Πέμπτη, Ιουλίου 19, 2018

Σαν μυθιστόρημα, Γιάννη Κιουρτσάκη (ΤΟ ΙΔΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΑΛΛΟ)


Μ αυτόν τον τρόπο πλάθεις την ιστορία σου:
κοιτάζοντας πρόσωπα και πράγματα
όπως τα βλέπεις τώρα κι όπως μπορούσες τότε να τα δεις∙
 κοιτάζοντάς τα, όσο μπορείς,
συγχρόνως από έξω κι από μέσα-
και καθρεφτίζοντας αυτό το έξω πάνω στο μέσα,
αυτό το μέσα πάνω στο έξω

Ξαναδιάβασα το πρώτο αυτό  βιβλίο του αγαπητού συγγραφέα μετά από 23 χρόνια, έχοντας πια κάνει από κοντά γνωριμία με τον ίδιο και με τον κόσμο του, κι έχοντας διαβάσει το δεύτερο βιβλίο του (κυρίως) της τριλογίας («Εμείςοι άλλοι») όπως και πολλά από τα δοκίμιά του για τον Καραγκιόζη και τον λαϊκό πολιτισμό.
Όπως και το «Εμείς οι άλλοι», πρόκειται για ένα βιβλίο εσωτερικού μονόλογου (αν και εναλλάσσεται το α΄ενικό με το γ΄ενικό), αυτοβιογραφικό και εξομολογητικό, μιας ανήσυχης προσωπικότητας που ψάχνει με αγωνία την αληθινή της ταυτότητα ήδη από την ευαίσθητη αλλά καθοριστική παιδική ηλικία. Δεν πρέπει να περιμένει δηλαδή ο αναγνώστης κάποια πλοκή συναρπαστική, ή βιώματα μοναδικά και ανεπανάληπτα, όσο σκέψεις, εικόνες και γνώριμα συναισθήματα  που μεταλλάσσονται, ωριμάζουν, αντιφάσκουν με τον εαυτό τους και αποκρυσταλλώνονται σε λέξεις για να αυτοαναιρεθούν (όπως σπεύδει και ο ίδιος να διευκρινίσει στην πρώτη εισαγωγική σελίδα: να πεις τα ίδια πράγματα με άλλο τρόπο: όχι για να επαναλάβεις τον εαυτό σου, αλλά ακριβώς για να πεις το άλλο –το άλλο που φωλιάζει μέσα στο ίδιο). Θα έλεγε κάποιος κριτικός λογοτεχνίας ότι είναι ένα –«σαν», όπως λέει ο τίτλος- μυθιστόρημα «ενηλικίωσης», κυριολεκτικά και μεταφορικά∙  κυριολεκτικά εφόσον ο συγγραφέας μιλά για την παιδική του ηλικία μέχρι που έγινε 18 χρονών, αλλά και μεταφορικά εφόσον τότε ήταν που αυτοκτόνησε ο μεγαλύτερος αδερφός του, γεγονός καθοριστικό για το άλμα, το πέρασμα στην ωριμότητα και την αυτοσυνειδησία. Είναι ένα προσωπικό μυθιστόρημα, όπου ο βίος μετουσιώνεται σε κάτι άλλο χάρη στη γραφή.
Το κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσε ο Γιάννης Κιουρτσάκης και τον καθόρισε αποφασιστικά ήταν μεσοαστικό, κλειστό, συντηρητικό. Έζησε και μεγάλωσε στο κέντρο της Αθήνας με πολλές ανέσεις, με προσεγμένη μόρφωση και αυστηρό γονεϊκό έλεγχο. Ο πατέρας που καθόρισε τη ζωή και τις αξίες των δύο αγοριών (που είχαν ωστόσο τη μεγάλη διαφορά των 8 χρόνων μεταξύ τους) παντρεύτηκε με προξενιό σε μεγάλη ηλικία (55 χρονών όταν γεννήθηκε ο Γιάννης, ο μικρότερος), ήταν εισαγγελέας με ένα αξιοσέβαστο παρελθόν πίσω του προτού αφοσιωθεί  με πολλή φροντίδα στα αγόρια (ένας πατέρας γεμάτος μητρότητα). Ο Γιάννης, σαν μικρότερος με μεγάλη διαφορά από τον αδερφό του,  εσωτερίκευσε όλες αυτές τις επιταγές του περιβάλλοντος εις διπλούν… Όμως με διαρκή επεξεργασία των επιρροών διαμορφώνει σιγά σιγά τη δική του, μοναδική συγγραφική προσωπικότητα.
