Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 24, 2015

Στον ίσκιο της ροδιάς, Tariq Ali

Αχ γιε μου, μιλούσα στους ίσκιους της ροδιάς.
Αυτοί τουλάχιστον θα υπάρχουν όταν θα λείψουμε όλοι μας.
Δεν είναι μόνο γοητευτικό το γράψιμο του Tariq Ali αλλά, όπως και τα άλλα βιβλία της πενταλογίας, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον γιατί δείχνει για άλλη μια φορά πώς εκδηλώθηκε ιστορικά η αντιπαράθεση ισλαμισμού και χριστιανισμού. Το συγκεκριμένο (πρώτο στη σειρά) αναφέρεται στους τρομακτικούς διωγμούς που υπέστησαν οι Μαυριτανοί στην Ισπανία του 15ου αιώνα, πάντα από την πλευρά των μουσουλμάνων.
Η ιστορία της αραβικής οικογένειας των Μπανού Χουντάιλ μιας οικογένειας  με πλούσια παράδοση, (οι πρόγονοί τους εγκαταστάθηκαν στην Γκρανάτα/Γρανάδα στις αρχές το 932μ.Χ.) ξεδιπλώνεται στις σελίδες του βιβλίου, μια οικογενειακή ιστορία που καλύπτει σχεδόν όλον τον 15ο αιώνα. Κεντρικούς ήρωες θα μπορούσε κανείς να χαρακτηρίσει τον πατέρα Ούμαρ και τους δυο γιους, τον νεαρό Ζουχάιρ και τον έφηβο Γιαζίντ που, ως άντρες, βιώνουν πιο επώδυνα το σταδιακό ξερίζωμα του πολιτισμού τους και το δίλημμα του αναγκαστικού προσηλυτισμού ή της εξέγερσης. Κάθε πρόσωπο όμως που πλαισιώνει αυτούς τους ήρωες (μητέρα, θεία, αδερφή, θείος κλπ) έχει την προσωπική, ιδιαίτερη ιστορία του και συνολικά ο Τάρικ Άλι φροντίζει να τονίζει τις συναισθηματικές σχέσεις και την ζεστή οικογενειακή ατμόσφαιρα.
Κομβικό γεγονός αποτελεί το αρχικό επεισόδιο: η κατάσχεση όλων των αραβικών χειρογράφων (εκτός από 300 ιατρικής και αστρονομίας) στη Γρανάδα και το κάψιμό τους στην πλατεία της πόλης (οι κάτοικοι αυτής της πόλης φημίζονταν για την αδέσμευτη σκέψη, το οξύ πνεύμα και την τάση τους για ανυπακοή απέναντι στους ανώτερους) από τον αρχιεπίσκοπο Χιμένεθ, εκπρόσωπο της Ιεράς εξέτασης και όργανο («εξομολογητή») της «καταχθόνιας γυναίκας», της Ισαβέλλας. Τα ψέματα τελείωσαν, δεν υπάρχουν πλέον αυταπάτες˙ η «Ανακατάκτηση» που ολοκληρώθηκε οκτώ χρόνια πριν με την πτώση της Γκαρνάτα, επέβαλε στους μουσουλμάνους όρους σύμφωνα με τους οποίους οι Πιστοί (στο Ισλάμ) θα απολάμβαναν θρησκευτικές και πνευματικές ελευθερίες αν αναγνώριζαν την κυριαρχία των Καστιλλιάνων (χριστιανών) ηγεμόνων. Παρόλ αυτά, οι συνθήκες γίνονται σιγά σιγά ανυπόφορες για τους μουσουλμάνους, ακόμα και στην πιο ελεύθερη πόλη, την Γρανάδα. Πρώτη φορά ύστερα από εξακόσια χρόνια, οι χωρικοί του Αλ- Χουντάιλ βρίσκονταν αντιμέτωποι με το ενδεχόμενο μιας ζωής χωρίς μέλλον για τα παιδιά τους. Σ  ολάκερη την Γκαρνάτα, κυκλοφορούσαν χίλιες δυο ιστορίες για τα όσα επακολούθησαν μετά την Ανακατάκτηση της Κούρτουμπα και της Ισμπιλίγια. Κάθε πρόσφυγας που κατέφθανε είχε να διηγηθεί ιστορίες φρίκης και τυφλής βαρβαρότητας.
Η πυρά που καταβροχθίζει τον πνευματικό πολιτισμό των Μαυριτανών (κάηκε η συλλογική τους μνήμη)  ήταν μια εν ψυχρώ, προσεκτικά  οργανωμένη ενέργεια που δεν είχε μόνο συμβολικό νόημα αλλά αποτέλεσε και το ακροτελεύτιο γεγονός μετά από το οποίο οι ήρωές μας συνειδητοποίησαν πια τη μοίρα τους, την απειλή του πολιτισμού τους, την ανάγκη για εξέγερση. Τώρα πια τους απασχολεί αποκλειστικά η πολιτική γιατί πρέπει να αποφασίσουν: να προσηλυτιστούν -έστω τυπικά, να εξεγερθούν ή να αυτοεξοριστούν; Τώρα πια παύουν οι φιλειρηνικές σχέσεις μεταξύ χριστιανών πολιτών και μουσουλμάνων. Φιλικές σχέσεις και γνωριμίες από τα παιδικά χρόνια παγώνουν σταδιακά, και φέρνουν σε αμηχανία τον συναισθηματικό κόσμο των ηρώων. Κάποιοι αλλαξοπιστούν για να σωθούν, άλλοι παραμένουν κρυφά Πιστοί ενώ άλλοι εκχριστιανίζονται πραγματικά.

