Δευτέρα, Ιουνίου 05, 2023

Το χιόνι των Αγράφων, Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης

     Έξι συγκλονιστικές αφηγήσεις-διηγήματα, με κοινό παρονομαστή την τραγωδία που η Ιστορία ονόμασε «Πορεία αόπλων της Ρούμελης» -άγνωστη στους περισσότερους και φυσικά ανύπαρκτη στην επίσημη ιστορία· έξι περιεκτικές ιστορίες επινόησε ο συγγραφέας όπου συνυφαίνεται η φρίκη με το όνειρο και την διάψευση, αγγίζοντας με τόλμη ένα από τα συλλογικά τραύματα της Νεότερης Ελλάδας· μια σκοτεινή σελίδα του εμφύλιου, που είχε ως συνέπειες πολλή οδύνη και ανατροπή των ελπίδων για έναν καλύτερο κόσμο. Το βιβλίο, δηλαδή, πατάει με το ένα ποδάρι σε πραγματικά γεγονότα και πρόσωπα (διασταυρωμένα και τεκμηριωμένα ιστορικά) και με το άλλο σε συναισθηματικές, ανθρώπινες καταστάσεις που ξεπερνούν μεν κάθε φαντασία (αλλά ως γνωστόν, η πραγματικότητα υπερβαίνει την φαντασία), θεμελιώνονται ωστόσο στις απίστευτες συνθήκες όπου βρέθηκαν οι ήρωες, τον παγωμένο εκείνο χειμώνα του 1948.
     Αντιγράφοντας από το ιστορικό site https://www.greekhistoryrepository.gr/archive/item/9973 βλέπουμε συνοπτικά τα ιστορικά γεγονότα πάνω στα οποία ο συγγραφέας έχτισε τις διαφορετικές, ψυχικές μαρτυρίες των ηρώων του, πείθοντάς μας ότι ακόμα κι αν κάποια πρόσωπα είναι καθαρά μυθιστορηματικά, οι δοκιμασίες και τα συναισθήματα είναι αληθινά, όσο θα μπορούσε κανείς να τα προσεγγίσει από διαφορετική ιστορική στιγμή:
     «H πορεία αόπλων της Ρούμελης πραγματοποιήθηκε από τον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας (ΔΣΕ) τον Φεβρουάριο του 1948 με κύριο σκοπό τη μετάβαση στις περιοχές του Γράμμου, που έλεγχε ο ΔΣΕ, 1.300 περίπου νεαρών νεοσύλλεκτων μελών του για να εξοπλιστούν, να εκπαιδευτούν και να στελεχώσουν τις μάχιμες μονάδες του ΔΣΕ. Οι νεοσύλλεκτοι προέρχονταν κυρίως από επιστράτευση που έχει πραγματοποιηθεί τον Δεκέμβρη του 1947 και τον Γενάρη του 1948. Για την πραγματοποίηση της πορείας, οι άοπλοι μαχητές μαζί με ένοπλα συνοδευτικά τμήματα του ΔΣΕ συγκρότησαν μια ταξιαρχία, που έμεινε γνωστή ως «Ταξιαρχία αόπλων Ρούμελης» και η οποία είχε ως επικεφαλής τον υποστράτηγο του ΔΣΕ Γιώργη Γούσια.
     Η φάλαγγα ξεκίνησε στα μέσα Φεβρουαρίου του 1948 και ακολούθησε διαφορετική διαδρομή από αυτή που είχαν ακολουθήσει αντίστοιχες φάλαγγες με μαχητές του ΔΣΕ. Η φάλαγγα ακολούθησε πορεία μέσω του βουνού Όθρυς, του θεσσαλικού κάμπου, της λίμνης Κάρλα, των βουνών Κίσσαβος, Όλυμπος και Πιέρια για να καταλήξει στον Γράμμο μέσω Χασίων στις 25 Μάρτη του 1948. Από το ξεκίνημα της πορείας η φάλαγγα είχε γίνει αντιληπτή από τις κυβερνητικές δυνάμεις που σε όλη τη διάρκεια της πορείας προσπάθησαν να τη διαλύσουν, έχοντας σύμμαχο τις πολύ άσχημες καιρικές συνθήκες που δυσκόλευαν την πορεία της ταξιαρχίας του ΔΣΕ. Μετά από μεγάλο αριθμό μαχών, χωρίς τρόφιμα και με τεράστιες απώλειες σε έμψυχο και άψυχο υλικό, η φάλαγγα έφτασε στον Γράμμο έχοντας όμως απολέσει (νεκροί, τραυματίες, αιχμάλωτοι και λιποτάκτες) τα τρία τέταρτα των μελών της
».
     Μέσα σ’ αυτό λοιπόν το πλαίσιο, πάνω στον πάλλευκο καμβά της δύσβατης χειμωνιάτικης οροσειράς των Αγράφων, εκτυλίσσονται οι έξι τραγωδίες στις οποίες ο συγγραφέας μάς κάνει κοινωνούς, με πολλές σιωπηρές προεκτάσεις για τις 1300 άγνωστες ή λησμονημένες ατομικές τραγωδίες των ατόμων που συμμετείχαν σ’ αυτήν την παράλογη πορεία, που μόνο με την αυτοκτονική πορεία του 8ου τάγματος της Β΄ Ταξιαρχίας στην Ράκα (Απρίλης του 1943) που περιγράφει ο Τσίρκας στις Ακυβέρνητες Πολιτείες μπορεί να συγκριθεί, ή, όπως επισημαίνει κι ο ίδιος ο συγγραφέας προς το τέλος του βιβλίου, «τούτος ο άθλος μόνο με την επική πορεία του Μάο θα μπορούσε να παρομοιαστεί»[1].
     Αρχικά επιστρατεύουν υποχρεωτικά γυναίκες και άντρες από τα γύρω χωριά από 14 μέχρι 52 χρονών (σε οικογένεια με τρία παιδιά παίρνουν το ένα, σε οικογένεια με τέσσερα τα δύο. «Και αν δεν θέλουν;» ρώτησε κάποιος. «Δεν έχει, σύντροφε, δεν θέλουν»)· υποχρεωτικά γιατί οι Σούρληδες αλωνίζουν κάτω, ρημάζουν σπίτια, χαλάνε κορίτσια, σκοτώνουν κόσμο. Η εκπαίδευση φαίνεται παιχνίδι, η ελπίδα για μια «άλλη ζωή» δίνει κουράγιο (η Ελεύθερη Ελλάδα κάπου στην Ελλάδα ήταν ελεύθερη, γιατί εκεί δεν υπήρχαν χωροφύλακες, μοναρχοφασίστες, πλούσιοι κεφαλαιοκράτες, πονηροί παπάδες και κακοί πατεράδες, σκέφτεται η Σωτηρία, που διέφυγε από τον δυνάστη κακοποιητικό πατέρα της με το να καταταγεί στην ταξιαρχία).
     Στις 18 Φεβρουαρίου του 1948, η Ταξιαρχία Αόπλων είναι παραταγμένη στην πλατεία της Βράχας και ξεκινάει με συνθήματα, τραγούδια και χορούς (σαν ακορντεόν, ένας σπασμός κίνησης μεταδίδεται από την κεφαλή ίσαμε την ουρά της φάλαγγας). Πρόκειται για τον «νεανικό ανθό των Αγράφων και της Ρούμελης», παραταγμένοι σε τρία τάγματα που σύντομα θα χάσουν τον συντονισμό τους, θα δέχονται επιθέσεις από τον Κυβερνητικό στρατό και τους Μάυδες, ενώ η ένοπλη συνοδεία δεν επαρκεί. Η διαταγή του αρχηγού είναι: «Σύνταξη δυνάμεων, σίτιση και ολιγόωρη ανάπαυση τη μέρα. Κανείς δεν μένει πίσω. Τα τμήματα δεν αποκόπτονται». Ο μεγαλύτερος εχθρός βέβαια αποδεικνύεται ο χειμώνας -οι παγωμένες λίμνες, το πυκνό χιόνι, οι καιρικές συνθήκες, η θερμοκρασία -7ο C.
     Έτσι, η αντίστοιχη περιγραφή της άφιξης της κατακερματισμένης ταξιαρχίας στο Γενικό Αρχηγείο της Ρούμελης είναι εκ διαμέτρου αντίθετη και αποκαρδιωτική: προπορευότανε ο Γούσιας, πάνω στο κανελί του άτι, δέκα μέτρα πιο πίσω ο ίδιος ως επιτελάρχης (μιλάει ο Γεώργιος Γεωργιάδης) κι ύστερα όλοι οι λοιποί κατά διμοιρίες, μπροστά οι βαθμοφόροι, πιο πίσω οι απλοί μαχητές. Με το που πέρασε ο Γούσιας ξεσπάσαν όλοι σε χειροκροτήματα και σε ζητωκραυγές, όσο όμως έρχονταν οι άλλοι, έσβηναν οι επευφημίες κι από τη μέση της πορείας πάψανε τα χειροκροτήματα και επικράτησε απόλυτη σιγή, μια παγωμένη βουβαμάρα. Από τους χίλιους πεντακόσιους περίπου επίστρατους ούτε τριακόσιοι δεν κατάφεραν να φτάσουν.
     Ιστορικά πρόσωπα που τα βλέπουμε να δρουν είναι οι Σούρληδες, φόβος και τρόμος των βουνών[2], ο Βουρλάκης- αρχηγός παρακρατικής ομάδας[3]-, οι επίσης παρακρατικοί Βελέντζας και Τσαντούλας, ο Απόστολος Πουλιόπουλος που φέρεται ως ανιψιός του θεωρητικού και πολιτικού ηγέτη της αριστερής αντιπολίτευσης του ΚΚΕ Παντελή Πουλιόπουλου, ο Βιδάλης, δημοσιογράφος του Ριζοσπάστη και θύμα των παρακρατικών και τέλος, στο τελευταίο διήγημα, οι τραγικές περιπτώσεις του ταξίαρχου του Δ.Σ. Γιαννούλη[4] και του ταξίαρχου Γεώργιου Γεωργιάδη[5] που εκτελέστηκαν από τους συντρόφους τους.
   «Πρωταγωνιστής» όμως και, ως υποστράτηγος, υπεύθυνος σ’ αυτήν την αυτοκτονική πορεία είναι ο Γεώργιος Γούσιας[6], ψευδώνυμο του Γ. Βοντίτσιος, που εμφανίζεται σχεδόν σε όλα τα διηγήματα. Ηγετικό στέλεχος και μέλος του Πολιτικού Γραφείου του ΚΚΕ, βασικός συνεργάτης του Νίκου Ζαχαριάδη κατά την περίοδο του εμφυλίου πολέμου, φέρεται να έχει ο ίδιος σχεδιάσει και αποφασίσει την απίστευτη αυτή πορεία (ταξίαρχος Γεωργιάδης: από στρατιωτική άποψη ήταν όλα λάθος. Όταν πήγαινε να συνεννοηθεί μαζί του, ο Γούσιας του’ δειχνε κάτι γραμμές στον χάρτη χαραγμένες με διαδρομές από δώ, με διαδρομές από κεί, χωρίς καμιά μέριμνα για την επιμελητεία, τους τραυματίες, τους αρρώστους, τις αντοχές των μαχητών, τις καιρικές συνθήκες και κυρίως, τις πιθανές κινήσεις του αντιπάλου). Ο Γούσιας ως μυθιστορηματικό πρόσωπο εμφανίζεται εγωιστής, καχύποπτος και άτεγκτος, πολύ σκληρός απέναντι στους λιποτάκτες, στους προδότες ή στους απείθαρχους («για λόγους παραδειγματισμού»). Πάντα πάνω στο άσπρο ή κανελί του άτι, τρώει πλούσιο πρωινό όταν όλοι πεινάνε, έχει ξεχωριστές προμήθειες για τον ίδιο, ψητό κρέας όταν δεν υπάρχει παρά μόνο νερόσουπα, κρατά πάντα πάνω του τσιγάρα, ενώ εκμεταλλεύεται τις νεαρές βοηθούς του στο κρεβάτι του. Οσφραινόταν παντού κινδύνους, διέκρινε αντεπαναστατικό δάκτυλο, χωρίς παρόλ’ αυτά να προσδιορίσει με ακρίβεια αν προερχόταν απ’ τον κύκλο των μοναρχοφασιστών ή των τροτσκιστών, που, κατά τη γνώμη του, δεν είχαν και μεγάλη διαφορά.
     Θύματα του άσβεστου μίσους που ανακυκλώνει τα εγκλήματα του εμφυλίου και των τραγικών λαθών της ηγεσίας, οι μυθιστορηματικοί ήρωες που βλέπουμε στις πέντε πρώτες ιστορίες βιώνουν την τραγική διάσταση της ιστορικής συγκυρίας, όπου, όπως είπαμε και παραπάνω, η ελπίδα δίνει τη θέση της στην απελπισία, και η πίστη στον άνθρωπο δίνει τη θέση της στην οδυνηρή διάψευση:
     -Ο 16χρονος Κυριάκος Σιάτρας που παρουσιάζεται εθελοντικά αφήνοντας μάνα και μικρότερο αδερφό στο χωριό, για να αποδώσει τιμή στον σκοτωμένο αντάρτη πατέρα του, βρίσκει τραγικό θάνατο προσπαθώντας να σώσει τον 14χρονο αδερφό του που… θεωρήθηκε προδότης (Όλα σταματημένα. Μοναχά το μυαλό του έψαχνε απάντηση στο ερώτημα: ποιος πατέρα, θα το βρει τώρα το δικό σου δίκιο;).
    -Ο τραυματισμένος Χαράλαμπος Σουρούτσης, «επικίνδυνος συμμορίτης» του οποίου το ελληνικό κράτος έκαψε το πατρικό σπίτι («τσεκούρι και φωτιά»), που αναγκάστηκε να υπογράψει δήλωση μετανοίας (απόδειξη της μεγαλοψυχίας του ελληνικού κράτους απέναντι στους ειλικρινώς μετανοήσαντες κομμουνιστές) και εγκαταστάθηκε στο μοναστήρι του Αγίου Λαυρεντίου ενώ το παρελθόν με τα κρυμμένα μυστικά του τού καίει τη μνήμη (για τον Χαραλάμπη όμως, παρελθόν, παρόν και μέλλον είχαν εξοριστεί πέρα απ’ τον μαντρότοιχο της μονής/ όλα άλλαζαν γρήγορα, βολικά και τελεσίδικα· όλα εκτός από τη δήλωση, την κομμένη αλυσιδίτσα και τη σιγή του οστεοφυλακίου, που επέμεναν στο δικό τους σιωπηλό αντάρτικο μπροστά στην ύπουλη εξουσία της λήθης, του χρόνου και των αναγκαστικών ή ηθελημένων συνθηκολογήσεων).
      -Ο Απόστολος Πουλιόπουλος, που αλλάζει το όνομά του σε Πούλιος ή Ουλιόπουλος για να μην τον συσχετίζουν με τον θείο του, θεωρητικό του τροτσκισμού[7], και που το μόνο που τον ενδιαφέρει όταν τάσσεται στη μονάδα είναι η συγχωριανή του Θεανώ, που την έχει όμως σε αποκλειστικότητα ως βοηθό και «γραμματέα» ο Γούσιας. Η τραγική μοίρα της Θεανώς είναι και το μαράζι του Απόστολου.
     -Η Σωτηρία, κακοποιημένη κατ’ επανάληψιν από τον πατέρα της (άλλες κραυγές πνίγονταν στον λαιμό της, άλλοι πόνοι πίεζαν το στήθος της, άλλοι κύκλοι μαύριζαν τα μάτια της. Μονάχα το πείσμα της ν’ αντέξει και η λύσσα της να εκδικηθεί έμεναν πάντα ίδια), παίρνει τα βουνά κι εκείνη, γιατί ο πατέρας της -κάθαρμα που ήθελε να τα’ χει καλά με όλους- προτίμησε να στείλει το κορίτσι όταν ήρθαν οι αντάρτες στο χωριό, παρά τον αδερφό της τον Σωτήρη που ήταν «καλό χέρι στις δουλειές».
     -Ο Αβράαμ Πολυχρονίδης, από τους λίγους που σώθηκαν από τις δεύτερες μαζικές εκτελέσεις που έγιναν στο Μεσόβουνο Εορδαίας (1941, 1944)[8]ο μάτι του είχε την κάπνα της καμένης ανθρακιάς. Όταν μάλιστα άρχισε να θάβει όλους μαζί τους εκτελεσμένους κάτω απ’ τα ποντιακά μοιρολόγια, και κυρίως όταν είδε τα χέρια του πατέρα του και των αδερφών του περασμένα στα μπράτσα του ανάπηρου θείου του σαν να χόρευαν όλοι μαζί τη σέρρα την ώρα που τους εκτελούσαν, κάτι έσπασε μέσα του για πάντα). Ο Αβράμης γίνεται απ’ τα πρώτα μέλη του Αρχηγείου της Ρούμελης την εποχή της «Λευκής Τρομοκρατίας»[9], και αναλαμβάνει μάγειρας. Οι υπεράνθρωπες προσπάθειες να θρέψει μέχρι και 2.500 χιλιάδες άτομα εν μέσω βομβαρδισμών και απωλειών αποβαίνουν σισύφειες.
      
