Κυριακή, Νοεμβρίου 25, 2012

Οι ξεριζωμένοι, W.G. Sebald


Για δεκαετίες ολόκληρες οι εικόνες του ξεριζωμού είχαν χαθεί
από τη μνήμη του∙ αλλά τον τελευταίο καιρό, είπε,
 επιστρέφουν και μού χτυπούν πάλι την πόρτα.

Αποκάλυψη ήταν για μένα το μεστό και νοσταλγικό γράψιμο του Sebald. Μια γραφή ταιριαστή με το περιεχόμενο, που το συμπυκνώνει ο τίτλος: πρωταγωνιστές στα τέσσερα αυτόνομα μέρη του βιβλίου (τέσσερις νουβέλες θα έλεγε κάποιος) είναι τέσσερις διαφορετικοί χαρακτήρες, που κοινό τους έχουν τον ξεριζωμό από τον τόπο τους. Παρόλο που πρόκειται για Εβραίους (από την κεντρική Ευρώπη), δεν τονίζεται το εβραϊκό στοιχείο (άλλωστε δεν αναφέρεται στην εποχή του β’ παγκοσμίου πολέμου αλλά κατά κανόνα στον μεσοπόλεμο). Δεν ενδιαφέρει δηλαδή τον συγγραφέα να εστιάσει στο πρόβλημα του αντισημιτισμού. Αντίθετα, θαρρείς αυτή που πρωταγωνιστεί σ’ όλο το βιβλίο είναι η μνήμη (αν και στο motto γράφει αυτό που απομένει/το καταστρέφει η μνήμη). Μέσα από φωτογραφίες που συνοδεύουν το κείμενο, και που έντεχνα εντάσσει ο συγγραφέας στην πλοκή, ξεδιπλώνεται η μνήμη που διεισδύει σε απίστευτα βάθη, σε λεπτομέρειες  που καταργούν το χρόνο. Οι φωτογραφίες αυτές (οικογενειακές, αναμνηστικές, φωτογραφίες παλιών σπιτιών, σχολείων, κλπ) κατά κανόνα παλιές, κρύβουν η καθεμιά τους μια ιστορία, γίνονται ιστορία μέσα από την προφορικού τύπου αφήγηση. Η καταγραφή ωστόσο των λεπτομερειών δεν γίνεται περιγραφική φλυαρία γιατί πάντα αυτές οι λεπτές αποχρώσεις κάτι εξυπηρετούν, σα να στροβιλίζονται γύρω από ένα αόρατο σημαντικό κέντρο. Έτσι, ενώ η πλοκή είναι υποτυπώδης, η εσωτερική πορεία της μνήμης είναι πολυδαίδαλη και πλούσια σε αποστάγματα.
Πέρα όμως αυτά τα οικεία και γραφικά σημεία αναφοράς που αποτελούν οι αναμνήσεις, το ενδιαφέρον του αναγνώστη διεγείρεται από την ιδιαιτερότητα που κρύβουν οι τέσσερις αυτοί χαρακτήρες, που, χάρη στη δύναμη του εκάστοτε αφηγητή (δηλαδή του… συγγραφέα), προσελκύουν όχι μόνο τον ίδιο τον αφηγητή αλλά και τον αναγνώστη. Η «αποκλίνουσα» συμπεριφορά τους είναι τέτοια που φαίνεται σα να χουν ανακαλύψει ένα μυστικό νόημα, αόρατο για τους άλλους, και η απελπισία τους έγκειται στο ότι δεν μπορούν να το «κοινωνήσουν» με τους υπόλοιπους. Με λίγα λόγια, δημιουργείται η περιέργεια να μπούμε στο βάθος του ψυχισμού αυτών των ανθρώπων, παρόλο που η –προφορικού τύπου- αφήγηση συχνά μας υπενθυμίζει ότι το μόνο που έχει μείνει είναι αυτές οι στατικές, πολυσήμαντες φωτογραφίες.

·           Δρ Χένρυ Σέλγουιν

Ο πρώτος ξεριζωμένος, ο Σέλγουιν, ήταν ένας ηλικιωμένος άνδρας με το κεφάλι ακουμπισμένο στο λυγισμένο μπράτσο του κι έμοιαζε βαθιά προσηλωμένος στη θέα ενός τόσο δα κόκκου γης μπροστά στα μάτια του, όταν τον συνάντησε το ζευγάρι ενοικιαστών της έπαυλης στο Priors gate. Ένας άνδρας με αδέξιες και μεγαλοπρεπείς κινήσεις, με παρωχημένη ευγένεια, που προτιμούσε να μένει στην ύπαιθρο, σ’ ένα μικρό απομακρυσμένο ερημητήριο, ασχολούμενος με τον κήπο της μεγάλης, νεοκλασικής κατοικίας. Το κεντρικό επεισόδιο είναι τογεύμα που παραθέτει στους δυο νιόφερτους και σ’ ένα δικό του φίλο, η μοναδική φορά που δέχτηκε επισκέψεις, κι όπου ξεδιπλώνεται η μνήμη του, συμπληρώνοντας το σκηνικό με προβολή διαφανειών από το ταξίδι τους στην Κρήτη (γεμάτη ονειρική μελαγχολία η περιγραφή των φωτογραφιών).
Όταν το ζευγάρι αγοράζει σπίτι στην περιοχή, είναι ο Σέλγουιν που τους επισκέπτεται, φορτωμένος ζαρζαβατικά. Όταν ο δρ Σέλγουιν με ρώτησε αν ποτέ νοσταλγούσα τον τόπο μου, δεν ήξερα τι ακριβώς να απαντήσω∙ ο δρ Σέλγουιν, αντίθετα, μένοντας για λίγο σκεπτικός, μου ομολόγησε – άλλη λέξη δεν θα ταίριαζε στην περίσταση- πως τα τελευταία χρόνια η νοσταλγία τον κυρίευε όλο και περισσότερο. Λίγο πριν βάλει τέλος στη ζωή του, αφηγείται την παράξενη ιστορία του ξεριζωμού του από τη Λιθουανία, απ’ όπου κατέφυγε στην Αγγλία για να γίνει σπουδαίος γιατρός.

