Πολύ συναρπαστικό και ενδιαφέρον μυθιστόρημα, σχεδόν «μας αφορά», παρόλο που τοποθετείται στις αρχές του… 17ου αιώνα, σε μια περιοχή σχεδόν ξωτική για μας: το Βάρντε ήταν (και είναι) μια απομονωμένη περιοχή βραχωδών νησιών στο βορειοανατολικότερο σημείο της Νορβηγίας (στην καμπή που κάνει πάνω από Φινλανδία και φτάνει ως τις Ρωσικές ακτές), με ελάχιστες κατοικημένες περιοχές κάποια χιλιόμετρα μακριά (Κίμπεργκ και Βάρντεχους), όπου οι λιγοστές οικογένειες ζούσαν βασικά από το ψάρεμα, που γινόταν σε δύσκολες συνθήκες (καταιγίδες, φάλαινες, καρχαρίες, πάγοι): Το Βάρντε είναι νησί, ο όρμος του στη μια μεριά όμοιος με δαγκωνιά, οι υπόλοιπες ακτές του πολύ απόκρημνες ή πολύ βραχώδεις για να ρίξει κανείς βάρκες.
Το ότι η συγγραφέας μάς ταξιδεύει στον χρόνο αλλά κυρίως στον χώρο, ζωντανεύοντάς μας μια κοινωνία τελείως διαφορετική από τη δική μας (μην ξεχνάμε ότι πέραν των καιρικών συνθηκών υπάρχει και η εξάμηνη νύχτα, ενώ η «μέρα» είναι ένα εξάμηνο φως, χλωμό σε σχέση με τον μεσογειακό ήλιο), από μόνο του προσελκύει το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Ωστόσο, η Χαργκρέιβ προχωρά πολύ περισσότερο: εμπνέεται από πραγματικά ιστορικά γεγονότα: μια τρομερή καταιγίδα έπληξε τον Δεκέμβριο του 1617 την περιοχή, πνίγοντας όλους τους άντρες που είχαν βγει για ψάρεμα, κι αφήνοντας καμιά 40αριά γυναίκες να τα βγάλουν πέρα με τη φύση, την πείνα και τις σκληρές συνθήκες, ενώ από ανδρικό πληθυσμό απέμειναν μόνο μικρά παιδιά κι ανήμποροι γέροι. Η συγγραφέας διεισδύει με επιδεξιότητα στον ψυχισμό των ηρώων της (βασικά των ηρωίδων της), δίνοντας με πολλή ευαισθησία τον συναισθηματικό κόσμο, τον μόχθο της επιβίωσης αλλά και τις συγκρούσεις με τους «κοινωνικούς κανόνες». Γιατί οι γυναίκες, μεταξύ αυτών και κάποιες πιο τολμηρές, αναγκάζονται να ενστερνιστούν αντρικούς ρόλους, προκαλώντας έτσι τα ήθη της εποχής, κι όταν έρχεται πια από το «μακρινό» Μπέργκεν ο επίτροπος Αβεσσαλώμ Κορνέτ (διορισμένος από τον κυβερνήτη του Βάρντεχους Τζον Κάννιγχαμ) για να επιβάλει την τάξη (δηλαδή τις χριστιανικές αξίες), η κατάσταση είναι κρίσιμη: έχουν περάσει πια κάποια χρόνια, οι γυναίκες έχουν πετύχει μια αξιοπρεπή αυτάρκεια, ωστόσο ο διορισμένος από τον βασιλιά της Δανίας (Χριστιανό Α΄) επίτροπος έρχεται αποφασισμένος να πατάξει τη μαγεία.