     Το κορυφαίο, κατά τη γνώμη μου, διήγημα, και επιστέγασμα όλου αυτού του φρικαλέου φιάσκου, είναι η σπαραχτική και αληθινή ιστορία του ταξίαρχου Γεώργιου Γεωργιάδη στο διήγημα με τον παράδοξο τίτλο «Πιο θάνατος». Με μεγάλη και δύσκολη προσωπική εξέλιξη, ξεκινώντας από τη Σχολή Ευελπίδων, αξιωματικός στα βουνά της Αλβανίας και στη συνέχεια στον Δημοκρατικό στρατό «ό, τι δεν έπαθε στον πόλεμο απ’ τους εχθρούς του έμελλε να το πάθει απ’ τους δικούς του φίλους». Ο Γεωργιάδης κλήθηκε εσπευσμένα να βοηθήσει όταν άρχισαν οι μεγάλες δυσκολίες της Ταξιαρχίας των Αόπλων. Αναλαμβάνοντας ως επιτελάρχης του Γούσια, αντιλαμβάνεται σύντομα ότι ο άνθρωπος είναι εκτός πραγματικότητας… Η ανοιχτή διαφωνία του με τον Γούσια αργότερα (Δεκέμβριο του 1948), στην επιχείρηση της Έδεσσας, θα του στοιχίσει την ζωή. Θα θεωρηθεί υπεύθυνος, προδότης, άνθρωπος του Βαφειάδη (είχε ήδη αρχίσει αντιπαράθεση στην ανώτατη ηγεσία του ΚΚΕ μεταξύ Ζαχαριάδη και Μάρκου με την αποπομπή του τελευταίου και την απομάκρυνσή του στη Μόσχα).
     Ο «πιο θάνατος» που αναλογεί στον διαφωνούντα αγωνιστή και ηρωικά πεσόντα, εκτελεσμένο από τους δικούς του ανθρώπους Γεωργιάδη (όπως έξι μήνες πριν εκτέλεσαν τον Γιαννούλη) ήταν ένας θάνατος αιφνιδιαστικός, πισώπλατος και ατιμωτικός:
      Λίγο έξω απ’ τις φυλακές τον σπρώξαν, παραπάτησε κι έπεσε κάτω με γυρισμένη την πλάτη.. κάτι πήγε να πει, αλλά δεν είχε χρόνο. Από μια ταινία φυσίγγια άδειασε ο καθένας πάνω του. Μάταια είχε διαλέξει από πριν τα τελευταία του λόγια…
Χριστίνα Παπαγγελή
 
     [1] https://www.mixanitouxronou.gr/i-thriliki-megali-poria-tou-mao-pou-dieschise-perpatontas-ti-misi-kina-apo-tous-72-chiliades-epiviosan-mono-6-chiliades-machites-to-katorthoma-pou-didaskete-stis-stratiotikes-scholes/
     [2] https://periodista.gr/i-summoria-tou-sourla/Οι Σούρληδες αφού στρατολόγησαν με απειλές και βασανιστήρια πολλούς νέους από διάφορα χωριά διάλεξαν για λημέρι τους το χωριό Μέλια καθώς διέθετε σταθμό του σιδηρόδρομου κοντά στον Πλατύκαμπο “άνευ γραφείου”. Κάθε φορά που πήγαιναν στο χωριό βίαζαν, έκλεβαν και επέτασσαν σπίτια, οχήματα και αγαθά τόσο πολύ που οι κάτοικοι όταν τους έβλεπαν έτρεχαν να κοιμηθούν στα χωράφια. Σκοπός των Άγγλων ήταν η παλιννόστηση της βασιλικής εξουσίας η οποία δεν θα έρχονταν(με το δημοψήφισμα) αν πρώτα όλη η ελληνική ύπαιθρος δεν έμπαινε κάτω από τον ζυγό. Οι Σούρληδες στην περιοχή δολοφονούσαν αδίστακτα και αδιακρίτως, βασάνισαν και δολοφόνησαν πολλά στελέχη του ΕΑΜ και του ΚΚΕ καθώς και τον δημοσιογράφο του Ριζοσπάστη, Κώστα Βιδάλη. Υπήρχαν βέβαια και περιπτώσεις όπως αυτή του Θανάση Δρίβα που “βάφτιζαν” κάποιον κομμουνιστή για προσωπικούς τους λόγους, και μετά ξεκλήριζαν την οικογένεια και το βιός του. Αυτά φυσικά υπό την σφραγίδα του Μόλγκαν, του βρετανού συνδέσμου των Σούρληδων και της κυβέρνησης-λαγωνικού των Αθηνών.
    [3] http://kokkinosfakelos.blogspot.com/2017/07/blog-post_8.html
     4] https://greekcivilwar.wordpress.com/2016/07/01/gcw-286/
     [5] https://www.greekhistoryrepository.gr/archive/item/10812?dv=1
     [6] https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%93%CE%B9%CF%8E%CF%81%CE%B3%CE%BF%CF%82_%CE%93%CE%BF%CF%8D%CF%83%CE%B9%CE%B1%CF%82
    7]  https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A0%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%B5%CE%BB%CE%AE%CF%82_%CE%A0%CE%BF%CF%85%CE%BB%CE%B9%CF%8C%CF%80%CE%BF%CF%85%CE%BB%CE%BF%CF%82
     [8] Το πρώτο Ολοκαύτωμα του Μεσόβουνου έγινε στις 23 Οκτωβρίου 1941. Το χωριό πυρπολήθηκε και εκτελέστηκαν 142 άτομα (σύμφωνα με τις γερμανικές πηγές), ενώ οι κάτοικοι ανεβάζουν τον αριθμό σε 165. Το δεύτερο Ολοκαύτωμα έγινε στις 24 Απριλίου 1944. https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A3%CF%86%CE%B1%CE%B3%CE%AD%CF%82_%CE%9C%CE%B5%CF%83%CF%8C%CE%B2%CE%BF%CF%85%CE%BD%CE%BF%CF%85_%CE%9A%CE%BF%CE%B6%CE%AC%CE%BD%CE%B7%CF%82
     [9] Στην Ελλάδα, ο όρος Λευκή Τρομοκρατία αναφέρεται στις διώξεις και τη βία που ξέσπασε εις βάρος των φιλικά προσκείμενων στο ΕΑΜ και το ΚΚΕ Ελλήνων αμέσως μετά την υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας τον Φεβρουάριο του 1945.

Παρασκευή, Ιουνίου 02, 2023

Ο Δημήτρης Νάσκος γράφει για "Το βιβλίο της μεγάλης ανοχής" του Ιωάννη Λαδάκη

 Σήμερα το μπλογκ "Ανάγνωση" φιλοξενεί το κείμενο που έγραψε ο Δημήτρης Νάσκος για το βιβλίο της προηγούμενης ανάρτησης του Ιωάννη Λαδάκη, "Το βιβλίο της μεγάλης ανοχής" 

     «Το Βιβλίο της Μεγάλης  Ανοχής». Πρόκειται για ένα έργο που συνδυάζει διάφορα λογοτεχνικά είδη, όπως ο υπαρξισμός, η φιλοσοφία, ο συμβολισμός και ο σουρεαλισμός, δημιουργώντας ένα συνολικό ποίημα που αγγίζει την καρδιά και το μυαλό μας.
     Το εξώφυλλο αυτού του βιβλίου μας προσφέρει μια ισχυρή εικόνα: Χειροπέδες που έχουν σπάσει. Αυτή η εικόνα συμβολίζει τα δεσμά της κοινωνίας και πώς ένας άνθρωπος μπορεί να απελευθερωθεί, αναζητώντας την αυθεντική ζωή. Στο οπισθόφυλλο, ο συγγραφέας, αντικρούοντας τον σκληρό ανταγωνισμό του σύγχρονου κόσμου και την απώλεια της ταυτότητας, μας προτρέπει να σκεφτούμε μια μελλοντική επανάσταση που θα μας οδηγήσει σεμια νέα αρχή, απαλλαγμένη από την καταπίεση και την αισχροκέρδεια.
     Το βιβλίο αποτελείται από έναν πρόλογο και τέσσερα κεφάλαια με τους εξής τίτλους: «Πιστεύω», «Η ιστορία του άλλου», «Ανοχή στη σκιά ενός χειμωνιάτικου δειλινού» και «Η Μοναξιά του Ίχνους». Ο πρόλογος μάς εισάγει στο κύριο θέμα του βιβλίου, που δεν είναι άλλο από τον σκληρό ανταγωνιστικό στίβο της ζωής, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στην πολιτισμένη βία και στη διαστρέβλωση της καθαρής σκέψης. Μέσα από την πρωτοπρόσωπη αφήγηση αναδύεται η προσωπικότητα του κεντρικού χαρακτήρα – πότε ως εσωτερικός μονόλογος και πότε ως συνομιλία με τον άλλο του εαυτό.
     Στη συνέχεια, το καθένα από τα τέσσερα κεφάλαια παρουσιάζει διαφορετικές εμπειρίες και φαντασιώσεις του πρωταγωνιστή. Είναι η δική του οπτική για τα πράγματα και αισθητική. Είναι ο τρόπος που βλέπει, ερμηνεύει και αντιμετωπίζει τον κόσμο. Η δική του γωνιακή εστίαση που εντυπώνει έναν καμβά λουσμένο με υπερρεαλιστικά χρώματα και όχι μόνο. Επιπλέον, θίγονται οικουμενικά ζητήματα, όπως ο ρόλοςτης ανθρώπινης ύπαρξης και της αγάπης, όπως το αίσθημα της απώλειας και της αναζήτησης της αλήθειας. «"Η αγάπη μου για τη ζωή είναι ένα παραμυθάκι που κάποτε θα το διαβάζουν μικρά παιδιά και θα χαζογελάνε με την ελαφρότητα του", μουρμούρισε στο αυτί της αγαπημένης του, ενώ οι σάρκες τους πάλλονταν μέσα στον πυρετό της ερωτικής πράξης. Οι αναστεναγμοί της μοιρολόι μαζί και χαρμόσυνο τραγούδι, πολύ γνώριμη και οικεία μελωδία».
     Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί συχνά ποιητική γλώσσα και μεταφορές, για να μας ταξιδέψει σε έναν ονειρικό κόσμο γεμάτο συμβολισμούς και εικόνες. Η αφήγηση κυλάει με κελαριστό ρυθμό και μουσικότητα ακροβατώντας ανάμεσα στην επαναστατική διάθεση και τη μελαγχολία της ματαιότητας. «Τι κάνει αυτός μακριά από τον όχλο; Γιατί δεν είναι μαζί τους να αγωνιστεί, να ελπίσει, να πληγωθεί και να οργιστεί, να ξεσηκωθεί και να καταπαύσει με δυο σαθρές κουβέντες την αντάρα της ψυχής του;»
     «Το βιβλίο της Μεγάλης Ανοχής» είναι μια πνευματική αναζήτηση και μια πρόκληση να σκεφτούμε βαθύτερα το ποιοι είμαστε και τη θέση μας στον κόσμο. Με τον τρόπο που ο συγγραφέας περιγράφει την ισχύ και τους περιορισμούς των δεσμών της κοινωνίας, μας εμπνέει να αναζητήσουμε την αυθεντική μας φωνή και να αντιμετωπίσουμε τους φόβους και τις ανασφάλειές μας. «Αλήθεια, μπορεί κάποιος ο οποίος έχει το χάρισμα της σκέψης, σε μικρό ή μεγάλο βαθμό, να μη μελαγχολεί;» Ερώτημα του ήρωα που παραπέμπει στο ρητό: Όποιος προσθέτει γνώση, προσθέτει πόνο. Έκφραση που ενυπάρχει στον Εκκλησιαστή – ένα από τα σημαντικά κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης. 
     «Το Βιβλίο της Μεγάλης Ανοχής» προσφέρει μια πολυσύνθετη εξερεύνηση της καθημερινής ζωής και του ουσιαστικού νοήματος της. Διαπλέκονται έννοιες όπως ο χαμένος ρομαντισμός και η οργή απέναντι στον καταναλωτισμό και την κυρίαρχη τεχνολογία. Ο κεντρικός χαρακτήρας, που πιθανότατα είναι ο ίδιος ο συγγραφέας, στοχάζεται, προβληματίζεται και μέσω της ποιητικής γλώσσας, επιχειρεί να μας ανοίξει νέες θύρες αντίληψής. Ο ήρωας περιφέρεται στους δρόμους της πολιτείας και παρατηρεί. Συχνά, η ανοχή του εξαντλείται βιώνοντας γύρω του το αίσθημα της απόγνωσης, της αδικίας και της υποκρισίας. «Η χώρα βυθίζεται. Πανικός έχει σκορπίσει στους δρόμους υπό τη μορφή άναρχων διαδηλώσεων, οργισμένων νέων που πάντα αναζητούν αντικείμενο προς διεκδίκηση. Στη βουλή ο πρωθυπουργός βγάζει λόγο ενωτικό, λόγο εθνικής ομόνοιας, συνεννόησης και συνεργασίας προς το καλύτερο για τη βιωσιμότητα της χώρας στον σύγχρονο κόσμο».
     Στο έργο καυτηριάζεται και το επίπλαστο φαίνεσθαι, πάνω στο οποίο είναι δομημένη η σημερινή κοινωνία. Όλοι ξέρουμε ότι διανύουμε την εποχή της εικόνας και της εντύπωσης, γεγονός που συνάδει με τον ενδυματολογικό κώδικα και την καλαισθησία του σώματος. Αν θέλεις να ξεχωρίζεις, τότε μάλλον πρέπει να είσαι μυώδης και να εκφράζεσαι με στείρο τρόπο. «Δούλευε εδώ και λίγο καιρό σε ένα μπαράκι, στην πόρτα. Το γυμναστήριο τον βοήθησε να χτίσει σώμα και να γίνει αρκετά πιο αποδεκτός στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Κάθε βράδυ φορούσε το επιβλητικό του ύφος, άλλαζε το σώβρακο για παν ενδεχόμενο, παίνευε για κανένα μισάωρο το πουλί του και έφευγε για τη δουλειά».
     Ο συγγραφέας, ορισμένες φορές, χρησιμοποιεί και ιδιόλεκτο, προφανώς για να δηλώσει την απαρέσκεια του απέναντι στη βεβήλωση των λέξεων. «Πού είσαι ρε μαν; Είσαι πολύ κουλ τελευταία, σε παρακολουθώ στο ιντερνέτ!» Τέτοιες εκφράσεις, βγαλμένες από την καθημερινότητα, στηλιτεύουν τη φτωχοποίηση του λεξιλογίου μας.
     Ακόμη, δεν λείπουν και τα ίχνη ειρωνείας που εντέχνως διασκορπίζονται μέσα στο κείμενο. «Το κουδούνι έγραφε: Προς τα γραφεία της αγαπητής και κοινωνικά ευσυνείδητης επιχείρησης μας, η οποία πάντα φροντίζει να μας παρέχει με όλα τα απαραίτητα αγαθά για την εργασία και την επιβίωση μας. Για να εισέλθετε πατήστε το κουμπί ελαφρά και με σεβασμό. Ευχαριστούμε». Εδώ ο συγγραφέας αλλάζει διάθεση και με χιούμορ αντιμετωπίζει τη σημερινή κατάσταση ως προς το ζήτημα της εύρεσης εργασίας, μιας εργασίας που φυσικά προσφέρει τον ελάχιστο μισθό, περικόπτει επιδόματα και επιβάλλει σκληρό ωράριο. Η δουλειά παραπέμπει περισσότερο σε δουλεία και κάτεργο. Το σαρκαστικό ύφος συνεχίζεται: «Παρακαλούμε, αγαπητέ μου. Θα πρέπει να γνωρίζετε ότι θα εργάζεστε καθημερινά και τα Σάββατα χωρίς σταθερό ωράριο έναντι ενός μισθού της τάξης του κατώτατου δυνατού που προβλέπει η αντίστοιχη νομοθετική διάταξη της χώρας μας, στην οποία υπάγεται ασφαλώς και η επιχείρηση μας», αναφέρει στον ήρωα ο προϊστάμενος της εταιρίας εννοώντας περίπου πεντακόσια ευρώ. Να σημειωθεί, επίσης, πως ο ήρωας δεν έχει δικό του σπίτι, αλλά νοικιάζει με συγκάτοικο ένα μικρό διαμέρισμα, γεγονός που επιβαρύνει την ποιότητα της ζωής του.
     Γενικά, «Το Βιβλίο της Μεγάλης Ανοχής» αντλεί έμπνευση από τους περιορισμούς των κοινωνικών δεσμών και προτρέπει τον αναγνώστη να εξερευνήσει την αυθεντική του φωνή και να αντιμετωπίσει τους φόβους και τις ανασφάλειές του. Μαςπροκαλεί να αναρωτηθούμε για την επιβίωση μας και να εξετάσουμε βαθύτερα τις επιλογές μας.
     Ο συγγραφέας περνάει μηνύματα αλληλεγγύης, αναπτύσσει ιδέες που σχετίζονται με την ισότητα των φύλων, εκφράζει τη συμπόνια του σε άστεγους και ζητιάνους. Λέει σχετικά με τα φύλα: «Όλοι είμαστε άνθρωποι, όλοι κρίκοι της ίδιας αλυσίδας. Ό,τι φύλα κι αν περιλαμβάνει το ζευγάρι, η ευτυχία που διακρίνει τη μετουσίωση της επαφής σε ένωση αποτελεί το μοναδικό ειδικό προαπαιτούμενο. Ίσως όχι για την κοινωνία, αλλά για το άτομο».
     Από το έργο δεν απουσιάζει η μουσική και η λογοτεχνία. Υπάρχουν αναφορές στηΛίμνη των Κύκνων του Τσαϊκόφσκι, αλλά και στο τραγούδι του Μίκη Θεοδωράκη, Την πόρτα ανοίγω το βράδυ, του οποίου οι στίχοι ανήκουν στον σημαντικό ποιητή Τάσο Λειβαδίτη. Δεν περνάει απαρατήρητη και η αναφορά στο εμβληματικό παραμύθι του Εξυπερύ Ο μικρός πρίγκιπας. Ο συγγραφέας, μέσω διακειμενικότητας, μας προτρέπει να γίνουμε πάλι παιδιά και να αντιμετωπίσουμε τη ζωή με αγνότητα και αθωότητα.
     «Το Βιβλίο της Μεγάλης Ανοχής» είναι μια πολυδιάστατη εμπειρία, γεμάτη συναισθήματα, προκλήσεις και εναλλαγές. Κάποια στιγμή, όλοι στη ζωή μας θα αντιμετωπίσουμε δύσκολες καταστάσεις και θα πάρουμε κρίσιμες αποφάσεις που θα διαμορφώσουν την πορεία μας. Δοκιμαζόμαστε διαρκώς βαδίζοντας κόντρα σε ισχυρούς ανέμους. Ποιές είναι οι αξίες μας; Ποιά η ηθική μας; Ποιες οι προτεραιότητες μας; Άραγε, είμαστε έτοιμοι να προβούμε σε μια συθέμελη προσωπική αναθεώρηση, και να αλλάξουμε σαν άνθρωποι προς το καλύτερο;Άραγε, μέσα στα πιο μεγάλα σκοτάδια μας μπορούμε να βρούμε τη δύναμη να συνεχίσουμε, να εξερευνήσουμε και να αναπτύξουμε τον εαυτό μας;
      Η ανθρώπινη ανοχή παίζει καθοριστικό ρόλο σε αυτήν την πορεία. Μέσα από την ανοχή, μπορούμε να αποδεχθούμε τις διαφορές και να συνυπάρξουμε με άλλους ανθρώπους παρά τις αντιξοότητες. Η ανοχή μάς δίνει τη δυνατότητα να εμπλουτίσουμε τις σχέσεις μας, να ανακαλύψουμε νέες ιδέες και να ανοίξουμε τον δρόμο για τη συνεργασία και την αμοιβαία κατανόηση. Όταν καλλιεργούμε την έννοια της ανοχής, τότε δίνουμε την ευκαιρία στον εαυτό μας να αναπτυχθεί και να εξελιχθεί. Κάνοντας αυτοκριτική, μπορούμε να αναγνωρίσουμε τα λάθη μας, να δεχτούμε τις αδυναμίες μας και να συνεχίσουμε το μαγικό ταξίδι μας.
     Τι γίνεται όμως με την άλλη ανοχή; Εκείνη που σχετίζεται με την καταπίεση, την εξουσία και την εκμετάλλευση; Ο ήρωας της ιστορίας, συνειδητοποιώντας όσα συμβαίνουν γύρω του, σταδιακά ωθείται στο χείλος της αγανάκτησης. Σκέφτεται να επαναστατήσει, αλλά δεν γνωρίζει με ποιον τρόπο. Νιώθει ένα μικρό και ασήμαντο τίποτα μπροστά στη θηριώδη και αδηφάγα κοινωνία. Παλεύει να μην χάσει τον πυρήνα της ουσίας του, την αυτοπεποίθηση και τελικά την ευτυχία του. Κολυμπάει στην κυβερνοθάλασσα των ψευδών ειδήσεων και της προπαγάνδας. Περιφέρεται στους λαβυρίνθους της πόλης βιώνοντας μια ισότητα που του προκαλεί απέχθεια. Όλοι ίδιοι, όμοια σκέψη και όμοιο συναίσθημα, ίδια βούληση και ίδια αποχαύνωση. Εκείνος ευαγγελίζεται μια άλλη ισότητα, πιο διαφορετική.
     Συνοψίζοντας, η ζωή είναι ένα ταξίδι αυτογνωσίας, ανάπτυξης και ανοχής. Αντιμετωπίζοντας τις προκλήσεις και τα εμπόδια που μας παρουσιάζονται με ανοιχτή καρδιά και μυαλό, μπορούμε να επιτύχουμε θαυμαστά αποτελέσματα. Η ανοχή, αν ιδωθεί μέσα από το πρίσμα του εαυτού μας προς τους άλλους, ανοίγει έναν δρόμο εσωτερικής δύναμης και δημιουργίας, όμως η ανοχή μιας άδικης κοινωνίας είναι κάτι εντελώς διαφορετικό. Σε αυτήν την περίπτωση πρέπει άμεσα να δοθεί μια λύση. Αυτή τη λύση φαίνεται να αναζητάει και ο πρωταγωνιστής της ιστορίας μας χαμένος μέσα σε μια πολύπλοκη πραγματικότητα.
     Όλοι τρέχουν αναίτια και διακατέχονται από ένα μόνιμο άγχος να προλάβουν το τίποτα. Ο ήρωας αισθάνεται ότι συγκρούεται με ολόκληρη την κοινωνία. Τι θεωρείται καλό και τι κακό; Ποια είναι η ηθικότητα της φύσης; Πρέπει να ακολουθούμε το μονοπάτι της καρδιάς μας; Είναι μερικά ερωτήματα που τον ταλανίζουν. Το πλήθος θυμίζει μυρμήγκια που εργάζονται παθητικά και αδιαμαρτύρητα. Πώς μπορεί να υπάρξει αλλαγή στο σύστημα; Με ποιον τρόπο; Όλες οι ζωές παρακολουθούνται πια, όπως συμβαίνει στο λογοτεχνικό σύμπαν του Όργουελ. Το τώρα, το σήμερα, το παρόν μεταφράζονται στο νου του ήρωα ως ενοχή. Νιώθει ενοχές που είναι αδύναμος να αλλάξει κάτι στον κόσμο.
     Στην τελευταία πράξη του βιβλίου, ο συγγραφέας τοποθετεί τον κεντρικό χαρακτήρα του μπροστά από έναν καθρέπτη να κοιτάζει το είδωλο του. Πίσω από το είδωλο του υπάρχει το φάσμα ολόκληρης της κοινωνίας, μιας κοινωνίας που καίγεται και αιμορραγεί. Αυτοκίνητα εκρήγνυνται, φωτιές πέφτουν από τον ματωμένο ουρανό και μια αστραπή σκίζει στα δύο το τσιμέντο. Η πόλη έγινε η κόλαση των πολλών και ο παράδεισος των λίγων. Οι άνθρωποι βυθίζονται στην ανυπαρξία τους. Κανείς δεν μπορεί να ορίσει και να καταλάβει τίποτα, αφού δεν υπάρχει ως κάτι. Ένα ανελεύθερο συναίσθημα διέπει τον κάθε άνθρωπο. Το βιβλίο κλείνει με τα εξής λόγια: «Θέλω να αναπνεύσω, μα λείπω χρόνια στην πλήξη. Ξυπνήστε το πάθος!»
Δημήτριος Π. Νάσκος
Μάιος 2023

