Σάββατο, Δεκεμβρίου 07, 2024

Οι πτυχιούχοι, Χρήστος Βακαλόπουλος

Δέν μπορῶ νά δῶ σάν φόρμα αὐτό πού γράφω, γιατί δέν εἶναι φόρμα.
Δέν πιστεύω ὅτι ὑπάρχουν στήν λογοτεχνία πειράματα ἀλλά ὁράματα.
Ἡ λογοτεχνία γιά μένα εἶναι διατύπωση ὁραμάτων,
δέν εἶναι ζήτημα μορφῆς κατά κανένα τρόπο.
(Από το «Χάος στο χαρτί»)
     Δεν είναι πολλά τα μυθιστορήματα που μας άφησε το ανήσυχο πνεύμα του πρόωρα χαμένου συγγραφέα, δοκιμιογράφου, ραδιοφωνικού παραγωγού και σκηνοθέτη Χρήστου Βακαλόπουλου (που έφυγε από τη ζωή στην ηλικία των 37 χρόνων). Και όπως γράφει κι ο ίδιος στο απόσπασμα που αναφέρθηκε παραπάνω, η γραφή του ακόμα κι όταν πρόκειται για μυθιστόρημα «δεν είναι φόρμα», είναι ελαφρώς χαώδης, λίγο σουρεάλ, λίγο αντισυμβατική, με μια ιδιαίτερη υφή που αποκρυσταλλώνεται πιο χαρακτηριστικά στο «Η γραμμή του ορίζοντος» (1991). Δεν θα έλεγε όμως κανείς ότι αυτή η ιδιοτυπία του Βακαλόπουλου είναι προϊόν επιτήδευσης, αλλά μια απευθείας καταγραφή από τη ροή τη συνείδησης, όπου αποτυπώνονται ο χρόνος (παρελθόν-παρόν-μέλλον) συνειρμικά κι ανάκατα μαζί με όνειρα, φόβους και διαψεύσεις. Έτσι, ο αναγνώστης μεταπηδά συνέχεια σε νέες καταστάσεις και συναισθήματα, που έχουν ωστόσο εσωτερικό ειρμό, ενώ μεσολαβούν ποιητικές εκφράσεις-διαμάντια που στοχεύουν στον πυρήνα, στην ουσία των -ψυχικών- γεγονότων.
     Σε αντίθεση με την «Γραμμή του ορίζοντος» (ο Κωστής Παπαγιώργης το ονομάζει «το καθαυτό βιβλίο»)[1]που είναι μεταγενέστερο, στο «Οι πτυχιούχοι» (1984) υπάρχουν περισσότερα πρόσωπα, ξεκάθαροι χαρακτήρες, έντονοι και πνευματώδεις διάλογοι, ενώ η «πλοκή» είναι και πάλι λιτή (όχι όμως τόσο στοιχειώδης), θα λέγαμε μάλλον ότι είναι άνευ σημασίας. Γιατί ο συγγραφέας μάς μεταφέρει ουσιαστικά στα φοιτητικά χρόνια, στα ακανόνιστα σκιρτήματα των τελειόφοιτων της δεκαετίας του ’70 (και λίγο από χούντα, και λίγο από μεταπολίτευση), στην εποχή επομένως της αμφισβήτησης, της έκστασης, των άκρων, του έρωτα, της μέθης, της αχαλίνωτης περιέργειας, των ξενυχτιών και των αδιέξοδων. Το ύφος του Βακαλόπουλου έχει ειρωνικό χιούμορ και σαρκασμό, κι ακόμα και οι ζοφερές στιγμές δεν έχουν μιζέρια και κατήφεια, αλλά αποδίδουν το παράλογο του κόσμου, με την εφήμερη τρέλα της έμπνευσης. Έχουν τον παλμό της ΝΙΟΤΗΣ.
     Στο «Οι πτυχιούχοι», λοιπόν, έχουμε μια παρέα τελειόφοιτων, για την ακρίβεια «επί πτυχίω», μόνιμα ερωτευμένων μέχρι μέθης- για την ακρίβεια καψουρεμένων- , όπου ο κεντρικός ήρωας και αφηγητής, ο Μάρκος Μπαρδάς μαζί με τον φίλο του, Σήφη, υποτίθεται ότι διαβάζουν για να δώσουν το τελευταίο τους μάθημα, Οικονομετρία (η αυτοσυσχέτιση ήταν ένα τερατώδες κατασκεύασμα, ικανό να σου προκαλέσει ναυτίες), ενώ κυνηγούν χίμαιρες, χίμαιρες με γυναικείο κατά βάση προφίλ… Η πρώτη πρώτη παράγραφος μάς προϊδεάζει για το περιεχόμενο μια και ο μεγάλος καημός του Μάρκου φαίνεται να είναι η άπιαστη Μίρκα, που τον έδιωξε για πέμπτη(!) φορά (έμαθα ότι δεν πρόκειται να κάνω τίποτα στη ζωή μου, ότι έχω γεράσει ανεπανόρθωτα, όλα συμβαίνουν μέσα στο κεφάλι μου, παραμυθιάζομαι με το παραμικρό, και δεν έχω ιδέα για τις απαιτήσεις μιας γυναίκας).
     Ο Σήφης, στον οποίο καταφεύγει τακτικά ο ήρωάς μας, ειδικός στο να… υπνωτίζει γυναίκες (λειτουργούσε σαν φίδι με μεγάλα σμαράγδια που αναβόσβηναν στη θέση των ματιών), είναι ο σεφ της παρέας (επινόησε μάλιστα το… «τεκίλα φρηζ») ή καλύτερα, η ψυχή της παρέας που μαζεύει τις γκόμενες γύρω του, κάνει ταχυδακτυλουργικά κόλπα, μοιράζει ποτά και δίνει ξεκαρδιστικές συμβουλές στον αδιόρθωτο φίλο του (πώς γίνεται να ενδιαφέρεις πολλά άτομα συγχρόνως; Στέλνεις θετικά κύματα, πρέπει να το προσέξεις αυτό. Το πρωί να κάνεις μερικές ασκήσεις, έχω κάτι καλές. Να διαβάζεις και Οικονομετρία).
 Προσπαθήσαμε να φιληθούμε
 ακριβώς τη στιγμή που είχε απόλυτο σκοτάδι
αλλά αυτή η στιγμή δεν υπάρχει
     Μόνιμα ερωτευμένος κι ο Σήφης καθώς παρελαύνουν απ’ τη ζωή των δυο φίλων απίθανες γυναίκες: πρώτα η «κοντή και ξανθιά», η Μάνια, που «έλεγε κάτι απιθανότητες, ότι η δουλειά μπορεί να γίνει ευχάριστη», που όλο κοιτά τους χάρτες γιατί θέλει να φύγει (κρίμα που οι χάρτες είναι για πέταμα, κρίμα που οι καρτ ποστάλ δείχνουν πάντα αυτόν που τις κοιτάζει) και ονειρεύεται να πάει στην… Κίνα (προφανώς ΠΠΣΠ), αλλά αργότερα «δεν την έλεγα πια ξανθιά γιατί είχε περάσει όλα τα τεστ», και κάθε τόσο ψήλωνε δυο τρεις πόντους! Είναι ακόμα η «σιωπηλή» που φοράει συνέχεια ένα καπέλο-φετίχ, η Αγγελική, που όπως αποδείχτηκε αργότερα -κι αυτή- κάθε άλλο παρά σιωπηλή ήταν, φαίνεται ότι γουστάρει τον Μάρκο τον αφηγητή, και κανονίζει μαζί του να πάνε στο χωριό της (η Μονεμβασιά είναι ο κατάλληλος τόπο για να περάσεις με μια σιωπηλή το τριήμερο), ενώ είναι τελείως απροετοίμαστος όταν τον ρωτά γιατί την ακολούθησε εκεί (μου είχε φανεί ενδιαφέρουσα η προοπτική ενός αψυχολόγητου ταξιδιού όπου κάνεις διαφορετικά πράγματα, κάποιος προσπαθεί να σε καταλάβει κι εσύ διαβάζεις για το πτυχίο). Είναι απίθανη η επικοινωνία τους με τις είκοσι ερωτήσεις που κάνει η «σιωπηλή», τύπου «ποιος είναι ο πιο πολύπλοκος άνθρωπος που γνωρίζεις», αλλά και ο διάλογος με την καλοπροαίρετη μητέρα της Αγγελικής αποβαίνει αποκαλυπτικός, όχι μόνο για το χάσμα των γενεών αλλά για το πόσο ανατρεπτική φαινόταν η νεότερη γενιά στα μάτια της προηγούμενης. Η Αγγελική, εκτός των άλλων, είναι ο μεγάλος και αθεράπευτος έρωτας του Σήφη (ο Σήφης ερωτευόταν μόνο δύσκολες περιπτώσεις).
     Η βαθύτερη όμως και διαρκέστερη σχέση του Μάρκου φαίνεται ότι ήταν η Μίρκα, που στο βιβλίο είναι απούσα και την γνωρίζουμε μόνο μέσω των συνειρμών, μια ακόμα χίμαιρα λοιπόν στον κόσμο του άπιαστου και ακατανόητου. Μας αφηγείται πώς τη γνώρισε μια κουφή πρωτοχρονιά σε γλέντι του Δημοσθένη, και πώς και γιατί χώρισαν. Ελαφρώς κυριαρχική/απαιτητική (η σχέση μας δεν έχει παρόν και βασίζεται στην απουσία), πολύ νευρική τις Κυριακές, πολιτικοποιημένη –όπως όλοι άλλωστε εκείνη την εποχή- αλλά όχι στρατευμένη, κάνει «συναισθηματικό σαμποτάζ» στον ασταθή μας ήρωα (αυτό ήταν που φοβόμουν περισσότερο, όταν έμοιαζε ήρεμη ήταν έτοιμη να αναποδογυρίσει το σύμπαν). Στο συγγραφικό παρόν έχει εγκαταλείψει τον Μάρκο κι έχει πάει στη Δανία (σκεφτόμουνα ότι καμιά γυναίκα δεν σε αφήνει ποτέ, στην πραγματικότητα την έχεις αφήσει εσύ πολύ πιο πριν, χωρίς να το ξέρει).
     Στην Κεφαλονιά -μεταπηδάμε αιφνιδίως στο παρελθόν-οι δυο φίλοι με την υπόλοιπη παρέα (Μίρκα, Δημοσθένης, φιλενάδα του) γνωρίζουν τη νέα χίμαιρα, την όμορφη, μοιραία Μιμή που ντύνεται πάντα στα άσπρα, που «δεν είχε περάσει ποτέ από οργανώσεις παρόλο που ήταν από τις ανήσυχες ξανθιές», και που βρίσκει κι αυτή τον ήρωά μας «τρελό και πολύ χαριτωμένο», του προτείνει μάλιστα να πάνε μαζί στην Ιταλία (δεν είχα καμιά όρεξη να πάω στους αυτόνομους, πάλι θα τρώγαμε μακαρόνια πάνω στα ηχεία/«αγαπητή Μιμή, είναι αδύνατο, περιμένω τη Μίρκα»/βαρέθηκα να μου μιλάς για τη Μίρκα, δεν μπορείς να πεις τίποτα πρωτότυπο;).Ταξιδέψανε και στην Ιθάκη (στα μικρά ταξίδια πρέπει κανείς να ξέρει να μένει άναυδος), αγκαλιάστηκαν (το δέρμα της Μιμής είχε την ποιότητα του μεταξιού), η Μιμή την τελευταία μέρα φορούσε μαύρα, η Μίρκα δήλωσε «πολύ ερωτευμένη»!
      Βλέπουμε τον κυρίαρχο ρόλο άστατων γυναικών καθώς οι φίλοι επί πτυχίω περιδιαβαίνουν τον κόσμο, την πόλη, τα νησιά, τις ιδέες, τους δημόσιους χώρους, τα ξενυχτάδικα –εφήμερα/αιώνια πετάγματα φίλων, συγκατοίκων και εραστών (όπως γράφει κι ο Κωστής Παπαγιώργης, «το αιώνιο μπορεί να είναι μια πολύ καθημερινή υπόθεση») [2]. Το μόνο όμως πιο σταθερό πρόσωπο –ίσως και πιο ολοκληρωμένο- είναι η γιαγιά του Μάρκου (ήξερε από τα πριν τις ζωές όλων μας/πολύ σοφή ώστε να τα βάφει μαύρα), στην οποία καταφεύγει η παρέα (όχι μόνο ο εγγονός), εφόσον έχει αναλάβει ως «μυστικοσύμβουλος» όλων· ένα είδος «φύλακα αγγέλου», η απίθανη τρυφερή γιαγιά που όλοι ονειρεύονται να έχουν, που έχει το χάρισμα της ενσυναίσθησης ακόμα και βλέποντας μια φωτογραφία, που είναι ο καλός ακροατής με τη γλυκιά κουβέντα στο στόμα, που μαλώνει σιγανά κι από αγάπη. Η γιαγιά που λέει ιστορίες -που κατά τη Μίρκα «είναι ή ψέματα, ή πόζες» (και λοιπόν; Όλες οι ιστορίες είναι πόζες, όλες τις ιστορίες τις σκεφτόμαστε φωτογραφικά, γιατί όχι κι αυτές που μας ανήκουν;). Κάθε κουβέντα της γιαγιάς είναι βαθιά ριζωμένη σε σοφία αιώνων (-Ξέρεις πότε θα γίνεις πραγματικά ευτυχισμένος; -Όχι. -Τη στιγμή που θα αισθανθείς απόλυτη εμπιστοσύνη στα πράγματα).
     Ενδιαφέρον έχει κι ο αλλοπρόσαλλα γοητευτικός χαρακτήρας του Σήφη. Μέσα απ’ το πρίσμα του φίλου του (του αφηγητή) τον βλέπουμε να είναι ικανός για όλα, γεμάτος έμπνευση και πάθος (μίλησε για τη μαγειρική υποστηρίζοντας ότι ο τρόπος που μοντάρεις τις τροφές εκφράζει την ψυχική σου διάθεση)· πέφτει «ημιθανής» στο πάτωμα από πιοτό και καψούρα, δίνει απίστευτες ερμηνείες στον μπλεγμένο συναισθηματικά φίλο του, μεταπηδά από την τέλεια απραξία στο απίθανο ξεφάντωμα, κάνει όρκους αγνότητας για πλάκα και τους τηρεί, γράφει κείμενα με αχαλίνωτη φαντασία (όταν… ερωτεύεται) κι ερωτεύεται πολύ συχνά…
     Βλέπουμε μοτίβα, ή μάλλον θέματα που επανέρχονται στο μεταγενέστερο «Η γραμμή του ορίζοντος» και φαίνεται απασχόλησαν ιδιαίτερα τη σκέψη του συγγραφέα: η έννοια της πόλης, της αστικής ζωής, η Κυψέλη της δεκαετίας του ’60 (η «χαμένη Ατλαντίδα»), ο κινηματογράφος Κυψελάκι, το ζαχαροπλαστείο της γειτονιάς· το Βυζάντιο («η μαύρη τρύπα της ιστορίας της ανθρωπότητας») και οι σταυροφόροι που απειλούν τη Βασιλεύουσα. Η μουσική και η σιωπή που είναι κι αυτή μουσική, και η αμφιλύκη του απογεύματος.
     Τέλος, δεν είναι αποστασιοποιημένο πολιτικά το βιβλίο, παρόλο που η -έντονη εκείνη την εποχή- πολιτική ζωή είναι σε δεύτερο πλάνο για τους ανήσυχους και ευφάνταστους ήρωές μας. Άλλωστε, ο Μάρκος γνώρισε τον Σήφη  καθώς βρέθηκαν, άθελα κι απροετοίμαστα, στα γεγονότα του Πολυτεχνείου (…και πρόβαλε η μουσούδα ενός τανκ κι αυτό ήταν που ήθελα να τους πω, ο θάνατος δεν ήταν γεγονός, ήταν το τελευταίο γεγονός μετά από το οποίο κανένα γεγονός δεν είχε σημασία, περνούσαμε κατευθείαν στον χώρο του αοράτου). Γενικότερα όμως, υπάρχουν πινελιές που αποδίδουν το κλίμα της εποχής, για μας τους συνομήλικους που το ζήσαμε στους ίδιους δρόμους (της Νομικής/Φιλοσοφικής της Αθήνας): ειρωνικές κι αποστασιοποιημένες αναφορές στο ΚΚΕ, στην ΚΝΕ και στον Ρήγα Φεραίο (το Εσωτερικό μόλις είχε ανακαλύψει το πανκ από δίσκους εισαγωγής), στην ΠΠΣΠ και σε συνελεύσεις στις αίθουσες της Νομικής, στις ατέρμονες συζητήσεις για την «κυρίαρχη ιδεολογία» ή για «θέματα που απασχολούσαν μόνο τους εξωγήινους και την Τρίτη Διεθνή», στο φιλικό ξύλο που έπεφτε κάθε Δεκέμβρη στις σχολές για να αποχαιρετιούνται όλοι και να κάνουν ήρεμοι γιορτές, χωρίς κάψες· σε άρθρα για τις μαθητικές κοινότητες , σε προβοκάτορες, σε εχθρούς του λαού· σε καταλήψεις (πρέπει να καταλάβεις όλη την πόλη για να τη βρεις) που μοιάζουν με «φεστιβάλ αποτυχημένων κομμουνιστών, ενώ το «φοιτητικό κίνημα είναι σαν παγάκι»…
     Ωστόσο, αν ενστερνιστούμε την -τρέχουσα την εποχή εκείνη- άποψη ότι «κάθε τι είναι πολιτικό», αυτή η στάση ζωής που προβάλλεται στο βιβλίο (λίγο απόσταση, λίγο τρέλα, λίγο σουρεάλ, ειρωνεία, έμπνευση, και αθεράπευτη καψούρα), είναι άκρως πολιτική
     Κλείνοντας,
     …δεν άντεξα στον πειρασμό να μη μεταφέρω εδώ προτάσεις και φράσεις που υπογράμμισα:
     Να ξεκινάς τη μέρα χωρίς να ξέρεις πού θα καταλήξεις και να αποφασίζεις με τη βοήθεια παιχνιδιών, δεν μπορούσα να φανταστώ καλύτερη πραγματικότητα για το μέλλον.
     Έπνεε ένας άνεμος ασυναρτησίας.
     Άρχιζε τότε ένα ψυχολογικό πηγαινέλα κι απ’ τον παράδεισο πήγαινες κατευθείαν στην κόλαση.
     Έπρεπε οπωσδήποτε να πάρουμε πτυχίο, αλλιώς θα ήμαστε καταδικασμένοι να ερωτευόμαστε συνέχεια, την πρώτη τυχούσα, την τελευταία άγνωστη.
      Αδύνατο να ξεφύγεις απ’ την πανσέληνο.
     Τα νεύρα μου είχαν τεντωθεί σαν αψίδες.
     Η πανσέληνος δημιουργεί εκρήξεις λόγου, καταρράκτες λέξεων, ωκεανούς φωνηέντων και συμφώνων (…)
     Νόμιζαν ότι είναι πτυχιούχοι.
     Το τελευταίο δίμηνο με τράβαγε κάτι μέσα στη γη κι όχι κατά μήκος της επιφάνειας, με μαγνήτιζε μια κάθετη κι όχι μια οριζόντια κίνηση.
     Το πιο δύσκολο ήταν να μείνεις ακίνητος και να υποτάξεις την πόλη στον ρυθμό σου.
     Το καλοκαίρι είναι αχρονικό.
     Το να ζεις είναι σα να γράφεις με ψευδώνυμο.
     Μπορεί λοιπόν να μεγαλώναμε όλοι σ’ ένα θερμοκήπιο και να μην το ξέραμε.
     Το πιο πετυχημένο φιλί είναι αυτό που εν ξέρεις ούτε πότε άρχισε ούτε πότε τέλειωσε.
     Οι άνθρωποι καταλαβαίνουν τον κόσμο μόνο όταν ερωτεύονται, δεν τους νοιάζει όμως πια και δεν κάνουν τίποτα γι’ αυτό.
     Έσταζε μια βρύση πίσω μου, και κάθε σταγόνα έφερνε μια εικόνα που έσκαγε, απλωνόταν κι ύστερα έσβηνε.
     Ξαφνικά άρχισα να χάνω τη ματιά μου, να μην έχω αντικείμενο να παρατηρήσω
     Η ζωή δεν έχει νόημα, δεν υπάρχει κανένας σκοπός, μετράει μόνο η εμπειρία, κι αυτή είναι ακατανόητη.
     Αργά το απόγευμα η ζωή πήρε διαστάσεις αντικατοπτρισμού.
Χριστίνα Παπαγγελή