·           Πάουλ Μπεράιτερ

Ο αφηγητής της δεύτερης ιστορίας μιλά για τον πρωτοποριακό δάσκαλο που είχε όταν ήταν στο δημοτικό σχολείο. Οι λεπτομέρειες της σχολικής πραγματικότητας στην τρίτη τάξη του δημοτικού σε μια μικρή επαρχιακή κωμόπολη, με χιόνι, την εποχή του Γ΄ Ράιχ, και μάλιστα μέσα από τη μνήμη ενός δεκάχρονου αγοριού, είναι συναρπαστικές αλλά και γλυκόπικρες. Ο Πάουλ Μπεράιτερ ήταν ένας εμπνευσμένος, παθιασμένος και ασυμβίβαστος παιδαγωγός (η βραδύνοιά μας τον έκανε να απελπίζεται. Έφερνε τότε το αριστερό χέρι στα μαλλιά του, κι εκείνα, προσθέτοντας τον δικό τους δραματικό τόνο, στέκονταν όρθια.) Δεν περνούσε απαρατήρητο ούτε κι από τα δεκάχρονα παιδιά το γεγονός ότι  ήταν άθρησκος, όχι όμως και άθεος. (…) όμως η απέχθεια για τη ρωμαιοκαθολική εκκλησία δεν ήταν απλώς και μόνο θέμα αρχής∙ στην πραγματικότητα τον έπιανε φρίκη στη θέα των εκπροσώπων του θεού και στη μυρωδιά της ναφθαλίνης που ανέδιναν).
Τα παιδιά ένιωθαν ότι ο δάσκαλός τους που έδειχνε πάντοτε κεφάτος και ευδιάθετος, ήταν στην πραγματικότητα η προσωποποίηση της δυστυχίας. Δεν ήξεραν όμως γιατί, παρά μόνο όταν έβαλε τέλος στη ζωή του, πολλά χρόνια αργότερα, τότε ο αφηγητής μας μαθαίνει λεπτομέρειες για τη ζωή του. Ένας από τους ανθρώπους που δε «χωράνε» πουθενά, που κρίνεται ακατάλληλος για δάσκαλος, λόγω ιδεολογίας και μετατίθεται μακριά. Ο ξεριζωμός είναι διπλός. Ξένος στη Γαλλία γιατί είναι Γερμανός, ξένος στη Γερμανία γιατί είναι Εβραίος. Μια γυναίκα, η  Έλεν, ήταν η πραγματική αποκάλυψη για τη ζωή του. (…) Ήταν ανοιχτόμυαλη, έξυπνη, και επιπλέον, έκρυβε μια παθιασμένη φύση που μέσα της καθρεφτιζόταν ο ίδιος ο Πάουλ.
Και σ΄ αυτήν την ιστορία οι τελευταίες σελίδες (που αναφέρονται και στο τέλος του Πάουλ) είναι κορυφαίες:
Μόνον ο τρόπος με τον οποίο είχε πεθάνει, αυτό το τόσο αδιανόητο τέλος, με συγκλόνισε βαθύτατα, μολονότι δεν άργησα να συνειδητοποιήσω ότι ήταν η απόλυτα λογική συνέπεια. Για τον Πάουλ ο σιδηρόδρομος είχε βαθύτατο νόημα. Πιθανόν του έδινε πάντα την αίσθηση ότι οδηγούσε στο θάνατο (…)   Ήρθαν στη μνήμη μου οι σιδηροδρομικοί σταθμοί, οι γραμμές, τα χειριστήρια, οι αποθήκες εμπορευμάτων και οι σηματοδότες που τόσες και τόσες φορές είχε ζωγραφίσει ο Πάουλ στον πίνακα και που μετά μας έβαζε να μεταφέρουμε στα τετράδιά μας όσο πιο πιστά μπορούσαμε.
Ο Πάουλ θυμάται ότι όταν ήταν παιδί χάζευε με τόση μανία τα τρένα, που έκανε τη θεία του να αντιδρά κουνώντας το κεφάλι με όλο και μεγαλύτερη στωικότητα και το θείο του να τον παρατηρεί λέγοντάς του  ότι μια μέρα θα κατέληγε στους σιδηροδρόμους. Όταν ο Πάουλ μού αφηγήθηκε αυτήν την εντελώς αθώα ιστορία από τις διακοπές του, είπε η μαντάμ Λαντάου,  ούτε καν φανταζόμουν ότι θα μπορούσε ποτέ να αποκτήσει τη βαρύτητα που είναι φανερό πως έχει τώρα, μολονότι υπήρχε κάτι στο τέλος της που και τότε μου είχε φανεί κάπως ανησυχητικό. Πιθανώς επειδή αρχικά δεν είχα καταλάβει το νόημα τής μάλλον συνηθισμένης έκφρασης που είχε μεταχειριστεί ο θείος του Πάουλ ισχυριζόμενος ότι «μια μέρα θα κατέληγε στους σιδηροδρόμους», πιθανώς γι αυτό μου είχε φανεί σα σκοτεινός χρησμός. Η ανησυχία που μου προκάλεσε η στιγμιαία παρερμήνευση –είναι φορές που νιώθω πως τότε είχα δει πράγματι τον άγγελο του θανάτου- δεν κράτησε ωστόσο παρά ελάχιστα, και με προσπέρασε σαν τον ίσκιο ενός πουλιού που σκίζει τον αέρα.

