταλαβαίνεις). Έτσι, αν κανείς σκύψει στη ζωή και δράση του Ρεμπώ, θα μείνει έκπληκτος με την άστατη, τυχοδιωκτική και αμοραλιστική του στάση ζωής, και με το πώς αυτό το έργο- το μόνο που εκδόθηκε όσο ζούσε- εκφράζει την «αλλοπρόσαλλη» - για τα κοινά δεδομένα- δράση του αλλά και τη μετέπειτα σιωπή του.
Άλλωστε, είναι ένα κείμενο τόσο σύνθετο και πολυπρισματικό, που επιτρέπει στον καθένα να βλέπει τον εαυτό του μέσα, σαν σε καθρέφτη. Ο θρήσκος θα εστιάσει στην αντιφατική αλλά κι ερωτική σχέση με τον θεό, ο μηδενιστής στην έλλειψη παρηγοριάς και νοήματος- προσωπικά εστίασα τη υπαρξιακή αγωνία ενός ανθρώπου που τολμά και «παίζει» με το απαγορευμένο, ξεθεμελιώνει κάθε κληρονομημένη βεβαιότητα, έρχεται αντιμέτωπος με το μηδέν, δοκιμάζει τη δύναμη της άρνησης. Αρνείται και σαρκάζει ακόμα και τον εαυτό, και σκύβει με περιέργεια να δει τι απέμεινε.
Κι επειδή, όσο υπάρχουν άνθρωποι, πάντα κάποια ανήσυχα κι εξ-αιρετικά πνεύματα αναζητούν τα όρια της συνείδησης με οποιοδήποτε τίμημα, η διαχρονικότητα κειμένων όπως το «Μια εποχή στην κόλαση», φαίνεται από τις ομοιότητες με τον παρακάτω, προσωπικό μονόλογο ενός ανώνυμου σύγχρονου έφηβου:

Θα τρελαθώ· νιώθω να βρίσκομαι έξω απ’ τον εαυτό μου κι ό, τι με απελευθερώνει μετά να γίνεται δεσμοφύλακας μες στο μυαλό μου. Βλέπω να με κυνηγούν πατώντας όπου πάτησα. Οι πόθοι μου με ξεπερνούν και γίνονται αυτό που δεν θέλησα. Θέλω να σκορπιστώ για να βρεθώ μόνος. Πήρα και ομολογώ τις παρανομίες μου και τα σκοτεινά μου βήματα σο άλλο μισό του εαυτού μου το νομοταγές και τίποτα δεν αρνήθηκα απ’ αυτούς τους συμβιβασμούς του. Θέλησα να καθορίσω τα όρια του εαυτού μου. Ποτέ. Ας καθορίσει ο εαυτός τις περιπλανήσεις της σκέψης. Αυτή, η σκέψη, ζητά να φυλακίσει εμένα, προχωράω ά-μορφος, όπως το νερό γεμίζει το ποτήρι, σ’ αυτό που ποθεί να το δεχτεί. Εκμηδενίζω τις προσταγές του μυαλού μου, ζητώ την εφήμερη ικανοποίηση να πάρω μορφή για να γυρίσω στη ροή μου.

Χριστίνα Παπαγγελή


[1]festin: έκπαγλη γιορτή (Λιοντάκης), ξεφάντωμα (Σπάνιας), πανηγύρι
[2] justice: εξουσία (Σπάνιας), δικαιοσύνη (Λιοντάκης)
[3] Faiblesse ou force: τα παρατάς ή συνεχίζεις; (Σπάνιας/ πολύ αυθαίρετο κατά τη γνώμη μου), τόλμη ή δειλία (Λιοντάκης)
[4] Luxure: άσέλγεια (Λιοντάκης), λαγνεία (Σπάνιας). Μεγάλη η απόκλιση στο νόημα.
[5] Paien: ειδωλολατρικός (Σπάνιας, Λιοντάκης), προσωπικά κατάλαβα πολύ περισσότερο το κείμενο, όταν το paien το εξέλαβα ως παγανιστικό/ αρχέγονο/πρωτόγονο
[6] Δική μου μετάφραση.
[7] Οι μεταφράσεις των αποσπασμάτων είναι κατά βάση του Ν. Σπάνια, με κάποιες επιρροές από τη μετ. του Λιοντάκη. Κατανόησα κι αγάπησα το κείμενο μόνο διαβάζοντάς το στα γαλλικά. Γι’ αυτό και μετέφρασα κατά το δοκούν κάποια σημεία. Θεώρησα, φερειπείν πολύ άστοχο το “paien” να μεταφραστεί «ειδωλολάτρης», κατά τη γνώμη μου αλλοιώνεται το κείμενο. Πολλά παραδείγματα παρανόησης θα μπορούσα ν’ αναφέρω.

Πέμπτη, Ιουνίου 12, 2008

Η Μαρία των Μογγόλων, Μαριάννα Κορομηλά

(από το οπισθόφυλλο):
Η κουζίνα του ιστορικού είναι ο τόπος όπου διασταυρώνεται η περιπέτεια της γραφής και η γραφή της περιπέτειας σε μια συναρπαστική αφήγηση. (…) Λεπτομέρειες ιδιωτικού ή δημόσιου χαρακτήρα,θραύσματα από ημερολόγια, από αναγνώσεις…
Μισέλ Φάις

Η "Μαρία των Μογγόλων" είναι ιστορικό πρόσωπο: πρόκειται για τη νόθη κόρη του αυτοκράτορα του βυζαντινού κράτους Μιχαήλ Η΄Παλαιολόγου, που το 1264, σε ηλικία 12 χρονών, ο πατέρας της την έστειλε από τη Νίκαια της Βιθυνίας (τότε πρωτεύουσα του βυζαντινού κράτους) στην πρωτεύουσα του κράτους των Μογγόλων (Μαγούλιων ή Μουγούλιων) για να παντρευτεί τον αδελφό του Κουμπλάι-χαν, τον Χουλαγκού. Για λόγους καθαρά διπλωματικούς.
‘Ενα βιβλίο δηλαδή με κεντρικό θέμα μια πτυχή της ιστορίας που παραπέμπει στο γνωστό μύθο της Ιφιγένειας (εν Αυλίδι, εν Ταύροις). Όμως δεν είναι βιβλίο ιστορικό, ούτε λογοτεχνικό. Πρόκειται για ένα ακόμα αφήγημα της σειράς «Η κουζίνα του ιστορικού» την οποία επιμελείται ο Μισέλ Φάις, και όπου κάθε συγγραφέας «αυτοβιογραφείται», ή μάλλον εξομολογείται με αφορμή μια πνευματική του περιπέτεια. Η Μ. Κορομηλά καταθέτει ουσιαστικά όλη της την εμπειρία που σχετίζεται με την έρευνα γύρω από την «αλήθεια» της ηρωίδας που διάλεξε, το κείμενο έχει καθαρά προσωπικό και βιωματικό χαρακτήρα, τόσο που αναρωτιέσαι ποια είναι η βασική ηρωίδα, η Μαρία ή η …Μαριάννα.
Η συγγραφέας εστιάζει κυρίως στο πρόσωπο της «Μαρίας των Μογγόλων», γιατί, όπως επισημαίνει κι η ίδια αφιερώνοντας αρκετά μεγάλη έκταση, πρόκειται για μια ιστορία τραγικά επαναλαμβανόμενη: για κορίτσια μικρά, από πέντε μέχρι δεκαπέντε, νόθα παιδιά ή νόμιμα βασιλέων ή υψηλά ιστάμενων, που θυσιάστηκαν στο βωμό της διπλωματίας και στάλθηκαν με συνοικέσιο στην άκρη του κόσμου προκειμένου να επιτευχθεί ειρήνη, ανακωχή κλπ. :