Δεν υπάρχει ακριβώς γραμμική σειρά στην παράθεση των γεγονότων και της εσωτερικής διευθέτησής τους στην ψυχή του ήρωα. Ο συγγραφέας πηγαινοέρχεται από το «σήμερα» (που είναι όταν γράφει το βιβλίο, δηλαδή τα διάφορα κεφάλαια που μπορεί να γράφτηκαν το 1986, 1990, 1991 κλπ  -το βιβλίο δημοσιεύτηκε το 1995) στο απώτερο παρελθόν, στον βίο των δικών του, στα περιστατικά που τον καθόρισαν∙ το βιβλίο ξεκινάει από το πιο σημαδιακό γεγονός που ήταν ο εκούσιος θάνατος του αδερφού του, του Χάρη στην ηλικία των 26 χρόνων (αυτό το τρελό αγόρι που τόσο διψούσε για ζωή, θα είχε δώσει άραγε ο ίδιος τέλος στη ζωή του εκείνο το βράδυ του Γενάρη στις Βρυξέλλες, αν όσα έζησε και σκέφτηκε εκείνες τις λίγες μέρες ή εκείνες τις λίγες ώρες είχαν εξελιχθεί ελάχιστα διαφορετικά;), για την ακρίβεια ξεκινάει από την αναφορά σ αυτό το πυρηνικό συμβάν, που έδωσε και το κίνητρο να γραφτεί το βιβλίο. Γιατί η ακραία συνειδητοποίηση «εγώ είμαι ο Χάρης» δεν γίνεται αμέσως κατανοητή από τον αναγνώστη στις πρώτες σελίδες, παρά μόνο αφού φανεί και η βαθιά σχέση των δύο αδερφών αλλά και οι αναλογίες στους δυο χαρακτήρες. Απ τις πρώτες σελίδες πάντως δίνεται το βάθος αυτής της καταβύθισης στον «εαυτό», στον ίδιο και στον Χάρη, με την εικόνα του «Δίκωλου», του προσώπου με το διπλό σώμα, στο λαϊκό θέατρο του ποντιακού καρναβαλιού του Δωδεκάμερου, το οποίο κουβαλάει μόνιμα στη ράχη του το σώμα του νεκρού αδερφού του. Και η αφήγηση απλώνεται σε κύκλους που επεξηγούν, περιγράφουν, ερμηνεύουν, θέτουν διαρκώς ερωτήματα εκ νέου, αναπτύσσοντας «το ίδιο και το άλλο», το «μέσα και το έξω». Και πέρα από τα φαινόμενα, κυριαρχεί ένα ερώτημα πολύ πιο βαθύ και θεμελιώδες, κυριολεκτικά αβυσσαλέο, το ερώτημα «ποιος είμαι». Μια διαρκής αναζήτηση του «εαυτού», που δεν μπορείς να τόνε βρεις γιατί αλλάζει ακατάπαυστα.
Όπως λέει και ο ίδιος από την αρχή του βιβλίου, από πολύ μικρός θησαυρίζει κάθε ερέθισμα, κάθε βίωμα μεγάλο ή ταπεινό, ψάχνει τις λέξεις και χτίζει τον εαυτό του, ή την εικόνα για τον εαυτό του. Και δεν είναι τυχαία αυτή η υπέρτατη καταξίωση κάθε μικρού και σχεδόν ανεπαίσθητου συναισθήματος, ίσως να έχει τη ρίζα της στη μεγάλη απώλεια, πρώτα του πατέρα και μετά του αδερφού, σε καθοριστική ηλικία αντίστοιχα∙ στη μεγάλη απώλεια που δίνει αξία σε κάθε τι που δίνει ζωή και νόημα στον κόσμο. Μέσα στη φθορά και την αλλαγή αποζητά το άφθαρτο, το αιώνιο, γιατί πατρίδα σου είναι ο άφθαρτος, αθάνατος, αιώνιος κόσμος μέσα στον πυρήνα του εαυτού σου. Πατρίδα σου είναι ο πρώτος σου εαυτός –και κάθε αναζήτηση του πρώτου σου εαυτού είναι ένας νόστος. Στην αρχή ακόμα του βιβλίου (σελ.50) ο συγγραφέας κωδικοποιεί με υπέροχο, ποιητικό τρόπο την ου-τοπία του «αδύνατου νόστου», την ουσία όχι μόνο της γραφής του αλλά και της ζωής του (άλλωστε, το λέει και προς το τέλος: ζω μέσα απ’ το γράψιμο):
Τώρα λοιπόν το καταλαβαίνεις:
Για να ξανάβρεις εκείνη την αιωνιότητα, πρέπει να απαρνηθείς την αιωνιότητα και να περάσεις από τον χρόνο.
Και για να ξανάβρεις εκείνη την αθανασία, πρέπει να περάσεις απ’ την παραδοχή του θανάτου.  
(…) Και για να βρεις τον εαυτό σου, πρέπει να βγεις απ’ τον εαυτό σου και να περάσεις από τον άλλον.
Και στο τέλος:
Μοναδική πατρίδα σου είναι ο έρωτας και ο θάνατος.

Έτσι, έχουμε το σπίτι, το «μέσα» και το «έξω», το Ίδιο και το Άλλο, τον έρωτα και τον θάνατο. Κι όλο το «χτίσιμο» της προσωπικότητας του συγγραφέα περιστρέφεται γύρω από τρεις σημαντικούς θεματικούς άξονες: πατέρας, το ταξίδι του Χάρη στη μυθοποιημένη «Ευρώπη» για σπουδές, η εθελοντική αποχώρηση του Χάρη από τη ζωή.
Κεντρική θέση στο σύμπαν των δυο αγοριών κατέχει ο πατέρας: δυναμικός, άτεγκτος και δυναμικός εισαγγελέας από τη μια, πατρικός/μητρικός και τρυφερός απ’ την άλλη. Στην επαγγελματική περιπλάνησή του ως αντεισαγγελέας και στη συνέχεια ως εισαγγελέας στα Γρεβενά, Κρήτη, Δράμα (π.χ. ήταν αντεισαγγελέας στη Δράμα κατά την εισβολή των Βουλγάρων το 1916), Βόλο,  κλπ. έχει πολλές φορές πρωταγωνιστικό ρόλο στην επίσημη Ιστορία, από την οποία τα παιδιά του, ως παιδιά μένουν προφυλαγμένα (από τι άλλο γύρευε να μας προστατέψει ανατρέφοντάς μας όπως μας ανέτρεφε μες στον κλειστό παράδεισο του σπιτιού μας, αν όχι απ τον εφιάλτη που είχε γίνει και γι αυτόν η Ιστορία –λες κι είχε την αφέλεια να πιστεύει ότι η Ιστορία μπορούσε να σταματήσει στο κατώφλι του σπιτιού μας;).  Η ιστορία του που την στοιχειοθετεί εκ των υστέρων ο Κιουρτσάκης, όταν πια είναι ενήλικας, του προκαλεί και κάποια «δαγκώματα» στην καρδιά, όπως ο σημαντικός του ρόλος στη δίκη του Παναΐτ  Ιστράτι, Νίκου Καζαντζάκη και Δημήτρη Γληνού που ήταν κατηγορούμενοι για «διέγερσιν ερεθισμού και διχονοίας και εχθροπαθείας μεταξύ των πολιτών» τον Φεβρουάριο του 1928. Η τάση του πατέρα να «αποστειρώνει» την Ιστορία αφήνοντάς την έξω απ’ το σπίτι, όπως λέει ο συγγραφέας, είχε το πλεονέκτημα ότι τον γλίτωσε από την αντικομμουνιστική υστερία που γνώρισαν πιθανώς άλλα παιδιά της γενιάς του και της τάξης του. Έτσι, όπως πολλά παιδιά της αστικής αθηναϊκής τάξης ζούσε σε μια συντηρητική «γυάλα», δεν γνώριζε καν για τον εμφύλιο, και η πολιτική του συγκρότηση ήταν στοιχειώδης. Ο συγγραφέας ανατέμνει την προσωπικότητα του αντιφατικού πατέρα και τη σχέση του με τη μάνα, ενώ είναι φανερό σε πολλαπλές περιπτώσεις ότι ο -αυστηρός κατά τ’ άλλα-  πατέρας κυριαρχούσε όχι με την επιβολή μιας ορατής πειθαρχίας, αλλά με την αγάπη, ή πιο σωστά το πάθος.  