·           Άμπροζ Άντερβαλτ

Ο αφηγητής της τρίτης ιστορίας δεν έχει δει παρά μόνο σε μία οικογενειακή συγκέντρωση τον θείο του, Άμπροζ Άντελβαρτ, μια εξαιρετικά διακεκριμένη παρουσία. Ελάχιστες είναι οι αναμνήσεις του, αλλά χρόνια αργότερα ξυπνά το ενδιαφέρον του γι αυτόν τον παράξενο και πολυταξιδεμένο θείο, με αφορμή ένα άλμπουμ φωτογραφιών. Χτίζει την προσωπικότητά του μέσα από διαφορετικές αφηγήσεις (εγκιβωτισμένες στην κεντρική αφήγηση, κι έτσι παρακολουθούμε την πορεία κι άλλων εμιγκρέδων) αλλά κι από την ατζέντα του θείου, που την ανακαλύπτει και μας την παρουσιάζει προς το τέλος. Ανήκει σε μια μεγάλη οικογένεια της οποίας πολλά μέλη μεταναστεύουν στην Αμερική την εποχή της Βαϊμάρης. Ο Άμπροζ, όμως, ακολούθησε μια μοναχική πορεία: δεκατριών χρόνων άφησε το Λίνταου και βρέθηκε στη γαλλόφωνη Ελβετία, στο Μοντραί, όπου μυήθηκε στα μυστικά της ξενοδοχειακής ζωής. Ταλέντο στις γλώσσες, έμαθε γρήγορα ακόμα και γιαπωνέζικα (κάποτε μού εξήγησε ότι το μόνο που έκανε ήταν να προσαρμόζει τον εσωτερικό του κόσμο στις ανάγκες κάθε γλώσσας). Από το Λονδίνο όπου δούλεψε καμαριέρης έφυγε στην Ιαπωνία πλουτίζοντας τις διηγήσεις του με ξωτικά χρώματα.
Τέλος, το «αμερικάνικο όνειρο». Κεντρική σημασία για τη ζωή του Άμπροζ η γνωριμία του με την οικογένεια των Σόλομον, στη Νέα Υόρκη, όπου δούλεψε χρόνια ως οικονόμος και μπάτλερ, επιτηρώντας τον εκκεντρικό γιο της οικογένειας, τον νεαρό Κόσμο. Ο συγγραφέας μάς μεταφέρει όλο το κλίμα των μεταναστών στο Νέο Κόσμο εκείνη την εποχή, όχι μόνο μέσα από το βιογραφικό του Άμπροζ, αλλά κι από τις διηγήσεις των αφηγητών. Όμως ο Άμπροζ διαφέρει. Ήταν φυσικά ολοφάνερο ότι ο θείος Άμπροζ ανήκε στην αντίπερα όχθη, είπε ο θείος Καζιμίρ, κι αυτό ήταν κάτι που το σόι μας το αντιμετώπιζε είτε με προσποιητή άγνοια είτε προσπαθούσε να το παραβλέψει.  Ο εκκεντρικός Κόσμο, χαρισματικός στο… καζίνο, παρασύρει σ’ ένα ταξίδι ανά τον κόσμο τον πιστό της οικογένειας Άμπροζ (Κωνσταντινούπολη, Ιερουσαλήμ, Παρίσι, Βενετία κλπ), αντλώντας απίστευτα κέρδη, ωσότου καταλήγει ψυχασθενής από κατάθλιψη… Οι ταξιδιωτικές περιγραφές είναι συναρπαστικές και πάντα συνοδεύονται από παλιές, νοσταλγικές φωτογραφίες, δίνοντας στην αφήγηση μια γλυκιά μελαγχολία.
Μετά το θάνατο του Κόσμο και του πατέρα Σόλομον η κατάθλιψη χτυπά και τον πρωταγωνιστή μας. Με δική του θέληση κλείστηκε στο νοσηλευτήριο Ίθακα στη γαλλική πόλη Ντωβίλ, όπου πάλι κατέπληξε με την εκκεντρικότητά του αλλά και το βαθύ αίσθημα αξιοπρέπειας τους υπεύθυνους. Η δαιδαλώδης μνήμη του δρα Αμπράνσκυ μάς ταξιδεύει στο χώρο και στο χρόνο, και νιώθουμε γι άλλη μια φορά τον παλμό της ιστορίας μέσα από την προσωπική αφήγηση και μαρτυρία.
Όταν φτάνει η στιγμή να γίνει αναφορά στην προσωπική ατζέντα του Αμπρόζ (σημειώσεις του από τα ταξίδια του με τον Κόσμο), ο αναγνώστης έχει πολύ μεγάλη περιέργεια να αποκρυπτογραφήσει τα μυστικά αυτού του τόσο παράξενου ανθρώπου. Είναι ένας ποιητής! (ένας ποιητής, διάολε! Όπως αναφωνεί και ο Σάλιντζερ για τον αδερφό του, στο Σηκώστε ψηλά τη σκεπή, μαστόροι ). Είναι ποιητής, με τη σημασία του ταξιδευτή. Οι πολύτιμες σημειώσεις του είναι ένα είδος ημερολογίου, ένα ταξιδιωτικό της περιήγησης μέσω Ελλάδας στην Κωνσταντινούπολη, Άδανα, Χαλέπι, Βυρηττός, Ιεροσόλυμα, Σόδομα, Γόμορα. Μια περιπλάνηση στη φύση γεμάτη κρυφά νοήματα αλλά και jouissance της περιπλάνησης. Περιήγηση και στην κρυφή ζωή αυτών των ιστορικών πόλεων. Με ζωγραφικές λεπτομέρειες  ζωντανεύουν πίνακες που σε γυρνούν σε εποχές όπου δεν υπήρχε η φωτογραφία. Η επίσκεψη στα Ιεροσόλυμα, σε γενικές γραμμές φρικτή εντύπωση. Σχεδόν σε κάθε πόρτα έμποροι πουλάνε ενθύμια και φυλαχτά. Κάθονται κουρνιασμένοι στα σκοτεινά μαγαζάκια τους ανάμεσα σε εκατοντάδες ξυλόγλυπτα από ξύλο ελιάς και κάθε λογής σιντεφένια μπιχλιμπίδια. Περιμένουν τους πιστούς που θ αρχίσουν να καταπλέουν προς το τέλος του μήνα, δέκα ή δεκα πέντε χιλιάδες χριστιανοί προσκυνητές από κάθε γωνιά της γης. Η ασχήμια των νεόκτιστων κτιρίων δύσκολα περιγράφεται. Στους δρόμους απίστευτοι όγκοι σκουπιδιών. Ως τον αστράγαλο κατά τόπους η λεπτή σκόνη του ασβεστόλιθου. Δεν ξέρω αν είναι τυχαίο ότι οι τελευταίες αναφορές στην ατζέντα είναι σχετικές με το Όρος των Ελαιών, τον Ιορδάνη, τη Νεκρή Θάλασσα  και γενικότερα τους ιερούς τόπους των εβραίων. Παρακμή, μόνο παρακμή, μαρασμός και ερήμωση.
Είναι φορές, συμπληρώνει σ’ ένα υστερόγραφο, που μου φαίνεται ότι οι αναμνήσεις είναι εντελώς ανώφελες. Βαραίνουν το κεφάλι φέρνοντας ίλιγγο, σα να μην ατενίζαμε το παρελθόν μέσα από την αλληλουχία του χρόνου, αλλά σα να στέκαμε σ’ έναν πύργο που χάνεται μέσα στα σύννεφα, κοιτώντας από μεγάλο ύψος κάτω τη γη.
         