[1] Κωστή Παπαγιώργη, «Γεια σου Ασημάκη», σελ. 104
[2] «Γεια σου Ασημάκη», σελ. 37

Πέμπτη, Νοεμβρίου 28, 2024

Οι γυναίκες που φορούσαν τα μαύρα, Πάνος Ιωαννίδης

Ξέρω ότι όσα μου έχουν συμβεί από παιδί
με ώθησαν να ψάχνω την άλλη μεριά του φεγγαριού,
γιατί η φωτεινή πραγματικότητα
δεν μου φέρθηκε με τον καλύτερο τρόπο.
Ως γνωστόν,
η αλήθεια και η πραγματικότητα
έχουν μεγάλες διαφορές μεταξύ τους.
Ο Πέτρος Ριβέρης ξανά κοντά μας
     Δεν συμπαθήσαμε απλώς, αλλά αγαπήσαμε τον Πέτρο Ριβέρη, τον πρωταγωνιστή και ιδιωτικό ντετέκτιβ των προηγούμενων μυθιστορημάτων νουάρ του αγαπημένου συγγραφέα και φίλου, Πάνου Ιωαννίδη. Άλλωστε είναι ένα πρόσωπο που «ζει» ανάμεσά μας από το 2013, στη σύγχρονη Ελλάδα της κοινωνικοοικονομικής κρίσης, καθώς όταν γύρισε από την Ιταλία, εξιχνίασε το πρώτο του έγκλημα σε μια πόλη της Β. Ελλάδας (που δεν κατονομάζεται). Τον πρωτογνωρίσαμε λοιπόν στο «Τα μωρά της Αθηνάς» να διερευνά τη δολοφονία του επιχειρηματία Γρηγόρη Μπέη στον καταρράκτη του Λειβαδίτη, ενώ στη συνέχεια μετακόμισε στη Θεσσαλονίκη, όπου τον παρακολουθήσαμε σε δύο ακόμη συναρπαστικές υποθέσεις, στο «Ο χορός της μέλισσας» και στο «Ο καιρός των ρόδων».
     Ο συγγραφέας ολοκληρώνει το πορτρέτο του βασικού του ήρωα αριστοτεχνικά, καθώς, όσο περνούν τα χρόνια, ο Πέτρος Ριβέρης αποκτάει νέες εμπειρίες και ωριμάζει. Ήδη από το πρώτο βιβλίο διαπιστώσαμε ότι πρόκειται για έναν σπάνιο χαρακτήρα με πολιτικές και καλλιτεχνικές ανησυχίες, με καλλιέργεια αλλά και ευάλωτες στιγμές, που ξεφεύγει από τα συνήθη πρότυπα των ντετέκτιβ που αναγνωρίζουμε σε αντίστοιχα έργα. Είναι μόνιμα ερωτευμένος με την ίδια και μοναδική γυναίκα, την σύντροφο της ζωής του, την Αύρα Συκουτρή, κι είναι αφοσιωμένος στους λιγοστούς του φίλους. Ο ήρωάς μας, ίσως λόγω του τραυματικού οικογενειακού παρελθόντος του, δεν είναι απλώς ένας έξυπνος και ταλαντούχος επαγγελματίας, αλλά διακρίνεται από συναισθηματική νοημοσύνη και πάθος για την αλήθεια, την οποία ευφυέστατα ο συγγραφέας διαχωρίζει από την «πραγματικότητα» (αντιγράφω από την ανάγνωσή μου για το « Ο καιρός των ρόδων»: «…δεν είναι απλώς ένας συμπαθής «τύπος», δηλαδή με τυπικά χαρακτηριστικά. Είναι ένας χαρακτήρας ολοκληρωμένος, ή μάλλον εν εξελίξει∙ πανέξυπνος, όχι μόνο με την ευφυΐα των λογικών εξισώσεων, αλλά με συναισθηματική ευφυΐα, αυτό που λέμε τελευταία «ενσυναίσθηση»∙ παίρνει υπόψη την ψυχολογία των εμπλεκομένων για να ξετυλίξει το κουβάρι, για την οποία ψυχολογία ο συγγραφέας έχει φροντίσει να μας υποψιάσει, σε χρόνο ανύποπτο∙ με πλούσιο συναισθηματικό κόσμο, με τις δικές του αντιφάσεις, τη δική του αίσθηση του «χρέους»»).
     Έτσι, με την ευαισθησία και τη διεισδυτικότητα που τον διακρίνει, ο πρωταγωνιστής καλείται με το δικό του, προσωπικό και υποκειμενικό βλέμμα να δώσει απαντήσεις που θέτει η ίδια η κοινωνία με τα παθογενή της χαρακτηριστικά, και το μυθιστόρημα αποκτά όχι μόνο αστυνομικό, ούτε μόνο ψυχογραφικό, αλλά κοινωνικοπολιτικό ενδιαφέρον, χαρακτηριστικό άλλωστε των νουάρ μυθιστορημάτων. Αντίστοιχα, είναι εμφανές ότι κι ο ίδιος ο συγγραφέας εμπνέεται από καυτά επίκαιρα θέματα, που ταλανίζουν την σύγχρονη κοινωνία και γυρεύουν τη λύση τους, ή έστω, τη δικαίωσή τους.
     Η Θεσσαλονίκη πρωταγωνιστεί και σ’ αυτό το βιβλίο, όπως στα δυο προηγούμενα, δίνοντας ένα σκηνικό που αγγίζει συναισθηματικά τον αναγνώστη, ιδιαίτερα με όποιον είναι δεμένος μ’ αυτήν την «αγαπησιάρικη» πόλη. Τέλος, ξαναβρίσκουμε το έξυπνο, πυκνό και διεισδυτικό ύφος του συγγραφέα, με τους πολύ ζωντανούς διαλόγους και το πικρό χιούμορ που διανθίζει τις –πολύ, ομολογουμένως- σκληρές σκηνές, που δυστυχώς όμως απηχούν μια εξίσου σκληρή πραγματικότητα.
     Οι γυναίκες που φορούσαν τα μαύρα
     Έμπνευση και αφορμή του τελευταίου του μυθιστορήματος, όπως λέει ο Πάνος Ιωαννίδης στο σημείωμα των τελευταίων σελίδων, δεν ήταν αυτήν τη φορά ακριβώς η ίδια η οικονομική και πολιτική κρίση, αλλά το φαινόμενο των αλλεπάλληλων γυναικοκτονιών, που μαστίζουν τη χώρα και όλη την υφήλιο (τα θύματα στην Ελλάδα έχουν φτάσει τα 12 μέσα στο 2024, ενώ παγκοσμίως στο νούμερο 45.000 σε ένα χρόνο[1], το 2021!!!). Φυσικά, κάθε τι έχει πολιτική διάσταση, κι οπωσδήποτε και οι γυναικοκτονίες κι ο τρόπος που γίνονται -και που αντιμετωπίζονται από το κράτος- έχουν άμεση σύνδεση με το πολιτικοκοινωνικό παρόν, ωστόσο όσο κι αν υπογραμμίζεται η έμφυλη βία στη σύγχρονη εποχή, η οπτική της γυναίκας-θύματος είναι από σπάνια έως ανύπαρκτη. Γιατί το ζήτημα δεν είναι μόνο ο φόνος των γυναικών, αλλά κάθε είδους βία (σωματική, σεξουαλική, ψυχολογική, οικονομική) που υφίστανται οι γυναίκες σε καθημερινή βάση, και σε όλους τους χώρους (οικογένεια, επάγγελμα, πολιτική και κοινωνική ζωή κλπ), μέχρι να φτάσουμε στην ακραία συνθήκη της δολοφονίας.
     Αυτό λοιπόν που φέρει το νέο μυθιστόρημα του Πάνου Ιωαννίδη, δεν είναι η «ανατομία» μιας ακόμα γυναικοκτονίας (που κι αυτή θα είχε πολιτικοκοινωνικό ενδιαφέρον) αλλά αυτή η νέα οπτική της εξεγερμένης γυναίκας, της γυναίκας που γυρεύει να δικαιωθεί συλλογικά για όσες μικρές και μεγάλες ταπεινώσεις έχει υποστεί. Μαζί μ’ αυτήν και κάθε είδους μειονότητα. Έτσι λοιπόν, θα δούμε με έκπληξη μια σειρά δολοφονιών, που θα είναι ανδροκτονίες!
 
     Στο «Οι γυναίκες που φορούσαν τα μαύρα», για τον Πέτρο Ριβέρη έχουν αλλάξει πολλά πράγματα: αρχικά είναι παροπλισμένος, κι ένα χρόνο σχεδόν άπρακτος (ήμουν ζωντανός, καθώς είχα γλυτώσει από του Χάρου τα δόντια, μα το πνεύμα μου ήταν στραγγισμένο), καθότι αναρρώνει από τον πυροβολισμό που είχε φάει στο κεφάλι στο… προηγούμενο μυθιστόρημα. Πέρα όμως από την φυσική του κατάσταση, πλήγμα έχει υποστεί και η υπόληψή του, σαν «αντίποινα για το μπλέξιμό του στην απαγωγή της Ιφιγένειας Ρούσσου», με καταγγελίες και «καλοπληρωμένα άρθρα» που τον παρουσιάζουν σαν «ιδεολόγο του γλυκού νερού». Ακόμα κι οι γιατροί πάντως του συστήνουν να αλλάξει επάγγελμα, ενώ η γυναίκα της ζωής του, η Αύρα, αποφάσισε να μην ζει πια ριψοκίνδυνα, να απομακρυνθεί από τον αγαπημένο της που είναι αγύριστο κεφάλι, και να μετακομίσει στη Σορβόνη ως καθηγήτρια Γραμματολογίας (τυπικά δεν έχουμε χωρίσει, αλλά η ζωή μού έχει μάθει ότι, όταν μια γυναίκα φεύγει, έστω και προσωρινά, κάτι θέλει να πει, κάτι θέλει να δείξει. Ακόμη και στον εαυτό της). Ο Ριβέρης έχει αφήσει το σπίτι της λοιπόν, έχει μετακομίσει σ' ένα μικρότερο στην Άνω Πόλη της Θεσσαλονίκης (μας δίνεται η ευκαιρία να γνωρίσουμε κι εμείς ένα «μεγάλο κομμάτι από τον σπασμένο καθρέφτη της πόλης») και τέλος, ο μόνιμος συνεργάτης του ο Κορμοράνος, έχει επιστρέψει στη Ρώμη, στην υπηρεσία όπου δούλευαν μαζί με τον Ριβέρη, την ιδιωτική εταιρία Cosmopolis.
     Αυτή είναι η κατάσταση, και η διάθεση του ήρωά μας αναλογικά σκοτεινή, όταν δέχεται το πρώτο τηλεφώνημα από τον δικηγόρο Δερμεντζόγλου (γνωστός του Π. Ριβέρη από τα φοιτητικά χρόνια), που τον έμπλεξε στη νέα σοβαρή υπόθεση. Μαζί με τον γνώριμό μας -πια- επιστήθιο φίλο Κρητικό Επιμενίδη (που παρεμπιπτόντως έχει αλλάξει απασχόληση, και από επαγγελματίας ψευδομάρτυρας έγινε ιδιοκτήτης γραφείου τελετών «Τα καρντάσια»!), ο Δερμεντζόγλου καλεί τον Ριβέρη να εξιχνιάσει την φρικτή δολοφονία του κρεοπώλη Βασίλη Παπαζόγλου. Επίσημα από την αστυνομία κατηγορείται η ερωμένη του, Πηνελόπη Πινότση, οι τρεις όμως φίλοι/συνεργάτες έχουν βάσιμες υποψίες ότι η γυναίκα αυτή είναι αθώα. Στην ομάδα που διερευνά την υπόθεση προστίθενται και ο αστυνόμος Ζερβός καθώς και η υπαστυνόμος Στέλλα Ασλανίδου. Η συνεργασία με την αστυνομία δεν εμπνέει βέβαια καθόλου τον - αντιεξουσιαστή και αγνωστικιστή- ντετέκτιβ μας («όταν αρχίζεις τα αλισβερίσια με την μπατσαρία, κώλο θα δώσεις και κώλο θα πάρεις»), αλλά δεν μπορεί να κάνει διαφορετικά· άλλωστε ο Ζερβός είχε σώσει τη ζωή του Πέτρου Ριβέρη στο προηγούμενο βιβλίο. Έχει ενδιαφέρον ωστόσο αυτή η ισορροπία, όπως και το ότι η υπηρεσία βγάζει τους δύο αστυνόμους από την υπόθεση όταν εκείνοι πλησιάζουν στο «ψαχνό», εκείνοι ωστόσο συνεχίζουν την έρευνα βοηθώντας τον Πέτρο Ριβέρη στις αντισυμβατικές του έρευνες, ή, όπως λέει η ξύπνια ιατροδικαστίνα, στις «αθέμιτες πρακτικές» του.
     Δεν είναι σκόπιμο να αναφερθώ φυσικά στο ατέλειωτο γαϊτανάκι γεγονότων και αντίστοιχων υποθέσεων που οδηγούν στη λύση του μυστηρίου, παρά μόνο θα αποκαλύψω ότι πρόκειται συνολικά για τέσσερις δολοφονίες ανδρών (η μια φρικτότερη απ’ την άλλη, με την έννοια ότι ο δολοφόνος έχει αφήσει σκόπιμα κάποια ίχνη βίας στα θύματά του, που αποτελούν σημειολογικό κώδικα) και μία αυτοκτονία που σχετίζεται με τους φόνους («ύποπτη και σκοτεινά ενοχική»). Όλα αυτά γίνονται σε σχετικά τακτικά διαστήματα, ενώ κάποια στιγμή αντιλαμβάνεται ο Πέτρος Ριβέρης και οι συν αυτώ ότι πρόκειται για άτομα που γνωρίζονταν μεταξύ τους και καλύπτουν ένα τεράστιο μυστικό. Πρόκειται, εκτός από τον χασάπη, από έναν διάσημο chef μαγειρικής (ιδιοκτήτη γκουρμέ εστιατορίου και παρουσιαστή τηλεοπτικών εκπομπών με θέματα μαγειρικής), έναν ιδιοκτήτη διάσημου νυχτερινού κέντρου, έναν γιατρό-γυναικολόγο («η βιοεξουσία των γιατρών δεν παύει να είναι πατριαρχικού προσανατολισμού»), κι έναν γυμνασιάρχη σε σχολείο που ήταν κι επίτροπος στην ενορία του. Βλέπουμε ότι οι έρευνες κινούνται σε όλα τα κοινωνικά στρώματα (χασάπης, κομμώτριες, μάγειρες, γιατροί, εκπαιδευτικοί, υπάλληλοι κ.α.), και είναι περιττό να αναφέρω τι αποκαλύπτει ο ήρωάς μας για τον βίο και την πολιτεία του καθένα (ομαδικοί βιασμοί, εκβιαστικές εκτρώσεις, κλπ). Είναι επίσης αξιοσημείωτο ότι τα περισσότερα θύματα εκπροσωπούν καθαρά ανδροκρατούμενους χώρους.
     Η περιέργεια εντείνεται καθώς ο ντετέκτιβ μας διερευνά με πολύ προσεκτικά βήματα όχι μόνο τα γεγονότα αλλά τα ψυχολογικά κίνητρα και τον ανθρώπινο/συναισθηματικό παράγοντα. Το ενδιαφέρον υψώνεται κάθετο όταν οι έρευνες οδηγούν σε κύκλωμα στοιχημάτων μέσω… κοκορομαχιών στο νυχτερινό κέντρο του Ιορδανίδη, που βέβαια κρύβει μαύρο χρήμα και παρανομία (μάλιστα μέσα στο κύκλωμα ανήκει και ο δικηγόρος Δερμεντζόγλου!), ακόμα όμως πιο ανατριχιαστική είναι η ανάμειξη του Ζωνιραίου Ορφανοτροφείου και των σεξουαλικών σκανδάλων που αποκαλύπτονται εκεί μέσα και φυσικά κουκουλώνονται από την εξουσία. Βλέπουμε δηλαδή ότι το νυστέρι του συγγραφέα δεν φτάνει απλώς μέχρι τα –ανελέητα στην εποχή μας- οικονομικά σκάνδαλα και το μαύρο χρήμα που βγαίνει στο εξωτερικό με τις ευλογίες των πολιτικών δυνάμεων, αλλά πηγαίνει πολύ βαθιά μέσα στα παθογενή φαινόμενα της εποχής μας ξεσκεπάζοντας μηχανισμούς που είναι κράτος εν κράτει και κυριαρχούν, σκορπώντας φρίκη, πόνο και βία.
     Πρόκειται για ένα ακόμη βιβλίο του Πάνου Ιωαννίδη όπου δοκιμάζεται η ανθρωπιά, η μόνη φωτεινή αχτίδα μέσα στον ζόφο των καιρών. Ο Πέτρος Ριβέρης, πάντα στο επίκεντρο αυτών όλων των αντίρροπων δυνάμεων, κατακλύζεται πάλι από ηθικά διλήμματα που αφορούν τους άγραφους και τους γραπτούς νόμους, την ηθική δικαίωση και τον τιμωρητικό μηχανισμό, ενώ παραμένει πάντα, παρόλη τη φρίκη και τη δυσωδία που συναντά στο διάβα του, ο επαγγελματίας που πρώτα βάζει τον Άνθρωπο, με Α κεφαλαίο, γιατί αγαπά τους ανθρώπους[2]:
     «Αν σου έλεγα ότι συμφωνώ με την αυτοδικία, θα ήταν σαν να αποδεχόμουν τους όρους διαβίωσης που επικρατούν στη ζούγκλα. Και, από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, έχω πάρει το μέρος των μελισσών, το μέρος του πολιτισμού, όχι το μέρος των λύκων».
Χριστίνα Παπαγγελή
[1] https://www.lifo.gr/now/world/ohe-gia-gynaikoktonies-45000-gynaikes-kai-koritsia-dolofonithikan-2021-pano-apo-pente
[2] https://anagnosi.blogspot.com/2019/05/blog-post.html

