Δευτέρα, Ιανουαρίου 22, 2024

παλιές και νέες χώρες, Ισίδωρος Ζουργός

Όμως στην πραγματικότητα τίποτα ευθύγραμμο δεν συμβαίνει. 
Η αφήγηση μιας ιστορίας είναι ένας ουροβόρος όφις,
ένα φίδι που τρώει την ουρά του.
Είναι ο κυκλικός χρόνος, το άπαν και το μηδέν
ως ένα λαίμαργο ερπετό.
     Μια παράξενη ερωτική -και όχι μόνο- ιστορία που βασίζεται σε μια απίστευτη φάρσα εξελίσσεται στα τέλη του 19ου αιώνα με αρχές του 20ου, ανάμεσα στη Θεσσαλονίκη, την Αθήνα και την Σύρο. Κυρίως όμως στη Θεσσαλονίκη, που όλοι γνωρίζουμε πως ήταν ένα σπουδαίο εμπορικό, πολυπολιτισμικό κέντρο, βασικό οθωμανικό λιμάνι της Μεσογείου (εδώ δεν είναι Ελλάδα, είναι μόνο ένας τόπος όπου μένουν και Έλληνες), και την εποχή αυτή δοκιμάζεται από τα ιστορικά γεγονότα (γκρέμισμα τειχών, άνοδος κεμαλισμού, βαλκανικοί πόλεμοι, απελευθέρωση). Και η Ερμούπολη όμως την ίδια περίοδο διαδραμάτιζε κεντρικό ρόλο στην οικονομία των «παλαιών χωρών», ενώ η Αθήνα επεκτείνεται σταδιακά ως πρωτεύουσα, έχοντας ως σημαντικό επίνειο τον Πειραιά που διαδέχεται σε εμπορική σημασία την Σύρο.
     Βασική ηρωίδα του βιβλίου και αφηγήτρια η Θεσσαλονικιά Λεύκα Κηρομάνου, κόρη κτηματομεσίτη και σαράφη, μια γυναίκα σκληρή («στρίγκλα» για όσους την γνώριζαν από κοντά), που μέσα στην ανδροκρατούμενη κοινωνία της εποχής συναλλάσσεται με του πελάτες σαν άντρας, όταν αναγκάζεται να πάρει τα ηνία του ανταγωνιστικού αυτού επαγγέλματος απ’ τον πατέρα της. Από τις πρώτες σελίδες όμως ο αναγνώστης καταλαβαίνει ότι μια βαθιά πληγή την καίει, ένας έρωτας βαθύς και τραυματισμένος, που την ωθεί να τον καταγράψει όταν πια το αντικείμενο του πόθου έχει φύγει από τη ζωή (τώρα που θα γράψω τη ζωή σου, έτσι θα φροντίσω κι εγώ: θα έχω το χειρόγραφο τυλιγμένο σε μάλλινο πανί, για να το προστατέψω απ’ τις βροντές και τις αστραπές όσων δεν σε συνάντησαν).
     Θετή κόρη του έμπορου Στάθη Κηρομάνου, που για βιτρίνα είχε μαγαζί με σαπούνια στην Εγνατία αλλά ουσιαστικά έκανε κρυφές δοσοληψίες (ασχολούνταν με πολλά, ήταν μαγαζάτορας, περιστασιακά κτηματομεσίτης, όμως πιο πολύ σαράφης και στα άφεγγα τοκιστής). Ορφανή από -την θετή- μητέρα που την έχασε όταν ήταν 14 χρονών, ανέλαβε τις δραστηριότητες του πατέρα της όταν αυτός πέθανε, με αποφασιστικότητα και σκληρότητα απέναντι στους οφειλέτες, έχοντας να κάνει με «σκληρά καρύδια» κάθε λογής, με Ρωμιούς, Τούρκους, Φραντσέζους και Εβραίους ανταγωνιστές. Έχει ήδη μάθει τα μυστικά του τοκισμού από τον πατέρα της κι έχει διαμορφώσει τη φιλοσοφία της χωρίς ηθικές αναστολές (είναι κοινό μυστικό πως το χοντρό χρήμα βρίσκεται στην τοκογλυφία), κι ενώ ο πατέρας της ήταν πιο συγκρατημένος χωρίς μεγάλα ανοίγματα, συμπαθής σε όλους και είχε στην πιάτσα την φήμη «λυπησιάρη», εκείνη ήταν «σκύλα», φιλόδοξη, φιλοχρήματη και αδίστακτη. Η Λευκή δεν ήθελε ούτε γάμους, ούτε σπουδές, αλλά «μόνο παράδες». Έφτασε στο σημείο μάλιστα να προσλάβει και έναν παλιό κατάδικο, ένα απωθητικό ρεμάλι, για να «πείθει» τους οφειλέτες (η συμφωνία μας ήταν ρητή και ξεκάθαρη: εκείνος θα έσπαζε τα δάχτυλα κι εγώ θα τον πλήρωνα μια λίρα το κάθε δάχτυλο).
