Πέμπτη, Μαρτίου 22, 2018

Γκόλεμ, Pierre Assouline


Θα’ ρθει άραγε μια μέρα που η μνήμη της ανθρωπότητας
θα διατηρείται περισσότερο μέσα στο πυρίτιο παρά στους νευρώνες;

Ο τίτλος σηματοδοτεί πολύ εύστοχα το περιεχόμενο αυτού του ιδιότυπου βιβλίου επιστημονικής φαντασίας, εφόσον ο συγγραφέας με μυθιστορηματικό τρόπο προσεγγίζει και αποδομεί τον θρύλο αυτόν της εβραϊκής παράδοσης. Το «γκόλεμ» αποτελεί μια φιλοσοφική αλληγορία που αναφέρεται στο «πανάρχαιο και πάντα ζωντανό προμηθεϊκό όνειρο του ανθρώπου να φτιάξει ένα τεχνητό άνθρωπο, κατ' εικόνα και καθ' ομοίωση του» [1]. Η λέξη συναντιέται στους Ψαλμούς του Δαυίδ με την έννοια του «ακατέργαστου» πλάσματος, ενώ στην εβραϊκή παράδοση κυκλοφορεί ο μύθος του Ραβίνου Ιούδα Λεβ που έζησε στην Πράγα τον 16ο αιώνα και προσπάθησε να δώσει ζωή στο Γκόλεμ, στο ανθρώπινο ομοίωμα από πηλό.
Η παρέμβαση του ανθρώπου στον άνθρωπο, και μάλιστα στις νοητικές του ικανότητες (εισχωρώντας στον εγκέφαλο) ήταν κάτι που ανέκαθεν απασχόλησε τον άνθρωπο από ηθική άποψη, μόνο που στην εποχή μας φαίνεται ότι η επιστήμη βρίσκεται πολύ πολύ κοντά. Τα φιλοσοφικά και ηθικά προβλήματα που ανεγείρουν οι δυνατότητες της νευροχειρουργικής, της βιοτεχνολογίας κλπ δημιουργούν την ανάγκη διαρκούς εγρήγορσης και μελέτης συνολικής, καθώς και πολιτικής  απόφασης να κατοχυρωθούν βασικά δικαιώματα του ανθρώπου, όπως είναι το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού του. Οι όροι τρανσουμανισμός[2] και μεταουμανισμός που συναντάμε στο βιβλίο δεν ξέρω αν είναι δόκιμοι επιστημονικοί όροι, αλλά δείχνουν την υπαρκτή προσπάθεια επιστημόνων -και όχι μόνο- να υπερβούν τα όρια του ουμανισμού/ανθρωπισμού, με κριτήρια που είναι αμφισβητήσιμα. Οι όροι βιοηθική, νευροθεολογία, βιοτεχνολογία κλπ εμπλέκονται φυσικά σε όλα αυτά τα ζητήματα «εξέλιξης του ανθρώπινου είδους» που βρίσκονται πίσω από το απλοϊκό  -για αφελείς- επιχείρημα «γιατί να περιμένουμε την εξέλιξη του ανθρώπινου εγκεφάλου αφού μπορούμε να επιταχύνουμε αυτήν την εξέλιξη με τεχνικά μέσα;».
Όλες αυτές οι σκέψεις ξυπνούν καθώς διαβάζουμε το βιβλίο και ταυτιζόμαστε με τον πρωταγωνιστή  Γκυστάβ Μεγέρ, τον  ήρωα -«γκόλεμ», που εν αγνοία του υπέστη τεχνικές «ρυθμίσεις» στον εγκέφαλο και η αποκάλυψη αυτή τον κάνει να νιώθει «τέρας».
Ο Μεγέρ είναι Γάλλος, ζει στο Παρίσι με τη γυναίκα του και την κόρη του, είναι πρωταθλητής στο σκάκι, έχει απίστευτες ικανότητες και μνήμη, αλλά είναι επιληπτικός. Υποφέρει από πονοκεφάλους, γι’ αυτό και επισκέπτεται συχνά το Νευροχειρουργικό τμήμα του νοσοκομείου, εμπιστευόμενος τον φίλο του και κορυφαίο νευροχειρουργό Ρομπέρ Κλαπμάν. Τη ρουτίνα της ιατρικής του επίσκεψης εκεί σπάει η αιφνίδια σύλληψή του ως κύριου υπόπτου για τη δολοφονία της γυναίκας του (σε τροχαίο αλλά με «φόνο από απόσταση», δηλ τηλεκατευθυνόμενα).