Φορέας της διωκτικής πολιτικής εναντίον των Μαυριτανών είναι ο αρχιεπίσκοπος Χιμένεθ, πολύ πιο φανατικός από άλλους μετριοπαθείς χριστιανούς πολιτικούς και ιερείς, με τους οποίους μάλιστα έρχεται σε οξεία αντιπαράθεση (το κάψιμο των βιβλίων τους ήταν πράξη επονείδιστη. Κηλιδώθηκε η τιμή μας. Τα εγχειρίδιά τους στον τομέα της επιστήμης και της ιατρικής είναι μοναδικά στον πολιτισμένο κόσμο). Ο Χιμένεθ είναι μια άτεγκτη, φιλόδοξη προσωπικότητα που στρέφεται με πάθος ενάντια σε κάθε εκδήλωση του αραβικού πολιτισμού. Διαβάζουμε την συγκλονιστική επιστολή στους βασιλείς (Φερδινάνδο- Ισαβέλλα), όπου εκφράζεται σε όλο της το μεγαλείο η σκοταδιστική πολιτική «εκχριστιανισμού»  που σημάδεψε όλον τον 15ο αιώνα˙ μια πολιτική που όχι μόνο νομιμοποιεί τις φρικαλεότητες, αλλά προσπαθεί να σβήσει κάθε ίχνος (οι ειδωλολάτρες θα εξουδετερώνονταν ως δύναμη, αν εξαλείφονταν ολοσχερώς τα έργα του πνευματικού πολιτισμού τους. Αυτό προϋπέθετε τη συστηματική καταστροφή όλων των γραπτών έργων τους).