Πέμπτη, Ιουνίου 01, 2023

Το βιβλίο της μεγάλης ανοχής, Ιωάννης Λαδάκης

Διάγω τη ζωή του Άλλου…
Εποχή της μεγάλης ανοχής, θύματα εκτοπισμένα στον αφρό,
πληγωμένα από του λόγου τις βολές,
ψεύτικες και ψευδείς,
εγώ κι εσύ γεννούμε του κόσμου τα νέα θύματα…
Νέοι πληγωμένοι… αντισταθείτε!
Εποχή της μεγάλης ενοχής… η πίκρα του παρόντος
     Ένας νεαρός άνθρωπος προχωρά βιαστικά μέσα στην πόλη, προσπαθώντας να αποφύγει την βιασύνη των άλλων ανθρώπων που περνούν σκοτεινοί κι απροσπέλαστοι, σχεδόν πανομοιότυποι «μέσα στην απροσδιοριστία της μορφής τους», όπως λέει ο συγγραφέας στις πρώτες σελίδες. Ένας άνθρωπος εγκλωβισμένος, αλλά σκεπτόμενος, που ανοίγει συχνά διάλογο με τον εαυτό του σαν να μιλά σε καθρέφτη.
     Είναι δύσκολο να προσδιορίσει κανείς το είδος αυτού του λογοτεχνικού έργου, που κινείται ανάμεσα σε αφήγηση και στοχασμό, σε εξομολόγηση με βιωματικό χαρακτήρα και καταγραφή της υπαρξιακής αγωνίας. Της αγωνίας του σύγχρονου ανθρώπου, που νιώθει παγιδευμένος σ ένα τρόπο ζωής προκαθορισμένο, αλλά θέλει να ζήσει, να ζήσει μια ζωή αυθεντική· θέλει να αναπνεύσει, να βρει την ελευθερία. Είναι ένα βιβλίο με στοιχειώδη πλοκή αλλά με πολύ συναίσθημα και στοχασμό, με ελάχιστους χαρακτήρες πέρα από τον πρωταγωνιστή, λαχανιαστό, σπονδυλωτό, με ποιητικά στοιχεία, με στοιχεία ονείρου που κάποιες φορές μετατρέπονται σε εφιάλτη, μέσα σε μια εξωπραγματική, σουρεαλιστική πραγματικότητα.
     Ο ήρωάς μας, στον οποίο ο συγγραφέας σκόπιμα θαρρώ δεν θέλησε να δώσει όνομα, είναι ένας νεαρός της εποχής μας, πτυχιούχος με προσόντα, που κινείται στο γνώριμο σκηνικό της αλλοτριωμένης, σύγχρονης μεγαλούπολης. Βλέπουμε όλη του την πορεία από την χρονική στιγμή που ψάχνει για δουλειά, ενώ στη συνέχεια προσλαμβάνεται, εργάζεται, ερωτεύεται, απολαμβάνει τη συζυγική ζωή, παίρνει προαγωγή, ωριμάζει ζητώντας τον «άλλον», αναστοχάζεται. Παρακολουθούμε την αγωνία της συνύπαρξης με τον διαφορετικό, και της λαχτάρας του ήρωα όχι μόνο να ανακαλύψει τον εαυτό του αλλά και να αλλάξει τον κόσμο -μέσα από μικροεπεισόδια χαρακτηριστικά και κομβικά, αφαιρετικά και ελλειπτικά, πάντα όμως πάνω στο μοτίβο της αποξενωμένης, χειραγωγούμενης ζωής.
     Ο συγγραφέας δεν μας δίνει ονόματα, τοπωνύμια, χρονικούς προσδιορισμούς, συγκεκριμένα στοιχεία κλπ αλλά κινείται σχηματικά, σχεδόν αλληγορικά. Είναι φανερό ότι δεν τον ενδιαφέρουν παρά οι δυναμικές που αναπτύσσονται στον σύγχρονο τρόπο ζωής, ιδιαίτερα θίγοντας τα καυτά για τους νέους ζητήματα της ανεργίας, της μοναξιάς, τηςψηφιακής απομόνωσης, της αλλοτρίωσης, της αποδοχής/ανοχής. Το πικρό χιούμορ γίνεται σαρκασμός και αυτοσαρκασμός (π.χ. η μεταβολή τον τρομάζει. Τον τρομάζει κυρίως επειδή δεν καταφέρνει να δράσει εναντίον της. Καταδικασμένος, λοιπόν, όπως όλοι οι άλλοι, όπως όλοι οι άλλοι ή : γιατί να δεχτεί κανείς να αυτομαζοποιηθεί διατηρώντας, παράλληλα, την υποκριτική ψευδαίσθηση της ατομικότητας και της αυτοκυριαρχίας του;)
     Ο αφηγηματικός χρόνος διαστέλλεται και συστέλλεται, ακολουθώντας τον συναισθηματικό, υποκειμενικό χρόνο του πρωταγωνιστή. Έτσι, οι στιγμές αγωνίας ή έντονων συγκινήσεων μπορεί να απλώνονται και να περιγράφονται σε πολλές σελίδες, ενώ άλλες χρονικές περίοδοι, ομοιομορφίας και ρουτίνας, συμπυκνώνονται σε μικρές παραγράφους. Παράλληλα, ποιητικά μέρη που είναι όλο και πιο συχνά όσο προχωράμε στο δεύτερο και στο τρίτο μέρος του βιβλίου, σηματοδοτούν τις εσωτερικές έγνοιες, τις αμφιβολίες για την ζωή που χάραξε ο πρωταγωνιστής, για τον ρόλο του μέσα στον κόσμο κι ανάμεσα στους ανθρώπους. Είναι πιο ώριμος ο ήρωας, είναι πια ένα γρανάζι στον μηχανισμό της παραγωγής, και είναι η εποχή του καναπέ, της τηλεόρασης, του κινητού, του διαδικτύου.
     Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο λοιπόν, ακολουθούμε τα βήματά του και τις σκέψεις του, τα διλήμματα και τα συναισθήματά του, κι ας μην είναι ο ίδιος ο αφηγητής, (η εναλλαγή του γ΄ενικού με το δεύτερο ενικό δίνει ζωντάνια καθώς ο αναγνώστης παρακολουθεί συνέχεια τον εσωτερικό του κόσμο). Έχει τις κεραίες του ανοιχτές στις σύγχρονες προκλήσεις και βιώνει όλες τις αντιφάσεις της κοινωνίας μας που θέλει τους ανθρώπους υποτακτικούς και συμβιβασμένους (όλοι τους είναι πολύ εχθρικοί, απομονωμένοι και συνάμα συνασπισμένοι σε έναν αγώνα υπέρ του φαίνεσθαι και της ομοιογένειας του φέρεσθαι, όπως αρμόζει σε μια φαινομενική πραγματικότητα). Νιώθει δυνατός και αδύναμος μαζί, νιώθει ότι «δεν ζει ανάμεσα στους άλλους» αλλά σ’ ένα «παράλληλο σύμπαν», ενώ η θέση του μέσα στον κόσμο, μέσα στους άλλους, τού δημιουργεί αντιφατικά συναισθήματα (είναι όλοι τους ανόητοι, άλλοι ηθικόβλακες, άλλοι τεχνοκράτες της λογικής και της σκέψης, άλλοι απλοί ζητιάνοι ενός ονείρου). Κι όμως γρήγορα συνειδητοποιεί ότι είμαστε μέρος μιας κοινότητας, προτρέπει τον εαυτό του να συναντήσει τους άλλους, να επιτρέψει στον Άλλον να τον κατακτήσει (η αιφνίδια είσοδος ενός προσώπου στη ζωή σου, έστω για μια στιγμή, αρκεί για να σε εμπνεύσει!).
     Στο πρώτο μέρος που έχει τίτλο «Πιστεύω», ο άνθρωπος-χωρίς-όνομα είναι άνεργος («όπως τόσοι άνθρωποι») και αναζητά εργασία (δεν θυμόταν αν είχε πρόσκληση ή αν όλη η αποστολή του ήταν απλώς ένα δημιούργημα της πλανημένης φαντασίας του μόνο για να εφησυχάσει τη συσσωρευμένη ενέργεια που πίεζε τους ιστούς και τα νεύρα του σώματός του. Ήταν καιρό τώρα άνεργος, όπως τόσοι και τόσοι άνθρωποι. Σχεδόν εξανάγκαζε τον εαυτό του να κινείται τουλάχιστον, να περπατάει ανάμεσα σε ανθρώπους, να κυνηγάει την τύχη του κάπου εκεί, δίπλα στους άλλους). Βλέπει λοιπόν τους άλλους σαν τα ανθρωπάκια του Γαΐτη, ομοιόμορφα και υποταγμένα, αλλά δεν ξεφεύγει ο ίδιος, γίνεται ένας απ’ αυτούς, ακολουθεί την μοίρα τους γιατί μια ακατανόητη Ανάγκη τον ωθεί να συστρατευθεί με τους άλλους.
     Η είσοδός του στο κτήριο και η σκηνή που κάνει αίτηση εργασίας αποκτά διάσταση καθαρά ονειρική/εφιαλτική , θα έλεγα καφκική: Περπατούσε μόνο μερικά λεπτά και του είχαν φανεί αιώνες. Τα όδια του (…) είχαν καιρό, πολύ καιρό να περπατήσουν τόσο δύσβατο μονοπάτι. Ναι, μονοπάτι, γιατί με τέτοιο έμοιαζε τώρα το κλιμακοστάσιο. Ένα απρόσμενα αγνό μονοπάτι, λες και ποτέ δεν είχε ακουμπήσει χέρι ανθρώπου πάνω του να το σπιλώσει, ίδιο με αυτά που οδηγούν στο μεγάλο στομάχι της γης μέσω διάπλατα ανοιχτών σπηλαίων. Και δεν ήταν μόνο το κλιμακοστάσιο που θύμιζε κάθοδο σε σπηλιά, μα και οι τοίχοι που θαρρείς από ακατέργαστη πέτρα είχαν κτιστεί και με γνήσιους σταλαχτίτες και σπάνια πετρώματα είχαν στολιστεί.
     Το πολυδαίδαλο κτήριο αλλάζει μορφή, το σάπιο ξύλο αντικαθίσταται από πολυτελές μάρμαρο, τα σκαλιά είναι ασύμμετρα, περνάει από σκοτεινούς διαδρόμους, ανακαλύπτει ότι διάφορα δωμάτια δεξιά και αριστερά έχουν κουφές πόρτες (τα υπόλοιπα γραφεία σε τι χρειάζονται; Ρώτησε αυθόρμητα. -Τίποτα είναι ρεκλάμα, του απάντησαν!) για να ανακαλύψει μετά ότι όλα αυτά αποτελούν την «πολιτική του φαίνεσθαι της επιχείρησης»! Η κοπέλα που τον εξυπηρετεί είναι «πάντα χαμογελαστή, σαν να της είχαν καρφώσει δύο πινέζες στις άκρες των χειλιών και δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς», ενώ όταν επιτέλους φτάνει στον υπεύθυνο (έχοντας σχεδόν ξεχάσει τον λόγο για τον οποίο βρέθηκε εκεί) ο παραλογισμός κορυφώνεται (Α, όχι, δεν νομίζω να έχει κάποιον ιδιαίτερο σκοπό η συνάντησή μας, αγαπητέ μου. Η επιχείρησή μας δεν γνωστοποιεί ποτέ τους σκοπούς της, ακόμα κι αν πρόκειται για ένα μεμονωμένο άτομο!). Τα πτυχία, τα μεταπτυχιακά, τα διδακτορικά αφήνουν αδιάφορο τον «παχουλό κύριο με το αραχνοΰφαντο μουστακάκι» στο μοναδικό γραφείο της επιχείρησης ίσως και του κτηρίου. Η ερώτηση του υπεύθυνου, ποιοι είναι οι πραγματικοί λόγοι που ο ήρωάς μας θέλει να εργαστεί, τον αφήνουν άφωνο (Γιατί, όσα του είπε δεν συγκαταλέγονταν σε πραγματικούς και μάλιστα, ισχυρότατους λόγους προς την ανεύρεση εργασίας; Νομίζει ότι δεν έχει ανάγκες, ότι τα καταφέρνει σε αυτόν τον άγριο κόσμο που μοιάζει να κυνηγά τη ζωή του; Τι νομίζει πως είναι η ζωή ενός νεαρού ανθρώπου όπως ο ίδιος; Έρωτας, γλέντι, πανηγύρι ολημερίς; Γιατί κανένας δεν βλέπει τις αγωνίες του;). Κι όταν, επιτέλους τελειώνει η συνέντευξη: 
     Λίγο έλειψε να λιποθυμήσει. Όχι από τη χαρά του, όχι από συγκίνηση, αλλά από το συνδυασμένο κράμα όλων αυτών των τελευταίων στιγμών. Κρατήθηκε στο ύψος του. Σηκώθηκε όσο πιο ήρεμα και ψύχραιμα μπορούσε, έτεινε το χέρι στον προϊστάμενο και τον χαιρέτησε φιλικά με μετριασμένη ευγνωμοσύνη. Έπειτα έστριψε την πλάτη του στο σκηνικό φρικαλέας φάρσας και προχώρησε προς την έξοδο. (…)Είχε εγκλωβιστεί.
     Ο δρόμος που του προσφέρει η εργασία διώχνει προσωρινά την ΠΛΗΞΗ, την πλήξη που του χτυπούσε επίμονα την πόρτα, και τη μοναξιά ακόμα και μέσα στο πλήθος. Ανύπαρκτη γειτονιά, ούτε ένα χαμόγελο (πραγματικά δεν υπήρχε τίποτα που να φανερώνει μια στιγμή ζωή. Τίποτα απολύτως! Άραγε ζούσε;). Βλέπει παντού ψεύτικες σχέσεις, κενά πρόσωπα, ακόμα και με τον συγκάτοικό του (ο άλλος του μιλούσε για ώρα, ενώ ο ίδιος προσπαθούσε να δείξει ενδιαφέρον, να παραστήσει ότι τον ακούει. Στην πραγματικότητα, δεν είχε ακούσει ούτε λέξη). Όταν όμως του προσέφεραν τη θέση εργασίας με τα 500 ευρώ (!), τα βήματά του έγιναν ανάλαφρα, ίσως επειδή δεν πατούσε πια στο έδαφος, απορροφημένος στο αναμάσημα του δολώματος που καλά είχε πιάσει στο στόμα του και δεν έλεγε να το αφήσει…. Γιατί, ίσως να μην μπορούσε πια…
     Το καφκικό κλίμα συνεχίζεται και στην επόμενη ενότητα, όπου βλέπουμε τον εργαζόμενο πια ήρωά μας να έχει πελαγώσει μέσα στα ασαφή του καθήκοντα (δεν ξέρεις, κακομοίρη μου, ποιος ακριβώς είναι ο ρόλος σου μέσα στην επιχείρηση! Μην ανησυχείς, ούτε κι εμείς ξέρουμε!). Ο χαμογελαστός συνάδελφος βρέθηκε… «φίλος» από το διαδίκτυο, κι αποτελεί μια όαση μέσα στο αδιέξοδο όπου σιγά σιγά παγιδεύεται. Τα όνειρα μπαίνουν στην άκρη προκειμένου να ανέβει τις βαθμίδες της ιεραρχίας και να «φτάσει ψηλά». Ένα… πράσινο χαπάκι, σύμφωνα με τον συνάδελφο –τον «καλό άνθρωπο», θα τον βοηθήσει (Δεν ήθελε, όχι δεν το ήθελε το χαπάκι. Όμως, δεν γινόταν κι αλλιώς).
Πλήττω…
Οι λέξεις είναι τόσο λίγες, τόσο ανυπόφορες…
Πλήττω…
Αλλά μια μέρα θα κερδίσω τον κόσμο
Ελεύθερος
Γιατί το χρωστάω ακριβώς στον κόσμο
Σε όλους εσάς ποτ περιμένετε τόσα από μένα
Σας ευχαριστώ και δεν θα σας απογοητεύσω!
     Έτσι, με πικρό χιούμορ, εφιαλτικά σκηνικά, ποιητικές εξάρσεις ο συγγραφέας μάς δίνει έναν ανθρώπινο τύπο, έναν ανώνυμο ήρωα. Και το ότι δεν έχει όνομα είναι σκόπιμο, γιατί είναι ΕΝΑΣ ΑΠΟ ΜΑΣ που παλεύει με τον αληθινό του εαυτό (αλλά υπάρχει αληθινός, ένας εαυτός;), τα όνειρά του, κι απ’ την άλλη την πλήξη του, την Ανάγκη να επιβιώσει και να επιπλεύσει σ΄έναν κόσμο κερδοσκοπίας. Ο άνθρωπός μας προσαρμόζεται σιγά σιγά, με τον γνωστό μιθριδατικό τρόπο.   
    Ένα διάλειμμα στην άτεγκτη αυτή πορεία είναι ο έρωτας που τον κάνει να αγαπήσει την γυναίκα που αργότερα θα παντρευτεί. Η φωνή της είχε σημασία να ακούγεται και το χαμόγελό της είχε μόνο σημασία να του γνέφει/Εκείνος είχε απέναντί του μια ύπαρξη που κατάφερνε να επαναφέρει την ελπίδα του… σε τι; Η ζωή αποκτά νόημα η φαντασία καλπάζει, το μυαλό παραδίδεται, και ένα «Σ’αγαπώ» βγαίνει αβίαστα, τα δύο σώματα γίνονται ένα και… η πλήξη έπαψε να υπάρχει. Το ίδιο και η διαδικτυακή ενασχόληση. Το παρόν του ήταν απλώς ονειρεμένο.
Ο Άλλος
Ο Άλλος ζει βυθισμένος στα άδυτα της λήθης ή του υποσυνείδητου
     Στην επόμενη ενότητα («Η ιστορία του άλλου»), ο πρωταγωνιστής μας είναι ώριμος άντρας, παντρεμένος (του γκρινιάζουν όλες οι οικείες πια φωνές των μικροαστικών απωθημένων και προτυπο-εξαρτημένων, του γκρινιάζει η ίδια γυναίκα που αγάπησε και μίσησε με διαφορά ελάχιστου χρόνου στο εύρος διάρκειας της ζωής του. Έχει πάρει προαγωγή, έχει πάρει αύξηση, έπαιζε και στο χρηματιστήριο. Νιώθει ότι η μελαγχολία ήταν μια νεανική τρέλα, για την οποία δεν υπάρχει περιθώριο πια (η ζωή δεν είναι προς συλλογισμούς, είναι προς έργα παραγωγικά, κερδοφόρα!). Ο κόσμος δεν άλλαξε, και τώρα είναι αργά, δεν τον συμφέρει άλλωστε, όπως σκέφτεται ο ίδιος.
     Το αποκορύφωμα του κοινωνικού σαρκασμού είναι ότι ο ήρωάς μας, μέσα στην οικονομική κρίση που πλήττει και την εταιρεία στην οποία δουλεύει, παίρνει προαγωγή και γίνεται… πλασιέ! (μεγάλη θέση, μην το γελάς). Το προϊόν που προωθεί είναι Το Προϊόν, το μόνο που αξίζει και το μόνο που μπορεί να διοχετευτεί στην αγορά και να φέρει κέρδος. Μια ακόμα καφκική άνοδος στον 8ο όροφο μιας πελάτισσας (περνούσε τους ορόφους κι όμως, θαρρείς δεν ήξερε να μετρά, ένιωθε ότι κάνει διαρκώς κύκλους, ναι, κύκλους, ανάμεσα σε δύο ή τρία μεμονωμένα πατώματα) με τον ήρωά μας να κρατά το πολύτιμο Προϊόν, ένα κοινωνικό αγαθό «από τα πλήρως αναγκαία πια», αποτελεί κοινωνικό σχόλιο του συγγραφέα στην καταναλωτική εποχή μας, γεμάτη από άχρηστες πολυτέλειες.
     Η αποκάλυψη του τι είναι το Προϊόν, είναι μια έκπληξη για τον αναγνώστη, που είναι εξοικειωμένος με την σχηματική πραγματικότητα του συγγραφέα. Είναι ένας… σπόρος!!! Ένας σπόρος που υπόσχεται την κατάπαυση της παθητικότητας (γι’ αυτό υπήρχε ο σπόρος, για να αναστηλώσει τον χαμένο χρόνο και χώρο).
     Η συνειδητοποίηση του εγκλωβισμού στην οθόνη, της «προτυποποίησης» του κόσμου, των κοινωνικών διαφορών είναι τώρα πια πιο οξυμένη. Το κέντρο βάρους είναι τώρα η κοινωνία· τα προβλήματα των άστεγων, των προσφύγων, των ανέργων και κάποια στιγμή και της επιδημίας είναι πιο επιτακτικά και ζητούν την άμεση συμμετοχή. Ο συγγραφέας πάλι προσεγγίζει σχηματικά τις αντίπαλες κοινωνικές ομάδες, τις πορείες, τον ηγέτη, τα διαγγέλματα, ενώ παράλληλα ο εαυτός αναρωτιέται: Τι σημασία έχει η μέρα, ο καιρός, ο διπλανός, ο άλλος. Μόνο εγώ. Μα, εγώ δεν είμαι…. ο άλλος;
     Τα ποιητικά μέρη στην επόμενη ενότητα του βιβλίου («Ανοχή στη σκιά ενός χειμωνιάτικου δειλινού») υπερτερούν, και μας οδηγούν στον υποσυνείδητο, αντικαθρεφτιζόμενο κόσμο του ήρωα, όπου η αμφιβολία και ο προβληματισμός βρίσκουν πάλι τη θέση τους. Κεντρική θέση έχει η έννοια της ανοχής, ωστόσο ο ήρωας, πιο έμπειρος πια, μπορεί να διακρίνει τους πραγματικούς ανθρώπους από τα ανθρώπινα «ίχνη». Το «ίχνος», ένα μοτίβο που επανέρχεται συχνά στην τελευταία ενότητα «Η μοναξιά του ίχνους», παραπέμπει στον εαυτό- είδωλο, που υπακούει στους προκαθορισμένους ρόλους, που χτίζει την εικόνα που θέλουν οι άλλοι. Το υπερ-εγώ που θα έλεγε κι ο Φρόυντ, το σκοτεινό ανεπεξέργαστο κομμάτι μέσα μας.
Σε αυτήν την επίγεια κατακόμβη που μ’ έριξε η τύχη
Θα στηθώ όρθιος
Παρά τη λύπη και τη βρόμα
Παρά τους ανθρώπους που δεν αντέχω γύρω μου
Η ανοχή θα υψωθεί πάνω από τα όποια εμπόδια
Και ζωντανό θα με βγάλει…
     Όμως ο συγγραφέας επιστρατεύει κάθε σημάδι ανθρωπιάς κι ελπίδας, αφήνοντας για το τέλος μια γεύση αισιοδοξίας και πίστης στον Άνθρωπο:
     Όσο πιο μυστικός, ακόμα και απροσδιόριστος, χαμένος, ανύπαρκτος είναι ο προορισμός σου, τόσο πιο απολαυστικό είναι το ταξίδι. Ατέρμονο, γλυκύ, νανουριστικό, αναδημιουργικό. (…) Ταξίδι μεγάλο είναι κι από δω μέχρι το απέναντι πεζοδρόμιο. Εσύ κάνεις το ταξίδι, εσύ σχεδιάζεις τη διαδρομή και κάθε διαδρομή αξίζει, αρκεί να τη νιώθεις, να αφήνεις την αύρα της να σε σηκώνει στον αέρα, να σε στροβιλίζει και εσύ απλώς, να είσαι η ύπαρξή σου κι η ύπαρξή σου να πραγματώνεται μέσα στο ίδιο το νόημα που της δίνεις εσύ!
    Κάμε τη ζωή σου ταξίδι και ταξίδεψε μαζί της…
Χριστίνα Παπαγγελή

