Παρασκευή, Ιανουαρίου 27, 2012

το τρίτο στεφάνι, Κώστα Ταχτσή

Χαρακτηριστικό για την προφορικότητά του, πρωτότυπο και πρωτοποριακό για την εποχή του (1963) είναι το πρώτο αυτό μυθιστόρημα του Ταχτσή, που, ενώ απορρίφτηκε από τρεις εκδοτικούς οίκους όταν γράφτηκε, εκτιμήθηκε στη συνέχεια τόσο ώστε να διασκευαστεί για το ραδιόφωνο, την τηλεόραση και πρόσφατα για το θέατρο[1]. Το «Τρίτο στεφάνι» αποτελεί ουσιαστικά έναν εσωτερικό μονόλογο της πρωταγωνίστριας, της Νίνας∙ μιας γυναίκας της γειτονιάς, απλής και λαϊκής, που κατάγεται από τη Θεσσαλονίκη αλλά ζει στην Αθήνα του μεσοπολέμου. Μιλά για τα «στεφάνια» της, για τους τρεις δηλαδή γάμους της, ενώ μεγάλο μέρος της αφήγησης είναι η εγκιβωτισμένη (πάλι σε λαϊκό προφορικό ύφος) της Εκάβης, της γυναίκας που έμελλε να γίνει η πεθερά της του τρίτου γάμου (ο ίδιος ο Ταχτσής είχε δηλώσει πως αυτός ο χαρακτήρας είναι βασισμένος στην γιαγιά του που τον μεγάλωσε).
Άπειρες ιστορίες αγάπης, πάθους αλλά και φτώχιας και μιζέριας έρχονται στο μυαλό των δυο αφηγητριών καθόσον μας εκμυστηρεύονται τους καημούς τους, συνθέτοντας έναν ολόκληρο κόσμο «με πολλές διαστρωματώσεις», όπως λέει ο Τάκης Σπετσιώτης. Μάστορας στην τεχνική του μονόλογου, ο Κώστας Ταχτσής μας κάνει κοινωνούς της ατμόσφαιρας της μικροαστικής Αθήνας από τους Βαλκανικούς πολέμους μέχρι την Κατοχή και τον εμφύλιο (ελάχιστες οι αναφορές, εφόσον η αφηγήτρια είναι απολιτίκ: ελπίζω, αν φτιάξει ποτέ αυτή η βρωμοκατάσταση, αυτό το τρομερό χάος αδερφός να σφάζει αδερφό, να μ’ αξιώσει ο θεός να ξαναπάω στην Κορώνη). Χωρίς να γίνεται ηθογράφος (Το Τρίτο Στεφάνι δεν είναι ηθογραφία. Προσπάθησε όμως να διατηρήσεις αυτό το χρώμα που έχω βάλει λέει ο συγγραφέας στον μεταφραστή του έργου του στα γαλλικά, Ζακ Λακαριέρ) ούτε νατουραλιστής σαν τον Καραγάτση, παρόλο που η ατμόσφαιρα (μικροαστικά πάθη, φτώχεια κλπ) ευνοούν το πνεύμα του νατουραλισμού. Η αφήγηση απορρέει άμεσα απ’ τον τρόπο που συνειδητοποιεί τα γεγονότα η Νίνα, χωρίς άλλα φίλτρα, ιδεολογικά. Μας δείχνει ακόμα έναν κόσμο «γυναικών», που κινείται παράλληλα με τον «κόσμο των αντρών», τον συμπληρώνει, τον πλουτίζει, τον χρωματίζει. Είναι η κοινωνία όπου τα κατώφλια είναι τόσο κοντά το ένα με το άλλο ώστε οι οικογενειακοί δεσμοί μπλέκονται με τους γειτονικούς- ο κόσμος του μουχαμπετιού, του κουτσομπολιού, με τις μικροκακίες και τις προκαταλήψεις, αλλά και τη μεγάλη καρδιά, τη φιλοξενία και το κιμπαρλίκι.
Από τις πρώτες γραμμές (δεν μπορώ, όχι, δεν μπορώ να την υποφέρω πια!... τι πληγή είναι αυτή που μου έστειλες θέ μου;) εισβάλλουμε στην ψυχοσύνθεση μιας γυναίκας βασανισμένης, τόσο, ώστε και η ίδια της η κόρη (η κόμισα, η Μέδουσα) να της είναι μπελάς (έχοντας την κόρη μου που έχω, είμαι σε θέση να ξέρω ότι απ’ όλα τα πλάσματα του θεού δεν υπάρχει ίσως κανένα που να μας καταλαβαίνει λιγότερο από κείνα που βγήκαν μέσα απ’ την κοιλιά μας). Σε οικονομική απόγνωση μετά το χωρισμό της από τον πρώτο της άντρα (πώς έκανα τη στραβωμάρα να πάω να πέσω απάνω στο Φώτη, αυτό είναι άλλη ιστορία), παντρεύεται τον Αντώνη για λόγους μάλλον οικονομικούς, και φτάνει στο σημείο να τον αγαπήσει και να τον πονέσει όταν αρρωσταίνει και πεθαίνει.
Παρόλο που πρωταγωνίστρια και αφηγήτρια είναι η Νίνα, κεντρική μορφή είναι η Εκάβη, η μάνα του Θεόδωρου (του τρίτου συζύγου), που πολύ μετά τη γνωριμία της με τη Νίνα γίνεται και πεθερά της. Η επονομαζόμενη «Κοψού» από την υπηρέτρια (κοψούδες έλεγε όλες τις γνωστές και άγνωστες, που δεν τις γέμιζαν το μάτι), μια γυναίκα «βίος και πολιτεία», με τα καλαμπούρια της, την πίστη για τη ζωή αλλά και τα πάθη της. Η κυρα- Εκάβη τρελαινόταν να δραματοποιεί τη ζωή της, μα όσο περισσότερο τη δραματοποιούσε, τόσο περισσότερα αστεία έκανε- πάντα εις βάρος του εαυτού της, ποτέ των άλλων. Κι όμως η ζωή της είναι γεμάτη τραγικά γεγονότα… έφτασε σε σημείο να κλέψει τον εγγονό της από την κόρη της, επειδή τη θεωρούσε ανάξια να τον μεγαλώσει! Δυο είναι οι μεγάλες πληγές που την τυραννάνε, η εγκατάλειψή της από τον άντρα της που το σκασε με την ξαδέρφη της τη Φρόσω, και ο αλανιάρης γιος της ο Δημήτρης, που σάπισε στη φυλακή (στο τέλος κυνηγήθηκε και για τις αριστερές του ιδέες).
Καημένη κυρα- Εκάβη! είπα με το νου μου. Σ’ άρεσε να τον έχεις μέσα στη φυλακή, όπως ο κόσμος που βάζει τα πουλιά μέσα στο κλουβί με τη δικαιολογία πως έτσι τα προφυλάει από τους εχθρούς τους. Μα ο Δημήτρης δε φαίνεται να είναι από κείνα τα πουλιά που κάθονται αγογγύστως μέσα στο κλουβί. Είναι γεράκι. Άστον ν’ ακολουθήσει κι αυτός τη μοίρα του όπως όλοι μας. Τι εγωίστριες που είναι μερικές φορές οι μανάδες! Συλλογιζόμουν όταν έφυγε. Μήπως είμαι κι εγώ το ίδιο με την κόρη μου; Μήπως την αδικώ; Στάθηκα για μια στιγμή κι εξήτασα τον εαυτό μου και τη συνείδησή μου. Δε μ’ άρεσε ποτέ να κάνω ατά που κορόιδευα. Κάτά βάθος, ένας θεός ήξερε πόσο την αγαπούσα, πόσο τη αγαπώ ακόμα και τώρα.
Ο Ταχτσής δεν παρουσιάζει μονοκόμματους τους χαρακτήρες. Η κυρα Εκάβη, φερειπείν, φανερώνει πολλά ελαττώματα. Μπορεί να είναι και μικροπρεπής και ζηλιάρα ή να είναι κυριαρχική με τα παιδιά της, αλλά παρουσιάζει και στοιχεία μεγαλείου. Η αφηγήτρια, μέσα σ’ αυτήν την παραληρηματική αφήγηση γεγονότων, αφήνει να διαφανούν ελαττώματα και προτερήματα από μια απόσταση, χωρίς να ηθικολογεί. Προβάλλει όμως ιδιαίτερα και σκηνές που εξιλεώνουν και συγχωρούν κάθε ελάττωμα, όπως στη παρακάτω σκηνή (μετά το θάνατο του άντρα της, επισκέπτεται το σπίτι της ξαδέρφης/ξελογιάστρας και βλέπει μια φωτογραφία που η Φρόσω της είχε κλέψει):
Φορτώσαμε τα πράματά μας στον αραμπά κι ήμασταν έτοιμοι να κινήσουμε, όταν θυμήθηκα ξαφνικά τη φωτογραφία. «Στάσου μια στιγμή», λέω στον αραμπατζή και τρέχω μέσα, την ξεκρεμάω από τον τοίχο, βγαίνω έξω και τη δίνω στον Άκη που καθόταν πάνω στους μπόγους. Η Φρόσω άλλαξε χρώμα, αλλά δεν τόλμησε να πει λέξη. Πριν ανέβω στον αραμπά έσκυψα και τη φίλησα. Όχι από υποκρισία. Στο ορκίζομαι, Νίνα μου, στη ζωή του Δημήτρη που τρέμω και λαχταράω, δεν ξέρω κι εγώ τι μ’ είχε πιάσει ξαφνικά. Ήμουνα τρομερά συγκινημένη, αισθανόμουνα πως εκείνη τη μέρα τελείωνε μια ολόκληρη εποχή της ζωής μου κι άρχιζε μια καινούρια. Κι είχα τόσες έγνοιες στο κεφάλι μου, τόση ανάγκη απ’ τη βοήθεια του θεού, ώστε δεν ήθελα να κάνω μια αρχή με την καρδιά γεμάτη μίσος και κακίες. Ξαφνικά μου φάνηκε ότι η Φρόσω δεν ήταν η γυναίκα που μου είχε κλέψει τον άντρα μου κι μου είχε καταστρέψει τη ζωή μου, αλλ’ ένα θύμα κι αυτή, ποιος ξέρει ποιου διαβόλου, και τη λυπήθηκα. Αλλά φυσικά δεν της το’ δειξα. Το’ ριξα στ’ αστείο.

