Εγκλεισμός και εξορία, είναι οι βασικοί άξονες. Εξορία κυριολεκτική/εξωτερική, αλλά κυρίως εξορία εσωτερική.
Ο Ουρουγουανός ποιητής, δημοσιογράφος, ακτιβιστής και συγγραφέας Μπενεντέτι μάς συμπυκνώνει την πικρή ιστορία της χώρας του, αλλά βασικά της Λατινικής Αμερικής, μέσα από την βιωματική εμπειρία πέντε κεντρικών προσώπων. Η διαφορετική οπτική διευκολύνεται από τη δομή που επέλεξε: μικρά κεφάλαια όπου κάθε κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στον καθένα από τους ήρωες, με εναλλαγή, και με ύφος που προσιδιάζει στον καθένα. Ο αναγνώστης συνειδητοποιεί ότι στα εννέα κεφάλαια με διαφορετική γραμματοσειρά που ονομάζονται «Εξορίες», μιλάει πρωτοπρόσωπα ο ίδιος ο συγγραφέας, καταθέτοντας μαρτυρίες που φωτίζουν το ιστορικό πλαίσιο. Αυτές οι μαρτυρίες είναι άσχετες με την «πλοκή», αλλά σχετικές με την πολιτική ατμόσφαιρα, που σίγουρα επηρεάζει τα συναισθήματα των ηρώων/ίδων, δημιουργώντας ένα δίκτυο αλληλεγγύης.
Ο Σαντιάγο, ο κύριος πρωταγωνιστής, είναι πολιτικός κρατούμενος εδώ και πέντε χρόνια περίπου. Τα κεφάλαια που τον αφορούν άμεσα (ονομάζονται «Μέσα στους τοίχους») είναι οι επιστολές που γράφει στη γυναίκα του τη Γρασιέλα μέσα από τη φυλακή. Αμέσως αντιλαμβανόμαστε ότι πρόκειται για ένα άτομο που παρά την απελπισία του εγκλεισμού, έχει «ικανότητα να προσαρμόζεται», όπως λέει κι ο ίδιος, έχει τη δύναμη να βλέπει, να παρατηρεί με θετικό τρόπο τις αλλαγές (το σώμα προσαρμόζεται πιο εύκολα από την ψυχή. Το σώμα είναι το πρώτο που συνηθίζει στα καινούρια ωράρια, στις καινούριες στάσεις του, στον καινούριο ρυθμό των αναγκών του), την παρέα των συγκρατούμενων, ζει στο παρόν ατενίζοντας με αισιόδοξη διάθεση το μέλλον, παρά τα σκληρά βασανιστήρια.
Η Γρασιέλα είναι καμιά 35αριά χρονών και με την κόρη τους Μπεατρίς είναι πολιτική εξόριστη σε μια χώρα μάλλον της Ευρώπης που δεν κατονομάζεται, όπως επίσης κι ο 67χρονος πατέρας του Σαντιάγο, συνταξιούχος δάσκαλος, ο χήρος Δον Ραφαέλ (θέλησαν να με στριμώξουν σε μια εξορία ξένη. Μάταιη προσπάθεια. Τη μετέτρεψα σε δική μου/εγώ θα έλεγα πως πρέπει κανείς να αρχίσει κάνοντας δικούς του τους δρόμους. Τις γωνίες. Τον ουρανό. Τα καφενεία. Τον ήλιο, και το πιο σημαντικό, τη σκιά).