Τρίτη, Μαΐου 16, 2023

Το αθώο, Βασιλική Ηλιοπούλου

     Σκέφτηκε πως μπορεί η μάνα, που στην αρχή προσπαθούσε ν ακούσει και να δει ένα σημάδι ζωής από την Ειρήνη, όσο περνούσε ο καιρός, να έψαχνε ένα σημάδι που θα βεβαίωνε τον θάνατό της,
έτσι ώστε να μπει ένα τέλος στα ερωτήματα και το ψάξιμο,
και όλο αυτό να τελειώσει, να κλείσει και να κουμπώσει.     

     Πρόκειται για ένα πολύ διαφορετικό βιβλίο, ένα ατμοσφαιρικό μυθιστόρημα που εισχωρεί στον ιδιαίτερο ψυχισμό της ηρωίδας, της 20χρονης Εύας/Ευαγγελίας, και στις μυστηριώδεις συνθήκες μέσα στις οποίες εξελίχθηκε αυτή η αποκλίνουσα (η ίδια αυτοπροσδιορίζεται ως άτομο πι-γιώτα, δηλαδή με περιορισμένες ικανότητες), αλλά «αυθεντική» προσωπικότητα.
     Μαθαίνουμε από τις πρώτες σελίδες ότι η Εύα, μετά από την οικογενειακή τραγωδία της εξαφάνισης της μικρότερης αδερφής της και της αυτοκτονίας της μητέρας της, μεγάλωσε σε ορφανοτροφείο από έξι χρονών, μακριά από το χωριό στο οποίο γεννήθηκε. Καθώς είχε χαθεί κι ο πατέρας στην θάλασσα, η Εύα ήταν τελείως μόνη στον κόσμο αν εξαιρέσουμε την πάντα θυμωμένη γιαγιά Ρηνακιώ (στεγνή σαν τη μυγδαλιά που φύτρωνε στο πετραδιασμένο χώμα της αυλής της, σκέφτηκε). Την έκλεισαν λοιπόν σε ίδρυμα στην Αθήνα, όπου υιοθετεί την καρτερικότητα του έγκλειστου παιδιού (είχε μάλιστα τον αριθμό 77!). Την παντρεύτηκε νεαρή και άβγαλτη κοπέλα ο λογιστής του ιδρύματος, κάποιος χωριανός κατά πολύ μεγαλύτερός της, ο Χρύσανθος Μορρές, ο οποίος έζησε μαζί της τρία χρόνια σχεδόν σαν κηδεμόνας, με αρχές αυστηρής θρησκευτικής ηθικής (της μιλούσε χαμηλόφωνα και βιαστικά και χωρίς να την κοιτάζει, για την αρετή, για την αμαρτία και τα επακόλουθά της, για την τιμωρία/ η Εύα τον ακούει αναλογιζόμενη, χωρίς όμως να νιώθει την παραμικρή ενοχή, μια και ξέρει πως έτσι έχει γεννηθεί και άρα τίποτα δεν είναι στο χέρι της να αλλάξει –τις δικές της τρομερές και ανομολόγητες αμαρτίες, το σκοτάδι όπου την οδηγεί ο δαίμονα του κορμιού της).
     Στο μυθιστορηματικό «τώρα», ο Χρύσανθος έχει πεθάνει κι η Εύα αποφασίζει να τον πάει στο χωριό για την κηδεία, όπου θα βρεθεί αντιμέτωπη με το τραγικό παρελθόν. Το βιβλίο είναι σε τριτοπρόσωπη γραφή αλλά παρακολουθούμε τόσο στενά την διαφορετική, σχεδόν διαταραγμένη σκέψη της Εύας, που είναι σα να έχουμε εσωτερική εστίαση. Παρακολουθούμε τους παιδικούς συνειρμούς, τις αναμνήσεις/εικόνες που κουβαλά από την τρυφερή ηλικία αλλά και τις αυθόρμητες διασυνδέσεις που οδηγούν την ηρωίδα σε λογικά συμπεράσματα, καθώς πορεύεται αβοήθητη σ’έναν κόσμο που την εξοβέλισε. Βλέπουμε την απλή ζωική ενσυναίσθηση που την ωθεί στη δράση, και, κυρίως, την εμμονική της ανάγκη να εξιχνιάσει αυτό που την καίει πιο πολύ απ’ όλα: να βρει ποιοι εξαφάνισαν την μικρή της αδερφή, πώς χάθηκε η μάνα, τι λογής είναι η κοινωνία που κουκούλωσε αυτά τα σκοτεινά συμβάντα. Καθώς είναι ανεπιτήδευτη κι ατόφια, η έλλειψη εμπειρίας και πονηριάς γίνεται η εσωτερική της δύναμη με την οποία αψηφά τα εμπόδια που της βάζουν οι χωριανοί.
     Έτσι λοιπόν, πέρα από το «αστυνομικού τύπου» ενδιαφέρον που κάνει το βιβλίο συναρπαστικό (τι ακριβώς έγινε και πώς θα το αποκαλύψει η ηρωίδα), ακόμα πιο ελκυστική γίνεται η ψυχογράφηση της Εύας, που φαίνεται ότι μέσα στην αθωότητά της διαθέτει μια σπάνια σοφία (μου θύμισε λίγο τον «Καλό στρατιώτη Σβέικ»). Έχει μάθει να είναι σιωπηλή, να μη φαίνεται και να μην ακούγεται (Μέρα με τη μέρα όλα γύρω, το ένα μετά το άλλο, παγώνουν και πετρώνουν, και η Εύα κρατά την αναπνοή της). Επεξεργάζεται τις εικόνες που της έρχονται σιγά σιγά στη μνήμη, αφήνει την διαίσθηση να την καθοδηγεί, είναι ανοιχτή στις επώδυνες εικόνες οι λεπτομέρειες των οποίων την οδηγούν στη σύνθεση του παζλ. («Ο πόνος είναι συνεργός στην πορεία προς τη σωτηρία της ψυχής. Ο πόνος σε βοηθάει να θυμάσαι» της έλεγε ο Χρύσανθος. Να θυμηθώ ότι πρέπει να θυμάμαι, σημείωσε στο μυαλό της η Εύα).
     Μοναδική της διέξοδος, οι τηλεφωνικές συνομιλίες με την «Σίβυλλα» -ένα μέντιουμ στο οποίο εμπιστεύεται όλες τις ανησυχίες της (ο αναγνώστης βλέπει τον ψυχισμό της Εύας μέσα από απολαυστικούς διαλόγους), οι φωτογραφίες με το κινητό και σύντομες σημειώσεις στο ημερολόγιό της. Η Εύα έχει και μια ιδιαίτερη σχέση με τη φύση, η παρατήρηση της οποίας την καθοδηγεί σ’ ένα είδος διαλογισμού (π.χ. η Εύα έγειρε πάνω απ’ την κουπαστή και ανέπνευσε βαθιά ξανά και ξανά μέχρι που ένιωσε τη θάλασσα μέσα της να ξεχειλίζει και τα μάτια της να υγραίνονται/έμεινε ακίνητη κι έζησε λεπτό προς λεπτό τη διάλυση του κορμιού της, την αργή και ηδονική διάσπασή του σε μικρά, μικρούτσικα διάπυρα μόρια που αιωρούνταν κι ανέβαιναν κι ανέβαιναν).
     Ενδεικτικό στοιχείο του ψυχισμού της Εύας είναι επίσης και η αγάπη στη γλώσσα και οι παρατηρήσεις της όσο αφορά την ακρίβεια των λέξεων –δείχνει άτομο που μπορεί μεν να έχει περιορισμένες ικανότητες αλλά καλλιεργεί την συνείδησή της, έστω και… ασυνείδητα. Επίσης, μια ακόμα εμμονή, η εμμονή στο «τελείωμα» (η Εύα πίστευε ότι είναι πολύ σημαντικό να μην αφήνει κανείς τις δουλειές του μισές, και κυρίως να προσέχει το τελείωμα, που πρέπει να είναι πραγματικό και ολοφάνερο τελείωμα), είναι ίσως αυτή που θα την σπρώξει δίπλα στην αλήθεια.
     Στο νησί η Εύα γίνεται «το Βαγγελιό της Ρούσας», η κόρη της κοκκινομάλλας ξένης που έμεινε χήρα κι όταν έχασε το μικρό της κορίτσι κρεμάστηκε στο πλυσταριό. Άλλωστε της μοιάζει πολύ. Επιστρέφει με δέος στο ερειπωμένο σπίτι, ψάχνει ίχνη της τρομακτικής αλήθειας στο πλυσταριό όπου είδε τελευταία φορά τη μάνα της. Αντικρίζει όλη την κοινωνία που άφησε πίσω της έξι χρονών παιδί, που την υποδέχεται αναγκαστικά (λόγω της κηδείας του άντρα της), αλλά με επιφύλαξη που φτάνει στην καχυποψία: ο νάνος Αρρίκος, δεξί χέρι του δήμαρχου, ο παπα- Νικόλας, ο λιμενάρχης, ο διάκος, ο δήμαρχος, η δασκάλα, ο καφετζής. Απ’ όλους ξεχωρίζει ο ιδιόρρυθμος Θεόφιλος Κορρές (ένα από τα πιο τραγικά πρόσωπα του βιβλίου), ο αδερφός του συγχωρεμένου, «σημαδιακός κι αταίριαστος» κι αυτός, που συμπαραστέκεται στην Εύα καθώς όχι μόνο την φιλοξενεί στο χαμόσπιτό του, αλλά την βοηθά να προσανατολιστεί στις λοβιτούρες των κακεντρεχών χωριανών. 
     Γιατί ο μεν δήμαρχος, που φιλοδοξεί να φτιάξει πανδοχείο με διακόσια δωμάτια, προσβλέπει στην περιουσία/κληρονομιά της Εύας, οι δε συνομήλικοί της Ουρανία, Ρήγας (τα παιδιά του δήμαρχου) και Βιολέτα, ήταν τα τρία από τα τέσσερα παιδιά που έπαιζαν μαζί με τις δύο αδερφές όταν η μικρή Ειρήνη εξαφανίστηκε (η Ειρήνη περπατούσε ανάμεσα στα παιδιά, με την εμπιστοσύνη και το αδέξιο βήμα του καθυστερημένου παιδιού. Φορούσε το κόκκινο μπουφάν της). Η κρυψίνοια και η ένοχη σιωπή τους μετά από τόσα χρόνια απέναντι στις ευθείες ερωτήσεις της Εύας («Εσύ ξέρεις πού πήγανε την Ειρήνη;», «Πού έχασα την αδερφή μου;», «Άκουσες τίποτα για την αδερφή μου την Ειρήνη;», «Πού την πήγατε την Ειρήνη;») φανερώνει ότι όχι μόνο γνωρίζουν την αλήθεια αλλά αλλά εμπλέκονται άμεσα.
     Το τέταρτο παιδί ήταν ο Αχιλλέας Αντζάς, που έχει φύγει από τη ζωή (αυτοκτόνησε) αλλά μάλλον ήταν το πιο ενδιαφέρον άτομο. Ζωγράφος και φίλος του Θεόφιλου, κατέστρεψε όλα του τα έργα εκτός από ένα που κράτησε ο Θεόφιλος στο εργαστήριό του, έναν σκοτεινό πίνακα που δείχνει ένα πυκνό δάσος με πολλά δέντρα, και πέντε φιγούρες, πέντε μικρούς ανθρώπους (θα μπορούσε να είναι παιδιά που τα έβλεπε κανείς να περπατούν, το ένα κοντά στο άλλο) να απομακρύνονται βαδίζοντας προς το βάθος. Άλλωστε η μάνα του Αχιλλέα, το Στασό, είναι η μόνη μαζί με τον Θεόφιλο που συμπεριφέρεται φιλικά και εγκάρδια στην Εύα.
     Δύο-τρεις σκηνές λειτουργούν ως ιντερμέτζο στην συμπυκνωμένη τραγωδία που ξετυλίγεται στον αναγνώστη: οι σαλεμένοι που καθαρίζουν την εκκλησία, η γιορτή για το μέλι (αν και τα πέντε παιδιά της δασκάλας Βιολέτας που χάνονται μετά το τραγούδι τους στην γιορτή των παραγωγών μελιού εντείνουν την ατμόσφαιρα μυστηρίου) και τα αρραβωνιάσματα των Ρώσων διασκορπίζουν την ζοφερή αίσθηση που αποπνέει το βιβλίο.
     Η Εύα καταφέρνει να φτάσει στην λύση του μυστηρίου της εξαφάνισης, να δει κατάματα την αλήθεια με κάθε λεπτομέρεια και να δώσει το ποθητό «τέλος», σύμφωνα με τον ψυχισμό της («να μπει ένα τέλος στα ερωτήματα και το ψάξιμο, και όλο αυτό να τελειώσει, να κλείσει και να κουμπώσει»), ενώ το τέλος αυτό για τον αναγνώστη είναι τελείως απροσδόκητο.
Χριστίνα Παπαγγελή 



