Κυριακή, Απριλίου 26, 2009

Στον παλιό καταρράκτη, Στάθη Τσαγκαρουσιάνου

«Κείμενα από ταξίδια» της περιόδου 1999-2003, μικρά δισέλιδα ως τετρασέλιδα «στιγμιότυπα» δημοσιογραφικού χαρακτήρα από μια εποχή περιπλανήσεων (ταξίδια μανιακά, ασθματικά) του συγγραφέα· μια εποχή επαγγελματικής επιτυχίας και προσωπικής ευφορίας που ο ίδιος χαρακτηρίζει «ανέμελα χρόνια». Γραμμένα σχεδόν όλα στο πόδι, στη διάρκεια του ταξιδιού, μέσα στο αεροπλάνο, στο σταθμό ή στο λεωφορείο, σε κουβεντιαστό και εξομολογητικό ύφος· αυθόρμητα και ανεπεξέργαστα, «εικονογραφούν εκείνη τη μικρή ντόλτσε βίτα». Έχει ενδιαφέρον η επίγνωση του συγγραφέα ότι υπάρχει ένα είδος «ψωνίσματος» που σοκάρισε ακόμα και τον ίδιο όταν τα ξαναδιάβασε, αλλά εντέλει σκύβει με αγάπη σ’ αυτά τα «θραύσματα» ζωής:
Σελ. 11:
δεν ήταν ταξίδια βαθιά, στοχαστικά, όπως των ταξιδιωτών που έχω θαυμάσει, ήταν ένα κυνηγητό της ηδονής, της έξαψης, του σεξ. Που αργότερα με κούρασε. (…) Εικόνες που με μεθάνε ακόμα κι όταν τις διαβάζω και είναι βασικό συστατικό της προσωπικής μυθολογίας μου. Η έρημος, η δοτικότητα της ανατολής, τα σώματα στο Ρίο, η μυθική ένταση της Ισταμπούλ.
Δεν είναι τουρίστας, είναι ταξιδευτής, ή τουλάχιστον θέλει να είναι. Μισεί τους τουρίστες, τα γκρουπ, τις αγέλες, τις βαλίτσες βουνό στα αεροδρόμια κλπ. Έχει όμως επίγνωση ότι «είναι γνήσιο παιδί της Άπληστης Δεκαετίας», νιώθει σε κάποιες περιπτώσεις «αδιάβροχος και φλώρος». Ενώ π.χ. ξεκινά βραδιάτικα κι απροετοίμαστα με μια διάθεση φυγής για το Ναύπλιο επειδή «είναι ωραίο το Ξενία», καταλήγοντας με την παρέα του στην Κόρινθο, κι από κει στον ζεστό μικρό καταρράκτη απέναντι στις Θερμοπύλες…
…η εξάτμιση αφήνει μιαν ασημένια κλωστή που μας τυλίγει. Όσο πιο πολύ φεύγουμε, τόσο πιο πολύ κάτι μας δένει. Αλλά έχει πλάκα αυτή η αιχμαλωσία. Γιατί δεν είναι αληθινή. Εγώ και οι φίλοι μου προσποιούμαστε τους drifters απόψε, τους δεμένους στην περιπλάνηση και τη μελαγχολία – αλλά στην πραγματικότητα είμαστε μερικά προνομιούχα φλωράκια, από αγαθές μικροαστικές οικογένειες, που αγαπούν το αυτοκίνητο και τα έπιπλά τους όσο περίπου τα αγαπάει και η μαμά τους. Το δράμα απλώς προσθέτει λίγο από το μπιτ στην απλωσιά που εκτείνεται μπροστά μας.
Ίσως αισθάνεται έτσι ο συγγραφέας επειδή αυτή η «αλητεία» δεν είναι αναγκαστική αλλά είναι επιλογή, μια κουλτουριάρικη επιρροή από τη γενιά των μπήτνικ, ένας απόηχος από το «Στον δρόμο» του Κέρουακ, ή από αντίστοιχα βιβλία της Σώτης Τρανταφύλλου. Αυτό όμως δε μειώνει την αξία αυτής της περιπλάνησης σε τόπους και ανθρώπους, ούτε της καταγραφής της. Στη συγκεκριμένη περίπτωση μάλιστα, η σημασία της είναι ακόμα μεγαλύτερη: δεν πρόκειται για κλασικές ταξιδιωτικές περιγραφές αλλά για συναισθηματικά στιγμιότυπα με αφορμή την, άσκοπη τις περισσότερες φορές, περιήγηση σε διάφορα μέρη. Κάθε κείμενο «έχει κάτι να πει», μια μικρούλα σκέψη, μια συναισθηματική απόχρωση· αυτό που προσωπικά με γοήτευσε ήταν η κίνηση και η συν-κίνηση του ήρωα μέσα σε διαφορετικά τοπία και περιστάσεις, εκεί όπου τον οδηγούσαν τα απρογραμμάτιστα βήματά του. Ένα σχεδόν τυχαίο δείγμα, όπου ακόμα και στην περιγραφή εμπλέκεται το συναίσθημα (το βιωματικό και υποκειμενικό συναίσθημα που μας κάνει να γνωρίζουμε τον συγγραφέα ως άνθρωπο και να μετέχουμε μιας προσωπικής οπτικής), είναι από το αφήγημα Εκδρομή στη Σαλαμίνα (σελ. 157):
Υπάρχει ένα ταβερνάκι στη Σαλαμίνα πάνω σ’ ένα καρνάγιο που έχει κάτι μυστικό. Πήγα εκεί πριν λίγες μέρες, όταν μια αιφνίδια καλοσύνη είχε απλωθεί στην έρημη Αθήνα - ή έτσι μου φαινόταν. Δεν θέλει πολύ ο άνθρωπος για να χαρεί- ένιωθα ελεύθερος (δεν ήμουν απολύτως) ένιωθα ενδιαφέρων (δεν ήμουν). Όλα δουλεύανε αρμονικά για μια ωραία ψευδαίσθηση. Δεν ξέρω τι με τράβηξε σε κάτι τόσο άδοξο. Μάλλον η ταπεινότητά του. Σε έναν κόσμο που σε τραβάει από το μανίκι να τον προσέξεις, υπάρχουν μερικοί τόποι και άνθρωποι που σωπαίνουν, κρυφοί κι απόμακροι. (…) Και δεν αισθάνεσαι ρομαντικά –διότι τίποτα δεν είναι εδώ μεγαλύτερο από τον εαυτό του. Έρχεσαι στα ίσα σου με τη δέουσα ησυχία που σου παρέχει η οπισθοφυλακή του κόσμου.

Σκέψεις που ακολουθούν την κίνηση του ταξιδιού, σκέψεις φευγαλέες και αληθινές, πάνω στον έρωτα, την αγάπη, τη φιλία, τη ζωή. Βιώματα που καταλήγουν σε διαπιστώσεις όπως «το να σ’ αρέσουν τα εκλεκτά πράγματα δεν είναι θέμα χρημάτων αναγκαστικά», «πόσο αβάσταχτο είναι το πέρασμα του χρόνου», «οι μεγάλες διαδρομές έχουν πάντα κάτι καλό, καίνε τα σκουπίδια της μνήμης», «ερωτικός είναι ο άνθρωπος που δίνεται άφοβα, σέξι ο άνθρωπος που αρπάζει», «η γαλήνη της καρδιάς είναι μια τέχνη και μια απόφαση- απ’ τη στιγμή που τη θες, την κατακτάς», «πλούσιος είναι, ίσως, αυτός που έχει την πολυτέλεια να παραμερίζει ό,τι τον δυσαρεστεί χαμογελώντας», «μερικοί άνθρωποι είναι πλούσιοι εκ γενετής», «δεν ξέρω τίποτα για τον έρωτα κατά τη διάρκεια που συμβαίνει. Τον αναγνωρίζω μόνο από την πλάτη του- όταν φεύγει».
Και, «αν με ρωτήσετε τι είναι αυτό που ομορφαίνει έναν άνθρωπο, θα σας πω: τον ομορφαίνει η αποτυχία(…) Θα την αφήσεις να σε σκοτώσει ή να σε κάνει πιο δυνατό; Είναι η πιο μεγάλη ώρα της ζωής σου, η ώρα που αποφασίζεις τι θα την κάνεις την αποτυχία σου».
Σκέψεις που φαίνονται αποφθεγματικές όταν απομονώνονται, αλλά δεν είναι· προκύπτουν μέσα από τον διαλογισμό που συνοδεύει τον οδοιπόρο, τον ταξιδευτή, την κίνηση σε διαφορετικά μήκη κύματος, αλλά και στις φευγαλέες «συναντήσεις» με άλλους ανθρώπους όπως τον μεσιέ Αλαίν στην Τύνιδα (άνθρωποι σαν κι εμένα είναι σχεδιασμένοι να ζούνε μόνοι) ή τη Τζούλια Τσακίρη, συνιδρύτρια των εκδόσεων «Ροδακιό».
Η πόλη
Συναντάμε τον ταξιδευτή μας μακριά από τουριστικά θέρετρα, σε περιοχές ερημικές, παρακμιακές. Δε φαίνεται ωστόσο να αναζητά τη φύση. Αντίθετα, υιοθετεί τη φράση του Παβέζε από το «Ένα ωραίο καλοκαίρι», αρκεί να διασχίσω το δρόμο μιας πόλης για να παλαβώσω. Στην ίδια σελίδα: Τρώω τους ανθρώπους με τα μάτια (τι υπερθέαμα!), διαβάζω με λαχτάρα τις εφημερίδες, ψιλομεθάω σε παραθαλάσσιες καντίνες. Η ζωή είναι μια γιορτή, ούτως ή άλλως, και στο βουνό και στον κάμπο, αλλά ίσως είναι λίγο νωρίς για αποσύρσεις. Μ’ αρέσουν οι πόλεις! Το μάλε βράσε των χαρακτήρων. Το χάος. Τα μάτια των αγνώστων… Η πόλη με θέλει, η φύση δε με χρειάζεται.
Και αλλού:
Εκείνο που ξανάβρισκα στα σκονισμένα σοκάκια της Σούμπρα είναι αυτό που έζησα παιδί στο νησί μου, είναι η αργή ζωή.(…) Με γοητεύει, όποτε τη σκέφτομαι, εκείνη η παλιά σπατάλη της ήσυχης, αργής, επαρχιακής ζωής. Ξέρω ότι εκεί θα επιστρέψω, αλλά παρακαλώ, θα μπορούσα να πάρω μια μικρή αναβολή; Έχω ακούσει για κάτι καταπληκτικά πάρτυ στην πισίνα του Gellert, στη Βουδαπέστη, και προλαβαίνω ίσως να βγάλω εισιτήριο…

θλίψη στα ταξίδια κρύβεται άπειρη (Μαγκρ/ Ν. Καββαδίας)

Ο συγγραφέας δηλώνει ότι εστιάζει στη «χαρά» των ταξιδιών, στην έξαρση (-που γίνεται και έπαρση, αλαζονεία): Η χαρά είναι καλλιτέχνις- πάει μόνο σε όσους ξέρουν να τν τραγουδούν. Και το τραγούδι είναι χάρισμα- μια ειδική φιλοσοφική στάση. Μέσα σ’ αυτά τα αφηγήματα ωστόσο, που προφανώς είναι κατά χρονική σειρά, παρατηρεί κανείς μια μια ωρίμανση,μια διαφοροποίηση στα συναισθήματα. Το ερώτημα «γιατί ταξιδεύω», ή μάλλον η απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα έρχεται ξανά και ξανά- για να κορυφωθεί στο τελευταίο κεφάλαιο το οποίο αφιερώνεται εξ ολοκλήρου.
· Σ’ όλα μου τα ταξίδια αισθάνομαι ότι σκορπιέμαι κάπως (έρχεται κάποια στιγμή που το fun εξαντλείται), ότι πετάω βέλη χωρίς να ξέρω πού να σημαδέψω. Είναι όμως ωραίο να βλέπεις κάποιοι να κερδίζουν το στοίχημα. Παίρνεις κουράγιο, παίρνεις πίστη, έστω ετερόφωτη.
· Φοβάμαι ότι δεν πιστεύω ούτε καν στην ίδια τη χαρά, που επίτηδες επαναλαμβάνω χρόνια τώρα πως είναι ο μόνος σκοπός και η δόξα της ζωής- αφού συνήθως η χαρά γεννιέται από γελοίους λόγους.
· Έχω φορτώσει πολύ, και πολύ θα’ θελα κι εγώ να αδειάσω. Το είπα χαριτολογώντας, αλλά το εννοώ. Έχω χορτάσει από περιποιημένους τρόπους και διαβολική ευφυΐα και φλυαρίες- χρειάζομαι την αμνήμονα στέγνια της Αραβίας, που τελικά δεν είναι αμνήμων, αλλά λακωνική και αρχαία όσο και τα άστρα- αυτά τα άστρα απόψε.
· Γιατί ταξιδεύω; Πολλές φορές αναρωτήθηκα (…) κατ’ αρχάς γιατί είμαι περίεργος/ έπειτα εκλιπαρώ να μου συμβεί κάποιο θαύμα. Να στρίψω σε μια γωνιά του δρόμου και να δω αγγέλους/ παλιά πίστευα ότι ταξιδεύω από ανία. Ή από μια τάση φυγής, όταν σφίγγουν τα πράγματα. Άλλοι νομίζουν ότι ταξιδεύω όπως οι ηδονοθήρες του Grand Tour. Αλλά τίποτα απ’ αυτά δε συμβαίνει πια.
· Έπειτα από λίγο το είχα καταλάβει: σε όλα τα μήκη και πλάτη του κόσμου οι άνθρωποι είναι φτιαγμένοι από το ίδιο υλικό- ο ήλιος, ο πλούτος και η θρησκεία απλώς τους αλλάζουν το στάιλινγκ. Γιατί λοιπόν εξακολουθώ να ταξιδεύω;
· Ο κάθε άνθρωπος είναι ένα ταξίδι σ’ αυτό που ήταν. Ένα ταξίδι πίσω στο χώμα του. Ένα ταξίδι πίσω στο χώμα.

Χριστίνα Παπαγγελή


Τετάρτη, Απριλίου 15, 2009

Στον κήπο του Επίκουρου, Ίρβιν Γιάλομ

«Μολονότι η σωματική διάσταση του θανάτου μάς καταστρέφει, η ιδέα (=όψη, θέαση) του θανάτου μάς σώζει», φαίνεται να είναι η βασική «φιλοσοφία» αυτού του βιβλίου του Γιάλομ που, προκειμένου να διερευνήσει το άγχος του θανάτου, ανατρέχει στην «ιατρική φιλοσοφία» του Επίκουρου. Τον Επίκουρο αναγνωρίζει ως τον πρώτο υπαρξιακό ψυχοθεραπευτή, θεωρώντας όπως κι εκείνος, ότι η ρίζα του κακού στην ανθρώπινη δυστυχία είναι ο αδιάλειπτός μας φόβος για τον θάνατο.
Ο φόβος του θανάτου φυσιολογικά λειτουργεί από τα έξι περίπου χρόνια αλλά οπωσδήποτε, στη διάρκεια της ζωής του ανθρώπου έχει κορυφώσεις και υφέσεις, για να «εγκατασταθεί» στη σκέψη μας στις τελευταίες δεκαετίες της ζωής μας.
Δεν είναι εύκολο να ζει κανείς κάθε στιγμή έχοντας ολοκληρωτική συνείδηση του θανάτου. Είναι σα να προσπαθείς να γυρίσεις τα μάτια σου στον ήλιο: για πολύ λίγο μπορεί να τ’ αντέξεις. Το «άγχος θανάτου» είναι πάντα παρόν, αλλά ο Γιάλομ πιστεύει ότι ο άνθρωπος μπορεί ν’ αναπτύξει δυνάμεις και να συγκροτήσει έτσι τη συνείδησή του ώστε να το αντιμετωπίσει· πιστεύει επίσης στη θεραπευτική βοήθεια που μπορεί να προσφέρει η ψυχοθεραπεία. Πολλές φορές π.χ. ο φόβος είναι συγκαλυμμένος και παρουσιάζεται με διάφορες απροσδόκητες μορφές, τις οποίες μπορούμε ν’ αναγνωρίσουμε, ή υπάρχουν εμπειρίες «αφυπνιστικές», που ωθούν τον άνθρωπο σε μια ζωή πιο πλήρη:
Σελ. 45:
Ο Χάιντεγκερ πρότεινε δυο τρόπους ύπαρξης: τον καθημερινό τρόπο και τον οντολογικό τρόπο. Στον καθημερινό μας τρόπο είμαστε εντελώς απορροφημένοι από το περιβάλλον μας και απορούμε για το π ώ ς είναι τα πράγματα στον κόσμο. Στον οντολογικό τρόπο αντίθετα εστιάζουμε την προσοχή μας και αξιολογούμε το θαύμα της «ύπαρξης» αυτό καθεαυτό, και απορούμε που τα π ρ ά γ μ α τ α ε ί ν α ι, π ο υ ε μ ε ί ς ε ί μ α σ τ ε (…) Στον οντολογικό τρόπο όχι μόνο έχουμε μεγαλύτερη επίγνωση της ύπαρξης, της θνητότητας και των άλλων απαρασάλευτων χαρακτηριστικών της ζωής αλλά και μεγαλύτερο άγχος και είμαστε πιο έτοιμοι να προχωρήσουμε σε σημαντικές αλλαγές. Παρακινούμαστε να αναλάβουμε τη θεμελιώδη ευθύνη μας να κατασκευάσουμε μια αυθεντική ζωή κλπ. κλπ.