Ας μην ξεχνάμε ότι εκείνη την εποχή, όλα τα φυσικά φαινόμενα που ήταν ανεξήγητα αποδίδονταν σε δαιμονικές ή μαγικές δυνάμεις, ιδιαίτερα σ’ αυτήν την περιοχή, που ανήκε στη χώρα που αργότερα ονομάστηκε Δανία-Νορβηγία. Οι ντόπιοι κάτοικοι, οι Σαάμι (Λάπωνες) είχαν πρακτικές, βότανα, και τελετές εξευμενισμού των καιρικών φαινομένων, καλούσαν τα πνεύματα της θρησκείας τους και αρνούνταν να γίνουν χριστιανοί. Κυρίαρχος όμως της περιοχής ήταν ο φιλόδοξος βασιλιάς Χριστιανός Δ΄[1]-φανατικός λουθηρανός που είχε «σκοπό να εδραιώσει απόλυτα την Εκκλησία του», όπως γράφει η συγγραφέας στο ιστορικό σημείωμα-, που στην σχεδόν εξηκονταετή βασιλεία του δεν δίστασε να εξαπολύσει διωγμούς και να προχωρήσει σε σφαγές των απίστων. Δεξί του χέρι σ’ αυτές τις επιχειρήσεις ήταν ο Τζον Κάννιγχαμ, ο οποίος οδήγησε στον θάνατο 91 ανθρώπους (Σαάμι και Νορβηγούς, εκ των οποίων 77 γυναίκες), με την κατηγορία της μαγείας! Υπήρχε μάλιστα και νομικό πλαίσιο, στηριγμένο στην πραγματεία του βασιλιά Ιακώβου Στ΄, «Δαιμονολογία»! Επίσης, είναι αξιοσημείωτο ότι η καταστροφική καταιγίδα του 1917 ήταν ιστορικό γεγονός, και πράγματι τα αίτιά της αποδόθηκαν σε μαγεία, εφόσον ήταν ανεξήγητο ένα τόσο έντονο φαινόμενο (ζητούν απεγνωσμένα κάποια λογική ερμηνεία, κάποια τάξη στη ζωή τους που ήρθε τα πάνω κάτω, ακόμα κι αν την τάξη αυτή τη φέρει κάποιο ψέμα) .
Αυτό λοιπόν είναι το πλαίσιο από το οποίο εμπνεύστηκε η συγγραφέας, δίνοντάς μας από κει και πέρα ανάγλυφους χαρακτήρες και σπάνιες συναισθηματικές καταστάσεις. Η κύρια ηρωίδα είναι η Μάρεν (η Μάρεν πρώτα έμαθε τα δίχτυα και μετά τι θα πει πόνος, πρώτα έμαθε να διαβάζει τον καιρό και μετά τι θα πει αγάπη), που έχασε στην καταιγίδα πατέρα, αρραβωνιαστικό και αδερφό, κι έμεινε με τη μάνα της, τη νύφη της την Σαάμι (Λαπωνέζα) Ντίινα και τον μικρό ανιψιό της τον Έρικ. Στις δύσκολες συνθήκες επιβίωσης ξεχωρίζει η Κίρστεν, μια αντρογυναίκα στην όψη και στην ψυχή, που εμψυχώνει τις υπόλοιπες και αναλαμβάνει όλες τις σκληρές δουλειές, καθώς και το κοπάδι ταράνδων τού επίσης πνιγμένου Μαντς Πίτερσον. Μοναδική αρσενική παρουσία είναι ο διορισμένος, νωθρός πάστορα Κούρτσον (μοιάζει σαν να φοβάται όλο αυτό το γυναικομάνι που έρχεται κάθε Κυριακή και γεμίζουν την εκκλησία του), και προσωρινά οι άντρες που έρχονται, όταν τελειώνει πια η εξάμηνη νύχτα, να βοηθήσουν στην ταφή των νεκρών, που τους ξέβρασε το κύμα.
Ξεχωρίζουν κι άλλες προσωπικότητες, ιδιαίτερα στο δεύτερο μέρος του βιβλίου όταν αναλαμβάνει ο επίτροπος Κορνέτ που εμφανίζεται με τη γυναίκα του, αλλά βασικό επίσης πρόσωπο, συμπρωταγωνίστρια και με σημαντικό ρόλο, είναι η γυναίκα του Επίτροπου, η Ούρσα από το Μπέργκεν, που την παντρεύτηκε από προξενιό και την πήρε μαζί του στη δύσκολη αυτή αποστολή στο Βάρντε. Σε ξεχωριστό κεφάλαιο λοιπόν παρακολουθούμε τον τρόπο ζωής της 20χρονης Ούρσα στο Μπέργκεν, κόρη ξεπεσμένου εμπόρου και ορφανή από μητέρα, δεμένη με την αγαπημένη της αδερφή Άγκνετ, που όμως είναι πολύ ευαίσθητη αλλά ανάπηρη. Δυο μικρά κορίτσια ορφανά από μητέρα, με πατέρα ξεπεσμένο έμπορο, που κάνουν όνειρα έχοντας το μέλλον μπροστά τους, σε μια κοινωνία όχι μόνο ανδροκρατούμενη αλλά και πολύ συντηρητική.