Παρασκευή, Μαΐου 05, 2023

Το εξιλαστήριο θαύμα, Έλενα Μαρούτσου

     Ένα βιβλίο χειμαρρώδες, ένα οικογενειακό «επεισόδιο» που εξελίσσεται σαν ταξίδι, μιας και τα πρόσωπα-πρωταγωνιστές δοκιμάζονται, ωριμάζουν και αναπροσδιορίζονται συνεχώς μέχρι να φτάσουν σ’ ένα πιο βαθύ επίπεδο αυτογνωσίας, να γνωρίσουν καλύτερα τον εαυτό τους, -αν αυτός ο ευγενής προορισμός μπορεί να θεωρηθεί ταξίδι ζωής. Αφορμή γίνεται η έλευση στην οικογενειακή εστία ενός νεαρού Σομαλού, ενός 15χρονου «ασυνόδευτου» πρόσφυγα, του οποίου η παρουσία ταράζει τα «ήσυχα» νερά της καθημερινής ρουτίνας. Η αίσθηση του ταξιδιού επισημαίνεται και με τους τίτλους των κεφαλαίων, που στο πρώτο μέρος («Οι αποσκευές») περιλαμβάνουν και μια… βαλίτσα (π.χ. «Μια βαλίτσα ανάμεσα σε πατέρα και γιο», «Η βαλίτσα με την φλογοβόλο καρδιά», ενώ στο δεύτερο μέρος («Το ταξίδι») οι τίτλοι, άσχετοι με την ταξιδιωτική ορολογία, υπογραμμίζουν την εσωτερική εξέλιξη των ηρώων.
     Η σημειολογία της βαλίτσας, που φαίνεται αρχικά εξεζητημένη (ή, αντίθετα, όπως είπε φίλη αναγνώστρια, «κλισέ»), μας κάνει ως αναγνώστες να αναρωτηθούμε τον ρόλο αυτού του ταπεινού αντικειμένου στην δική μας, προσωπική μας ζωή. Πέρα όμως απ’ αυτό, υποδηλώνει και τα «σκεύη» που επιλέγει καθένας να κουβαλάει μαζί του, όταν ξεκινά και διαγράφει την δική του, εξελικτική πορεία. Σκεύη/μνήμες που επιλέξαμε ή επέλεξαν οι άλλοι για μας: το παρελθόν, οι πληγές και οι περηφάνιες μας, τα ταλέντα, οι επιθυμίες και οι φόβοι μας· το «αφήγημά» μας ή ό, τι πάντων τέλος κρίναμε αναγκαίο να έχουμε μαζί μας για να συνεχίσουμε, και ό, τι μας καλεί να αναμετρηθούμε μαζί του. Με απίστευτα έντεχνο τρόπο η συγγραφέας συνυφαίνει με το «παρόν» μια τέτοια παρακαταθήκη παρελθόντος για τον κάθε ήρωα, που μας βοηθά να τον γνωρίσουμε καλύτερα. Και κάθε κεφάλαιο τελειώνει με μια … βαλίτσα, ένα σακίδιο κλπ, που συνδέεται αβίαστα με την ανάλογη, σημαδιακή/σημαντική κατάσταση.
     Έτσι, στο πρώτο μέρος η συγγραφέας μάς παρουσιάζει κατά κάποιον τρόπο τους έξι βασικούς ήρωες (το ζευγάρι, Νίκο και Ραχήλ, τα δυο τους κορίτσια Κάλλια και Σκεύη, τον φιλοξενούμενό τους, τον Μουσά και την ψυχολόγο που παρακολούθησε την αναδοχή), μαζί με το παρελθόν τους, τις μνήμες τους, την προσωπική τους ιστορία. Δεν είναι μια συνηθισμένη οικογένεια, κι αυτό υπονοείται κι από την απόφασή τους να φιλοξενήσουν τον Μουσά ως «ανάδοχη οικογένεια» για απεριόριστο χρόνο, μέχρις ότου ο μικρός Σομαλός πετύχει την επανένωσή του με την οικογένειά του στην Γερμανία (επομένως βρισκόμαστε μετά το 2015, μετά δηλαδή την μαζική άφιξη των κυμάτων των προσφύγων λόγω του πολέμου της Συρίας). Ο αναγνώστης που είναι σχεδόν συνομήλικος με τους γονείς, περίπου 50άρηδες στα 2015, θα αναγνωρίσει την προοδευτικότητα που γεννήθηκε στην γενιά των φοιτητών της μεταπολίτευσης: την αντιπάθεια στις μικροαστικές ιδέες, στα ταμπού των προηγούμενων γενεών, στην κτητικότητα του γάμου. Ακόμα, τις αντιλήψεις υπέρ της χειραφέτησης των γυναικών, την ανεκτικότητα στις σεξουαλικές ορμές, την ελεύθερη διαπαιδαγώγηση των παιδιών, την υπεράσπιση ιδεών όπως η ισότητα, η ελευθερία, ο αντιρατσισμός κλπ. Στις οικογενειακές σχέσεις λοιπόν θα συναντήσουμε καταστάσεις μη συμβατικές, ωστόσο αυτός ο «εναλλακτικός τρόπος ζωής» θα δοκιμαστεί σκληρά, καθώς ο Μουσά, σαν πέτρα που πέφτει με ορμή στα νερά μιας ήρεμης λίμνης, θα δράσει καταλυτικά ανατρέποντας βεβαιότητες και συνήθειες.
Οι αποσκευές 
(της Ραχήλ, του Νίκου, της Φαίδρας, της Κάλλιας και της Σκεύης)
     Κεντρική ηρωίδα είναι η Ραχήλ, η μάνα, εβραϊκής καταγωγής και αστικής ανατροφής, με τόσο πλούσιο ερωτικό παρελθόν που το… νούμερο των βραχύβιων ερωτικών σχέσεων (ήταν άραγε οι άντρες που έβρισκε ακατάλληλοι ή μήπως η ίδια είχε αρχίσει να πάσχει από κάποια εσωτερική σκλήρυνση;) της δημιούργησε απροσδόκητους μπελάδες με τον παθιασμένο νεανικό της έρωτα, με τον οποίο έζησε ένα απίστευτο το ρομαντικό love story, τον Ρίχαρντ! Ήταν η χαρακτηριστική νεαρή της εποχής με απεριόριστη αγάπη στα ταξίδια όπως εκείνη τα είχε γνωρίσει, ανέμελα, ελεύθερα, χωρίς πολλά μπαγκάζια και προγραμματισμό, που γύρισε ως φοιτήτρια όλη την Ευρώπη με μια βαλίτσα στο χέρι. Λίγο αφηρημένη, «στον κόσμο της» (ανέτρεχε στα παλιά, ιδιαίτερα όταν η πραγματικότητα την ζόριζε, κι έπιανε το νήμα από κει που είχε κοπεί. Επρόκειτο για ένα αόρατο φανταστικό νήμα, όμως η Ραχήλ έπλεκε με αυτό ολόκληρες φορεσιές, που τις φορούσε εναλλάξ με τις πραγματικές, σα να ζούσε διπλή ζωή), μεταφράστρια γαλλικής λογοτεχνίας με αγάπη στο διάβασμα και στις τέχνες, με τάσεις συγγραφής, πιο αντισυμβατική και ρομαντική από τον Νίκο (η Σκεύη λέει για τη μητέρα της ότι την περιβάλει ένα λουλουδάτο πέπλο αισιοδοξίας). Άλλωστε εκείνη είχε την ιδέα να γίνουν ανάδοχη οικογένεια στον Μουσά, επηρεασμένη από μια μετάφραση που είχε κάνει της μαρτυρίας ενός νεαρού Αφγανού πρόσφυγα.
     Η Ραχήλ και ο Νίκος αποφάσισαν να κάνουν οικογένεια χωρίς να υπάρχει μεγάλος έρωτας. Ο Νίκος, λαϊκής καταγωγής, αριστερός, ιδεολόγος αλλά και αθεράπευτα ορθολογιστής, ήξερε την Ραχήλ από την εποχή του μεγάλου έρωτά της με τον Ρίχαρντ, προσπαθούσε μάλιστα τότε να την προσγειώσει (ο ορθολογισμός λέει να μην εμπιστευόμαστε τις παρορμήσεις της καρδιάς/η αγάπη δεν είναι ένα στρώμα με πούπουλα. Η αγάπη είναι τοίχος. Και χτίζεται σιγά σιγά) και να την παρηγορήσει, όταν εκείνη χώρισε με τραυματικό τρόπο με τον Ρίτσαρντ. Είναι ο πρωταγωνιστής με τις μεγαλύτερες και πιο άλυτες αντιφάσεις. Ο ορθολογισμός του τού προσδίδει νηφαλιότητα και ρεαλισμό, αποστρέφεται τις σχέσεις ιδιοκτησίας στον γάμο, δεν πιστεύει στην αιώνια αγάπη και πίστη, και υποστηρίζει με πάθος της εξωγαμιαίες σχέσεις, που βέβαια διατηρεί… κρυφές (πίστευε ότι κάθε άνθρωπος έχει δικαίωμα σ’ έναν εσωτερικό μυστικό κήπο). Ωστόσο όλος ο συντηρητισμός του, (που φτάνει στα όρια της «καφρίλας») φαίνεται στις σχέσεις του με τις ερωμένες του.
     Ορφανός από μητέρα (οικογένεια παππούδων ανταρτών ξεκληρισμένη από τους δεξιούς), μεγαλωμένος εσωτερικός στην Πρότυπο Σχολή των Αναβρύτων[1] νιώθει αρχικά εξόριστος, μακριά από την οικογενειακή εστία, όπως ακριβώς κι ο δικός του πατέρας που ήταν οικότροφος στις Βασιλικές Τεχνικές Σχολές της Λέρου. Παππούς αριστερός, αλλά πατέρας βασιλικός, και το σοκ του μικρού Νίκου όταν ο πατέρας του τον οδήγησε στη Σχολή ήταν μεγάλο (αγωνία και απόγνωση της εγκατάλειψης που επρόκειτο να νιώσει όταν θα έβλεπε τον πατέρα του να απομακρύνεται πατώντας γκάζι, χωρίς να γυρίσει να κοιτάξει τον γιο του που περίμενε για ένα νεύμα, ένα γύρισμα του κεφαλιού, μόνος με τη βαλίτσα του μπροστά στην είσοδο του σχολείου). Η αντίδραση του μικρού Νικόλα στον πατέρα του στο πρώτο επισκεπτήριο έγινε δεκτή με ένα…. χαστούκι (να μη βάζεις στο στόμα σου τις Σχολές, αυτές με έκαναν άνθρωπο. Τι ήξερα τότε στο βουνό; Τίποτα. Μόνο να μεταφέρω τα όπλα στους αντάρτες με ένα γαϊδούρι. (…) Εμένα με πήρανε μετά τον σκοτωμό του πατέρα. Τη μάνα μου ούτε που την ξανάδα. Πού κοτάγαμε εμείς να παραπονεθούμε; Άσε λοιπόν τα κλάψες και κοίτα να προκόψεις).
     Έτσι λοιπόν ο Νίκος ένιωθε «εξόριστος» στα Ανάβρυτα, με ιδιαίτερες ευαισθησίες ίσως στις καταστάσεις ιδρυματοποίησης ή εγκλεισμού. Δεν είναι τυχαίο ίσως που αργότερα, πτυχιούχος πια της αρχιτεκτονικής, διάλεξε τον τόπο εγκλεισμού του πατέρα του, το Λακκί της Λέρου για την διπλωματική του (πάνω στη ρασιοναλιστική αρχιτεκτονική στα Δωδεκάνησα, που αναπτύχθηκε επί Ιταλικής κατοχής). Εκεί, όταν έφυγαν οι Ιταλοί, στεγάστηκαν με τη σειρά οι Βασιλικές Τεχνικές Σχολές, η «αποικία Ψυχοπαθών» (το ψυχιατρείο), τα στρατόπεδα συγκέντρωσης των εξόριστων της Χούντας και το Κέντρο Υποδοχής των Προσφύγων, το Hot Spot, όπως είθισται να λέγεται, η Καυτή Κηλίδα, τόσο ταιριαστή ονομασία για το νησί, το «κηλιδωμένο» από κάθε λογής εγκλεισμό (πώς μια πόλη που σχεδιάστηκε με τις αρχές του ορθολογισμού κατέληξε να στεγάζει την πιο ακραία μορφή ανορθολογισμού).
     Εκεί λοιπόν, το 1989, θα γνωρίσει και την Φαίδρα, που θα παίξει σοβαρό συμπρωταγωνιστικό ρόλο και στην μετέπειτα ζωή της οικογένειας. Η Φαίδρα είναι μια έξυπνη κοπέλα, που έκανε τότε το διδακτορικό της στον εγκλεισμό και στην ιδρυματοποίηση των ψυχικά νοσούντων. Η σχέση των δύο νέων βασίζεται στο χιούμορ και την έμπνευση, αλλά λήγει απότομα, όταν η Φαίδρα αποφασίζει να μιλήσει για το… επώδυνο ερωτικό της παρελθόν (ο Νίκος άρχισε να δυσανασχετεί. Δεν καταλάβαινε γιατί οι κοπέλες ήθελαν να μοιράζονται τις τραυματικές εμπειρίες από τον πρώτο τους έρωτα). Ο ομαδικός βιασμός που του αφηγήθηκε από το αγόρι της και τους φίλους του, αφύπνισε το ανεξέλεγκτο ένστικτο μέσα του: ήταν δυο ξένοι που δεν είχαν έρθει τόσο κοντά ακόμη ώστε ο Νίκος να τη συμπονέσει, η Φαίδρα είχε παραβιάσει τον χρόνο της εξοικείωσης, είχε τρέξει με χίλια καταπάνω του και τώρα είχε συντριβεί κάτω από τη γενετήσια ορμή, είχε νικήσει ο ανδρικός πόθος
     Όταν η Φαίδρα επανεμφανίζεται στην ζωή του Νίκου ως ψυχολόγος του Μουσά (τώρα πια δουλεύει στην Ανάδραση, ΜΚΟ υποδοχής προσφύγων), εκείνος προσποιείται ότι δεν την γνώρισε ποτέ (πόσες Φαίδρες να είχε γνωρίσει συναντήσει στη ζωή του; Τόσο δύσκολο ήταν να την ανασύρει από τη μνήμη του; Τόσο μικρό ρόλο έπαιξε στη ζωή του;) κι η Φαίδρα αποδέχεται αβίαστα αυτό το «παιχνίδι», προκειμένου να συνεχίσει να βλέπει τον άνδρα αυτόν -που εξακολουθεί να θεωρεί γοητευτικό. Ένας λόγος παραπάνω, ότι αν ομολογούσε ότι γνωρίζονταν, θα ανέθεταν την περίπτωση του Μουσά σε άλλον ψυχολόγο.
     Με την Ραχήλ δεν τον συνδέει κεραυνοβόλος έρωτας, αλλά την εκτιμάει, την αγαπάει, την θαυμάζει. Είναι φροντιστικός και περιποιητικός μαζί της (ήθελε να τη δει να επανέρχεται στην εικόνα της αθλήτριας με τους μεγάλους διασκελισμούς που δεν ενδιαφερόταν για τη νίκη και την γνώμη των πολλών/θαύμαζε την πληθωρική ερωτική ζωή της/κατά τη γνώμη του διέπρεπε στην τέχνη της αυτοδιάθεσης/έβρισκε την ανδρική της πλευρά θελκτική). Αντίστοιχα η Ραχήλ ένιωθε πρώτη φορά ασφαλής και έπρεπε να ομολογήσει ότι δεν θα άντεχε άλλον ερωτικό σεισμό να ταράξει τη ζωή της. Ο γάμος τους ήταν προϊόν λογικής και προγραμματισμού εκατέρωθεν, με στόχο την τεκνοποιία, κι όταν η ερωτική ζωή άρχισε να εξασθενεί, το θεώρησαν κι οι δυο φυσιολογικό να απομακρυνθούν, να επικοινωνούν σαν αδέρφια, να κοιμούνται χωριστά (τα σώματά τους, απαγκιστρωμένα από την επιθυμία, επιζητούσαν εδώ και χρόνια την ανεξαρτησία τους). Ο δε Νίκος, χωρίς καμία αναστολή, άρχισε να έχει ερωμένες χωρίς βέβαια να δένεται μαζί τους (πίστευε ότι το εξωγαμιαίο σεξ ήταν μια συμφωνία αρκετά σαφής).
     Στην ενότητα αυτή γνωρίζουμε και τις δυο κόρες της οικογένειας, την Κάλλια και την Σκεύη, 17 και 13 χρονών αντίστοιχα, μια διαφορά που σ’αυτές τις ηλικίες είναι πολύ εμφανής. Η Κάλλια θέλει να γίνει αρχιτέκτονας σαν τον πατέρα της και κάνει φροντιστήριο στο σχέδιο έχει και φίλο, τον Δημήτρη,. Ο Νίκος, όμως παρόλο που την αγαπάει κι όταν ήταν μικρή έπαιζε μαζί της (αλλά… βαριόταν), θα ήθελε το δεύτερο παιδί να είναι αγόρι. Η Σκεύη, θες από σύμπτωση θες από διαίσθηση, είχε πολλά στοιχεία από αγόρι. Θαρραλέα και υπερκινητική, σκανταλιάρα και επιρρεπής σε ατυχήματα (…) είχε πάρει το χιούμορ του μπαμπά της, έτσι καμάρωνε τουλάχιστον εκείνος, που ενώ δεν έπαψε να λατρεύει την πρώτη του κόρη, σ’αυτό το αλητάκι είχε ξεχωριστή αδυναμία. Η ατίθαση έφηβη ειρωνεύεται την καταθλιπτική γιαγιά της που της έδωσε το όνομα, αποκαλώντας την Μεγάλη Παρασκευή, έτσι η ίδια έδωσε στον εαυτό της το υποκοριστικό Σκεύη!
     Αυτή είναι η οικογενειακή κατάσταση όταν προτείνει η Ραχήλ να υποδεχτούν τον Μουσά, με την χαλαρή συγκατάθεση του Νίκου, που δέχεται, παρόλο που κοροϊδεύει την «πολιτικά ορθή» οικογένεια (έλεγε ότι οι άνθρωποι στη Δύση είναι ενοχικοί. Έχουν εξασφαλίσει ευμάρεια εις βάρος των χωρών του Τρίτου Κόσμου και θέλουν να επανορθώσουν με φιλανθρωπίες σε φτωχούς και πρόσφυγες. Και τι μ’ αυτό, αναρωτιόταν εκείνη. Γιατί είναι κακό να έχει κανείς ενοχές; Οι ενοχές μπορεί να είναι χρήσιμες. Οι τύψεις μπορούν να γίνουν μοχλός για κάποιου είδους επανόρθωση).
Το ταξίδι
     Η δεύτερη ενότητα, «Το ταξίδι», , ξεκινά με την έλευση στην οικογενειακή εστία του μεγάλου ταξιδιώτη, του «Άπολι» και Άστεγου, του Άλλου, του Ξένου, του Μουσά (=θαυματουργός). Και τότε αρχίζουν να επέρχονται αργά και σταδιακά οι αλλαγές στον εσωτερικό κόσμο του κάθε ήρωα. Ο Μουσά εμφανίζεται έχοντας στην πλάτη του, εκτός από μια μεγάλη σακούλα σκουπιδιών δεμένη με σπάγγο, μια τραγική οικογενειακή ιστορία, κατευθείαν απ’ την καρδιά του εμφύλιου πολέμου στη χώρα του. Είναι ήρεμος χαρακτήρας, σιωπηλός, δεν φέρνει αναστάτωση λόγω των πράξεων ή των αντιδράσεών του, δρα αθόρυβα, σαν καταλύτης. Μιλάει ελάχιστα ελληνικά αλλά μαθαίνει με προθυμία, προσφέρεται να πλύνει τα πιάτα, και είναι καταπληκτικός στο σχέδιο, προκαλώντας κύματα θαυμασμού στην Κάλλια.