Είχα μόνο τη Μαρία κατά νου. Τη Μαρία και τις αμέτρητες Μαρίες. Ήθελα να μιλήσω για ανθρώπινες υπάρξεις, καταστάσεις και πράγματα που παραμένουν στη σιωπή.
Για μένα, η Μαρία των Μογγόλων είναι όλες οι Μαρίες της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Είναι
τα εκατοντάδες κορίτσια που επιβεβαίωσαν διπλωματικές συνθήκες και πολεμικές ανακωχές, ενίσχυσαν την εξωτερική πολιτική του κράτους, κατέστησαν ανεκτίμητες τις αυτοκρατορικές δωρεές προς πολιτισμένους και, κυρίως, απολίτιστους ηγέτες, πρόσφατα εκχριστιανισμένους βαρβάρους, άξεστους φύλαρχους του Καυκάσου, πρωτόγονους κυρίαρχους της Σκυθικής ερημίας (…) Είναι οι ανήλικες Μαρίες, οι πορφυρογέννητες και οι γεννημένες από άνομους έρωτες (σελ.309).
Αυτό το φαινόμενο πήρε μεγάλη έκταση κυρίως την εποχή της παρακμής του Βυζαντίου, όταν δηλαδή τα σύνορα διαρκώς απειλούνταν και συρρικνώνονταν. Ήδη τον 13ο αι. πρωτεύουσα του κράτους είναι η Νίκαια της Βιθυνίας, ο Παλαιολόγος έχει σφετεριστεί την εξουσία, Μογγόλοι, Τάταροι, Σέρβοι, Οθωμανοί κ.α. απειλούν τα σύνορα (εντυπωσιακή η συνειδητοποίηση ότι οι Μογγόλοι ίδρυσαν το μεγαλύτερο κράτος που υπήρξε ποτέ και περιλάμβανε από Κίνα μέχρι Μπρεσλάου της Γερμανίας!)
Η αφήγηση έχει ακατάστατη δομή, εφόσον εξ ορισμού η συγγραφέας ξεδιπλώνει κάπως φλύαρα τις σκέψεις της, τη δική της παιδική ηλικία, τις προσπάθειές της να προσεγγίσει δύσκολα ιστορικά ζητήματα που ξεφεύγουν από την «επίσημη ιστορία», ή να περιγράψει τις δυσκολίες ν’ ανασυνθέσει τη ζωή της Μαρίας των Μογγόλων. Όπως επισημαίνει και η ίδια, δεν επιδιώκει αλλά δεν έχει και τη δυνατότητα -ούτε ίσως την ικανότητα- ν’ αποδώσει μυθιστορηματικά τη ζωή της ηρωίδας της. Το βιβλίο αποτελεί μια περιήγηση στην ιστορία του 13ου αι., με ολοφάνερη την παρουσία της ερευνήτριας και της υποκειμενικότητάς της, με λεπτομέρειες ημερολογίου· ένας εσωτερικός μονόλογος σε ελαφρώς δημοσιογραφικό και αυτάρεσκο ύφος.
Σελ. 145:
Θα ήθελα να διαθέτω τις ικανότητες ενός άριστου τεχνίτη, για να πλάσω μία συναρπαστική μυθιστορία. Θα ήθελα να μπορώ να γράψω έναν εσωτερικό μονόλογο στο όνομα αυτής της γυναικείας ύπαρξης· στο όνομα όλων των γυναικείων υπάρξεων που δωρήθηκαν από τον πατέρα τους, για να εξυπηρετηθούν συμφέροντα, δημόσια ή ιδιωτικά.
Ο βασικός καμβάς, η τραγική ιστορία δηλαδή της Μαρίας είναι από μόνη της συναρπαστική. Βέβαια, τα ιστορικά στοιχεία είναι ελάχιστα, και το παζλ συμπληρώνεται με υποθέσεις και εικασίες: Η πορεία είναι μακρά (μάλλον πεντάμηνη) κι επίπονη (γοητευτική η έρευνα για την πιθανή διαδρομή Κ/λη –Τραπεζούντα- Άλπεις του Ανατολικού Πόντου- Ταυρίδα- λίμνη Ουρμία- Μαραγκέχ), κι όταν πια έφτασε στον προορισμό της, ο Χουλαγκού είχε πεθάνει κι έτσι …παντρεύτηκε τον τριαντάχρονο διάδοχο Αμπακά! 17 χρόνια έμεινε παντρεμένη ωσότου πέθανε κι ο Αμπακά, κι η Μαρία επιστρέφει στην Κ/λη πια, για να ζήσει σε μοναστήρι της Χώρας ως «Μελάνη η Μοναχή», αφήνοντας ως σημάδι αιωνιότητας ένα περίφημο ψηφιδωτό που την παριστάνει να προσπέφτει ικέτης του Χριστού. Πέρα απ’ αυτές τις φοβερές για την εποχή στροφές της μοίρας, πολλές είναι οι ενδείξεις ότι έπασχε και από αιμοφιλία. Τέλος, σύμφωνα με τις εικασίες της Κορομηλά, πρέπει να ήταν αποφασιστικής σημασίας η συμβολή της στο να βοηθήσουν οι Μογγόλοι τους Βυζαντινούς όταν η Νίκαια απειλήθηκε απ’ τον Οσμάν το 1307. Αυτός είναι κι ο λόγος για τον οποίο πιστεύει ότι λατρεύτηκε απ’ τους βυζαντινούς, κι ότι αυτή είναι που εικονίζεται στο περίφημο ψηφιδωτό της Μονής της Χώρας.