Απολαμβάνουμε το μακρινό ταξίδι της άπειρης Ούρσα με το εμπορικό πλοίο, τους τρόμους, τις νοσταλγίες και τις προσδοκίες της στη διάρκεια του ταξιδιού, ενώ η άφιξη του επίσημου ζευγαριού στην γυναικεία κοινότητα αποβαίνει ιστορικό γεγονός που διαμορφώνει τις σχέσεις των κατοίκων. Η Ούρσα έχει πολύ μεγάλη δυσκολία να προσαρμοστεί στον τρόπο ζωής, αλλά και στις δουλειές του πρωτόγονου -στον αφιλόξενο και άγονο αυτόν τόπο- νοικοκυριού, μιας και ήταν μαθημένη να έχει υπηρέτρια. Γρήγορα όμως, με τη βοήθεια και την αγάπη της Μάρεν βρίσκει τον εαυτό της και εξοικειώνεται.
Αυτό που έχει ιδιαίτερο κοινωνιολογικό ενδιαφέρον και η συγγραφέας το δείχνει με πολλή τέχνη, είναι ότι και οι ντόπιες γυναίκες διχάζονται στις «βασιλικότερες του βασιλέως» που πειθαρχούν σε κάθε νεύμα του φανατικού και φιλόδοξου επίτροπου και στις πιο ανθρώπινες και αλληλέγγυες όπως είναι η Μάρεν. Γιατί ο Αβεσσαλώμ Κορνέτ, υπακούοντας στον επίσης σκληροπυρηνικό Κάννιγχαμ, θα στιγματίσει και θα συλλάβει με την κατηγορία της μαγγανείας και των παγανιστικών τελετών όχι μόνο τις Σαάμι κι όποιον κατέχει τα ύποπτα σύμβολά τους (ρούνοι, ανεμοκλώστες, κούκλες), αλλά και όσες γυναίκες είναι ανεξάρτητες, ανυπάκουες, ύποπτες με κάθε παράλογο τρόπο για μαγεία. Το κυνήγι των μαγισσών έχει ξεκινήσει κι έχει ξαμολήσει τα πιο άγρια ένστικτα που κρύβει μέσα του ο άνθρωπος: τη δίψα του για το αίμα των συνανθρώπων του.
Μέσα σ’ αυτό το μεσαιωνικό κλίμα που απειλεί τις γυναίκες με θάνατο στην πυρά, διχάζει την κοινότητα και οδηγεί με κρεσέντο προς το τέλος σε ένα όργιο βίας, ξεχωρίζει η τρυφερή σχέση της Ούρσας με την Μάρεν, μια σχέση που χτίζεται με αριστοτεχνικό τρόπο από την συγγραφέα. Η Χαργκρέιβ έχει επιδεξιότητα να ανάγει σε καθολικό και επίκαιρο το θέμα όχι μόνο της ανισότητας, της καταπίεσης των γυναικών, της υποταγής και της πατριαρχικής εξουσίας, αλλά και της αλληλεγγύης, της αγάπης, της ελευθερίας:
Το μυστικό της δεν την βασανίζει. Νιώθει πως μάλλον τη δυναμώνει, πως την κάνει πολύτιμη, σπάνια. Δεν ομολογεί στον εαυτό της ότι αγαπά την Ούρσα, ξέρει όμως πως αυτό που νιώθει είναι ό, τι πιο κοντινό έχει νιώσει ποτέ της σε αγάπη. Μ αυτό το αίσθημα μέσα της, αισθάνεται γενναία σαν την Κίρστεν που φορά παντελόνια, και, παρόλο που το απολαμβάνει, ξέρει πως είναι επιπόλαιο –και επικίνδυνο.
Χριστίνα Παπαγγελή
[1] https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A7%CF%81%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%B9%CE%B1%CE%BD%CF%8C%CF%82_%CE%94%CE%84_%CF%84%CE%B7%CF%82_%CE%94%CE%B1%CE%BD%CE%AF%CE%B1%CF%82
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου