Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 5.αταξινομητα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 5.αταξινομητα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη, Νοεμβρίου 28, 2017

Ο μπολσεβικικός μύθος, Αλεξάντερ Μπέρκμαν

Συγκλονιστική κι αυτή η μαρτυρία του αναρχικού Ρώσου Αλεξάντερ Μπέρκμαν[1] για τα χρόνια από τον εμφύλιο της Οκτωβριανής επανάστασης (Δεκέμβρη του 1919) μέχρι το αιματοκύλισμα της Κροστάνδης (1921), εφόσον έζησε τα γεγονότα και συμμετείχε σ’ αυτά. Από άποψη ιστορικού ενδιαφέροντος τη βρήκα ισάξια της αντίστοιχης του Βικτόρ Σερζ (Αναμνήσεις ενός επαναστάτη 1 και 2), αν και λιγότερο εκτεταμένη (άλλωστε καλύπτει και πολύ μικρότερη χρονική διάρκεια), αλλά και λιγότερο «λογοτεχνίζουσα», με την έννοια ότι υπάρχει ημερολογιακή καταγραφή και όχι αναστοχασμός πάνω στα γεγονότα. Το ημερολόγιο, απ’ την άλλη έχει την ιδιαιτερότητα ότι καταγράφεις τις στιγμές χωρίς να ξέρεις τι θα επακολουθήσει, έχει λοιπόν άλλου είδους παραστατικότητα/ζωντάνια, και αξία ως μαρτυρία.
Όπως και ο Σερζ, ο Μπέρκμαν προσέγγισε την επανάσταση των Μπολσεβίκων χωρίς να απαρνηθεί την ιδεολογία του αναρχισμού, και υποστήριξε την πολιτική της λενινιστικής κυβέρνησης πιστεύοντας ότι η δικτατορία του προλεταριάτου θα ήταν μια σύντομη περίοδος εδραίωσης του νέου καθεστώτος έναντι της μοναρχίας του Τσάρου. Έτσι, ενώ και οι δυο (Σερζ και Μπέρκμαν), πιστοί στο όραμα της κοινωνικής δικαιοσύνης όπως την αντιλαμβάνονται οι αναρχικοί, διακρίνουν με οξυδέρκεια τα λάθη και τις αντιφάσεις της πολιτική του Λένιν, του Τρότσκι, του Ζηνόβιεφ κλπ, αισιοδοξούν ότι αυτά θα ξεπεραστούν όταν θα παγιωθεί το κομμουνιστικό αταξικό κράτος (ο Σερζ νομίζω ενδίδει κάπως περισσότερο στο πνεύμα του λενινισμού-μπολσεβικισμού). Όμως  αργά ή γρήγορα συνειδητοποιούν ότι δεν πρόκειται απλώς για λάθη, αλλά για εγκλήματα, κι αυτή την οδυνηρή διάψευση παρακολουθούμε εμείς, βήμα βήμα. Μετά δε την άγρια καταστολή της εξέγερσης της Κροστάνδης, η κυβέρνηση («Κρατικός Καπιταλισμός») των Μπολσεβίκων, επειδή δεν έχει ανάγκη πια τους αναρχικούς (που βοηθούσαν στον εμφύλιο), τους ασκεί απροκάλυπτη δίωξη και τους εκτελεί χωρίς δίκη, ενώ πολλοί, ανάμεσά τους και ο Μπέρκμαν, διαφεύγουν στο εξωτερικό.
Το ημερολόγιο του Μπέρκμαν ξεκινά τον Δεκέμβρη του 1919, όταν με άλλους 249 (ανάμεσά τους τρεις γυναίκες) Ρώσους απελαθέντες αναρχικούς και συνδικαλιστές στις ΗΠΑ, επιβαίνει στο θρυλικό μεταγωγικό Buford που από την Αμερική τους μεταφέρει στην επαναστατημένη Ρωσία. Ήδη ο Μπέρκμαν έχει εκτίσει ποινή δύο χρόνων στην Ατλάντα της Τζόρτζια για «αντιμιλιταριστική προπαγάνδα» μέσα σε άθλιες συνθήκες (ναι, στη «χώρα της ελευθερίας»)!
Στη Ρωσία ο εμφύλιος δεν έχει τελειώσει και ο Λευκός Στρατός απειλεί αρκετές περιοχές. Στις δύσκολες συνθήκες του ταξιδιού προστίθεται και η αγωνία μήπως πέσουν πάνω στον στρατηγό του τσαρικού στρατού, τον Ντενίκιν. Όμως ο Μπέρκμαν δεν δίνει μια στεγνή περιγραφή των γεγονότων, αντίθετα στις καταγραφές του υπάρχει διάχυτο το ανθρώπινο, καθημερινό στοιχείο (π.χ. παρά τη μεγάλη αγωνία μας σχετικά με το πού μας πηγαίνουν, πέφτει πολύ γέλιο και πειράγματα στην καμπίνα μας). Έτσι, αποκτάμε μια συνολική εικόνα της τότε ατμόσφαιρας, τις σχέσεις π.χ. με το προλεταριάτο ή τους Σπαρτακιστές της Γερμανίας (οι οποίοι π.χ. στέλνουν συντροφικούς χαιρετισμούς όταν το πλοίο αράζει προσωρινά στο κατεστραμμένο Κίελο) ή τον κίνδυνο σε σχέση με τους Φινλανδούς που τους θεωρούν προαιώνιους εχθρούς κ.α.
Την επιστροφή στη «Σοβιετική γη» ο Μπέρκμαν την ονομάζει «την πιο υπέροχη μέρα της ζωής του». Η θερμή λαϊκή συγκέντρωση που είχε οργανωθεί ήταν συγκλονιστική για τους απελαθέντες εξόριστους, ενώ ο κόσμος ζει ακόμα με την -φρούδα- προσδοκία ότι η επανάσταση του προλεταριάτου έχει εξαπλωθεί σε Αμερική και Ευρώπη.
Στα δυο χρόνια της ημερολογιακής καταγραφής, ο αφηγητής μεταβαίνει στα δυο βασικά αστικά κέντρα, στην Πετρούπολη και  στη συνέχεια στη Μόσχα, αρχικά με την ιδιότητα του διερμηνέα. Στη συνέχεια, με αφορμή διάφορες αποστολές  που αναλαμβάνει (όπως να παραλάβει  Αμερικανούς πολιτικούς εξόριστους που αποδείχτηκε ότι ήταν Ρώσοι αιχμάλωτοι πολέμου, ή να βοηθήσει στην οργάνωση θερινών εγκαταστάσεων -«θερέτρων»- που θα φιλοξενούσαν 50000 εργάτες για ξεκούραση και μεγαλύτερο συσσίτιο), ταξιδεύει και σε διάφορες άλλες πόλεις και χωριά ενώ με την αποστολή να συλλέξει υλικό για το «Μουσείο της Επανάστασης μεταβαίνει και προς το Νότο (Λεττονία, Ουκρανία). Στην παραμονή του στις δυο σπουδαίες πόλεις, αλλά και στην Ουκρανία που είναι ένα καζάνι που βράζει, έχει την ευκαιρία να συναντήσει μεγάλες προσωπικότητες όπως τον Λένιν (τον οποίο σκιαγραφεί σαν πολιτικό αλλά και σαν χαρακτήρα), τον Κροπότκιν (ήταν ήδη περίπου 80, ένα χρόνο μετά πέθανε), τον Ζηνόβιεφ, τον αναρχικό Μαχνό  και άλλα πολύ σημαντικά πρόσωπα και κοινωνικά κινήματα της κρίσιμης αυτής εποχής, για τα οποία μαθαίνουμε και μεις από τα πολύ καίρια και κατατοπιστικά υπομνήματα του μεταφραστή.
Η διάψευση του συλλογικού οράματος ξεκινά από τις εικόνες πείνας και αθλιότητας που αντικρίζει ο Μπέρκμαν, αρχικά στην Πετρούπολη, αλλά και στις άλλες πόλεις και στην ύπαιθρο όπου οι αγρότες, («οπισθοδρομικοί και βαθιά ποτισμένοι με το μικροαστικό πνεύμα της ιδιοκτησίας»), στο όνομα της επίταξης λόγω του αποκλεισμού των συμμάχων χάνουν κάθε περιουσιακό στοιχείο, με αποτέλεσμα να μη μπορούν να επιβιώσουν. Άπειρα μικρά χαρακτηριστικά καθημερινά επεισόδια συνθέτουν αυτή την εικόνα εξαθλίωσης των μαζών. Κάθε εμπορική ή απλή συναλλαγή απαγορεύεται και τιμωρείται αυστηρά. Η θανατική ποινή, που υποτίθεται καταργήθηκε από την επανάσταση, γρήγορα  επαναφέρεται γιατί, όπως λέει ο Κάρακχιαν, «σε μερικές περιπτώσεις είμαστε αναγκασμένοι να κάνουμε εξαιρέσεις» (γιατί «δεν πρέπει να είμαστε συναισθηματικοί»).  Η βίαιη κρατική καταστολή γίνεται ο εφιάλτης καθενός που δεν υπακούει στις κεντρικές εντολές (η Ρωσία, η Επανάσταση, έμοιαζε να χάθηκε ξαφνικά, και να ξαναβρέθηκα στην Αμερική, ανάμεσα σε εργάτες την ώρα που του χτύπαγε η αστυνομία), εφόσον οι εκτελέσεις γίνονται με συνοπτικές διαδικασίες, χωρίς δίκες ούτε καν αποδείξεις. Τα «αναμορφωτήρια» της Πετρούπολης είναι κανονικές φυλακές, βουτηγμένες στην κακοδιοίκηση και τη διαφθορά, ενώ η γραμμή είναι οι «παιδαγωγοί» να προέρχονται από τους Κομμουνιστές και να ελέγχονται από τους πολιτικούς κομισάριους.
Η Τσεκά (πολιτική αστυνομία από τον Δεκέμβρη του 1917, πρόδρομος της Γκεπεού), η «ψυχή της επανάστασης» όπως λέει ένας Τσεκάς, χρησιμοποιεί απίστευτα βίαιες και ανήθικες μεθόδους για να ασκήσει εξουσία  ενώ, η διαφθορά καλπάζει –οι περισσότεροι από τους Τσεκάδες  λαδώνονται ενώ γρήγορα οι ομάδες των αναρχικών, που εξακολουθούν να δρουν στο Κομμουνιστικό κράτος, συνειδητοποιούν ότι η τρομοκρατία και η συγκέντρωση εξουσίας αποκλειστικά και μόνο στα χέρια του Κομμουνιστικού κόμματος αλλοτρίωσαν τις μάζες, κατέστειλαν την ανάπτυξη της επανάστασης και παρέλυσαν τη δημιουργικότητα. Οι απάνθρωπες κατασταλτικές μέθοδοι είναι ιδιαίτερα σκληρές στην Οδησσό όπου δουλεύουν παλιοί αξιωματικοί της χωροφυλακής και πρώην θανατοποινίτες, που τους χαρίστηκε η ζωή «για τις υπηρεσίες που πρόσφεραν στον πόλεμο ενάντια στην αντεπανάσταση και την κερδοσκοπία».
Το «πάιεκ», δηλαδή οι μερίδες ψωμιού δίνονται ανάλογα με την κοινωνική θέση (αιφνιδιάζει το γεγονός ότι σε ορισμένες περιπτώσεις οι διανοούμενοι βρίσκονται στο τελευταίο σκαλί της κοινωνικής ιεραρχίας), ενώ ο Μπέρκμαν μάς δίνει αναρίθμητα επεισόδια ανεκδιήγητης γραφειοκρατίας. Σύνθετα πολιτικά όργανα, πολιτικοί κομισάριοι και κάθε είδους επιτροπή ελέγχουν την παραμικρή πρωτοβουλία που μπορεί να οποιοσδήποτε, σε οποιοδήποτε πόστο. Ο αργοκίνητος γραφειοκρατικός μηχανισμός ευθύνεται για κάθε είδους καταστροφή και αθλιότητα που μπορεί να φτάνει σε θανάτους από πείνα και αρρώστιες, ενώ η λύπηση/οίκτος/ανθρωπιά και κάθε ηθικός δισταγμός θεωρείται «μπουρζουάδικος συναισθηματισμός» (η αδιαφορία τους μου έφερε αηδία. Ο Ρώσος, ο απλός άνθρωπος του λαού, ποτέ δεν στεκόταν χωρίς συμπόνια απέναντι στη φτώχια και τη δυστυχία. Η καρδιά του ήταν πάντα με το μέρος των αδύναμων και των περιφρονημένων). 