Δεν είναι τυχαίο πρόσωπο και η Μαρί Μεγέρ, ίσως είναι και το πρόσωπο-κλειδί, αν και ο θάνατός της απ’ την αρχή του βιβλίου δεν μας αφήνει να την δούμε ως δρων πρόσωπο. Η Μαρί είναι/ήταν ακτιβίστρια, αγωνιζόταν ενάντια στην εκμετάλλευση των φαρμακευτικών εταιριών και μέσα από το μπλογκ της κατήγγελλε επί πέντε τουλάχιστον χρόνια τη διαφθορά στον ιατρικό κλάδο και διάφορες διοικητικές αυθαιρεσίες, εντόπιζε ηθικά διλήμματα και φυσικά προκαλούσε τα ανάλογα σχόλια. Το μπλογκ της αυτό θα αποτελέσει και το νήμα μέσα από το οποίο ο διωκόμενος ήρωας θα επικοινωνήσει με την κόρη του Έμμα ώστε να δοθεί η τελική λύση στην επιστημονικού τύπου-θρίλερ αστυνομική ιστορία στην οποία εξελίσσεται το μυθιστόρημα.
Παρακολουθούμε τον μεταμφιεσμένο Γκυστάβ Μεγέρ να εξαφανίζεται από προσώπου γης για να αποφύγει την αστυνομία, παράλληλα όμως να αναρωτιέται και να ψάχνει το μυστικό της δολοφονίας της γυναίκας του (είχε καταντήσει περιπατητής-ρομπότ στα γρανάζια της αστικής μυρμηγκοφωλιάς). Προτού όμως εγκαταλείψει το Παρίσι και περιπλανηθεί στο Λονδίνο και στη συνέχεια στις πόλεις της Κεντρικής Ευρώπης , καταφέρνει με έξυπνο τρόπο να διεισδύσει τα αρχεία του Κλαπμάν και να αποκαλύψει τα σχέδια και τις φιλοδοξίες του φίλου του, των οποίων ο ίδιος υπήρξε θύμα. Ο χειρουργός δεν αρκέστηκε στο να εγχειρίσει την επιληψία, αλλά εμφύτευσε ηλεκτρόδια στον Μεγέρ ώστε να επαυξήσει την μνημονική του ικανότητα και να τον κάνει ασυναγώνιστο στο σκάκι!
Η αποκάλυψη αυτή πέφτει σαν κεραυνός στον Μεγέρ, δημιουργώντας του προβλήματα ταυτότητας, εφόσον είναι άγνωστα πλέον τα όρια ελεύθερης βούλησης και βιολογικών προδιαγραφών. Δεν έχει εμπιστοσύνη στην ίδια του τη συνείδηση, δεν ξέρει «αν είναι τέρας», δεν ξέρει αν έχει συναισθήματα ή αν όλα αυτά είναι «φυτευτά». Η περιπλάνηση στην κεντρική Ευρώπη ενός ανθρώπου που νιώθει όχι μόνο προδομένος αλλά απόκοσμος, χαρίζει στον αναγνώστη τις πιο ωραίες σελίδες του βιβλίου, αν και οι πάρα πολλές αναφορές στο «Γκόλεμ» (σε ποιήματα, στο κινηματογραφικό έργο του Πάουλ Βέγκενερ), καθώς και στην εβραϊκή παράδοση και θρησκεία με κούρασαν. Κάποια στιγμή μάλιστα φοβήθηκα ότι θα υπάρχει ένα είδος «προπαγάνδας» του ιουδαϊσμού, αλλά γρήγορα διαψεύστηκα γιατί ο ήρωάς μας δεν είναι καθόλου θρησκευόμενος, απλώς δεν έκλεινε την καρδιά του στην αλήθεια, ούτε τα’ αυτιά του στον λόγο του Θεού. Η αναζήτηση του Γκυστάβ δεν είναι τόσο θρησκευτική όσο πολιτισμική (να υπάρχει κάτι ιερό περισσότερο παρά κάτι υπερβολικά θρησκευτικό). Ωστόσο, είναι απόλυτα κατανοητή η ψυχολογία του ανθρώπου που προσπαθεί να ανατρέξει στο παρελθόν (όχι μόνο το δικό του αλλά και της ανθρωπότητας) για να καταλάβει το παρόν και να μπορέσει να αντιμετωπίσει το μέλλον. Π.χ. τηρεί τα εβραϊκά έθιμα όπου βρίσκεται, για να διατηρεί έναν ιερό δεσμό με τον χρόνο (αφού ο χρόνος μάς ξεπερνάει, το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι να τον αντιμετωπίσουμε όσο καλύτερα μπορούμε). Όσο αφορά π.χ. την εβραϊκή εβδομάδα, που αν δεν την εφηύραν οι Εβραίοι, την διέδωσαν πάντως, ο Γκυστάβ σκέφτεται ότι την έβδομη ημέρα, στιγμή αιωνιότητας, όλα σταματούν και αρχίζουν απ’ την αρχή. Αποτραβιόμαστε και διακόπτουμε. Δίνουμε χρόνο στο εαυτό μας έξω απ’ τον χρόνο. Είναι η μοναδική στιγμή  όπου η μέρα δεν θέλει να γνωρίσει κανένα άλλο γεγονός εκτός απ’ αυτό. Τούτη η στιγμή υπερβατικής λαχτάρας σε καλέι να κατανοήσεις τα όρια.