Η Μπεατρίς είναι ένα πανέξυπνο εννιάχρονο κοριτσάκι, που μιλάει στα αντίστοιχα κεφάλαια σε α΄ ενικό, ενώ το ύφος προσιδιάζει στον τρόπο σκέψης της ηλικίας της. Ως εκ τούτου είναι διασκεδαστική η αφήγηση καθώς βλέπουμε την αγνή οπτική ενός τετραπέρατου παιδιού που προσλαμβάνει τα γεγονότα με τη γνώριμη αθωότητα και συναισθηματική καθαρότητα της προ-εφηβείας, απολαμβάνουμε την ανεμελιά και την αναζήτηση ουσίας, όπως και εξηγήσεων πάνω στα παράλογα του κόσμου των ενηλίκων. Από τις έξυπνες παρατηρήσεις της Μπεατρίς θα αναφερθώ μόνο στην συγκλονιστική ερώτηση που θέτει στον «θείο» Ρολάνδο, «Θείε, ποια είναι η δική μου πατρίδα; Η δική σου το ξέρω, είναι η Ουρουγουάη, αλλά εγώ λέω στη δική μου περίπτωση που ήρθα πολύ μικρούλα από εκεί, για πες μου λοιπόν στ’ αλήθεια, ποια είναι η δική μου πατρίδα;»
Τέλος είναι ο Ρολάνδο, φίλος του Σαντιάγο από παλιά, στην παρέα “in illo tempore” (τον καιρό εκείνο), λίγο προτού το μέλλον γίνει αμετάκλητα ανθυγιεινό. Ο καλός μα αφελής Σίλβιο, ο αιχμηρός Μανόλο, ο Σαντιάγο και ο Ρολάνδο ήταν η συντροφιά που τις πολιτικές τους ιδέες πλήρωσαν αργότερα ακριβά. Ο Ρολάνδο Ασουέρο, επαγγελματίας εργένης», που αποκαλούσε τους φίλους του «φρενοβλαβοτάγκους», είναι κι αυτός εξόριστος μετά από χρόνια φυλακής (γαμημένο πράγμα η εξορία, έτσι δεν είναι;).
Κυρίαρχο ρόλο κατά τη γνώμη μου παίζει ο Σαντιάγο, που τον βρήκα τον πιο αξιόλογο και ενδιαφέροντα σαν άνθρωπο, όχι μόνο γιατί είναι ο αριστερός αντικαθεστωτικός μαρξιστής φυλακισμένος, αυτός που υφίσταται πιο άμεσα την οδύνη της στρατιωτικής εξουσίας, αλλά γιατί όντας στην «κόψη του ξυραφιού», στην αβεβαιότητα δηλαδή ανάμεσα στη φθορά και την αφθαρσία, δοκιμάζει τα πιο κοφτερά και αντιφατικά συναισθήματα: φόβο και βαθιά θλίψη (ο φόβος είναι η χειρότερη άβυσσος/ο φόβος μήπως περιφρονήσω τον εαυτό μου μήπως προτιμήσω να πεθάνω απ’ το να μείνω χωρίς τον κόσμο/η θλίψη είναι κι αυτή τρομακτική), αγωνία, νοσταλγία για την οικογένεια και την ομαλότητα, οδυνηρές αναμνήσεις, αγάπη στη ζωή, πίστη στο μέλλον. Είναι ευφυής η επιλογή να μιλάει όχι μόνο σε α΄ενικό, αλλά σε εσωτερικό μονόλογο εφόσον εκμυστηρεύεται στη Γρασιέλα και στον Δον Ραφαέλ τον συναισθηματικό του κόσμο, τους τρόπους που επινοεί για να παραμένει όχι μόνο ζωντανός αλλά και δυνατός. Προσωπικά με εντυπωσίασε από τα πρώτα κεφάλαια η σημασία που δίνει στο παρόν, στα σχήματα π.χ. που έχουν οι κηλίδες στον τοίχο (πρέπει να καταλάβεις ότι όταν βρίσκεται κανείς εδώ, τα πάντα μπορούν να φτάσουν να έχουν ενδιαφέρον), ή τη σημασία να μοιράζεσαι με τους συγκρατούμενούς σου τις εμπειρίες σου (δεν ξέρω, όταν γελάει κανείς με αληθινή όρεξη είναι σα ν’ αλλάζουν ξαφνικά όλα μέσα του, σαν να υπάρχουν λόγοι να είναι αισιόδοξος). Θεωρεί το να μην μπορεί να κλάψει «συναισθηματική δυσκοιλιότητα», που τον προβληματίζει όχι γιατί δεν έχει φόβους, ανησυχίες, αγωνίες αλλά γιατί ξεπερνάει τις κρίσεις μέσα από την ορθολογική σκέψη (είναι και φορές όπου δεν υπάρχει ορθολογική σκέψη που να βοηθάει).