Δεν είναι όμως μόνο η ιστορία της Μαρίας που προκαλεί το ενδιαφέρον αυτού του βιβλίου. Παρά τις αδυναμίες αυτής της συνεχούς αυτοαναφορικότητας (η παρουσία της συγγραφέως είναι πολύ έντονη, κατά τη γνώμη μου παραπάνω απ’ όσο θα’ πρεπε. Οι συνεχείς αναφορές σε μνήμες της είναι κουραστικές και φλύαρες πολλές φορές. Δε διστάζει να παραθέτει όλες της τις σκέψεις, αλλά και δικές της προσωπικές στιγμές σε βαθμό που κουράζει. Απ’ την αρχή του βιβλίου μας δίνει να καταλάβουμε ότι ένα είδος πνευματικής συγγένειας την έφερε κοντά στη Μαρία των Μογγόλων. Κατά τη γνώμη μου δε διαφαίνεται αυτός ο βαθύτερος δεσμός, δε δικαιολογείται αυτή η ταύτιση), παρά λοιπόν τις αδυναμίες αυτής της αυτοαναφορικότητας, δεν μπορεί κανείς να μη «σταθεί» σε σημεία εντυπωσιακά κι αξιοθαύμαστα:
· Βλέπεις βήμα προς βήμα τις δυσκολίες που συναντά ο ερευνητής όταν προσπαθεί να κάνει μια τομή στην ιστορία, σε μια εποχή και μια περιοχή ανεξιχνίαστη. Βλέπεις με τρόπο χειροπιαστό πόσο ρευστά και διαχρονικά είναι όλα κατά βάθος. Κι ακόμα, πόσα στοιχεία μένουν έξω από την επίσημη ιστορία που μαθαίνουμε στα σχολεία ή απ’ όπου εστιάζει ο εθνικός προσανατολισμός.
· Προσωπικά γοητεύτηκα από τα οδοιπορικά της συγγραφέως στα βάθη της Ανατολής, προκειμένου να ξαναζωντανέψει το μακρύ ταξίδι της 12χρονης Μαρίας από τη Νίκαια στην Σανγκτού (αυτή ήταν η πρωτεύουσα των Μογγόλων τότε, στα σύνορα με την Κίνα κι όχι το Καρακόρουμ). Με έπεισε η εμμονή της ότι η ιστορία προϋποθέτει «καλλιεργημένη γεωγραφική συνείδηση» («είναι καθοριστική η σημασία των γεωγραφικών συντεταγμένων στη λειτουργία του ιστορικού γίγνεσθαι»), αλλά και γνώσεις γεωργίας και …κτηνοτροφίας (ιδιαίτερα εφόσον οι λαοί αυτοί είχαν αγροτοκτηνοτροφική οικονομία). Η μελέτη των Μογγόλων που ήταν νομάδες και ξακουστοί ιππείς, και θεμελίωσαν τη δύναμή τους σ’ αυτά τα δυο την ανάγκασε να μελετήσει τα μογγολικά άλογα! (Σκέφτομαι πόσο έξω πέφτουμε όταν αγωνιζόμαστε να μάθουμε ιστορία διαβάζοντας βιβλία, βιβλία, βιβλία, δίχως να γνωρίζουμε τίποτα για τον ίππο και την ιπποδύναμη, έναν απ’ τους βασικότερους παράγοντες που κινητοποίησαν τις εξελίξεις επί τέσσερις χιλιάδες χρόνια).
· Μ’ εντυπωσίασε το πάθος της να ταξιδεύει για να γνωρίσει από κοντά και να στηρίξει τις υποθέσεις της συνδυάζοντας όλους αυτούς τους παράγοντες. Χιλιάδες χιλιόμετρα, όπως λέει, ως ξεναγός αλλά και ως ερευνήτρια, προκειμένου να εντοπίσει τις Σελεύκειες, τις Αντιόχειες, τις Απολλωνίες κλπ.
Τα μεγάλα ταξίδια δεν ήταν για μένα η μεγάλη φυγή, όπως πίστευα παλιότερα. Ήταν η ευεργετική διαδικασία της επιστροφής. Στα λησμονημένα μέρη της συλλογικής εμπειρίας ξανάβρισκα ένα κομμάτι του εαυτού μου και, αφήνοντας τους άλλους να μιλήσουν, έγραφα από την αρχή τα στοιχεία της ταυτότητάς μου.
· Βρήκα πολύ πειστικά όσα γράφει για τη …χρήση της φωτογραφικής μηχανής:
(σελ. 99)
Επί χρόνια δεν ήθελα να κουβαλάω φωτογραφική μηχανή. Όχι μόνο γιατί είναι μπελάς και βάρος. Αλλά σου αποσπά μέρος της προσοχής, σε καθοδηγεί προς άλλου είδους εικόνες, διασπά τη συνέχεια, σε κάνει να κυνηγάς τα στιγμιότυπα, σε παρασύρει σε αδιακρισίες και, πολλές φορές, σε καθιστά στόχο. Με τη μηχανή τονίζεις ακόμη περισσότερο την παράταιρη παρουσία σου. Υπάρχει και ο αντίλογος. Πάντως προτιμούσα την άσκηση του μνημονικού για την καταγραφή των ορατών, με όσα απ’ τα στοιχεία του βιωμένου περιβάλλοντος είχα τη δυνατότητα να συγκρατήσω.
(…) Κάποια στιγμή όμως τρόμαξα. Γυρίζοντας σε μέρη που είχα αποτυπώσει στον νου μου, διαπίστωνα τη ραγδαία φθορά και δεν πίστευα στα μάτια μου. Ήτανε σαν να τα είχα φανταστεί, τέτοιας έκτασης είναι η αλλοίωση.
· Τέλος, άπειρες ιστορικές αναφορές με πολύ μεγάλο ενδιαφέρον, όπως η σημασία του πολιτισμού των Μογγόλων και η επιρροή του στην εξέλιξη των άλλων πολιτισμών ( Χρειάστηκα χρόνια για να καταλάβω ότι το πέρασμά τους έκοψε κυριολεκτικά τη ροή της ιστορίας σε ολόκληρη την Ανατολική Ευρώπη όπως και στο μεγαλύτερο μέρος της Ασίας +++), η σημασία της Καισάρειας ως πόλης με κομβική σημασία και άλλες παρόμοιου τύπου «τομές».