Ο Μπέρκμαν παρακολουθεί από κοντά τις πολιτικές διεργασίες, όπως τη συνεδρίαση του Σοβιέτ της Μόσχας (Καμένεφ) όπου η κραυγαλέα μισαλλοδοξία  τον κατέθλιψε, την Τρίτη Διεθνή όπου οι προσδοκίες του ήταν μεγάλες αλλά πάλι η έλλειψη ενθουσιασμού και οι μηχανικές διαδικασίες τον κούρασαν και τον  απογοήτευσαν και, αργότερα, το 9ο Συνέδριο του Κόμματος όπου ο Λένιν και ο Τρότσκι εισηγήθηκαν τη στρατιωτικοποίηση της εργασίας: αντικατάσταση της συνεργατικής μορφής διεύθυνσης των εργοστασίων από τη μονοπρόσωπη διεύθυνση (εδώ έχει ενδιαφέρον ως προσωπική μαρτυρία η λεπτομέρεια η κάθετη επιμονή του Τρότσκι ότι τα συνδικάτα είχαν αποτύχει να διευθύνουν τη βιομηχανία, παρά την αντίδραση των εργατών στον κρατικό συγκεντρωτισμό, που είχε αφαιρέσει από τις εργατικές ενώσεις όλα τα δικαιώματα. Γνωρίζουμε εκ των υστέρων τις συνέπειες αυτής της απόφασης, και ο Μπέρκμαν είχε την ευκαιρία να τις διαπιστώσει ο ίδιος π.χ. στο Κίεβο αργότερα.
Η υποκρισία του συστήματος είναι απροκάλυπτη μπροστά στην Βρετανική (όπου συμμετέχει και ο Μπέρτραντ Ράσελ) και την Ιταλική αποστολή όπου όλα παρουσιάζονται όμορφα αγγελικά πλασμένα (το δίλημμα αν πρέπει να παρουσιάσουν εξιδανικευμένη την εικόνα ή αληθινή δεν φαίνεται να απασχολεί την Επιτροπή Υποδοχής, που δίνουν εντελώς πλαστή εικόνα εξαφανίζουν κάθε ίχνος αδυναμίας).
Η παρουσία των αναρχικών είναι ακόμα απαραίτητη και οι αντιδράσεις τους στις αυθαιρεσίες των Μπολσεβίκων είναι έντονες και -ακόμα- συλλογικές (υπάρχουν βέβαια και ατομικές). Η «Ουνιβερσαλιστική» Λέσχη της οδού Τσβέρσκαγια, συγκεντρώνει ανθρώπους όλων των επαναστατικών τάσεων που κατηγορούν το Μπολσεβικικό Κράτος σαν την πιο ολοκληρωμένη τυραννία, κρίνοντας και κατακρίνοντας τις μεθόδους των Μπολσεβίκων  (η Λέσχη διαλύθηκε μετά την εξέγερση της Κροστάνδης), όπως την κατάργηση της Συντακτικής Συνέλευσης.  Οι αντιδράσεις πολλαπλασιάζονται όταν αρχίζουν και κρατούν αναρχικούς στη φοβερή φυλακή Βουτέρκα (Μόσχα) χωρίς κατηγορία. Ο Μπέρκμαν αρχίζει και βλέπει πια καθαρά ότι οι φυλακές έχουν γεμίσει αντιδρώντες στην κυβέρνηση (οι διώξεις εναντίον των Αριστερών συνεχίζονται κι οι φυλακές έχουν γεμίσει επαναστάτες).
Όταν ο συγγραφέας αρνείται να μεταφράσει στα αγγλικά το βιβλίο του Λένιν «Η παιδική αρρώστια του Αριστερισμού» (αυτό το φυλλάδιο παραποιεί και αμαυρώνει όλα τα ιδανικά μου. Δεν γίνεται να συμφωνήσω να το μεταφράσω χωρίς να προσθέσω μερικά λόγια για να τα υπερασπιστώ»), η στάση του κράτους αλλάζει σταδιακά απέναντί του (έγινα persona non grata/οι φίλοι μου στην αριστερά με λένε Μπολσεβίκο και οι Κομμουνιστές με κοιτάνε με μισό μάτι). Δεν είναι ίσως τυχαίο που σχεδόν αμέσως μετά τον στέλνουν στις νότιες επαρχίες, στην Ουκρανία για να «συλλέξει υλικό για το Μουσείο της επανάστασης» (το οποίο ποτέ δεν αξιοποιήθηκε). Ανάμεσα στους συνεργάτες του είναι και η γνωστή αναρχοκομμουνίστρια  Έμμα Γκόλντμαν[2].
Μπροστά στο καζάνι που κοχλάζει στο Νότο, η ζωή στο Βορρά μοιάζει γαλήνια και ομαλή. Η ιστορία της Ουκρανίας[3], του σιτοβολώνα της Ρωσίας, είναι πολύπαθη (όλο το φάσμα των επαναστατικών και αντεπαναστατικών παθών έχει συνταράξει την Ουκρανία). Χαρακτηριστική των αλλαγών στη διακυβέρνησή της είναι η έκφραση του Μπέρκμαν «καλειδοσκοπικές εναλλαγές κυβερνήσεων»(!).  Είναι γνωστή η λιμοκτονία 6.000.000 λόγω της πολιτικής κολεκτιβοποίησης του  Στάλιν, το 1932-3,δεν ήξερα όμως εγώ τουλάχιστον ότι άλλοι τόσοι περίπου (σύμφωνα με την Wikipedia  5.000.000) πέθαναν στο διάστημα 1921-23 από επιτάξεις και καταλήστευση από Λευκούς αρχικά και Κόκκινους στη συνέχεια, πράγμα που επιβεβαιώνεται και από την μαρτυρία του Μπέρκμαν (δεν δίνει νούμερα, φυσικά).
Ο συγγραφέας παραθέτει άπειρες επώνυμες μικροϊστορίες, απίστευτες, από τον «μακρόχρονο επαναστατικό αγώνα της»: τον πόλεμο κατά των λευκών, το αγροτικό αντάρτικο, από τη δράση του αναρχικού Μαχνό, από τους διωγμούς των Εβραίων (ασκεί πογκρόμ εναντίον τους ΚΑΙ ο Μαχνό). Αφιερώνει ολόκληρο κεφάλαιο στον Μαχνό για τον οποίο οι απόψεις των χωρικών/πολιτών ποικίλλουν. Πρόκειται πάντως για ένα κοινωνικό κίνημα, σε αντιπαράθεση με το Κομμουνιστικό Κόμμα που είναι πολιτικό σώμα, γι’ αυτό επικρατεί η άποψη ότι είναι η σπουδαιότερη έκφραση ολόκληρης της επανάστασης. Όπως λέει και ο αναρχικός Γιάσα, το κίνημα του Μαχνό είναι έκφραση των ίδιων των ανθρώπων του μόχθου. Είναι το πρώτο μεγάλο μαζικό κίνημα που παλεύει με τις δικές του δυνάμεις ν’ απελευθερωθεί από κάθε είδους κυβέρνηση και να εγκαθιδρύσει την οικονομική αυτοδιάθεση. Με αυτή την έννοια, είναι απ’ άκρη σε άκρη αναρχικό. Ωστόσο, το κίνημα του Μαχνό ευθύνεται για πολλές βιαιότητες (όπως είπαμε πριν υπήρχε έντονος αντισημιτισμός(!), και γι αυτό το θέμα αφιερώνει πολλές σελίδες ο Μπέρκμαν).
Πολύ συμπαθητική μορφή που αναδεικνύεται απ’ το ημερολόγιο είναι ο «Ιωσήφ ο Εμιγκρές», ένας σύντροφος αναρχικός που με τη γυναίκα του Λέα συντέλεσαν στην ίδρυση της γνωστής αναρχικής ομάδας Ναμπάτ.
Άλλη μια οικτρή διάψευση περιμένει τον Μπέρκμαν στο στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας στο Χάρκοβο όπου η κατάσταση είναι πανάθλια ενώ στο Κίεβο οι εργαζόμενοι παραπονιούνται για την κατάργηση της εργατικής διαχείρισης και για τις «μοσχοβίτικες μεθόδους». Οι διωγμοί των Εβραίων είναι ακόμα πιο έντονοι εδώ, και ο Μπέρκμαν παραθέτει πολλά επεισόδια που του δημιουργούν απόγνωση.
Το αποκορύφωμα όμως της αποκαρδίωσης είναι η άγρια καταστολή της εξέγερσης της Κροστάνδης (Φεβρουάριος 1921). Όταν πια ο Μπέρκμαν έχει επιστρέψει στο Βορρά, γίνεται μάρτυρας όλης της εξέλιξης και την παρακολουθούμε μέρα μέρα στο ημερολόγιο. Η σπίθα άναψε όταν κατέβηκαν σε απεργία οι εργάτες της βιομηχανίας Τρούμποσνι (είναι απίστευτο το γεγονός ότι ένα σχετικά τόσο ασήμαντο περιστατικό, όσο η απεργία στη βιομηχανία Τ., πρόκειται να οδηγήσει τα πράγματα σε εμφύλιο πόλεμο και αιματοχυσία). Η απεργία παίρνει γρήγορα πολιτική χροιά, μεταλαμπαδεύεται στη Μόσχα, στη Σιβηρία, στην Ουκρανία, στον Καύκασο∙ η ανοικτή συνέλευση στην πλατεία Γιάκαρνε αριθμεί 16.000 ναύτες, άντρες του κόκκινου στρατού και εργάτες! Ο Μπέρκμαν μάς παραθέτει όλο το ψήφισμα της γενικής συνέλευσης των πληρωμάτων της Βαλτικής (με αναλυτικά τα πολιτικά αιτήματα),που είναι συγκλονιστικό, ευθυγραμμισμένο στις αρχές της επανάστασης. Απευθύνει προσωπική επιστολή στον Ζινόβιεφ (πρόεδρος του Σοβιέτ της Μόσχας), αλλά όπως γνωρίζουμε κανένα αίτημα δεν εισακούστηκε, εφόσον στις 17 Μαρτίου 1921 χιλιάδες ναύτες και εργάτες κείτονταν νεκροί στους δρόμους…
Μετά απ’ αυτά τα γεγονότα (έχει εν τω μεταξύ αρχίσει να εφαρμόζεται και η Νέα Οικονομική Πολιτική), οι αναρχικοί δεν έχουν πια θέση στη Σοβιετική ένωση. Ο συγγραφέας αρνείται, για λόγους αρχής, να υπογράψει την απόφαση της σχετικής Επιτροπής (από κυβερνητικούς και ξένους απεσταλμένους) να απελαθούν οι αναρχικοί, αλλά  μέσα σε ένα βαρύ κλίμα πένθους για αγαπημένα πρόσωπα που εκτελέστηκαν ή πέθαναν από τις κακουχίες, στις 30 Σεπτεμβρίου αποφασίζει να εγκαταλείψει ξανά τη Ρωσία.
Τελειώνοντας το βιβλίο, δεν μπορεί παρά να νιώθεις τη δίνη της εποχής, μια δίνη τόσο διαφορετική από τη δική μας, με τόσο έντονο το επαναστατικό και το πολιτικό στοιχείο (ποιος μπορούσε να μένει αμέτοχος; ποιος μπορούσε να είναι "φιλήσυχος πολίτης";).  Και  η ημερολογιακή καταγραφή του Μπέρκμαν μεταφέρει άμεσα το βιωματικό στοιχείο που λείπει, μοιραία, από ιστορικούς και αναλυτές.
Χριστίνα Παπαγγελή


[1] Γεννήθηκε το 1870 στο Βίλνο της σημερινής Λιθουανίας. Το 1888 μεταναστεύει στις ΗΠΑ και εμπλέκεται ως αναρχικός με το εκεί εργατικό κίνημα, που ήδη μετρούσε πολλούς νεκρούς ─μιλάμε για εποχές όπου οι απεργίες αντιμετωπίζονταν με κανόνια. Το 1892 πυροβολεί, χωρίς να σκοτώσει, το διευθυντή ενός εργοστασίου που θεωρήθηκε υπεύθυνος για το θάνατο 11 απεργών από τα πυρά της Πολιτοφυλακής. Κάνει 14 χρόνια φυλακή. Βγαίνοντας, βοηθάει στην ίδρυση του ελευθεριακού «σχολείου Φερέρ», που ιδρύθηκε το 1911 στη Νέα Υόρκη και λειτούργησε μέχρι το 1953. (Πήρε το όνομά του από τον Φρανσίσκο Φερέρ ι Γκουάρντια, αναρχικό δάσκαλο και ιδρυτή του κινήματος «Μοντέρνο Σχολείο» στην Ισπανία.) Το 1914, μαζί με τη συντρόφισσά του Έμμα Γκόλντμαν, ιδρύει μια Αντιπολεμική Λίγκα, το 1917 συλλαμβάνεται και μένει φυλακή ώσπου το Δεκέμβρη του 1919 τον φορτώνουν, μαζί με άλλους 250 στο μεταγωγικό Buford με προορισμό την επαναστατημένη Ρωσία (από την ομιλία του HS, του μεταφραστή Γιάννη Ιωαννίδη, για το "μπολσεβικικό μύθο").
[2]https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%88%CE%BC%CE%BC%CE%B1_%CE%93%CE%BA%CF%8C%CE%BB%CE%BD%CF%84%CE%BC%CE%B1%CE%BD
[3] https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9F%CF%85%CE%BA%CF%81%CE%B1%CE%BD%CE%AF%CE%B1

Δευτέρα, Ιανουαρίου 05, 2015

Αναμνήσεις ενός επαναστάτη, Βικτόρ Σερζ (μέρος 1)

Μια επανάσταση δεν πρέπει να θεωρείται ως ένα συμπαγές σύνολο
παρά από μακριά∙ με τον καιρό μπορεί να συγκριθεί με ένα χείμαρρο που συμπαρασύρει
ορμητικά το καλύτερο και το χειρότερο και αναχαιτίζει
τα αληθινά ρεύματα της αντεπανάστασης

Σπάνια μαρτυρία από την εποχή της γέννησης του αναρχοσυνδικαλισμού και την πορεία του διεθνούς σοσιαλιστικού/κομμουνιστικού κινήματος (από το 1880 περίπου μέχρι το 1940) αποτελεί το αυτοβιογραφικό αυτό βιβλίο του γνωστού Ρώσου συγγραφέα[1], του οποίου  η «Υπόθεση Τουλάγιεφ» κατά τη γνώμη μου συγκρίνεται  με το «Μηδέν και το άπειρο» του Άρθουρ Καίστλερ. Ο Βικτόρ Σερζ, αλλιώς Βικτόρ Λβόβιτς, προερχόμενος από το χώρο του αναρχισμού, συμμετείχε ενεργά στη μπολσεβικική επανάσταση, παρακολούθησε εκ των έσω όλες τις αντιφάσεις της δικτατορίας  του προλεταριάτου, αγωνίστηκε για την εξάπλωση της διεθνοποίησης της επανάστασης· γρήγορα κατέφυγε στην Αριστερή Αντιπολίτευση (σε διεθνές επίπεδο), υποστήριξε πρώιμα τις τροτσκιστικές θέσεις, γλύτωσε απ τα νύχια του σταλινισμού προφανώς λόγω της διεθνιστικής του δράσης και της ακτινοβολίας του στο παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα, ενώ προς το τέλος της ζωής του διαχώρισε   τη θέση του κι απ τον Τρότσκι (πέθανε το 1947, εφτά χρόνια μετά τη δολοφονία του αρχηγού του Κόκκινου στρατού).
Οι ιδιαίτερες συνθήκες κάτω από τις οποίες μεγάλωσε και έζησε ο Σερζ δίνουν μια ξεχωριστή οπτική στα ιστορικά γεγονότα στα οποία αναφέρεται, τα οποία διαμόρφωσαν με μοναδικό τρόπο την επαναστατική του συνείδηση. Γεννήθηκε το 1890, στις Βρυξέλλες «κατά τύχη», εφόσον ο πατέρας του, μπλεγμένος στο κόμμα της Λαϊκής θέλησης (Ναρόντναγια Βόλια) -υπεύθυνο για τη δολοφονία του τσάρου Αλέξανδρου Β΄-, εξαφανίστηκε από τη Ρωσία, διέσχισε τα αυστριακά σύνορα κολυμπώντας κάτω από τις σφαίρες των χωροφυλάκων και ξανάρχισε τη ζωή του καταφεύγοντας στη Γενεύη. Η φτώχεια ήταν απίστευτη εκείνη την εποχή και στις Βρυξέλλες, και στο Λονδίνο, και στο Παρίσι, όπως θα δούμε αργότερα. Έτσι, η μοίρα του φτωχού πανεπιστημιακού πατέρα ταυτίζεται με τη μοίρα του μετανάστη (Βέλγιο, Λονδίνο, Παρίσι, Ελβετία). Άλλωστε, από υποσιτισμό ο Βικτόρ έχασε και τον μικρότερο αδερφό του (απεχθανόμουν την καθημερινή πείνα των φτωχών παιδιών. Μέσα στα μάτια των παιδιών αυτών πίστευα ότι αναγνώριζα τις εκφράσεις του Ραούλ/ μου προξενούσε έκπληξη το ότι η θλίψη μπορούσε να περάσει και κατόπιν να εξακολουθήσει κανείς να ζει). Οι  γονείς του, παρόλες τις αντίξοες συνθήκες διατήρησαν πάντα άσβεστη τη δίψα για γνώση (οι γονείς μου ταξίδευαν αναζητώντας τον άρτο τον επιούσιο και τις καλές βιβλιοθήκες), πάθος που το μεταβίβασαν στα παιδιά τους και μάλιστα, πάθος για «πρωτογενή» γνώση  (δεν είχα πάει στο δημοτικό γιατί ο πατέρας μου περιφρονούσε αυτή «τη βλακώδη αστική διδασκαλία για τους φτωχούς» και δεν μπορούσε να πληρώσει για το κολλέγιο. Με διάβαζε ο ίδιος, λίγο και άσχημα. Το πάθος όμως για γνώση και η ακτινοβολία μιας ευφυΐας η οποία δεν τα πήγαινε ποτέ καλά με την απραξία, δεν οπισθοχωρούσε ποτέ μπροστά σε μια αναζήτηση ή ένα πόρισμα, αναδύονταν από μέσα του σε τέτοιο βαθμό που με μαγνήτιζαν κι έτρεχα στα μουσεία, στις βιβλιοθήκες, στις εκκλησιές, γέμιζα τετράδια με σημειώσεις σκαλίζοντας τις εγκυκλοπαίδειες. Έμαθα να γράφω χωρίς να ξέρω γραμματική. Η γνώση για μένα δε διαχωριζόταν απ τη ζωή, ήταν η ίδια η ζωή).
Έτσι, η μπροσούρα του αναρχικού Κροπότκιν προς τους νέους (τι θέλετε να γίνετε; Μήπως δικηγόροι για να επικαλείσθε τον νόμο των πλουσίων που είναι εξ ορισμού ο μοναδικός; Γιατροί, για να θεραπεύετε τους πλούσιους και να συμβουλεύετε τους φτωχούς να διατρέφονται καλά; Αρχιτέκτονες, για να εγκαθίστανται σε ωραία σπίτια οι ιδιοκτήτες; κλπ κλπ) βρίσκει πρόσφορο έδαφος.  Δεκαπέντε χρονών, έχοντας βιώσει ήδη μια βαριά απώλεια, τον αδερφό του), μπλέκεται στους αναρχικούς κύκλους και γίνεται μαθητευόμενος φωτογράφος· έχει ήδη συνειδητά ταχτεί σ έναν αγώνα που ξέρει ότι μπορεί να είναι και αδιέξοδος (απευθυνόμενος νοερά στον πατέρα του: θέλω να αγωνιστώ, όπως αγωνίστηκες και συ, όπως πρέπει να αγωνίζεται κανείς όλη του τη ζωή. Είσαι ηττημένος το βλέπω. Θα προσπαθήσω να έχω περισσότερη δύναμη ή περισσότερη τύχη. Δεν υπάρχει τίποτα άλλο να κάνει κανείς).
Πού να πας, τι να κάνεις μ αυτήν την επιτακτική ανάγκη για το απόλυτο, αυτή την επιθυμία να μπεις στη μάχη, αυτόν τον κρυφό πόθο να ξεφύγεις από όλα τα εμπόδια της πόλης και της ζωής, χωρίς δυνατότητα διαφυγής;
Μας χρειάζεται ένας κανόνας. Να εκπληρώνεις κάτι και να προσφέρεις. Να είσαι.
Και παρακάτω:
Ήμασταν σοσιαλιστές: Νέοι Φρουροί. Μας είχαν σώσει οι ιδέες μας. Δεν υπήρχε λόγος να αποδείξουμε κάτι, ούτε χρειάζονταν υποστηρικτικά κείμενα για να υπάρξουν κοινωνικοί αγώνες. Ο σοσιαλισμός έδινε νόημα στη ζωή: τον αγώνα. Οι διαδηλώσεις ήταν μεθυστικές, κάτω από τις βαριές κόκκινες σημαίες, που είναι τόσο δύσκολο να κρατήσεις όταν έχεις κακοκοιμηθεί και δεν τρέφεσαι καλά.
Σιγά σιγά άρχισε η διαμάχη μας όχι με τον σοσιαλισμό αλλά με όλα αυτά τα συμφέροντα τα καθόλου σοσιαλιστικά που υπήρχαν γύρω από το εργατικό κίνημα. Εισβάλλουν στο χώρο του, τον διαπερνούν, τον κατακτούν και τον βρομίζουν. (…) Η εκλογική πολιτική μάς εξόργιζε πιο πολύ απ όλα. Ήμασταν συγχρόνως, μου φαίνεται, πολύ δίκαιοι και πολύ άδικοι μέσα από την άγνοια της ζωής η οποία είναι γεμάτη περιπλοκές και συμβιβασμούς.
Ήμασταν άπληστοι για το απόλυτο.

Και:
Εμείς θέλαμε μια αναρχική επανάσταση, δημοκρατική  -χωρίς την υποκρισία και την ατολμία των αστικών δημοκρατιών-, εξισωτική, ανεκτική ως προς τις ιδέες και τους ανθρώπους. Από θεωρητική πλευρά, θέταμε πολύ άσχημα αυτά τα προβλήματα, ο μπολσεβίκος τα έθετε σίγουρα καλύτερα από μας· από ανθρώπινη πλευρά, ήμασταν μέσα στην αλήθεια πολύ περισσότερο απ ό, τι εκείνος.

Έτσι, ο Βικτόρ Σερζ μπαίνει στη δίνη της εποχής του, μιας εποχής όπου όλη η Ευρώπη βράζει… Οι οξείες κοινωνικές αντιθέσεις δημιουργούν και έντονες αντιδράσεις, κοινωνικά κινήματα και ιδεολογικές αντιπαραθέσεις που ετοιμάζουν τη μεγάλη διεθνή επανάσταση αλλά και ενίσχυση των δυνάμεων καταστολής, πολλές διαψεύσεις και πισωγυρίσματα.  Με τον απόηχο της Παρισινής Κομμούνας και της υπόθεσης Ντρέυφους, της δίκης της «συμμορίας του Μποννό», της εξέγερσης στην Καμπανία  (Μάρτιος του 1917) ο Σερζ ωριμάζει μέσα στις αρχές του αναρχισμού. Έζησε  άμεσα τα επαναστατικά κινήματα της Ευρώπης (Γαλλία, Βέλγιο, Ισπανία), είδε το ξέσπασμα του πρώτου παγκόσμιου πολέμου μέσα στη φυλακή του Παρισιού και  στάλθηκε με την ανταλλαγή ομήρων στη Ρωσία παραμονές της ρωσικής επανάστασης. Μια επανάσταση που υποστηρίζει με όλη του την ψυχή παρόλο που διαισθάνεται ότι από την πρώτη μέρα έχει ήδη προδώσει τις αρχές της (η ρωσική επανάσταση δεν μπορεί να περιοριστεί σε μια αλλαγή πολιτικού καθεστώτος· η επανάσταση είναι, πρέπει να είναι κοινωνική. Αυτό πάει να πει ότι οι αγρότες θα επιβάλουν την εθνικοποίηση ή τουλάχιστον τον έλεγχο στις μεγάλες βιομηχανίες και τις τράπεζες. Ήμουν, χωρίς να το ξέρω, στη γραμμή του Λένιν).
Ως αυτοβιογραφούμενος, ο συγγραφέας Βικτόρ Σερζ έχει χωρίσει την αφήγησή του σε χρονικές περιόδους μέχρι το 1941 περίπου, δίνοντας σε κάθε κεφάλαιο τίτλο όπου φαίνεται ξεκάθαρα η επαναστατική του οπτική.

1.     Ένας κόσμος χωρίς δυνατότητες διαφυγής
Αναρχικά αδιέξοδα μέχρι το 1912

Η αλήθεια θα σε κάνει ελεύθερο. Η ελευθερία θα σου κάνει καλό.
Le revolté. Feuille de Propagande Anarchiste.

Ψάχνοντας απελπισμένα για δουλειά, πρώτα στις Βρυξέλλες και στη συνέχεια στο Παρίσι  (το Παρίσι μάς καλούσε, το Παρίσι του Ζολά, της Κομμούνας, της CGT, με τις μικρές εφημερίδες που τις τύπωναν με τρόμο ψυχής, το Παρίσι όπου ο Λένιν κάποιες φορές ετοίμαζε την Ίσκρα και μιλούσε στις συγκεντρώσεις των εμιγκρέδων, σε γειτονιές κλπ κλπ) μέσα στη φτώχεια και την ανασφάλεια, γνωρίζει προσωπικότητες  όπως τον Ζωρές ή τον αναρχικό Albert Libertad (πάμφτωχος, κλοσάρ, ανάπηρος, βίαιος  κι ελκυστικός έγινε η ψυχή ενός κινήματος που είχε εξαιρετικό δυναμισμό) και δουλεύει ως φωτογράφος, μεταφραστής, συντάκτης ή τυπογράφος σε διάφορες εκδόσεις.
Διαμορφωμένος από αντιφάσεις, διαχωρισμένος σε τάσεις υπόγειες και μη, ο αναρχισμός απαιτούσε πάνω απ όλα τη συμφωνία ανάμεσα σε λόγο και πράξη. Γι αυτό και μεις φτάσαμε (εκείνη την εποχή) στην ακραία θέση όπου, μέσα από μια άτεγκτη διαλεκτική, κατέληγε κανείς, δια μέσου της επαναστατικότητας, να μην έχει πλέον ανάγκη την επανάσταση.
Το δόγμα, που έγινε δικό μας, έλεγε: «Μην περιμένετε την επανάσταση. Αυτοί που υπόσχονται την επανάσταση είναι φαρσέρ όπως και οι άλλοι. Κάνε την επανάσταση σου εσύ ο ίδιος. Να είστε άνθρωποι ελεύθεροι, και να ζείτε σε συντροφικότητα».
Ο αναρχικός ατομικισμός στον οποίο κατέληγαν κάτι τέτοιες σκέψεις, ήταν η αφορμή για την πιο οδυνηρή πραγματικότητα για μας τους ίδιους. Να είσαι ο εαυτός σου. Μόνο που αναπτυσσόταν πάλι σε μια πόλη – χωρίς πιθανότητα διαφυγής-, στο Παρίσι, σε μια απέραντη ζούγκλα όπου ένας πρωταρχικός ατομικισμός, διαφορετικά επικίνδυνος από τον δικό μας, ο πιο δαρβινικός ατομικισμός της πάλης για επιβίωση, ρύθμιζε όλες τις σχέσεις. Φεύγοντας από τους καταναγκασμούς της φτώχειας τους ξαναβρίσκουμε μπροστά μας. Να είσαι ο εαυτός σου θα αποτελούσε μια πολύτιμη εντολή και ίσως μια υψηλή εκπλήρωση, εάν ήταν κάτι το εφικτό· αυτό δεν αρχίζει να γίνεται δυνατόν παρά τότε μόνον όταν ικανοποιούνται οι πιο επιτακτικές ανάγκες του ανθρώπου (τροφή, κατάλυμα, ντύσιμο).
Είναι η εποχή όπου οι αναρχικές ιδέες εξαπλώνονται και πολυάριθμοι σύντροφοι θα βρίσκονταν, σύντομα, μέσα σε αυτό που ονομάζουμε παρανομία, σε μια ζωή που δεν κινείται πια στο περιθώριο της κοινωνίας, αλλά στο περιθώριο του νόμου. Πίσω από τις ιδέες υπάρχει η απελπισία, η αίσθηση ότι τίποτα δεν μπορούμε να κάνουμε, ότι ο κόσμος στην ουσία του είναι απαράδεκτος, κι όπως έλεγε ο Ανατόλ Φρανς, «η ζωή δεν είναι ένα τόσο σπουδαίο αγαθό που θα ταν τρομερό να το χάσεις ή έγκλημα να το αφαιρέσεις από κάποιον». Είναι η εποχή όπου παραδέχεται ότι για τον Μαρξ δεν ήξερε σχεδόν τίποτα (στον συνδικαλισμό καταδικάζαμε έναν μελλοντικό κρατισμό εξίσου αμφίβολο με οτιδήποτε άλλο. Ο «εργατισμός» ως αντίδραση ενάντια στους πολιτικούς  μάς φαινόταν κάτι πολύ περιορισμένο καθώς κουβαλούσε μέσα του το μικρόβιο ενός άλλου είδους αριβισμού…)
Η διάψευσή του από το αναρχισμό επανέρχεται και αργότερα, όταν οι ατομικιστές κοροϊδεύουν την επανάσταση.  «Δεν είστε στην πραγματικότητα υπέρ κανενός/ δεν θα πολεμήσετε ποτέ για τίποτα, γιατί για σας δεν αξίζει τίποτα στ αλήθεια/ είστε το προϊόν του εκφυλισμού των πάντων: της μπουρζουαζίας, των αστικών ιδεών, του εργατικού κινήματος, του αναρχισμού).
Η μαρτυρία του Σερζ πάνω σ αυτήν την πτυχή της ιστορίας είναι πολύτιμη, γιατί γίνεται πολύ εκτεταμένη και συγκεκριμένη αναφορά σε άπειρες περιπτώσεις αναρχικών προσπαθειών στο Παρίσι, ενώ παράλληλα έχει ανοιχτή την πόρτα προς τη Ρωσία λόγω της διασύνδεσής του με το Ρωσικό Σοσιαλιστικό Κόμμα. Παρελαύνουν ονόματα όπως του Σορέλ (θεωρητικός του επαναστατικού συνδικαλισμού που στήριξε τη μπολσεβικική επανάσταση), του Φερράλ (ο Φερράλ μ έμπασε σ έναν τρομακτικό κόσμο, τον κόσμο της πιο μεγάλης φτώχειας, της στέρησης που έχει γίνει αποδεκτή, του τέλους του ανθρώπου κάτω από το λιθόστρωτο της μεγάλης πόλης), του Λαβρόφ, του αναρχικού παιδαγωγού Γκουάρντια, του αναρχικού Αλμερέυδα, του Μερλό κι άλλων εκδοτών, του Αλφρέντ Γκαρσέν (συγγραφέας, φασίστας που κατέληξε στην… αριστερά) κ.α.
Έβλεπα με τρόμο τι μπορεί να κάνει η πόλη στον άνθρωπο, να τον περιορίσει στα ζωώδη ένστικτα του ψωριάρη, πεινασμένου, κυνηγημένου σκύλου… Ο κλοσάρ είναι ένα τελειωμένο, με θρυμματισμένες εσωτερικές αντιστάσεις πλάσμα που έχει μάθει να απολαμβάνει ασθενικά, αλλά και πεισματικά την ελάχιστη φυτική ζωή που του απομένει.
Το αυθόρμητο κίνημα και οι μεγάλες διαδηλώσεις στο Παρίσι το 1904 τις ακολούθησαν η εκτέλεση του παιδαγωγού κι ελεύθερου στοχαστή Φρανθίσκο Φερρέρ (ιδρυτής της μοντέρνας σχολής της Βαρκελώνης), η εκτέλεση του Λιαμπέφ. Αργότερα (1912) η περίφημη δίκη της συμμορίας του Μποννό στέλνει πολλούς εκλεκτούς συντρόφους στο απόσπασμα. Δημιουργούνται αναρχικές παροικίες όπως η παροικία του Ε. Σαπελιέ στο Στόκελ όπου εγκαθίσταται ένας «πειραματικός κομμουνισμός». Γεγονότα σημαδιακά, κοινωνικές μάχες («μάχη του υπόκοσμου») που βίωσε έντονα ο έφηβος/νεαρός  Σερζ κι έβαλαν τα θεμέλια στις κοινωνικές του αντιλήψεις (από την ημέρα της   εκτέλεσης του Λιαμπέφ χρονολογείται η αποστροφή  που μου προξενεί η θλίψη του θανάτου που δεν προέρχεται από το πρωτόγονο έγκλημα του υποβαθμισμένου, του παραπλανημένου, του μισότρελου, του απελπισμένου, αλλά προκαλείται από ένα συλλογικό έγκλημα που έχει διαπραχθεί με ψυχραιμία από ανθρώπους που έχουν περιβληθεί την εξουσία).
Μετά τη μάχη για τον ιδεολόγο Φερρέρ, τον νυχτερινό αγώνα για τον απελπισμένο Λιαμπέφ, φάνηκε μέσα σε ποιο αδιέξοδο βρισκόταν στο Παρίσι το επαναστατικό κίνημα, συμπεριλαμβανομένων όλων των τάσεων….
Είναι η περίοδος της «δεύτερης  έκρηξης του αναρχισμού στη Γαλλία (η 1η είναι το 1891-94) που καταλήγει ασφαλώς άδοξα, με σκληρή καταστολή κι εκτελέσεις (ανάμεσα στα εκτεταμένα συνθέματα του Πιοτρ Κροπότκιν και του Ελυζέ Ρεκλύς και στον παροξυσμό του Albert Libertad, η έκπτωση του αναρχισμού μέσα στην καπιταλιστική ζούγκλα γινόταν προφανής).

2.     Ζεις για να νικήσεις (1912-1919)

Απ αυτή τη δύσκολη παιδική ηλικία, απ αυτήν την ανήσυχη εφηβεία, απ αυτά τα τρομερά χρόνια δεν μετάνιωσα για τίποτα. Λυπάμαι αυτούς που μεγάλωσαν μέσα   σ αυτόν τον κόσμο χωρίς να γνωρίσουν την άλλη όψη της απανθρωπιάς, χωρίς να συνειδητοποιήσουν το αδιέξοδο και το χρέος να αγωνιστούν  -έστω και τυφλά- για τον άνθρωπο (…)
Οι απέξω βρίσκονταν στο πιο ακραίο, στο πιο σκοτεινό, στο πιο οδυνηρό σημείο της ήττας.
(…)
Δεν ζει κανείς ποτέ μόνο με τον εαυτό του, δεν ζει κανείς ποτέ μόνο για τον εαυτό του, πρέπει να ξέρει ότι και η πιο οικεία σκέψη, η πιο προσωπική, συνδέεται με χιλιάδες δεσμούς με τη σκέψη του κόσμου.

Το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου σαν άγρια θύελλα απότομη στον καθαρό ουρανό βρίσκει τον Σερζ στη φυλακή σ ένα νησί του Σηκουάνα (σ ένα μικρό κλουβί στο πεδίο της μάχης/αυτή η θύελλα μού εξηγούσε τον κόσμο). Είναι βέβαια ακατανόητη για τους διεθνιστές επαναστάτες η ξαφνική μεταστροφή των Γερμανών σοσιαλδημοκρατών, των συνδικαλιστών, των Γάλλων σοσιαλιστών και αναρχικών στον πατριωτισμό, μέσω της αδελφοκτονίας… (αυτό το παραλήρημα, γι μας ανεξήγητο, συνόψιζε το αποκορύφωμα μιας κοινωνικής καταστροφής που έμελλε να κρατήσει πολύ χρόνο ακόμα). Όταν αποφυλακίζεται  πηγαίνει στη Βαρκελώνη: από την άλλη πλευρά των Πυρηναίων απλώνονταν χώρες μέσα στη γαλήνη κι στην αφθονία, χωρίς πληγωμένους που αναρρώνουν, χωρίς αδειούχους που μετρούν ακόμη και τα λεπτά της ώρας, χωρίς πένθος, χωρίς βιασύνη για ζωή την παραμονή του θανάτου.
Στη Βαρκελώνη, όπου η επαναστατική παράδοση οφείλει πολλά στον Μπακούνιν, παρακολουθεί το αναρχικό κίνημα που κορυφώνεται στην εξέγερση του 1917 (κορυφαία προσωπικότητα ο Σαλβαδόρ Σεγί). Η Κομμούνα, όπως αργότερα και η Ισπανική επανάσταση, γέννησε χιλιάδες ήρωες, εκατοντάδες αξιοθαύμαστους μάρτυρες, αλλά δεν απέκτησε αρχηγό. Με απασχολούσε πολύ γιατί μου φαινόταν πως με τη Βαρκελώνη βαδίζαμε προς μια δεύτερη Κομμούνα. Η ήττα, στις 19 Ιουλίου «σχεδόν χωρίς να αγωνισθούμε» γέμισε με εκατοντάδες πτώματα και τη μια πλευρά και την άλλη και έσβησε χωρίς να σταματήσει τη φόρα που είχε πάρει η εργατική τάξη…
Το 1917 το σημαδεύει όχι μόνο η επανάσταση στη Βαρκελόνη και φυσικά, η ρωσική επανάσταση αλλά και οι εξεγέρσεις της Καμπανίας που, όπως λέει ο Σερζ, υπήρξαν πολύ σοβαρότερες απ όσο είχε ποτέ ανακοινωθεί και δείχνουν ότι η Γαλλία είχε μόλις βγει από μια επαναστατική κρίση που είχε καταπνιγεί. Η αποτυχία των εξεγέρσεων στρέφει τον Σερζ προς τη Ρωσία και ψάχνει τρόπο επαναπατρισμού αλλά περνά κάποιους μήνες χωρίς άδεια παραμονής πάλι στο Παρίσι, συλλαμβάνεται και φυλακίζεται σε στρατόπεδο συγκέντρωσης  όπου οι εμπειρίες του και οι επαφές του με διάφορους αναρχικούς ήταν καθοριστικές προτού τον στείλουν με ανταλλαγή ομήρων στην Πετρούπολη, λίγο μετά το ξέσπασμα του Εμφύλιου πολέμου (1918, μετά τη διάλυση της Συντακτικής Συνέλευσης) και την απόπειρα δολοφονία του Λένιν από την αναρχική Ντόρα Καπλάν.
Όλα όσα ξέραμε για τη γαλλική επανάσταση, για την Κομμούνα του Παρισιού, για το ρωσικό 1905, μας έδειχναν τη λαϊκή αναταραχή, τον αναβρασμό των ιδεών, τον ανταγωνισμό των ομάδων, των κομμάτων, των εφημερίδων, εκτός μόνο από την εποχή της Τρομοκρατίας. Περιμέναμε να αναπνεύσουμε τον αέρα της ελευθερίας στην Πετρούπολη, χωρίς αμφιβολία μιας ελευθερίας σκληρής ακόμη και βάναυσης απέναντι στους εχθρούς της, μιας ελευθερίας ωστόσο πλατιάς κι ενθαρρυντικής. Και βρήκαμε στην πρώτη εφημερίδα ένα ανούσιο άρθρο με την υπογραφή Γ. Ζινόβιεφ σχετικά με το «μονοπώλιο της εξουσίας». «Το Κόμμα μας κυβερνά μόνο του […] δεν θα επιτρέψει σε κανέναν […]. Είμαστε η δικτατορία του προλεταριάτου […] οι απατηλές δημοκρατικές ελευθερίες που απαίτησε η αντεπανάσταση...». Προσπαθήσαμε να δικαιολογήσουμε σκεπτόμενοι την κατάσταση πολιορκίας, τον θανάσιμο κίνδυνο, αλλά και το ένα και το άλλο μπορούσαν να δικαιολογήσουν τα γεγονότα, τα γεγονότα που άσκησαν βία στους ανθρώπους και στις ιδέες, όχι μια θεωρία καταστολής κάθε ελευθερίας.

3.     Η διάλυση και ο ενθουσιασμός (1919-20)

Μπήκαμε σ έναν κόσμο θανάσιμα παγωμένο.
Η φτώχεια, η στέρηση, η  αρρώστια (τύφος), το κρύο είναι τα χαρακτηριστικά στην Πετρούπολη τα χρόνια αυτά μετά τη διάλυση της Συντακτικής συνέλευσης όπου έχουν ήδη ξεκινήσει ορισμένα εγκλήματα της επανάστασης (παρατίθενται επώνυμα και με συγκεκριμένες λεπτομέρειες). Μια ετοιμοθάνατη επανάσταση στραγγαλισμένη από τον αποκλεισμό, έτοιμη να μεταμορφωθεί στο εσωτερικό σε μια χαοτική αντεπανάσταση. Η ύπαιθρος λεηλατούσε συστηματικά την πόλη κι η πείνα αποδεκάτιζε τις μάζες. Οι Εβραίοι ζούνε το άγχος ενός προσεχούς πογκρόμ. Ο Ζινόβιεφ, πρόεδρος του σοβιέτ, είναι βέβαια αισιόδοξος. Ο Σερζ όμως εκτιμά ότι οι διανοούμενοι αντιμπολσεβίκοι ήταν περισσότεροι.

Στη Μόσχα τα πράγματα φαίνεται να είναι λίγο καλύτερα. Όμως το καζάνι βράζει πολύ περισσότερο απ ό, τι μας έχει αφήσει να ξέρουμε η επίσημη  ιστορία του ΚΚΣΕ… Οι μενσεβίκοι απαιτούν την κατάργηση της Τσεκά (η γνωστή φοβερή επιτροπή καταστολής της αντεπανάστασης, της κερδοσκοπίας και της λιποταξίας, συλλαμβάνοντας μαζικά τους ύποπτους, είχε την τύχη η ίδια να τακτοποιεί την τύχη τους, κάτω απ τον τυπικό έλεγχο του κόμματος, στην πραγματικότητα εν αγνοία του οποιουδήποτε). Νέες αναρχικές ενώσεις υποστηρίζουν νέες εξεγέρσεις και την Ομοσπονδία ελεύθερων κοινοτήτων.  
Είναι τόσες οι εκτελέσεις, οι φυλακίσεις, οι εκτοπισμοί που ο ίδιος ο Σερζ, ουσιαστικά άνθρωπος του συστήματος (χαρακτηριστικά, του πρότεινε ο Ζινόβιεφ να οργανώσει τις υπηρεσίες της Γ΄ Διεθνούς αλλά αρνήθηκε) καταδικάζει απερίφραστα τις μεθόδους της: είχε καταντήσει κράτος εν κράτει, με την κάλυψη του πολεμικού απορρήτου και των μυστικών διαδικασιών. (…) Θεωρώ τη δημιουργία της Τσεκά ως ένα από τα πλέον σημαντικά σφάλματα, τα πιο αδιανόητα που διέπραξαν οι μπολσεβίκοι που κυβερνούσαν, καθώς οι συνωμοσίες, ο αποκλεισμός και οι ξένες παρεμβάσεις τούς έκανα να χάσουν κάθε λογικό έλεγχο.(…) Ήταν άραγε επιβεβλημένο να επιστρέψουν σε διαδικασίες Ιεράς Εξέτασης; Στις αρχές του 1919 η Τσεκά δεν μπορούσε πια να ελέγξει την ψυχολογική διαστροφή και τη διαφθορά.

Το 1919 ο Σερζ το αποκαλεί «τρομερή χρονιά». Γίνονται άλλωστε πολλές προσπάθειες αλλαγής καθεστώτος, όπως στη Γερμανία (Μόναχο, πρώτη συμβουλιακή Δημοκρατία της Βαυαρίας, που προήλθε από την παράξενη συμμαχία ανεξάρτητων, αναρχικών κ.α. ενώ δεν υποστηρίχτηκε από τους κομμουνιστές!-/ΠΡΟΣΟΧΗ: η γνωστή δημοκρατία της Βαϊμάρης που καταστάλθηκε άγρια τον Απρίλιο του 1919 ήταν η δεύτερη συμβουλιακή δημοκρατία)και  στην Ουγγαρία (με επιτυχία). Είναι η εποχή της Γ΄ Διεθνούς, είναι η ήττα στην Εσθονία από τη Λευκή Στρατιά. Γενικότερα, η εξάπλωση του κομμουνισμού στη Δύση αποτυγχάνει .
Ο Σερζ κάλυπτε εκείνη την εποχή μια πλειάδα λειτουργιών. Χάρη στη γλωσσομάθειά του, διηύθυνε την υπηρεσία των λατινογενών γλωσσών της Διεθνούς και τις εκδόσεις της, υποδεχόταν τους ξένους εκπροσώπους, συμπλήρωνε τα αρχεία της πρώην Οχράνα, ήταν στρατιώτης σε κομμουνιστικό τάγμα και ακόλουθος του Υπουργείου Άμυνας. Βλέπει ολοκάθαρα τα λάθη και τις αντιφάσεις του κόμματος (όπως θα φανεί και στο επόμενο κεφάλαιο), τα επισημαίνει και μας παραθέτει πολύτιμες, εξακριβωμένες μαρτυρίες. Παρόλ αυτά, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι:
Η Ρωσία δε θα μπορούσε να αποφύγει την κόκκινη τρομοκρατία παρά μόνο αν είχε υποστεί τη λευκή· δεν θα μπορούσε να αποφύγει τη δικτατορία του προλεταριάτου παρά μόνο αν είχε υποστεί μια δικτατορία της αντίδρασης… Ο τρόπος με τον οποίο διατύπωναν την αγανάκτησή τους οι πιο οργισμένοι από τους διανοούμενους αντιμπολσεβίκους για να γίνουν πειστικοί, δυσανασχετώντας ως προς την αντεπανάσταση, μου αποκάλυπτε την αναγκαιότητα του μπολσεβικισμού.
Και αλλού:
Μέσα σε μια αιματοκυλισμένη Ευρώπη, αφανισμένη και αποβλακωμένη εκείνη την εποχή, ήταν προφανές για μένα, ότι ο μπολσεβικισμός είχε αναμφισβήτητα δίκιο. Σημασιοδοτούσε ένα νέο ξεκίνημα της ιστορίας.

Παρόλο που ο Σερζ βλέπει το μπολσεβικισμό σα μοναδική λύση για να σωθεί η επανάσταση, φαίνεται να εντοπίζει αρκετά πρώιμα τις αντιφάσεις της πολιτικής των μπολσεβίκων (ή τις επισημαίνει εκ των υστέρων;) αλλά και των σοσιαλδημοκρατών. Λέει, π.χ., ότι η πλειοψηφία των μαρξιστών της αριστεράς, που είχαν προσχωρήσει στον μπολσεβικισμό, υιοθετούσαν μια αλαζονική στάση∙ οι λέξεις «δικτατορία του προλεταριάτου» τούς τα ερμήνευε όλα, μαγικά, χωρίς να τους περνάει από το μυαλό η ιδέα να αναρωτηθούν πού βρισκόταν, τι σκεφτόταν, τι αισθανόταν, τι έκανε ο προλετάριος δικτάτορας. Οι σοσιαλδημοκράτες, αντίθετα, είχαν κριτικό πνεύμα και έλλειψη κατανόησης.
Προς το τέλος του εμφύλιου μαθαίνεται και το καταπληκτικό νέο, το τέλος της τρομοκρατίας! Ήταν η φήμη ότι θα καταργηθεί η ποινή του θανάτου, σταθερό αίτημα πολλών στελεχών, που σε συμφωνία με τον Λένιν και τον Τρότσκι, πρότειναν την παύση των εκτελέσεων. Δυστυχώς η διάψευση έρχεται γρήγορα και με πολύ σκληρό τρόπο. Το Πολιτικό Γραφείο, όπως κρίνει ο Σερζ έθετε το πρόβλημα της απόλυτης εξουσίας χωρίς να τολμά να το λύσει μέσα σε μια ψύχωση φόβου και άτεγκτης εξουσίας. Η λευκή τρομοκρατία μπορεί να δικαιολογεί τη βία, αλλά ο Σερζ υποστηρίζει ότι η σοσιαλιστική επανάσταση θα ήταν πολύ πιο δυνατή και πιο ξεκάθαρη αν οι άνθρωποι που κατείχαν την ανώτατη εξουσία, αγωνίζονταν να υπερασπίσουν και να εγκαθιδρύσουν, με όση ενέργεια απέδειξαν για να νικήσουν, τις αρχές του ουμανισμού απέναντι στον νικημένο εχθρό.

4.     Ο κίνδυνος βρίσκεται μέσα μας (1920-21)

Είναι η εποχή που ο Σερζ την ονομάζει «πολεμικός κομμουνισμός»/πολιτική των επιτάξεων , ασκώντας σκληρή κριτική εφόσον είναι το αντίστοιχο του «καπιταλιστικός πόλεμος» (η λέξη «ολοκληρωτισμός» δεν υπήρχε ακόμη. Βρισκόμουν στην ανίσχυρη μειοψηφία που είχε συνείδηση της κατάστασης. Οι μεγάλες ιδέες του 1917 που είχαν επιτρέψει στο κόμμα των μπολσεβίκων να παρασύρει τις μάζες των αγροτών, τον στρατό, την εργατική τάξη και τη μαρξιστική διανόηση είχαν προφανώς πεθάνει). Ασκεί σκληρή κριτική κυρίως στον εξαναγκασμό και τη βία που επιβάλλονται σιγά σιγά, κάνοντας κάθε ελεύθερη σκέψη, δηλαδή κάθε κριτική σκέψη, επικίνδυνη.
Είναι το σύστημα που για την πλειονότητα του πληθυσμού είναι πολύ δύσκολο να ζεις… («το εργαλείο είναι εξαιρετικό, αλλά η σούπα χάλια!»). Ελάχιστο το φαγητό των κρατικοποιημένων συνεταιρισμών, έλλειψη θέρμανσης, κρύο, τύφος αλλά κυρίως… «κομισαριοκρατία». Οι χωρικοί ζητούν, με βίαιο πολλές φορές τρόπο τον τερματισμό των επιτάξεων. Το κόμμα αγνοούσε ότι ο Τρότσκι είχε προτείνει την κατάργηση των επιτάξεων.  Στις αντιδράσεις στο πνεύμα του «πολεμικού κομμουνισμού» ο Λένιν δηλώνει ότι δεν έχει καμιά πρόθεση να μπει σε μια διαδικασία συνθηκολογήσεων με την αγροτική αντεπανάσταση.