Σε μια του επιστολή ο Σαντιάγο λέει με ποιον τρόπο κατάφερε να «απελευθερωθεί από την εξουσία των αναμνήσεων»! Πολλές φορές βέβαια οι αναμνήσεις, η νοσταλγία τον συνταράζει, αλλά από ένα σημείο κι έπειτα προσπάθησε να «προγραμματίζει τη μνήμη» (δηλαδή να αποφασίζω εγώ τι να θυμηθώ/χαίρομαι εν κενώ/μετά με πιάνει κατάθλιψη). Ο αναγνώστης βυθίζεται σ’ αυτό το «ποτάμι» όπως ονομάζει ο Σαντιάγο το σύστημα να βυθίζεται στις αναμνήσεις χωρίς να τις απωθεί, που δεν είναι άλλο από μια καταβύθιση στα βάθη του εαυτού, της παιδικής ηλικίας και σε ό, τι άλλο τον διαμόρφωσε… Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που η ίδια η Γρασιέλα μιλώντας για τον Σαντιάγο λέει «Είναι στη φυλακή και γράφει λες και η ζωή έρχεται καταπάνω του. Εμένα, αντίθετα, που είμαι, ας πούμε, ελεύθερη, μου φαίνεται μερικές φορές σαν αυτό το τοπίο να απομακρύνεται, να διαλύεται, να σβήνει». Άλλωστε, κι ο ίδιος λέει ότι όταν κανείς είναι αναγκασμένος να είναι αθεράπευτα ακίνητος, είναι εντυπωσιακή η πνευματική ευκινησία που μπορεί να αποκτήσει. Μπορεί να διευρύνει το παρόν όσο θέλει ή να ριχτεί με ιλιγγιώδη ταχύτητα στο μέλλον, ή να πάει προς τα πίσω που είναι το πιο επικίνδυνο. Και είναι επικίνδυνο γιατί εκεί υπάρχει η αγάπη, η αφοσίωση, αλλά και η προδοσία. Υπάρχει διαστολή του χρόνου, γιατί εκεί που ο χρόνος ήταν λίγος και συμπυκνωμένος, υπάρχει τώρα άφθονος χρόνος για αναστοχασμό (δυνατότητα να ωριμάσεις, να αρχίσεις σιγά σιγά να μαθαίνεις τα όριά σου, τις αδυναμίες και τις δυνάμεις σου, να αρχίσεις λίγο λίγο να πλησιάζεις στην αλήθεια για τον ίδιο σου τον εαυτό κλπ κλπ). Δεν είναι λοιπόν απλώς απόλαυση αλλά και επίγνωση, να «ακούμε» τις σκέψεις του Σαντιάγο για τις λέξεις-έννοιες, όπως τη λέξη πόρτα, τη λέξη κάγκελα, τον εγκλεισμό, τη σιωπή, την κατάθλιψη ή την θλίψη (είχαμε πάντα επίγνωση ότι δεν υπήρχαν συγκεκριμένες αιτίες να νιώθουμε θλίψη, εκτός από τις εκ γενετής, αυτές που είναι εγγεγραμμένες στο γεγονός και μόνο ότι ζούμε και πεθαίνουμε).
Υπάρχει όμως κάτι ακόμα πιο συνταρακτικό, είναι η επιστολή-εξομολόγηση προς τον πατέρα του, τον δον Ραφαέλ, όπου του φανερώνει το «μεγάλο μυστικό» του (δεν μαθαίνουμε πώς αποφεύχθηκε η λογοκρισία): ενός ειδεχθούς φόνου που ο ήρωάς μας διέπραξε σε κατάσταση άμυνας, του Εμίλιο, του ξαδέρφου του με τον οποίο έπαιζαν μαζί όταν ήταν παιδιά, αργότερα όμως έγινε δήμιος από τους πιο σκληρούς, κάθαρμα κατά γενική ομολογία (εγώ το αγνοούσα αυτό και τον σκότωσα απλώς για να επιζήσω, αυτόν που είχε ονειρευτεί μαζί μου κοινά σχέδια για να δραπετεύσουμε από το σπίτι μου…).