Μ’ αυτόν τον τρόπο περιδιαβαίνει την Ευρώπη και τους δρόμους του πνεύματος ο Γκυστάβ Μεγέρ, και, μέσα στην προσπάθειά του να στηριχτεί στη συλλογική μνήμη, έρημος και μόνος, βρίσκεται αντιμέτωπος με πρωτοφανή διλήμματα. Η μνήμη του συνέθλιβε τον εγκέφαλό του/είχε χάσει την ικανότητα να μπορεί να διαχειρίζεται αυτή τη ροή. Κατακυριευμένος από τον θρύλο του πήλινου ήρωα καταφεύγει στο γκέτο της Πράγας, στην καρδιά της πόλης του Γκόλεμ όπου η εξέλιξη κορυφώνεται. Από τη μια έρχεται σε επαφή με την κόρη του, από την άλλη αντιμετωπίζει πρόσωπο με πρόσωπο την αλαζονεία του Κλαπμάν. Ο ήρωας παίρνοντας τη ζωή στα χέρια του και δίνοντας λύση -που ικανοποιεί τον αναγνώστη-, δικαιώνεται, ενώ η πράξη του αποτελεί και την απάντηση στα εσωτερικά προβλήματα που τον βασανίζουν.
Χριστίνα Παπαγγελή



[1][1] Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου του Σάββα Μιχαήλ «Γκόλεμ».Με το "γκόλεμ» έχει ασχοληθεί και ο Μπόρχες
[2] Ο τρανσουμανισμός σαν έννοια υπάρχει στο διαδίκτυο: (δια-ανθρωπισμός): http://www.amen.gr/article/transoumanismos-texno-theologia-anthrwpino-proswpo-kai-theologiki-noimatodotisi. Αντίθετα, ο μετααουμανισμός δεν υπάρχει. Παραθέτω μόνο την υπος.20 του βιβλίου: μετεξέλιξη του τρανσουμανισμού, το τέλος του ουμανισμού. Τον όρο διατύπωσε ο Sloterdijk TO 1999 σε ένα συνέδριο για τον Χάιντεγκερ.

Σάββατο, Μαρτίου 17, 2018

Μαίρη, Άρης Φιορέτος


Μια πολύ γλυκιά γεύση αφήνει το βιβλίο αυτό, αν και το θέμα του, εκτός του ότι δεν είναι τόσο πρωτότυπο, είναι ιδιαίτερα σκληρό: μια έγκυος κοπέλα συλλαμβάνεται από τη χούντα το βράδυ της εξέγερσης του Πολυτεχνείου και μετά από φυλάκιση κάποιων μηνών στην οδό Σανταρόζα, αρνούμενη να καταδώσει τους συντρόφους της (ούτε το όνομά της δεν ομολογεί) καταλήγει στη Γυάρο (δεν κατονομάζεται το νησί).