·           Μαξ Φέρμπερ

Ο αφηγητής εδώ είναι κι αυτός μετανάστης στο Μάντσεστερ, μια πολιτεία παραδομένη στην καπνιά και την ερήμωση, μια πολιτεία των μεταναστών, το μεγαλύτερο παραποτάμιο λιμάνι του κόσμου, που είχε αναδειχθεί παγκοσμίως σε Ιερουσαλήμ της βιομηχανίας. Από την πρώτη σελίδα, όταν ακόμα ταξιδεύει από την Ελβετία προς την Αγγλία, παρακολουθούμε όλη την αίσθηση που του προκαλούν οι πρωτόγνωρες εμπειρίες της προσαρμογής ενός νέου είκοσι δυο χρονών σε μια άγνωστη, μοναχική, εμπορική πόλη. Οι λεπτομέρειες  δίνονται πάλι κινηματογραφικά και συνοδεύονται από φωτογραφίες κι από συναισθήματα που σχολιάζει ο ίδιος ο αφηγητής. Σε κάποια από τις κυριακάτικες εξερευνήσεις του, κατά τις οποίες απομακρύνεται από το κέντρο της πόλης και χάνεται στις ερημικές αποβάθρες και τους σκοτεινούς δρόμους των περίχωρων (μαζί του περιπλανιόμαστε κι εμείς, καθώς ο συγγραφέας ζωντανεύει με κάθε λεπτομέρεια τους δρόμους και τα κτίρια) πάνω σ’ έναν από τους δρόμους που συνέδεε τα ντοκ με το Τράφφορντ Παρκ, σ’ ένα από τα εγκαταλελειμμένα κτίρια, ανακαλύπτει και το ατελιέ του Μαξ Φέρμπερ, που, όπως γράφει και ο ίδιος, επισκεπτόμουν τους μήνες που ακολούθησαν όσο συχνότερα μου επέτρεπε η διακριτικότητά μου, για να κουβεντιάσω με τον ζωγράφο, που ακούραστος από τα τέλη της δεκαετίας του σαράντα, εργαζόταν εκεί μέσα δέκα ώρες την ημέρα χωρίς να αναπαύεται ούτε καν τις Κυριακές. Πρόκειται για μια «συνάντηση» μ’ έναν μυστηριωδώς εκκεντρικό και μοναχικό καλλιτέχνη, που αποκτά σημαδιακή σημασία για τον αφηγητή.
Όλη η επίπλωση κινείται σπιθαμή προς σπιθαμή προς το κέντρο του δωματίου, εκεί όπου ο Φέρμπερ έχει στήσει το καβαλέτο του, κάτω από τη γκρίζα δέσμη φωτός που πέφτει  μέσα από ένα ψηλό βορινό παράθυρο, σκεπασμένο με τη σκόνη δεκαετιών. Καταρχάς εφαρμόζει τα χρώματα σε μεγάλες ποσότητες, στην πορεία όμως της εργασίας του τα αφαιρεί ξύνοντάς τα επανειλημμένα από τον καμβά, με αποτέλεσμα στο μέσον του δωματίου το δάπεδο να είναι σκεπασμένο με μια παχιά κρούστα, ανακατεμένη με καρβουνόσκονη και σκληρή σαν πέτρα στο μεγαλύτερο μέρος της.(…) Μόλις τελείωνε το σχέδιο πάνω στο χοντρό χαρτί με τη δερμάτινη υφή, έπαιρνε ένα κομμάτι μάλλινο ύφασμα ποτισμένο  στο κάρβουνο, και μουτζούρωνε τα πάντα, συντηρώντας έτσι την αναπαραγωνή της σκόνης που έπαυε μόνο κατά τη διάρκεια της νύχτας. Έμενα πάντα με το στόμα ανοιχτό όταν μέρες αργότερα, ένα πορτρέτο σπάνιας αμεσότητας πρόβαλλε πίσω από τις λιγοστές γραμμές και τις σκιές που είχαν διαφύγει τον όλεθρο.