Ο Ραφαέλ είναι χήρος, είναι βετεράνος, είναι «αρχειοφύλακας των λέξεων», αλλά έχει ένα «γενναιόδωρο» παρελθόν απ’ το οποίο αντλεί γνώση. Έχει συγκροτημένες και πολύ αξιόλογες σκέψεις για τον αγώνα, την αυτοθυσία αλλά και τη μοναξιά των αγωνιστών, και τον κανιβαλισμό των βασανιστών (έχουν οδηγήσει στη σήψη τα θεμέλια ολόκληρης κοινωνίας). Σ’ αυτόν πιστώνει ο συγγραφέας τον όρο disexilio, δηλαδή από-εξορία, για να εκφράσει την προσαρμογή της δεύτερης και τρίτης γενιάς στον ξένο τόπο (είναι πιθανό η από-εξορία να είναι εξίσου σκληρή με την εξορία/η αναγκαστική μεταφύτευση είναι σκληρή σε οποιαδήποτε ηλικία). Τίποτα, σκέφτεται, δεν θα είναι ποτέ πια ίδιο, γιατί για τα παιδιά και τους εφήβους εκείνη η σκοτεινή πατρίδα θα είναι πάντα ένα αίνιγμα (από μέσα μας, και μερικές φορές απ’ έξω μας, πέρασε μια καταιγίδα, μια θύελλα, και αυτή η τωρινή ηρεμία έχει πεσμένα δέντρα, γκρεμισμένες στέγες, ταράτσες χωρίς κεραίες, μπάζα, πολλά μπάζα).
Το βλέμμα του Ραφαέλ είναι πολύτιμο γιατί είναι αντικειμενικό. Διατηρεί μια σοφή απόσταση, διατηρεί μια φρέσκια, προοδευτική ματιά, νιώθει, όσο δύσκολο κι αν είναι αυτό, ένας ηλικιωμένος νέος. Δεν είναι τυχαίο ότι είναι εκ νέου ερωτευμένος. Δεν είναι επίσης τυχαίο ότι ακόμα και η νύφη του καταφεύγει σ’ αυτόν όταν βρίσκεται σε αδιέξοδο. Και η Γρασιέλα βρίσκεται σε αδιέξοδο, καθώς μεγαλώνει μόνη της ένα τετραπέρατο πλάσμα στην προεφηβεία, χωρίς τον άντρα της σε ξένο τόπο, και με μια βαρετή δουλειά. Παρακολουθούμε κι εκείνης τα -διαφορετικά απ’ του Σαντιάγο- αντιφατικά συναισθήματα, στοργή και ανάγκη/ες και αλλά και ενοχές, καθώς προσεγγίζει σιγά σιγά συναισθηματικά και ερωτικά τον Ρολάνδο, αυτόν τον αδιάφορο και αποστασιοποιημένο, αθεράπευτο γυναικά.
Είναι ομολογουμένως μεγάλη η μαεστρία του συγγραφέα στο πώς χτίζει τις σχέσεις, πώς εξελίσσονται και ωριμάζουν οι ήρωες, και παίρνουν νέες αποφάσεις, καθώς μετά το δημοψήφισμα του Νοεμβρίου του 1980, ο Σαντιάγο αφήνεται ελεύθερος! Όλα πράγματι θα είναι διαφορετικά για τους ήρωές μας και παρακολουθούμε με απίστευτο ενδιαφέρον τις διαφορετικές σκέψεις του καθένα για τη νέα κατάσταση. Το βιβλίο ωστόσο ολοκληρώνεται προτού ο Σαντιάγο συναντήσει τους δικούς του στο αεροδρόμιο και ο συγγραφέας, που αγαπά τις μεταιχμιακές καταστάσεις, μας δίνει υπέροχες σελίδες στο τέλος του βιβλίου, με τις θραυσματικές σκέψεις του ελεύθερου πια Σαντιάγο μέσα στο αεροπλάνο (ωστόσο, «Έξω απ’ τους τοίχους»), καθώς πλησιάζει στον νέο του τόπο εξορίας:
--η άνοιξη είναι σαν ένας καθρέφτης αλλά ο δικός μου έχει τη μία γωνία σπασμένη/ήταν αναπόφευκτο δεν θα μπορούσε να μείνει άθικτος μετά απ’ αυτήν την τόσο γεμάτη πενταετία
--πρέπει να γυρίσω αλλά σε ποια χώρα σε ποια ουρουγουάη, θα έχει κι αυτή μια σπασμένη γωνία και παρ’ όλ’ αυτά θα αντανακλά περισσότερες πραγματικότητες απ’ ό, τι όταν ο καθρέφτης ήταν ανέπαφος…\