Η διαφορετική οπτική γωνία που προσδίδει ο συγγραφέας στα πασίγνωστα γεγονότα είναι αυτό που κρατά τον αναγνώστη σε αμείωτο ενδιαφέρον:  ο εσωτερικός μονόλογος της νεαρής Μαίρης που προσπαθεί να προστατέψει τη ζωή που κουβαλάει μέσα της ενάντια στη βαναυσότητα φωτίζει από μια άλλη πλευρά, όχι τόσο πολιτική αλλά περισσότερο υπαρξιακή, τη βία της εξουσίας∙ η σωματική ταπείνωση δεν μπορεί να αναχαιτίσει την ευδαιμονία της μητρότητας, ούτε καν τα ηλεκτροσόκ μπορούν να εμποδίσουν την εξέλιξη αυτού του μικρού σπόρου, του «Ήλιου», που σιγά σιγά γίνεται «βερύκοκο» και στη συνέχεια «μανταρίνι» (έτσι πλημμυρισμένη από την πιο τρυφερή έγνοια νιώθω παράλληλα ότι στο υπογάστριο κουβαλάω έναν Ήλιο, τρεμουλιαστό σαν μια χούφτα συμπυκνωμένο θρίαμβο).
Η ηρωίδα αφηγείται σε α΄ενικό και σε χρόνο ενεστώτα τα βιώματά της, σαν σε ημερολόγιο, ανατρέχοντας και στο πρόσφατο ή στο απώτερο παρελθόν. Νοερά απευθύνεται στον Δήμο, τον σύντροφό της -έναν απ’ τους εκφωνητές του Πολυτεχνείου, πολύ πιο πολιτικοποιημένο απ’ την ίδια-, στον οποίο εκείνη τη μέρα προσέτρεξε για να του πει τα ευχάριστα νέα της εγκυμοσύνης και τον οποίο δεν πρόλαβε βέβαια α συναντήσει. Μέσα από τη συνειρμική μονολογική αφήγηση της Μαίρης μαθαίνουμε για το στεγνό, υπερσυντηρητικό οικογενειακό περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσε (αυτή η παρανοϊκή, σαπισμένη οικογένεια), για τον βίαιο πατέρα της και την ψυχρή μάνα της για τους οποίους ντρέπεται ακόμα περισσότερο επειδή είναι καθεστωτικοί, για τον αδερφό της που δραπέτευσε νωρίς από τον κλοιό της οικογένειας για να εξαφανιστεί σε άλλη ήπειρο, τέλος για την ίδια που κάποια αποφασιστικά γεγονότα την έκαναν ξεφύγει  από την «Άλλη Πλευρά» και να δραστηριοποιηθεί με τους φοιτητές.
Οι μικρολεπτομέρειες της καθημερινότητας, όπως τις περιγράφει η ηρωίδα ακόμα από τις πρώτες σελίδες που δεν την έχουν ακόμα μπουντρουμιάσει, είναι γοητευτικές –μας μεταφέρουν στην Αθήνα της δεκαετίας  του ’70 (την γκαρσονιέρα την έπιασε για την ταράτσα. Πενήντα τετραγωνικά κάτω απ’ τον ανοιχτό ουρανό, περικυκλωμένα από  μπουγαδόσκοινα και κεραίες τηλεοράσεων. Περισσότερη ελευθερία δεν μπορείς να βρεις σ’ αυτή τη χώρα) και στο φοβικό κλίμα της χούντας (βγάζω την ταυτότητα και την αφήνω στο τραπέζι. Μπορεί ο κάθε πολίτης να είναι υποχρεωμένος να έχει μαζί του ταυτότητα, αλλά ο Δήμος λέει ότι είναι καλύτερα να πληρώσεις πρόστιμο. «Ο κάθε άνθρωπος έχει το δικαίωμα να είναι ανώνυμος». Νομίζω ότι το έχει διαβάσει στον Γκράμσι).
Η σχέση της Μαίρης με τον Δήμο είναι βαθιά, ουσιαστική πλεγμένη μέσα από σημαντικές λεπτομέρειες όπως η διπλή προσφώνηση «Μαίρη Μαίρη» που τόσο γοητεύει την ηρωίδα (είναι σα να του αρέσω και αμέσως μετά να του αρέσει που του αρέσω∙ κάτι σαν κατάφαση της κατάφασης). Αλλά και σε πιο βαθύ επίπεδο, η απόδραση της Μαίρης από τον κόσμο στον οποίο ανήκε την έριξε σ’ έναν άλλο κόσμο, μεγαλύτερο και πιο οικείο (να μπορείς με κάποιον άγνωστο τρόπο να μπαίνεις χωρίς καμιά δυσκολία μέσα σ’ έναν άλλον άνθρωπο και να ανακαλύπτεις ένα άλλο εγώ από κείνο που γνώριζες). Ο συγγραφέας δίνει σάρκα και οστά σ αυτή την αγάπη, δεν είναι γενική κι αόριστη. Έτσι δεν μας αιφνιδιάζει η αντοχή και η ετοιμότητα της ηρωίδας να αντιμετωπίζει τη σωματική βία και όλες τις φρικτές συνθήκες της φυλακής.