Κάτι που εντυπωσιάζει αρνητικά είναι ότι, παρόλο που το ύφος έχει την προφορικότητα και τη λαϊκότητα μιας αμόρφωτης γυναίκας, παρεισφρέουν λέξεις και φράσεις πολύ λόγιες, που ξενίζουν, όπως «εξήτασα», «αναφανδόν», «καθόσουν κι αἰτιᾶσο αδίκως τον εαυτό σου» κ.α. Ίσως αξίζει να θυμίσουμε εδώ ότι ο Κώστας Ταχτσής είχε ταχτεί υπέρ του Γλωσσικού Ομίλου, (που επιχείρησε το 1986 να επαναφέρει τη διδασκαλία των αρχαίων στο γυμνάσιο, αποδίδοντας την κακοδαιμονία της γλώσσας στην έλλειψη διδασκαλίας της αρχαίας ελληνικής) κι ότι επίσης ήταν υπέρμαχος του πολυτονικού.
Τέλος, ένα θέμα που σόκαρε την κοινωία της δεκαετίας του ’60 και κατά τη γνώμη μου υπερτονίστηκε στις διασκευές που έγιναν για τηλεόραση και θέατρο, είναι το στοιχείο της ομοφυλοφιλίας. Στο βιβλίο τουλάχιστον, πολύ επιφανειακά και σύντομα θίγεται αυτό το ζήτημα, καθώς ο χαμένος αδερφός της Νίνας, ο Ντίνος, φαίνεται να είχε αυτήν την τάση. Δεν υπάρχει καμία έμφαση, αντίθετα μια προσπάθεια ψυχολογικής κατανόησης του φαινομένου:
Καημένε μπαμπά! Καλύτερος άνθρωπος απ’ αυτόν δεν υπήρχε στον κόσμο. Το μόνο σφάλμα που έκανε στη ζωή του είναι ότι έδιωξε τον Ντίνο απ’ το σπίτι. Εκείνο που δεν παραδέχομαι είναι ότι έφταιγε μόνο εκείνος για την καταστροφή του. Η καταστροφή του Ντίνου είχε συντελεστεί πολύ πιο πριν, και γι’ αυτή μόνος υπεύθυνος ήταν η μαμά κι η παθολογική αγάπη
που του είχε.


Χριστίνα Παπαγγελή

[1] (από τη Wikipedia) Αρχικά διασκευάστηκε για το Τρίτο Πρόγραμμα του ραδιοφώνου το 1979 με την Ρένα Βλαχοπούλου και την Σμαρώ Στεφανίδου η οποία απέδωσε με ευρηματικότητα το δράμα της πονεμένης λαϊκής γυναίκας.
Στη συνέχεια το
1995 μεταφέρθηκε με πιστότητα στην τηλεόραση από τον ΑΝΤ1 σε σκηνοθεσία του Γιάννη Δαλιανίδη με τη Νένα Μεντή στο ρόλο της Νίνας και τη Λήδα Πρωτοψάλτη στο ρόλο της Εκάβης.
Το χειμώνα του 2009 έγινε η θεατρική του διασκευή από τον
Σταμάτη Φασουλή για το Εθνικό Θέατρο, με τη Νένα Μεντή αυτή τη φορά στον ρόλο της Εκάβης και την Φιλαρέτη Κομνηνού στο ρόλο της Νίνας.