Η εκκεντρικότητα του καλλιτέχνη που αδιάκοπα, επί μέρες παλεύει στο ίδιο φόντο, απορρίπτοντας ακόμα και σαράντα εκδοχές σβήνοντας και ξανασβήνοντας, καλύπτοντάς το με νέα πρσχέδια, δεν ήταν χωρίς νόημα. Όταν επιτέλους αποφάσιζε ότι είχε έρθει η ώρα να αποχωριστεί το πορτρέτο, όχι τόσο επειδή είχε την πεποίθηση πως το είχε ολοκληρώσει, όσο επειδή είχε ξεθεωθεί στην κούραση, ο αμέτοχος θεατής που το αντίκριζε είχε την αίσθηση πως το πορτρέτο αυτό έκρυβε πίσω του γενιές προγόνων, που τα γκρίζα τους αποτεφρωμένα πρόσωπα ακόμα στοίχειωναν το καταταλαιπωρημένο χαρτί.
Σ’ αυτό το διάστημα του ενός χρόνου που συναντιούνται τακτικά στο ατελιέ, οι εκμυστηρεύσεις της προσωπικής ζωής του Φέρμπερ προς το νεαρό αφηγητή είναι μετρημένες,. Θα χρειαστεί να φύγει από το Μάντσεστερ ο τελευταίος και να ξαναγυρίσει μετά από είκοσι χρόνια, για να τον αναζητήσει και να τον ξαναβρεί στο ίδιο σκηνικό… Τις τρεις μέρες που ακολούθησαν εξομολογείται ότι λόγω των εβραϊκών διωγμών τον έστειλαν οι γονείς του στο Μάντσεστερ, με την προοπτική να έρθουν κι εκείνοι σε λίγες μέρες. Ατέλειωτη μού είχε φανεί η διαδρομή, είπε ο Φέρμπερ, καθώς κανείς μας δεν έβγαζε μιλιά. Όταν τον ρώτησα αν θυμόταν να αποχαιρετά τους γονείς του στο αεροδρόμιο, κομπιάζοντας στην αρχή , μού απάντησε πως όταν έφερνε στη μνήμη του εκείνο το μαγιάτικο πρωινό στο Όμπερβηζενφελντ, δεν έβλεπε πουθενά τους γονείς του. Δεν μπορούσε πια να θυμηθεί τα τελευταία λόγια που του είχε πει η μητέρα ή ο πατέρας του,   όπως και   δεν θυμόταν αν είχαν αγκαλιαστεί ή όχι.
Οι γονείς δεν έφτασαν ποτέ στο Μάντσεστερ κι ο Φέρμπερ πληροφορήθηκε τον μαρτυρικό τους θάνατο πολύ αργότερα. Οι λεπτομέρειες αυτών των συγκλονιστικών στιγμών, όπως τις συγκρατεί η μνήμη κι όπως τις περιγράφει η πένα του Sebald, αγγίζουν βαθιά  τον αφηγητή (όπως και τον αναγνώστη), ο οποίος διερευνά τις λεπτομέρειες της ζωής και της καταγωγής του φίλου του, μια επίπονη διαδικασία που δεν άντεχε να κάνει ο ίδιος…
Όταν ήρθε η ώρα, σκέφτηκα πως το τελευταίο πράγμα που θα ήθελα στη ζωή μου ήταν κάτι ή κάποιον να μου υπενθυμίζει διαρκώς την καταγωγή μου, κι έτσι, αντί τη Νέα Υόρκη και την κηδεμονία του θείου μου, προτίμησα να είμαι μόνος στο Μάντσεστερ. Άπειρος όπως ήμουν, νόμιζα ότι στο Μάτσεστερ εύκολα θα ξανάρχιζα εκ του μηδενός, όμως ειδικά το Μάντσεστερ μού ξανάφερε  στη μνήμη όλα όσα πάσχιζα να ξεχάσω, γιατί το Μάντσεστερ είναι πόλη μεταναστών.