Παρακολουθούμε λοιπόν βήμα βήμα τις ανακρίσεις, τους εκβιασμούς, τις μεθόδους των οργάνων της χούντας μαζί με τα συναισθήματα που όλα αυτά προκαλούν. Κι όχι μόνο συναισθήματα αλλά αναστοχασμούς κι αναδιευθέτηση και νέες συνειδητοποιήσεις και σε σχέση με το παρελθόν, και σε σχέση με το μέλλον (π.χ. Δεν ήταν ότι φοβόμουν τη μαμά. Ποτέ δεν την είχα φοβηθεί. Το μόνο που ήθελα ήταν να μην την βλέπω τόσο συχνά στενοχωρημένη. Μου πήρε καιρό να καταλάβω όοτι δεν υπήρχε και μεγάλη διαφορά). Το μεγάλο όπλο της Μάίρης είναι η ενέργεια που αντλεί από την αγάπη της και από τη ζωή που μεγαλώνει μέσα της. Από κει πηγάζει και η σιωπή που γίνεται δεύτερη φύση. Δε λέει το μυστικό της  σε κανέναν, ούτε στις συντρόφισσες. Γνωρίζουμε και τις συντρόφισσες μία μία, τα ονόματά τους, το παρελθόν τους, τον τρόπο τους να αντέχουν. Βλέπουμε πώς διαμορφώνονται σχέσεις  αλησμόνητες, όπου ο κοινός φόβος, η αηδία κυρίως όμως ο πόνος ενώνει όλους/ες σε ένα σώμα, μια ψυχή. Ιδιαίτερα όταν μεταφέρθηκαν κάποιες  -λίγες- γυναίκες στο «νησί», πριν έρθουν οι πολλοί κρατούμενοι (είχε κλείσει η Γυάρος για ένα διάστημα πριν το Πολυτεχνείο) για να προετοιμάσουν/καθαρίσουν τους χώρους.  
Για ένα μεγάλο μέρος της θητείας της στη Γυάρο, η Μαίρη ήταν τιμωρημένη στην απομόνωση στον περίφημο  πέμπτο όρμο του νησιού, επιφορτισμένη να συμμαζεύει τα σκουπίδια και υποχρεωμένη να επιβιώνει στις υπάρχουσες -η μάλλον στις ανύπαρκτες- συνθήκες. Για μένα αυτό ήταν και απ΄ τα πιο συγκλονιστικά  μέρη του βιβλίου (μαζί με το τέλος που δε θα το προδώσω όμως σ’ αυτήν την ανάρτηση).  Το κυκλαδίτικο γυμνό τοπίο, ο ήλιος, η θάλασσα και οι χιλιάδες αποχρώσεις κατακάθονται στο βασανισμένο σώμα που ωστόσο επιμένει να προστατεύει τη συνέχιση της ζωής -όλα αυτά γίνονται διαλογισμός πάνω στη ζωή και στο θάνατο:
Αρχίζω να μιλώ, δυνατά και καθαρά.
Αλλά δε μιλώ με τη γλώσσα και τον λάρυγγα, παρά με τα μαλλιά, που τα έχω πιασμένα κοτσίδα.
Μιλώ με τα αυτιά μου (…), με τα δάχτυλά μου (…), με τα χέρια μου(…), με τους ώμους μου (…), κλπ κλπ.
Μιλώ με το κορμί μου. Και θα το κάνω κάθε φορά που κάνω μια δουλειά. Όταν τρίβω τα δόντια μου μ’ ένα κλαρί. Όταν μαγειρεύω. Όσο πιο προσεκτική είμαι, όσο περισσότερο συγκεντρώνομαι σ’ αυτό που κάνω και γίνομαι εγώ η ίδια αυτή η προσοχή, τόσο πιο ξεκάθαρα θα μου απαντάει ο κόσμος γύρω μου. Μόνο τότε δε θα χρειάζομαι λόγια, δε θα με κλείνει η σιωπή.