Τρίτη, Ιανουαρίου 17, 2012

899 λέξεις για τις επιφυλλίδες του Γεράσιμου Βώκου

Η συλλογή των κειμένων που δημοσιεύτηκαν στο Βήμα παίρνει τη μορφή ιδιότυπου ημερολογίου που αποτελεί σχόλιο σε γεγονότα της επικαιρότητας, σαφώς όχι με βάση το δημοσιογραφικό κριτήριο. Αποτέλεσμα είναι να φεύγει η σκόνη της επικαιρότητας και να μένει η ουσία της ματιάς που την περιγράφει.
Μ’ αυτήν τη συλλογή ο Βώκος θυμίζει ότι κάθε φορά που γράφει μας αφήνει να βλέπουμε πίσω από την πλάτη του τις σκέψεις που αποτυπώνονται στο χαρτί, σκέψεις με αφετηρίες που σβήνουν για να αναδειχτεί η ουσία όσων συνέβησαν. Σκέψεις υπό το πρίσμα μεγάλων στοχαστών. Η απομάκρυνση από την εμπειρική αφετηρία δεν μειώνει σε τίποτα την αξία των κειμένων, ίσως αυτό να ήταν και το κριτήριο της επιλογής των κειμένων από το σύνολο των επιφυλλίδων που δημοσιεύτηκαν. Κατά τον τρόπο αυτόν τα κείμενα από σχόλια στην επικαιρότητα μετατρέπονται σε εισαγωγές στη σκέψη των στοχαστών που προσφέραν στιγμές χαράς στον συγγραφέα. Ας μην παρεξηγηθεί η λέξη εισαγωγές, εννοώ ότι ο τρόπος για να μπούμε στη σκέψη των μεγάλων στοχαστών δεν είναι εύκολη υπόθεση, ούτε μπορεί να είναι πάντα ο ίδιος – αν η σκέψη τους διατηρεί κάτι από τη δύναμη της.
Και ο Βώκος επιλέγει τον πιο δύσκολο, δηλαδή την ίδια την πραγματικότητα που φαίνεται να έχει τον εφήμερο χαρακτήρα όπως ορίζεται από την κυκλοφορία μιας εφημερίδας. Εδώ κρύβεται το μεγάλο στοίχημα. Πως η σκέψη της ανθρωπότητας όπως εκφράστηκε από τους μεγάλους στοχαστές γίνεται λόγος απλός και εύληπτος από τον εφήμερο αναγνώστη που μπορεί να βρίσκεται με την κυριακάτική εφημερίδα του στο καφενείο της γειτονιάς. Πως μπορεί να γίνουν κατανοητές προσεγγίσεις που θα νόμιζε κανείς ότι απαιτούν την αφοσίωση και την προσπάθεια μιας εστιασμένης ανάγνωσης. Αυτό συνιστά την μεγάλη αρετή των κειμένων που ανθολογούνται στο βιβλίο. Ο λόγος του συγγραφέα χωρίς να προδίδει τον βαθύ στοχασμό φτάνει οικείος και προσλήψιμος και συμμετέχει στην καθημερινή κουβέντα που αναλύει και κρίνει τα ζητήματα της καθημερινής ζωής μας.
Έτσι, γνωρίζουμε κάτι από τον κόσμο του Μακιαβέλλι, του Σοπενάουερ, του Χιούμ, του Καντ, του Χέγκελ, του Μαρξ, του Νίτσε και βέβαια – πώς αλλιώς; – του Σπινόζα· επίσης και του Τολστόι, του Μπαλζάκ του Τσέχοφ, του Ουγκώ του Σουίφτ, του Βαλερύ και άλλων. Κάτι από τον κόσμο μας. Και όλα αυτά, που καλύπτουν τη δεκαετία 1993-2003, αποτελούν το βιβλίο στις σελίδες του οποίου προτάσσεται σύντομος πρόλογος που δεν περνά απαρατήρητος.
Ο Βώκος αφιερώνει το βιβλίο στον πατέρα του και για το λόγο αυτόν γράφει τον σύντομο πρόλογο. Με ύφος προσωπικό ή καλύτερα εκμυστηρευτικό γράφει για ό,τι αγαπάει και για ό,τι όχι, και αναρωτιέται αν είναι δυνατόν να αγαπήσουμε χωρίς να περιμένουμε ανταπόδοση, δηλαδή με τον τρόπο που αγαπάμε τους νεκρούς μας… Ίσως έτσι ολοκληρώνει αυτό που άρχισε με την εισαγωγή για την Πολιτική Πραγματεία του Σπινόζα, Πατάκης 2003 [1996] (σ.9-88, μετάφραση Άρη Στυλιανού) που την είχε αφιερώσει στη μάνα του. Όμως για να μην συνεχίσω να γράφω με βάσιμη τη μομφή ότι δεν έχω να πω τίποτα, ας παραθέσω αυτούσια δύο αποσπάσματα που νομίζω ότι χαρακτηρίζουν το ύφος των κειμένων και τη ματιά που περνά μέσα απ’ αυτά.
Η αρχή της σελίδας 21:
«Μπορεί κανείς να τελειώσει στα γρήγορα με τον Σοπενάουερ, αν τον κατατάξει στην κατηγορία των απαισιόδοξων ανθρώπων και τον θεωρήσει πρωτεργάτη της φιλοσοφικής απαισιοδοξίας. Φαίνεται ότι αυτό έκανε η εποχή μας, στη βεβαιότητά μας ότι τελικά ο κόσμος στον οποίο ζούμε είναι σχεδόν ο καλύτερος δυνατός: κάποια μικρομειονεκτήματα που επιμένουν, όπως οι πόλεμοι, η ανεργία, η φτώχεια, η αρρώστια, θα λυθούν με τον χρόνο, τώρα μάλιστα που τρέχουμε στις λεωφόρους της παγκοσμιοποίησης, όπου όλοι μαζί, πλούσιοι και φτωχοί, θα βαδίσουμε ο καθένας τον δρόμο του: οι πλούσιοι θα γίνουν πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι».
Και από τις σελίδες 124-125:
«Αναφερόμενος στις θεολογικοπολιτικές έριδες που σπάραζαν την εποχή του, ο Σπινόζα εκπλησσόταν για τη θηριωδία με την οποία άνθρωποι που δίδασκαν τα ιδανικά της αγάπης, της ομόνοιας, της χαράς, της ειρήνης, της εγκράτειας, εξόντωναν τότε (τότε!) τους αντιπάλους των. Πού, πώς και τι να θεμελιώσεις σε ένα έδαφος ποτισμένο με τόσο αίμα; Ακούγοντας, λοιπόν, το μάθημα των πραγμάτων, ο Σπινόζα αναζητά τις αιτίες του κακού και προβαίνει σε μία διάκριση πού, κατά τη γνώμη μου, δεν έχει γίνει αντικείμενο συστηματικής προσοχής εκ μέρους όσων δοκιμάζουν να σκεφτούν τις πολιτικές πράξεις.
Ο συγγραφέας της Ηθικής διακρίνει τα λειτουργήματα από τα αξιώματα και υποστηρίζει ότι η ραγδαία μετατροπή των πρώτων στα δεύτερα δεν είναι άμοιρη, τόσο των πολιτικών συγκρούσεων όσο και της απόστασης που χωρίζει την πολιτική θεωρία από την πολιτική πράξη. Γιατί αν ένα οργανικό σύνολο δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς τις συγκεκριμένες, πρακτικές, ορατές και αυτονόητες λειτουργίες που το συνιστούν, δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι οι λειτουργίες αυτές αποτελούν οπωσδήποτε αξιώματα. Τα πράγματα γίνονται ακόμη πιο επικίνδυνα, όταν οι λειτουργίες μετατρέπονται σε αξιώματα. Διότι ενώ μια λειτουργία ως αναγκαία και, συνεπώς, αυτονόητη δεν χρειάζεται κανενός είδους θεμέλιο, το αξίωμα πρέπει να θεμελιώσει την ύπαρξη του, γιατί, καθώς είναι μετέωρο, θα καταρρεύσει. Ο ρόλος της θεμελίωσης προκύπτει, τώρα, επιτακτικός: τα αξιώματα πρέπει πάση θυσία να αποκτήσουν υπόσταση, γι’ αυτό και θεμελιώνονται ως λειτουργήματα.
Με αφετηρία τη σπινοζική διάκριση μπορούν να τεθούν πρωτοβάθμιες ερωτήσεις και να διαπιστωθεί, για παράδειγμα, κατά πόσο η όρεξη για ένα λειτούργημα αποτελεί ή όχι και επιθυμία για ένα αξίωμα και μήπως, τελικά, το μόνο πού απομένει λειτουργικό είναι το σύστημα των αξιωμάτων. Τι θα σήμαινε όμως αυτή η διαπίστωση για ένα σύνολο που πρέπει να λειτουργήσει; Και πώς, επιτέλους, αυτό το σύνολο λειτουργεί; Η απάντηση στα προηγούμενα ερωτήματα καλό θα ήταν να αφορούσε όλο και περισσότερο κόσμο».