Αξίζει να σημειωθεί ότι ο τίτλος αυτού του βιβλίου στα γερμανικά είναι «οι μετανάστες» κι όχι οι «ξεριζωμένοι», που οπωσδήποτε έχει μια διαφορετική φόρτιση. Τέλος, αξίζει κανείς να διαβάσει και την παρουσίαση του librofilo  και της Φραγκίσκης Αμπατζοπούλου  στο βιβλιοδρόμιο των Νέων.

Χριστίνα Παπαγγελή

Κυριακή, Νοεμβρίου 04, 2012

Το μυστήριο της τράπουλας, Jostein Gaarder


Αν το μυαλό μας ήταν τόσο απλό που να μπορούμε να το καταλάβουμε
τότε θα ήμασταν τόσο χαζοί, που πάλι δε θα μπορούσαμε να το καταλάβουμε

Απίστευτα τρυφερό και γοητευτικό κι αυτό το βιβλίο του Γκάαρντερ, πάνω στο αγαπημένο του -απ’ ό, τι φαίνεται- μοτίβο: η σχέση ενός πατέρα (που έχει φιλοσοφικές ανησυχίες) με τον έξυπνο έφηβο γιο του, ενώ η μητέρα τούς έχει εγκαταλείψει εδώ και χρόνια «για να βρει τον εαυτό της» (η μαμά ήθελε να ταξιδέψει και να δει τον κόσμο, για να βρει τον εαυτό της. Και ο πατέρας και γω συμφωνούσαμε μαζί της: η μάνα ενός τετράχρονου αγοριού πρέπει να βρει επιτέλους τον εαυτό της. Θέλαμε, μάλιστα, να την υποστηρίξουμε στην προσπάθειά της. Αυτό που δεν καταλαβαίνω είναι γιατί έπρεπε να φύγει για να βρει τον εαυτό της). Με βάση αυτό το μοτίβο, ο Γκάαρντερ προχωρά βαθύτερα στις ανθρώπινες σχέσεις και στα βασικά φιλοσοφικά ερωτήματα της ανθρώπινης ύπαρξης.
        Παρακολουθούμε το συναρπαστικό ταξίδι του Χανς Τόμας και του πατέρα του από τη Νορβηγία μέχρι την Αθήνα -όπου εξαφανίστηκε και εργάζεται η μητέρα στο θέατρο- μέσα από την αφήγηση του νεαρού Χανς. Περιπέτειες, τοπία, αλλά κυρίως διάλογοι γεμάτοι χιούμορ, αγάπη και κατανόηση προς τον ανορθόδοξο φιλόσοφο πατέρα. Ξεχωρίζει η ευφυΐα αλλά και η σπάνια ευαισθησία που συναντά κανείς στα παιδιά. Ο χωρισμός του βιβλίου σε 53 κεφάλαια που αντιστοιχούν με τα χαρτιά της τράπουλας φαίνεται αρχικά διακοσμητικός. Άλλωστε ο ιδιόρρυθμος πατέρας είναι συλλέκτης, συλλέκτης μπαλαντέρ! Αγοράζει τράπουλες και κρατά τον μπαλαντέρ, ενώ η υπόλοιπη είναι άχρηστη!
          Φυσικά είχα αναρωτηθεί πώς και γιατί ο πατέρας μου καταπιάστηκε μ’ αυτό το αλλόκοτο χόμπι. Είχα δώσει μια εξήγηση: για κείνον οι μπαλαντέρ ήταν ό, τι είναι για άλλους ανθρώπους οι καρτ ποστάλ απ’ όλα τα μέρη του κόσμου∙ γιατί κι οι τράπουλες κατασκευάζονται σε διάφορες χώρες. Το ότι είχε διαλέξει τους μπαλαντέρ κι όχι κάποιο άλλο χαρτί της τράπουλας, αυτό ήταν εύκολο να το καταλάβω. (…) Το ενδιαφέρον του πατέρα για τους μπαλαντέρ είχε ωστόσο κι ένα βαθύτερο λόγο πέρα από αυτήν την πρακτική λογική του: κατά βάθος, το ζήτημα ήταν πως ο πατέρας μου θεωρούσε και τον ίδιο του τον εαυτό κατά κάποιον τρόπο ως μπαλαντέρ. Μόνο που σπάνια το ομολογούσε ευθέως. Αλλά εγώ το ήξερα πως μέσα στην τράπουλα κρατούσε για τον εαυτό του το ρόλο του μπαλαντέρ.   