Χριστίνα Παπαγγελή

Παρασκευή, Μαρτίου 09, 2018

Ένας σουλτάνος στο Παλέρμο, Τάρικ Αλί


Σπάνια συμπίπτει η ιστορία του κατακτητή
με την ιστορία του σκλαβωμένου

Πρόκειται για το τέταρτο βιβλίο της γνωστής πενταλογίας του πολιτικού στοχαστή και ακτιβιστή, συγγραφέα Ταρίκ Αλί, στην οποία ξεδιπλώνεται με ποικίλους τρόπους το θέμα της διαχρονικής, ιστορικής σχέσης του Ισλάμ με τον Δυτικό κόσμο (βλ.  Η νύχτα της χρυσής πεταλούδας,  Η πέτρινη γυναίκα,  Στον ίσκιο της ροδιάς). Έτσι, σ’ αυτό το βιβλίο βρισκόμαστε στη Σικιλλίγια (Σικελία) όπου το αραβικό στοιχείο υπερτερεί την εποχή λίγο μετά την κατάκτησή της απ’ τους Νορμανδούς, και πιο συγκεκριμένα στα 1153, επί βασιλείας του Ρουτζάρι (επονομαζόμενου Σουλτάνου), του γνωστού σε μας ως Ρογήρου Β΄. Ο Ρογήρος Β΄[1], όπως λένε και οι ιστορικοί, ήταν ήπιος βασιλιάς και ανέχτηκε όσο ήταν δυνατόν το μουσουλμανικό στοιχείο (τόσο ώστε να μη χάσει την εύνοια των βαρόνων και των Λομβαρδών), ενώ φιλοξένησε στην αυλή του επιστήμονες, μέσα στους οποίους και τον περίφημο Άραβα γεωγράφο, χαρτογράφο και βοτανολόγο Μουχάμμαντ αλ Ιντρισί, γνωστό για το «σπουδαιότερο γεωγραφικό σύγγραμμα του Μεσαίωνα» (που αναγκάζεται να ονομάσει «Βιβλίο του Ρογήρου»), όπως και το εγχειρίδιο φαρμακολογίας σε δώδεκα γλώσσες, το «Βιβλίο των απλών φαρμάκων».  
Ο Ιντρισί λοιπόν, ιστορικό πρόσωπο,  είναι ο βασικός πρωταγωνιστής του βιβλίου, και ο «Σουλτάνος από το Παλέρμο» του τίτλου είναι ο Ρογήρος ο Β΄(όπου σουλτάνος =βασιλιάς), που το 1153 είναι άρρωστος και γνωρίζει ότι σύντομα θα πεθάνει. Οι δύο άντρες είναι φίλοι από την νεότητά τους (η οικειότητα ανάμεσά τους είχε προκαλέσει άφθονα κουτσομπολιά στους δρόμους, τα οποία καλλιεργούσαν οι ευνούχοι του παλατιού) και ο Ρογήρος πάντα συμβουλεύεται τον Ιντρισί στις δύσκολες αποφάσεις, ειδικά όταν αφορούν την ισορροπία ανάμεσα στις δυο διαφορετικής θρησκείας κοινότητες.
Το επιστημονικό και ερευνητικό πνεύμα του Μουχάμμαντ σπρώχνει τον 58χρονο ήρωα (υπό την σκέπη πάντα του προστάτη βασιλιά) στην αναζήτηση της γνώσης, στην αμφισβήτηση, αλλά και στην αποδοχή και μελέτη των χειρογράφων και αλλόθρησκων ερευνητών, εφόσον αυτό που τον ενδιαφέρει είναι η αλήθεια, επιστημονική και ηθική. Έτσι, έχουμε ένα ανοιχτό μυαλό με πολύπλευρα ενδιαφέροντα, που προσπαθεί να εντοπίζει με «αντικειμενικότητα» τις διαφορές ανάμεσα στα δόγματα (ισλαμικό, χριστιανικό) αλλά και τις πρακτικές κάθε κοινότητας (πώς ήταν δυνατόν ο Αλλάχ να έχει μόνο ένα παιδί, τον Ίσα (=Ιησούς); Πώς είναι δυνατόν ο Παντοδύναμος να αποκτήσει μόνο έναν γιο; Και για ποιο λόγο επινόησαν αυτό το ψέμα οι Ναζαρηνοί; Η μόνη εξήγηση ήταν επειδή βρίσκονταν χρονικά πιο κοντά στο ρωμαϊκό κόσμο και τους θεούς του. Ήταν υποχρεωμένοι να προσθέσουν λίγη μαγεία στη θρησκεία τους, προκειμένου να προσελκύσουν πιστούς). Τον συνεπαίρνει ιδιαίτερα η αρχαία ελληνική μυθολογία και η προσωπικότητα του Αλ Χόμα (του Όμηρου), διαβάζει τις αραβικές μεταφράσεις του Ηρόδοτου, Αριστοτέλη, Γαληνού κ.α. και διερευνά τους τρόπους και τις μεθόδους των αρχαίων σοφών στην προσπάθειά του να συντάξει μια παγκόσμια γεωγραφία. 
Στο βιβλίο διαγράφονται αριστοτεχνικά οι τεταμένες σχέσεις των «Ναζαρηνών» με τους μουσουλμάνους (που ουσιαστικά υπερέχουν και αριθμητικά και πολιτιστικά), ενώ ο χριστιανός -Νορμανδός- σουλτάνος περιστοιχίζεται από καλόγερους Φράγκους, Έλληνες που τον πιέζουν να διώξει τους μουσουλμάνους, βαρόνους που εποφθαλμιούν τη δυναστεία των Ωτβίλ, και -τους πιο «βάρβαρους»- Λομβαρδούς που ασκούν εξουσία, κακοποιούν και διώκουν απροκάλυπτα κάποιες φορές το ισλαμικό στοιχείο. Μέσα σ’ αυτό το παζλ λαών διαφορετική θρησκείας και κουλτούρας ο Ιντρισί προσπαθεί με τον ψύχραιμο και φιλειρηνικό τρόπο του να επηρεάσει τον βασιλιά αλλά και τους  ομόθρησκούς  του που είναι έτοιμοι να εξεγερθούν σε κάθε χριστιανική πρόκληση.
Η κρίση κορυφώνεται όταν οι Ναζαρηνοί ζητούν απ’ τον Ρουτζάρι/Ρογήρο το κεφάλι του Φιλίππου, που είναι ο πιο αξιοσέβαστος απ’ τους συμβούλους  του βασιλιά∙ ευνούχος, μουσουλμάνος εκχριστιανισμένος με το ζόρι, στη συνέχεια ασπάστηκε το Ισλάμ από επιλογή, φιλόσοφος και κάτοχος πολλών γλωσσών. Οι κατηγορίες είναι αστείες, αλλά τα αίτια είναι ότι οι εκκλησιαστικοί κύκλοι και οι βαρόνοι φοβούνται τη δύναμη του Φιλίππου. Επιπλέον, ωθούν τους μουσουλμάνους σε εξέγερση ώστε να έχουν το κίνητρο/άλλοθι να τους εξοντώσουν (κάθε ενέργεια θα εκληφθεί ως πρόκληση, πράγμα που θα προκαλούσε λουτρό αίματος). Ο έξυπνος Φίλιππος αντιλαμβάνεται αυτήν την τακτική και αρνείται κάθε προσπάθεια απόδρασης (αν το βάλω στα πόδια και κρυφτώ, θα είναι σημάδι ενοχής και δεν προτίθεμαι να τους προσφέρω αυτήν την ικανοποίηση. Αν έφευγα, η εκδίκησή τους θα στρεφόταν εναντίον σας. Οι καλόγεροι δυσκολεύονται να κρύψουν το μίσος τους για το Παλέρμο). 
Η απόφαση του -εκβιασμένου- Σουλτάνου να θυσιάσει τον πολύτιμο σύμβουλό του, αλλά και του ίδιου του Φιλίππου να παραδοθεί στην πυρά προκαλεί θύελλα αντιδράσεων εκ μέρους των Πιστών (δηλαδή των μουσουλμάνων). Η χριστιανική εκκλησία και οι βαρόνοι με τη σειρά τους στρατολογούν τους Λομβαρδούς, αυτά τα άξεστα κτήνη που συνετέλεσαν στην καταστροφή της μεγάλη αυτοκρατορίας των Ρωμαίων. Ανάμεσα στους Άραβες ξεχωρίζει η μορφή του αλ Φαρίντ, επονομαζόμενου «Έμπιστου», ενός ηγέτη αξιοθαύμαστου, με όραμα και κοινωνική ευαισθησία, που λόγω του ασκητικού τρόπου ζωής του έγινε θρύλος και απέκτησε χιλιάδες υποστηρικτές. Αυτός προτρέπει τα πλήθη να εξεγερθούν, ερχόμενος σε αντίθεση με τον φιλειρηνιστή Ιντρισί.