Σάββατο, Ιανουαρίου 14, 2012

Γιασμίνα Χαντρά , Ο Όλυμπος των απόκληρων

Μέσα σ’ ένα κόσμο περιθωριακών που ζουν σε μια αλάνα, κοντά στη θάλασσα κι έξω από την –ανώνυμη- πόλη, τον «Όλυμπο των απόκληρων», μας βάζει ο Γιασμίνα Χαντρά[1] σ’ αυτό το βιβλίο, δείχνοντας όχι μόνο τις συνθήκες κάτω από τις οποίες ζουν οι συγκεκριμένοι άστεγοι, αλλά τους διαφορετικούς «νόμους» και τις διαφορετικές αξίες που χαρακτηρίζουν το μικρόκοσμό τους. Έτσι, βλέπουμε να ξεδιπλώνονται χαρακτήρες αρκετά ολοκληρωμένοι αλλά και αλληλεξαρτώμενοι, βλέπουμε κοινωνικές υπο-ομάδες και έντονες συναισθηματικές σχέσεις.
Πρωταγωνιστής είναι ο Ας ο μονόφθαλμος, μουσικός και «φιλόσοφος» της αλάνας∙ σύντροφός του πιστός και προστατευόμενος, ο Τζούνιορ ο χαζούλης . Οι διάλογοι μεταξύ τους, σημαδιακοί και διασκεδαστικοί ταυτόχρονα, αναδεικνύουν τη φιλοσοφία των «Χόρ», όπως αυτοονομάζονται («χορ» στα αραβικά σημαίνει ελεύθερος άνθρωπος):
Είμαστε στο σπίτι μας. Μπορεί να μην έχουμε σημαία, ούτε ύμνο, ούτε κοινωνικό σχέδιο, αλλά έχουμε μια πατρίδα που μας ανήκει πραγματικά, κι αυτή είναι εδώ, μπροστά στα μάτια μας, κάτω από τα πόδια μας, τόσο πραγματική που δε χρειαζόμαστε τίποτα άλλο… έχουμε ανάγκη τους άλλους, Τζούνιορ; (…) Βρισκόμαστε εδώ… Εδώ είναι η γη των Χορ. Εδώ επιτρέπονται τα πάντα, τίποτα δεν είναι απαγορευμένο… Κι εδώ δεν είσαι βασιλιάς, δεν είσαι στρατιώτης, δεν είσαι Βαλές, εδώ είσαι Εσύ.
Ο Ας φοβάται ότι η πόλη θα πλανέψει τον Τζούνιορ, θα τον μαγνητίσει και θα τον ρουφήξει, γι’ αυτό συνέχεια του κάνει κατήχηση δείχνοντάς του ότι, αντίθετα με άλλες γειτονιές καταφρονεμένων όπου η ζωή στην πόλη είναι το «άπιαστο όνειρο», ο δικός τους τρόπος ζωής είναι αποτέλεσμα επιλογής. Είναι ο τόπος της αληθινής ελευθερίας, γιατί αληθινός πλούτος είναι να μην περιμένεις τίποτα από τους άλλους, γιατί το χρήμα είναι πηγή δυστυχίας. Μαλώνει τον Τζούνιορ όταν θέλει να αγοράσει κάτι, γιατί το να αγοράζεις είναι κάτι αιρετικό, είναι μια πράξη αφύσικη. Όταν η θάλασσα φουρτουνιάζει, για τον άνθρωπο της πόλης είναι κακοκαιρία, αλλά για έναν Χορ, σημαίνει πως η θάλασσα γιορτάζει. Διότι εκεί που οι άνθρωποι της πόλης δεν καταφέρνουν να κλείσουν μάτι λόγω του δυνατού αέρα, ένας Χορ ξέρει κι ανακαλύπτει τη μουσική σε κάθε μάνιασμα.
Αυτό είναι το προνόμιό μας, Τζούνιορ, αυτό είναι το μυστικό μας. Ξέρουμε πώς να βρίσκουμε την ευτυχία σε καθένα από τα πράγματα του θεού, επειδή ξέρουμε πως ο θεός είναι καλλιτέχνης. Εκείνοι, οι άνθρωποι της πόλης, δεν έχουν την παραμικρή ιδέα γι’ αυτό. Τα σπίτια τους είναι ζεστά, έχουν ένα σωρό ανέσεις, αλλά όπου και να χτίσουν την αυτοκρατορία τους τη χτίζουν χωρίς ψυχή. Θεωρούν πως ευτυχία είναι να εναντιώνεσαι. Αλλά δεν είναι έτσι. Ευτυχία, Τζούνιορ, είναι να ξέρεις να σιωπάς όταν παίζουν τα κύματα. Μπορεί εμείς να μην έχουμε πολλά, αλλά η φτώχεια μας έχει ψυχή. Αυτή είναι η μεγάλη διαφορά. Αυτό που για τους άλλους είναι κακοκαιρία, για μας είναι γιορτή. Είναι θέμα τρόπου σκέψης.
Αυτό το πνεύμα κατήχησης εξισορροπείται από τις παρεμβάσεις του Τζούνιορ, ο οποίος είναι πιο γήινος, πιο αφελής, πιο αυθόρμητος και συναισθηματικός. Η κηδεμονία του Ας γίνεται μερικές φορές καταπιεστική κι ο Τζούνιορ αντιδρά άμεσα (μη με μπουχτίζεις πια με τους κανόνες σου… μια ερώτηση έκανα/συνεχώς λες κάτι και μετά λες το αντίθετο κι έχω αρχίσει να μην σου έχω πια εμπιστοσύνη/ Τι είμαι, ο κρατούμενός σου; αν είμαι κρατούμενός σου, τότε να μου φορέσεις αλυσίδες). Ο Ας βρίσκει βέβαια πάντα τρόπους να κερδίζει τον Τζούνιορ, με τους μύθους του και τα τραγούδια του (Είσαι μουσικός, Ας. Από μόνος σου είσαι γιορτή, όταν το αποφασίσεις). Η σχέση τους είναι όσο στενή μπορεί να είναι η σχέση όπου εμπλέκονται το μητρικό, το πατρικό το φιλικό ίσως και το ερωτικό στοιχείο μαζί (-Κι αν ξυπνήσω κάποιο πρωί, Ας, και δεν είσαι εδώ; - Μα τι αρρωστημένα πράγματα είναι αυτά που σκέφτεσαι; Είσαι πολύ σημαντικός για μένα, πιο πολύ απ’ όλα τα αστέρια του ουρανού, πιο πολύ απ’ οτιδήποτε άλλο στον κόσμο. Ακόμα κι όταν κοιμάμαι, σε βλέπω στα όνειρά μου). Η έλλειψη εργασίας, ωραρίου, αλλοτρίωσης του χρόνου επιτρέπει στους δυο φίλους να συζητάνε με τις ώρες∙ είναι κάτι φυσικό να ξεδιπλώνουν ο ένας στον άλλο τα συναισθήματα και τις σκέψεις τους. Απολαμβάνουν την αστροφεγγιά, τον ήλιο, τον αέρα, την κίτρινη σκηνή που βρήκαν μέσα σ’ έναν ναυτικό σάκο όπου
… μαχαραγιάδες θα’ μαστε εκεί μέσα. Μόνοι, εσύ κι εγώ, ξαπλωμένοι ανάσκελα, με τα μάτια στον ουρανό και τα ποδάρια μας στον ήλιο. Άρχοντες του κόσμου.
-Αφού χαίρεσαι εσύ, χαίρομαι κι εγώ, λοιπόν. Πρέπει να το βάλεις αυτό καλά στο μυαλό σου: εδώ είναι ο δικός μας Όλυμπος κι εσύ είσαι η αιωνιότητα που μου αναλογεί. Εμείς οι δυο είμαστε ο κόσμος όλος. Είσαι το μάτι που μου λείπει κι εγώ είμαι το μυαλό που δεν σου περισσεύει.
Είναι και φορές που ο Ας βυθίζεται σε μια παράξενη σιωπή και είναι αδιαπέραστος. Δεν αντιδρά σε τίποτα κι ο Τζούνιορ βρίσκει πως ο Μουσικός το παρακάνει. Εντάξει, οι Χορ αντιλαμβάνονται ως μουσική τον οποιονδήποτε θόρυβο, αλλά ας μην το παρατραβάμε κιόλας. Οι υπερβολές στο τέλος διαστρέφουν ακόμα και τις ιερότερες αλήθειες και μετά δεν ξέρει κανείς πια ποιο διάβολο να επικαλεστεί…