     Παρακολουθούμε τα βήματα προσαρμογής και τις διαφορετικές στάσεις που ακολουθεί κάθε μέλος της οικογένειας: η Ραχήλ, νιώθοντας ίσως ενοχές γιατί θεωρούσε υπεύθυνο τον εαυτό της που έχασε έγκυος το πρώτο τους παιδί (αγόρι κιόλας), προσπαθεί να κάνει τον Μουσά να νιώσει ως μέλος της οικογένειας (π.χ. όχι ένας φιλοξενούμενος που δεν τον αφήνουν να πλένει τα πιάτα, αλλά ένα από τα παιδιά της που φιλοτιμούνταν να τη βοηθήσει, ένας γιος ίσως που γύριζε από πολύχρονο ταξίδι και τώρα ήθελε να αναπληρώσει προσφέροντας βοήθεια στους δικούς του). Ο Νίκος, καθόλου «επιρρεπής στις ενοχές», με την υποσυνείδητη επιθυμία να έχει έναν γιο (με τον Μουσά στο σπίτι, είχαν περάσει κι απ’ τον δικό του νου όσα θα μπορούσε να έχει μοιραστεί με έναν υποθετικό γιο, όμως σε καμιά περίπτωση δεν έβλεπε –ούτε κατά διάνοια- το ξένο αγόρι σαν γιο του), είναι θετικός τουλάχιστον στην αρχή: καπνίζει με τον Μουσά μέσα στη νύχτα, τον στηρίζει και αρχίζει να νιώθει ότι η διαλυμένη τους οικογένεια επανενώνεται γύρω από μια εστία. Αλλά και η σχέση του ζευγαριού σιγά σιγά βελτιώνεται. Τα ζητήματα, γραφειοκρατικά, πρακτικά ή παιδαγωγικά που αφορούν τον Μουσά τους κρατούν σε συνεχή εγρήγορση και επικοινωνία, τρώνε όλοι μαζί, κουβεντιάζουν περισσότερο για να νιώσει όμορφα ο ξένος κλπ κλπ (ήταν και πάλι με τεντωμένες τις κεραίες τους, τις αισθήσεις οξυμμένες, λες και είχαν ξυπνήσει από λήθαργο).
     Η συγγραφέας καταφεύγει σ’ ένα ευφυές τέχνασμα για να μεταφέρει τον λεπτοφυή εσωτερικό κόσμο των δύο εφήβων κοριτσιών στον αναγνώστη. Η μεν Κάλλια στέλνει γράμματα στην ξαδέρφη της την Δανάη που βρίσκεται στα Γιάννενα, ενώ η Σκεύη, με την άφιξη του Μουσά, ξεκινά να γράφει ημερολόγιο. Η Κάλλια, με αφορμή και τα μαθήματα σχεδίου που κάνει μαζί με τον Μουσά αποκτά ένα ιδιαίτερο δέσιμο μαζί του. Τον βρίσκει όμορφο (Σίγουρα θα θες να μάθεις αν είναι όμορφος. Λοιπόν, δεν μπορώ να πω… υπάρχουν στιγμές που όταν τον κοιτάζω θαμπώνομαι, όχι όμως από την ομορφιά, μα από το μυστήριο που κουβαλάει). Τον βρίσκει ενδιαφέροντα, η ίδια προτείνει να παρακολουθούν μαζί μαθήματα, παραμελεί τον Δημήτρη και, όπως παρατηρεί και η Ραχήλ, τώρα είχε αφοσιωθεί στη μελέτη όχι μόνο με αυτοπειθαρχία, αλλά και με ενθουσιασμό/δεν έκανε πια κοπάνες, έγινε πιο επιμελής .
     Η μόνη που είναι εξαρχής αρνητική, εντελώς συνειδητά, είναι η 13χρονη Σκεύη (η απόφαση πάρθηκε ερήμην μου), που με την άφιξη του Μουσά ξεκίνησε να γράφει ημερολόγιο γιατί, όπως λέει, «η μητέρα μου λέει ότι αυτό που θα ζήσουμε στο σπίτι είναι μια εμπειρία σημαντική, κάτι ου θα θέλουμε να θυμόμαστε». Η Σκεύη είναι ένα ατίθασο μεν , αλλά ξεχωριστό κορίτσι που της αρέσει να γράφει (το λέει κι η αγαπημένη της φιλόλογος η Θαμνίδου), της αρέσει η ποίηση, αγαπά τη γλώσσα και ψάχνει τις λέξεις ίσως επηρεασμένη από τη μητέρα της την μεταφράστρια. Με την κα Θαμνίδου και τις/τους συμμαθήτριές/ές της μέσα στους οποίες ανήκει και η ξεχωριστή επίσης Αυγή, έχουν φτιάξει την «Λέσχη των Χαμένων Ποιητριών» («εγώ το πρότεινα γιατί δεν μου αρέσει να παραγκωνίζονται οι γυναίκες»). Δεν πρέπει να μας ξαφνιάζει λοιπόν που η Σκεύη, παρά τα 13 της χρόνια, δείχνει μια εξαιρετική ευαισθησία για τη γλώσσα, ενώ παρατηρεί με ιδιαίτερη οξύτητα τους ανθρώπους γύρω της. Περιγράφει τη νέα κατάσταση με καυστικότητα, με επίθετα γεμάτα σαρκασμό, ειρωνεύεται την αδερφή της που «επιδεικνύει τον μαύρο τους πρόσφυγα» (Δεν είναι πολύ εξωτικός; Δεν είναι μυστηριώδης;/μα γιατί όλοι συμπαθούν τους σιωπηλούς; Γιατί φαντάζονται ότι η σιωπή κρύβει στοχαστικότητα, βάθος, ωριμότητα. Καμιά φορά όμως, η σιωπή δεν κρύβει τίποτα. Είναι σαν μια λίμνη, που απλώς καθρεφτίζει το είδωλο όσων σκύβουν πάνω της).
     Η βαθύτερη γνωριμία του δασκάλου του σχεδίου, Χάρη Αντωνιάδη, με την Ραχήλ, δίνει ώθηση στην ταχύτερη μετεξέλιξη όλων των πρωταγωνιστών, κυρίως βέβαια της Ραχήλ και του Νίκου. Οι συνθήκες (η συνωμοσία του σύμπαντος) συντελούν στο να γνωριστούν σε μια έκθεση ζωγραφικής προσφύγων με θέμα την…. βαλίτσα, να ανταλλάξουν έξυπνες και γαργαλιστικές ατάκες γεμάτες υποσχέσεις, και να βρεθούν οι δυο τους σχεδόν τυχαία, απομονωμένοι στην Βωβούσα του ν. Ιωαννίνων για δυο τρεις μέρες. Η Ραχήλ βρίσκεται κοντά στην εμμηνόπαυση (και η εμμηνόπαυση είναι ένας εκτοπισμός, μια γυναίκα που γερνάει είναι ι αυτή διωγμένη από την χώρα της νεότητας, χωρίς μάλιστα τη δυνατότητα της προσφυγής σε άλλη γη, χωρίς την υπόσχεση, ή έστω την ελπίδα, να βρει καταφύγιο σ΄έναν καλύτερο τόπο, αφού μια γυναίκα που γερνάει, γερνάει παντού), είναι γεμάτη ζωντάνια και φαντασία, επινοεί ιστορίες και επικοινωνεί με τον καλλιτέχνη σε όλα τα επίπεδα.
     Είναι η περίοδος που ο Νίκος έχει αρχίσει να βλέπει την Ραχήλ με μεγαλύτερο ενδιαφέρον (άρχισε να γίνεται και πάλι απρόβλεπτη, ενδιαφέρουσα/αν μάλιστα ξυπνούσε και πάλι η ερωτική επιθυμία, αν έμπαινε κι αυτή η νωθρή και δυσκίνητη μπίλια στην τρύπα, τότε θα μπορούσε κανείς να μιλήσει για θαύμα). Έχει λοιπόν σχεδόν αποφασίσει να τερματίσει τις εξωσυζυγικές σχέσεις (την τελευταία μάλιστα ερωμένη, που φαίνεται να είχε δεθεί συναισθηματικά μαζί του, με πολύ τραυματικό και χυδαίο τρόπο), ενώ ταυτόχρονα η Ραχήλ παραδίδεται σ΄έναν αισθησιακό έρωτα με τον Χάρη, παραμυθένιο, ρομαντικό όπως πάντοτε επιθυμούσε, όπου το αφήγημα της ζωής της, αυτό με τους πολλούς εραστές, ξαναγράφεται (το ξήλωμα της θηλιάς και το ξαναπλέξιμο του νήματος δεν είχε να κάνει τόσο με την ίδια ως αφηγήτρια και τον τρόπο που διηγιόταν ξανά τη ζωή της, όσο με αυτόν που την άκουγε. Η πρόσληψη της ιστορίας ήταν διαφορετική).
     Ο έρωτας της Ραχήλ όχι μόνο δεν την γεμίζει ενοχές, όχι μόνο νιώθει ότι δεν απειλεί την οικογένειά της αλλά θα μπορούσε και να τη φωτίσει. Προσπαθώντας να καταλάβει ποιο ήταν αυτό το γεγονός που κατάφερε ένα τέτοιο πλήγμα στην οικογενειακή της πανοπλία ώστε να τρυπώσει και να την κατακλύσει το νέο αυτό αίσθημα για έναν άνθρωπο μέχρι πρό τινος ξένο, κατέληγε με βεβαιότητα πως ήταν η αναδοχή του μικρού πρόσφυγα. (…) Δίνοντάς του χώρο μέσα στο σπίτι, έδωσαν χώρο σε μια άλλη δυνατότητα ζωής, πέρα απ’ αυτήν που είχαν συνηθίσει.
     Πέρα όμως από την ενέργεια, την φαντασία και τη δημιουργικότητα που αντλεί η Ραχήλ από τον νέο της έρωτα (και την παρουσία του Μουσά), έχει αλλάξει η συνείδησή της, έχει διευρυνθεί ο ορίζοντας των αντιλήψεών της. Πολέμια μια ζωή της «μικροαστικής νοοτροπίας» (μήπως γι’ αυτό βάλθηκε να φιλοξενήσει ένα αγόρι από τη Σομαλία; Προσπαθούσε να θρυμματίσει το κέλυφος της αστικής φωλιάς της με την αιχμή ενός πρόσφυγα;),συνειδητοποιεί ότι ίσως ο Μουσά είχε έρθει για να καταλάβει ότι η μικροαστική ζωή της ήταν μια χαρά, ήταν μια ζωή που πολλοί σαν τον Μουσά είχαν θαλασσοπνιγεί για να την αποκτήσουν, αρκεί βέβαια να στερέωνε τα δυο της πόδια πάνω της, να έκλεινε τους λογαριασμούς της με το παρελθόν.
     Ο Νίκος απ’ την άλλη, απεγκλωβισμένος από τις ερωμένες, μόνος στο σπίτι με τον Μουσά και την Σκεύη (οι υπόλοιποι είναι στα Γιάννενα), περνά μια δύσκολη φάση με την μάνα του που αναγκάζεται λόγω συνθηκών (δηλ. λόγω Μουσά) να την βάλει σε γηροκομείο. Μια μάνα «σκληρό καρύδι και αγύριστο κεφάλι», που ο Νίκος την κατανοούσε για τη σκληρότητά τη όταν ήταν νέα και για το πείσμα της, τώρα που είχε γεράσει (πώς αλλιώς θα είχε επιβιώσει, μόνη της από μικρή, σταλμένη σε ξένο τόπο, στη Λέρο;) Η συγγραφέας έχει μια ακόμη ευκαιρία εδώ να αναφερθεί στην ιδρυματοποίηση, των ηλικιωμένων αυτήν την φορά, και στην τραγωδία που ζουν κάποιοι υπέργηροι γονείς, που αντανακλά βέβαια και στα παιδιά τους.
     Η Ραχήλ ανακοινώνει στον Νίκο απλά και σταράτα, όχι απλώς ότι έχει σχέση με κάποιον, αλλά ότι είναι ερωτευμένη (και το πλέον αδιανόητο: τον ρώτησε αν θέλει να τον συζητήσουν/αν το συζητούσαν αυτό το ακατονόμαστο πράγμα θα αποκτούσε πραγματικές διαστάσεις). Οι πεποιθήσεις του Νίκου ότι μια τέτοια εκδοχή παλιότερα, όχι μόνο δεν θα τον πείραζε αλλά θα τον ανακούφιζε κιόλας, καθώς θα δημιουργούσε μια ισότιμη σχέση μεταξύ τους, ότι -εφόσον έχουν χάσει κάθε ερωτική επαφή μεταξύ τους- μια τέτοια εξέλιξη θα ήταν δίκαιη και φυσικά αναμενόμενη, κλονίζεται. Γιατί η γυναίκα του δεν έχει απλά μια παράλληλη σχέση, ήταν ερωτευμένη και αυτός ο έρωτας προφανώς δεν βολευόταν στο σκοτάδι των κρυφών συναντήσεων, μα διεκδικούσε μια θέση στο φως.
     Μέσα στα αλλεπάλληλα γεγονότα λοιπόν, βλέπουμε και τη μεταμόρφωση του Νίκου, από απαθές ορθολογιστικό ον σε πρόσωπο που δοκιμάζει για πρώτη φορά συναισθήματα όπως η ζήλεια, και οι ενοχές (εκείνος που κορόιδευε την κτητικότητα, που την θεωρούσε ζιζάνιο που κατατρώει την αγάπη). Στρέφει επιτέλους την προσοχή του και στην Φαίδρα (τον κυρίευσε ξάφνου η μελαγχολική υποψία ότι δεν τον είχε αναγνωρίσει. Ότι δεν έπαιζε το παιχνίδι του, υποδυόμενη τον ρόλο που αυτός της επιφύλαξε, αλλά πως πράγματι η Φαίδρα τον είχε ξεχάσει), την «βλέπει» για πρώτη φορά για να αντικρύσει μια γυναίκα δυναμική, χειραφετημένη, με όραμα, που ξέρει τι θέλει (είχε προχωρήσει στη ζωή της πιο δυνατή από ποτέ, είχε προχωρήσει σβήνοντας πίσω της τα χνάρια, όπως κάνουν όχι τα θηράματα αλλά οι κυνηγοί) φτάνει μάλιστα στο σημείο να ζητήσει μια -αδέξια- συγνώμη.
     Η ανατροπή θα έρθει από την Σκεύη, που μέσα από τα εφηβικά της μάτια καυτηριάζει τον κόσμο των μεγάλων, καυτηριάζει την ψυχρή σχέση των γονιών της (υπήρξαν άραγε ποτέ ερωτευμένοι;) κι όλες τις αλλαγές που πιάνουν οι ευαίσθητες κεραίες της με επίκεντρο τον Μουσά. Στο απολαυστικό ημερολόγιό της μας περιγράφει την βαθιά φιλία -που έχει και ίχνη ερωτισμού- που τη συνδέει με την «υπέροχη φίλη» της, την Αυγή, με χιούμορ, λογοπαίγνια και ύφος σκανταλιάρικο (η Αυγή είναι ο δικός μου εξόριστος), όπως ταιριάζει σε κορίτσι της ηλικίας της. Και φυσικά νιώθει μια άλφα ζήλεια και θυμό προς τον Μουσά, ο οποίος παίρνει ως δώρο κινητό (!), ενώ εκείνης της κάνουν φουστάνι, που τραβάει τα βλέμματα της Κάλλιας, που εξαιτίας του εξορίζουν τον γάτο από το σπίτι κλπ κλπ. Επειδή είναι ένα έξυπνο κορίτσι μετατοπίζει την προσωπική της αντιπάθεια και σε ευρύτερο, πολιτισμικό επίπεδο (Όχι. Καμία κατανόηση. Ούτε αυτός μπορεί άλλωστε να μας κατανοήσει. Η κατανόηση θα απαιτούσε κοινή γλώσσα. Κοινά ήθη. (…) Εμείς μιλάμε Ντόροθυ Πάρκερ και Σάρα Κέιν κι αυτοί μιλούν τη νοηματική της έμφυλης βίας).
     Το αποκορύφωμα έρχεται όταν στα γενέθλια του Μουσά, έχουν καλέσει τον «φίλο» του, Ομάρ, («Γομάρ» κατά την Σκεύη), ο οποίος υπερασπίζεται την κλειτοριδεκτομή (αν υποψιαστώ ότι η αδερφή μου έχει ερωτευτεί τον Μουσά, τον καρδιακό φίλο του λάτρη των πετσοκομμένων γυναικών, θα παραβώ τις αρχές μου και θα πηδήσω από το μπαλκόνι)!
     Η Σκεύη αντιδρά αδίστακτα και άμεσα, προκαλώντας μια τεράστια ανατροπή που φέρνει το ποθητό αποτέλεσμα, την εξαφάνιση του Μουσά.
 Μουσά, ο θαυματουργός
     Στη Λέσχη ανάγνωσης Δράμας, όπου συζητήσαμε το βιβλίο, αρκετές αναγνώστριες είπαν ότι παρόλο το ενδιαφέρον που βρήκαν στο βιβλίο, δεν μπόρεσαν να ταυτιστούν συγκινησιακά με κανέναν ήρωα. Προσωπικά, πολλά στοιχεία σκόρπια και θραυσματικά με άγγιξαν βαθύτερα (όχι μια προσωπικότητα εξ ολοκλήρου), αλλά το πρόσωπο που μου χάρισε την πιο βαθιά συγκίνηση ήταν του Μουσά. Του άγνωστου, σύγχρονου Homo sacer[2], που διώκεται στις μέρες μας, και που δεν πρόκειται ως κοινωνία ούτε να τον κατανοήσουμε, ούτε να τον βοηθήσουμε, ούτε να τον αποδεχτούμε βαθιά και ουσιαστικά.
     Ο ήρωας για τον οποίον γνωρίζουμε λιγότερα, είναι αυτός, ο Μουσά, ο ξένος, η σφαίρα που είχε διαπεράσει τον λεπτό τους τοίχο και είχε εισβάλει το φως, όπως λέει η Ραχήλ. Η συγγραφέας δεν μας κοινωνεί τις εσωτερικές του σκέψεις, όπως κάνει με τις δυο έφηβες κοπέλες. Γνωρίζουμε γι’ αυτόν ότι είναι ήσυχος, επιμελής, ταλαντούχος στο σχέδιο, και θέλει να γνωρίσει την χριστιανική θρησκεία, μάλιστα να βαφτιστεί χριστιανός. Είναι μυστηριώδης και σκοτεινός, εξαφανίζεται και ξανάρχεται, δεν φαίνεται να επικοινωνεί με τους δικούς του στην Γερμανία, ούτε είναι πολύ φιλικές οι σχέσεις του με τον Ομάρ. Η οικογένεια, όπως κι εμείς, υποψιάζονται και στο τέλος αποκαλύπτουν ότι ο φιλοξενούμενός τους έχει ψεύτικα χαρτιά, ψεύτικα ονόματα, ψεύτικο σπίτι τον περίμενε στην Γερμανία. Η Ραχήλ φυσικά και δεν πτοείται (ας είναι από τα βάθη της ζούγκλας, ας είναι ζουλού, δεν με νοιάζει. Εγώ τον γνώρισα. Τον ίδιο! όχι τα στοιχεία της ταυτότητάς του/ η ζωή δεν προχωράει βάσει σχεδίου, Νίκο. Η ζωή έχει ανατροπές. Έχει επιλογές. Τώρα μας προσφέρεται η επιλογή να κρατήσουμε στη ζωή μας τον Μουσά).
     Ο Μουσά ωστόσο, με την παρέμβαση της μικρής Σκεύης, θα παραμείνει ξένος, απροσπέλαστος, άπολις. Θα φύγει, θα εξαφανιστεί, αίροντας στην πλάτη του, τις αμαρτίες της επαπειλούμενης διάλυσης της οικογένειας, αφού έχει συντελέσει στη μεταμόρφωση των μελών της. Ξεκίνησε από την πατρίδα του με ένα κόκκινο σακκίδιο, έφτασε στην Αθήνα με μια σακκούλα σκουπιδιών και η οικογένεια, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες, θα τον «ξεβράσει» ξανά στο άγνωστο, μόνο με  μια βαλίτσα ή σε μια βαλίτσα (Σκεύη: αντί για την δική μου πτώση και συντριβή, πρόσφερα στον γκρεμό τον άλλο, τον ξένο).
     Στην άσκηση που τους έβαλε κάποτε ο δάσκαλος του σχεδίου, να σκεφτούν πάνω στην έννοια της βαλίτσας και να ζωγραφίσουν βαλίτσες μέσα σε οποιοδήποτε περιβάλλον φανταστούν, ο Μουσά ζωγράφισε μια θάλασσα γεμάτη βαλίτσες, άλλες όρθιες, άλλες μισοβυθισμένες στο νερό, άλλες ξαπλωτές σαν σχεδίες, μα όλες κλειστές, μαύρες, μακρόστενες. Μόνο μία ήταν ανοιχτή. Από μέσα της είχαν ξεχυθεί κι επέπλεαν στο νερό, θυμίζοντας αφρούς κάτασπρα κόκαλα. Ο δάσκαλος, συγκλονισμένος, άρχισε να εξηγεί το συμβολικό νόημα της ζωγραφιάς. Όμως η Κάλλια, που τα περιγράφει όλα αυτά στο γράμμα προς την ξαδέρφη της, γράφει σε υστερόγραφο:
     Ο Μουσά μού εξήγησε τσάτρα πάτρα το νόημα της ζωγραφιάς του. Δεν ήταν συμβολικό. Ένας από τους πρόσφυγες που ήταν στην ίδια βάρκα με κείνον, κουβαλούσε μέσα στη βαλίτσα του τα κόκαλα της μητέρας του. Τα είχε ξεθάψει πριν ξεκινήσουν το ταξίδι. Όταν ανατράπηκε η βάρκα, η βαλίτσα άνοιξε και τα κόκαλα χύθηκαν στη θάλασσα. Είπε πως είδε ψάρια να τα τσιμπολογούν.
Χριστίνα Παπαγγελή

[1] https://dasosygrou.gr/%CF%83%CF%87%CE%BF%CE%BB%CE%AE-%CE%B1%CE%BD%CE%B1%CE%B2%CF%81%CF%8D%CF%84%CF%89%CE%BD/
[2] Homo sacer, Giorgio Agamben: Για τον Αγκάμπεν η «γυμνή ζωή» και η «κατάσταση εξαίρεσης» αποτελούν δύο βασικά στοιχεία του τρόπου με τον οποίο συγκροτείται και αναπαράγεται η κυριαρχική αντίληψη της εξουσίας. Και η μορφή του «ιερού ανθρώπου» γίνεται όχι μόνο το θεμέλιο της γυμνής ζωής της ανθρωπότητας αλλά και το αντικείμενο της βιοεξουσίας κατά τη νεωτερική εποχή.

Δευτέρα, Απριλίου 17, 2023

Μας καταβροχθίζει η φωτιά, Ζάουμε Καμπρέ

In girum imus nocte et consimimur igni (καρκινική φράση)
Στριφογυρίζουμε μέσα στη νύχτα και μας καταβροχθίζει η φωτιά
     Όπως τα ψυχάρια -οι νυχτοπεταλούδες- στριφογυρίζουν γύρω από το φως και μετά από μια «κρίση φρενίτιδας» καταβροχθίζονται από την φλόγα, έτσι κι ο μοναχικός μας ήρωας ο Ισμαήλ παγιδεύεται μέσα σε μια δίνη γεγονότων όπου χάνει τον έλεγχο, και πνίγεται μέσα σ’ έναν ακατανόητο εφιάλτη. Δεν είναι λοιπόν τυχαία η τακτική αναφορά στα «δεκάδες απελπισμένα ψυχάρια που έφερναν γύρες το φανάρι και φαίνονταν να θέλουν πολύ να καψαλιστούν», άλλωστε τονίζεται αυτή η κεντρική αίσθηση στον τίτλο, που όπως επισημάναμε είναι το πρώτο τμήμα καρκινικής φράσης. Η ίδια φράση, επίσης, αποτελεί κατά κάποιον τρόπο την φράση-κλειδί στο μεγάλο αστυνομικού/νουάρ τύπου μυστήριο που εκτυλίσσεται σ’ αυτήν την πρωτότυπη -λιγοσέλιδη σχετικά- ιστορία του αγαπημένου συγγραφέα.
     Ο πρωταγωνιστής είναι ένας μοναχικός άντρας, με πολύ πονεμένο παρελθόν: ορφανός από μητέρα από τα 9 του χρόνια, αργεί ως παιδί να καταλάβει την ψυχική διαταραχή τού -φλαουτίστα-αντιγραφέα και επίδοξου μουσικού- πατέρα του, ο οποίος θεωρεί ένοχο τον γιο του για την απώλεια της γυναίκας του και τον φορτώνει ενοχές (ένα παιδί 10 χρονών δεν μπορεί να καταλάβει αν ο πατέρας του σιγά σιγά τρελαίνεται. Το μόνο που αισθάνθηκε ο Ισμαήλ ήταν λύπη κι έβαλε τα κλάματα). Όταν κλείνουν τον πατέρα στο ψυχιατρείο μετά από μια απόπειρα να… πυρπολήσει τον γιο του, τον Ισμαήλ τον αναλαμβάνει η Κοινωνική Πρόνοια και μεγαλώνει σ’ ένα διαμέρισμα με 4 «αδιάφορους συγκατοίκους» και τον επόπτη. Δεν μας δίνει ο συγγραφέας πολλές λεπτομέρειες απ’ αυτήν την ζοφερή περίοδο, παρά μόνο σαν καθοριστικό στοιχείο της διαμόρφωσης του χαρακτήρα του την επαφή με τον Σιμό, έναν διαβαστερό νεαρό που τον βάζει στην μαγεία της λογοτεχνίας και της ποίησης. Το «Μόμπι Ντικ», του οποίου η πρώτη φράση είναι «Λέγε με Ισμαήλ», γίνεται σημαδιακό και αποτελεί την απαρχή μιας άσβεστης αγάπης για τα γράμματα, για τη φιλολογία, για τις γλώσσες. Λύνει τον ομφάλιο λώρο πικρίας και ενοχών με τον πατέρα στην τελευταία συνάντηση μαζί του (στο τρελάδικο), πετάει οριστικά από πάνω του τις φιλοδοξίες του πατέρα του να γίνει μουσικός κι ετοιμάζεται να σπουδάσει στη Φιλοσοφική Σχολή, λατινικά και φιλολογία.
     Λίγα μαθήματα λατινικών και λογοτεχνίας πρόλαβε να κάνει σ’ ένα φροντιστήριο πριν τον διώξουν για τις «πρωτοποριακές» του μεθόδους, και στη συνέχεια, μετά από περίοδο πόνου και ταπείνωσης, κι αφού πέρασε μια μοναχική περίοδο κάνοντας ιδιαίτερα μαθήματα, έγινε δεκτός στο Λύκειο Καρνέρ. Τότε είναι που γνωρίζει την Λεό, μια παλιά του συμμαθήτρια που τον αναγνώρισε, κι από τη χρονική αυτή στιγμή μπορούμε να πούμε ότι ξεκινά η περιπέτεια, η μεγάλη περιπέτεια που μας αφηγείται ο Καμπρέ.
     Η Λεό, που κρύβει κι αυτή μεγάλους καημούς (Ist dies etwa der tod? Αυτό λοιπόν είναι ο θάνατος;), μπαίνει αποφασιστικά στην ζωή του παραιτημένου και παθητικού Ισμαήλ, τον φροντίζει, τον καθαρίζει, του μαγειρεύει. Οι δύο πονεμένες ψυχές μοιράζονται τα πάθη τους, δένονται μεταξύ τους και αγαπιούνται βαθιά, χωρίς ωστόσο να προλάβουν να έχουν ερωτική επαφή.
Μας καταβροχθίζει η φωτιά
ή αλλιώς, η δίνη μιας ακατανόητης μοίρας
     Η φωτιά που θα καταπιεί τον Ισμαήλ έχει τις ρίζες της στην υποτιθέμενη τυχαία συνάντησή του με τον Τομέου, έναν παλιό μαθητή του, που τον βλέπει στον δρόμο και τον παροτρύνει με επιμονή να πάει μαζί του σ’ ένα συμπόσιο για πολύγλωσσους, που σίγουρα θα ενδιέφερε τον γλωσσομαθή ήρωά μας (κι ο πανύβλακας αυτός μπήκε στο αυτοκίνητο, ξεχνώντας εντελώς το ψωμί. Και τότε ξεκίνησαν όλα). Μετά απ’ αυτό το ασήμαντο περιστατικό, ο αναγνώστης βλέπει τον Ισμαήλ να ξυπνά στο νοσοκομείο, χωρίς να θυμάται το παραμικρό, χωρίς κανένα στοιχείο ταυτότητας και φυσικά, χωρίς να έχει ιδέα τι έχει συμβεί. Το ασύμμετρο παιχνίδι που ακολουθεί, μεταξύ χρόνου, μνήμης και ταυτότητας είναι κι αυτό που αποτελεί τον πυρήνα του έργου (γιατί να μην υπάρχει ένα βέλος της μνήμης που να πηγαίνει ανάποδα, ώστε αντί να θυμόμαστε τότε που ήμασταν μικρά και ανυπεράσπιστα γουρουνάκια, να θυμόμαστε πράγματα που δεν έχουμε ζήσει ακόμα;)
     Από το σημείο αυτό της πλοκής αρχίζει και μια παράλληλη αφήγηση (με τον συνήθη αντιστικτικό και χωρίς προετοιμασία τρόπο του Καμπρέ) όπου πρωταγωνιστούν ένα θηλυκό… αγριογούρουνο, η Λόττα, μάνα με πέντε παιδιά, εκ των οποίων το τελευταίο, ο Καπρέτ, που είναι και το πιο αδύναμο, ακολουθεί την δική του ανεξάρτητη πορεία. Κάποια στιγμή αντιλαμβανόμαστε την αναλογία που κάνει ο συγγραφέας ανάμεσα στον Ισμαήλ και στον Καπρέτ, ενώ οι δυο ιστορίες συναντιούνται με παράδοξο τρόπο. Προσωπικά δυσανασχετούσα όταν η ανάγνωσή μου έφτανε στην αφήγηση που αφορούσε τη Λόττα και τα παιδιά της, νομίζω ότι θα μπορούσαν να παραλειφθούν τελείως ή να συντομεύσουν. Το εύρημα αυτό είναι κατά τη γνώμη μου εξεζητημένο και περιττό, κάπως τραβηγμένο και το μόνο που ίσως προσθέτει στην όλη σύλληψη, είναι μια πινελιά ζωώδους υποταγής σε μια ανεξέλεγκτη μοίρα, κάτι που υποβάλλεται σαφώς και με το μοτίβο φωτιά-ψυχάρι.
     Παρακολουθούμε με πολλές λεπτομέρειες τις θύμισες που αρχίζουν να αχνοφέγγουν στην συνείδηση του Ισμαήλ, με τη βοήθεια κάποιων περίεργων γιατρών/νοσοκόμων (όταν ήμουν μικρός δεν ήμουν ιδιαίτερα ευτυχισμένος, μάλλον καθόλου/ να με λέτε Ισμαήλ), ενώ καθώς επανέρχεται σιγά και σταδιακά η μνήμη του, μας ξεδιπλώνεται μια απίστευτη ιστορία στην οποία ενεπλάκη ο Ισμαήλ, άθελά του, ένα έγκλημα -ληστεία και δολοφονία- στο οποίο τον χρησιμοποίησαν με εκβιασμό αξιοποιώντας τις γνώσεις του γαλλικών και λατινικών!
     Η θολή μνήμη κάποια στιγμή τού δίνει επαρκή στοιχεία για να καταλάβει ότι πρόκειται για παγίδα (ο Ισμαήλ ήταν ένας ναυαγός, δίχως παρελθόν, δίχως μαδέρι για να κρατηθεί μέσα στη θαλασσοταραχή (…) αυτό που περισσότερο τον τρόμαζε ήταν ότι αγνοούσε εντελώς το πλαίσιο), ότι ο χώρος στον οποίο βρισκόταν δεν ήταν νοσοκομείο (πανικός· φόβος πραγματικός, γιατί τώρα αισθανόταν εντελώς χαμένος). Το σκάει λοιπόν ημίγυμνος με τον ορό στο χέρι για να ζητήσει την βοήθεια της πρώτης γυναίκας που συνάντησε στον δρόμο, σαν μπάμπουρας που λαχταρά τη λάμψη τη φλόγας. Η γυναίκα δέχεται, τον φιλοξενεί στο σπίτι της, γνωρίζονται σιγά σιγά, τον βοηθά σαν γιατρός/ψυχολόγος να στοιχειοθετήσει τα ίχνη των αναμνήσεών του. Είναι αριστοτεχνικά δομημένοι οι διάλογοι δύο ανθρώπων που «συναντιούνται» σε τέτοιες συνθήκες και γνωρίζονται σιγά σιγά όλο και καλύτερα.
     Η μνήμη επανέρχεται λοιπόν αμείλικτη, για να αποκαλύψει τις συνθήκες κάτω από τις οποίες βρέθηκε σε κατάσταση αμνησίας ο Ισμαήλ, και να του δημιουργήσει καινούργια ερωτηματικά (θα ήθελα να μάθω γιατί με βοηθάς). Οι απαντήσεις δίνονται σε μια πλοκή αστυνομικού μυστηρίου (τι ήταν εκείνο το δύσκολο που έπρεπε να θυμηθείς, Ισμαήλ;) κι ο τρόμος που γεμίζει την ψυχή του Ισμαήλ όταν ανακαλεί όλα τα γεγονότα τού καίει την ψυχή, όπως καίγεται το ψυχάρι στην φωτιά που τον καταβροχθίζει. Ο πιο τρομακτικός εφιάλτης του είχε γίνει πραγματικότητα.
Χριστίνα Παπαγγελή