     Μια αντι-ηρωίδα, θα λέγαμε, μάλλον αντιπαθητική στον αναγνώστη, αν εξαιρέσει κανείς την ευάλωτη πλευρά της, αυτήν που όπως είπαμε γνωρίσαμε ήδη από την τρίτη σελίδα… Και η ευάλωτη αυτή πλευρά αποκαλύπτεται χάρη στην ακατανίκητη έλξη που νιώθει απέναντι στον Αθηναίο Μιχαήλ Δέδε, μια έλξη που αναστατώνει όλες τις αξίες και τις βεβαιότητές της και προκαλεί την ευφυΐα της και το κοινωνικό της κύρος (η ζωή μου, σου το ορκίζομαι αυτό, χωρίζεται στο πριν σε γνωρίσω και στο μετά). Γιατί ο Μιχαήλ είναι το άκρως αντίθετο: αντισυμβατικός, αντικοινωνικός, ευκολόπιστος μέχρις αφέλειας, κι ευσυγκίνητος.
     Μια «περσόνα συγγενική του πρίγκηπα Μίσκιν», όπως λέει ο ίδιος ο συγγραφέας σε συνέντευξή του, ένας άνθρωπος «σημαδιακός και παράταιρος», έξυπνος αλλά αντικομφορμιστής, με ενδιαφέροντα που αποκλίνουν από τις προσδοκίες των -θετών- γονέων και συμπεριφορά που ντροπιάζει τους ευγενείς κύκλους της πρωτεύουσας (έδειχνε ανεπηρέαστος απ’ την αμηχανία του κόσμου γύρω του, ιδιαίτερα όταν αυτός άθελά του την προκαλούσε). Έχει επιστρέψει μετά από επτά χρόνια από την «Εσπερία» (από το Παρίσι-Λονδίνο όπου βρισκόταν για νομικές σπουδές) στο αρχοντικό της Αθήνας. Δείχνει ιδιαίτερη αδυναμία στην μεσήλικη/γεροντοκόρη και πιστή υπηρέτρια (από την οποία ζητά σαν διψασμένος ιστορίες απ’ το χωριό, με ληστές κλπ), ενώ αδιαφορεί για τις επαγγελματικές προτάσεις του μεγαλέμπορου πατέρα του, αυτόχθονα «νοικοκυραίου» Γεώργιου Δέδε · οι αυθόρμητες αντιδράσεις του αγγίζουν τα όρια της απρέπειας, ενώ η αδυναμία του στον Ιούλιο Βερν (που μάλιστα τον συνάντησε στη Γαλλία) είναι ακατανόητη. Το μεγαλύτερο ναυάγιο ήταν η επίσκεψη στον επίσης συντηρητικό έμπορο θείο Περικλή, στην Ερμούπολη, ο οποίος σχημάτισε άκρως αρνητική εικόνα για τον ανιψιό του (όσο σε παρακολουθώ, μάλλον έχω καταλάβει ότι είσαι απ’ αυτούς που ζητάνε να αλλάξουν τον κόσμο).
     Ο Μιχαήλ δεν θεωρεί τον εαυτό του ικανό ούτε για εμπόριο, ούτε για κοινωνικούς αγώνες, ωστόσο όταν του ζητούν να πει ιστορίες από την Εσπερία (Παρίσι, Λονδίνο) κι από τους σπουδαίους συγγραφείς που γνώρισε, απαντά: «δεν έχω εικόνα από συγγραφείς, έχω όμως αρκετή εμπειρία από την ανθρώπινη δυστυχία, αν σας ενδιαφέρει…», δίνοντας μια ζοφερή εικόνα της «πόλης του φωτός» με ανάπηρους στρατιώτες, ζητιάνους, φτωχούς, πόρνες κλπ. Γενικότερα, στους αριστοκρατικούς (μεσοαστικής τάξης) κύκλους της οικογένειας δείχνει νέος χωρίς συγκρότηση, ζει σ΄έναν κόσμο ονειρικό, προτιμά να παίζει με τα πεντάχρονα στις βεγγέρες, βουρκώνει εύκολα, είναι αδέξιος στον χορό, έχει ατημέλητη εμφάνιση και «άξεστους τρόπους».
     Η σχέση με τον πατέρα παρουσιάζει ενδιαφέρον: η επιστροφή του γιου σηματοδοτεί μια περίοδο απαιτήσεων εκ μέρους του (είναι ώρα για δουλειά, δε νομίζεις;), στις οποίες βέβαια ο Μιχαήλ δεν ανταποκρίνεται στο ελάχιστο, ενώ το οικογενειακό μυστικό της υιοθεσίας φαίνεται να βασανίζει τον τριαντάχρονο νεαρό (είμαι ευγνώμων που μου είπατε έγκαιρα την αλήθεια, κι ας την θάψαμε κατόπιν σαν να μην υπήρξε). Κάποια στιγμή γίνεται εμφανές ότι ήρθε «για να πάρει απαντήσεις» πάνω στο θέμα της καταγωγής του. Και «ακούμε» τον ίδιο τον Μιχαήλ να μιλά για τον εαυτό του μέσα από την επιστολή που έστειλε στον πατέρα του όταν έφυγε από Αθήνα για Θεσσαλονίκη.