Σε δεύτερο πλάνο βλέπουμε κι άλλους τύπους σ’ αυτή την ιδιόρρυθμη κοινωνία. Π.χ. ο Πασάς, το σκληρό καρύδι, που όλοι τον τρέμουν και που πήγε να πεθάνει από τη θλίψη του όταν το έσκασε ο πιστός του σύντροφος, ο Πίπο. Όλοι τον φοβούνται τώρα ακόμα περισσότερο, γιατί όταν ο Πασάς είναι δυστυχής, φροντίζει ώστε κι οι άλλοι να είναι δυστυχείς. Είναι απίστευτη η σκηνή όπου ο Πίπο ξαναγυρίζει (μια αβάσταχτη σιωπή συνθλίβει το μόλο) γιατί είναι απίστευτα… πιστευτό, έτσι όπως το δίνει ο συγγραφέας, το συναισθηματικό βάρος της απάντησης του Πίπο στην ερώτηση του Πασά, γιατί έφυγε (επειδή ήθελε να αλλάξει ζωή) αλλά και στη ερώτηση που ακολούθησε, γιατί γύρισε:
- Επειδή η ζωή μου είσαι εσύ.

Το καταλυτικό στοιχείο που δημιουργεί όμως τη μεγάλη ανατροπή και στη συνέχεια μια αλυσίδα αλλαγών, είναι η απροσδόκητη άφιξη του Μπεν Άνταμ, ενός ιδιόμορφα γραφικού ατόμου που ήρθε ποιος ξέρει από πού και που μιλάει σαν θεός. Πρόκειται για ένα ρήτορα, κάποιον που μαζεύει τους ρακένδυτους γύρω του σαν ποίμνιο και τους μιλά με πύρινα λόγια. Ο Τζούνιορ, όπως είναι φυσικό, σαγηνεύεται (δεν θέλει παρεμβολές που θα διαταράξουν τις σκέψεις του, οι οποίες είναι γεμάτες απ’ αυτό το μεγαλειώδες πρόσωπο με την υπερκόσμια φωνή και τα γλαυκά μάτια, που μιλάει για τον Άνθρωπο καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον και που ερχόμενος ξανάδωσε στην αλάνα αυτό που τα σκουπίδια, η μπόχα και η πλήξη τής είχαν στερήσει…) Η επαφή κι ο διάλογος μαζί του τον απογειώνει, και κάνει να αμφισβητεί ξαφνικά τη σημασία της αλάνας (δεν είναι κόσμος, αυτό Τζούνιορ, είναι προθάλαμος θανάτου. Δεν έχει τίποτα, ούτε παιδιά που παίζουν ούτε γυναίκες, ούτε μέλλον. Βρισκόμαστε απ’ την άλλη μεριά του καθρέφτη και εξακολουθούμε με πείσμα να έχουμε την πλάτη μας γυρισμένη).
Για τον Τζούνιορ, μέσα σε λίγες ώρες ο Μπεν Άνταμ αναδεικνύεται πνευματικός οδηγός, έχει τη σοφία που δεν τη βάζει ο νους. Δεν καταλαβαίνει τα λόγια του, αλλά νιώθει την ανάγκη να τον ακολουθήσει σ’ ένα ταξίδι μύησης. Το πιο σημαντικό είναι ότι ο Μπεν Άνταμ τον σέβεται, τον έκανε να νιώθει υπεύθυνο άτομο, του φερόταν σαν ίσος προς ίσο (δεν είσαι χαζός, Τζούνιορ. Είσαι πιο έξυπνος απ’ ό, τι πιστεύεις, μόνο που σου αρέσει να παριστάνεις κάτι που δεν είσαι. Αυτός είναι ο τρόπος που έχεις βρει να συμπεριφέρεσαι σαν κακομαθημένο παιδί).
Φυσικά, η παρουσία του Ξένου αναστατώνει τη μικρή κοινωνία, η οποία τον βλέπει σαν τσαρλατάνο που παριστάνει το Χριστό, πόσο μάλλον ταράζει τη σχέση του Άς με τον Τζούνιορ. Μέσα σε λίγες ώρες ο Τζούνιορ αμφισβητεί όλο το οικοδόμημα του Ας (γιατί δεν έχουμε ηλεκτρικό; Γιατί δεν έχουμε τηλεόραση;) και υιοθετεί το νέο, «επαναστατικό» τρόπο σκέψης του Μπεν Άνταμ (τα λόγια του είναι διαφορετικά απ’ αυτά που τόσο καιρό μας παίρνουν τα’ αυτιά). Ο Ας νιώθει τον Τζούνιορ να ξεφεύγει συνέχεια απ’ τον έλεγχό του κι αποφασίζει να κινήσει γη και ουρανό για να φύγει ο Ξένος.

Όμως, έχουμε και πάλι μια ανατροπή. Αυτή τη φορά, λίγο πριν φύγει από τον Όλυμπο, ο Ξένος επισκέπτεται τον Ας. Είναι ευθύς και του μιλά με ειλικρίνεια τέτοια, κάτι που δεν χαρακτηρίζει τον καχύποπτο Ας. Έτσι, τον κερδίζει. Μιλά όντως στην ψυχή του. Τον κάνει να δει ότι ο Τζούνιορ δεν είναι παιχνίδι, δεν είναι μαριονέτα, ούτε ο καθρέφτης του Ας. Μπήγει στην καρδιά του λόγια σα μαχαιριές, λέγοντας ότι δεν μπορεί να κρατά κοντά του τον Τζούνιορ σαν κατοικίδιο, σαν τυφλό κουταβάκι στερώντας του το δικαίωμα να ζήσει τη ζωή του. Αυτό δεν είναι αγάπη.