Πέρα από το ιστορικό ενδιαφέρον που παρουσιάζει το μυθιστόρημα, βλέπουμε πώς μέσα από την καθημερινή ζωή διαγράφεται ένας διαφορετικός πολιτισμός, μια τελείως διαφορετική νοοτροπία που παίρνει σάρκα και οστά μέσα από τις οικογενειακές σχέσεις του πληθωρικού Ιντρισί. Χωρισμένος, με δυο ανόητες κόρες που περιφρονεί ενώ συμπαθεί τους γαμπρούς του και τα εγγόνια του, με έναν γιο εξαφανισμένο κι έναν άλλον σχεδόν πνευματικά διαταραγμένο (που όψιμα ανακαλύπτει ότι έχει εξαιρετικές δεξιότητες κι ενδιαφέροντα).  Με ερωμένη την όμορφη Μάγυα, με την οποία έχει κρυφά μια κόρη την έξυπνη, τολμηρή και αυθόρμητη ‘Ελινορ, αλλά και με την αδερφή της ερωμένης που ζητά την επαφή μαζί του για να κάνει παιδί αλλά τον ερωτεύεται… εν γνώσει της Μάγυα,  γίνεται ξανά πατέρας δυο φορές (καθόλου παράξενο βέβαια στον ισλαμικό πολιτισμό όπου η πολυγαμία για τους άντρες ήταν κανόνας). Όλα αυτά τα πρόσωπα δρουν στο ιστορικό πλαίσιο που είπαμε, αγαπούν, μισούν, διαλέγονται, έχουν αγωνίες και ελπίδες και συνθέτουν ένα πίνακα της εποχής τον οποίο η επίσημη Ιστορία δυσκολεύεται να μας δώσει.
Χριστίνα Παπαγγελή


[1] Ας δούμε λίγο το ιστορικό πλαίσιο της εποχής για να μπούμε στην ατμόσφαιρα:
Από το έτος 999 Νορμανδοί τυχοδιώκτες είχαν φθάσει στη Ν. Ιταλία. Οι Λομβαρδοί, που προσπαθούσαν να αναλάβουν την εξουσία των πόλεων από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, τους πήραν ως μισθοφόρους, αλλά έπειτα από έναν αιώνα οι Νορμανδοί μισθοφόροι κατείχαν την εξουσία των πόλεων. Το 1095 που ο Ρογήρος Α' γίνεται κόμης της Σικελίας, ο εξάδελφός του Ρογήρος Μπόρσα είναι δούκας της Απουλίας και Καλαβρίας και ο άλλος εξάδελφός του Ριχάρδος Β' είναι πρίγκιπας της Κάπουας. Εκτός αυτών στη Ν. Ιταλία υπήρχαν κόμητες, που όφειλαν τυπικά υποταγή σε έναν από τους τρεις αυτούς ηγεμόνες. Το 1101 ο Ρογήρος Α' απεβίωσε και άφησε τον πρωτότοκο, 8ετή υιό του Σίμωνα υπό την αντιβασιλεία της μητέρας του Αδελαΐδας ντελ Βάστο. Αυτός όμως απεβίωσε 4 έτη μετά, οπότε έγινε κόμης Σικελίας ο 9ετής αδελφός του Ρογήρος Β' με τη μητέρα του αντιβασίλισσα.
Ο Ρογήρος Β' έγινε από τους ισχυρότερους βασιλείς της Ευρώπης. Συγκέντρωσε στο Παλέρμο άνδρες όπως ο Έλληνας ιστορικός Νείλος Δοξαπατρής, ο Άραβας γεωγράφος Μουχάμαντ αλ-Ιντρίσι, κά. Επέτρεψε την ανοχή στις γλώσσες, τις φυλές, τη θρησκεία. Για τη διοίκηση του κράτους προσέλαβε πολλούς Έλληνες και Άραβες, που είχαν εκπαιδευθεί στη μακρά παράδοση της κεντρικής διοίκησης. Υπηρετήθηκε από άνδρες διαφορετικής ιθαγένειας, όπως τους ναυάρχους Χριστόδουλο και Γεώργιο εξ Αντιοχείας, τον οποίο έκανε amiratus amiratorum (αρχιναύαρχο) και τον Τόμας Μπρουν kaid (κύριο) της Αυλής. Η Σικελία έγινε ηγέτιδα ναυτική δύναμη της Μεσογείου. (Wikipedia, https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A1%CE%BF%CE%B3%CE%AE%CF%81%CE%BF%CF%82_%CE%92%CE%84_%CF%84%CE%B7%CF%82_%CE%A3%CE%B9%CE%BA%CE%B5%CE%BB%CE%AF%CE%B1%CF%82)