Λευκή και Μιχαήλ
     Δύο αντιδιαμετρικές προσωπικότητες λοιπόν, θα λέγαμε, με βασικό κοινό στοιχείο αυτό της υιοθεσίας, που ήταν εκτεταμένη την εποχή εκείνη λόγω του ότι η χολέρα του 1854 άφησε πολλά παιδιά έκθετα (ορφανά της χολέρας σε κείνα τα χρόνια του πολέμου στην Κριμαία και του συμμαχικού αποκλεισμού της Αθήνας). Ένα μοιραίο συνδετικό στοιχείο πάνω στο οποίο θα στηθεί η φάρσα του συμφοιτητή τους και θα χτιστεί μια σχέση… αδερφική, με αμοιβαία ανεκτικότητα που θα εξελιχθεί σε φιλία, σε αγάπη και σε συγκρατημένο, ενοχοποιημένο έρωτα. Με αναδρομές από το σήμερα (1911) στο παρελθόν (δεκαετία του 1880), και με αφηγήτρια σε α΄ πρόσωπο την Λευκή, ελάχιστες επιστολές του Μιχαήλ, ή το γ΄ενικό του παντογνώστη αφηγητή, ο αναγνώστης σχηματίζει μια σύνθετη εικόνα των γεγονότων, αλλά κυρίως του ψυχογραφικού χάρτη των δύο τόσο διαφορετικών χαρακτήρων («sui generis»), που στην ουσία συναντιούνται στην διαφορετικότητά τους.
     Ένα σπαρταριστό επεισόδιο με αφορμή την ζωηρή υπηρέτρια αναγκάζει τον Μιχαήλ να φύγει από την Αθήνα και να γυρέψει την Λευκή στη Θεσσαλονίκη, ακόμη τουρκοκρατούμενη. Βρισκόμαστε στα 1885, οι δυο ήρωες είναι περίπου τριάντα χρονών. Η Λευκή όχι απλώς έχει σαγηνευτεί, αλλά έχει μεταμορφωθεί σε τρυφερή ύπαρξη με την παρουσία αυτού του άντρα, που δεν τον νοιάζει καθόλου η γνώμη του κόσμου, που παραμυθιάζεται ακόμα με τις ιστορίες του Ιουλίου Βερν, που μιλάει ακόμα και για συγχώρεση των βιαστών στην περίπτωση του άγριου βιασμού της Λευκής στην καρβουναποθήκη, που εξομολογήθηκε σε καλόγερο τον παράτυπο έρωτά του. Έναν άνθρωπο απρόβλεπτο, που όταν έμαθε τις βρομοδουλειές της ήταν έτοιμος να την παρατήσει (τι έκρηξη θυμού ήταν αυτή και τι κρεσέντο εντιμότητας;), που δεν μπορεί να φανταστεί τη ζωή της μακριά του κι ας ήταν απίστευτα διαφορετικός (ας ζούσα καλύτερα δίπλα σου εξαϋλωμένη, μια γυναίκα δίχως σώμα).
     Ο Μιχαήλ απ’ την πλευρά του γοητεύεται από την δυναμική, μυστηριώδη γυναίκα με την οποία συναναστρέφεται, που καταφέρνει να ζει μόνη της και να κρατάει την επιχείρηση του θετού πατέρα της, μια γυναίκα που αντιδρά άμεσα όταν την πνίγει η αδικία. Καταπνίγει τον βαθύ ερωτισμό που νιώθει για κείνη (με αποκορύφωμα την υπέροχη εικόνα που την σηκώνει στα χέρια «βαφτίζει» ημίγυμνη στη θάλασσα για να ξεχάσει τις εικόνες που τη στοιχειώνουν), αλλά -όπως εκμυστηρεύεται στον ξάδερφό του- είναι «έρωτας παράφορος». Παλεύει μ’ αυτόν τον δαίμονα γιατί ζει μέσα σ’ ένα τεράστιο ψέμα (για την ακρίβεια μέσα σε δύο τεράστια ψέματα αν υπολογίσουμε και τις ανέντιμες συναλλαγές της, που επέφερε μεγάλη σύγκρουση μεταξύ τους). Ένα τεράστιο ψέμα που το συντηρεί και το τρέφει η Λευκή , της οποίας τα συναισθήματα είναι αμοιβαία (έτρεμα μην αηδιάσεις απ’ τον κόσμο μου και εξαφανιστείς. Προσπαθούσα την ίδια στιγμή να σου κρύβω αυτό που είχα νιώσει από νωρίς, πως εσύ ήσουν πια ο δρόμος μου).
  Η αποκάλυψη
    Οι τρομερές απαντήσεις γύρω από την καταγωγή του Μιχαήλ αποκαλύπτουν και το ψεύδος πάνω στο οποίο χτίστηκε η ιδιότυπη σχέση των δύο νέων, ένα ψεύδος που ταράζει συθέμελα και τους δύο, αλλά και την οικογένεια του Μιχαήλ. Από κει και πέρα τα γεγονότα είναι καταιγιστικά και καθοριστικά: ο Μιχαήλ εξαφανίζεται απ’ όλους μη δίνοντας σημείο ζωής (μόνο εσύ θα μπορούσες να το κάνεις αυτό. Έγινες φυγόδικος όχι από τον νόμο αλλά από τις ενοχές σου κι από κείνες τις περίεργες περιφορές που έκανε το μυαλό σου). Οι δυο ήρωες περνούν ένα μεγάλο διάστημα βαθιάς μοναξιάς, κι ενώ δεν μαθαίνουμε πολλά για τη ζωή του Μιχαήλ αυτήν την περίοδο παρά αργότερα, η Λευκή αποφασίζει να μείνει στην Αθήνα και να «συνεχίσει τη ζωή της».