Ο Τάρικ Άλι έχει την ικανότητα να μας μεταφέρει όλη την πνευματική ατμόσφαιρα της εποχής, όλες τις πτυχές της πολιτιστικής παράδοσης και της… αμφισβήτησής της δίνοντας ένα πολύχρωμο μωσαϊκό. Έτσι, πέρα από τος πιο κεντρικούς ήρωες, έχουμε τον θείο Μιγκουέλ που εκχριστιανίστηκε αλλά κρατά ισχυρούς τους δεσμούς με την οικογένεια και κάνει κάθε προσπάθεια να τους διασώσει («αηδιαστικά ειλικρινής»), τη θεία Ζάχρα που επίσης είχε γίνει χριστιανή, αποστάτησε φεύγοντας από το σπίτι προκαλώντας κρυφό πόνο στον περήφανο πατέρα της Ίμπν Φάριντ, τον σκεπτικιστή («αιρετικό») μυστικιστή Ίμπν Ζαϊντούν που μένει μόνος του στα βουνά μελετώντας φιλοσοφία, τη χριστιανή (δεύτερη) γυναίκα του Ίμπν Φαρίντ που εξισλαμίστηκε˙ την χαρούμενη νεαρή Χιντ που την προορίζουν να παντρευτεί χριστιανό αλλά είναι ερωτευμένη με κάποιον άλλον, και άλλους μικρούς και μεγάλους ήρωες που διασχίζουν την αφήγηση. Απίστευτες ερωτικές ιστορίες (όσο και να μην το θελε, μόλις τον αντίκρισε ύστερα από τόσα χρόνια, ένιωσε την καρδιά της να φτεροκοπάει σαν πουλί φυλακισμένο), πάθη, θρύλοι, παραδόσεις. Αλλά ζωντανεύει κι ένας ολόκληρος διαφορετικός τρόπος ζωής -συνταγές, έθιμα, ενδυματολογικές συνήθειες. Σκηνικό το περιβόλι με τις ροδιές, σημείο ερωτικών συναντήσεων και σήμα κατατεθέν μιας ζωής ξένοιαστης, γόνιμης, ουσιαστικής.
Οι αναφορές σε πνευματικούς ηγέτες ή σε ποιητές συνυφαίνονται αβίαστα ενώ ως απόσταγμα μένει στον αναγνώστη ο θαυμασμός για το πνεύμα  ενός πολιτισμού που κατακρεουργήθηκε βάναυσα -για άλλη μια φορά στην ιστορία- από τις κυρίαρχες δυνάμεις.
Τα χαρτιά ίσως τα κάψετε,
μα αυτό που κλείνουν μέσα τους δε θα το κάψετε˙
το κρατώ φυλαγμένο στα στήθη.
Όπου κι αν πάω, με ακολουθεί˙
Κατεβαίνει μαζί μου στο τέρμα του ταξιδιού,
Και στον τάφο μου πλάι μου θα το χω.

