Τετάρτη, Οκτωβρίου 29, 2014

Για μια πορεία και άλλα διηγήματα, Νίκος Σαραντάκος

Είναι η πρώτη από τις δύο συλλογές διηγημάτων που έγραψε ο γνωστός συγγραφέας, μελετητής  της γλώσσας και μεταφραστής[1], και τις δυο την δεκαετία του ’80.
Εννιά διηγήματα, οκτώ-δέκα σελίδων το καθένα, που μας μεταφέρουν στη μεταπολιτευτική Ελλάδα, κατά κύριο λόγο στη φοιτητική ζωή της Αθήνας. Παρόλο που είναι γραμμένα σε α΄ ενικό τα περισσότερα (εκτός του «Φρη τζαζ στα Φιλιατρά» όπου υπάρχει ο αντικειμενικός –«παντογνώστης»- αφηγητής και το «Μελέτη για την αντοχή των υλικών», σε β΄ενικό), και παρά την έντονη συνειρμική σύνδεση και ροή ανάμεσα στις αναμνήσεις και τις εικόνες του ήρωα, δεν μπορούμε να μιλήσουμε για «εσωτερικό» μονόλογο, γιατί δεν είναι έντονο  το στοιχείο της εκμυστήρευσης, ανάλυσης σκέψεων και συναισθημάτων. Ούτε έχει την εσωστρέφεια κάποιου που απευθύνεται στον εαυτό του. Κυριαρχεί το προφορικό ύφος κάποιου που διηγείται στην παρέα ιστορίες καθημερινής τρέλας από το παρελθόν, πολλές από τις οποίες είναι και γλυκόπικρες, ή έχουν ένα νοσταλγικό επιμύθιο.  Γιατί πρόκειται για μια εποχή (ή ηλικία;) της οποίας τα πάθη, τα ερωτηματικά, η συλλογική δράση ήταν στο κόκκινο και έχουν φύγει ανεπιστρεπτί…
Παρόλη την προφορικότητα, το ύφος είναι πυκνό, περιεκτικό.  Και σατυρικό,  σχεδόν σαρκαστικό κάποιες φορές… Προδίδει έναν οξυδερκή παρατηρητή της απλής καθημερινότητας, που έχει την αφηγηματική ικανότητα να «εξιστορεί» σχολιάζοντας, να στρέφει την προσοχή του ακροατή/αναγνώστη σε πλευρές της κοινωνικής πραγματικότητας που δεν είχε προσέξει ή που δε θυμάται πια…
Αν και φαίνεται να αποτελούν μέρη μιας ευρύτερης ενότητας, τα αφηγήματα αυτά έχουν αυτοτέλεια αλλά και αρκετές διαφορές.