Τρίτη, Απριλίου 04, 2023

Napoli mon amour, Αλέσιο Φορτζόνε

Εκείνη ακριβώς τη στιγμή ένιωσα κακόβουλος,
ικανός να επιτεθώ και να κατακτήσω,
να σκοτώσω και να ληστέψω χωρίς ενδοιασμούς.
και πάνω απ’ όλα, ικανός να ζήσω.
Μόνο να ζήσω.
     Ο Αμορεζάνο είναι ένας νεαρός Ναπολιτάνος, τριάντα χρονών, που μετά από σπουδές (δύο πτυχία) και έξι χρόνια εργασίας στα καράβια, επιστρέφει στη Νάπολι, ζει με τους γονείς του και προς το παρόν είναι άνεργος. Καθώς είναι και ο αφηγητής του βιβλίου, περιδιαβαίνουμε μαζί του την μελαγχολική Νάπολι, παρακολουθούμε τις αδιέξοδες προσπάθειές του να πιάσει αξιοπρεπή δουλειά, και τις χλωμές διεξόδους στην νωθρή του ζωή: το ποδόσφαιρο, τις βόλτες και τις μπίρες με τον φίλο του Ρούσο, και με την ανυπόφορη φιλενάδα του Ρούσο, την Σάρα.
     Ο Αμορεζάνο είναι λοιπόν ένας συνηθισμένος τριαντάρης της εποχής της κρίσης, με μια κοινότοπη ζωή, κινείται σε αργούς ρυθμούς και τίποτα δεν φαίνεται να διαταράσσει την καθημερινότητά του. Έχει κάποιες συγγραφικές εξάρσεις (έχει γράψει κάποια διηγήματα) και αόριστα στο μυαλό του λειτουργεί η φιλοδοξία να γίνει συγγραφέας, αλλά προς το παρόν το μεγάλο άγχος είναι ότι τελειώνουν τα χρήματά του, αυτά που έφερε από την εξαετή θητεία του στα καράβια (2053 ευρώ, ίσα για να περάσει έναν χρόνο με πολλή οικονομία). Σκέφτεται συχνά τον θάνατο, πολλές φορές σαν ύστατη λύση, στο αποκορύφωμα μιας ζωής χωρίς νόημα: ένιωσα μια στάλα θλίψη μόνο για το γεγονός ότι πέρασα από τούτη τη γη χωρίς ν’ αφήσω το σημάδι μου, χωρίς ν’ αφήσω απολύτως τίποτα σε κανέναν. Είχα γεννηθεί και θα πέθαινα, ενώ όλα θα έμεναν τα ίδια, ανεξάρτητα από την παρουσία ή την απουσία μου. Η πραγματική θλίψη ήρθε με τη σκέψη ότι κάτι αληθινά όμορφο θα μπορούσε να συμβεί στον κόσμο κι εγώ δεν θα το έπαιρνα καν χαμπάρι.
     Ο μετριοπαθής χαρακτήρας του Αμορεζάνο αντανακλά στην κάπως πληκτική αφήγησή του (εφόσον κι ο ίδιος πλήττει), αν και κάποια στιγμή εκμυστηρεύεται: «η συστολή μου δεν είναι αληθινή, κάτι που ξεπερνάς και προχωράς, αλλά ένα είδος επιτακτικής ανάγκης για σιωπή, που μου υπαγόρευε η μεγάλη ιδέα που είχα για τον εαυτό μου», δίνοντας έτσι μια εξήγηση για την επιφυλακτικότητα και την ενδιάθετη αναβλητικότητά του. Με εξαίρεση κάποιες πινελιές που δηλώνουν έναν ενδιαφέροντα τύπο, η ανάγνωση δεν κρύβει μεγάλες εκπλήξεις, ούτε έντονα συναισθήματα για τον αναγνώστη· έχει το ύφος ενός συνηθισμένου ημερολογίου, με λεπτομέρειες που σε πρώτη ανάγνωση μπορεί να είναι αδιάφορες.
     Κάπως επίπεδο λοιπόν το περιεχόμενο, χωρίς να είναι απωθητικό (όπως κι ακριβώς ο ήρωάς του) μέχρι… την σελίδα 68, μέχρι δηλαδή που ο Αμορεζάνο… «ξελογιάστηκε»! Eρωτεύτηκε στον δρόμο μια γυναίκα περαστική, παθιασμένα και κεραυνοβόλα, από την πρώτη στιγμή που την συνάντησε: μου έγινε σαφές ότι ανάμεσα στα πολλά πράγματα που έλειπαν από τη ζωή μου, αυτό που μου έλειπε περισσότερο δεν ήταν η περιπέτεια ή ο έρωτας, αλλά εκείνη.
     Είναι και η διατύπωση της συγκεκριμένης πρότασης που διεγείρει το ενδιαφέρον: το Πρόσωπο, η ύπαρξη και μόνο ενός συγκεκριμένου προσώπου που δρα σαν «Αποκάλυψη» στον ήρωα! Και από κει και πέρα, ό, τι σχετίζεται με την εντυπωσιακή, «μυστηριώδη και όμορφη» κοπέλα που αρχικά του συστήθηκε ως Λόλα και στη συνέχεια έμαθε ότι το όνομά της είναι Νίνα, μας πείθει ότι πρόκειται πράγματι για ένα άτομο που τον μετουσιώνει, τον μεταμορφώνει, του ξεσκεπάζει τις πιο κρυμμένες θετικές πλευρές του χαρακτήρα του. Ο ήρωάς μας γεμίζει ενέργεια και αισιοδοξία, και κατ’ επέκταση αλλάζει και το ύφος που γίνεται πιο μεστό και περιεκτικό. Αρχίζει και γράφει τα διηγήματά του με περισσότερη όρεξη (σκέφτηκα πως το να κάθομαι όλη μέρα σπίτι και να γράφω ήταν, λίγο πολύ η μοναδική δουλειά που μ’ ενδιέφερε να κάνω/ φανταζόμουν τον εαυτό μου ως συγγραφέα, σιωπηλό κι αλαζονικό, και καμιά φορά ακόμα και φιλικό), ενώ η σχέση με τη Νίνα προχωρά βήμα βήμα. Παρακολουθούμε τους διαλόγους που την χτίζουν, τους οποίους μας παραθέτει ο αφηγητής με μεγάλη θεατρικότητα και μαεστρία, την πρώτη ερωτική συνεύρεση που τον απογειώνει και τις άλλες που ακολουθούν κι ανθίζουν σαν λουλούδια.
     Καθώς όμως ο ήρωας αφήνεται στον ερωτικό ίλιγγο, υποθάλπεται και το άγχος του για τα χρήματα που ξοδεύονται τώρα περισσότερο ασυλλόγιστα. Ο αφηγητής/Αμορεζάνο μετά την πρώτη μέθη αρχίζει πάλι πανικόβλητος να υπολογίζει κάθε του καθημερινό έξοδο, ακόμα και τα τσιγάρα και τις μπίρες, και αναφέρεται λεπτομερώς στο ποσόν που συνέχεια κατεβαίνει, κάνοντας και τον αναγνώστη να μετέχει της σχετική αγωνίας και να αναρωτιέται γιατί τέλος πάντων δεν πιάνει μια οποιαδήποτε δουλειά που θα τον απαλλάξει από το στρες.
     Ο έρωτας για την Λόλα /Νίνα απομακρύνει τον Αμορεζάνο από τον φίλο του τον Ρούσο, που τον βλέπει όλο και πιο ρηχό και προβλέψιμο, ενώ παράλληλα βαθαίνει η σχέση του με την ερωμένη αλλά και με τον εαυτό του. Έχει τώρα μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση για την συγγραφική του δεινότητα (που αυξάνεται κατακόρυφα με την έγκριση από τη Λόλα αλλά και τον συγγραφέα Ραφαέλε Λα Κάπρια, στον οποίο τα εμπιστεύτηκε), έχει μεγαλύτερες αξιώσεις από τον εαυτό του, παρακολουθεί γύρω του με παρατηρητικότητα συγγραφέα μικροεπεισόδια που μας μεταφέρουν στην αγαπημένη Νάπολι, αλλά ταυτόχρονα βαθαίνει και το υπάρχον χάσμα με τους γονείς του, με τους οποίους συγκατοικεί και οι οποίοι έχουν πιο «συνηθισμένες» προσδοκίες απ’ αυτόν.
    Βλέπουμε λοιπόν αυτήν την μεταμόρφωση, παρακολουθούμε έναν άνθρωπο στην αυθεντικότητά του να ζει τις αντιφάσεις του, λάτρη της τέχνης της μουσικής, του σινεμά, της λογοτεχνίας να εξομολογείται με ειλικρίνεια συναισθημάτων και να καταθέτει έξυπνες και ουσιαστικές παρατηρήσεις (π.χ. τα λιμάνια ήταν κρύα και άσχημα μέρη και γι’ αυτό ήταν όμορφα). Και όσο η ερωτική ευφορία πραγματώνεται παράλληλα με την καταξίωση της συγγραφικής του ικανότητας, τόσο το διαθέσιμο χρηματικό ποσόν μειώνεται με ταχύτητα και, σαν ζυγαριά, υψώνεται κάθετο το άγχος (σκέφτηκα πως ίσως η φτώχεια ήταν ακριβώς αυτό: να είσαι ευτυχισμένος αλλά να γνωρίζεις πως αυτή η ευτυχία δεν θα διαρκέσει πολύ, γιατί όσο υπάρχει και διαρκεί, υπάρχει ταυτόχρονα και κάτι καταστροφικό στον υπόλοιπο κόσμο, στην υπόλοιπη ζωή σου, στην ατμόσφαιρα, ακόμη και στην ευτυχία την ίδια που την υπονομεύει).
     Οι πρώτες ρωγμές εμφανίζονται από εξωτερικό παράγοντα –οι σπουδές, η ανεργία και το αδιέξοδο δίνουν λύσεις εκτός Νάπολης. Ήδη η Νίνα, δυσφορεί (στη Νάπολη ζούσαμε έξω απ’ την Ιστορία, στο έλεος της Φύσης, με την πόλη, τους ρυθμούς της και το κλίμα της να μας νανουρίζουν και να μας κοιμίζουν) κι όταν προτείνει τη Ρώμη, το Μιλάνο ή την Βαρκελώνη για Σχολή Κινηματογράφου, ο Αμορεζάνο τρέμει μέσα του και προσπαθεί να αντιδράσει αδύναμα (στην πραγματικότητα προσπάθησα να αναβάλω τη θανατική μου καταδίκη). Την θέλει, την έχει ανάγκη, προτιμά να είναι φτωχοί και δυστυχισμένοι αλλά μαζί, παρόλο που σύμφωνα με την μοντέρνα εποχή κάθε μέλος του ζευγαριού πρέπει να είναι ευτυχισμένο κι επιτυχημένο επαγγελματικά, έτσι ώστε να αγαπάει την ζωή την ίδια, τον εαυτό του, και κατά συνέπεια και τον άλλον.
     Το πρώτο χτύπημα είναι όταν μαθαίνει «τα δυο ευχάριστα νέα» της Νίνας, να συμμετάσχει σε μια ταινία και ότι την επέλεξαν για το Εράσμους στην Βαρκελώνη, όπου σκεφτόταν να πάει και… δυο μήνες νωρίτερα για να «βρει δωμάτιο και ν’ απολαύσει την πόλη» (η μοναδική μου αντίδραση ήταν να μην κουνηθώ ούτε χιλιοστό. Παρέμεινα ακίνητος γιατί ήθελα να της δώσω να καταλάβει ότι μέσα στο κορμί μου κάτι είχε ραγίσει).
     Η ψυχική σύγκρουση, το τρομακτικό κενό που νιώθει ο Αμορεζάνο σημαίνει την αρχή μιας αντίστροφης πορείας, μιας πάλης ανάμεσα στα αρνητικά συναισθήματα και την προσπάθεια να καταλάβει την αθώα Νίνα, που με την σειρά της δεν μπορεί να εννοήσει γιατί αυτή της η απόφαση τούς απομακρύνει. Ωστόσο, είναι πραγματικότητα: η μαγεία του έρωτα αρχίζει και καταρρέει –ο Αμορεζάνο συνεχίζει μεν απρόθυμα την σχέση με τη Νίνα, όμως τελικά προσφεύγει στον παλιό, μοναχικό κι αδιέξοδο εαυτό του (σκέφτηκα πως περπατούσα και πως η πόλη είχε τελειώσει κα πως δεν είχα καταφέρει τίποτα, και δεν υπήρχε η δυνατότητα να πάω παραπέρα, και τότε θυμήθηκα ότι στο καράβι μού άρεσε να κοιτάζω τη θάλασσα, γιατί μου άρεσε να φαντάζομαι ότι πέρα από τον ορίζοντα, όπου και να ήμουν, ήταν η Νάπολι).
     Τίποτα δεν παρηγορεί πια τον Αμορεζάνο, ακόμα κι οι υποσχέσεις της Νίνας ότι «θα εξακολουθήσουν να είναι πάντα μαζί». Ο φόβος έχει φωλιάσει στην καρδιά του (ένιωσα τρελός και τρομαγμένος όπως ο Μάκβεθ), μυριάδες σκέψεις τον κατακλύζουν (δεν μου άξιζε αυτή η ευτυχία/δεν την άξιζα επειδή δεν έκανα τίποτα από το πρωί ως το βράδυ) και περνάει μια παραληρηματική νύχτα γράφοντας, κάνοντας μια βαθιά τομή στην ηττοπαθή ιδιοσυγκρασία του (έγραψα ότι καταριόμουν το πανεπιστήμιο, πεταμένα λεφτά και χαμένα χρόνια· ότι καταριόμουν τη θάλασσα, γιατί μου είχε εξηγήσει πράγματα που καλό ήταν να μην τα καταλαβαίνεις. Έγραψα ότι η Νίνα μ’ έκανε να νιώθω ζωντανός, κι αυτή η αίσθηση του κινδύνου και ο φόβος που τη συνόδευε ήταν εκεί για να μου υπενθυμίζουν ότι κρατιόμουν ακόμη στη ζωή, κλπ, κλπ), κι επειδή δεν μπορώ να αντιγράψω όλα, λέω μονάχα ότι στο σημείο αυτό ο συγγραφέας μάς χαρίζει τις δύο πιο σπαραχτικές σελίδες του μυθιστορήματος.
     Το βιβλίο δεν τελειώνει εδώ, ούτε η σχέση με την Νίνα τελειώνει -δεν χωρίζουν, δεν αποχαιρετιούνται, αν κι εκείνη φεύγει με το τρένο (όλα απέδρασαν χωρίς κανείς να τα εμποδίσει, έφυγαν μαζί με το τρένο, σώα και μελαγχολικά, στοιβαγμένα και ανώνυμα, αγνώριστα το ένα πάνω απ τ’ άλλο, όλα επί μέρους κομμάτια μιας μόνο αποσκευής). Ο Αμορεζάνο όμως μένει μόνος, μπαίνοντας όλο και πιο βαθιά μέσα σε μια σπείρα, από την οποία δεν καταφέρνει να βγει.
Χριστίνα Παπαγγελή