Τρίτη, Νοεμβρίου 19, 2024

Η γραμμή του ορίζοντος, Χρήστος Βακαλόπουλος

     Πρόκειται για ένα σύντομο μυθιστόρημα -με πολύ μικρά κεφάλαια-, που πιθανόν απωθεί αρχικά με τη δυσνόητη, απροσπέλαστη γραφή του. Ομολογώ ότι στις τρεις πρώτες σελίδες ετοιμαζόμουν να το βάλω στην άκρη, δίνοντας όμως μια δεύτερη ευκαιρία στον καταξιωμένο συγγραφέα/κινηματογραφικό σκηνοθέτη -διαβάζοντας δηλαδή υποχρεωτικά είκοσι τουλάχιστον σελίδες-, με… κέρδισε.
     Όχι, δεν είναι από τα βιβλία όπου ο λόγος ρέει και όπου η πλοκή συναρπάζει. Η πλοκή, μάλιστα, είναι στοιχειώδης, ενώ το ύφος, καθώς ακολουθεί τις εσωτερικές σκέψεις της ηρωίδας, μηρυκάζει πολλές φορές με κουραστικές για την συνήθη απόλαυση του κειμένου αναδιατυπώσεις, προσιδιάζοντας στον τρόπο έκφρασης που χαρακτηρίζει τα αυτιστικά άτομα (εμμονές, επαναλήψεις, περιστροφή γύρω από κάποιες κεντρικές έννοιες, ανασκοπήσεις και διαφορετικές διασυνδέσεις των ίδιων εννοιών). Δεν πρόκειται όμως ούτε για κακοτεχνία, ούτε για απειρία, ούτε καν για ναρκισσευόμενη γραφή, του τύπου «γράφω εκκεντρικά για πρωτοτυπία». Ο αναγνώστης καθώς εξοικειώνεται και συντονίζεται με τον ρυθμό του κειμένου, κάποια στιγμή αντιλαμβάνεται ότι το κεντρικό πρόσωπο του βιβλίου ψάχνει έναν κώδικα, (ή μάλλον ο συγγραφέας χτίζει έναν δικό του κώδικα) για να διευθετήσει έναν κόσμο όπου τώρα πια νιώθει χαμένη/ος. Τον κόσμο των ενηλίκων, σε μια μεταβατική εποχή, όπου τα πάντα αλλάζουν ταχύρρυθμα, παρασύροντας τόπους, πρόσωπα, μνήμες και φιλίες.
     Είναι η «Ρέα Φραντζή, τριάντα δύο χρονών, απόφοιτη πολιτικών επιστημών, μελαχρινή και παντρεμένη». Αυτή και μόνο η φράση επαναλαμβάνεται πολλές φορές σε παραλλαγές, σαν να προσπαθεί η ηρωίδα να επιβεβαιώσει στον εαυτό της την ταυτότητά της, ενώ ο συγγραφέας τονίζει μ’ αυτόν τον τρόπο το στοιχείο της αναζήτησης της «πραγματικής ζωής». Η Ρέα μεγάλωσε στην Κυψέλη την δεκαετία του ‘50, είχε φίλες τη Βάνα, την Έρση, την Μίνα, μετά τις σπουδές πήγε στην Ελβετία, επέστρεψε, γνώρισε τον Γιάννη στην Βενετία και τον παντρεύτηκε. Θέλει να χωρίσει από τον άντρα της χωρίς να ξέρει το γιατί, παίρνει το πλοίο μόνη της μέσα στο καλοκαίρι, πηγαίνει στην Πάτμο, κατακλύζεται από εικόνες και μνήμες, κυριαρχείται από το παρόν, αναδιατάσσει τη συνείδησή της και χάνεται στη γραμμή του ορίζοντος.
     Αυτή είναι η «πλοκή»! Και οι τίτλοι εύγλωττοι: Αναχώρηση, Πρώτη θέση, Σκάλα, Αρίων (παραλία), Λάμπη (παραλία), Βάρκα, Χώρα, Δύση, Πλατεία, Μονοπάτι, Λεωφορείο, Προκυμαία, Απόγευμα, Πανσέληνος κ.α…. Όλοι σηματοδοτούν τον τόπο ή τον χρόνο, σαν έρμα σ’ αυτόν τον ανερμάτιστο λόγο που ακολουθεί τους αναστοχασμούς και τους συνειρμούς της ηρωίδας. Το Σάββατο, η Κυριακή, η μελαγχολία του απογεύματος, αλλά και οι χρονολογίες (1968, 1971) αποκτούν ένα άλλο φως κάπως σημαδιακό. Μέσα από τις ασύνδετες εικόνες που κατακλύζουν το υποσυνείδητο παίρνουμε γεύση αυτής της εποχής της μετάβασης, της δεκαετίας του ΄60 και ’70, της εποχής της έντονης αστικοποίησης, της κυριαρχίας της εικόνας -εφόσον στην Ελλάδα τότε ήταν που γενικεύτηκε η χρήση της τηλεόρασης-, της εποχής του ζάπινγκ κυριολεκτικού και μεταφορικού, της πληροφορίας, της φωτογραφίας και της «τουριστικοποίησης» των νησιών και γενικότερα της Ελλάδας.
     Όταν όλη η βδομάδα είναι Σάββατο…
…παρασύρεσαι σιγά σιγά και δεν σ’ ενδιαφέρει καμιά είδηση, δεν υπάρχει κανένα νέο, όλες οι πληροφορίες είναι νερόβραστες, όλες οι πληροφορίες μιλάνε για τον απογοητευμένο κόσμο του μελαγχολικού απογεύματος της Κυριακής.
     Καθώς λοιπόν ακολουθούμε τον στοιχειώδη σκελετό της υπόθεσης όπως προαναφέρθηκε, μπαίνουμε βαθιά σ’ έναν κώδικα που δίνει άλλο νόημα στα φαινόμενα: ο ξανθός κόσμος που γυρεύει το φυσικό μαύρισμα είναι οι τουρίστες, ή «η ξανθή αλυσίδα», οι εκπρόσωποι του ξανθού κόσμου, είναι ήδη «άλλοι άνθρωποι, φυσικοί. Τα ρούχα τους τους ταιριάζουν, είναι αισιόδοξοι. Τα έχουν βρει με τον εαυτό τους, ξέρουν το σωστό. Είναι κάτι φυσικό το σωστό, ιδιαίτερα το καλοκαίρι ». Η Κάμιρος, αρχαία πόλη της Ρόδου έγινε πλοίο, κι αλλού δεν ακούγεται τίποτα μόνο το φουγάρο της πόλης που μεταμφιέστηκε σε πλοίο. Τώρα όλα τα νέα είναι σάπια, αληθινά κι όμως ανύπαρκτα, ενώ παλιά που κάθε Σάββατο πήγαιναν σε πάρτι, κάθε μέρα ήταν Σάββατο, και όλη η βδομάδα ήταν ένα τεράστιο Σάββατο. «Επίσης, το μοτίβο της μουσικής που «υπάρχει/δεν υπάρχει» είναι διάσπαρτο σε όλο το ταξίδι της Ρέας: η Πάτμος είναι «το μοναδικό μέρος στον κόσμο που έχει αγγίξει την αλήθεια, δεν υπάρχει πια μουσική», και όλοι το ξέρουν ότι δεν υπάρχει μουσική γιατί ο θόρυβος πήρε τη θέση της μουσικής, ενώ αλλού η Ρέα θα σκεφτεί ότι μπορεί να ακούει όση μουσική θέλει, αυτήν την πολλή μουσική που έπαψε να είναι μουσική. Αυτή η μουσική έχει «γονατίσει» τη Ρόδο, τη Ρόδο που δεν θέλει να είναι ελληνικό νησί. Γιατί δεν υπάρχει πια το νησί, αλλά τώρα όλοι πάνε σε κανένα νησί (κάποτε υπήρχε μόνο το νησί και τώρα όλοι πηγαίνουν σε κανένα νησί).
     Οι άνθρωποι άλλων εποχών, περασμένων και μελλοντικών, παίρνοντας διάφορες μορφές (Αμερικανοί της δεκαετίας του είκοσι, τριανταπεντάχρονοι Γάλλοι, εξηντάχρονοι Πέρσες του έτους τρεις χιλιάδες δέκα, Γιαπωνέζες Σαμουράι), προφανώς τουρίστες που «έχουν μαζευτεί σ’ αυτό το νησί και δεν πρόκειται να επιστρέψουν εύκολα στον ανύπαρκτο κόσμο/προσπαθούν με διάφορους τρόπους να διατηρήσουν το τεράστιο Σάββατο)· είναι κυρίαρχοι στη νέα καθημερινότητα της Ρέας που προσπαθεί να αποκωδικοποιήσει το παρόν τους. Γράφει π.χ. στην Έρση ότι όλοι αυτοί είναι που ψάχνουν στον χάρτη για ένα αόρατο ελληνικό νησί, γιατί το ελληνικό αυτό νησί, το τουριστικό δηλαδή νησί έχει γίνει ένα είδος παραδείσου που έχει καταργήσει τον μόχθο και τον χρόνο… Ο συγγραφέας, μέσα απ’ αυτές τις σουρεαλιστικές πινελιές, χωρίς να μεμψιμοιρεί αφήνει μια πικρή γεύση της αλλοτρίωσης που σιγά σιγά έχει διαβρώσει την κοινωνία και που προφανώς βασανίζει, ασυνείδητα, την ηρωίδα. Και η παραλία είναι η «παραλία μιας άλλης εποχής», όπου η ευτυχία διαλέγει με προσοχή τις παρέες της, κι όπου δεν χρειάζεται να εξηγήσεις τίποτα, π.χ. το παρελθόν (ο κόσμος αλλάζει μόλις γράψεις την πρώτη λέξη, ο κόσμος άλλαξε μόλις γράφτηκε η πρώτη λέξη), γιατί όλοι είναι ευτυχισμένοι, δεν είναι τίποτα άλλο από ένα «στρατόπεδο ευτυχίας».
     Το νικηφόρο παρόν έχει όλο το δίκιο με το μέρος του
      Όχι, δεν βρίσκει τον τρόπο η Ρέα να εξηγήσει «τι ακριβώς συνέβη», ωστόσο όλος ο κόσμος συνεχίζει να μιλά και να εξηγεί ενώ μόλις εξηγήσεις κάτι αρχίζει να σχηματίζεται μέσα σου το αντίθετο, κι όταν συνειδητοποιείς τι αισθάνεσαι αρχίζεις κι αισθάνεσαι αμέσως το αντίθετο... ψάχνει να βρει λόγια για να στείλει στον άντρα της, μία φράση που να τα λέει όλα, μα δεν υπάρχει τέτοια φράση… μόνο εικόνες… Γιατί κι εκείνη ανατρέχει με τη μνήμη στην εποχή που δεν την ενδιέφεραν οι πληροφορίες αλλά τα Σάββατα πήγαιναν με τις φίλες της σε πάρτι, και όλη η βδομάδα ήταν ένα τεράστιο Σάββατο, ανατρέχει με τη φαντασία της στον καιρό όπου στη Γενεύη γνώρισε ένα ντροπαλό αγόρι που δίσταζε να της μιλήσει. Κι έπειτα είναι και τα απογεύματα, το απογευματινό σχολείο, το απόγευμα που θυμίζει αυτούς που λείπουν, ενώ το πιο ωραίο πράγμα στον κόσμο είναι σιγά σιγά να νυχτώνει.
     Η εναλλαγή παρόντος παρελθόντος, με άξονα τη ζωή της Ρέας και τους συνειρμούς της, ενδυναμώνει την ανάγκη να εξηγήσει, όχι μόνο γιατί άφησε τον Γιάννη (δεν κινήθηκε εναντίον του, υπάρχει μεγάλη διαφορά, χάθηκε από προσώπου γης, δεν τον εγκατέλειψε), αλλά να καταλάβει τα δικά της σκοτάδια, αυτά που δεν εξηγούνται εύκολα (καμιά εξήγηση δεν στέκεται στα πόδια της). Αρχικά, η Κυψέλη, το κέντρο του κόσμου (γνωστού και αγνώστου, ορατού και αοράτου, κρυφού και φανερού) μέχρι τον Αύγουστο του 1968, μέχρι να έρθει … η τηλεόραση, η τηλεόραση που έφερε ανάκατο όλο το σαλόνι μετακινώντας τα έπιπλα γιατί δεν είχαν πολύ να τη βάλουν. Αλλά και ο Ιούλιος του ’65 αναφέρεται σαν ορόσημο ανάμεσα σε μια εποχή που το «παρόν μεγάλωνε όπως όπως με τη βοήθεια των αιώνων» ενώ τώρα «ήρθε ο ξανθός κόσμος και το ξεσήκωσε».
     Ανάλαφρη στέκεται η εικόνα του μοναδικού λεωφορείου της Πάτμου, της «Κλούβας» όπου οι επιβάτες έκαναν τον σταυρό τους «λες και ξεκινούσαν για την αργοναυτική εκστρατεία», και όπου η Ρέα, αιχμάλωτη περιτριγυρισμένη από μαυρισμένα κορμιά, στριμωγμένη μέσα στον «ξανθό κόσμο» αναπολεί τις μικρές επαναστάσεις της εφηβείας (π.χ. τσιγάρο μπροστά στον πατέρα).
     Ένα σημαδιακό ορόσημο γίνεται στη συνείδηση της Ρέας ο Αύγουστος του 1968, όπου όλα μετατοπίστηκαν ή εκτοπίστηκαν, όπως τα έπιπλα της μαμάς, ο θρυλικός κινηματογράφος Κυψελάκι που γκρρεμίστηκε, και η Κυψέλη έγινε το «χαμένο κέντρο του κόσμου». Η ηρωίδα και οι φίλες της είναι 18 περίπου χρονών, παντρεύτηκαν σχεδόν ταυτόχρονα (θέλησαν να προλάβουν κάτι, να σφραγίσουν κάτι, να προβλέψουν κάτι, να ολοκληρώσουν κάτι) και τράβηξαν ένα χι, γιατί -στο φαντασιακό τους- η μόνη αληθινή επιθυμία μετά τον Αύγουστο του 68 ήταν να λες ό, τι θέλεις και να κάνεις το αντίθετο! Έτσι, επιλέγουν για την Έρση (που δεν ήταν η ομορφότερη ήταν η ωραιότερη) ένα νυφικό που να μην είναι ακριβώς νυφικό αλλά «ο μακρινός απόηχος του νυφικού» -μια νοοτροπία που αντανακλά την τάση της εποχής να απορρίπτει μεν τις αστικές αγκυλώσεις αλλά ακροβατώντας στα όρια του κοινοτικού βίου και της ατομοκεντρικής αντίληψης.
    Η ίδια αντιφατική και αμφίθυμη διάθεση χαρακτηρίζει τη Ρέα σε σχέση με την εκκλησία που επισκέπτεται στο θρησκευτικό νησί,  της έρχεται να κάνει τον σταυρό της και δεν τον κάνει γιατί χιλιάδες φίλοι μέσα της της λένε να μην τον κάνει, ποιο είναι το νόημα ν’ ανάψει κερί αυτή, που τον Αύγουστο του 71 την ώρα που όλοι ήταν στην εκκλησία με την παρέα της πήγαιναν να καπνίσουν (κάνοντας μεγάλα σχέδια, η ζωή ήταν αλλού, παντού αλλού εκτός από δω). 
     Το παγκόσμιο χωριό
     Παλιά υπήρχαν τρία μέρη στον κόσμο· η Κυψέλη, η Ελλάδα και ο πλανήτης γη.
     Είναι φανερό ότι κοινός παρονομαστής σε όλη αυτήν την συνειρμική και εσωτερική αφήγηση είναι η ταχεία μεταμόρφωση του κόσμου υπό το πρίσμα της παγκοσμιοποίησης, η εισβολή του δυτικού (φωτογραφικού, τουριστικού, διαφημιστικού κλπ ) κόσμου στους ρυθμούς της Ανατολής. Αυτό γίνεται όλο και πιο φανερό προς το τέλος του βιβλίου, όπου οι αναφορές στο «σχίσμα» αλλά και σε σταυροφόρους, αυτοκράτορες και αρχηγούς γαλαξιακών αυτοκρατοριών πυκνώνουν (ο Αλέξιος Κομνηνός, ο Βαλδουίνος και ο Γοδεφρείδος Βιλλαρδουίνος, μέχρι και ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος), ως «άνθρωποι των άλλων εποχών» που τώρα –ίσως;- έχουν εκτοπιστεί από τον «ξανθό κόσμο», ενώ με σατιρικό τόνο αναφέρεται, πάλι διάσπαρτα, ότι όλη αυτή η εισβολή (φωτογράφοι, κρουαζιερόπλοια, τουρίστες) κλπ είναι πιο επικίνδυνοι από τους σταυροφόρους (π.χ. ο αυτοκράτορας προσπάθησε να αντισταθεί στη διαδικασία που θα κατέληγε στα κρουαζιερόπλοια και, βέβαια, δεν τα κατάφερε). Το χάσμα μεταξύ Ανατολής και Δύσης υποβόσκει (σας έπεισε ο Βαλδουίνος ότι έχετε ανάγκη από πολιτικές επιστήμες), και το Βυζάντιο αναφέρεται σαν ένας χαμένος κόσμος με κλεμμένους θησαυρούς.
     Ομολογώ ότι αυτές οι αναφορές, αν και σε σουρεαλιστικό πλαίσιο, με κούρασαν και με απώθησαν. Ωστόσο, δεν είναι σε βαθμό που να «καπελώνει» η –νεορθόδοξη;- ιδεολογία την αφήγηση που σίγουρα είναι διαποτισμένη από ένα είδος ρομαντισμού, μια νοσταλγία για το «παλιό», και που κρύβει τη νοσταλγία για το αυθεντικό: τη μουσική που την ήξεραν όλοι κι ας μην την έπαιζε το ραδιόφωνο, τους χορούς πιασμένοι σε κύκλο χωρίς να συζητάς ποτέ γι’ αυτούς, να βρίσκεις έστω σαράντα λέξεις αλλά να είναι δικές σου, να είσαι σαν τους αμίλητους γέρους που είναι πάντα εκεί, να θυμάσαι τις ασυνάρτητες ιστορίες ασήμαντων γυναικών τριάντα ή χιλιάδες χρόνια πριν, προσπαθώντας να εντοπίσεις σ’ ένα αόρατο νησί το χαμένο νήμα που τις συνέδεε.
Χριστίνα Παπαγγελή