…γιατί, όπως λέει σε άλλο σημείο του βιβλίου,

πεθαίνεις τόσο άσχημα επειδή έζησες τόσο άσχημα

Δεν πρόκειται για μυθιστόρημα, όπως κάποια από τα προηγούμενα έργα του Γιάλομ, αλλά ούτε για βιβλίο θεωρητικό. Με βάση κάποιες γενικές διαπιστώσεις ή φιλοσοφικές στάσεις (εφόσον το θέμα του θανάτου είναι κατεξοχήν θέμα που απασχόλησε τη φιλοσοφία) ο συγγραφέας περιγράφει και σχολιάζει κλινικές περιπτώσεις που στηρίζουν το βασικό πυρήνα της θεωρίας. Έτσι, συγκεκριμενοποιείται ο «πανικός του θανάτου», βλέπουμε μέσα από εξατομικευμένα περιστατικά πολλές διαφορετικές οπτικές και συναισθήματα. Η δομή του βιβλίου είναι ξεκάθαρη, και μάλιστα μας προετοιμάζει ο ίδιος ο Γιάλομ για τις θεματικές ενότητες που θα ακολουθήσουν, ήδη από τις πρώτες σελίδες. Άλλωστε οι τίτλοι των επί μέρους κεφαλαίων είναι οδηγοί για το περιεχόμενο, όπως «το άγχος για το τίποτα είναι στην πραγματικότητα άγχος για το θάνατο», «το πένθος/τα ορόσημα της ζωής/τα όνειρα/το τέλος της θεραπείας κ.α. ως αφυπνιστικές εμπειρίες», «το φαινόμενο των κυματισμών εν δράσει» κ.α.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον και ουσιαστική στήριξη προσφέρει το 3ο κεφάλαιο, «Η δύναμη των ιδεών», όπως το υποκεφάλαιο «Ο Επίκουρος και η άχρονη σοφία του». Πέρα όμως από το γνωστό «τρίπτυχο» του Επίκουρου σχετικά με το θάνατο (η θνητότητα της ψυχής, το υπέρτατο τίποτα του θανάτου, το επιχείρημα της συμμετρίας/μετά το θάνατο-πριν τη γέννηση) παρατίθενται και στοχασμοί κι άλλων μεγάλων διανοητών, του Νίτσε, του Σοπενχάουερ κ.α. Όπως γράφει και στο βιβλίο, «μερικές γραμμές γεμάτες ουσία ή ένα απόφθεγμα γραμμένο από έναν φιλόσοφο ή κάποιον άλλον στοχαστή μπορούν πολλές φορές να μας βοηθήσουν να κάνουμε ωφέλιμες σκέψεις γύρω από το δικό μας άγχος θανάτου και τον τρόπο με τον οποίο εμείς πραγματώνουμε τη ζωή μας».
Τέτοιες φράσεις:
«Οι επιλογές αποκλείουν», στο μυθιστόρημα του John Gardner Γκρέντελ (είναι ο αφανής λόγος για το οποίο πολλοί άνθρωποι αποδιοργανώνονται μπροστά στην αναγκαιότητα να πάρουν μιαν απόφαση/ για κάθε ναι πρέπει να ειπωθεί ένα όχι και κάθε θετική επιλογή σημαίνει ότι είσαι υποχρεωμένος να παραιτηθείς από άλλες). Έτσι διστάζεις να «ζήσεις» προκειμένου να μη χάσεις οριστικά κάποιες άλλες ευκαιρίες.
«Όταν είμαστε κουρασμένοι μας επιτίθενται ιδέες τις οποίες είχαμε πριν από πολύ καιρό κατατροπώσει» (Νίτσε)
«Να ξαναζείς μια πανομοιότυπη ζωή πάλι και πάλι στους αιώνες των αιώνων», στο «Τάδε έφη Ζαρατούστρα» του Νίτσε. Πρόκειται για την ιδέα της «αιώνιας επανάληψης», ή της «αιώνιας επιστροφής», που ο Νίτσε θεωρεί την πιο «μεγαλόπνοη σκέψη του», κατά τον Γιάλομ. (Η ιδέα ότι θα ξαναζείς πανομοιότυπη τη ζωή σου πάλι και πάλι στους αιώνες των αιώνων μπορεί να είναι συνταρακτική, μπορεί να είναι και ένα είδος μικρής θεραπείας υπαρξιακού συγκλονισμού. Λειτουργεί συχνά σαν ένα διανοητικό πείραμα που μπορεί να μας συνεφέρει, να μας οδηγήσει ν’ αναλογιστούμε σοβαρά πώς πραγματικά ζούμε). Στο ίδιο πνεύμα της σκέψης του Νίτσε: Καμιά θετική αλλαγή δε μπορεί να επέλθει στη ζωή μας, όσο παραμένουμε προσκολλημένοι στη σκέψη ότι ο λόγος που δε ζούμε καλά βρίσκεται έξω από εμάς τους ίδιους.
«Γίνε αυτός που είσαι», φράση που αποδίδεται στο Νίτσε και προβληματισμός που έχει ήδη απασχολήσει τον Αριστοτέλη, τον Σπινόζα, τον Λάιμπνιτς, τον Γκαίτε, τον Ίψεν, την Karen Horney κ.α. φτάνοντας στη σύγχρονη έννοια της αυτοπραγμάτωσης. «Ανάλωσε τη ζωή σου» και «πέθανε τη σωστή στιγμή», συναφείς φράσεις του Νίτσε.
«Ό, τι δε με σκοτώνει με κάνει πιο δυνατό» του Νίτσε και
«Ορισμένοι άνθρωποι αρνούνται το δάνειο της ζωής, για ν’ αποφύγουν το χρέος του θανάτου», φράση του Otto Rank, που αντικατοπτρίζει το ότι ορισμένοι άνθρωποι αποφεύγουν να ζήσουν, ν’ αγαπήσουν, να απολαύσουν επειδή τους τρομοκρατεί η ιδέα ότι θα χάσουν πάρα πολλά.
Τέλος, με βάση μια τριάδα δοκιμίων που έγραψε ο Σοπενάουερ, σημασία δεν έχει «αυτό που κατέχουμε», ούτε βέβαια «αυτό που αντιπροσωπεύουμε στα μάτια των άλλων» αλλά «αυτό που είμαστε». Η ποιότητα της ζωής μας προσδιορίζεται από το πώς ερμηνεύουμε τις εμπειρίες μας, όχι από τις ίδιες τις εμπειρίες, ένα θεραπευτικό δόγμα που ανάγεται στην αρχαιότητα.
Όλες αυτές οι σκέψεις δεν παρατίθενται μόνο με διδακτικό και αποφθεγματικό χαρακτήρα (πράγμα που είναι ελαφρώς απωθητικό), αλλά με πολλά παραδείγματα από την ψυχοθεραπευτική εμπειρία του Γιάλομ. Άλλωστε, όπως λέει και ο ίδιος στο τέλος αυτού, του τρίτου κεφαλαίου, "η δύναμη όλων αυτών των ιδεών ενισχύεται από ένα άλλο στοιχείο, τη στενή σύνδεση με τους άλλους ανθρώπους". Η ανθρώπινη μοναξιά μπορεί να είναι διαπροσωπική αλλά και υπαρξιακή. Η δεύτερη μορφή μοναξιάς, η υπαρξιακή απομόνωση είναι πιο βαθιά και πηγάζει από το αγεφύρωτο χάσμα ανάμεσα στο άτομο και τους άλλους ανθρώπους. Το χάσμα αυτό είναι συνέπεια όχι μόνο του γεγονότος ότι ο κάθε άνθρωπος βρίσκεται πεταμένος μόνος του μέσα στην ύπαρξη κι είναι υποχρεωμένος να βγει απ’ αυτήν μόνος, αλλά προκύπτει από το γεγονός πως ο καθένας από μας κατοικεί έναν κόσμο, τον οποίο γνωρίζει πλήρως μόνο ο εαυτός μας.
Ο Γιάλομ, ως υπαρξιακός ψυχοθεραπευτής αναγνωρίζει ως σημαντικό «εργαλείο» για ν’ αντέξει κανείς το «πιο μοναχικό γεγονός της ζωής, το θάνατο», την ενσυναίσθηση, αυτό που μας επιτρέπει να αισθανθούμε, σ’ ένα βαθύτερο επίπεδο, αυτό που αισθάνεται κάποιος άλλος. Όπως γράφει στη σελ. 134, η προθυμία να βιώσουμε τη δική μας οδύνη σε συμφωνία με τον άλλον έχει αποτελέσει μέρος των ιαματικών παραδόσεων, κοσμικών, και θρησκευτικών, εδώ και αιώνες.
Ο Γιάλομ αναγνωρίζει ότι λίγα ψυχοθεραπευτικά συστήματα ασχολούνται με το αμήχανο θέμα του άγχους του θανάτου· η τρέχουσα αντίληψη είναι ότι θα πρέπει κανείς να ζει μια θλιβερή ζωή όταν ασχολείται τόσο πολύ με τόσο σκοτεινά ζητήματα (…και προσπαθώ να μεταδώσω ξανά το μήνυμα ότι το να κοιτάξεις κατάματα τον θάνατο, διαλύει κάθε τι μακάβριο). Έτσι, αφού αφιερώνει ένα κεφάλαιο εξομολογούμενος τη δική του, προσωπική αναμέτρηση με το άγχος του θανάτου, απευθύνεται στους ψυχοθεραπευτές για να τονίσει ότι η ανθρώπινη απόγνωση δεν πηγάζει μόνο από απωθημένα ένστικτα, διαταραγμένους τρόπους σκέψης, τραυματικές μνήμες κλπ. αλλά και από μια κατά πρόσωπο συνάντηση με την ύπαρξή μας. ξεκαθαρίζει λοιπόν τις βασικές του θέσεις ότι η υπαρξιακή του κοσμοθεωρία βασίζεται στον ορθολογισμό, απέχει από τις υπερφυσικές πίστεις (εδώ έχει ενδιαφέρον η διαλεκτική σύγκρουση του Γιάλομ με τον πολύ θρήσκο Τζέημς, που τον ρωτά «πώς μπορείς να ζεις δίχως νόημα; πώς βρίσκεις νόημα χωρίς τη θρησκεία;»)και υποστηρίζει ότι η ζωή είναι αποτέλεσμα τυχαίων γεγονότων. Ότι βρισκόμαστε πεταμένοι σ’ αυτήν την ύπαρξη μόνοι και ότι πρέπει ν’ αποφασίσει καθένας πώς να ζήσει όπως γίνεται πληρέστερα. Στην ψυχοθεραπευτική του μέθοδο μεγάλη σημασία έχει το «εδώ και τώρα», και αναδεικνύεται αυτό με πολλά παραδείγματα. Τον πόνο και τη μοναξιά του τελευταίου ταξιδιού μπορεί να τον απαλύνει και η πεποίθηση ότι ένας άνθρωπος μπορεί να συνεχίσει να ζει μέσα από τις αξίες του, τις πράξεις του και τις συνέπειές τους ακόμα κι όταν έχει αποχωρήσει από τη ζωή (δεν μπορείς να πάρεις απ’ αυτόν τον κόσμο τίποτα απ’ όσα σου δόθηκαν. Μπορείς να πάρεις μαζί σου μόνο όσα έδωσες). Αυτή η θετική επίδραση στους άλλους, που διατηρείται και μετά θάνατον, ονομάζεται από τον Γιάλομ «κυματισμοί».
Έτσι, βλέπουμε ότι στην εποχή μας, όπου ατονεί η συλλογικότητα, η τελετουργικότητα, η άμεση αναφορά στο θάνατο, στους νεκρούς, το θρηκευτικό συναίσθημα κλπ. (στοιχεία που «λειτουργούσαν» στο παρελθόν μέσα από δημοτικά τραγούδια, αναπαραστάσεις, μοιρολόγια ή διάφορα έθιμα), το ρόλο της ενσυναίσθησης- το μόνο ίσως παρήγορο στήριγμα στην αμετάκλητη μοναξιά μπροστά στο θάνατο- τον παίζουν σιγά σιγά οι ομάδες, τα κέντρα θεραπείας, οι διαδικτυακές ομάδες και οι ειδικοί επαγγελματίες.
Τελειώνω την αναφορά μου στο πολύ ενδιαφέρον αυτό βιβλίο με μια μαρτυρία που με συγκίνησε, της Άλις (σελ 137) που, παρόλες τις ψυχοθεραπευτικές μεθόδους, δε φαινόταν να μπορούσε να απαλύνει το παραλυτικό άγχος τής ιδέας του θανάτου. Ο πανικός της Άλις απροσδόκητα υποχώρησε μετά από την «εκτονωτική» συνεδρία γιατί τη βοήθησε η παρουσία και η ενσυναίσθηση του Γιάλομ. Ωστόσο, οι κουβέντες της είναι χαρακτηριστικές της απόγνωσης και της αδυναμίας για παρηγοριά: (Θέλεις να μάθεις τι φοβάμαι; Είναι απλό: δεν είμαι πια εγώ!/Με κυκλώνει ο θάνατος, ο θάνατος είναι παντού/ μου έρχεται να ουρλιάξω/ το αίσθημα αυτό είναι πάρα πολύ δυνατό, Ίρβ, δε μπορούν να το λυγίσουν οι ιδέες. Δεν το αγγίζουν καν/ αυτός ο τρόμος με πνίγει/είναι μια απειλή που δεν μπορώ να την ονομάσω/απλώς δε θέλω ν’ αφήσω τη ζωή/ θέλω να είμαι εδώ )

Γιατί, όπως παραφράζει κι ο Γούντυ Άλλεν τη θέση του Επίκουρου,
«Δεν φοβάμαι τον θάνατο, απλώς δε θέλω να είμαι εκεί όταν θα έρθει»

Χριστίνα Παπαγγελή

Παρασκευή, Απριλίου 10, 2009

Η πλατιά θάλασσα των Σαργασσών, Τζην Ρυς

Όλα προοιωνίζονταν ξωτικά στο βιβλίο αυτό, και πιο πολύ ο …τίτλος που αναφέρεται στη θάλασσα των Σαργασσών στον ατλαντικό ωκεανό, γνωστή σε μένα μόνο από το ποίημα του Καββαδία «Μαρέα» (!)
Γραμμένο από Δομινικανή στα τέλη του 19ου αι., κόρη κρεολής και Ουαλού, με πολύ ταραχώδη και καλλιτεχνικό βίο, μου τράβηξε το ενδιαφέρον η τόλμη –για την εποχή- και η πρωτοτυπία της σύλληψης: η συγγραφέας Τζην Ρυς θέλησε να «αποκαταστήσει» μια αδικημένη μυθιστορηματική ηρωίδα, τη γυναίκα του Ρότσεστερ, την Μπέρθα, στο έργο της Σαρλότ Μπροντέ «Τζέην Έυρ»! Όπως σημειώνει κι η ίδια, πάντα την ενδιέφερε η τρελή πρώτη σύζυγος του Ρότσεστερ γιατί πίστευε ότι η Σαρλότ Μπροντέ είχε ένα είδος προκατάληψης έναντι των Δυτικών Ινδιών, γι’ αυτό και παρουσίασε ως τέρας τη γυναίκα αυτή. Έτσι, η Τζην Ρυς γράφει αυτό το βιβλίο από την οπτική γωνία της ηρωίδας (εκείνη αφηγείται και στο μεγαλύτερο μέρος) δίνοντάς της μάλιστα άλλο όνομα, το οποίο εν συνεχεία υποτίθεται ότι άλλαξε βάναυσα ο Άγγλος σύζυγός της.
Η συγγραφέας μάς μεταφέρει με αδρές γραμμές το πνεύμα στη Τζαμάικα- και όλου του συμπλέγματος των νησιών αυτών της Καραϊβικής- όπου ζει και μεγαλώνει η ηρωίδα της, Αντουανέτ, ξένη ανάμεσα σε λευκούς, μιγάδες και μαύρους, μέσα σε μια περίοδο ταραχών λόγω της αγγλικής κατοχής. Δεν ανήκει στους λευκούς οι οποίοι ποτέ δε δέχτηκαν την κρεολή μητέρα της, δεν τη δέχονται όμως και οι ντόπιοι:
Σελ.40:
Οι μαύροι δε μας μισούσαν και τόσο πολύ όταν ήμασταν φτωχοί (πριν η μητέρα της παντρευτεί λευκό). Ήμασταν λευκοί αλλά δεν το είχαμε σκάσει και σύντομα θα πεθαίναμε γιατί δε μας είχαν μείνει καθόλου λεφτά. Είχαμε κάτι να μας μισούν;
Τώρα το μίσος είχε ξαναρχίσει, και χειρότερα από πριν, η μητέρα μου το ξέρει αλλά δε μπορεί να το πιστέψει.
Σελ. 116:
Ήταν ένα τραγούδι για μια άσπρη κατσαρίδα. Αυτή είμαι εγώ. Έτσι αποκαλούν όλους εμάς που ήμασταν εδώ πριν οι δικοί τους στην Αφρική τους πουλήσουν στους δουλέμπορους. Και άκουσα και κάποιες αγγλίδες να μας αποκαλούν λευκούς νέγρους. Γι΄ αυτό κι εγώ, που βρίσκομαι ανάμεσα σ’ αυτούς και σε σας, αναρωτιέμαι για το ποια είμαι και πού είναι η πατρίδα μου και πολύ ανήκω και για ποιο λόγο γεννήθηκα τελικά.
Σιωπηλή, νωχελική, απόμακρη η ηρωίδα, με μόνη της συντροφιά τη μαύρη νταντά της Κριστοφίν, φορέα του πνεύματος της ντόπιας παράδοσης (μάγια, βασκανίες κλπ.), δίνει με ποιητικές πινελιές την ατμόσφαιρα της ζωής της στο πρώτο μέρος του βιβλίου. Στη συνέχεια, την «πουλάνε» στον κ. Ρότσετστερ, ο οποίος ποτέ δεν την αγάπησε. Θαμπωμένος για ένα διάστημα από τη ομορφιά της (όλη τη μέρα ήταν σαν όλα τα κορίτσια, χαμογελούσε στον εαυτό της μέσα στον καθρέφτη της, προσπαθούσε να μου μάθει τα τραγούδια της, αυτά που με στοίχειωναν), γρήγορα ενέδωσε στις συκοφαντίες και τα κουτσομπολιά σε βάρος της, ότι δηλαδή η μητέρα της νεαρής συζύγου του καθώς και ο αδερφός της πάσχουν από ψυχασθένεια, επομένως έχει κληρονομική προδιάθεση στην τρέλα. Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου βλέπουμε την οπτική γωνία του Ρίτσαρντ, ο οποίος κάνει κάποιες φιλότιμες προσπάθειες αρχικά να την καταλάβει, αλλά δυσκολεύεται να προσαρμοστεί στο ντόπιο πνεύμα και κρατά απόσταση από τη γυναίκα του. Στο τρίτο μέρος, την αφήγηση αναλαμβάνει ξανά η Αντουανέτ, αυτή τη φορά από τη σοφίτα του σπιτιού στην Αγγλία, όπου είναι έγκλειστη. Από δω συνεχίζει (εν αγνοία της!) την ιστορία η Σαρλότ Μπροντέ.
Κάπως χαλαρή η συνοχή στο βιβλίο και χωρίς δραματικότητα ή έντονα πάθη. Στις τελευταίες σελίδες μόνο βλέπουμε κάτι από την εσωτερική σύγκρουση των ηρώων, όπως τα αντιφατικά συναισθήματα του Ρίτσαρντ απέναντι στην όμορφη γυναίκα του, τις προσπάθειες της Αντουανέτ να τον αγαπήσει (της έκανες έρωτα, μέχρι να τη μεθύσεις, κανένα ρούμι δε θα τη μεθούσε έτσι, μέχρι να μη μπορούσε να ζει χωρίς αυτό). Το μίσος που γεννιέται μέσα της για ό, τι την παίρνει μακριά από τον τόπο με τον οποίο είναι δεμένες οι αναμνήσεις της, μίσος που γεννά την ψυχρότητα, την αδιαφορία, την τρέλα (το είπα και την κοίταξα διακρίνοντας το μίσος στα μάτια της και νιώθοντας το δικό μου μίσος να αναβλύζει για να συναντήσει το δικό της. Γι άλλη μια φορά η ιλιγγιώδης αλλαγή, η ανάμνηση, η ναυτία που συνοδεύει την επιστροφή του μίσους). Τέλος, στο τρίτο και μικρότερο μέρος παρακολουθούμε τις ασύνδετες σκέψεις της παράφρονος πλέον ηρωίδας που το σκάει από τη σοφίτα και μέσα σ’ ένα παραλήρημα βάζει φωτιά στις κουρτίνες του σπιτιού (δηλαδή έχουμε τη γνωστή σκηνή από το «Τζέην Έυρ»).[1]
Όλα αυτά είναι δοσμένα με μια ποιητικότητα θα έλεγε κανείς ιμπρεσσιονισική. Πινελιές ποίησης:
Σελ. 69:
Ήταν όπως εκείνο το πρωί που είχα βρει το νεκρό άλογο. Μην πεις τίποτα και τότε μπορεί να μην είναι αλήθεια.

Σελ. 90:
«Αληθεύει», ρώτησε, «πως η Αγγλία μοιάζει με όνειρο»;
«Λοιπόν» απάντησα ενοχλημένος, «έτσι περίπου μοιάζει και το δικό σου όμορφο νησί σε μένα, αρκετά εξωπραγματικό και ονειρικό».
«Ναι, αλλά πώς γίνεται να είναι εξωπραγματικά τα ποτάμια, τα βουνά, η θάλασσα
«Και πώς γίνεται τα εκατομμύρια ανθρώπων, τα σπίτια τους και οι δρόμοι τους να είναι εξωπραγματικά;»
«Ευκολότερο», είπε, πολύ ευκολότερο. Είναι φυσικό μια μεγάλη πόλη να μοιάζει με όνειρο».
«Όχι, αυτό εδώ είναι εξωπραγματικό και σαν όνειρο».

Σελ. 96 (για την Κριστοφίν):
«Αναμφίβολα είναι άξια γυναίκα. Αλλά δεν μπορώ να πω πως μου αρέσει ο τρόπος που μιλάει. Και δείχνει τόσο τεμπέλα. Τριγυρίζει χασομερώντας».
«Έχεις άδικο, για άλλη μια φορά. Δείχνει αργή, αλλά όλες οι κινήσεις της είναι σωστές, οπότε στο τέλος το αποτέλεσμα είναι γρήγορο».

Η Τζην Ρυς μέσα σ’ αυτό το βιβλίο θίγει ένα ενδιαφέρον κοινωνικό θέμα, τη ρευστή κοινωνική κατάσταση στις αποικίες για τους λευκούς δεύτερης και τρίτης γενιάς, και ιδιαίτερα τη μοίρα των κρεολών, κληρονόμων συνήθως μιας μεγάλης περιουσίας που μετά την απελευθέρωση αυτών των περιοχών μένουν χωρίς πατρίδα και βιώνουν ένα μίσος για τους λευκούς αλλά και για τους ντόπιους, παράλληλα με μια μεγάλη νοσταλγία για τον τόπο όπου μεγάλωσαν. Θέλησε να υποδείξει ότι αυτή η ρομαντική ιστορία του Ρότσεστερ που παντρεύτηκε στο τέλος την Τζέην Έυρ κρύβει πίσω της τη δυστυχία ενός ανθρώπου που έχασε σταδιακά τη χαρά της, την ομορφιά της, τα λεφτά της, την αγάπη, μέχρι και το … όνομά της. Που οδηγήθηκε μοιραία στη σκλαβιά και την τρέλα. Όπως έχει τονίσει και η Penny Boumelha[2], «Όταν η Τζην Ρυς άρχισε να γράφει για να δικαιώσει «την τρελή», έδωσε έμφαση στο ρόλο της ως «το κληροδότημα του ιμπεριαλισμού που φωλιάζει κρυμμένο στην καρδιά του κάστρου κάθε Άγγλου τζέντλεμαν».
Είναι έξυπνη η σύλληψη και αρκετά ποιητικό το ύφος, αλλά δε μπορώ να πω ότι με συνάρπασε.

[1] Πολύ αναλυτική και κατατοπιστική η παρουσίαση του βιβλίου από τον librofilo εδώ
[2] Εισαγωγή στο βιβλίο, του Hilary Jenkins

Χριστίνα Παπαγγελή

Τρίτη, Απριλίου 07, 2009

1356 λέξεις για τις ταυτότητες στη Μακεδονία, συλλογικό έργο

Τα προβλήματα ή καλύτερα οι νέες συνθήκες που διαμορφώνονται στις σύγχρονες κοινωνίες διέπονται από το χαρακτηριστικό της πολύ-πολιτισμικότητας της οποίας οι φορείς αναμειγνύονται μεταξύ τους και συνυπάρχουν στα πλαίσια του ίδιου εθνικού κράτους. Αυτές οι συνθήκες συνύπαρξης έχουν τον ιδεολογικό αντίκτυπο και θέτουν επιτακτικά το ζήτημα του προσδιορισμού ή του αυτοπροσδιορισμού της ταυτότητας.

Αν το ζήτημα των ταυτοτήτων τεθεί ως ζήτημα εθνικής ταυτότητας τότε η ιστορία καλύπτει το σύνολο του 20ου αιώνα και κυρίως από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο και μετά. Τα κριτήρια της εθνικής ταυτότητας σε πολλές περιπτώσεις αποδείχθηκαν ανεπαρκή και σχετικά αφήνοντας ως μόνο αναμφισβήτητο αυτό του αυτοπροσδιορισμού. Και αυτό όμως πολλές φορές δεν αναγνωρίστηκε ως δικαίωμα, κυρίως όταν αφορούσε τις μειονότητες.

Σήμερα οι πιέσεις που ασκούνται είναι μεγαλύτερες επειδή η ομοιογένεια των εθνικών κρατών έχει διαταραχθεί εξαιτίας της έλευσης προσφύγων και οικονομικών μεταναστών στις χώρες της Δύσης και στην Ελλάδα. Η έννοια της εθνικής ταυτότητας – ιδωμένη στατικά – δέχεται πιέσεις που την καθιστούν ξεπερασμένη, αναχρονιστική. Η λύση που παρουσιάζεται δεν είναι καινούργια, έρχεται από την αρχαιότητα με τη ρήση του Ισοκράτη ότι Έλληνες είναι οι μετέχοντες της ελληνικής παιδείας (μάλλον Έλληνας καλείσθαι τους της παιδεύσεως της ημετέρας, Ισοκράτους Πανηγυρικός, παρ. 50)

Εδώ τίθεται ξανά το ζήτημα με αριστοτελικό τρόπο, δηλαδή θα πρέπει να διερευνήσουμε το βάθος και το πλάτος της έννοιας εθνική ταυτότητα και ίσως πρέπει να θέσουμε το ζήτημα της ευρωπαϊκής ταυτότητας. Συνήθη χαρακτηριστικά που αποδίδονταν στην εθνική ταυτότητα ήταν (και είναι σε ένα βαθμό) η γλώσσα, η θρησκεία, τα έθιμα, η καταγωγή κλπ (σχετικά με αυτό είναι ενδιαφέρουσα η παρουσίαση του βιβλίου της Ελπίδας Κ. Βόγλη, «Έλληνες το γένος» (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης). Όμως καθένα από αυτά αίρεται όταν έχουμε περιπτώσεις όπως οι παλινοστούντες – που δε γεννήθηκαν στην Ελλάδα, οι θρησκευτικά αλλόδοξοι των Κυκλάδων – που δεν υιοθετούν το Ορθόδοξο δόγμα, οι μετανάστες δεύτερης και τρίτης γενιάς στην Αμερική, την Ευρώπη ή αλλού – που δε γνωρίζουν την ελληνική γλώσσα, κλπ.

Μειώνοντας το βάθος, δηλαδή τα χαρακτηριστικά που απαιτούνται για να προσδιορίσουμε κάποιον με την έννοια της εθνικής ταυτότητας, αυτομάτως, αυξάνουμε το πλάτος της, μπορούμε δηλαδή να συμπεριλάβουμε περισσότερες πληθυσμιακές ομάδες που παρουσιάζονται πολιτισμικά και εθνοτικά διαφοροποιημένες. Αρκεί να έχουν την απαιτούμενη παιδεία ώστε να αυτοπροσδιορίζονται εθνικά με έναν συγκεκριμένο τρόπο.

Στο περιθώριο (ή στο κέντρο;) αυτής της συζήτησης έχει ενδιαφέρον να μελετήσουμε τη γένεση της ευρωπαϊκής ταυτότητας. Αυτό θα μας οδηγούσε σε μεγάλη κουβέντα, αλλά νομίζω ότι όλη η προσπάθεια συγκρότησης ευρωπαϊκής ταυτότητας γίνεται γύρω από την υιοθέτηση ορισμένων εννοιών - αξιών όπως η δημοκρατία ή τα δικαιώματα των μειονοτήτων. Κάτι τέτοιο αμβλύνει την έννοια «ευρωπαίος» και επιτρέπει την ένταξη σε αυτή ομάδων με διαφορετικό χρώμα, διαφορετική μητρική γλώσσα από αυτές των ευρωπαϊκών, διαφορετικών τελικά εθνοτικών ομάδων.

Αυτή η ευρωπαϊκή πρακτική πιέζει και την πρακτική των κρατών σχετικά με την έννοια της εθνικής ταυτότητας τα χαρακτηριστικά της οποίας ορίζει το καθένα. Διαμορφώνονται και δυναμικοί συσχετισμοί μεταξύ των μειονοτικών πολιτισμικών χαρακτηριστικών, των εθνοτικών και εθνικών ταυτοτήτων ως συνέπεια των συσχετισμών μεταξύ εθνικών ταυτοτήτων και της ευρωπαϊκής ταυτότητας.

Νομίζω ότι η διεθνής κοινότητα ήδη τοποθετείται σχετικά με αυτά τα ζητήματα για παράδειγμα στη Διάσκεψη για την Ανθρώπινη Διάσταση, Κοπεγχάγη 1990, στη Συνάντηση της Γενεύης του 1991 και του Ελσίνκι 1992. Ενδεικτικά μπορεί να δει κανείς τους συνδέσμους 1.http://www.lawnet.gr/pages/eofn/2/meion.asp,
2.http://www.greekhelsinki.gr/bhr/greek/articles_2002/pr_30_03_02.doc
και 3. http://archive.enet.gr/1999/08/02/on-line/stiles/analisi.htm

Νομίζω ότι σε αυτά τα πλαίσια πρέπει να μελετήσουμε το συγκεκριμένο βιβλίο ή προς αυτά θα οδηγηθούμε.

Το βιβλίο είναι μια πολυεπίπεδη και πολύπλευρη προσέγγιση του ζητήματος των ταυτοτήτων στην Μακεδονία Πιο συγκεκριμένα είναι προσέγγιση στον προσδιορισμό και αυτοπροσδιορισμού των ντόπιων κατοίκων, στην ιστορική, κοινωνική, πολιτική, εθνοτική, πολιτισμική διάσταση των ταυτοτήτων και στις εκφάνσεις που αυτή αποκτά ως ψήφος, ως αντιπαράθεση με κατοίκους που προσδιορίζονται διαφορετικά (όπως οι πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν μετά το 1922 στη Μακεδονία), ως πολιτική και πολιτιστική δραστηριότητα, κλπ. Κοιτά με τόλμη την πραγματικότητα στην ελληνική Μακεδονία και προσπαθεί να ανταποκριθεί στις σύγχρονες συνθήκες που διαμορφώνονται διεθνώς και αφορούν τόσο την επιστήμη της ιστορίας όσο και τη θέση ομάδων ή μειονοτήτων με πολιτισμικά χαρακτηριστικά διαφορετικά από τα κυρίαρχα στα πλαίσια μιας επικράτειας. Έτσι διερευνώνται πολύπλευρα τα χαρακτηριστικά εκείνα που διαφοροποίησαν ή διαφοροποιούν ακόμη ομάδες δίγλωσσων/σλαβόφωνων κατοίκων της ελληνικής Μακεδονίας.

Το βιβλίο χαρακτηρίζεται από νηφάλια και αποστασιοποιημένη προσπάθεια να προσεγγίσει όλα αυτά τα φλέγοντα και συγκινησιακά φορτισμένα θέματα και από μια γλώσσα ιδιαίτερα προσεγμένη. Η χρήση ορολογίας είναι ιδιαίτερα προσεκτική, αφού όπως επισημαίνεται και στην εισαγωγή του Β. Γούναρη οι όροι που κατά καιρούς χρησιμοποιήθηκαν είναι αναγκαστικά φορτωμένοι με ιδεολογικές και πολιτικές σκοπιμότητες. Εκδόθηκε το 1997 και οι έκδοσή του στις γενικότερες συνθήκες της δεκαετίας το 1990 το καθιστά περισσότερο σημαντικό, δηλαδή εκτός από το περιεχόμενό του είναι και η κυκλοφορία του ίδιου, ως εκδοτικού συμβάντος που έχει σημασία.

Το στίγμα και τις προθέσεις του βιβλίου δίνει εξ’ αρχής ο πρόλογος του Θ. Βερέμη που καταλήγει στην αναγκαιότητα διαμόρφωσης μιας εθνικής ελληνικής συνείδησης, χωρίς τις αγκυλώσεις του παρελθόντος, μιας τέτοιας συνείδησης που θα μπορέσει να εντάξει το διαφορετικό έτσι όπως παρουσιάζεται στην πολυπολιτισμική πραγματικότητα των ημερών μας. Νομίζω ότι αποτελεί σταθμό στην εξέλιξη της επιστημονικής προσέγγισης που επιχειρείται στη χώρα μας. Κατά συνέπεια, η μελέτη του είναι απαραίτητη για τη διαμόρφωση ρεαλιστικής και σύγχρονης αντίληψης για το μακεδονικό ζήτημα.
Κάθε μία από τις οκτώ εργασίες του βιβλίου διατηρεί την αυτονομία της και όλες μαζί συγκλίνουν στο ίδιο ζήτημα της διαμόρφωσης ταυτοτήτων.

Χωρίς να υποτιμώ τις άλλες εργασίες που περιλαμβάνονται στο βιβλίο θα ήθελα να σταθώ σε τρεις. Του Βλάση Βλασίδη, «η αυτονόμηση της Μακεδονίας, από τη θεωρία στην πράξη». Παρουσιάζει το μακεδονικό ζήτημα από τα χρόνια της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου (Μάρτιος 1878). Σύμφωνα με όσα αναφέρονται το αίτημα αυτονόμησης της Μακεδονίας τίθεται για πρώτη φορά το 1876 από τον Αυστριακό αυτοκράτορα Φραγκίσκο Ιωσήφ. Το 1893 ιδρύεται η Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση (ΕΜΕΟ) της οποίας η δράση θα καθορίσει σε μεγάλο βαθμό τις εξελίξεις. Το 1895 έχουμε την ίδρυση του Ανώτατου Μακεδονικού Κομιτάτου και το 1903 τη σημαντική για τους βόρειους γείτονες εξέγερση του Ίλιντεν. Ο συγγραφέας παρακολουθεί την πολιτική και ένοπλη δράση. Αρχικά η ΕΜΕΟ ήταν προσανατολισμένη στην αυτονομία της Μακεδονίας. Το κομιτάτο όμως στόχευε στην ενσωμάτωση της στο Βουλγαρικό κράτος. Η ΕΜΕΟ διασπάστηκε και έτσι άφησε ελεύθερο πεδίο για να εμφανιστούν και ένοπλα ελληνικά σώματα στη Μακεδονία που αποτελούσε, ακόμη, μέρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Είναι ξεχωριστά ενδιαφέρουσα αυτή η πρώτη φάση του Μακεδονικού ζητήματος γιατί συνήθως επικεντρώνουμε την προσοχή μας στην μεταπολεμική περίοδο.

Ο Ιάκωβος Μιχαηλίδης μελετά τις σχέσεις Σλαβόφωνων και Προσφύγων, ένα ακανθώδες θέμα. Η διαφοροποίηση των δύο πληθυσμιακών ομάδων και η αντιπαράθεσή τους εκφράζεται και πολιτικά ως τον β΄ παγκόσμιο πόλεμο. Οι πρόσφυγες ήταν προσκολλημένοι στους Φιλελεύθερους γιατί από εκεί προσδοκούσαν την αποκατάστασή τους και γιατί είχαν αντιμετωπίσει την έχθρα των «Λαϊκών» και των άλλων φιλοβασιλικών κομμάτων. Αυτή η αντιπροσφυγική πολιτική των δεύτερων έσπρωξε την πλειοψηφία των σλαβόφωνων στα δεξιά κόμματα. Ωστόσο κάποιοι από τους σλαβόφωνους συμπορεύτηκαν με το ΚΚΕ που υποστήριξε την αυτονόμηση της Μακεδονίας. Μετά τον πόλεμο και σε κάθε περίπτωση μετά την μεταπολίτευση δεν παρατηρούνται σημαντικές διαφοροποιήσεις, αν και έχουμε διαπιστωμένη τη μαζική περιχαράκωση και τη διοχέτευση των ντόπιων ψήφων προς συγκεκριμένα κάθε φορά κόμματα. Η εργασία βασίζεται στη διδακτορική διατριβή του συγγραφέα.
Για το ίδιο θέμα έχει συμπληρωματικό ενδιαφέρον ένα δημοσίευμα του Ιου στις 15/3/1998 σχετικά με την ιστορία και την αντιπαλότητα των χωριών Αγίου Παντελεήμονα και Βεγόρας.

Τρίτη εργασία αυτή του Άγγελου Χοτζίδη για την «Άρθρωση και Δομή του μειονοτικού λόγου». Μελετάται εκ των έσω η ιδεολογία που αναπτύσσουν οι σλαβόφωνοι με την έκδοση των περιοδικών «Μογλενά» και «Ζόρα». Αποτελεί προσέγγιση της πιο σύγχρονης εποχής. Η προώθηση εθνοτικών χαρακτηριστικών από το 1991 με την εμφάνιση της ΜΑΚΙΒΕ και την ευρωπαϊκή προοπτική της υπόθεσης με την οργάνωση «Ουράνιο Τόξο». Εξετάζονται το όνομα και οι ασαφείς διακηρύξεις μιας ομάδας που έχει ιδιαίτερα εθνοτικά χαρακτηριστικά αλλά όχι τα χαρακτηριστικά μιας εθνικής μειονότητας.

Κατά δεύτερο λόγο η κατάδειξη της διαφορετικότητας των σλαβόφωνων γίνεται μέσω της ιστορίας με αναφορές κυρίως στην εξέγερση του Ίλιντεν το 1903. Επίσης εξετάζεται η ξεχωριστή πολιτιστική ταυτότητά τους σε σχέση με την προσπάθεια ίδρυσης «Στέγης Μακεδονικού Πολιτισμού» στη Φλώρινα.

Σε όλα αυτά κεντρικό είναι το ζήτημα της γλώσσας και της γραφής, όπως επίσης και η κοινωνική διαφοροποίηση αφού οι ντόπιοι νιώθουν να βρίσκονται σε υποδεέστερη μοίρα συγκριτικά με τους πρόσφυγες.

Το βιβλίο κυκλοφόρησε το 1997 από τις εκδόσεις Παπαζήση

Υ.Γ. Πρόσφατα εκδόθηκε το "Μακεδονικές ταυτότητες στο χρόνο: Η διαχρονική τους πορεία".

Δευτέρα, Απριλίου 06, 2009

930 λέξεις αναλφαβητοτακτοποίητες για το τέχνη, γλώσσα και εξουσία του Μάριου Πλωρίτη

Πρόκειται για εννέα κείμενα που δημοσιεύτηκαν στο Βήμα από το 1983 και εξής. Σε αυτά ο συγγραφέας ασχολείται με τρία θέματα. Κατά πρώτο λόγο με ζητήματα τέχνης. Εξετάζει τη σχέση του καλλιτέχνη με την εξουσία, η οποία σε κάθε περίπτωση στέκεται περιφρονητική απέναντί του. Ευνοεί τους καλλιτέχνες που την υπηρετούν, αγνοεί όσους δε τη θίγουν και διώκει όσους την ενοχλούν. Ο καλλιτέχνης διεκδικεί λόγο και έκφραση, όμως η τέχνη είναι στο περιθώριο. Αυτό είναι φανερό από την απουσία της τέχνης στην Παιδεία που καθίσταται έτσι άγονη και παραγωγή ημιμάθειας. Η ανάγκη ελεύθερης έκφρασης των καλλιτεχνών είναι αδιαμφισβήτητη. Ο Πλωρίτης τεκμηριώνει τις απόψεις του με συγκεκριμένες αναφορές. Ο Μπρέχτ έγραφε: «κανένας ζωγράφος δε μπορεί να ζωγραφίσει όταν τρέμουν τα χέρια του από το φόβο για την ετυμηγορία κάποιου κομματικού αξιωματούχου». Υπερασπίζεται την ανάγκη ελευθερίας και αυτονομίας της Τέχνης με αναφορές και σε κείμενα του Τρότσκι και θεσμών του Σοβιετικού Κράτους όπου διατυπώνεται ότι η τέχνη είναι ένας χώρος από αυτούς που το κόμμα δεν πρέπει να ελέγχει. Στο ίδιο πνεύμα εξετάζει το θέμα της στράτευσης του καλλιτέχνη και της πνευματικής ελευθερίας που είναι ταυτόσημη με τη δημιουργία.

Το δεύτερο θέμα είναι η γλώσσα. Αντικρούει την κινδυνολογία για τη φτώχεια της γλώσσας. Είναι φυσικό να αχρηστεύονται και να χάνονται τύποι που δεν την υπηρετούν. Ας πούμε η απώλεια του δυικού αριθμού, της ευκτικής, της δοτικής δε συνεπάγεται πρόβλημα, αλλά είναι συνυφασμένη με την εξέλιξη της γλώσσας όπως αυτή διαμορφώνεται από το λαό που τη μιλά και τη διαμορφώνει. Το ίδιο συμβαίνει και με τα ζητήματα ορθογραφίας. Οι απλοποιήσεις της γραφής, η καθιέρωση του μονοτονικού δε βλάπτουν τη γλώσσα. Οι σχετικές κινδυνολογίες μάλλον κρύβουν άλλες σκοπιμότητες.

Από την άλλη, όμως, η γλώσσα δεν «πλουταίνει» με τη εισροή ξένων λέξεων. Στην ελληνική γλώσσα αυτό το φαινόμενο εξηγείται και από την υψηλή διάσταση που έχει η εκμάθηση ξένων γλωσσών. Βέβαια πολλές λέξεις ξένες έχουν υιοθετηθεί κατά την εξέλιξη της ελληνικής γλώσσας, λέξεις που αφομοιώθηκαν και τώρα πια δεν ξεχωρίζουν. Για το συγγραφέα το πρόβλημα υπάρχει σήμερα γιατί οι εισροή ξένων λέξεων είναι μαζική και έχουμε ταυτόχρονα παραγωγή λεκτικών τύπων με μίμηση ξενικών, όπως σπορτέξ.

Ο Πλωρίτης καταλήγει ότι είναι ευθύνη μας να φροντίζουμε το λεξιλογικό πλόυτο της γλώσσας και να μη περιοριζόμαστε στη χρήση μερικών εκατοντάδων που εξυπηρετούν οριακά την καθημερινή επικοινωνία. Δε θα πρέπει να αντιμετωπίζουμε όλες τις παλιότερες λέξεις σα νεκρές, αλλά σα ξεχασμένες. Επικαλείται τον Ψυχάρη για το δικαίωμα να αναζητά λέξεις στην αρχαία γλώσσα ώστε να καλύψει σημερινές ανάγκες. Αρκεί βέβαια να τις προσαρμόζει στο τυπικό της δημοτικής. Αν οι λέξεις αυτές ξαναπεράσουν σε γενική χρήση είναι ζήτημα που θα κρίνει το κοινό γλωσσικό αίσθημα.

Το επόμενο κείμενο είναι αυτό που εισηγήθηκε στην «ημερίδα του Μίλωνα», τον Ιανουάριο του 1895. Στη σύγκρουση απόψεων που εκφράστηκε εκεί, ο Πλωρίτης προσπαθεί να κρατήσει ίσες αποστάσεις. Αυτό, κατ’ ουσίαν, δεν είναι εφικτό. Γράφει για κακοπάθεια της Δημοτικής που οφείλεται σε αμέλεια και δόλο. Διαπιστώνει ότι η δημοτική δε μελετήθηκε όπως και όσο θα έπρεπε και αφέθηκε να οδηγηθεί σε λαϊκιστικό κράμα. Κατά δεύτερο λόγο είναι πολλοί αυτοί που κρύβουν την αμάθεια και την αγραμματοσύνη τους πίσω από τη δημοτική. Ο περιορισμός του λεξιλογίου και ο εντυπωσιασμός των νέων γλωσσικών τύπων είναι κακοποίηση της γλώσσας και είναι υποκριτικό πίσω από κηρύγματα πολιτισμού να βρίσκεται η αμέλεια και η υποτίμηση της αξίας που έχει η γλώσσα. Σε κείνη την ημερίδα, μάλλον, ο λόγος του Πλωρίτη δικαίωνε τους κινδυνολόγους νεογλωσσαμύντορες. Βέβαια, είναι φανερό ότι η πρόθεση του δεν ήταν αυτή.

Τρίτο και συναφές άμεσα με το δεύτερο θέμα είναι το ζήτημα του μαθήματος των αρχαίων ελληνικών. Η σκέψη του Πλωρίτη τεκμηριώνεται με συχνές και σαφείς αναφορές. Στο Βηλαρά, στο Γληνό, κλπ. Συμφωνεί για την «άψυχη και τυπολογική αρχαιογνωσία» που συνιστούσε το μάθημα. Αλλά νομίζω ότι κάνει ένα λογικό σφάλμα. Θεωρεί τη γλώσσα ευρύτερο πολιτισμικό αγαθό από τον αρχαίο κόσμο. Στη σελίδα 67 γράφει: «... στάθηκε η ρίζα της αποστροφής των ‘‘ελληνοπαίδων’’ όχι μόνο για την αρχαία γραμματεία, αλλά και για την ελληνική γλώσσα, γενικότερα: ....». Αυτό είναι νομίζω το σημείο που θα τον οδηγήσει σε άλλα ιδεολογικοποιημένα συμπεράσματα και εξηγεί τον υπότιτλο του άρθρου, «κατάργηση ενός μαθήματος ή κατάργηση του μέγιστου μαθήματος». Είναι εντυπωσιοθηρικό και δίνει ψευδή εικόνα της εκπαιδευτικής πραγματικότητας. Τα αρχαία ελληνικά, η διδασκαλία της αρχαίας ελληνικής γραμματείας ποτέ δεν καταργήθηκε στην εκπαίδευση. Αυτό που είχε γίνει ήταν να γίνεται η διδασκαλία της από μεταφράσεις. Το ξέρει βέβαια καλά ο Πλωρίτης. Αυτό που ζητά μέσα στο κείμενό του είναι να υπάρχει παράλληλα με τη μετάφραση και η παράθεση του αρχαίου κειμένου. Είναι ένα λογικό και παιδαγωγικά σωστό αίτημα. Ούτε τότε έγινε, ούτε τώρα. Τώρα (εδώ και 17 χρόνια κρατά αυτό το τώρα) που επανήλθε η διδασκαλία της αρχαιοελληνικής γλώσσας στα Γυμνάσια. Όμως, για τον Πλωρίτη, όπως και για πολλούς άλλους, η αρχαία ελληνική γλώσσα και η παράθεση των κειμένων στο πρωτότυπο αποτελεί πρότυπο για την καλλιέργεια της γλώσσας και του ύφους των μαθητών (σελ. 71) και εδώ μάλλον διατυπώνει μία ιδεοληψία παρά μια γλωσσολογική ή εκπαιδευτική κρίση.

Τα δύο τελευταία άρθρα γράφονται το 1985 και το 1987. Ο Πλωρίτης επισημαίνει την λεξιλογική φτώχεια και τη δυσκολία σύνταξης του λόγου που έχουν οι νέοι, επιστρατεύει επιχειρήματα που ο ίδιος είχε αναιρέσει, όπως το ζήτημα της ορθογραφίας – ανορθογραφίας. Τεκμηριώνει το σκεπτικό του σε δημοσιεύματα του Ταχυδρόμου και «πειράματα» που κάνει ο ίδιος. Επιτίθεται στην πολιτική που «καταργεί τα Αρχαία Ελληνικά και καταρρακώνει τα Νέα» (σελ. 78) και εν τέλει υπηρετεί την αντιμεταρρύθμιση που εκδηλώθηκε κατά τη δεκαετία του ’80. Και στο τελευταίο άρθρο (1987) ούτε μια «καλή κουβέντα» για την εκπαιδευτική πραγματικότητα που για πρώτη φορά στην ιστορία του ελληνικού κράτους ήταν συνδεμένη με τον εκπαιδευτικό δημοτικισμό.


αΒδεηηίίλμνσςΣςυω αλφαβητοτακτοποιημένος

Κυριακή, Απριλίου 05, 2009

1515 λέξεις αναλφαβητοτακτοποίητες για το Δημόσιο Διάλογο για τη Γλώσσα (συλλογικό)

Πρόκειται για τα κείμενα των ομιλιών για τη γλώσσα στη σχετική «ημερίδα του Μίλωνα» που οργάνωσε το ΚΚΕ εσωτερικού στις 19 Ιανουαρίου 1985. Περιλαμβάνονται επίσης οι δευτερομιλίες και οι παρεμβάσεις των συνέδρων. Το βιβλίο αποτελεί, πλέον, ντοκουμέντο όπου καταγράφονται οι έντονες συζητήσεις για τα γλωσσικά ζητήματα και κυρίως οι δύο – κατ’ ουσίαν – διαφορετικές στάσεις απέναντι στη γλώσσα. Αυτή που θεωρεί ότι η γλώσσα κινδυνεύει και έχει ανάγκη τη ρυθμιστική παρέμβαση των ειδημόνων και την αναγωγή της σε παλιότερες και «ενδοξότερες» μορφές της και αυτή που υπερασπίζεται τη ζωντάνια της και θεωρεί ότι η γλώσσα αντιμετωπίζει μόνη της τα αδιέξοδα και τις δυσκολίες και χρέος των μελετητών αποτελεί η καταγραφή και η διδασκαλία της με βάση τη δική της εξέλιξη καθώς χρησιμοποιείται καθημερινά. Βέβαια αυτή παρουσίαση των δύο τάσεων είναι πολύ σχηματική και αδικεί την προσωπική ματιά των ομιλητών, αλλά...

Η ιστορική συγκυρία των κειμένων είναι συνυφασμένη με την εξέλιξη της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης που ξεκίνησε το 1976 και την αναγνώριση ή επιβολή της δημοτικής στην εκπαίδευση και στις υπόλοιπες εκφράσεις του Κράτους. Οι λέξεις «αναγνώριση» και «επιβολή» δείχνουν ακριβώς τις δύο διαφορετικές οπτικές που αναφέρθηκαν. Καθώς λοιπόν η μεταρρύθμιση δεν είχε ακόμα ολοκληρωθεί, δεν είχε κάνει ούτε τον πρώτο εννιαετή κύκλο της υποχρεωτικής φοίτησης ενός παιδιού στο σχολείο, καθώς η διδασκαλία της δημοτικής αντιμετώπιζε τα προβλήματα που προέρχονταν κυρίως από το γεγονός ότι πρώτη φορά διδάσκονταν – αν εξαιρέσουμε τις βραχύχρονες μεταρρυθμίσεις του 1917 και 1964 – και μάλιστα μετά την δύσκολη περίοδο της δικτατορίας, καθώς η καθιέρωση της ως επίσημης γλώσσας της Πολιτείας είχε ακόμα νηπιακή ηλικία και έπρεπε να αντιμετωπίσει δυσκολίες όπως η νομική ιδιόλεκτος και η απόδοσή της στη νεοελληνική, εμφανίστηκε ο αντίλογος, η νοσταλγία του γλωσσικού παρελθόντος, η ενοχοποίηση της γλωσσικής εξέλιξης με την κατάδειξη των αδυναμιών και των αδόκιμων προσπαθειών να ανταποκριθεί η «επίσημη» πλέον δημοτική στα καθήκοντα της γλώσσας που υπηρετεί την εκπαίδευση και την εξουσία. Επίσης, πολλές φορές, η ιδεολογική υπεράσπιση των παλιότερων μορφών της γλώσσας σε βάρος της ομιλούμενης οδηγούσε σε στρέβλωση της γλωσσικής πραγματικότητας, για να αντλήσει αντεπιχειρήματα.

Τώρα, σχεδόν 25 χρόνια μετά, τα κείμενα αυτά έχουν εκτός από γλωσσολογική αξία και ιστορικό ενδιαφέρον. Οι νεοσυντηρητικές απόψεις κυριάρχησαν. Ενδεικτικά, επανήλθε η διδασκαλία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας στα Γυμνάσια. Οι εξελίξεις ακολούθησαν το πνεύμα των απόψεων που εκφράσανε κυρίως ο Γ. Μπαμπινιώτης και ο Γ. Καλιόρης. Έχει ενδιαφέρον να διαβάσει κάποιος τις κριτικές και τις διακηρύξεις, ώστε να τις συγκρίνει με τη σημερινή γλωσσική πραγματικότητα όπως εμπειρικά – έστω – την αντιλαμβάνεται. Πρώτο θέμα του βιβλίου είναι το ερώτημα αν υπάρχει γλωσσικό πρόβλημα σήμερα, ήταν το πρώτο θέμα και της ημερίδας.

Συγκεκριμένα, στο κείμενο του Γ. Μπαμπινιώτη βρίσκουμε τη διαπίστωση ότι η γλώσσα εξαιτίας της ξενομανίας που συνιστά και γλωσσική εξάρτηση ρυπαίνεται και αλλοιώνεται η ταυτότητά της (20), η ξενομανία αυτή αφήνει αφύλαχτο το κάστρο της γλωσσικής μας ρωμιοσύνης και αποτελεί Εφιάλτη που παραδίνει τη γλώσσα μας στο γλωσσικό οδοστρωτήρα των ξένων γλωσσών (27). Για την αντιμετώπιση της γλωσσικής υποβαθμίσεως, ανάμεσα στα άλλα, θα πρέπει να διδαχτεί και πάλι στα σχολεία ο αρχαίος ελληνικός λόγος. (37) εδώ βρίσκεται μια από τις εσκεμμένες στρεβλώσεις που ανέφερα.

Προφανώς ένας γλωσσολόγος ξέρει καλά ότι είναι διαφορετικό πράγμα ο λόγος (κοινωνικό παράγωγο, γενική υπερ-ατομική γλώσσα των μελών μιας γλωσσικής κοινότητας 58) από ο,τι η γλώσσα που βέβαια ορίζεται πολυσύνθετα και δύσκολα 15, βασικά ως κύριο μέσο επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων 25. Ο λόγος είναι η εσωτερική συστηματική πλευρά της γλώσσας, η κατ’ εξοχήν γλώσσα 45 και είναι ενδιάθετος, πρόκειται για κώδικα που μαθαίνει το άτομο από τα πρώτα έτη της ηλικίας του ... και που διαρκώς συμπληρώνει και βελτιώνει 59. Εξωτερική εφαρμογή της γλώσσας αποτελεί η ομιλία 45 που είναι φωνούμενη και χωρίζεται σε προφορική και γραπτή 89. (Η παράγραφός αυτή βασίζεται στο βιβλίο του Γ. Μπαμπινιώτη, Θεωρητική Γλωσσολογία, Αθήνα 1980, το οποίο είναι εξελιγμένη μορφή της Εισαγωγής εις την Γενικήν Γλωσσολογίαν, εν Αθήναις 1974, του ιδίου. Οι χρονολογίες των βιβλίων είναι αυτές των οποίων την έκδοση έχω υπόψη μου. Και τα δύο χρησιμοποιήθηκαν ως πανεπιστημιακά συγγράμματα. Οι αριθμοί παραπέμπουν στις σελίδες του πρώτου βιβλίου).

Τι εννοεί λοιπόν να διδαχτεί και πάλι στα σχολεία ο αρχαίος ελληνικός λόγος;
Στάθηκα στο Γ. Μπαμπινιώτη γιατί η ιστορία τον ανέδειξε επιφανέστερο από τους ομογνώμονες του. Να μην αδικήσω τους υπόλοιπους. Ο Γ. Καλιόρης ζητά ήδη από τον τίτλο μία ευρύχωρη δημοτική. Εκεί βρίσκω την παλιότερη καταγραφή της «λεξιπενίας» (41). Υπερασπίζεται την ονοματουργία των λογίων και της καθαρεύουσας που βαρύμοχθα πρόσφεραν στη γλώσσα πλήθος λέξεων (51). Και ίσως δε θα διαφωνούσε κάποιος, αλλά «στην καθαρεύουσα δημιουργήθηκαν μερικά από τα πιο υψηλά επιτεύγματα του λόγου, που ισάξιά τους η δημοτική δεν μπόρεσε ακόμα να δώσει». (51) ...

Ακολουθεί ο Ανδρέας Λεντάκης με ιστορική αναφορά στο γλωσσικό ζήτημα και την περιγραφή της σημερινής κατάστασης όπου μέμφεται τη δημοτικιστική ρυθμιστική επιβολή που επηρεάζει με διατάγματα τη γλώσσα κλπ.

Η άλλη οπτική εκφράζεται από το Β. Φόρη. Δηκτικός για όσους βλέπουν γλωσσικά λάθη μόνο στους άλλους, επισημαίνει ότι μόλις βγήκαμε από το χάος της διγλωσσίας και τονίζει τους παραλογισμούς της καθαρεύουσας και το αλληθώρισμα προς την αρχαία γλώσσα. Οι παρεμβάσεις των συνέδρων έχουν το δικό τους ενδιαφέρον καθώς απηχούν ένα γενικευμένο αντιμεταρρυθμιστικό κλίμα. Εξαίρεση σε αυτό είναι η παρέμβαση του Α. Μπελεζίνη.

Το δεύτερο θέμα είναι σχετικό με τη γλώσσα στην εκπαίδευση. Ο Μανόλης Ανδρόνικος εκφράζει με διαύγεια και με λακωνικό λόγο την πεποίθηση ότι η καθιέρωση της δημοτικής από την πολιτεία ήταν νομοτελειακή συνέπεια ιστορικών αιτιών. Η καθαρεύουσα δέχτηκε το τελειωτικό της χτύπημα από τη γλώσσα των συνταγματαρχών που τη γελοιοποίησαν άθελα τους. Η γλωσσική μεταρρύθμιση βρίσκεται ακόμα στα πρώτα της βήματα καθώς τη δημοτική διδάσκουν δάσκαλοι που δεν την έχουν διδαχτεί οι ίδιοι. Αναδεικνύει την πολιτική διάσταση των εκπαιδευτικών ζητημάτων και το καίριο ζήτημα να αγαπήσουν οι νέοι τη γλώσσα τους.

Ο Δ. Τομπαΐδης εξετάζει περισσότερο πρακτικά προβλήματα που έχει η διδασκαλία της δημοτικής στο σχολείο, πώς αντιμετωπίζονται και πώς μπορούν να αντιμετωπιστούν καλύτερα.

Στον αντίποδα ο Κ. Γεωργουσόπουλος. Με θολό σκεπτικό που παρουσιάζεται κριτικό προς όλες τις κατευθύνσεις γίνεται σαφής στο τέλος όταν διατυπώνεται την κρίση ότι χωρίς την αρχαία και μεσαιωνική φάση της γλώσσας μας δεν μπορούμε να διδάξουμε γλώσσα στο σχολειό. Και, επίσης, όταν υποθέτει ότι το 2010 αν μία πολιτική εξουσία θεσπίσει ως γλώσσα της εκπαίδευση τη γλώσσα της βιογραφίας του Βαμβακάρη (!) θα μείνει έξω από την εκπαίδευση ο Ελύτης, ο Εμπειρίκος, ο Ταχτσής κλπ (!).

Ο Τάσος Λιγνάδης, τέλος, εστιάζει στην ανάγκη επαναφοράς της διδασκαλίας των Αρχαίων Ελληνικών στο Γυμνάσιο. Προφανώς ως Αρχαία Ελληνικά εννοεί μόνο τη διδασκαλία τους στην πρωτότυπη γλώσσα. Απαξιώνει τη μετάφραση τους, θεωρεί την ηλικία των 12 -15 ετών ως την προσφορότερη και ζητά μία παιδεία που θα στον Έλληνα πολίτη πρώτα από όλα την συνείδηση της ιθαγένειάς του.

Ιδιαίτερη αξία έχει η άμεση παρέμβαση του Ανδρόνικου που αξίζει να παρατεθεί.

Το γενικό κλίμα επιβεβαιώνεται και πάλι προς την ίδια αντιμεταρρυθμιστική κατεύθυνση. Ανάμεσα στις παρεμβάσεις είναι και του Ταχτσή που ζητά «ούτε καθαρεύουσα, ούτε δημοτική, αλλά μια νεοελληνική που να τα περιέχει λίγο –πολύ όλα». Πέρα από αυτό είναι ίσως μια αυθεντική ιδιόμορφη οπτική ενός ιδιόμορφου λογοτέχνη.

Ανδρόνικος και Τομπαΐδης προχωρούν σε δευτερολογίες στις οποίες τα λεγόμενά τους μάλλον δείχνουν την ψυχαναγκαστική επίδραση της μαζικής αντιμεταρρυθμιστικής ιδεοληψίας που κυριαρχεί.

Τρίτο θέμα: γλώσσα και πολιτική, γλώσσα και πολιτισμός. Ο Μάριος Πλωρίτης διεισδυτικός και κριτικός φροντίζει να κρατήσει ίσες αποστάσεις. Το κείμενό του είναι από τα ενδιαφέροντα και τεκμηριωμένα κείμενα το βιβλίου.

Ο Δ. Μαρωνίτης γίνεται περισσότερο πολιτικός προσπαθώντας να εξηγήσει και να κατηγοριοποιήσει όσους αντιδρούν και κινδυνολογούν. Ξεκινά από την επισήμανση ότι είναι αναγκαία η ιστορική προσέγγιση του ζητήματος και ότι για πρώτη φορά η δημοτική γίνεται γλώσσα της εξουσίας. Επιτίθεται στο Γλωσσικό Όμιλο και κάνει τη διαπίστωση ότι στα χρόνια της δικτατορίας όπου η γλώσσα δεινοπαθούσε δε θα μπορούσε να γιορτάσει τα γενέθλιά του. Εντοπίζει επτά αιτίες που εξηγούν την καταγγελία εναντίον της «εξουσιαστικής δημοτικής». Τα συμφραζόμενα στο κείμενο το Μαρωνίτη είναι πολλά. Ζητά σαφώς να αναγνωριστεί γενναία το πολιτικό, πολιτιστικό και ιδεολογικό φορτίο της γλώσσας και να ομολογήσουν όλοι με ποιο συγκεκριμένο πολιτικό και ιδεολογικό οπλισμό προτείνουν να ξεπεραστεί η κρίση της δημοτικής γλώσσας.

Η παρουσία του Δ. Σαββόπουλου εντυπωσίασε, αλλά επέσυρε και έντονη κριτική και ο Σ. Ράμφος προσέγγισε με το δικό του ιδεολογικό και θρησκευτικό τρόπο τα γλωσσικά ζητήματα. Ουσιαστικότερη γλωσσολογική αξία έχουν οι παρεμβάσεις που ακολουθούν. Ο Κ. Ζουράρις που αυταναγορεύεται ως περίπου αρμόδιος να κρίνει την εγκυρότητα των απόψεων που άπτονται της πολιτικής επιστήμης. Ο Β. Φόρης που αποδομεί την παρουσίαση του Σαββόπουλου κλπ. Τα πνεύματα είναι μάλλον οξυμμένα. Ο Μπελεζίνης σαρκάζει ζητώντας να τον καλέσουν να αναλύσει μουσικά και θεολογικά θέματα (που προφανώς αγνοεί, υπονοώντας την ακαταλληλότητα του Σαββόπουλου και του Ράμφου να μιλήσουν για γλωσσικά ζητήματα). Ο Φωστιέρης μιλά για κρατική επιβολή του μονοτονικού αντιστρέφοντας την ιστορική πραγματικότητα, κάτι που δεν αφήνει ασχολίαστο ο Πλωρίτης. Ο Μαρωνίτης χαρακτηρίζει αυτό που έδωσε ο Σαββόπουλος επιστημονικοφανή φάρσα και αντιπαραθέτει στο Μπαμπινιώτη την ανάγκη να τεθεί το ζήτημα με όλα τα «υπονοούμενά» του και αρνείται στο Ζουράρι την αξίωση να αντιμετωπιστεί η γλώσσα ως ενιαίο και αδιαίρετο σύνολο όπως ενιαίο και αδιαίρετο σύνολο δεν είναι ούτε ο ελληνικός λαός. Ο Σαββόπουλος θα επανέλθει, το ίδιο και ο Ράμφος.

Και όλα γίναν ιστορία, μία ενδιαφέρουσα και επίκαιρη ιστορία...