 Χριστίνα Παπαγγελή

Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 10, 2015

Ο άνθρωπος που κοιτάζει, Αλμπέρτο Μοράβια

Ο «άνθρωπος που κοιτάζει», ο πρωταγωνιστής και αφηγητής του σύντομου αυτού βιβλίου, είναι ένας πολύ ενδιαφέρων χαρακτήρας, του οποίου το κύριο χαρακτηριστικό είναι ότι είναι… σκοπόφιλος[1], δηλαδή του αρέσει να παρατηρεί, και μάλιστα σε… προχωρημένο στάδιο, εφόσον αυτό που εξάπτει ιδιαίτερα τη φαντασία του είναι η αίσθηση ότι κάποιος άλλος παρατηρεί αυτόν που παρατηρεί… Η αφήγησή του εστιάζει κατά πρώτο λόγο στη σχέση του με τον κατάκοιτο από ατύχημα πατέρα του και κατά δεύτερο στη σχέση με τη γυναίκα του, τη Σύλβια. Κατά  βάση το όλο αφήγημα έχει ψυχαναλυτικό χαρακτήρα, γιατί διαφαίνεται ότι όλες οι ιδιορρυθμίες του χαρακτήρα του ήρωα πηγάζουν από την ιδιαίτερα τεταμένη σχέση με τον πατέρα. Ο Μοράβια, ως συνήθως, οδηγεί τον αναγνώστη να ταυτιστεί με τον αφηγητή του, παρόλο που γίνεται γρήγορα ξεκάθαρο ότι η ματιά του είναι φορτισμένη συναισθηματικά.
Ο πολύ παρατηρητικός Εντουάρντο (Ντόντο το χαϊδευτικό!), λοιπόν,  περιγράφει με λεπτομέρειες αρχικά τον εαυτό του (είμαι ένας όμορφος άντρας στα τριάντα πέντε, όχι όμως και ωραίος) δίνοντας σε σκαμπρόζικο ύφος εξωτερικά και εσωτερικά χαρακτηριστικά (ήδη από την πρώτη σελίδα μας λέει ότι το να κάνει και να βλέπει κάτι τον εμποδίζει να… σκέφτεται!) και στη συνέχεια τον πατέρα του, με –όχι τυχαία- αντίστοιχες εκφράσεις. Ήδη η αντιπαλότητα με τον πατέρα ξεκινά από τα διαφορετικής φύσης επαγγέλματα. Εκείνος καθηγητής φυσικής στο πανεπιστήμιο, ο ήρωάς μας καθηγητής γαλλικής λογοτεχνίας στο γυμνάσιο (που όμως, όπως λέει, δεν του αρέσει να διδάσκει γιατί «νιώθει ότι ανοίγει την καρδιά του σε τιποτένιους ακροατές). Εκείνος διάσημος, εγώ άγνωστος. Εκείνος ευχαριστημένος από την κατάστασή του, εγώ όχι. Εκείνος ολοκληρωμένος, εγώ, στην πραγματικότητα, χειραφετημένος (…) κοίταζα μέσα του με την ελπίδα ότι δεν θα του έμοιαζα πουθενά.
Το ατύχημα καθηλώνει προσωρινά τον πατέρα, αλλά ανοίγει μια άλλη προοπτική στη σχέση. Όλα αλλάζουν από ένα βλέμμα (δεν ήταν το βλέμμα πια ενός πατέρα προς τον γιο του, αλλά ενός ανθρώπου γεμάτου αγωνία, ενός άλλου ανθρώπου). Η σωματική αδυναμία του πατέρα τον κάνει πιο προσιτό στον γιο. Δεν χωράει αμφιβολία όμως ότι ο αφηγητής δεν είναι και πολύ… αντικειμενικός! Οι φόβοι του και τα απωθημένα επιβεβαιώνονται στη θέα του «τεράστιου μόριου» του πατέρα, που το εκλαμβάνει ως σκόπιμη επίδειξη ανδρισμού. Η φροϋδικού τύπου αντιζηλία φτάνει μέχρι το σημείο να   υποψιάζεται  ότι ο πατέρας του, ακόμη και κατάκοιτος, έχει σχέσεις με την Σύλβια (πράγμα που δεν καταλαβαίνουμε ως το τέλος αν είναι αλήθεια)! Η υποψία ότι τα σεξουαλικά τους γούστα ταυτίζονται τον ταράζει συθέμελα (με δυο λόγια: οι σχέσεις μας σαν πατέρα και γιου θα παραμερίζονταν, θα μασταν πια δυο αρσενικά που παλεύουμε για την κατάχτηση ενός θηλυκού. Δυο αντίπαλοι, ναι. Δε θα ξεχάσω ποτέ τον τρόπο που έκανε σε μένα επίδειξη του πέους του στη διάρκεια της ένεσης).