 

Τετάρτη, Νοεμβρίου 06, 2024

Μαθήματα, Ίαν Μακ Γιούαν

     Ο συναρπαστικός συγγραφέας που γνωρίσαμε στην «Εξιλέωση», στην «Έμμονη αγάπη» , στην «Επιχείρηση ζάχαρη», στο «Νόμος περί τέκνων» (και σε άλλα έργα βέβαια, αλλά προσωπικά μου άρεσαν πιο πολύ τα παραπάνω), με χαρακτηριστικά την -σχεδόν- πάντα επίκαιρη, πρωτότυπη και ανατρεπτική πλοκή και την διεισδυτική ψυχογραφική του γραφή, επανήλθε δυναμικά με το πιο πρόσφατο βιβλίο του (2022) που μεταφράστηκε και κυκλοφόρησε στην Ελλάδα το 2023. Θα συμφωνήσω δηλαδή με τον Γιάννη Καλογερόπουλο[1] στο ότι για μένα υπήρξε μια περίοδος που δεν με ενθουσίαζαν τα -καλογραμμένα πάντα- έργα (όπως π.χ. το Άμστερνταμ), γι’ αυτό ήταν έκπληξη που το καινούργιο βιβλίο του Γιούαν δεν μπορούσα να το αφήσω απ’ τα χέρια μου. Δεν με κούρασε, παρά μόνο λίγο στην αρχή, και δεν ήταν καθόλου προβλέψιμο, μέχρι τέλους. Φυσικά, δεν είναι αυτά ούτε επαρκή, ούτε αναγκαία κριτήρια για την αξία ενός μυθιστορήματος! Ούτε ότι… είναι πολύ συμπαθής ο κεντρικός ήρωας (που μπορεί να ακούγεται ρηχό/επιφανειακό/παιδικό), όμως είναι κριτήρια για την απόλαυση του κειμένου, που στο κάτω κάτω είναι ζητούμενο!
     Ο κεντρικός ήρωας λοιπόν, ο Ρόλαντ Μπέινς, στο αφηγηματικό σήμερα είναι 37 χρονών, με ρευστή επαγγελματική απασχόληση (γράφει ποιήματα, είναι μουσικός, είναι δημοσιογράφος, είναι άνεργος), και εγκαταλελειμμένος από την γυναίκα του, τη γερμανοαγγλίδα Αλίσσα, η οποία εξαφανίστηκε ξεκόβοντάς του κάθε δρόμο επικοινωνίας, αφήνοντάς τον με μωρό της αγκαλιάς, τον Λόρενς. Η Αλίσσα, έχοντας και η ίδια πολλά προβλήματα με τη δική της οικογένεια -που τα μαθαίνουμε εν καιρώ- δεν αφήνει κανένα ίχνος πίσω της και δεν αναζητά ποτέ την οικογένειά της. Γνωρίζουμε σχεδόν από την αρχή ότι θέλει να αφοσιωθεί στην συγγραφή, και καθώς περνούν οι δεκαετίες καταφέρνει όντως να γίνει μία από τις πιο καταξιωμένες και δημοφιλείς συγγραφείς της χώρας. Ο παρατημένος σύξυλος σύζυγος -που αρχικά θεωρήθηκε και ύποπτος για την εξαφάνιση της συζύγου του-, αντιδρά μάλλον παθητικά, δηλαδή αποδέχεται την δύσκολη αυτή κατάσταση με σπάνια ωριμότητα και καρτερία (έχει μόλις μια βδομάδα που έφυγε. Φτάνει πια η αδυναμία! Ήταν πολυτέλεια σ’ αυτή τη φάση, όταν πάνω απ’ όλα χρειαζόταν στιβαρότητα ο Ρόλαντ/είχε την εντύπωση ότι τα πάντα γύρω του επέβαλλαν την παρουσία τους, λες και τον είχαν κατεβάσει από ένα λησμονημένο μέρος σε τούτη τη συνθήκη, σε μια ζωή που του είχε παραχωρήσει κάποιος άλλος, σ’ ένα σπίτι που μόλις είχε αδειάσει από τον προηγούμενο ένοικό του, το σπίτι που δεν ήθελε να αγοράσει και δεν μπορούσε να αντέξει οικονομικά. Το παιδί στην αγκαλιά του που ποτέ δεν περίμενε ούτε χρειαζόταν να το αγαπά τόσο).
     Ένας πρώτος άξονας μυστηρίου λοιπόν διατρέχει τη ζωή του Ρόλαντ στο «σήμερα» (θα εμφανιστεί ποτέ η απαράδεκτη, άπονη, εγωκεντρική γυναίκα του; Θα αναζητήσει τον γιο της; Θα την αναζητήσει εκείνος; Πώς θα δικαιολογήσει η ίδια η Αλίσσα αυτήν την απολύτως έκρυθμη και πρωτάκουστη δοκιμασία στην οποία υπέβαλε τον άντρα της αλλά κυρίως το μωρό της αγκαλιάς; Και κυρίως, αξίζει μπροστά στην καλλιτεχνική καριέρα να θυσιάζεις ανθρώπινες ζωές, και να δοκιμάζεις τις αντοχές κα τα συναισθήματα ανθρώπων που υποτίθεται ότι αγαπάς;).
     Καθώς ο αναγνώστης περιμένει απαντήσεις σ’ αυτά τα καυτά ερωτήματα, ο συγγραφέας με πολλά φλας μπακ και με λεπτομερείς αλλά καίριες/χαρακτηριστικές σκηνές-επεισόδια, μας παρουσιάζει καλύτερα τον ήρωά του. Πρόκειται για το ψυχογραφικό πορτρέτο ενός ανθρώπου που φαίνεται συνηθισμένος αλλά εντέλει οι επιλογές του αποδεικνύουν μάλλον το αντίθετο, καθώς κάποια ασυνήθιστα περιστατικά τον φέρνουν μπροστά σε όρια όπου πρέπει να πάρει δύσκολες αποφάσεις. Η αφήγηση γίνεται όχι στο εξομολογητικό και εύκολο για έκφραση βαθιών συναισθημάτων α΄ενικό, που προσωπικά το προτιμώ, αλλά από τον παντογνώστη αφηγητή, στο πιο αποστασιοποιημένο γ΄ενικό. Παρόλ’ αυτά, η μαστοριά του συγγραφέα είναι τέτοια, που δε αφήνει κενά στην ενδόμυχη παρουσίαση του ψυχικού κόσμου του ήρωα.
     Το νεφέλωμα ήταν ένα αποδεκτό χαρακτηριστικό της ζωής
     Ο Ρόλαντ Μπέινς γεννήθηκε το 1949 έχοντας ήδη δύο μεγαλύτερα ετεροθαλή αδέρφια αλλά ο ίδιος με τους δύο γονείς του, ακολουθώντας τον επίλαρχο πατέρα του μεγάλωσε μέχρι τα δέκα του χρόνια στη Λιβύη -όπου μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο παρέμεινε βρετανικό απόσπασμα στη χώρα- αλλάζοντας πέντε-έξι δημοτικά σχολεία (επί έξι χρόνια η οικογένεια Μπέινς ζούσε σε μια σκοτεινή ρωγμή της ιστορίας). Όταν ο Ρόλαντ έκλεισε τα 11 χρόνια του, τελειώνοντας δηλαδή το δημοτικό, έπρεπε να σταλεί σε οικοτροφείο στην Αγγλία, προκειμένου και να ξεκολλήσει από τα φουστάνια της μητέρα του, κατά τον επίλαρχο (είναι χαρακτηριστικό του Γιούαν ότι μέσα από τα μυθιστορήματά του αναδεικνύεται ένα μέρος της κουλτούρας και της ιστορίας των βρετανών), αλλά και να πάρει τη μόρφωση που και οι δυο του γονείς είχαν στερηθεί. Είναι επίσης η εποχή που ο αραβικός εθνικισμός έχει φουντώσει και οι βρετανικές οικογένειες στην Β. Αφρική δεν ήσαν πια ασφαλείς.
     Ήδη ο δεύτερος άξονας μυστηρίου σχετικά με τον βίο του Ρόλαντ έχει τεθεί: γιατί η Σούζαν και ο Χένρυ (τα ετεροθαλή αδέρφια, πολλά χρόνια μεγαλύτερα) δεν είχαν μεγαλώσει με τη μητέρα τους; δεν έθετε αυτά τα ερωτήματα, δεν τα σκεφτόταν καν. Ήταν συστατικά στοιχεία του νεφελώματος που σκιάζει τις οικογενειακές σχέσεις. Αυτό το νεφέλωμα ήταν ένα αποδεκτό χαρακτηριστικό της ζωής), και θα έλεγα ότι το αποδεκτό αυτό νεφέλωμα (σημειωτέον ότι ο κόσμος ποτέ δεν έπρεπε να μάθει ότι τα δυο μεγαλύτερα αδέρφια είχαν άλλον πατέρα) παγιώνεται στον χαρακτήρα του Ρόλαντ καθώς ενηλικιώνεται (το να μη μιλάει γι’ αυτό φαινόταν σωστό και λογικό).
     Η προσαρμογή του μικρού αγοριού στον πειθαρχημένο κόσμο του οικοτροφείου (στις κοινωνίες της δύσης) είναι ένα συνηθισμένο θέμα στα μυθιστορήματα και πάντα γοητευτικό. Ο Ρόλαντ κερδίζει τους καινούργιους του φίλους με το ταλέντο του στις βραδινές αφηγήσεις, όταν μέσα στο σκοτάδι τα αγόρια έλεγαν ιστορίες με φαντάσματα και περιπέτειες. Ίσως τότε διαμορφώθηκε και η κλίση του στην έκφραση μέσω της γλώσσας, κάτι που οδήγησε στα ατέλειωτα σημειωματάρια/ημερολόγια της ενήλικης ζωής του. Άλλωστε, αποδείχτηκε και μεγάλο ταλέντο στο πιάνο, κι αυτό ήταν μοιραίο για όλη την πορεία της ζωής του… όχι όμως με τον τρόπο που θα μπορούσε κανείς να προβλέψει. Και δω παρεμβαίνει η επινοητική ικανότητα του συγγραφέα.
     Η ενηλικίωση του Ρόλαντ ξέφυγε από τα συνηθισμένα όρια όταν στα 11 του χρόνια -όταν δηλαδή μετακόμισε στην Αγγλία-, παρακολουθώντας μαθήματα πιάνου με την μόλις 22χρονη Μίριαμ Κορνέλ, γεννήθηκε ένας πρωτοφανής δεσμός, ανάμεσα στο αδέξιο αλλά ταλαντούχο αγοράκι και την αισθησιακή γυναίκα. Δεν ήταν και δεν μπορούσε να είναι εξαρχής ερωτική αυτή η σχέση αλλά τέθηκαν εξαρχής ολοφάνερα τα σημάδια της αισθαντικής εξουσίας που ασκούσε η δασκάλα απέναντι στον Ρόλαντ (νόμιζα ότι είπες ότι δεν είσαι μωρό/τα χέρια σου είναι αηδιαστικά βρώμικα/μας λείπει η μαμάκα/κοίτα τα χάλια σου). Μια σχέση που εξελίχθηκε κάποια στιγμή, μετά από ένα διάστημα απουσίας τριών χρόνων, σε θυελλώδη ερωτική, ενώ η χειριστική Μίριαμ συνεχίζει με τον τρόπο της να απαιτεί και να ταπεινώνει τον αναστατωμένο έφηβο. Τον ταράζει, τον καθοδηγεί, τον διατάζει κι εκείνος ενδίδει σ’ ένα πάθος απρόσκλητο (παρότι τον τρόμαζε, την εμπιστευόταν και ήταν έτοιμος να κάνει ό, τι του ζητούσε/όλος ο χρόνος που είχε περάσει νοερά μαζί της και, πιο πριν, όλα τα μαθήματα πιάνου που τόσο τον πτοούσαν ήταν μια πρόβα γι’ αυτό που επρόκειτο να συμβεί).
     Είναι ο μεγάλος άξονας του βίου του Ρόλαντ, ή μάλλον ο πρώτος χρονικά (ο δεύτερος που μαθαίνουμε εμείς) και φυσικά ο πιο καθοριστικός για τη διαμόρφωσή του. Γιατί η Μίριαμ, πέραν του ότι βρισκόταν a priori σε θέση εξουσίας λόγω ηλικίας κι επαγγέλματος, δεν ανεχόταν ούτε διαφωνία ούτε ανυπακοή. Ο Ρόλαντ έχει να διαλέξει ανάμεσα στην απέραντη ηδονή και στην ψυχολογική πίεση να συμφωνεί σε όλα με τη Μίριαμ. Προφανώς όμως ένα έξυπνο αγόρι, παρόλη την καλή του πρόθεση, δεν μπορεί να ευθυγραμμιστεί απόλυτα με τα βίτσια μιας γυναίκας, ας ήταν και θεά. Μια κάποια ρωγμή, μια άλφα ρήξη είναι περισσότερο από πιθανή. Η αντίρρησή του στον τρόπο με τον οποίο η Μίριαμ έπαιξε το “Round midnight” (ήθελε να καταστρέψει το κομμάτι και τα κατάφερε) αλλά κυρίως το ότι τόλμησε να της ασκήσει κριτική (το έγκλημά του ήταν ότι της είχε πει ότι δεν το είχε παίξει με τον σωστό τρόπο) την κάνει έξαλλη. Την οδηγεί στην απόρριψη όλης συλλήβδην της τζαζ από μέρους της και γίνεται αφορμή για νέα απομάκρυνση, χωρίς συγκρούσεις και τριβές. Όταν ξαναβρέθηκαν μέσα σ ένα τρελό, πιο ώριμο πάθος πια (τον είχε δεχτεί και πάλι, τον αγαπούσε. Είχε αναστατωθεί και είχε θυμώσει, αλλά της είχε περάσει. Αν για κείνη το ζήτημα θεωρείτο λήξαν, το ίδιο ίσχυε και γι’ αυτόν. Ήταν πολύ μικρός για να κατανοήσει την έννοια της κτητικότητας), ο 16χρονος Ρόλαντ βρέθηκε επί μέρες παγιδευμένος, φυλακισμένος σχεδόν στο σπίτι της, και η μονομερής απόφασή της να παντρευτούν ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι.
     Χώρισαν γιατί ο Ρόλαντ δεν άντεξε· ωστόσο, όπως του είπε χρόνια αργότερα η Αλίσσα η γυναίκα του, η Μίριαμ τού «άλλαξε την καλωδίωση του εγκεφάλου του». Η ζημιά εκδηλωνόταν με πλάγιους τρόπους, έγινε μονόχνωτος και μοναχικός, και σε αντίθεση με τα ήθη της εποχής «το όνειρό του ήταν μια ανυπόφορη μονογαμία, απόλυτα αμοιβαία αφοσίωση, σταθερή δέσμευση στην κοινή αναζήτηση της σεξουαλικής και συναισθηματικής κορύφωσης». Πέρασαν πολλά πολλά χρόνια για να συνειδητοποιήσει ο Ρόλαντ ότι η συμπεριφορά της Μίριαμ ήταν «αχρεία, κατάπτυστη». Και ακόμα περισσότερα, όταν πια λόγω ηλικίας κάνει επισκόπηση όλης του της ζωής, για να συνειδητοποιήσει σφαιρικά την -θετική και αρνητική- σημασία αυτής της ολοκληρωτικής/ανήθικης/καταστροφικής αφοσίωσης στο άλλο πρόσωπο. Σ’ αυτήν όμως τη φάση της ωριμότητας αναφερθώ παρακάτω.
     Δεν είναι τυχαίο που ο Γιούαν βάζει τον ήρωά του να γίνεται «θύμα» δύο γυναικών, ακραίων βέβαια. Ό, τι έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε να κάνει άντρας προς γυναίκα, εδώ αντιστρέφεται: γυναίκα είναι αυτή που «βιάζει» το ανήλικο αγόρι, γυναίκα (και όχι άντρας) εγκαταλείπει σύζυγο και μωρό της αγκαλιάς. Και στην δεύτερη περίπτωση δεν πρόκειται για απλό χωρισμό, γιατί η Αλίσσα και δεν θα γυρέψει ποτέ την οικογένειά της, και κανείς δεν ξέρει πού βρίσκεται για πολλά πολλά χρόνια, μέχρι που γίνεται δημοφιλής με το συγγραφικό της έργο.
     Τα ερωτήματα και οι μισοτελειωμένες λοιπόν υποθέσεις συσσωρεύονται για τον ήρωα (και τον αναγνώστη). Η πορεία της ζωής του Ρόλαντ γίνεται πολύ τεθλασμένη. Μόνο να πούμε ότι μετά την περίοδο κρίσης με την Μίριαμ εγκαταλείπει το σχολείο. Δεν τελείωσε καν τις μουσικές του σπουδές, στις οποίες ήταν μεγάλο ταλέντο αλλά άρχισε να εργάζεται περιστασιακά εδώ και κει, ως δημοσιογράφος με άρθρα σε εφημερίδες, κυρίως όμως ως μουσικός σε μπαρ, ξενοδοχεία κλπ (παράτησα νωρίς το σχολείο κι έκανα τις πιο ετερόκλητες δουλειές. Δεν έχω ρίζες. Στην οικογένειά μας δεν υπήρχαν πεποιθήσεις, δεν υπήρχαν αρχές, δεν υπήρχαν ιδέες που τις εκτιμούσαμε και τις σεβόμασταν. Γιατί ο πατέρας μου δεν είχε τίποτα τέτοιο. Στρατιωτικές ασκήσεις και διαταγές, κανονισμοί αντί για ηθικές αξίες). Παρακολουθούμε από κοντά, με φλας μπακ αλλά και με συνειρμικές συνδέσεις άπειρα μικρά και μεγάλα περιστατικά που φωτίζουν όχι μόνο την προσωπικότητα του Ρόλαντ, αλλά και των υπόλοιπων ηρώων.
     Φυσικά βλέπουμε τη γνωριμία και τη σχέση με την Αλίσσα που οδηγεί σε γάμο, ενώ μεγάλο ενδιαφέρον έχει η εγκιβωτισμένη ιστορία της μητέρας της Αλίσσα, μιας πολύ δυναμικής γερμανίδας που είχε διασυνδέσεις με το «Λευκό ρόδο»[2] στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου αμέσως μετά την εκτέλεση των έξι βασικών μελών της. Η Τζέιν ετοίμαζε να γράψει άρθρο γι’ αυτήν την αντιστασιακή ομάδα, ενώ αποκαλύπτεται ότι κρατούσε μυστικό ημερολόγιο με την περιπετειώδη, τυχοδιωκτική της νιότη. Αντίστοιχα, ο πατέρας της Αλίσσα, ο Χάινριχ («δυναμικός άνθρωπος με παλιοκαιρίσιες αντιλήψεις») ήταν μέλος του «Λευκού Ρόδου» και θαυμαστής του κινήματος «Γαλάζιος Καβαλάρης»[3]. Είχε επομένως «βαριά κληρονομικότητα» η Αλίσσα, έντονη ανταγωνιστικότητα με τη μητέρα και ο συγγραφέας μας δίνει στοιχεία για να δικαιολογήσουμε – ενμέρει- τις επιλογές της.
     Άλλο μεγάλο κεφάλαιο στο οποίο εμπλέκεται συναισθηματικά ο Ρόλαντ είναι η προσέγγιση των φίλων του Φλόριαν και Ρουθ, ανατολικογερμανών, και όλες οι σχετικές αναφορές στο χάσμα μεταξύ Α. Γερμανίας και Δ. Γερμανίας. Παρακολουθούμε την κορύφωση του Ψυχρού πολέμου, αλλά και την πτώση του τείχους μέσα απ’ αυτήν την διαπροσωπική σχέση, που είναι τόσο πολύτιμη για τον Ρόλαντ. Εν γένει, σε όλο το βιβλίο υπάρχει διάχυτο το πολιτικό κλίμα της εποχής, αναφορές στη Θάτσερ, στον Τόνι Μπλερ και την διαψευσμένη ελπίδα που έφερε στο κόμμα του (ο Ρόλαντ είναι μέλος του Εργατικού Κόμματος , σχετικά ενεργός), σε σκάνδαλα (όπως το σκάνδαλο Προφιούμο), στο Τσερνόμπιλ και τον αντίκτυπο στη Βρετανία κλπ. Αναμφιβήτητα, ο Ρόλαντ είναι ένα πολιτικοποιημένο άτομο, με πολλές ευαισθησίες, έχοντας απόλυτη συνείδηση ότι είναι γεννημένος στην τυχερή πλευρά του πλανήτη (το δικό του λευκό κελί -ένα μάθημα πιάνου, μια πρόωρη ερωτική ιστορία, μια χαμένη εκπάιδευση, μια αγνοούμενη σύζυγος- ήταν συγκριτικά, μια πολυτελής σουίτα).