          Το παραμυθιακό στοιχείο όμως που σχετίζεται με το συμβολισμό των τραπουλόχαρτων εισβάλλει τόσο έντεχνα, που η πραγματικότητα κάποια στιγμή συγχέεται με τη φαντασία και την αλληγορία. Η ιστορία του μικροσκοπικού βιβλίου που διαβάζει κρυφά κάθε βράδυ ο Χανς με τη βοήθεια μεγεθυντικού φακού, καταλαμβάνει όλο και μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου αλλά και του ενδιαφέροντος του αναγνώστη, έως ότου η πλοκή αρχίζει να αφορά τα πρόσωπα της πραγματικότητας.
          Τα πρώτα στοιχεία παραμυθιού είναι ο περίεργος νάνος στο Χωριό που δίνει τον φακό στον Χανς, αλλά και το ίδιο το μικροσκοπικό Χωριό. Τίποτα όμως μέχρι στιγμής «υπερφυσικό». Ο φούρναρης στο επόμενο χωριό δίνει ένα σταφιδόψωμο στον Χανς, μέσα στο οποίο βρίσκεται το μυστικό, μικρό βιβλιαράκι. Το βιβλίο συντροφεύει τον Χανς σ’ όλη τη διαδρομή προς την Αθήνα και μαζί του το διαβάζουμε κι εμείς. Πρόκειται για το δεύτερο εγκιβωτισμό, εφόσον όλο το βιβλίο αποτελεί αφήγηση του κατώτερου αξιωματικού του Γ΄ Ράιχ, του Λούντβιχ, στο «γιο του» εν έτει 1946, λίγο μετά δηλαδή τον Β’ Παγκόσμιο (άσε με να σε λέω γιε μου. Κάθομαι εδώ δα και γράφω την ιστορία της ζωής μου γιατί ξέρω ότι κάποια μέρα θα έρθεις από το Χωριό. Ούτε κι εσύ ο ίδιος δε θα ξέρεις γιατί θα έχεις έρθει. Εγώ όμως ξέρω ότι θα έρθεις στο Χωριό για να συνεχίσεις την ιστορία του Μαγικού Νησιού και της πορφυρής γκαζόζας). Ο Λούντβιχ καταφεύγει στον φούρναρη του Χωριού, τον Άλμπερτ Κλάγκες, ο οποίος έχει με τη σειρά του ενδιαφέρουσες ιστορίες να αφηγηθεί στον Λούντβιχ με πρωταγωνιστή τον παλιό φούρναρη, τον Χανς, που τον περιμάζεψε ορφανό και τον μεγάλωσε (πάλι το μοτίβο απούσας μάνας και σχέσης παιδιού με «πατέρα»). Τέλος, ο… ίδιος ο Χανς αφηγείται την παράξενη ιστορία του, και την ιστορία της πορφυρής γκαζόζας, του μαγικού «φίλτρου»  δηλαδή, που δίνει ενέργεια και δύναμη αλλά του οποίου δεν έχουν μείνει παρά ελάχιστες σταγόνες. Γυρνάμε τώρα πίσω, σχεδόν 200 χρόνια, εφόσον ο Χανς είναι γεννημένος το 1811. Είναι γιος φούρναρη, αλλά αποφασίζει να γίνει ναυτικός. Ένα ναυάγιο τον ρίχνει στο μαγικό λαβυρινθώδες νησί με μια και μοναδική τράπουλα στην τσέπη (συνέχισα την περιπλάνησή μου όλη μέρα. Συνάντησα δάση, κοιλάδες και οροπέδια. Μόνο τη θάλασσα δε μπόρεσα να ξαναβρώ. Είχα την αίσθηση πως είχα χαθεί σ’ έναν τόπο μαγικό, σε ένα είδος ανάποδου λαβύρινθου, όπου οι διάδρομοι δε σκόνταφταν ποτέ σε κάποιο τοίχωμα/στο καράβι συνηθίζαμε πολύ να παίζουμε χαρτιά. Και γω είχα πάντοτε μια τράπουλα στην τσέπη μου. έτυχε λοιπόν και το μόνο πράγμα που έσωσα ήταν μια γαλλική τράπουλα).
          Κι από δω ξεκινά το μυστήριο της τράπουλας. Τα όντα που συναντά ο Χανς από δω και πέρα είναι χαρτιά της τράπουλας και η συνάφεια με τον τίτλο κάθε κεφαλαίου γίνεται όλο και πιο στενή. Κάθε χρώμα έχει μια ιδιότητα (π.χ. τα μπαστούνια είναι μαραγκοί). Η φαντασία ξεφεύγει σε δρόμους παραμυθένιους, αλλά όλα θα μπορούσαν να ερμηνευτούν σα ν μια εκτεταμένη παραίσθηση που δημιούργησε η τρομερή μοναξιά του ναυαγού Φρόντε, στις αρχές του 19ου αι. (Έτσι, με το πέρασμα των χρόνων δημιούργησα πενήντα δύο αόρατα πρόσωπα που κατά κάποιο τρόπο ζούσανε μαζί μου/συνέχισα λοιπόν να μιλάω με τους αόρατους φίλους μου και σε λίγο μου φάνηκε πως κι εκείνοι άρχισαν να μου απαντούν). Με μερικά από τα χαρτιά της τράπουλας ανέπτυξε ιδιαίτερες σχέσεις, ένιωθε π. χ. έναν… κρυφό έρωτα με τον Άσο Κούπα! Η σύλληψη του συγγραφέα είναι βέβαια ότι τα πλάσματα του δημιουργού αυτονομήθηκαν κάποια στιγμή, μεταπήδησαν στην… πραγματικότητα (-ή μήπως είχα απομακρυνθεί εγώ από την πραγματικότητα; κι αυτό αγαπημένο θέμα του Γκάαρντερ) και ανέπτυξαν δική τους προσωπικότητα, απρόβλεπτη και αυτοαναφορική (Άσε Κούπα, ψιθύρισα!/Σήκωσε ευθύς τα μάτια, με κοίταξε και ήρθε προς το μέρος μου. με αγκάλιασε και μου είπε: «Ευτυχώς που με βρήκες, Φρόντε. Σ’ ευχαριστώ πολύ. Τι θα έκανα χωρίς εσένα;/Η ερώτησή της ήταν απολύτως δικαιολογημένη. Χωρίς εμένα δε θα έκανε τίποτα. Αλλά αυτό δεν το ήξερε. Και δεν πρέπει ποτέ να το μάθει. Τα χείλια της ήταν κόκκινα και λαχταριστά).