· Περισσότερο όμως με γοήτεψε αυτή η επιμονή στο πώς συνδέει τον «τρόπο ζωής» (που τον συνάγει ακόμα κι απ’ το παρόν) με την ιστορική πορεία λαών και κρατών:
Μ’ ενθουσιάζει η μικρογεωγραφία. Συνδιαλέγομαι με το φυσικό περιβάλλον, τις απέραντες αλάνες, τα ορεινά μονοπάτια, τα βαρετά τοπία, τα βαλτοτόπια, Όταν φτάσω σε μια πόλη, αρχίζει η πλήξη. Αυτό που βαριέμαι περισσότερο είναι τα αξιοποιημένα μνημεία, τα προβεβλημένα αξιοθέατα, τα καλοβαλμένα μουσεία, όλα αυτά που πρέπει να δει ένας ξένος.
Ταξιδεύω μελετώντας άτλαντες και χάρτες. Στράφηκα, όμως, αρκετά εγκαίρως, προς τη βιωμένη εμπειρία, τον προφορικό λόγο, την ακατάγραφη μαρτυρία. Γνώρισα από κοντά τους άγνωστους τόπους, επανατοποθέτησα τους ανθρώπους, πάσχισα να τους καταλάβω.
Είμαι μανιώδης ωτακουστής και εμπειρότατος παρατηρητής· ρέκτης της παραμικρής λεπτομέρειας· λάτρης των μικρών και καθημερινών και αενάως επαναλαμβανομένων πραγμάτων.
Ηχογραφώ με ευλάβεια προσωπικές ιστορίες· ξεχωρίζω από διαίσθηση τις ενσυνείδητες ή ασυνείδητες επιστρώσεις, αναγνωρίζω τις ανάγκες για κοινωνικές συμβάσεις, τις λαμβάνω υπόψη μου, γιατί κι αυτές, μολονότι δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, ανήκουν στο υλικό της ιστορίας- όλα εξελίσσονται, μεταπλάθονται, υπηρετούν νέες μυθολογίες.

Χριστίνα Παπαγγελή