Βγαλμένο κατευθείαν από τις αίθουσες του Χημικού του Πολυτεχνείου όπου σπούδασε ο συγγραφέας, είναι το πρώτο «Αναλύοντας τα πετροχημικά». Εδώ η συνειρμική σύνδεση φτάνει στα όρια κάποιες φορές της αυτόματης γραφής, ενώ επίκεντρο είναι το… δύσκολο μάθημα του Γραμμικού Προγραμματισμού όπου «σκοπός είναι να βρεις την άριστη λύση, εκείνη που δίνει μέγιστο κέρδος ή ελάχιστο κόστος» (είναι και προαιρετικό και οι πιο πολλοί το αποφεύγουν και διαλέγουν τα εύκολα, δεν θέλουν βλέπεις να ναι «πρώτοι στα μαθήματα» όσο για τον αγώνα συζητιέται»). Αιχμές για τα κομματικά ήθη της εποχής, αλλά και… ξεκαρδιστικές κοινωνιογλωσσικές παρατηρήσεις (που προοιωνίζουν τα μετέπειτα ενδιαφέροντα του τότε φοιτητή):
Εκτός από ποσοτική κάνουμε και δομική αριστοποίηση, μυστήρια και ασυμπάθιστα αυτά τα ουσιαστικά σε  -ποίηση, του στυλ ανωτατοποίηση, και άλλα χειρότερα που τάχουμε δει και τυπωμένα όπως εκείνο το περίφημο «η μη βουλευτοποίηση», σε μίμηση του οποίου είχαμε και μεις επινοήσει τη «μηχειροτεροποίηση», αυτή είναι όμως η διάλεκτος της φλου-αριστερής διανόησης και τι να κάνουμε. Αλλά και γενικά η πολιτική έχει τη δική της διάλεχτο, κι αλλοίμονο στον αμύητο. (γι αυτό, κι όπως λέει παρακάτω, οι πρωτοετείς δέκα λέξεις διάβαζαν, πέντε καταλάβαιναν,  μετά το δεύτερο όμως φεστιβάλ της Καισαριανής μιλούσαν απταίστως την αριστερά διάλεκτο)!
Η «Μελέτη στην αντοχή των υλικών»[2], κι αυτό στενά δεμένο με τον μικρόκοσμο του Χημικού του Πολυτεχνείου,  είναι αυτό που διαφέρει περισσότερο απ όλα τα διηγήματα: είναι γραμμένο σε β΄ ενικό∙ ο αφηγητής απευθύνεται σ ένα σαρανταδυάχρονο επιμελητή του τμήματος και θαρρείς είναι ανάπτυξη του «Όσο μπορείς»  ή της δεύτερης στροφής από το «Η πόλις» του Κ. Καβάφη… («Έτσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ στην κώχη τούτη την μικρή, σ’ όλην την γη την χάλασες»).  Εκλείπει το σκαμπρόζικο ύφος του συγγραφέα∙ αντίθετα,  το ύφος γίνεται μονοδιάστατα πικρό/μελαγχολικό, ανατέμνοντας την κυμαινόμενη ψυχολογία κάποιου που νιώθει ξένος (τότε, που το γλέντι θα ναι γενικό, εσύ θα σαι μια ανορθογραφία εκεί μέσα) και προσπαθεί να πιαστεί απ τη ζωή.
Στον αντίποδα, κι αυτό διαφορετικό απ τα υπόλοιπα, είναι το ξεκαρδιστικό «Φρη τζαζ στα Φιλιατρά», που σε γ ενικό σατυρίζει το κουλτουριάρικο πνεύμα της εποχής, με τις άπειρες εκδηλώσεις, εισηγήσεις, πολιτιστικούς συλλόγους κλπ. Και από άποψη δομής θα μπορούσαμε να πούμε ότι διαφέρει, εφόσον συναντιούνται τρεις παράλληλες μίνι υποθέσεις: του αγχωμένου δημοσιογράφου που ψάχνει θέμα για την εφημερίδα, του φευγάτου μουσικοσυνθέτη που θεωρεί λαϊκίστικα τα ζεϊμπέκικα που λανσάρουν τα κόμματα στα φεστιβάλ τους, του εκπρόσωπου του πολιτιστικού συλλόγου… Φιλιατρών που ψάχνει χορηγό κι ως εκ τούτου… πρωτοποριακή εκδήλωση! Έτσι καταλήγει στη… Φρη τζαζ! (ο αρμόδιος ξανακοίταξε το πρόγραμμα των εκδηλώσεων, κάτι μουρμούρισε, πήρε ένα κόκκινο μαρκαδόρο, πέρασε μ΄ένα χι και διέγραψε την πρόταση «Συναυλία έντεχνου τραγουδιού», έγραψε δίπλα με στυλό μαύρο και με τα όμορφα στρογγυλά του γράμματα «συναυλία φρι τζαζ», μετά διόρθωσε στο «φρι» το γιώτα σε ήτα, χαμογέλασε. «Έτσι, μάλιστα∙ αυτό είναι ένα ευπρόσωπο πρόγραμμα»).