Ο Ας αναρωτιέται αν ο Μπεν Άνταμ του έκανε μάγια. Τα λόγια του στριφογυρίζουν και τον βασανίζουν. Ο Ξένος έφυγε, ο Τζούνιορ συνήλθε, αλλά ο Ας συνεχίζει να υποφέρει από μια εσωτερική πενία, κάτι σαν αόριστη εγκατάλειψη. Είναι η ενοχή. Η στενοχώρια του γίνεται τόσο εμφανής και πιεστική που φέρνει σε τρομερή αμηχανία τον Τζούνιορ, μέχρι και οργή (δεν έχω διάθεση να κάνω παρέα σε κάποιον που δεν του καίγεται καρφί για τα συναισθήματα των άλλων).
Η κρίση κάνει τον Ας να εξομολογηθεί στον Τζούνιορ όλο του το πονεμένο παρελθόν στην πόλη∙ λέει στον προστατευόμενό του αλήθειες για την περασμένη του ζωή που ανατρέπουν τους μύθους με τους οποίους τον βαυκάλιζε τόσο καρό. Η τελευταία αυτή σκηνή είναι κορυφαία και λειτουργεί καθαρτικά στη σχέση των δυο φίλων. Ο Ας, σε αντίθεση με όσα έλεγε μέχρι τώρα, προτρέπει τον Τζούνιορ να φύγει απ’ την αλάνα, να ζήσει στην πόλη, να γνωρίσει τον έρωτα.
Η γυναίκα είναι έρωτας. Κι ο έρωτας είναι η ωραιότερη κεραμίδα που μπορεί να πέσει στο κεφάλι κάπου. Πριν απ’ τον έρωτα δεν υπάρχει τίποτα σπουδαίο. Μετά τον έρωτα δεν απομένει τίποτα. Ο έρωτας είναι η ουσία της ζωής, το νόημα και η σωτηρία της. Αν έρθει να σε βρει, κράτα τον και μην τον αφήσεις να φύγει. Αν σε αποφεύγει, κυνήγησέ τον. Αν δεν ξέρεις πού να τον βρεις, δημιούργησέ τον. Χωρίς αυτόν η ύπαρξη είναι ανώφελη, κενή, μια ατέλιωτη πτώση στο κενό.

Και η τελευταία ανατροπή: ο Τζούνιορ δεν καταφέρνει να ζήσει στην πόλη. Τον συλλαμβάνουν τον φυλακίζουν, τον πάνε στα κάτεργα. Μετά από καιρό επιστρέφει στην αλάνα με σπασμένο χέρι παίρνοντας πια, με δική του επιλογή, το ρόλο που του επιφύλασσε η μοίρα... (Μπλις: ο Τζούνιορ δεν έχει ούτε τη στόφα του ήρωα, ούτε το μέγεθος ενός μάρτυρα. Είναι απλώς ένας κακομοίρης, ένας αγαθιάρης χωρίς μυαλό και χωρίς φύλακα άγγελο, ένας βλάκας με περικεφαλαία, που δεν είχε περισσότερες πιθανότητες να ξεφύγει απ’ ό, τι ένας ποντικός που θα’ πεφτε στο λάκκο με τα φίδια).


Χριστίνα Παπαγγελή

[1] Γιασμίνα Χαντρά (=πράσινο γιασεμί) κι όχι Χάντρα (όπως συνηθίστηκε στην Ελλάδα να προφέρεται), είναι κατά τον Μπάμπη Δερμιτζάκη το ψευδώνυμο του μουσουλμάνου αλγερινού συγγραφέα Μοχάμεντ Μουλεσσεχούλ, ο οποίος διάλεξε γυναικείο όνομα για πολιτικούς λόγους.

Δευτέρα, Ιανουαρίου 09, 2012

ανεμώλια, Ισίδωρου Ζουργού

Το πρόβλημα, αγόρι μου, το βασικό πρόβλημα είναι το μυαλό σου,
αυτό το ρημάδι που’ χεις μέσα στο κρανίο,
αυτό το πράγμα που δεν κοιμάται ποτέ,
που γεννάει συνεχώς φόβους, σενάρια,
που χαράζει σχέδια, προβλέπει κι αναρωτιέται.
Κλείστον καμιά ώρα τον ρημάδι τον διακόπτη και μην κακομελετάς.
Γίνε για λίγο κύμα, δεν μπορείς;

Η ιστορία της περιπλάνησης του σύγχρονου ανθρώπου που θέλει να αποδράσει από την αστική ζωή - που γυρεύει ουσιαστικά τα όριά του, έχει πολλές αναλογίες με την Οδύσσεια, που άλλωστε αποτελεί αρχετυπικό μύθο του νόστου, της επιστροφής στον εαυτό, στην οικογένεια, στην πατρίδα. Αυτή φαίνεται ότι ήταν η αρχική σκέψη και η φιλοδοξία του συγγραφέα, να αναδείξει δηλαδή μέσα από την αναζήτηση και τις ανησυχίες του Νίκου Χαλκίνη -του σύγχρονου Οδυσσέα- και των φίλων του –των «εταίρων» του- την κατάδυση στα βάθη του εαυτού μέσα από μια πορεία αυτογνωσίας.
Έτσι, επινοεί μια σειρά από περιστάσεις αναλογικές με το μύθο της Οδύσσειας αλλά αρκετά αληθοφανείς ώστε να αποδίδουν το πνεύμα της σύγχρονης εποχής. Μια παρέα αντρών γύρω στα σαράντα αποφασίζουν να ρίξουν μαύρη πέτρα πίσω τους, να εγκαταλείψουν ξαφνικά επάγγελμα, γυναίκα, παιδί, καριέρα και να κάνουν ένα ταξίδι φυγής με το ιστιοπλοϊκό σκάφος τους, τον «Θερσίτη». Επιλέγουν για τελικό προορισμό τη… Ρόδο (τόπος όπου είχαν πάει, πάλαι ποτέ, την πενταήμερη εκδρομή τους), με σκοπό να ξαναβρεί η ομάδα τη χαμένη νιότη (Γιατί φεύγουμε και τα παρατάμε όλα; -για ελευθερία, -για ζωή- για δράση- για περιπέτεια για να ξαναζήσουμε, για νεότητα, - Τέλεια! πού τα είχαμε όλ’ αυτά για πρώτη φορά; Ελευθερία, χρώματα, μυρωδιά γυναίκας, ζωή χειροπιαστή, όνειρα… την αυγή του κόσμου, ρε μαλάκες, πότε την πρωτοζήσαμε;)
Αρχηγός των συντρόφων («εταίρων») είναι ο Δημήτρης Χριστοδούλου, επονομαζόμενος επί το ομηρικότερον «Μυκηναίος», κάτι σαν τον Αγαμέμνονα (ήταν κάτι παραπάνω από αρχηγός, ήταν ένας μικρός θεός). Ερωτεύτηκε παράφορα την Ελένη (δεν ήταν όμορφη, ήταν ωραία) , αλλά αυτός που την αγάπησε βαθιά και είχε σχέση μαζί της ήταν ο μικρότερος αδερφός του Μυκηναίου, ο ξανθός Χρήστος, και τώρα θέλει να ξανασμίξει μαζί της, κλέβοντάς την από το γέρο παραλή άντρα της. Ο Μενέλαος λοιπόν πάει να πάρει, με τη βοήθεια των συντρόφων την ωραία Ελένη από το κάστρο της, στη Λήμνο, όπου ζει τώρα το ζευγάρι… Έτσι, ενδιάμεσος σταθμός του ταξιδιού προς τη Ρόδο («νόστος») ορίζεται η Λήμνος («Τροία»). Στον Άι Στράτη ένας τρελόγερος θα προφητέψει ότι όποιος «πατήσει πρώτος το πόδι του στο νησί, θα πεθάνει», και πράγματι θα πεθάνει ο Μυκηναίος μετά από μια κρίσιμη τηλεφωνική συνδιάλεξη με τη γυναίκα του (Κλυταιμνήστρα;) δίνοντας έτσι οριστικό τέλος στο ταξίδι των συντρόφων. Ο αφηγητής-Οδυσσέας ωστόσο θα συνεχίσει την άρνηση και την περιπλάνηση. Οι αναλογίες με το ομηρικό έπος συνεχίζονται σε πλάτος και σε βάθος, ενώ παρεμβάλλονται πολύ παραστατικά και με μεγάλη επιδεξιότητα στοιχεία της σύγχρονης καθημερινότητας.


Δεν είναι τόσο η επιτήδευση στην πλοκή που ενόχλησε, γιατί εδώ ο συγγραφέας αποδείχτηκε μάστορας. Παρόλη την εγκεφαλικότητα του εγχειρήματος, δεν αισθάνεται ο αναγνώστης ότι η υπόθεση είναι «τραβηγμένη απ’ τα μαλλιά» για να προσομοιάσει στο έπος. Αντίθετα, κάποια στιγμή αναλογίζεται και συνειδητοποιεί, π.χ. ότι η Ναντίν ήταν για τον Χαλκίνη- Οδυσσέα κάτι σαν την Κίρκη. Άλλωστε η αυτό-αναφορά του κεντρικού ήρωα αφηγητή στον ομηρικό κόσμο, δηλαδή ο τρόπος που ο ίδιος βιώνει, σα σύγχρονος Οδυσσέας την περπλάνησή του, «επιτρέπει» αυτές τις «συμπτώσεις». Είναι ζήτημα οπτικής, ζήτημα αφηγηματικής ματιάς.
Αυτό που προσωπικά με ενόχλησε, αλλά και πάλι όχι σε πρώτο πλάνο, ήταν η επιτήδευση στη γραφή. Οι πολλές ομηρικές αναφομοίωτες λέξεις, ακόμα κι απ’ την πρώτη σελίδα∙ ονοματικά σύνολα όπως ουρανοδρόμος ήλιος, ψαρίσιο πέλαγος, ατρύγητος πόντος, ανδρόβουλη καρδιά, εκηβόλος Φοίβος, άλκιμος έρωτας, ερωτύλος άνεμος κάποιες φορές ηχούν ξεκάρφωτες. Ακόμα και στοιχεία του γνωστού προλόγου της Οδύσσειας ανιχνεύει κανείς στο παρακάτω απόσπασμα (που ευτυχώς δεν παρατίθεται στην αρχή):
Έρχομαι τώρα στο χαρτί, ποιητής απρόσκλητος, να ζωγραφίσω εκείνα τα χρόνια βουτώντας τα πινέλα μέσα μου. Δεν έχω μούσα- ποιος έχει άραγε τούτες τις μέρες;
Έτσι, πιστεύω ότι η πρόθεση του συγγραφέα να κάνει έναν παραλληλισμό με τον κόσμο του Ομήρου, οδηγεί το ύφος σε μια εκζήτηση, όμως πιθανόν, άλλους αυτό ακριβώς το στοιχείο να τους γοητεύει. Ο αναγνώστης βέβαια προϊδεάζεται ήδη από τον τίτλο «ανεμώλια» -τα μάταια λόγια, τα «μεγάλα λόγια», τα ανώφελα. Άλλωστε, η παρουσία των «ανέμων» είναι καταλυτική για την πορεία του «Θερσίτη» και ενταγμένη με φυσικότητα στην ιστορία, ιδιαίτερα στο ομώνυμο κεφάλαιο (ανεμώλια) όπου περιγράφεται το πώς πάρθηκε η απόφαση:
Κανείς δεν μπορούσε να πιστέψει λίγο καιρό πριν, μέσα στον ζόφο του τελευταίου χειμώνα, πως κάτι τροχιοδεικτικές φράσεις του Χρήστου θα έπιαναν τόπο και θα μας έδειχναν μονοπάτια για το μέλλον.
(…)
Φαίνεται, όμως, ότι φυσούσαν άνεμοι στα λόγια μας τον τελευταίο χειμώνα, ζέφυροι, τραμουντάνες… Πιο πολύ στο κεφάλι του Χρήστου που τους επιζητούσε, που ανέβαινε στις κορυφές των πιο τρελών λογισμών και ανοίγοντας τα χέρια διάπλατα τους καλούσε. «Να φύγουμε!» μας έλεγε, καιτ ην πρώτη φορά που το ξεστόμισε κοιταχτήκαμε με απορία.
(…)
Άνεμοι φυσούσαν και στ’ αυτιά του Μυκηναίου ολημερίς, εκείνος όμως είχε παραπέτασμα το αλκοόλ, και τους πρώτες μήνες βούλωνε τα αυτιά του με κερί για να μην ακούει.
(…)
(…)
Τι θέλω όμως απόψε και θυμάμαι όλους τους ανέμους; Πιο νέος πίστευα πως μπορείς να τους μαζέψεις και να τους βάλεις στον ασκό κομμάτι κομμάτι. Πίστευα πως ήταν θέμα συγκομιδής και πως ύστερα από το πατίκωμα θα κάθονταν ήσυχοι, βοτρυδόν, πολλοί μαζί όπως οι ρώγες του σταφυλιού, τακτοποιημένοι και ήσυχοι στη σειρά τους. Ύστερα κλείνεις το σακούλι σφιχτά και ξαγρυπνάς. Κάποια νύχτα όμως που τα μάτια σου μισοκλείνουν, ο χοντρός σπάγκος χαλαρώνει. Αυτοί από μέσα βουίζουν, ακούς τον αντίλαλό τους όμως κοιμάσαι, κι όταν ξημερώνει η ζωή σου είναι αλλού, ξεκάρφωτη και ξεκούδουνη.

Παρόλες τις «ενστάσεις» μου για την επιτήδευση στο ύφος (ώστε να παραπέμπει στον Όμηρο, στοιχείο που μπορεί να είναι και ιδεολογικοποιημένο, γιατί παραπέμπει στην ιδεολογία της συνέχειας της ελληνικής φυλής), στις περισσότερες σελίδες διαρρέει ένα αφηγηματικό ύφος μεστό και γλαφυρό, ιδιαίτερα όσο αφορά τα βιώματα του παρελθόντος, τη μαθητική και φοιτητική ατμόσφαιρα στη Θεσσαλονίκη της δεκαετίας του ’70, τη σχέση του πρωταγωνιστή με τον «μέντορά» του Μιχάλη, τη σχέση του καθένα απ’ τους συντρόφους με τον έρωτα, την οικογένεια, το θάνατο (βλ. Μυκηναίος που έχασε από δική του υπαιτιότητα το παιδί του- πώς ξέχασε και έζησε; Γιατί ακόμα δεν κοιμήθηκε τον χάλκινο ύπνο;). Διάλογοι που φανερώνουν τους βαθύτερους δεσμούς φιλίας που χαρακτηρίζουν την αντρική φιλία, αλλά και την αρσενική ψυχοσύνθεση. Φράσεις γεμάτες σιωπές που συνοψίζουν και σηματοδοτούν, όπως οι παρακάτω που σχολιάζουν τον απόκρυφο έρωτα του Νίκου με τη γυναίκα του Νικηφόρου: δώδεκα χρόνια μύθου που κόπηκαν απότομα, που έσβησαν μετά από έναν οργασμό και χάθηκαν άδοξα. Έχει η ηθική τον τρόπο της να ευτελίζει τις αισθήσεις. Περιγραφές με χαρακτηριστικές λιτές πινελιές σκιτσάρουν εύστοχα, όπως τη Ντόρα (γυναίκα του Μυκηναίου): ήταν η Ντόρα, λάφυρο του άνακτα μετά από δυο μήνες πολιορκία, ψυχρά όμορφη και επαρχιακώς εύπορη. Δε γνώριζε καλά καλά ότι σ’ αυτόν τον κόσμο υπήρχαν το φοιτητικό κίνημα, το φεστιβάλ κινηματογράφου, το αίτημα για απλή αναλογική, το περιοδικό αντί, ο Μίλαν Κούντερα. (…) Αναζητούσε έναν άντρα σταθερό, ήθελε τέτοια χέρια να την αναλάβουν, ήθελε ν’ ανοίξει σπίτι, να κάνει κουμπάρα τη διπλανή της στο θρανίο απ’ το λύκειο, να κάνει παιδιά κλπ.
Αξίζει να παραθέσει κανείς και την περιγραφή της Ελένης:
Ένα από τα χαρακτηριστικά της Ελένης ήταν πως όταν έκανε μια ερώτηση ποτέ δεν περίμενε την απάντηση. Κάτι έβλεπαν τότε τα ωραία μάτια της ή κάτι χάιδευαν τα μακριά της δάχτυλα, ένα σκουλαρίκι, ένα μέρος της γάμπας της έναν κατάλογο με ποτά και ροφήματα, κάτι… άλλωστε ο κόσμος ήταν πολύχρωμος και τόσο σύντομος για να περιμένει κανείς τις λέξεις των άλλων, όλα ήταν γύρω της καλλικέλαδα πουλιά που υμνούν την ομορφιά.



Τέλος, έννοια κλειδί φαίνεται να είναι ο «νήδυμος» ύπνος (γλυκός, ήρεμος, ήσυχος ελαφρός, αδιατάρακτος), ο ίδιος ύπνος που φέρνει τη λήθη και τη γιατρειά, όπως έφερε στον Μυκηναίο (βλ. παραπάνω) αλλά και στον Μιχάλη που έχασε κι αυτός το παιδί του. Σε αντιπαράθεση με τον «χάλκινο»: τον άκουσα χωρίς να του απαντήσω, καθώς ήταν φανερό πως για τον Μιχάλη χάλκινος ύπνος δεν υπάρχει.



Χριστίνα Παπαγγελή

Δευτέρα, Ιανουαρίου 02, 2012

Τα μεγάλα χρόνια, Γιώργου Μιχαηλίδη

Πρόκειται για το πρώτο βιβλίο της καινούριας τριλογίας που γράφει ο συγγραφέας και επιγράφεται «άγιοι έρωτες». Από τις πρώτες σελίδες διαπιστώνει ο αναγνώστης γι’ άλλη μια φορά πόσο ελκυστικό είναι το γράψιμο του Γιώργου Μιχαηλίδη, όπως περιμένει από συγγραφέα που έχει ασχοληθεί με το θέατρο. Άλλωστε δείγματα γραφής έχουμε κι από την άλλη τριλογία του ίδιου συγγραφέα, με το γενικό τίτλο "Της επανάστασης, της μοναξιάς και της λαγνείας" («Μύηση», «Λαβύρινθος», «Έξοδος»). Το σκηνικό αφορά την περίοδο από το 1900 μέχρι τους Βαλκανικούς πολέμους στα τζουμερκιώτικα βουνά (αρχικά), στο Ξηρόμερο, και στη συνέχεια στην Οδησσό, στην Αετοράχη, στην Θεσσαλονίκη, στην Αθήνα. Είναι ολοζώντανες οι περιγραφές των δύσκολων συνθηκών στα βοσκοτόπια, της μετάβασης στα χειμαδιά, των καιρικών μεταβολών, των καραβανιών των εμπόρων που κάναν πολλές φορές και υπερπόντια ταξίδια για να δώσουν διέξοδο στους σκλαβωμένους που ψάχναν μια καλύτερη τύχη κλπ. Περιγράφεται με γλαφυρότητα η έντονη εμπορική δραστηριότητα στη Μαύρη Θάλασσα και στην Προποντίδα, το (κυρίαρχο;) ελληνικό στοιχείο, η συνύπαρξη του εβραϊκού, ελληνικού, βουλγάρικου πληθυσμού στη Θες/κη των αρχών του αιώνα, η ατμόσφαιρα της Μεγάλης Ιδέας. Οι ζωές των 3-4 πρωταγωνιστών μπλέκονται με τρόπο ώστε αναδεικνύεται το ιστορικό ανάγλυφο της εποχής. Είναι δηλαδή καλοστημένο, κατά τη γνώμη μου, το «πλαίσιο» του μυθιστορήματος, παρόλ’ αυτά… δεν το τέλειωσα. Λίγες, μα πολύ λίγες σελίδες πριν το τέλος ένιωσα ότι δεν είχε πλέον τίποτα να μου δώσει.



Είναι πολλοί οι αφηγητές, πράγμα που λίγο μπερδεύει τον αναγνώστη, όπως επισημαίνει και η anagnostria. Πρόσωπο κλειδί ο «περατής» Αντρέας Σταφυλοπάτης (παππούς του βασικού αφηγητή, οδηγός και υπεύθυνος των εμπορικών καραβανιών που οδηγούσε στις χώρες της ξενιτιάς (κυρίως Βλαχίας) ως τη Μαύρη Θάλασσα), τον οποίο ερωτεύεται η συμπρωταγωνίστρια, η Φωτεινή, ένα κορίτσι που μαγεύεται από μικρό από τα βιβλία. Τρίτο πρόσωπο ο Γεράσιμος, αδερφός της Φωτεινής. Κομβικό επεισόδιο η προδοσία του ελληνικού εμπορικού καραβανιού που ξεκίνησε υπό την ηγεσία του Αντρέα και του πατέρα του, στα χρόνια του μακεδονικού αγώνα, η επίθεση των Βουλγάρων, και η τρομερή σφαγή στο Διαβολόρεμα (είναι στορικό γεγονός άραγε;). Μόνοι που σώθηκαν από την καταστροφή ο Αντρέας, η Φωτεινή και δυο τρία ακόμα άτομα. Το επεισόδιο δεν είναι κεντρικό μόνο επειδή γνωρίστηκαν και αγαπήθηκαν ο Αντρέας με τη Φωτεινή, αλλά κι επειδή το πάθος για εκδίκηση του Αντρέα -ανάμεικτο με τις τύψεις επειδή δεν αντέδρασε αποτελεσματικά στο πάθος του πατέρα του για κέρδος («πολλοί οι παράδες…») -καθόρισε τη συμπεριφορά του από δω και πέρα.


Η συμμετοχή των δύο ηρώων στους βαλκανικούς πολέμους δίνει αφορμή στον συγγραφέα να αναφερθεί στις συγκεκριμένες μάχες, με μεγάλη δόση υπερβολής όμως, εφόσον η Φωτεινή αναθέτει στον αδερφό της να «προσέχει» τον Αντρέα κι εκείνος τον ακολουθεί πιστά, με κίνδυνο της ζωής του για να… τον προστατεύει!!!(Εσύ, Γεράσιμε, θα τον φυλάξεις, θα είσαι ο άγγελός του, θα γίνεις ασπίδα και προστάτης του και θα μου τον στείλεις πίσω, σώο, όπως όταν μπήκε στο καράβι. Μην έλθει σκοτωμένος, Γεράσιμε! Μη μου τον στείλεις σκοτωμένο! Ευχή και κατάρα σου στέλνω, αδελφέ μου, να τον κρατήσεις ζωντανό!(!!)


Μικρές παρενθέσεις ιστορικών αναφορών δίνουν κάποιες πινελιές εθνικής/κιστικής ιδεολογίας που στην αρχή δεν ενοχλούν (π.χ. η αναφορά στην προσάρτηση του 1881: μεγάλωσε ο μικρός τόπος μας κατά 13.395 τετραγωνικά χιλιόμετρα). Ωστόσο οι αναφορές αυτές ποτέ δεν είναι αθώες, κι έτσι ξεδιπλώνεται μπροστά μας ένα ιστορικό, κατά βάση, μυθιστόρημα με φόντο τους βαλκανικούς πολέμους και την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, που, χωρίς να φτάνει σε υπερβολές, τονώνει το εθνικό ιδεώδες. Αν αυτό είναι θετικό ή αρνητικό, κάθε αναγνώστης καλείται να το κρίνει με τα δικά του κριτήρια.



Χριστίνα Παπαγγελή