Ο πρωταγωνιστής, με οξυδέρκεια ψυχαναλυτή, ανατρέχει σε μια απωθημένη ανάμνηση της παιδικής ηλικίας, ένα περιστατικό τραυματισμού της οιδιπόδειας σχέσης,  που ενδεχομένως εξηγεί την απόρριψη του πατέρα, ή μάλλον τη σχέση ανταγωνισμού. Η σωματική αδυναμία του αντίζηλου(όχι, δεν είναι κοντά στον θάνατο), η ανάγκη που στρέφεται πια από τον πατέρα στον γιο, είναι η αφορμή αναδιάταξης αυτής της θεμελιακής σχέσης, σχέσης πατέρα με γιο.
Με τον γλαφυρό του τρόπο ο Μοράβια θέτει κι ένα άλλο, κοινωνικό θέμα. Ο γιος, μεγαλώνοντας μέσα στην «εποχή της αμφισβήτησης» των αστικών αξιών, έχει απαρνηθεί μια κληρονομιά, ένα μικρό διαμέρισμα (πιθανά, παρά το ότι ήμουν φανατικός αμφισβητίας, προτίμησα ν απαρνηθώ εκείνο που δεν είχα, παρά εκείνο που είχα). Φυσικά, ενδόμυχα όπως λέει ο ίδιος, ο μόνος λόγος ήταν να αμφισβητήσει τον πατέρα! Τώρα όμως, η γυναίκα του Σύλβια, όχι μόνο δείχνει να δυσανασχετεί αλλά προβάλλει και βέτο, απαιτώντας μερίδιο στην περιουσία! Η εσωτερική σύγκρουση του ήρωα σχετικά μ αυτό το θέμα είναι σπαρταριστή˙ η εικόνα του «ανυποχώρητου αμφισβητία» στον ίδιο του τον εαυτό αλλά και στη Σύλβια να ζητάει πίσω το διαμέρισμα (η άρνηση στην άρνηση!), σκοντάφτει πάνω στην απρόβλεπτη αντίδραση και της Σύλβια και του πατέρα, αποδεικνύοντας πως ό, τι είχε χτίσει ήταν αποκυήματα της δικής του και μόνο ψυχοσύνθεσης.
Η σχέση του Ντόντο με τη γυναίκα του, τη Σύλβια, είναι προφανώς μια σχέση όπου εκείνος υποτάσσεται στα καπρίτσια της. Η Σύλβια είναι η «μαντόνα» του˙ μια γυναίκα που, όπως εκείνος πιστεύει, δεν μπορεί να περάσει μια μέρα χωρίς σεξ. Κάποια στιγμή εκείνη φεύγει «για να διαλογιστεί πάνω στη ζωή της». Είναι η φάση κατά την οποία υποψιάζεται ότι τον απατά (με τον πατέρα του;) ή ότι είναι δυσαρεστημένη που δεν έχουν δικό τους διαμέρισμα. Η κατάσταση γίνεται τραγελαφική όταν η Σύλβια αποκαλύπτει ότι ο άλλος άντρας την διεγείρει αποκαλώντας την «γουρούνα»!
Τέλος, η σκοποφιλία του κεντρικού ήρωα εκδηλώνεται με ποικίλους τρόπους, με πολλούς συνδυασμούς και αποχρώσεις της ερωτικής απόλαυσης, επιθυμίας, φαντασίωσης˙ κάτι στο οποίο ο Μοράβια πολλές φορές έχει αποδείξει ότι είναι μάστορας. Ποτέ μια σεξουαλική σκηνή δεν είναι κοινότοπη, επιφανειακή ή προβλέψιμη. Πάντα συνδέεται με μια ιδιαίτερη συναισθηματική κατάσταση, με την μοναδική σχέση ανάμεσα στους δύο, ακόμα κι όταν είναι πολύ προκλητική.
Η σκοποφιλία σχεδόν ανατέμνεται σε όλες της τις εκδοχές, εφόσον έχουμε σκηνές διπλά ηδονοβλεπτικές. Πέρα από τις ζωντανές περιγραφές, ο φιλόλογος ήρωας μιλά για τη σκοποφιλία και… θεωρητικά, αναφερόμενος και σε αρχαία κείμενα όπως του Ηρόδοτου, όπως και σ ένα συγκεκριμένο ποίημα του Μαλλαρμέ, που παίζει ενεργά σημαντικό ρόλο στο μυθιστόρημα (λες ότι αγαπάς μιαν Αφρικάνα που υπάρχει. Όμως, αν είναι σε βιβλίο, τούτο σημαίνει ότι δεν υπάρχει, ότι είναι φτιαγμένη από λέξεις).
Χριστίνα Παπαγγελή


[1] έχει μια μικρή διαφορά από τη λέξη «ηδονοβλεψίας»: ο ηδονοβλεψίας αντλεί ηδονή από το να παρακολουθεί σεξουαλική πράξη στην οποία συμμετέχουν άλλοι - αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι ο ηδονοβλεψίας δεν είναι ένα είδος σκοπόφιλου…