     Ποιες συγκυρίες είναι αυτές που θα μπορούσαν να φέρουν κοντά, ξανά, αυτούς τους δύο παρείσακτους της ζωής, ποιες ανατροπές θα γκρεμίσουν τα τείχη τής κατ’ εξακολούθηση απάτης, και με ποιες ψυχικές δυνάμεις οι δύο ήρωες θα σβήσουν το παρελθόν και θα πραγματώσουν ό, τι κρυφά ονειρεύτηκαν; Θα περάσει πολύς καιρός, και ο συγγραφέας αποδεικνύεται μάστορας. Γιατί, βέβαια, οι συνθήκες αυτές είναι άκρως έκτακτες αλλά και οι δύο χαρακτήρες δεν είναι συνηθισμένοι (χωρίς να σημαίνει ότι δεν είναι αληθοφανείς). Οι κεραίες της Λευκής, που ένιωσε να ζει και να υπάρχει αυθεντική και ακέραιη μόνο στη σκέψη του Μιχαήλ (σ’ ένα μόνο ήταν αδύναμη, να ξεχάσει πως υπάρχεις), θα αδράξουν τις ευκαιρίες και για πρώτη φορά στη ζωή της θα προσφερθεί να σώσει την περιουσία του εξαφανισμένου Μιχαήλ από τον αρπακτικό ξάδερφο, αλλά και να βοηθήσει, την μητέρα του. Ουσιαστική βοήθεια, με αγάπη και γνήσια συμπόνια για τη δύσκολη ζωή της μάνας του Μιχαήλ (τι γυναίκα ήμουν τελικά; Γηροκομούσα τη μάνα του άντρα τον οποίο δεν είχα ακόμη αξιωθεί. Νοιαζόμουν και φρόντιζα τη γυναίκα που γέννησε μια οπτασία, μια οφθαλμαπάτη, αυτόν που αναβόσβηνε έναν φάρο στα πιο ανεμοδαρμένα βράχια. (…) Τι άντρας ήσουν εσύ Μιχαήλ, που ούτε την περιουσία σου δεν μπορούσες να προστατέψεις; Σε ποια οικόπεδα του ουρανού και σε ποια αγροτεμάχια της θάλασσας είχες τίτλους κτήσης;)
     Δεν είναι σχήμα λόγου, δεν είναι μεταφορικά τα παραπάνω λόγια της Λευκής. Γιατί ο εξαφανισμένος Μιχαήλ έχει αποσυρθεί από κάθε τι εγκόσμιο, δεχόμενος τη θέση του… φαροφύλακα σ’ ένα ξεχασμένο νησάκι βόρεια από τις Σποράδες, στον φάρο της Ψαθούρας, σ’ αυτόν τον ολίγιστο κόσμο (Βρήκα τελικά τη θέση μου στην αίθουσα της μεγάλης όπερας του κόσμου, ένα κάθισμα στον τελευταίο εξώστη, εκεί όπου αθέατος ατενίζω όλον τον ορίζοντα της αυλαίας). Από τη μεριά του, όταν ο θάνατος των δικών του θα τον κάνει να αποφασίσει να δώσει σημεία ζωής, αυτή η απροσδόκητη προσέγγιση, αυτή η εξαιρετική ενσυναίσθηση εκ μέρους της Λευκής θα λυγίσει τον θυμό που ενδεχομένως συσσώρευε μέσα του.
     Ένα νέο κεφάλαιο ανοίγει στην παράδοξη αυτή σχέση, δύο ανθρώπων ξεχωριστών και αντιδιαμετρικά αντίθετων, σημαδεμένων από μια πολύ ιδιαίτερη μοίρα, που, όπως γράφει η Λιλή Ζωγράφου για τον Καρυωτάκη και την Πολυδούρη, όσο κι αν είναι οι δρόμοι τους διαφορετικοί, θα συναντηθούν στο σύνορο της Μοναξιάς. Έτσι δραπέτες που είναι από τη ζωή, ταιριαστό είναι και το νυχτερινό ταξίδι τους μέσα σε μια βάρκα-καρυδότσουφλο, με την οποία δραπετεύουν μυστικά και κρυφά από την ελεύθερη Ελλάδα στην οθωμανική Θεσσαλονίκη, αποφασισμένοι να ζήσουν μαζί στη γενέτειρα της Λευκής (όπου οι επιχειρήσεις της την περιμένουν).