Στην επισκόπηση μιας ζωής δεν ήταν φρόνιμο να παραδέχεται κανείς πάρα πολλές ήττες
«Όταν σκεφτόταν τα πολλά και ποικίλα σφάλματά του
στη διάρκεια της ζωής του,
όταν επιχειρούσε μια μακρά και ενδελεχή αναδρομή,
αισθανόταν ότι του έλειπε αυτή η άμεση,
αυτόματη και γειωμένη αίσθηση του σωστού»
     Καθώς ο ήρωάς μας μεγαλώνει, συμβαίνουν κι άλλα πολύ σημαντικά γεγονότα στη ζωή του, κι από πατέρας γίνεται παππούς και γενικότερα περνά σε μια ηλικία ωρίμανσης και αναστοχασμού, όπου τα τραυματικά γεγονότα παίρνουν διαφορετικό νόημα. Μια αδήριτη ανάγκη τον ωθεί να αναδιευθετεί διαρκώς το παρελθόν, να το ερμηνεύει και να το ανασυντάσσει. Ο σπουδαίος συγγραφέας, παρόλο που δεν χρησιμοποιεί το εξομολογητικό α΄ ενικό, έχει έναν αβίαστο τρόπο γραφής ώστε να συμμεριζόμαστε εμείς οι αναγνώστες τις εσώτερες σκέψεις, και να συμ-πάσχουμε μ’ έναν χαρακτήρα μάλλον καρτερικό και με υψηλή ενσυναίσθηση (π.χ. μας καταπλήσσει το γεγονός ότι εντέλει αναγνωρίζει την μεγάλη αξία των έργων της Αλίσσα και παραδέχεται ότι ίσως ήταν πράγματι αναγκαίο να απομονωθεί η συγγραφέας για να γράψει).
     Είναι το μέρος του βιβλίου που με γοήτευσε περισσότερο απ’ τ’ άλλα. Γιατί ο Ρόλαντ, παρόλο που δεν αντιδρά «δυναμικά» σ’ αυτά που του συμβαίνουν, έχει υψηλή κρίση, μνήμη κι ευαισθησία. Μπορεί να διακρίνει ο αναγνώστης μια παθητικότητα, ωστόσο έχει και θάρρος, το θάρρος να αντικρίσει κατάματα τα τραύματά του και να αναλάβει το δικό του μέρος της ευθύνης. Άλλωστε, είναι δείγμα της ωρίμανσης που φέρνει η ηλικία, να βλέπει κανείς πολλές αναγνώσεις μέσα στο ίδιο έργο (τα σφάλματα διαλύονταν σε ερωτήματα, υποθέσεις ακόμα και οφέλη: ο ολέθριος γάμος έφερε τον Λόρενς, η εγκατάλειψη των μουσικών σπουδών του χάρισε τη τζαζ, κλπ κλπ)
     Αρχικά, καθώς μπαίνει στην τρίτη ηλικία, επιδιώκει να απαντήσει πια στα ερωτήματα τη ζωής του, αρχικά επιδιώκοντας συνάντηση με την Αλίσσα (είχε ήδη προσπαθήσει ο ενήλικος Λόρενς και τον έδιωξε η Αλίσσα), αλλά και με την Μίριαμ, 40 χρόνια μετά από το τρελό εκείνο πάθος.
     Και οι δύο συναντήσεις είναι συγκλονιστικές και λυτρωτικές, όχι με τον τρόπο που μπορεί κανείς να προβλέψει. Η Αλίσσα, πάντα παρούσα μέσω του παιδιού, εφήβου, νεαρού Λόρενς που κάθε τόσο ρωτάει για τη μάνα του, συσσωρεύει βραβεία αλλά η μοναδική συνάντηση, τυχαία, με τον Ρόλαντ όσο είναι ακόμα νέοι αποβαίνει άκαρπη (Μια κοσμοϊστορική στιγμή όφειλε να είναι ηχηρή. Ωστόσο ο Ρόλαντ δεν ήξερε ακόμα τι ήθελε. Να απαιτήσει μια εξήγηση, να ικανοποιήσει την περιέργειά του, να εκτοξεύσει κατηγορίες, να εκθέσει τις πληγές του;). Οι «εξηγήσεις» της σκορπούν στον αναγνώστη κύματα οργής για τον εγωιστικό τους πυρήνα και στον Ρόλαντ νέα σύγχυση (ήταν από καιρό συμφιλιωμένος με τη μονογονεϊκή καθημερινότητά του/ήταν καιρός να ξεπεράσει τούτη την αγανακτισμένη φωνή που ηχούσε αδιάκοπα μέσα στο κεφάλι του).
     Ο Ρόλαντ συνεχίζει παρόλ’ αυτά να παρακολουθεί την καριέρα της πρώην συζύγου του, να διαβάζει εναγωνίως τα μυθιστορήματά της και να ψάχνει ίχνη για να εξηγήσει τη συμπεριφορά της. Χρόνια αργότερα, συμμετέχοντας σε μια ομιλία για τον Ρόμπερτ Λόουελ[4]( γνωστός ποιητής ο οποίος για τις «ανάγκες» της ποίησης υπέκλεψε επιστολές και τηλεφωνήματα της γυναίκας του), άκουσε επιτέλους τις φράσεις που έπρεπε να ακούσει: «Ήταν αδιάφορο αν η σκληρότητα είχε γεννήσει σπουδαία ή απαράδεκτη ποίηση. Μια σκληρή πράξη παρέμενε σκληρή πράξη».
     Ωστόσο, είναι πολύ αργά πια για τον Ρόλαντ να αναζητήσει δικαιοσύνη, ή έστω δικαίωση (είχε περάσει πάρα πολύς καιρός. Ήταν νεκρή υπόθεση. Το τι σκεφτόταν ο ίδιος ή οποιοσδήποτε άλλος δεν είχε καμιά σημασία. Αν είχε γίνει ζημιά, αυτή αφορούσε τον Λόρενς). Παρόλ’ αυτά η ιστορία τους δεν τελειώνει εδώ. Όταν, 60άρης πια, ξανασυναντά την Αλίσσα, μετά από 20 ακόμη χρόνια, εκείνη είναι μεγάλη συγγραφέας, αλλά ανήμπορη και οι διάλογοι άκαιροι, αλλά λυτρωτικοί.
 Η παρόρμηση για εκδίκηση ή δικαιοσύνη έσβησε μέσα μου μόλις συναντηθήκαμε
     Ο ηλικιωμένος Ρόλαντ οργάνωσε την όψιμη συνάντησή του με τη Μίριαμ σκόπιμα, παρόλο που δεν ήταν εύκολο. Παρόλο που είχε το νόμιμο δικαίωμα να την καταγγείλει, οι προθέσεις του ήταν ασαφείς. Οι ανατροπές σ’ αυτό που αντίκρισε σε σχέση μ’ αυτό που περίμενε ήταν μεγάλες, κι ο εκβιασμένος διάλογος ακόμα πιο απελευθερωτικός. Απελευθερωτικός όχι γιατί η Μίριαμ έδωσε κάποιες εξηγήσεις (που τις παραχώρησε με απόλυτη αξιοπρέπεια) αλλά γιατί δόθηκε η δυνατότητα στον Ρόλαντ να δει και τη «σκοτεινή πλευρά της σελήνης», την δική του έστω παιδική πλευρά, αλλά επειδή συνειδητοποιεί ότι στη ζωή του είχε πάρει ένα μεγάλο δώρο:
 …σε κείνη την αντιπαράθεση δεν είχαν τολμήσει να μιλήσουν γι’ αυτό που τους συνέδεσε, για την εμμονική, κατακλυσμιαία, απεριόριστη, επαναλαμβανόμενη χαρά που ήταν επίσης παράνομη, ανήθικη, καταστροφική.
Χριστίνα Παπαγγελή
[1] «Ο ΜακΓιούαν είναι ένας από τους συγγραφείς που έχω κατά νου ως άνισους. Μια πρώτη περίοδος εντυπωσιακή, με βιβλία που μου άρεσαν πολύ (Ξένοι στη Βενετία, Ο τσιμεντόκηπος, Ο αθώος, Μαύρα σκυλιά, Εξιλέωση, Άμστερνταμ, Στην Ακτή), με μια συνέχεια όμως καθόλου αντάξια. Και η περίπτωσή του δεν υπόκειται στην κατηγορία πως ήταν καλά βιβλία αλλά όχι του επιπέδου του, ήταν βιβλία που δεν μου άρεσαν, σίγουρα όχι κακογραμμένα, αλλά όχι του γούστου μου. Όταν κυκλοφόρησαν τα Μαθήματα, το ένστικτό μου ενεργοποιήθηκε, να δεις που αυτό θα είναι ένα ωραίο μυθιστόρημα, ισχυριζόταν. Μου έκανε εντύπωση αυτή η προδιάθεση, πίστευα πως, στον ωκεανό των βιβλίων που θέλω να διαβάσω, τα δικά του δεν ήταν πια μέρη που θα ήθελα να εξερευνήσω, να διαβάσω κάποιο παλιό βιβλίο του ξανά ναι, αλλά ως εκεί. Τόση εντύπωση μου έκανε η προδιάθεση αυτή που σχεδόν αμέσως το έπιασα στα χέρια μου, ήθελα να διαβάσω κάποιο πολυσέλιδο, χορταστικό μυθιστόρημα και από τα τόσα αδιάβαστα τράβηξα αυτό από τη στοίβα. Άβυσσος η ψυχή του αναγνώστη, διόλου υπάκουη στη λογική, συχνά παρορμητική και υποταγμένη σε μεγάλο βαθμό στο ένστικτο». (https://no14me.blogspot.com/2023/09/mathimata-ian-mcewan.html).


[2] Το Λευκό Ρόδο ήταν αντιστασιακή οργάνωση που έδρασε στη ναζιστική Γερμανία από τον Ιούνιο του 1942 μέχρι τον Φεβρουάριο του 1943. Στο διάστημα αυτό, τα μέλη της, που ήταν κυρίως φοιτητές, τύπωσαν σε χιλιάδες αντίτυπα και έριξαν στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου έξι φυλλάδια, με τα οποία προσπάθησαν να αφυπνίσουν τον γερμανικό λαό και να τον ξεσηκώσουν κατά του ναζιστικού καθεστώτος (https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9B%CE%B5%CF%85%CE%BA%CF%8C_%CE%A1%CF%8C%CE%B4%CE%BF).
[3] https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9F_%CE%93%CE%B1%CE%BB%CE%AC%CE%B6%CE%B9%CE%BF%CF%82_%CE%9A%CE%B1%CE%B2%CE%B1%CE%BB%CE%AC%CF%81%CE%B7%CF%82
[4] https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A1%CF%8C%CE%BC%CF%80%CE%B5%CF%81%CF%84_%CE%9B%CF%8C%CE%BF%CF%85%CE%B5%CE%BB%CE%BB

Τρίτη, Οκτωβρίου 22, 2024

Herscht 07769, Λασλό Κραζναχορκάι -Η ιστορία Μπαχ του Φλόριαν Χερστ

Ήθελε πολλές φορές να σταματήσει να λέει
«ο θαυμαστός κόσμος των σωματιδίων»,
ενώ ο κόσμος των στοιχειωδών σωματιδίων
κάθε άλλο παρά θαυμαστός είναι,
μάλλον φοβερός
     Ένα ακόμα συγκλονιστικό βιβλίο μας χάρισε ο Ούγγρος συγγραφέας, που με την ιδιότυπη γραφή του αγγίζει πάντα θεμελιώδη ζητήματα πολιτικά, κοινωνικά, υπαρξιακά της σύγχρονης εποχής (εδώ θα βρείτε τις αναγνώσεις από το «Πόλεμος και πόλεμος» και το «Η επιστροφή του βαρόνου Βενχάιμ»). Ο Κραζναχορκάι βάζει στον καμβά μια ιστορία με όλες τις πτυχές, όλες τις εικόνες και τις αντιφάσεις των ηρώων του σαν ιμπρεσιονιστής ζωγράφος, συνθέτοντας ένα τεράστιο πίνακα με παράλληλες δυναμικές, με οξυδέρκεια προσεκτικού παρατηρητή και ψυχολόγου, χωρίς να αναλύει, να ερμηνεύει ή να αξιολογεί.
     Όπως έχω αναφέρει και στις προηγούμενες αναρτήσεις, το ιδιαίτερο ύφος με το οποίο πετυχαίνει αυτό το πληθωρικό και πολυδιάστατο αποτέλεσμα, ίσως αποθαρρύνει αρχικά τον αναγνώστη: πρόκειται για μια ατέρμονη, σχεδόν παραληρηματική αφήγηση, χωρίς τελείες και παραγράφους (σ’ αυτό μοιάζει με τον Ζ. Σαραμάγκου), που απαιτεί αργό και προσεκτικό ρυθμό ανάγνωσης. Ωστόσο, υπάρχει πλοκή με ροή, χαρακτήρες ξεκάθαροι, μύχιες σκέψεις και συναισθήματα, χαρακτηριστικές λεπτομέρειες που φωτίζουν τα γεγονότα, αλληλουχία και συνοχή. Όχι, δεν κουράζεται ο αναγνώστης από εξαντλητικές περιγραφές και αναμασήματα σκέψεων και συμπερασμάτων. Ο συγγραφέας είναι σαν να κρατά έναν φακό και να μας φωτίζει σημείο προς σημείο τα μεμονωμένα μέρη ενός μεγαλύτερου όλου, μιας ενότητας που αποκτά στο τέλος τρομακτικό βάθος. Κι αυτό το όλον είναι τρομακτικό γιατί αφορά τα αδιέξοδα της κοινωνίας μας, φτάνει ως τους πιο εσωτερικούς κι υπαρξιακούς τρόμους, και είναι βέβαια δυστοπικό (όπως ακριβώς και στα δυο βιβλία που ανέφερα παραπάνω).
     Στην περίπτωση του «Herscht 07769» ο μεγάλος πίνακας δείχνει την ανησυχητική άνοδο του νεοναζισμού στη Γερμανία, και συγκεκριμένα στην Θουριγγία (όπου ως γνωστόν στις εκλογές της 1ης Σεπτεμβρίου 2024, ανέβασε τα ποσοστά του το AfD[1]). Δεν είναι ωστόσο εμφανές από την αρχή, όπου η αφήγηση φωτίζει τον βασικό -ιδιόρρυθμο- χαρακτήρα και τον μικρόκοσμό του, τον Φλόριαν Χερστ.
     Φλόριαν Χερστ, ή Χερστ 07769
     Ο φακός λοιπόν αρχικά εστιάζει στον Φλόριαν Χερστ, τον πρωταγωνιστή -καθώς υπαγορεύει και ο τίτλος-, έναν γιγαντόσωμο κολοσσό, έναν αγαθό γίγαντα που ζει σε μια μικρή πόλη της Ανατολικής Θουριγγίας, την Κάνα. Δεν έχουμε λεπτομέρειες για την δύσκολη παιδική ηλικία του Φλόριαν πέραν του ότι είναι ορφανός κα τον έβγαλε από κάποιο ίδρυμα ο Μπόσης. Παρόλο όμως που είναι «σπουδασμένος» φούρναρης (τεχνικό λύκειο), τον έχει στη δούλεψή του ο Μπόσης (πρωταγωνιστικό πρόσωπο κι αυτός), που διατηρεί συνεργείο καθαρισμού (θα πλένουμε τοίχους και όλα τα άλλα που μουντζουρώνουν οι πουτ@νι@ρηδες συνομήλικοί σου καλλιτέχνες των γκράφιτι). Ο Μπόσης πρόσφερε όχι μόνο δουλειά τοιχοκαθαριστή στον Φλόριαν, αλλά του βρήκε και διαμέρισμα, του αγόρασε ρούχα και τον εκπαίδευσε στον καθαρισμό επιφανειών, φρόντισε να παίρνει επίδομα ενοικίου και σε γενικές γραμμές τον έχει υπό την προστασία του. Ο Μπόσης (του οποίου την εθνικόφρονα ιδιοσυγκρασία υποψιάζεται από την αρχή ο αναγνώστης) έχει τον Φλόριαν του χεριού του, αξιοποιεί την τεράστια φυσική του δύναμη αλλά και το αγαθό μυαλό του (ξέρω τα πάντα για σένα, του επαναλάμβανε, ακόμα κι όσα ούτε εσύ ξέρεις για τον εαυτό σου, οπότε θα πρέπει πάντοτε να μου λες τα πάντα/ο Μπόσης έκλεινε τα θέματα πάντα με μια φάπα, κι εκείνος μάζευε το κεφάλι ανάμεσα στους ώμους, λες και αποδεχόταν ότι αυτή ήταν η μοίρα του, η μοίρα του ήταν ο Μπόσης, κι αυτό δεν μπορούσες να το αλλάξεις), τον αποκαλεί χαϊδευτικά «γίιιιιγαντα», και δεν του «επιτρέπει» να έχει μυστικά από τον ίδιο.
     Ωστόσο, ο Φλόριαν καταφέρνει να κρατά καλά φυλαγμένο ένα «μεγάλο μυστικό»: κάθε τόσο συντάσσει κρυφά επιστολές στην… Άνγκελα Μέρκελ, όπου της εκθέτει την απειλή αφανισμού όλου του κόσμου, σύμφωνα με τους νόμους της κβαντικής φυσικής -όπως βέβαια τους καταλαβαίνει ο ίδιος από τα εκλαϊκευμένα μαθήματα φυσικής του «χομπίστα» μετεωρολόγου κ. Κόλερ (το κάτι προέρχεται από το τίποτα, άρα το κάτι θα καταλήξει στο τίποτα/με τον ίδιο αναίτιο τρόπο, όπως ακριβώς τη στιγμή της Πρωταρχικής Έκρηξης/η σχετικότητα του χρόνου και του χώρου και των λεγόμενων γεγονότων αργά ή γρήγορα οδηγεί στη σίγουρη εξαφάνιση της πραγματικότητας). Αυτήν την επιστολή με πάνω κάτω ίδιο περιεχόμενο, την γράφει και την ξαναγράφει, την στέλνει και την ξαναστέλνει, και την υπογράφει μόνο με το επώνυμό του και τον κωδικό της Θουριγγίας(«Χερστ 07769»), εξ ου και ο τίτλος. Είναι συναρπαστική έως ξεκαρδιστική/κωμικοτραγική η προσπάθεια κατανόησης του Φλόριαν του «Διαλόγου μεταξύ του Κάτι και του Τίποτα», κι ακόμα περισσότερο η περιγραφή των εσωτερικών σκέψεών του καθώς επιχειρεί να διατυπώσει στη Μέρκελ τη θεωρία του χάους, με την ελπίδα ότι η καγκελάριος θα συγκαλέσει το Συμβούλιο Ασφαλείας κι όλους τέλος πάντων τους ηγέτες του κόσμου γιατί αυτή η υπόθεση δεν παίρνει αναβολή. Ο Φλόριαν ξημεροβραδιάζεται περιμένοντας την ανταπόκριση της καγκελάριου (μοναδική τους ελπίδα ήταν η κυρία καγκελάριος στο Συμβούλιο Ασφαλείας), ωστόσο, όχι μόνο δεν έρχεται ποτέ απάντηση, αλλά στο ταχυδρομείο οι υπάλληλοι -που συμπαθούν και συμπονούν τον καλοκάγαθο γίγαντα- προσπαθούν να τον προσγειώσουν. Η σιωπή εκ μέρους της καγκελάριου οδηγεί τον Φλόριαν στο… Βερολίνο (δεν είναι δυνατόν να πιστεύεις στα σοβαρά ότι η Άνγκελα Μέρκελ θα σου απαντήσει/μα ναι, το πιστεύω στα σοβαρά, δεν μου έχει μείνει τίποτ’ άλλο να πιστεύω).
     Αυτό το «βασανιστικό» ταξίδι του σπαρακτικά αφελούς Φλόριαν στο Βερολίνο, συγκεκριμένα στο Ράιχσταγκ προκειμένου να δει «αυτοπροσώπως» την καγκελάριο, είναι το «μόνο της ζωής του ταξίδιον» που κράτησε κρυφό απ’ όλους, ακόμα κι από τον κ. Κόλερ (ο οποίος με τη σειρά του βασανίζεται από τύψεις γιατί βλέπει ότι ο Φλόριαν έχει «βολευτεί σε μια κοσμοεξήγηση που βασίζεται σε μια παρεξήγηση»). Η περιγραφή αυτής της «επιχείρησης» -που είναι διάσπαρτη σε διάφορα σημεία του μυθιστορήματος-, φαίνεται από όλα τα στοιχεία ότι ήταν περιπετειώδης, ωστόσο η σιγουριά του -γελοίου κατά τ’ άλλα- Φλόριαν δεν κάμφθηκε μπροστά στη θέα του γερμανικού κοινοβουλίου (το αντίκρισε, και ήξερε αμέσως ότι οι επιστολές του δεν άξιζαν φράγκο, απ’ αυτές ήταν αδύνατον να καταλάβουν τι ήθελε). Φυσικά, οι φύλακες τον έδιωξαν κακήν κακώς και κείνος ένιωθε φρικτά γιατί ήξερε ότι κάπου μέσα σ’ εκείνο το κτίριο η κυρία Μέρκελ τον περίμενε…
     Ο άλλος άξονας που διαπερνά τον -ελαφρώς διαταραγμένο- ψυχισμό του Φλόριαν είναι η αγάπη του στη μουσική του Μπαχ. Κάθε Σάββατο ο Μπόσης διευθύνει πρόβες με τους «Συμφωνικούς της Κάνα», ένα συγκρότημα ερασιτεχνών μουσικών που ίδρυσε ο ίδιος, με αποκλειστικό αντικείμενο τη μουσική του Μπαχ («σε κάθε του νότα ή-ταν γραμ-μέ-νο τι είναι η Γερμανική Ιδέα»)! Ο Μπόσης και η «διμοιρία» του είναι υπερήφανοι για το γεγονός ότι ο Μπαχ γεννήθηκε στο Άιζεναχ της Θουριγγίας, όπου βρίσκεται και το μουσείο Bachhaus («τούτη εδώ κατά βάθος είναι μια «Εθνική Περιοχή Μπαχ», ένας αληθινός Γερμανός στην Θουριγγία ασχολείται με τον Μπαχ, κι όχι με το σύμπαν» επαναλαμβάνει στον Φλόριαν). Ο Φλόριαν λοιπόν, άμουσος παράφωνος και ανεπίδεκτος μάθησης κατά τ’ άλλα (πήγαινε κάθε Σάββατο και βελτίωνε το αυτί του, μάταια όμως, το αυτί του δεν βελτιωνόταν), όχι μόνο παρακολουθεί με πάθος και προσήλωση, αλλά όταν πια επιτέλους θα αποκτήσει δικό του κινητό, η μουσική του Μπαχ τον συγκινεί και τα «μηνύματά της» τον ακολουθούν παντού (δεν μπορούσε να καταλάβει τι εννοούσε ο Μπόσης όταν μιλούσε για αποκωδικοποίηση, /η άμεση εντύπωσή του ήταν ότι αυτά τα μηνύματα δεν σήμαιναν κάτι, ήταν από μόνα τους όμορφα, από μόνα τους θαυμαστά, απλά υπήρχαν, δεν μπορούσαν να μεταφραστούν, ούτε και χρειαζόταν). Ωστόσο, και η υπόλοιπη ερασιτεχνική μπάντα δεν τα πολυκαταφέρνει, δημιουργώντας ποικίλα πνιχτά συναισθήματα στον ορμητικό Μπόση.
     Ο Φλόριαν είναι αγαπητός σε όλους τους κατοίκους της Κάνα, τους οποίους γνωρίζουμε σιγά σιγά με τον ευφυή τρόπο του Κρασναχαρκάι, με την αντιστικτική κίνηση της αφήγησης που μεταπηδά ασύνδετα από εικόνα σε εικόνα (αλλά τηρώντας θαυμαστή εσωτερική συνοχή). Γνωρίζουμε αρχικά τον ερασιτέχνη μετεωρολόγο κύριο Κόλερ που ανησυχεί με τις παρανοήσεις του Φλόριαν, τον πιστό φίλο του τον δρα Τιτς, την όμορφη Ναντίρ και τον άντρα της Ροζάριο που κρατούν το φιλόξενο πρατήριο ΑΡΑΛ, την Γιέσικα που μαζί με τον άντρα της τον Φόλκεναντ δουλεύουν στο ταχυδρομείο, τον Εβραίο κύριο Ρίνγκερ και τη βιβλιοθηκάριο γυναίκα του που αγαπούν πολύ τον Φλόριαν, τον ψυχίατρο Γιάκομπ Φρίντριχ, το ζεύγος Χοπφ, τον φερτρέτερ της πολυκατοικίας όπου στον 7ο όροφο μένει ο Φλόριαν, τον ρεβιρφόστερ (=δασολόγο) που δραστηριοποιείται όταν εμφανίζεται στην περιοχή αγέλη λύκων, και διάφορες μοναχικές κυρίες, γειτόνισσες-«θείτσες» κλπ. Ένας ολόκληρος μικρόκοσμος, σαν αρχαίος χορός συμμετέχει στα δρώμενα και όλοι/ες, παρόλο που μέσα τους πιστεύουν ότι ο Φλόριαν είναι «μισότρελο ορφανό», τον συμπαθούν και τον καλούν όταν πρόκειται για μια βαριά εργασία -με το αζημίωτο-, αξιοποιώντας την χειρωνακτική του δύναμη (η Ναντίρ τον αποκαλεί «Γολιάθ»), και οι περισσότεροι τον συμβουλεύουν να παρατήσει τον Μπόση και να βρει μια «αξιοπρεπή δουλειά» (μα πώς θα μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο; Ο Μπόσης δεν ήταν μονάχα εργοδότης του αλλά και πατέρας του).
     Ο Μπόσης
     Ο Μπόσης (έτσι απαιτούσε να τον λένε, το πραγματικό του όνομα δεν το ήξερε κανείς), είναι ένας επίσης γιγαντόσωμος τύπος που δεν σηκώνει μύγα στο σπαθί του, δεν φτάνει όμως σε ρώμη τον Φλόριαν. Γυμνάζεται καθημερινά γιατί ένας «καθαρόαιμος Γερμανός» έχει σωματική δύναμη αλλά καλλιεργεί και τη «δύναμη χαρακτήρα» (μόνο το τσιγάρο δεν μπορούσε να κόψει γιατί μόνο το τσιγάρο μπορούσε να κατευνάσει την ένταση που είχε μέσα του). Είναι παρορμητικός, άξεστος και οξύθυμος (υπήρχαν όρια που δεν μπορούσε κανείς να τα περάσει για να τον πλησιάσει). Ο Μπόσης είναι άνθρωπος της δράσης, σιχαίνεται τις αναλύσεις και τις συζητήσεις, γιατί πιστεύει ότι «ένας άντρας πρέπει να χαρακτηρίζεται από τις πράξεις του και μόνο από τις πράξεις του».
     Η ζωή του Φλόριαν είναι συνυφασμένη με τη ζωή του Μπόση, όμως δεν τον ακολουθεί πιστά σε όλες του τις δράσεις. Δεν κάνει φερειπείν τατουάζ όπως όλοι τους, γιατί «το φοβάται πιο πολύ κι απ’ τον οδοντίατρο» ούτε προσχωρεί στη διμοιρία. Ο Μπόσης αποδέχεται την αποστασιοποίηση αυτή, γιατί όπως λέει στους συντρόφους του, αυτό το παιδί μπορεί από τη μια να είναι ιδιοφυΐα, από την άλλη όμως είναι βλάκας με περικεφαλαία. Είναι κι ο λόγος που -στην αρχή τουλάχιστον- δεν τον αφήνει να αγοράσει λάπτοπ, ούτε κινητό. Είναι αποδεκτό απ’ όλους ότι ο Φλόριαν έχει ένα ιδιαίτερο ψυχισμό, δεν πίνει, και φοβάται τις γυναίκες (τα χάνει σε οποιαδήποτε συζήτηση περί σεξουαλικότητας), δικαιώνοντας τον τίτλο του «μουνουχισμένου μπουνταλά».
     Η «διμοιρία» του Μπόση, οι «κολλητοί» του (ολόκληρη η Κάνα τούς ήξερε, οι ναζί, τους έλεγε ο κόσμος ψιθυριστά) πιστοί εκτελεστές στο να σβήνουν και να καθαρίζουν τους τοίχους, αλλά και σύντροφοι σε άλλες έκτακτες περιπτώσεις, είναι μια παρέα εθνικοφρόνων, που γύρω από την πιο δυναμική προσωπικότητα του Μπόση συσπειρώνονται ποικιλοτρόπως. Μέσα από την αντιστικτική μέθοδο του συγγραφέα (παράλληλες ασύνδετες εικόνες), ο αναγνώστης στοιχειοθετεί τον ψυχισμό και τη νοοτροπία (πέρα από την ιδεολογία) των νεοναζί: περηφάνια για τους προγόνους, ευχές για την «Τέταρτη αυτοκρατορία», αγάπη για οτιδήποτε εθνικό/γερμανικό (μπίρα, σημαία, εθνική ομάδα κα.), λίγα λόγια-πολλή δράση και όχι επίδειξη με στολές στις γιορτές κλπ (ήθελαν πόλεμο, όχι τσίρκο). Το στέκι τους είναι «το Μπουργκ», στο οίκημα της Μπουργκστράσε (19), όπου με άτυπο αρχηγό τον πιο δυναμικό κι εύστροφο Μπόση αναμασούν την ιδεολογία τους (δικός μας στόχος δεν είναι οι μετανάστες αλλά οι Εβραίοι, επειδή αυτοί μας έχουν πάρει ήδη όσα ήταν δικά μας/πίσω απ’ όλα κρύβεται αυτός ο γαμημένος ο Ρίνγκερ, πιστέψτε με, αυτός είναι ο κυριότερος εχθρός μας). Ο Φλόριαν όμως «αποσυνδέεται» νοητικά απ’ αυτές τις βαρετές κουβέντες γιατί το μυαλό του είναι κολλημένο στον αφανισμό του κόσμου (με τον ίδιο αναίτιο τρόπο, όπως στην αρχή της Μεγάλης Έκρηξης) και στο αν εκφράστηκε κατανοητά στις επιστολές του στην Μέρκελ!
     Το αυγό του φιδιού
     Στις πρώτες περίπου εκατό σελίδες λοιπόν έχει ήδη στηθεί το βασικό σκηνικό με τις δυναμικές του, το κοινωνικό περιβάλλον, οι κύριοι χαρακτήρες. Η κυρίως δράση που θα φέρει θύελλα αντιδράσεων, με πρωταγωνιστές πάλι τον Φλόριαν και τον Μπόση, ξεκινά με σχετικά ασήμαντα περιστατικά που σιγά σιγά χτίζουν την ψυχολογία που θα φέρει την «έκρηξη». Έκρηξη ανάμεσα στον Φλόριαν και τον Μπόση, συμπεριλαμβανομένης της ομάδας του. Ουσιαστικά, μέσα από τη σύγκρουση αυτή, το μυθιστόρημα γίνεται βαθιά πολιτικό και επίκαιρο, καθώς διαγράφει ανάγλυφα τα αδιέξοδα του σύγχρονου κόσμου: η βία του εθνικισμού γεννά τον φόβο που πολώνει και διαλύει τις κοινωνίες και προκαλεί την αφύπνιση των ζωωδών ενστίκτων επιβίωσης και αυτοδικίας.
     Ο πρώτος σπόρος που γεννά το μίσος και φουντώνει την εκδικητικότητα εκ μέρους του Μπόση και της «παρέας» του, είναι τα γκράφιτι που βρίσκονται κάθε τόσο σε διάφορα σημεία της περιοχής, στην αρχή -τυχαία;- σε κτίρια που σχετίζονται με τον Μπαχ, το ίνδαλμα της Θουριγγίας, όπως π.χ. το Μπαχχάουζ[2], και συνήθως τα γκράφιτι αυτά παριστάνουν συν τοις άλλοις κι ένα… κεφάλι λύκου! Το κυνήγι των γκραφιτάδων, σαν ένα κυνήγι μαγισσών, είναι ένας ακόμη από τους άξονες που διατρέχει το πρώτο μισό του βιβλίου χαρίζοντας σπαρταριστές σκηνές στον αναγνώστη. Με το δεύτερο γκράφιτι στον Μύλο Μπαχ του Βέχμαρ ο Μπόσης χτυπάει τον συναγερμό στο κόκκινο, βέβαιος ότι οι «εχθροί», οι μετανάστες, οι Εβραίοι και όποιοι άλλοι, προσπαθούν να καταφέρουν πλήγμα στο εθνικιστικό φρόνημα βεβηλώνοντας το ιερό πρόσωπο του Θουρίγγιου μουσουργού. Η «ομάδα του Μπουργκ», η «διμοιρία» του Μπόση, αναστατώνεται, συσπειρώνεται, οργανώνεται, μοιράζει σκοπιές και παραφυλάει στα πιο απίθανα μέρη προκειμένου να «αποδώσει τη δικαιοσύνη» και να «υπερασπιστεί τις θουριγγικές αξίες», ενώ ο Μπόσης γίνεται όλο και πιο μυστήριος και πιο ακατανόητος για τον Φλόριαν. Σχέδια και στρατηγικές εναλλάσσονται ενώ ο αρχηγός, αποπροσανατολισμένος, εξαντλείται στο να προσπαθεί να προβλέψει τις κινήσεις των «κακοποιών» που δεν καταφέρνει να εντοπίσει (το πρόβλημα είναι ότι δεν μπορούμε να προβλέψουμε πώς σκέφτεται/το κακό είναι ότι δεν έχουμε καταλάβει για ποιο λόγο το κάνει). Η βεβήλωση των μνημείων με τα γκράφιτι είναι η αφορμή για να ξεδιπλώσει ο συγγραφέας όλη την γκάμα του «πατριωτισμού» των ναζί (έγινες μέλος μιας στρατιωτικής αποστολής μεγάλης εμβέλειας, λέει στον Φλόριαν, σε μυήσαμε τώρα, έχουμε ανάγκη όλους τους Γερμανούς πατριώτες, κι εσύ είσαι πατριώτης, έτσι δεν είναι;!). Ωστόσο ο Φλόριαν έχει ήδη αποτραβήξει το ζωτικό ενδιαφέρον του από τις δουλειές του Μπόση, απορροφημένος από το ενδεχόμενο της καταστροφής του κόσμου, αλλά και τη μυστηριώδη εξαφάνιση του κ. Κόλερ (τώρα πια δεν τον ενδιέφερε καθόλου σε ποιες εφόδους θα έπρεπε να πάρει μέρος, δεν τον ενδιέφερε καθόλου γιατί ήταν τόσο εξημμένος ο Μπόσης). Τέλος, να σημειώσουμε ότι ο (Εβραίος) κ. Ρίνγκερ υποπτεύεται τον … «ανεγκέφαλο παλαιοναζί», τον ίδιο τον Μπόση για τα γκράφιτι (θα μπορούσε να ορκιστεί ότι πίσω από το όλο πράγμα κρυβόταν ένας καθαριστής γκράφιτι, ήταν πασίγνωστος ναζζί εκεί στα μέρη τους, φυσικά δεν είχε καμιά απόδειξη γι’ αυτό). Πράγματι, μέσα από την αφήγηση του Κρασναχορκάι, του «παντογνώστη συγγραφέα» δεν προκύπτει σε καμιά περίπτωση αυτό.
     Υπάρχουν λύκοι (ή Homo homini lupus?)
     Ένα άλλο μοτίβο γύρω από το οποίο περιστρέφεται η αφήγηση και δίνεται αφορμή για πολλά επεισόδια, ενώ εντείνεται η ατμόσφαιρα φόβου και συναγερμού στους κατοίκους της Κάνα, είναι η εμφάνιση λύκων στην περιοχή. Η πρώτη αιφνίδια εμφάνιση/επίθεση ήταν στο ζεύγος Ρίνγκερ καθώς έκαναν πικνίκ, και ο επιτιθέμενος λύκος τούς τραυμάτισε αρκετά σοβαρά. Αυτό που περιπλέκει τα πράγματα είναι ότι αυτός που τους έσωσε τη ζωή ήταν «αυτός ο σιχαμένος ο Μπόσης», δημιουργώντας αντιφατικά συναισθήματα στον Ρίνγκερ που απεχθάνεται τον Μπόση, ενώ ο Φλόριαν γίνεται ακόμα πιο περήφανος για το αφεντικό του (στο μεταξύ η λάμψη του ηρωισμού του Μπόση όλο και μεγάλωνε/ μόνο ο Μπόσης δεν ένιωθε καμιά ικανοποίηση, γινόταν μάλλον ευερέθιστος όταν μάθαινε για την αυξανόμενη φήμη του/ πήγα εκεί για τον λύκο, όχι για τους Ρίνγκερ, τους Ρίνγκερ τους έχω χεσμένους, δεν συνηθίζω να σώζω Εβραίους).
    Το μοτίβο του λύκου επανέρχεται τακτικά στην αφήγηση από κει και πέρα, άλλωστε η τελευταία εικόνα του βιβλίου με τον ετοιμοθάνατο Φλόριαν ανάμεσα στους δυο τυφλούς λύκους είναι καθηλωτική. Ο λύκος είναι το σύμβολο που χρησιμοποιούν οι γκραφιτάδες («λυκοκέφαλο»), είναι το σύμβολο του ζωώδους τρόμου που καταλαμβάνει την κοινωνία της Κάνα και αλλοτριώνει τις συνήθειες και τις συμπεριφορές των κατοίκων. Οι λύκοι εμφανίζονται σε κοπάδια («ρούντελ»), ο δε Μπόσης υποψιάζεται τους πάντες, για την ακρίβεια στρέφει το εθνικιστικό μίσος στους πάντες (έβριζαν το Βραδεμβούργο, τη Βαυαρία, τους Πολωνούς και τους Τσέχους, έβριζαν την αστυνομία, έβριζαν την ομοσπονδιακή κυβέρνηση, αλλά περισσότερο το NABU[3]/και οι Εβραίοι φυσικά, δήλωσε ο ήρωας στο Μπουργκ/εδώ πέρα υπάρχει μια συνωμοσία, εδώ πέρα δεν είναι ότι έχουμε έναν μουντζουρομ@λ@κ@ με κουκούλα, εδώ έχουμε το ξεκίνημα μιας επίθεσης). Τέλος, όταν διαδόθηκε η φήμη -ψευδώς- ότι επανεμφανίστηκαν οι λύκοι, και μάλιστα ολόκληρη αγέλη, ο Μπόσης φορτώνει και βρίσκεται εκτός εαυτού, βέβαιος ότι θα αμολούσαν λύκους για να τους εκφοβίσουν, για να πνίξουν μέσα στο χάος οτιδήποτε σημαίνει Θουριγγία, οτιδήποτε Γερμανία, οτιδήποτε πολιτισμό.
     Ο πανικός δεν επισκέπτεται μόνο τον Μπόση αλλά εισχωρεί ύπουλα στα σπίτια όπου η ιμπρεσιονιστική γραφή του Κρασναχαρκάι μας δίνει σκηνές απείρου κάλλους (μέχρι και τον Μαρξ θυμήθηκε ο ρεβιρφόστερ λέγοντας «κι επειδή απορρίψαμε ολόκληρο τον Μαρξ, θα το μετανιώσουμε» (!!)).
     Ένιωσε ότι επιτέλους είχε έρθει η ώρα να ζήσουν μια ιστορική στιγμή
                                                                                                             (Μπόσης)
     Για τον Μπόση δεν έχει σημασία αν υπήρξε ή δεν υπήρξε στα αλήθεια αγέλη λύκων. Για κείνον ο συναγερμός είχε χτυπήσει, όπως και για όλη τη διμοιρία που οργανώνεται όχι μόνο με όπλα (το μάζεμα είχε ως αποτέλεσμα να συγκεντρώσουν τόσα πυρομαχικά που θα μπορούσαν να εξαφανίσουν από προσώπου γης την Κάνα ολόκληρη) αλλά και με την απόφαση να συγκατοικήσουν (σπαρταριστές οι λεπτομέρειες ασυνεννοησίας και ανοργανωσιάς). Οι δύο εκρήξεις που ακολούθησαν το επόμενο διάστημα επιβεβαιώνουν τη θεωρία του ότι «θα τις προκάλεσε η ίδια αντεθνική ομάδα, εκείνοι που θέλουν να καταστρέψουν τη Θουριγγία», ενώ η κοινωνία πολώνεται, ο φόβος αυξάνει τα μίση (π.χ. το μίσος του Ρίνγκερ απέναντι στον Μπόση, παρόλο που ο τελευταίος του έσωσε τη ζωή…). Όλοι όσοι αγαπούν τον Φλόριαν τον συμβουλεύουν να απομακρυνθεί από τον Μπόση, συμπεριλαμβανομένου και του Κόλερ, ο οποίος όσο μυστηριωδώς εξαφανίστηκε, τόσο μυστηριωδώς επανεμφανίστηκε, προς μεγάλη χαρά του Φλόριαν.
     Από την πραγματικότητα είναι εύκολο να παραιτηθεί κανείς,
     από τον φόβο όμως είναι πολύ δύσκολο