Ο γιος ψάχνει το παρελθόν του πατέρα του, τον τόπο όπου μεγάλωσε, ψηλαφεί κάθε χνάρι που θα μπορούσε να συμπληρώσει τη μεγάλη εικόνα (γίνομαι ο πατέρας μου ή ο πατέρας μου γίνεται εγώ/όταν παλεύεις να πλάσεις τη μορφή ενός άλλου, δεν σταματάς να πλάθεις τον εαυτό σου), όλες τις μορφές στις οποίες μεταμορφώνεται –ποιος ήταν ο πατέρας σου;
Οι σπουδές του Χάρη στο Gembloux του Βελγίου  ταράζουν τις ισορροπίες της οικογένειας, η οποία σύσσωμη συμμετέχει στα καινούρια πάθη. Η προσγείωση του Χάρη και έμμεσα και της οικογένειας είναι απότομη- οι εξευτελισμοί και οι ταπεινώσεις στο πανεπιστημιακό περιβάλλον απέναντι στους νεοφώτιστους κάνουν τον Χάρη πολύ δυστυχισμένο. Οι συγκρούσεις μέσα στην ψυχή του μεγάλου αδερφού σχετικά με την  πατρίδα, τον πολιτισμό, τη βαρβαρότητα , οι έρωτές του, οι αποτυχίες και οι επιτυχίες, ο φόβος της αποτυχίας, οι κοινωνικές και υπαρξιακές ανησυχίες γίνονται μέρος της ζωής όλων, αλλά ιδιαίτερα του  δωδεκάχρονου Γιάννη. Καταγράφοντας τώρα, εκ των υστέρων, αυτήν την εποχή, ο συγγραφέας προσπαθεί να εισχωρήσει στον τραγικό πυρήνα του προσώπου του αδερφού του (είναι κάτι πιο βαθύ και ριζικό, συνυφασμένο, φαίνεται, με τον πυρήνα του προσώπου μας και που δεν ξέρω πούθε ξεκινάει: αυτή η αδιάκοπη εναλλαγή ευφορίας και της κατάθλιψης, του σκοταδιού και του φωτός, του «πάνω» και του «κάτω» μέσα στην ψυχή μας). Και, όπως λέει σε άλλο σημείο, η «αυτοκτονική ροπή» ήταν μια άλλη μορφή της λαχτάρας του να αγαπήσει και να ζήσει.
Καθώς ο συγγραφέας μετέρχεται από την ήβη στην εφηβεία, παρακολουθούμε με αργά και σταδιακά βήματα το πέρασμα σ ένα δικό του, συναρπαστικό κόσμο (είχε αρχίσει η περίοδος της μεγαλομανίας μου). Τις πρώιμες φιλοδοξίες να γράψει ένα βιβλίο (να θρέψει το άπληστο εγώ του με όλο το άπειρο του κόσμου, ώστε να νιώσει πάλι ένα με τον κόσμο, όπως στα πρώτα χρόνια της ζωής του), την επαφή του με την τέχνη που τον απομόνωνε από τα άλλα παιδιά. Αλλά και η σχέση με τον Χάρη αλλάζει, έχουν ιδιαίτερη αλληλογραφία, ενώ ο Χάρης συμβουλεύει τον Γιάννη σαν ένας καινούριος νεανικός  πατέρας! Το αίσθημα του ξένου, του φυλακισμένου βασανίζει τον «μικρομέγαλο»  μοναχικό έφηβο, ενώ προσεγγίζει το «Άλλο» (του πατέρα, του αδερφού)  σαν μεταμορφώσεις μέσα απ’ τις οποίες «πλάθεις τον εαυτό σου».
Ο θάνατος του πατέρα γίνεται «ξύπνημα» (κάτι μέσα μου έχει κλονιστεί, κάτι έχει φύγει από τη θέση του, ύστερα από κείνον τον σεισμό του Νοεμβρίου), κι όλα φωτίζονται διαφορετικά. Όλες οι μύχιες σκέψεις αλλά και οι εικόνες από την καθημερινή, ζωή ρουτίνας του παράξενου έφηβου  χρωματίζονται με μοναδικό τρόπο, εφόσον δεν χρειάζονται πάντα εξαιρετικές (>εξαίρεση) συνθήκες για να εξυψωθεί η ψυχή. Ο θάνατος του αγαπημένου προσώπου αποτελεί το πιο κοινότοπο σκάνδαλο  κάθε ανθρώπου, μπροστά στο οποίο δοκιμάζεται  το πνεύμα και ψάχνει ερωτήματα και απαντήσεις. Ο μικρός Γιάννης αναρωτιέται για την ύπαρξη του θεού, ενώ μπορεί και αποφαίνεται με τη νεανική του αποκοτιά ότι ξέρει με απόλυτη βεβαιότητα ότι υπήρχε τ ο υ λ ά χ ι σ τ ο ν η ομορφιά
Μια «δεύτερη ζωή», πιο εσωτερική πιο πλούσια, τον οδηγεί να αδιαφορεί για το «έξω». Σημειώνει το παραμικρό θαύμα, όπως  π.χ. το τραγούδι ενός γρύλου, ενώ προσπαθεί να κρατήσει με τη γραφή όλα αυτά τα ερωτήματα και τα θαύματα (ξέρω πως η ανυπομονησία μου για ζωή σκοτώνει την τέχνη). Σχολιάζει τώρα, από την οπτική γωνία του μεσήλικα τα νεανικά αυτά θραύσματα γραφής (γράφω και ξαναγράφω το ίδιο κείμενο), κρίνει ότι βιαζόταν να «αιχμαλωτίσει τον εαυτό του». Κι όμως έχει σημασία ότι κάτι πολύ βαθύ να πει, πως υπάρχει μια ιερή φλόγα κατοικεί τον κόσμο, και πως
Αυτός ο κόσμος –είτε εμφανίζεται ως το απέραντο και ποικίλο έ ξ ω που μας περιβάλλει, είτε ως το αβυθομέτρητο και ανεξιχνίαστο μ έ σ α που χάνεται στα βάθη του εαυτού μας –είναι ένα είδος κρυπτικού κειμένου που πρέπει να αποκρυπτογραφηθεί, μια ανάκουστη μουσική που πρέπει να ακουστεί.
Ο θάνατος του Χάρη στα 26 του χρόνια, όταν ο Γιάννης ήταν 18, φοιτητής Νομικής στη Γαλλία, παρουσιάζεται αρχικά πολύ λιτά, σε 4 σειρές. Ξέρει τώρα, κάποιες δεκαετίες αργότερα, ότι αυτή η απουσία έκανε όλη του την εφηβεία μελέτη θανάτου. Ότι αυτός ο θάνατος τον έριξε στην αγκαλιά της ζωής (πάντα ο θάνατος σε φέρνει στον έρωτα, πάντα σε ξαναφέρνει στη ζωή από τον ένα ή τον άλλο δρόμο) ενώ η γραφή τον οδηγεί στο νέο, μαγικό παρόν. Ένα παρόν χωρίς πατρίδα, μια ιστορία ξενιτιάς, μια ιστορία αδύνατου νόστου.
Η αφήγηση γίνεται ένας τρόπος να νικήσει κανείς τη φθορά και τον θάνατο, ουσιαστικά τον χρόνο. Από πολύ μικρός ο Γιάννης, πλαισιωμένος απ τους δυο θανάτους των πιο κοντινών του προσώπων(του πατέρα και λίγα χρόνια αργότερα του Χάρη), ψάχνει καταφύγιο σ’ αυτό το συνεχές και αιώνιο παρόν όπου όλα ιστορούνται.
Κι αυτή είναι η πρώτη αλήθεια της ιστορίας: πως τίποτε απ’ όσα ξετυλίγονται μέσα στο χρόνο δεν τελειώνει ούτε μπορεί να έχει νόημα οριστικό, δοσμένο μια για πάντα, αφού το παρελθόν ζει πάντα μέσα σου και δεν παύει να αλλάζει όπως κάθε τι ζωντανό.
Χριστίνα Παπαγγελή