    Πρόκειται για μια καταπληκτική σκηνή μετάβασης, ένα ιντερμέτζο στο νέο κεφάλαιο της κοινής τους ιστορίας, όπου υπάρχουν και πάλι ανατροπές. Η πυρκαγιά του 1890 στη Θεσσαλονίκη αγγίζει και τη δική τους τύχη, ενώ στη συνέχεια εκδηλώνονται με μαθηματική ακρίβεια όχι όσα τους ενώνουν αλλά όσα τους χωρίζουν. Γιατί, όπως λέει η Λευκή με αφοπλιστική ειλικρίνεια, χρόνια αργότερα -στο συγγραφικό «σήμερα»-, όταν όλα έχουν σταματήσει με τον θάνατο του Μιχαήλ, και «η παράσταση έχει τελειώσει», δεν μπορούσε να θυσιάσει τον εαυτό της. Ούτε κι ο Μιχαήλ άλλωστε, που τίποτ’ άλλο δεν είχε μάθει παρά να είναι αυθεντικός. Έτσι, ενώ συντάσσεται με τις επιθυμίες και τις επιλογές της Λευκής, η καρδιά του τον οδηγεί αλλού. Δεν τελειώνει επομένως σ΄αυτό το απροσδόκητο ξανασμίξιμο η εξέλιξη της σχέσης, η ωρίμανση της προσωπικότητας και του ενός και της άλλης. Αντίθετα, σαν δύο κομήτες που πλησίασαν ο ένας των άλλον και άγγιξαν την εφαπτομένη, στη συνέχεια οι εσωτερικές δυνάμεις τους τους απομάκρυναν, μέχρι που ήρθε καβαλάρης ο ξαφνικός θάνατος.
     Παραμένοντας η Λευκή μέσα σε μια κοινωνία που βράζει (Θεσσαλονίκη 1912), γεμάτη ρωγμές και πλούσια σε αναμνήσεις, ψάχνει μέσα από τη γραφή για απαντήσεις πάνω σ’ αυτόν τον γρίφο που την ανατάραξε, τον άντρα που την αναποδογύρισε συθέμελα, χαρίζοντάς του ένα τέλος αντάξιο της προσωπικότητάς του:
     Στο όνειρό μου έφυγες όπως εκείνος ο παλιός Μιχαήλ, ο εραστής των ταξιδιών του κυρίου Βερν, ο γιος του πλοιάρχου Νέμο. Σε βύθισα στη θάλασσα, για να είναι άγνωστος ο τάφος σου για πάντα. Για να γίνεις κι εσύ ο Κανένας, όπως εκείνος.
Χριστίνα Παπαγγελή

Δευτέρα, Ιανουαρίου 08, 2024

Στα ίχνη της, Christophe Boltanski

Η μητέρα μου είχε άραγε γίνει συγγραφέας από θλίψη,
έχοντας ζήσει κι εκείνη έναν εκτροχιασμό; Ένα ξεστράτισμα;
     Τα ίχνη της μοναχικής, ιδιόρρυθμης και ανεξάρτητης μητέρας του, Φρανσουάζ Λ., ακολουθεί με βήματα ντετέκτιβ ο αφηγητής και συμπρωταγωνιστής Κρις[1], μιας γυναίκας που έζησε μόνη και σχεδόν αγνοημένη τα τελευταία της χρόνια, σ’ έναν ασφυκτικό χώρο στο Παρίσι, γεμάτο φυλλάδια, σημειώσεις, γραπτά, εφημερίδες και… σκουπίδια. Έξι μήνες μετά τον θάνατό της από καρκίνο του πνεύμονα, ο Κρις και η αδερφή του η Αριάν αδειάζουν το διαμέρισμά της μητέρας τους «όπως κατεβάζεις ένα μπουκάλι, μονομιάς, σε μια κατάσταση κοντά στη μέθη, θέλοντας να τελειώσουμε το ταχύτερο, με τη βιασύνη και τον πρωτογονισμό κάποιου που διαπράττει ένα απεχθές έγκλημα». Ωστόσο, σιγά σιγά αποκαλύπτεται στον έκπληκτο Κρις αλλά και στον αναγνώστη ότι πίσω απ’ αυτήν την διακριτική προσωπικότητα που έζησε τα τελευταία χρόνια σαν σκιά, κρυβόταν ένας ολόκληρος κόσμος, ριψοκίνδυνος και σιωπηλά επαναστατικός.
     Με πολλά φλας μπακ αλλά και αναφορές στο παρόν του αφηγητή, αναπαρίστανται θραύσματα μιας ζωής «σπαταλημένης» και λησμονημένης, που έζησε αυθεντικά αλλά χωρίς απαιτήσεις, ούτε καν την προσδοκία να την κατανοήσουν οι κοντινοί της άνθρωποι. Παράλληλα ζωντανεύει αυτή η «χρυσή» εποχή της γαλλικής αμφισβήτησης, τα ταραγμένα χρόνια του πολέμου με την Αλγερία (1954-1962), κατά τα οποία η εξουσία έδειξε το φρικτό της πρόσωπο, και ο φοιτητικός κόσμος σε απάντηση οργανωνόταν αυτόματα για να κάνει το όραμα μιας δίκαιης κοινωνίας εφικτό. Είναι η εποχή που κυοφορεί τον Μάη του ’68.
     Ο αυθεντικός τίτλος του πρωτότυπου είναι «Le guetteur», δηλαδή, «αυτός που παρακολουθεί». Μία περίεργη συγκυρία «παρακολουθήσεων» διατρέχει το έργο… Αρχικά στο επίπεδο του «σήμερα» ο γιος, ο Κρις, ανιχνεύει κάθε στοιχείο που θα μπορούσε να του δώσει απαντήσεις στο «ποια ήταν πραγματικά» η μητέρα του (π.χ. η γυναίκα που νόμιζα πως ήξερα δεν έγραφε). Έχει αφήσει πίσω της ένα δωμάτιο σκοτεινό, ακατάστατο, που μυρίζει τσιγαρίλα και χλωρίνη, με πολλές άχρηστες σημειώσεις και προσπάθειες αρχινισμένες να γράψει αστυνομικό μυθιστόρημα (όπου κι εδώ έχουμε έναν «guetteur», ως μυθιστορηματικό ήρωα). Ο δικός μας «guetteur» προσπαθεί, διαβάζοντας αυτές τις ημιτελείς προσπάθειες, να μπει στους μαιάνδρους της σκέψης της Φρανσουάζ. Ποτέ ωστόσο δεν θα μπορούσε να υποψιαστεί ότι η μητέρα του στα νιάτα της ήταν η ίδια στόχος ενός δικτύου παρακολούθησης, ως μέλος αντιστασιακής, παράνομης οργάνωσης, και είχε μάλιστα και ψευδώνυμο, Σοφί.
     Ο Κρις, δημοσιογράφος και μεταφραστής στο επάγγελμα, είναι συνηθισμένος στην ανασύσταση κειμένων (ένιωθα περισσότερο αρχαιολόγος παρά οικοδόμος. Από ένα σωρό πέτρες έπρεπε να αναπαραστήσω κάτι εξαφανισμένο, έναν αρχαίο τρόπο ζωής, έναν ξεχασμένο πολιτισμό). Η μητέρα του των τελευταίων χρόνων, μια γυναίκα-φάντασμα, πάντα εξαντλημένη, θολή, χλωμή, διακριτική και ολιγαρκής, ποτέ πιεστική σαν μάνα -δεν έκανε ποτέ κάποια κίνηση για να κρατήσει τον γιο της κοντά της. Ο οποίος τώρα, μετά θάνατον, πίσω από την κοινότοπη και σιωπηλή ζωή της ανακαλύπτει ψήγματα από ένα παρελθόν, που αποκτούσαν ένα βάθος κι ένα μέγεθος απρόβλεπτο (επισκεπτόμουν τον τόπο ενός εγκλήματος στο οποίο είχα γίνει συνένοχος. Ήταν μάταιο να σβήσω τα σημάδια της παρουσίας μου. Δεν κινδύνευα να ενοχοποιηθώ από τα ίχνη μου, αλλά από την απουσία τους. Ήμουν ένοχος για μη αρωγή ανθρώπου σε κίνδυνο). Αυτά που ανακαλύπτει ανασυνθέτουν έναν κόσμο που δίνει νόημα στο ασήμαντο. Κόκκοι άμμου που αφηγούνται ένα εξαφανισμένο κόσμο/αποσπάσματα, μικρά τίποτα, διάστικτες γραμμές που αρκεί κανείς να τα ενώσει για να ανασχηματιστεί μια ολόκληρη ζωή. Λίστες, κινήσεις λογαριασμών, έξοδα, καταγεγραμμένη κάθε λεπτομέρεια μέχρι και… κάθε τσιγάρο που κάπνιζε!
     Ο συγγραφέας- αφηγητής δεν νιώθει μόνο τύψεις επειδή παραμέλησε την μοναχική μητέρα, ούτε επειδή προς έκπληξή του ανακαλύπτει μια πολύ δυναμική και ενεργή γυναίκα έτοιμη να κινητοποιηθεί ανά πάσα στιγμή, να τρέξει να βοηθήσει όλους τους καταραμένους της γης, με αξίες και κοινωνικό όραμα. Αρχικά, διστάζει να ξεφυλλίσει τα «μπλε τετράδια» των λογοτεχνικών της πειραμάτων (διάλεξε στην τύχη κάποια που τα «έσωσε» απ’ την καταστροφή), αλλά και τις σημειώσεις: Δεν μου ανήκαν. Όταν τα πήρα είχα την εντύπωση ότι διέπραττα κλοπή, ότι λεηλατούσα έναν τάφο ή ότι χάκαρα έναν σκληρό δίσκο. Σφετεριζόμουν το παρελθόν μιας γυναίκας που δεν είχε ανοιχτεί ποτέ σε κανέναν, ούτε καν στα παιδιά της. Δεν είναι όμως μόνο η ενοχή της αδιακρισίας, αλλά και η ανησυχία μήπως πίσω από το προπέτασμα της αδιαφορίας και της παραίτησης ανακαλύψει δυστυχία και πόνο (μίσος, χολή, κάτι μαύρο, πολύ μαύρο).