     Το επεισόδιο όμως που πυροδότησε το ντόμινο φονικών που ακολούθησε, ήταν ο βιασμός της όμορφης Ναντίρ από τον Γιούργκεν, μέλος της ναζιστικής διμοιρίας (που με τον άνδρα της Ροζάριο είχε το πρατήριο ΑΡΑΛ) και η αντίδραση του Ροζάριο ο οποίος επιτέθηκε στον βιαστή, με μια… συσκευή πυρόσβεσης, καταφέροντάς του ένα μοιραίο χτύπημα. Η έκρηξη που ακολούθησε στο πρατήριο ΑΡΑΛ έχει θύματα το ειρηνικό ζευγάρι, κι από κει και πέρα παρακολουθούμε με κομμένη την ανάσα την διάλυση μιας κοινότητας συνεκτικής, καθώς και τις σκέψεις και τις απίθανες αντιδράσεις φόβου κάθε μέλους της κοινότητας μέχρι που ο φακός πέφτει στον ψιλοαδιάφορο Φλόριαν.
     Γιατί ο ευγενής, αργόστροφος, εκκεντρικός, υπάκουος Φλόριαν, το παιδί «για όλες τις δουλειές» που εξυπηρετεί όλους αγόγγυστα, είναι αυτός που αποκαλύπτει, σχεδόν άθελά του, την απάντηση στα τρομερά εγκλήματα, μέσα στο κινητό που του χάρισε -εντέλει- ο Μπόσης. Κι αυτό που του αποκαλύφθηκε, σταδιακά και με «βήματα» που δεν μπορούσε να τα «χαράξει στο κουτό του το κεφάλι» που βούιζε προσπαθώντας να βρει απαντήσεις, ήταν τόσο αναπάντεχο και αποτρόπαιο που τον μεταμόρφωσε σ’ ένα επιθετικό άγριο ζώο, ένα αρπακτικό αγρίμι όχι μόνο στην εξωτερική εμφάνιση αλλά και «μέσα του είχε πάψει πια να είναι αυτός που γνώριζαν οι κάτοικοι της Κάνα», που χωρίς σκέψη και λογισμό, παρά μόνο για την επιβίωση, συστράτευσε όλες του τις δυνάμεις για να «αποδώσει δικαιοσύνη» με τον πανάρχαιο μοναδικό τρόπο του ζωικού βασιλείου.
     Είμαστε ακόμη στα δύο τρίτα του βιβλίου αλλά δεν είναι σκόπιμο φυσικά να αποκαλύψω την πλοκή περαιτέρω, μόνο θα σταθώ στις ζωικές λειτουργίες όπως διαμορφώθηκαν στον Φλόριαν τη στιγμή της οδυνηρής αποκάλυψης:
     Οι μύες του τον πονούσαν τόσο πολύ που ένιωσε ότι σε λίγο θα ξεσκίζονταν τα πάντα μέσα του, διότι οι μύες του δεν μπορούσαν να αντέξουν όσα είχε δει, ο εγκέφαλός του δεν λειτουργούσε, αλλά οι μύες του τα κατάλαβαν όλα, ο εγκέφαλός του δεν μπήκε μπροστά να λειτουργήσει, απλά αποσυνδέθηκε, αλλά με τους μυς του συνέβη ακριβώς το αντίθετο, αυτοί τινάχτηκαν, ύστερα σφίχτηκαν, και μετά σφίγγονταν τόσο δυνατά, ώστε ήταν αυτονόητο ότι θα του ξέσκιζαν το σώμα, ενώ ο εγκέφαλος βρισκόταν ακόμα σε λειτουργία αφωνίας, δηλαδή απόλυτη παράλυση επάνω, απόλυτη παράνοια κάτω, η πιο οδυνηρή ένταση που θα μπορούσε να φανταστεί κανείς.
Χριστίνα Παπαγγελή
[1] https://www.documentonews.gr/article/germania-ano-kato-i-proti-synedriasi-tis-nea-voylis-stin-thoyriggia-me-to-akrodexio-afd/
[2] Δεν πρόκειται για το σπίτι του Μπαχ αλλά «κέντρο διατήρησης της κληρονομιάς» του, ένα είδος μουσείου
[3] Η NABU (The Nature And Biodiversity Conservation Union) ιδρύθηκε το 1899 και είναι η παλαιότερη και μεγαλύτερη περιβαλλοντική ένωση της Γερμανίας

Παρασκευή, Οκτωβρίου 04, 2024

Ατίμωση, J.M. Coetzee

Θέλεις να κάνεις μια πράξη
που φανερώνει ταπεινότητα μπροστά στην ιστορία
     Ένα ακόμα βιβλίο του νομπελίστα νοτιοαφρικάνου συγγραφέα, που αναδεικνύει τις κοινωνικές ανισότητες και την ιδιαίτερη εξέλιξη της χώρας αυτής, όπου ακόμα και μετά τη λήξη του απαρτχάιντ (1949- 1991), συνεχίζονται οι συνέπειες της απίστευτης ρατσιστικής βίας που έχει διαποτίσει την κοινωνία. Ο συγγραφέας με μέθοδο και μαεστρία ενσταλάζει στους βασικούς του ήρωες την παραδοχή ότι το κοινωνικό σύνολο στην πληγωμένη χώρα του νοσεί -επομένως και οι ίδιοι δυσκολεύονται να χτίσουν μια ζωή υγιή και ισορροπημένη…
     Αυτή είναι ουσιαστικά η πιο βαθιά αίσθηση που αφήνει το βιβλίο, αλλά δεν προβάλλεται σε πρώτο επίπεδο, απλώς μένει σαν γεύση όταν ο αναγνώστης διαβάσει πια όλο το μυθιστόρημα και δοκιμάσει διάφορα συναισθήματα. Γιατί ο κεντρικός ήρωας, ο -λευκός- Ντέηβιντ Λούρι, πενήντα δύο χρονών διαζευγμένος (με μια κόρη) και πετυχημένος επίκουρος καθηγητής Επικοινωνίας στην Πολυτεχνική Σχολή του Κέιπ Τάουν, είναι ένας μάλλον συμβατικός τύπος, που στις πρώτες σελίδες εμφανίζεται χωρίς διαφορές από τον πρωταγωνιστή ενός οποιουδήποτε campus novel σε οποιοδήποτε Πανεπιστήμιο της Ευρώπης. Η μόνη ίσως υπενθύμιση ότι πρόκειται για το ιδιαίτερο μετα-απαρτχάιντ καθεστώς, είναι ότι άλλοτε δίδασκε Σύγχρονες Γλώσσες, αλλά επειδή οι Κλασικές Σπουδές και οι Σύγχρονες Γλώσσες καταργήθηκαν στο πλαίσιο ενός εκτεταμένου κύματος ορθολογισμού άλλαξε το αντικείμενό του. Ως ειδικό μάθημα επέλεξε να διδάσκει Ρομαντικούς Ποιητές, ενώ παράλληλα έχει τη φιλοδοξία να γράψει ένα έργο (θεατρικό; μουσικό;) για τον Μπάιρον, και για την ακρίβεια για τις παράνομες ερωτικές περιπέτειες του ρομαντικού ποιητή.
     Ένας τύπος λοιπόν μάλλον συνηθισμένος, μέτριος και μετριοπαθής αλλά με παρελθόν γυναικά, με όχι πολύ σπουδαία επικοινωνία με τους φοιτητές/τριές του, και που τώρα πια στην δεκαετία των πενήντα του ικανοποιεί τακτικά τις σεξουαλικές του ανάγκες με τη νεαρή πόρνη Σοράγια, σε μια ευχάριστη ρουτίνα (οι ανάγκες του αποδεικνύονται αρκετά απλές τελικά, απλές και εφήμερες, σαν τις ανάγκες μιας πεταλούδας). Όταν αυτή η ρουτίνα σπάει για λόγους πέρα από τη θέλησή του, εξακοντίζει τα σεξουαλικά βέλη του σε μια φοιτήτριά του, νόστιμη, μικρή, μελαχρινούλα και επαρκώς παθητική ώστε να μην του αντισταθεί (είναι λίγο τσιμπημένος μαζί της. Δεν είναι ασυνήθιστο. Δεν περνάει τρίμηνο που να μην ερωτευτεί την τάδε ή την δείνα φοιτήτριά του). Είναι όμορφη και τον μαγεύει, αλλά είναι φανερό ότι εκείνη κολακεύεται, χωρίς να έχει άλλα έντονα συναισθήματα. Ο Ντέηβιντ χρησιμοποιεί τις γνώσεις του, την εξουσία του, τα λόγια και τις κολακείες για να την εκμαυλίσει ( π.χ. -Η ομορφιά μιας γυναίκας δεν ανήκει αποκλειστικά στην ίδια. Είναι κομμάτι του δώρου που προσφέρει στον κόσμο. Έχει χρέος να τη μοιράζεται -Και αν τη μοιράζομαι ήδη; -Τότε να τη μοιράζεσαι πιο γενναιόδωρα).
     Δεν χρειάζεται να διαβάσει κανείς περισσότερα για να αντιπαθήσει τον ήρωα, που φέρεται σαν πέφτουλας-σεξιστής-κομπλεξικός, και, όπως θα φανεί και παρακάτω, θεωρητικοποιεί την παραβίαση της θέλησης της μπερδεμένης κοπέλας που δυσκολεύεται -λόγω θέσης; λόγω ηλικίας;- να αντιδράσει (αν και είναι παθητική από την αρχή ως το τέλος, εκείνος απολαμβάνει την πράξη). Αλλά κι από τις επόμενες εκβιασμένες συναντήσεις όπου ο Ντέηβιντ φτάνει ως και στη βία για να «αποκαλύψει τα στρογγυλά, τέλεια μικρά στήθη της», ο κύριος καθηγητής φαίνεται να είναι απορροφημένος από τις ιδεαλιστικές προσεγγίσεις της ομορφιάς που του δίνει ο ρομαντισμός (π.χ. «τέτοιες στιγμές δεν έρχονται αν τα μάτια μας δεν είναι στραμμένα κατά το ήμισυ στα μεγάλα αρχέτυπα της φαντασίας μας που φέρουμε μέσα μας», και από τις θεωρίες του τύπου ότι «και οι πορνόγεροι, οι άστεγοι οι πλάνητες είναι “παιδιά του θεού” και δεν μπορεί κανείς να τους κατηγορήσει που δεν θέλουν να εγκαταλείψουν τη θέση τους στο θεσπέσιο συμπόσιο των αισθήσεων ή ότι «η λαγνεία είναι σεβαστή, η λαγνεία και το συναίσθημα». Τόσο πωρωμένος είναι  που δεν σκέφτεται στιγμή τον ψυχισμό, τον κόσμο και τη θέληση της νεαρής κοπέλας, δεν σκέφτεται ότι η κατάχρηση της εξουσίας του είναι ένα είδος εξευγενισμένου βιασμού.
     Αυτή η αίσθηση που έχει από την αρχή ο αναγνώστης, ότι δηλαδή η κοπέλα δεν ανταποκρίνεται στο ελάχιστο αλλά το λιγότερο βρίσκεται σε κατάσταση σύγχυσης, κορυφώνεται όταν η κοπέλα αιφνιδιάζεται τόσο από μια απρόσμενη ερωτική επίθεση, που παραδίδεται αμαχητί, σαν «κουνέλι που του δαγκώνει τον λαιμό αλεπού» (δεν είναι βιασμός, όχι ακριβώς, αλλά κάτι ανεπιθύμητο, απολύτως ανεπιθύμητο). Η περιπλεγμένη θέση στην οποία βρίσκεται η Μέλανι φαίνεται από την αντιφατική της συμπεριφορά στη συνέχεια· δεν αργεί να έρθει σαν κεραμίδα στον καθηγητή η επίσκεψη του θυμωμένου ερωτικού συντρόφου της ο οποίος του ζητά τον λόγο, ενώ η καταγγελία για σεξουαλική κακοποίηση και για βιασμό, που ακολουθεί, χωρίζει τη ζωή του ήρωα στα δυο.
     Η εικόνα που δίνει ο Ντέηβιντ ως χαρακτήρας γίνεται ακόμα πιο σκοτεινή, καθώς δεν φαίνεται να αντιλαμβάνεται τη βαρύτητα του παραπτώματός του· όχι μόνο δεν μετανιώνει και δεν κάνει τίποτα για να ελαφρύνει τη θέση του: δηλώνει μεν «ένοχος» στο συμβούλιο των καθηγητών, αλλά υπερασπίζεται το «δικαίωμα στην επιθυμία», το δικαίωμα να ακολουθεί το ένστικτό του, νιώθει «Υπηρέτης του Έρωτα», ενώ, σύμφωνα και με την υπεύθυνη από το Τμήμα των Κοινωνικών Επιστημών, δεν κάνει καμιά αναφορά στον πόνο που προκάλεσε, καμία αναφορά στη μακρά ιστορία εκμετάλλευσης στην οποία συγκαταλέγεται και αυτή η περίπτωση. Αυτή του η αμείλικτη στάση αποδεικνύεται μοιραία γιατί τον οδηγεί σε αναγκαστική παραίτηση από την επαγγελματική του θέση, και από κει και πέρα, ενώ δεν φαίνεται να αναδιπλώνεται από τις απόψεις αυτές περί ενστίκτου και επιθυμίας, η ζωή του παίρνει μια πολύ διαφορετική τροπή.
     Μεταστροφή
 Το μυαλό του έχει γίνει καταφύγιο για παλιές ιδέες, στείρες, λειψές,
που δεν έχουν πού αλλού να πάνε.
Θα έπρεπε να τις αποδιώξει, να κάνει εκκαθάριση.
     Εδώ λοιπόν, σταματά το -ας πούμε- «campus novel» κι ο συγγραφέας μάς οδηγεί στην καρδιά μιας παθολογίας που έχει τις ρίζες της στην Ιστορία και στις πληγές της Νοτιοαφρικανικής Ένωσης. Το μυθιστόρημα ξετυλίγει την ψυχογραφία του -ηττημένου;- ανθρώπου ο οποίος απεκδύεται, σταδιακά και παρά τη συνειδητή του θέληση, όλους τους ρόλους, απογυμνώνεται από κάθε τίτλο (συζύγου, εραστή, καθηγητή, στη συνέχεια πατέρα και προστάτη) και μπαίνει σε μια κατάσταση μαθητείας: μαθαίνει να αποδέχεται την πραγματικότητα της χώρας στην οποία διάλεξε να ζει, και όπου για χρόνια τις ανθρώπινες σχέσεις τις όριζε το μίσος.
     Καταλύτης σ’ αυτήν την αργή κι επίπονη μεταστροφή είναι η Λούσυ, η κόρη του, στην οποία καταφεύγει μετά αμέσως την αποπομπή του (σημειωτέον ότι η πρώην γυναίκα του και μητέρα της Λούσυ ζει πια στην Ολλανδία). Η Λούσυ μένει σ’ ένα μικρό αγρόκτημα στο Ανατολικό Ακρωτήριο (με καλλιέργειες, ζώα, γεώτρηση, στάβλους, σκυλιά κλπ) και είναι -σχεδόν- αφομοιωμένη με τους ντόπιους. Είναι μια γυναίκα πληθωρική και άξεστη, δεν θυμίζει σε τίποτα την αστική της καταγωγή, αντίθετα είναι βέρα αγρότισσα πια, με τη βρωμιά και την ατημελησιά της κοινωνικής τάξης που επέλεξε (περίεργο που εκείνη και η μητέρα της, άνθρωποι της πόλης, διανοούμενοι, έφεραν στη ζωή αυτό το δείγμα του παρελθόντος, τούτη τη νεαρή, γεροδεμένη άποικο. Αλλά ίσως δεν την γέννησαν αυτοί· ίσως η ιστορία έχει παίξει μεγαλύτερο ρόλο). Έχει ως βοηθό και προσφάτως συν-ιδιοκτήτη τον -ντόπιο- Πέτρους, που συστήνεται ως «ο κηπουρός και ο άνθρωπος των σκυλιών», και κάθε Σάββατο πουλάνε μαζί τα προϊόντα τους σε πάγκο στο παζάρι. Η Λούσυ, εν κατακλείδι, δεν εκπροσωπεί με κανέναν τρόπο το πρότυπο της θηλυκής, κομψής γατούλας που φαίνεται να προσελκύει ερωτικά τον Ντέηβιντ. Άλλωστε, δεν κρύβει ότι είναι λεσβία. Όμως, είναι και κόρη του.
     Η Λούσυ τον υποδέχεται φυσιολογικά και ευγενικά, χωρίς μεγάλο ενθουσιασμό, αλλά όταν συνειδητοποιεί ότι ο πατέρας της έχει παραιτηθεί και δεν τον δεσμεύει τίποτα πια με την προηγούμενη ζωή του, του προσφέρει «καταφύγιο» για όσον καιρό θέλει στον άγνωστο, για κείνον, κόσμο της. Εκείνος, με τη σειρά του, βλέπει από μιαν απόσταση τις επιλογές της κόρης του, σνομπάρει π.χ. το «Καταφύγιο ζώων» όπου η Λούσυ βοηθάει την διευθύντριά του, την Μπεβ Σο, (είναι αξιοθαύμαστο αυτό που κάνετε αλλά για μένα οι φιλόζωοι είναι κάπως σαν ένα είδος χριστιανών. Είναι όλοι τόσο χαρωποί και καλοπροαίρετοι, που μετά από λίγο σου έρχεται να βιάσεις), και ασκεί σε όλα -αδύναμη- κριτική. Θεωρεί αυτόν τον μοναχικό τρόπο ζωής μέσα στη μαύρη ερημιά, επικίνδυνο για μια κοπέλα μόνη, και του ξυπνάει το ένστικτο της πατρικής προστασίας.
     Ωστόσο, απρόθυμα στην αρχή, στη συνέχεια πιο συνειδητά, εγκαθίσταται για αρκετό χρονικό διάστημα στο αγρόκτημα, βοηθά τον Πέτρους (να βοηθώ τον Πέτρους. Μου αρέσει αυτό. Μου αρέσει η ειρωνική χροιά του πράγματος), προσπαθεί να καταλάβει την Λούσυ παρά τις σεξουαλικές της επιλογές (γίνεται η δεύτερη σωτηρία του, η νύφη της αναγεννημένης νιότης του) και επισκέπτεται και την Φιλοζωική οργάνωση της Μπεβ, μιας γυναίκας που αρχικά αντιπαθεί γιατί είναι απ’ αυτές που δεν κάνουν τίποτα για να φανούν ελκυστικές. Η σχέση της Μπεβ με τα ζώα, κατά βάση σκυλιά, είναι πολύ ιδιαίτερη, σωματική και εν-συναισθηματική· άλλωστε η αποστολή της είναι όχι απλώς να τα φιλοξενεί, αλλά να τα οδηγεί στον θάνατο, όταν δεν υπάρχει η επιλογή της ζωής.
     Disgrace (= ατίμωση)
     Η σταδιακή «απογύμνωση» του κεντρικού ήρωα, τα διάφορα σκαλοπάτια της «ατίμωσης» και της ταπείνωσης που τον εκμηδενίζουν όλο και περισσότερο, τον αποσυνδέουν από την αλαζονεία που χαρακτήριζε τη λευκή φυλή απέναντι στον ντόπιο πληθυσμό, και αποτελούν και την εξιλέωσή του. Ένα είδος «συλλογικής ενοχής» ξυπνάει μέσα του, που αναστέλλει την οργή για όσα συμβαίνουν. Ένας σκληρός πυρήνας μέσα του φυσικά αντιστέκεται, προσπαθεί να «παραμείνει ο εαυτός του», όμως εξαρχής έχει την υποψία ότι ό, τι κάνει η Λούσυ (οι σκύλοι, η κηπουρική, τα βιβλία αστρολογίας, η σεξουαλική της επιλογή) είναι σαν να προσπαθεί να επανορθώσει για τα κρίματα του παρελθόντος. Η σύγκρουση μέσα του, ανάμεσα στον αστικό ασφαλή τρόπο ζωής και τον αγροτικό που περιστοιχίζεται από ντόπιους, σιγά σιγά εξασθενεί μπρος στην ανάγκη να εξιλεωθεί. Ακόμα και η Λούσι αντιλαμβάνεται πως ο πατέρας της είναι ένα είδος «αποδιοπομπαίου τράγου», που τον έδιωξαν οι συνάδελφοι για να νιώθουν ασφαλείς.
     Ένα συμβάν όμως, βαρυσήμαντο και τραυματικό, μια πολύ σκληρή δοκιμασία, είναι αυτό που θα βυθίσει τον Ντέηβιντ ακόμα πιο βαθιά μέσα σ’ αυτό το πηγάδι της ατίμωσης: τρεις άγνωστοι ντόπιοι, μεταξύ τους κι ένα νεαρό αγόρι, μπαίνουν με δόλο στο σπίτι και κλέβουν, σκοτώνουν τα σκυλιά, βιάζουν τη Λούσι και τραυματίζουν τον Ντέηβιντ (είναι ανήμπορος, ένας στόχος, μια καρικατούρα, ένας ιεραπόστολος με ράσο και καπέλο που περιμένει με τα χέρια ενωμένα και τα μάτια στραμμένα στον ουρανό, όσο οι άγριοι τα λένε στη δική του γλώσσα και ετοιμάζονται να τον ρίξουν στο καζάνι που βράζει). Είναι «πράγματα που συμβαίνουν κάθε ώρα, κάθε λεπτό, σε κάθε γωνιά της χώρας», και πρέπει να είναι κι ευχαριστημένοι που επέζησαν…
     Οι συνέπειες είναι απρόβλεπτες, για τον Ντέηβιντ αλλά και για τον αναγνώστη. Η βία και η εκδικητικότητα εκ μέρους των ντόπιων απέναντι στου λευκούς εν γένει, και μάλιστα σε μια γυναίκα λεσβία που τολμά να θέλει να αφομοιωθεί με του ντόπιους αγρότες εξηγούν σε πρώτο επίπεδο την τυφλή βία (μιλούσε η ιστορία μέσω εκείνων. Μια ιστορία γεμάτη αδικίες). Το μέρος είναι επικίνδυνο, πρέπει να φύγουν, αποφαίνεται ο Ντέηβιντ, που υποφέρει που δεν μπόρεσε να βοηθήσει την κόρη του (το μυστικό της Λούσυ· η ατίμωσή του) όσο υποψιαζόταν κλειδωμένος στην τουαλέτα ότι εκείνη έπεφτε θύμα της αβάσταχτης φρίκης (ο βιασμός, ο θεός του χάους, του συνονθυλεύματος, ο βεβηλωτής της ιδιωτικότητας. Ο βιασμός μιας λεσβίας είναι χειρότερος από τον βιασμό μιας παρθένας· το πλήγμα είναι μεγαλύτερο). Ακόμα όμως πιο παράξενη είναι η κατοπινή σιωπή της, η αποστασιοποίησή της από τον πατέρα, και η άρνηση να καταγγείλει στην αστυνομία τον βιασμό. Απλώς, αποξενωμένη, ψυχρή και σιωπηλή, μαζεύει τις δυνάμεις της για να επιστρέψει στο αγρόκτημα και «να συνεχίσει όπως πριν».
     Ο συγγραφέας είναι μάστορας στο να μεταφέρει τα έντονα συγκρουσιακά συναισθήματα του ήρωα, μπροστά σ’αυτήν την «εξοργιστική» στάση της Λούσυ, να παραχωρήσει δηλαδή εντέλει στους βιαστές της το δικαίωμα να σκάνε στα γέλια σε βάρος της, να νιώθουν νικητές. Πρέπει να τονίσουμε ότι μία από τις αρετές του συγγραφέα είναι ότι δεν υπογραμμίζει τα συναισθήματα αυτά, δεν προβαίνει ως παντογνώστης αφηγητής (τριτοπρόσωπη είναι η αφήγηση) σε αναλύσεις κι επεξηγήσεις, αλλά οι μύχιες ψυχικές καταστάσεις συνεπάγονται από τη δράση και τους διαλόγους.
     Το αίσθημα λοιπόν της «disgrace» επιστρέφει τώρα με διαφορετική μορφή: νιώθει εξουθενωμένος, γερασμένος, ότι το ενδιαφέρον του για τον κόσμο αποστραγγίζεται από μέσα του σταγόνα τη σταγόνα. Νιώθει ντροπή, και η ατίμωση έχει κυριολεκτικότερο νόημα από ποτέ (αυτό πέτυχαν οι επισκέπτες τους, αυτό έκαναν σ’ εκείνη τη γεμάτη αυτοπεποίθηση σύγχρονη νέα γυναίκα/λένε ότι την έβαλαν στη θέση της, ότι της έδειξαν τον προορισμό των γυναικών).
     Ακόμα πιο περίπλοκη γίνεται η κατάσταση για τον Ντέηβιντ όταν καταλαβαίνει ότι η Λούσυ έμεινε έγκυος, και ότι δεν προτίθεται να διακόψει την εγκυμοσύνη (αυτό που μου συνέβη είναι εντελώς προσωπικό. Σε μια άλλη εποχή, σε ένα άλλο μέρος, θα μπορούσε να το θεωρήσει κανείς δημόσιο θέμα. Αλλά σε αυτό το μέρος, αυτή τη στιγμή, δεν είναι). Δεν μπορεί να καταλάβει την κόρη του, που από τη μια φοβάται, από την άλλη δεν αντιδρά, δεν καταγγέλλει, δεν φεύγει . Παράλληλα, έχουν εντοπιστεί οι βιαστές, ενώ το αγόρι που ήταν μαζί τους («για να μαθαίνει») αποκαλύπτεται ότι τριγυρνάει στα περίχωρα, και είναι συγγενής του Πέτρους.
     Ένα πρόσωπο-κλειδί είναι ο Πέτρους, που όχι μόνο από υπηρέτης έχει γίνει αφέντης (στην πραγματικότητα ο Πέτρους κάνει όλες τις δουλειές/όπως τον παλιό καιρό: baas en klaas, αφέντης και υπηρέτης. Με τη διαφορά ότι δεν θεωρεί αυτονόητο να δίνει διαταγές στον Πέτρους). Όχι, παρόλο που ο Πέτρους παίρνει μισθό, είναι περισσότερο γείτονας παρά υποτακτικός. Η στάση του Πέτρους απέναντι στην βία που υπέστησαν πατέρας και κόρη κάνει έξαλλο τον Ντέηβιντ: είναι νηφάλιος και ήρεμος, και μεθοδικά δουλεύει στο κτήμα έχοντας τον Ντέηβιντ για βοηθό, με απώτερο σκοπό να γίνει κι ο ίδιος ιδιοκτήτης. Ό δε μέγιστον, προστατεύει τον νεαρό βιαστή (προσπαθώ να διατηρήσω την ειρήνη).
     Η λύση που διαφαίνεται στον ορίζοντα καταρρακώνει ακόμα περισσότερο τον ήρωά μας: ο Πέτρους, που έχει ήδη δυο γυναίκες και παιδιά, προσφέρεται να παρέχει προστασία και στην Λούσυ με το παιδί της, και μόνο μ’ έναν τρόπο μπορεί να συμβεί αυτό: να την παντρευτεί (εδώ είναι επικίνδυνο, πολύ επικίνδυνο. Οι γυναίκες πρέπει να παντρεύονται), μια πρόταση που δεν απορρίπτει η Λούσυ (ο Πέτρους μπορεί να μην είναι σημαντικό πρόσωπο, αλλά είναι πολύ σημαντικός για κάποια τόσο ανίσχυρη όσο εγώ. Τουλάχιστον τον Πέτρους τον ξέρω). Ίσως είναι το «τίμημα», όπως λέει η ίδια, για να μπορέσει να μείνει στον τόπο που αγαπά (θεωρούν ότι τους οφείλω κάτι. Θεωρούν ότι εκείνοι εισπράττουν ένα χρέος, ότι είναι φοροεισπράκτορες). Ίσως είναι η πράξη ταπείνωσης μπροστά στην Ιστορία. Ωστόσο, η Λούσυ δηλώνει απερίφραστα ότι νιώθει σαν νεκρή, αλλά αν εγκαταλείψει τώρα το κτήμα, «θα φύγει ηττημένη και θα γεύεται την ήττα όλη της τη ζωή».
     Ηττημένος νιώθει κι ο Ντέηβιντ, ταπεινωμένος σε όλα τα επίπεδα… Η προσπάθειά του να επιστρέψει στο Κέιπ Τάουν ενδυνάμωσαν ακόμα περισσότερο αυτό το αίσθημα ξενότητας. Το σπίτι του είχε υποστεί επιδρομή και λεηλασία, δεν είχε απομείνει τίποτα. Το ίδιο και στο πρώην γραφείο του στο Πανεπιστήμιο, η κατάσταση είναι αποκαρδιωτική. Συγκλονιστική είναι η σκηνή όπου ο Ντέηβιντ επισκέπτεται τον πατέρα της Μέλανι, αρχικά με αφοπλιστική ειλικρίνεια κι εξομολογητική διάθεση (ζω σ’ ένα καθεστώς ατίμωσης από το οποίο δεν θα είναι εύκολο να βγω και να σταθώ στα πόδια μου), και ζητά με τον δικό του, προσωπικό τρόπο, συγνώμη. Μια σκηνή που αιφνιδιάζει τον αναγνώστη, γιατί δεν υπήρχε σ’ όλο το βιβλίο κανένα σημάδι ότι επεξεργάστηκε τη θέση της Μέλανι και των δικών της με ενσυναίσθηση.
     Κι όμως, φαίνεται ότι έχει πλήρη συνείδηση ότι η ατίμωση αυτή, δηλαδή η απογύμνωση από κάθε είδος κύρους, είναι συνέπεια της αρχικής αλαζονείας -της αλαζονείας του αρσενικού που νιώθει επιθυμία και πρέπει να την ικανοποιήσει. Επιστρέφοντας στο κτήμα της Λούσυ, είναι μεταλλαγμένος, μπαίνει στην «υπηρεσία» της Μπεβ αποκτώντας μια ιδιαίτερη σχέση με τα σκυλιά που οδηγούνται στην ευθανασία, και είναι αποφασισμένος για ένα νέο ξεκίνημα:
     Ίσως αυτό πρέπει να μάθω να αποδέχομαι. Να ξεκινώ απ’ το μηδέν. Χωρίς τίποτα. Χωρίς όπλα, χωρίς περιουσία, χωρίς δικαιώματα, χωρίς αξιοπρέπεια.
     «Σαν σκύλος».
     «Ναι, σαν σκύλος»
Χριστίνα Παπαγγελή