          Κεντρικό επεισόδιο στην πλοκή από δω και πέρα είναι η γιορτή του μπαλαντέρ, γιατί μέσα από τον μπαλαντέρ, που είναι ξεχωριστός, διαφορετικός, γίνεται η ανατροπή/εξέλιξη. Ο μπαλαντέρ, έχει μια ιδιαίτερη σημασία, όπως είδαμε άλλωστε, και για τον πατέρα, κι αυτό διατυπώνεται ρητά και σε ένα συναρπαστικό διάλογο με τα γιο του.  Ο μικρός τρελός, όπως λέει ο Φρόντε,  είναι ο μόνος στο νησί που τολμά να φέρει αντίρρηση. Δεν είχα μπροστά μου ένα χαρτί, αλλά ένα αληθινό πρόσωπο. Κατά κάποιο τρόπο χάρηκα. Ίσως ο Μπαλαντέρ μπορούσε με τον καιρό να γίνει πραγματικός σύντοφος, συνομιλητής αντάξιός μου.  Ο Μπαλαντέρ διαφέρει από τους άλλους κι έχει επίγνωση, θέτει «υπαρξιακά ερωτήματα» όπως:   ποιος είμαι; γιατί είμαι μπαλαντέρ; Από πού ήρθα και πού πηγαίνω;  
          Ο διάλογος του μπαλαντέρ με τον δημιουργό του –Φρόντε-  παραπέμπει σε διάλογο θεού ανθρώπου, κι η προφανής αναλογία δε χαλάει τη μαγεία γιατί δεν είναι προβλέψιμη, αντίθετα είναι γοητευτική και συγκινητική (-Τι θα έλεγες αν σου’λεγα ότι εγώ έπλασα κι εσένα κι όλους τους άλλους νάνους στο χωριό; (…) Με τρεμάμενα χείλη μού αποκρίθηκε: «Τότε δεν θα είχα άλλη επιλογή, καλέ μου Κύριε. Θα έπρεπε να προσπαθήσω να σε σκοτώσω, για να βρω την αξιοπρέπειά μου».

        Η γιορτή του Μπαλαντέρ

          Τα πενήντα δύο χαρτιά της τράπουλας αντιστοιχούν στις 52 βδομάδες του χρόνου, και η μέρα που περισσεύει είναι η μέρα του μπαλαντέρ (η μέρα αυτή δεν ανήκει σε κανένα μήνα, σε καμιά βδομάδα). Η φαντασία του Φρόντε όρισε ώστε αυτή τη μέρα να παίζουν όλοι ένα καταπληκτικό παιχνίδι, το παιχνίδι του Μπαλαντέρ: κάθε χαρτί σκέφτεται και λέει μια φράση, κι ο μπαλαντέρ ανακατεύει τη σειρά τους ώστε να προκύπτει μια ιστορία. Το ανακάτεμα της τράπουλας ξαναχτίζει μια καινούρια ιστορία, μοναδική και σημαδιακή, που αφηγείται ουσιαστικά την ιστορία των δυο ταξιδιωτών.  Από δω και πέρα η μοίρα του Χανς και του πατέρα του συνυφαίνεται με τη μοίρα των αφηγητών του μικρού βιβλίου, ενώ παράλληλα φτάνουν στην Αθήνα και βρίσκουν την -εξίσου αλαφροΐσκιωτη- μάνα. Οι τελευταίες σελίδες είναι γεμάτες συμπτώσεις που αποκαλύπτουν χαμένες συγγένειες (ο Χανς είναι εγγονός του Λούντβιχ, όπως κι ο Χανς του βιβλίου ήταν εγγονός του Φρόντε) και το ρίξιμο της τράπουλας ελευθερώνει φαντασία, που ικανοποιεί τα ερωτήματα των μικρών αναγνωστών στους οποίους βασικά απευθύνεται το βιβλίο.

Χριστίνα Παπαγγελή