     Ωστόσο, δεν ανακαλύπτει ίχνη προσωπικής δυστυχίας αλλά ευαίσθητες χορδές σχετικά με τα προβλήματα του κόσμου… Η Φρανσουάζ, μέσα από τα θραύσματα της γραφής της προσανατολίζεται σε «μια λογοτεχνία που αποσκοπεί λιγότερο στο να λύσει ένα αίνιγμα από το να δείξει τη μαυρίλα της κοινωνίας». Ζει σ’ ένα «νουάρ» σύμπαν όπου τα σύγχρονα προβλήματα (ομοφοβία, μεταναστευτικό, AIDS, κλπ) την φέρνουν κοντά στους περιθωριακούς, τους φτωχούς, τους απόκληρους. Από τότε που φοιτήτρια ακόμα ερωτεύτηκε και εκείνος την παράτησε, σταμάτησε τις σπουδές της, και βυθίστηκε στην κατάθλιψη, απαρνούμενη το πατρικό σπίτι της (θέλει να γίνει ταυτόχρονα περισσότερο και λιγότερο αστή από τους γονείς της, πιο σικ, πιο καλλιεργημένη, αλλά ταυτόχρονα πιο ελεύθερη, πιο μποέμ). Διάβαζε, ονειρευόταν, βαριόταν, έπινε και κάπνιζε υπερβολικά, και προσχώρησε σ΄έναν ιδιότυπο ακτιβισμό, στις αριστερίστικες ομάδες (όπου γνώρισε και τον πατέρα του Κρις). Πίσω από την απάθεια και την φαινομενική παραίτηση κρυβόταν μια γυναίκα νευρική, σε εγρήγορση, σε επιφυλακή (Ήταν μια οργισμένη γυναίκα. Ήθελε για πολύ καιρό να αλλάξει τον κόσμο. Δεν υπήρχε υποταγή μέσα της, ούτε εξέγερση, αλλά μάλλον μια γενική απεργία, μια διαρκής κατάληψη, δεκάδες εκατομμύρια λεπτά σιωπής).
     Μέσα από τα άπειρα σημειώματα ο Κρις συνειδητοποιεί ότι η μητέρα του συμμετείχε σε όλων των ειδών τις διαδηλώσεις, συναντήσεις, εκδηλώσεις, μοίρασμα προκηρύξεων κλπ ενώ η γκάμα του ακτιβισμού ήταν τεράστια: πόλεμος κατά της ανεργίας, της θανατικής ποινής, του ρατσισμού κλπ κλπ. (έβραζε κάτω από την επιφανειακή της υποτονικότητα/ένα καζάνι διαρκώς έτοιμο να εκραγεί).
     Ωστόσο οι εκπλήξεις δε σταματούν εδώ, αντίθετα η επίμονη έρευνα , σε συνδυασμό με κάποια παράδοξα ευρήματα, δημιουργεί στον… ιχνηλάτη αφηγητή κάποια ερωτήματα: πόσο την επηρέασε ο Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος (είναι ένα παιδί του πολέμου/ ζηλεύει τους μεγαλύτερούς της. Σκέφτεται πως παρά δέκα χρόνια έχασε την ευκαιρία να λάβει μέρος στην αναρρίχηση σε αυτό το τεράστιο και επιβλητικό βουνό); γιατί η μητέρα του, στα χρόνια της απομόνωσης είχε προσλάβει ιδιωτικό ντετέκτιβ; Γιατί είχε τέτοια εμμονή με τον Τάλους Τέιλορ, τον γείτονά της (παρεμπιπτόντως ήταν ο δημιουργός του γνωστού καρτούν Barbapapa), για τον οποίο πίστευε ότι χρηματοδοτούσε κάποιον γείτονα για να την… παρακολουθεί; Ποιος είναι ο αόρατος διώκτης από τον οποίο προσπαθεί επί ματαίω να διαφύγει; Ποια είναι η σχέση της με τους Αλγερινούς (που δεν τους ήξερε καθόλου) και τι είναι αυτό που την έκανε να αλλάξει και να ενταχτεί στον αγώνα προς υπεράσπισή τους; ποια ενοχή θα μπορούσε να δικαιολογήσει τις πράξεις και τη στάση ζωής της (όπως δήλωσε και η ψυχολόγος της στον Κρις, «κάτι που είχε κάνε, είχε παρακάνει ή είχε δεν είχε κάνει;»).
 Να’ τοι ξανά, μόνοι εναντίον όλων,
με τις απαγορευμένες και πλέον ανώδυνες κινήσεις τους,
τα ξύλινα αλογάκια τους, μισοκωμικοί, μισοτραγικοί,
να δίνουν έναν αγώνα που, όπως λένε,
δεν είναι καν δικός τους.
     Μέλη αρχικά διαφόρων αριστερών γκρουπούσκουλων με ήπια ακτιβιστική δράση (δεν είναι άνθρωποι του σκοταδιού αλλά του μισοσκόταδου), ο «διοπτροφόρος» συμφοιτητής (ο πατέρα του Κρις) και η Φρανσουάζ-Σοφί εντάσσονται στην «Jeune resistance» (η πρώτη οργάνωση που αντιστάθηκε στον πόλεμο της Αλγερίας). Μια ήπια δραστηριότητα («agit-prop», δράση και προπαγάνδα) που δεν τους ενώνει ακριβώς με τους «Αδελφούς», με το μεγάλο αντιστασιακό κίνημα αλλά αποτελεί παρακλάδι. Χωρίς οι ίδιοι να είναι Αλγερινοί, κάποια στιγμή απειλούν να περάσουν στη δράση χωρίς να γνωρίζουν καλά καλά τι εννοούν μ’ αυτό. Ο πατέρας, με το ψευδώνυμο Κριστόφ, κι ο Ζαν Κλωντ μαζί με τον βιβλιοπώλη Μπαρμπιέ στήνουν δίκτυο, διαθέτουν όπλα, βλέπουν παντού συνωμότες/ζουν μέσα σε μια διαρκή ψύχωση ενός πραξικοπήματος ή ενός εμφυλίου πολέμου, τους διακατέχει ένας φόβος που είναι ταυτόχρονα φανταστικός και πολύ πραγματικός, καθώς τροφοδοτείται από έναν άλλον πόλεμο, βρώμικο, χωρίς όρια, έναν πόλεμο ολοκληρωτικό που διασχίζει τη Μεσόγειο από τις αρχές της άνοιξης σαν αποδημητικό πτηνό, μεταφέροντας στο γαλλικό έδαφος το δικό του μερίδιο από δολοφονίες, ξεκαθαρίσματα λογαριασμών, βασανιστήρια, ανατινάξεις. Είναι η εποχή που φουντώνουν τα αντιστασιακά νεανικά κινήματα, που προσδοκούν τη «Μεγάλη Βραδιά», τη μεγάλη ταξική επανάσταση.