Τα υπόλοιπα έχουν επίκεντρο καθαρά τη φοιτητική ζωή∙ τις παρέες και τα καλαμπούρια τους, πώς μεγαλώνουν όλοι και αλλάζουν οι σχέσεις(«Οι τρεις κι εμείς»)∙ τις αφισοκολλήσεις, τις πορείες, τα ξενύχτια, τις ταβέρνες, το μπριτζ, τις συζητήσεις, τους έρωτες, τα ηλεκτρονικά (ίσως και λίγο «διδακτικό» το αντίστοιχο διήγημα «Η μαγική οθόνη», όπου δείχνει τη διέξοδο/ αδιέξοδο του «κολλημένου» με τα ηλεκτρονικά, αλλά γενικά πολύ χαρακτηριστική εικόνα της εποχής).
Στον αναπάντεχο, εξιδανικευμένο, αδιέξοδο έρωτα, όπως συχνά εκδηλωνόταν μέσα σ αυτήν την μεταπολιτευτική φοιτητική ατμόσφαιρα είναι αφιερωμένο και το δεύτερο διήγημα του βιβλίου, «Της Αρετής» (είχα το λοιπόν πάθει, αφενός διότι τόση ώρα είχα τα όνειρο δίπλα μου και δεν τοξερα ανάλογα να συμπεριφερθώ, και αφεδύο διότι, ε, αλλιώς το περίμενα, δεν ήταν οπτασία η Αρετή, ένα κορίτσι ωραίο, ναι, ήταν, όνειρο όχι, και τόπα κιόλας της Κλειώς αυτό και θύμωσε, δε μου κοιτάτε τη φάτσα σας λέει, παρά μου θέλετε και σταρ του σινεμά, κρίμα που εσύ φαινόσουν διαφορετικός∙ αλλά δεν είχε δίκιο, γιατί άλλα λεν τα όνειρα και άλλα οι καθρέφτες… Σπαρταριστά διασκεδαστική γίνεται και η εξιστόρηση του αδιέξοδου έρωτα του Μήτσου («Ο Μήτσος κι ο τελετάρχης»), που από ένα ολίσθημα της τύχης χάθηκε απ την παρέα και παρά λίγο να μυηθεί στους… Χάρε Κρίσνα!
 Αυτά όμως που δίνουν το στίγμα της εποχής, γιατί μιλάμε για τη μεταπολιτευτική γενιά -αυτή που μπήκε στα πανεπιστήμια όταν η «γενιά του πολυτεχνείου» αποφοιτούσε-, είναι τα διηγήματα «Για μια πορεία»[3] και «Το Νοέμβρη, λοιπόν». Δεν είναι τυχαίο που το μεν πρώτο έδωσε τον τίτλο του στη συλλογή, ενώ το δεύτερο είναι το στο τέλος του βιβλίου, σαν γενικότερο επιμύθιο όλης της ενότητας.
Οι μαζικές πορείες δίναν και παίρναν εκείνη την εποχή…. Εύστοχα ο συγγραφέας περιγράφει την όλη διαδικασία της πορείας σε τέσσερις φάσεις: η πρώτη, η ας την ονομάσουμε πολεμική, είναι και η πιο αγωνιστική, γιατί είσαι φρέσκος φρέσκος κι ορεξάτος και καθώς οι οδοιπόροι είναι ακόμα λιγοστοί η φωνή σου αποκτά μεγαλύτερο ειδικό βάρος στο γενικά αχό κλπ κλπ. Κατά παρόμοιο πικάντικο τρόπο περιγράφεται η φάση η «παρεΐστικη» (κουβεντιάζεις, χασκογελάς, μασάς φρούτα και φτύνεις ασεβώς τα κουκούτσια), η τρίτη φάση της περισυλλογής όπου τα προς συζήτηση θέματα έχουν εξαντληθεί, και τέλος, μετά από διάλειμμα στην άκρη της πορείας, απομόνωση και βύθισμα στα περασμένα, η τέταρτη και κύρια φάση: ξαναμπαίνεις στον κύριο όγκο (βέβαια έρχονται και τώρα πάλι κάποιες αναμνήσεις στο νου, εικόνες από τις πρώτες συναυλίες στα γήπεδα, και άλλες προγενέστερες, τότε που τα τραγούδια αυτά είχανε βάρος απροσμέτρητο και μαζευόμασταν νύχτες στα σπίτια και τα λέγαμε μουρμουριστά, με τα σπίτια κλειστά).
 Τέλος, θύμησες από "κείνο  το  Νοέμβρη» αφορούν το τελευταίο διήγημα της συλλογής («Το Νοέμβρη, λοιπόν»), ίσως επειδή η εξέγερση του Πολυτεχνείου είναι το πυρηνικό γεγονός που σηματοδότησε τη γενιά αυτή -και όχι μόνο...  Αλλά και σαν φόρος τιμές στους αγωνιστές κατά του καθεστώτος, αφήνει την τελευταία γλυκόπικρη γεύση του βιβλίου. Είναι άλλωστε και το κεντρικότερο γεγονός γύρω από το οποίο περιστρέφονται όλες οι επετειακές εκδηλώσεις των επόμενων χρόνων: συνελεύσεις, τραπεζάκια, «μάχη της αφίσας» (όταν οι επέτειες είναι μακράν δεν υπάρχει κώλυμα στο κόλλημα (!)) εφημερίδες, πηγαδάκια∙ αναρίθμητοι σύλλογοι, σωματεία εργαζομένων, καταθέσεις στεφανιών από σχολεία. Κι ύστερα, το δέος των πρωτοετών απέναντι στους τελειόφοιτους που είχαν ζήσει τα γεγονότα,  και οι βήμα-βήμα αλλαγές, χρόνο με το χρόνο ωσότου το Πολυτεχνείο…  ίσως γίνει και πραγματικά Μουσείο; 
Η απάντηση που δίνει αμέσως μετά ο συγγραφέας δίνει τη διαχρονική διάσταση στο βιβλίο, συνδέει με το απροσδιόριστο μέλλον. Όλα είναι θέμα "ματιάς":
Μάλλον όχι∙ είναι πολλά αυτά που γίναν εδώ για να περάσουνε έτσι στο ντούκου∙ πολλά αυτά που γίνανε, πολλά κι αυτά που ακόμα δεν έχουνε γίνει, πολλά είναι που έχουν μείνει αδικαίωτα∙ και ίσως σ αυτό οφείλεται αυτή η ιδιαίτερη αίσθηση που δοκιμάζει ο επισκέπτης τις μέρες της επετείου, αυτή η θαλπωρή που νιώθεις, αλλά κι αυτός ο αχός, πέστο αγκομαχητό, που ακούγεται, σα να θυμίζει «δεν τελειώσαμε ακόμα»∙ είναι κι αυτές οι ασκήσεις πούχουν μείνει άλυτες…
Χριστίνα Παπαγγελή



[1] «πολυπράγμων» και «δαιμόνιος» σύμφωνα με το Γιάννη Χάρη…
[2] Το διήγημα αυτό τιμήθηκε με διάκριση στο διαγωνισμό διηγήματος του 8ου Φεστιβάλ της ΚΝΕ

[3] Το διήγημα πήρε το πρώτο βραβείο στο 8ο Φεστιβάλ της ΚΝΕ