     Η μικρή επαναστατική ομάδα στην οποία προσχωρούν εκπροσωπείται από τον μελαμψό άντρα με τα πολλά ονόματα (Ματζούμ Μπενζαρφά, ο «Μαύρος», Μαρσέλ, Άρμστρονγκ). Είναι μέρος της σύνθετης πυραμιδωτής δομής του FLN[2]. Ο αφηγητής/συγγραφέας ψάχνει πρόσωπα της εποχής και αναζητά μαρτυρίες μεταφέροντάς μας σ’ αυτόν τον κόσμο της περιθωριακής παρανομίας, σ’ έναν απέλπιδο αγώνα όπου «η ιστορία εξήντα χρόνια μετά εξακολουθούσε να τους διαφεύγει». Σ’ αυτό τον κόσμο όπου προσχώρησε σιγά σιγά και διακριτικά η μητέρα, μοιράζοντας φυλλάδια και περιοδικά, μαζί με όλους αυτούς που αντιστέκονταν στον φασισμό (κομμουνιστές, αναρχικούς, τροτσκιστές κλπ): αποκλεισμένη από τις παραγωγικές δυνάμεις, είχε υιοθετήσει αρκετά φυσικά τη μεγάλη υπόθεση της εποχή της, όλους τους «χωρίς», τους χωρίς δουλειά, τους χωρίς χαρτιά, τους χωρίς στέγη, τους χωρίς όνομα, τους χωρίς πρόσωπο/ ήταν μια αγκιτάτορας, μια εξεγερμένη, μια Wonder Woman του ακτιβισμού, ένα δονκιχωτικό πλάσμα που αναζητούσε συνεχώς ανεμόμυλους για να επιτεθεί. Καθώς είναι υπεράνω υποψίας, της ανατίθεται να κρύψει βασικά στελέχη της οργάνωσης -πιθανόν και του αρχηγού του FLN-, που φυσικά η Γαλλική Αστυνομία, σε συνεργασία με την DST (Υπηρεσία Αντικατασκοπείας), ανακαλύπτει και συλλαμβάνει, δεν δίνει ωστόσο σημασία στην Σοφί/Φρανσουάζ, έχοντας στόχο μόνο να φτιάξει το οργανόγραμμα της Ομοσπονδίας του FLN,και μετά δυο τρεις ημέρες ζοφερής κράτησης αφήνεται ελεύθερη.
     Αυτά είναι κάποια απ’ τα βασικά στοιχεία της παρελθοντικής ζωής της Φρανσουάζ-Σοφί, της «Κοντορεβυθούλας», της δυναμικής γυναίκας που ανακάλυψε ο Κρις πίσω από την παραιτημένη γυναίκα που λίγο πριν τον θάνατο μόνο απ’ το κάπνισμα δεν είχε παραιτηθεί. Μέσα από πολλούς μάρτυρες που με κόπο εντοπίζει, προσπαθεί να σχηματίσει το παζλ μιας σύνθετης ζωής, αλλά και μιας σκληρής εποχής με ασυγχώρητα εγκλήματα από την γαλλική Κυβέρνηση.
     Χωρίς ποτέ να μπορέσει να ανασυστήσει και να συμπληρώσει όλα τα κενά της αφήγησης μιας ζωής, ο guetteur μας ωστόσο συνειδητοποιεί για την μητέρα του: 
     Η μητέρα μου προσπαθούσε να επανασυνδέσει τα νήματα, να ξαναβρεί τη νεότητά της, την εποχή της αθωότητάς της ή της ενοχής της, μια πρώτη ζωή, ίσως τη μόνη, την αληθινή, να την ξαναπιάσει από εκεί που την είχε αφήσει, σαν να επιδίωκε ματαίως να επανακκινήσει μια ταινία που είχε μπει εδώ και πολύ καιρό σε παύση.
Χριστίνα Παπαγγελή

[1] μόνο μια φορά αναφέρεται το όνομά του, και όψιμα υποψιάζεσαι ότι πρόκειται για αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα
[2] https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%95%CE%B8%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CF%8C_%CE%91%CF%80%CE%B5%CE%BB%CE%B5%CF%85%CE%B8%CE%B5%CF%81%CF%89%CF%84%CE%B9%CE%BA%CF%8C_%CE%9C%CE%AD%CF%84%CF%89%CF%80%CE%BF_(%CE%91%CE%BB%CE%B3%CE%B5%CF%81%CE%AF%CE%B1)