Το δράμα του αναρχισμού θα αποκτούσε, με την εξέγερση της Κροστάνδης, μια σημασία ιστορική. Ήδη η μπολσεβικική δικτατορία έχει δημιουργήσει καμιά πενηνταριά εστίες αγροτικών εξεγέρσεων («κίνημα ένοπλων αγροτών»), κι έξαρση του διεθνικού αναρχισμού (καμιά τριανταριά αναρχικές οργανώσεις)∙  οι αναρχικοί προετοιμάζουν το Συνέδριό τους (οι αρχηγοί συλλήφθηκαν από την Τσεκά και οι περισσότεροι εξουδετερώθηκαν βίαια), ενώ οι «κομμουνιστές  εργάτες» είχαν αρχίσει να επαναστατούν. Τα επεισόδια και οι απεργίες είναι συνεχείς -ο Τρότσκι πρότεινε τη συγχώνευση των συνδικάτων και του κράτους ενώ ο Λένιν επέμενε στην αρχή της συνδικαλιστικής αυτονομίας και στο δικαίωμα της απεργίας, με την ολοκληρωτική υποταγή όμως των συνδικάτων στο κόμμα.  Παρά τις υποσχέσεις (αμνήστευση και νομιμοποίηση), οι αναρχικοί και οι μενσεβίκοι τέθηκαν εκτός νόμου.  Ο Σερζ δηλώνει ότι ήταν το μόνο μέλος του κόμματος που ήταν αποδεκτό από τους αναρχικούς ως ένας από τους συντρόφους τους.
Η τραγωδία στην Κροστάνδη ξεκινά  με τη διάδοση της ψευδούς είδησης ότι «η Κροστάνδη πέρασε στα χέρια των λευκών» (αυτό ίσως να ήταν και το πιο σοβαρό, τελικά. Το χειρότερο ήταν ότι το επίσημο ψέμα μάς παρέλυε. Το να ψεύδεται έτσι το κόμμα απέναντί μας ήταν κάτι που δεν είχε συμβεί ποτέ στο παρελθόν). Ο Σερζ, παρόλο που ακόμα υποστηρίζει τον μπολσεβικισμό, αναγνωρίζει ότι ο Τύπος ήταν κυριολεκτικά βυθισμένος μέσα στο ψέμα. Και ήταν ο δικός μας Τύπος, ο Τύπος της επανάστασής μας, ο πρώτος σοσιαλιστικός, δηλαδή αδιάφθορος και ανιδιοτελής Τύπος. Καταδικάζει τις συλλήψεις της Τσεκά και αποδίδει απερίφραστα ευθύνες σε μέλη του κόμματος και σε λάθος χειρισμούς (από την πρώτη στιγμή, ενώ ήταν εύκολο να κατευνάσουν την κρίση, οι μπολσεβίκοι αρχηγοί δεν θέλησαν να χρησιμοποιήσουν παρά την οδό της βίας). Το Πολιτικό Γραφείο έστειλε τελεσίγραφο υπογραμμένο από Τρότσκι-Λένιν  «Παραδοθείτε, ειδάλλως θα πυροβοληθείτε σαν τα κουνέλια».

Ο Βικτόρ Σερζ φωτίζει με την προσωπική του μαρτυρία όλα αυτά τα γεγονότα, καταδεικνύοντας με στοιχεία τα λάθη και τις αντιφάσεις και καταγράφοντας άπειρα συγκεκριμένα περιστατικά. Παρά το άγχος όμως που του προκαλούσε η «απόλυτη καταστολή κάθε δημοκρατίας», ήταν ακόμα αισιόδοξος. Πρόκειται για μια περίοδο πολύ δύσκολη, με πολλές αντιφάσεις και πισωγυρίσματα, με λάθη και διαψεύσεις. Π.χ., ο ίδιος ο πράος και μειλίχιος Λένιν που αναγνωρίζει την αναγκαιότητα της ελευθερίας του Τύπου, και υπόσχεται ένα κράτος τελείως διαφορετικό από τα παλιά αστικά κράτη, «χωρίς κρατικούς υπαλλήλους και αστυνομικούς απέναντι στο λαό», δε διστάζει να συγκατατεθεί στις αμέτρητες συλλήψεις κι εκτελέσεις των αναρχικών. Ιδιαίτερα μετά την Κροστάνδη, ένα κύμα σκεπτικισμού διαχέεται στους κύκλους του Σερζ, ενώ το χάσμα μεταξύ κομμουνιστών και ελευθεριακών γίνεται ανυπέρβλητο.
Το επόμενο βήμα  διάψευσης είναι η αναγγελία της Νέας Οικονομικής Πολιτικής από τον Λένιν, την άνοιξη του 1921, που ο Σερζ χαρακτηρίζει  ως «μετριοπαθή παλινόρθωση του καπιταλισμού».   Η νέα πολιτική καταπράυνε την πείνα γεννώντας το αίσθημα της αποκατάστασης της ειρήνης,  αλλά αφόπλιζε τους οπαδούς της από το κριτικό τους πνεύμα∙ φαίνονταν σα να καταλαβαίνουν την ένταξη σαν μια παραίτηση από το δικαίωμα του σκέπτεσθαι. Η παράταση της τρομοκρατίας μετά τη λήξη του εμφυλίου ωθεί πολλούς συντρόφους να εγκαταλείψουν την πολιτική ή… τη Ρωσία. Ανάμεσά τους ο Σερζ που φεύγει για Κεντρική Ευρώπη, που φαινόταν να είναι η εστία των προσεχών γεγονότων (αν ο κίνδυνος βρισκόταν μέσα μας, μέσα μας έπρεπε να βρίσκεται και η σωτηρία).


(ζητώ συγνώμη για το μέγεθος της ανάρτησης, και να σκεφτεί κανείς ότι υπάρχει και δεύτερο μέρος... Η φύση του βιβλίου με οδήγησε σε ένα είδος περίληψης, αλλά ήθελα να κρατήσω, μ αυτό τον τρόπο τα συγκλονιστικά γεγονότα μιας εποχής που σημάδεψε τα δικά μας χρόνια)

Χριστίνα Παπαγγελή


[1] «Σερζ» είναι το λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Βικτόρ- Ναπολεόν Λβόβιτς, γιου του Λέοντος Κιμπάλμπιτς 

Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 06, 2013

Η αδερφή μου, Σταύρος Ζουμπουλάκης

Το κύριο φιλοσοφικό ερώτημα είναι η αρρώστια[1], γράφει ο Σταύρος Ζουμπουλάκης[2], παίρνοντας αφορμή από το γεγονός ότι η χρόνια αρρώστια της αδερφής του επηρέασε καθοριστικά  τον τρόπο με τον οποίο βλέπει τη ζωή και τον κόσμο. Ξεκαθαρίζοντας ότι δεν πιστεύει στη μεταφυσική του πόνου ούτε στην εξαγνιστική λειτουργία του, αναγνωρίζει σε βάθος όμως αυτή την απλή αλλά συχνά ξεχασμένη αλήθεια, ότι η αρρώστια, η δική σου ή των άλλων σε κάνει να εκτιμάς την αξία των πιο κοινών και καθημερινών πραγμάτων.
Πρόκειται λοιπόν για ένα χρονικό- μνημόσυνο της αδερφής του Γιούλας, που έφυγε στα εξήντα της χρόνια, βασανισμένη από κρίσεις επιληψίας που πρωτοεκδηλώθηκαν στα εφηβικά της χρόνια κι επιδεινώνονταν διαρκώς. Μια κοπέλα  που, όπως περιγράφει ο συγγραφέας, ήταν ασύγκριτη∙ ήταν πανέμορφη,  ζωγράφιζε, τραγουδούσε, χόρευε, ξεσκόνιζε τις ποιητικές συλλογές[3]∙ έσφυζε από ζωή, από όρεξη, από ενδιαφέροντα, από χαρά. Η στιγμιαία απώλεια συνείδησης στα τελευταία χρόνια του γυμνασίου έγινε σταδιακά μια αρρώστια μη ελεγχόμενη από φάρμακα, μια απρόσκλητη απρόοπτη κι ανεπιθύμητη επισκέπτρια, που προκαλούσε  τρομερά κύματα άγχους και αϋπνίας στον μικρότερο αδερφό.
Ένα πράγμα ξέρω σήμερα με βεβαιότητα, ότι εκεί στα δεκατέσσερα- δεκαπέντε έπαψα να μεγαλώνω. Είχα ήδη ενηλικιωθεί. Είχε πια σχεδιαστεί της ζωής μου η περιοχή.
Η αποσιώπηση του οικογενειακού μυστικού γίνεται βάρος ασήκωτο. Θα περάσουν πολλά χρόνια ώσπου να μπορέσω να αντιδράσω σε αυτήν την κατάσταση μυστικότητας που μου είχε επιβληθεί αλλά στην οποία είχα και γω ο ίδιος συνεργήσει. (…) Σκέφτομαι σήμερα ότι το μυστικό αυτό που κουβάλησα αμοίραστο μέσα μου για χρόνια μπορεί να με οδήγησε σε μια μοναχική εσωτερικότητα και να με προφύλαξε από την επιπόλαιη εξωστρέφεια. Αυτά βέβαια τα λέω σήμερα, τότε πολύ θα ήθελα να ήμουν ένας επιπόλαιος εξωστρεφής τύπος που καλοπερνάει, «ένας οποιοσδήποτε Ευτύχιος», που λέει και ο Μάριος Χάκκας.
Η Γιούλα τελείωσε το σχολείο, μπήκε στη Νομική που δεν τελείωσε ποτέ, αποφάσισε να ασχοληθεί με το θέατρο (αποφοίτησε αργότερα τη Σχολή του Πέλου Κατσέλη κι έπαιξε σε αξιόλογους θιάσους), παντρεύτηκε δυο φορές (η ημέρα του πρώτου γάμου της ήταν για μένα κόλαση/ εξαφανίστηκε από το σπίτι κλπ). Όπως συμβαίνει συνήθως, η αντίδραση στην αρρώστια τέτοιων προικισμένων- από- ενέργεια-ατόμων είναι η υπερδραστηριότητα (ήταν ουσιαστικά εξέγερση ενάντια στην αρρώστια της, ήθελε να πει ότι αυτή η γαμημένη αρρώστια δεν θα την καταβάλει, θα κάνει ό, τι κάνουν και οι άλλοι, θα ζήσει τη ζωή της). Αυτή της η επιλογή επηρεάζει και τη ζωή του Σταύρου, εφόσον αναγκάζεται να είναι το «καλό παιδί» (να διαβάζει, να τελειώσει τη σχολή, να μένει σπίτι τα βράδια), για να μη στενοχωριούνται κι άλλο οι γονείς.
Δεν έχει όμως σημασία να αναφερθώ εδώ σε λεπτομέρειες της καθημερινότητας των δύο αδερφιών. Το βιβλίο αυτό αποτελεί μια κατάθεση ψυχής σε θέματα που αφορούν τις «εσχατιές της συνείδησης», και  μόνο σε προσωπικό επίπεδο έχει σημασία να το προσεγγίσει κανείς.  Η συνείδηση μπροστά στην αδικία που βιώνει στην ψυχή και στο σώμα, δεν αντέχει το βάρος της μεταφυσικής αδικίας που τη διάλεξε, εξεγείρεται και χάνεται στην αναζήτηση απαντήσεων ή, τουλάχιστον, παρηγοριάς. Προσωπικά λοιπόν μιλώντας, παρόλο που οι αντιλήψεις μου περί θρησκείας μάλλον διαφοροποιούνται από του συγγραφέα, με άγγιξε η ειλικρίνεια, η εντιμότητα  του πνεύματος που φαίνεται μέσα από το βιβλίο ότι χαρακτηρίζει τους ανθρώπους που τους βασανίζει ένα τέτοιου είδους μυστικό. Ξεγυμνώνονται από κάθε είδος συμφέροντος γιατί δεν έχει νόημα κανένα μικροσυμφέρον και αναζητούν πλέον κάποιο αποκούμπι, όχι στα ανθρώπινα. Μιλάς, συμπεριφέρεσαι, ενεργείς σαν ένας κανονικός άνθρωπος, εσύ όμως βρίσκεσαι αλλού.  
Η νοητική και συναισθηματική προσπάθεια να ερμηνεύσεις το σκάνδαλο της αρρώστιας και του θανάτου, το δυσερμήνευτο, οδηγεί σε μια διαλεκτική που πασχίζει να λύσει τις αντιφάσεις:
Με αφοπλιστική ειλικρίνεια π.χ.,  ομολογεί ο συγγραφέας την «μικροψυχία» του, ότι αρχικά έψαχνε τους δυστυχισμένους, αυτούς κυρίως που είχαν ανίατα αρρώστους συγγενείς, παιδιά και αδέρφια. «Έδειχνα βέβαια ότι λυπάμαι αλλά κατά βάθος χαιρόμουν. Χαιρόμουν που δεν ήμουν μόνος. Η ίδια η ύπαρξη του άλλου σε ανακουφίζει. Νιώθει διχασμένος γιατί νιώθει τύψεις όταν διασκεδάζει, ενώ ξέρει ότι η αγαπημένη του αδερφή μπορεί να υποφέρει εκείνη τη στιγμή («άλλος ψυχομαχάει κι άλλος καυλομαχάει»). Είναι τρομαχτικό πόσο άνισα μοιράζονται τα  βάσανα σε όλους, πώς η διαψευσμένη προσδοκία βιώνεται ως αδικία. Περνάει λοιπόν διάφορες φάσεις: εύχεται να αρρωστήσει ο ίδιος, αρνείται να γλεντήσει, αρνείται τη χαρά, ακόμα και τον έρωτα, φτάνει στο σημείο να προσευχηθεί ακόμα και να πεθάνει(τώρα (όχι τότε) μπορώ να πω και κάτι άλλο: όποιος ποτέ δεν ένιωσε μια φορά έστω στη ζωή του την επιθυμία να πεθάνει για εκείνον που αγαπάει, έχει στερηθεί κάτι πολύτιμο σε τούτη τη ζωή. Η Γιούλα μού χάρισε να νιώσω κάτι από το μυστήριο της αγάπης).
Μήπως τελικά ο πόνος που έζησα με τη Γιούλα, που δεν τον έλεγα σε κανέναν και τον κρατούσα και τον μεγάλωνα μέσα μου, ήταν κάτι που το χρειαζόμουν εγώ, μήπως ήταν τελικά το μυστικό εργαστήρι της διαμόρφωσής μου, του δικού μου «γένοιο οἷος ἐσσί;»

Ο συγγραφέας στρέφεται στη θρησκεία (αυτή ήταν η πατρική κληρονομιά, αυτός ήταν ο κόσμος μου). Δεν μπορεί όμως ένα παιδί δεκαέξι χρονών να εξηγήσει τη σκληρότητα ενός θεού, όταν οι προσευχές της μάνας του πατέρα (παπά) κι όλης της οικογένειας είναι συνεχείς και ειλικρινείς. Σύντομα η πίστη κλονίζεται. Η αμφιβολία για το θεό σε κάνει να ακούς καθαρότερα τη φωνή του ανθρώπινου πόνου. Η στέρηση κάθε πραγματικής και βαθιάς χαράς τον οδηγεί στο συγκλονιστικό: εγώ που κάποτε ευχόμουν πραγματικά να πεθάνω για να γίνει καλά η αδερφή μου, έφτασα τώρα να εύχομαι το δικό της θάνατο. Το χριστιανοφανές πρόσχημα ήταν για να λυτρωθεί επιτέλους εκείνη από τα βάσανά της, στο βάθος όμως -δε γελιέμαι πια σήμερα που το γράφω-για να λυτρωθώ εγώ. Η «άβυσσος του κακού» στην οποία βλέπει πια τον εαυτό του, τρομοκρατεί τον ήρωα, ο οποίος καταφεύγει μέχρι και στο Άγιο Όρος. Από τις εκκλησιαστικές φωνές που μιλούν για τη σοφία του θεού, προτιμά τις ραγισμένες φωνές, όπως αυτήν της μυστικίστριας Σιμόν Βέιλ[4]. Μέσα από το πνεύμα της φτάνει στην προσωπική του αλήθεια, που θεωρώ κι εγώ προσωπικά ότι αποτελεί την ουσιαστική συμβολή αυτού του βιβλίου: Η αγάπη σε οδηγεί στο σημείο να υπερβείς το εγώ, στην έλλειψη εγωισμού, ή μάλλον την υπέρβαση του εγωισμού τη φέρνει ο πόνος. Η απόσυρση του θεού, ο πόνος χωρίς παρηγοριά, η ανθρώπινη οδύνη, σε όλες τις μορφές της, αποτελεί τον μοναδικό δρόμο για να φτάσει κανείς στον θεό ως αγάπη, για να οδηγήσει τον άνθρωπο να τον αναζητήσει και να τον αγαπήσει. Η αγάπη νοείται ως πνευματική χαρά για την ομορφιά του κόσμου, γιατί η χαρά είναι ένα πνευματικό γεγονός. Προϋποθέτει την καλοσύνη και την αγάπη. Ο κακός δεν μπορεί ποτέ να είναι χαρούμενος-αυτή είναι και η τιμωρία του, η κόλασή του. Η Γιούλα ξεχειλίζει από χαρά και ζωντάνια, ακόμα και στις πιο μεγάλες κρίσεις της. Όταν πήγαινε σινεμά, γι αυτήν ήταν ένα πανηγύρι κλπ. κλπ. Στον δεύτερο γάμο της δεν μπορούσε καν να περπατήσει. Παρόλ’ αυτά, έλαμπε το πρόσωπό της, ήταν πολύ χαρούμενη. Είχε μια ασύλληπτη χαρά ζωής, ήταν με το μέρος της ζωής μέχρι την τελευταία στιγμή, κυριολεκτικά μέχρι θανάτου.   
 Ο Ζουμπουλάκης  πιστεύει/νιώθει  ότι η αδερφή του είχε φτάσει σ ένα είδος αγιότητας, όχι με τα εκκλησιαστικά κριτήρια:
Τούτη η αγιότητα προϋποθέτει αρχικώς και κυρίως την παραίτηση από κάθε ίχνος δύναμης, την πλήρη απογύμνωση. Η αδερφή μου είχε παραιτηθεί απ’ όλα, δεν διεκδικούσε τίποτα, δεν ήθελε να πετύχει τίποτα. Ήταν πρώτη κι έγινε έσχατη. Της αρκούσε να ξημερωθεί καλά. (…) Ο άγιος πορεύεται μέσα στον κόσμο γυμνός κι ανυπεράσπιστος. Ξαρμάτωτος. (…) Η αθωότητα, η καλοσύνη, η αγιότητα υπάρχουν σ έναν άνθρωπο υπό την προϋπόθεση ότι τα αγνοεί.

Η ζωή, η προσωπικότητα και ο θάνατος του αγαπημένου προσώπου σημάδεψε ανεξίτηλα τη ζωή του συγγραφέα. Αποκορύφωμα το τελευταίο χαμόγελο (όταν έφευγα, μου χαμογέλασε. Εκείνη πέθαινε κι εμένα μου χαμογελούσε). Αναρωτιέται κανείς αν είναι δυνατόν να εκφραστεί ένα τέτοιο πνευματικό γεγονός με λόγια, έστω με ένα βιβλίο. Έχει δίκιο ο συγγραφέας, όταν παραθέτοντας το σπαραχτικό σημείωμα της μάνας του, που το βρήκε στο κομοδίνο ανεπίδοτο, σχολιάζει ότι αυτό, το ανορθόγραφο σύντομο αποτελεί συγκλονιστική συμπύκνωση εσχατολογίας:
 Γιουλα περιμενε να φιγω πρωτη και μετα ερχεσαι και εσή θα σε περιμένω θα στρωσο τριανταφιλα και αμιγδαλιες που σου αρεσουνε εκει δεν ηπαρχουν σπασμη δεν υπαρχουν καυμη και η δυο περναμε τον ιδιο πονο εκει θα περασουν όλα η φοβη η ταχιπαλμιες θα αγγαλιαστουμε και θα ηρεμισουμε θα ήμαστε παντα καλα δεν θα ηπαρχουν γιατρι
Χριστίνα Παπαγγελή



[1] σε αναλογία με την άποψη του Καμύ (όπως επισημαίνεται και στο οπισθόφυλλο) ότι το μόνο φιλοσοφικό ερώτημα είναι το ζήτημα της αυτοκτονίας, γιατί θέτει το ερώτημα της αξίας της ζωής ή της απαξίας της ζωής. Η αρρώστια θέτει, με τον οξύτερο τρόπο, το ζήτημα του νοήματος της ζωής, του θεού, της σχέσης με τους άλλους, της ευδαιμονίας, της χαράς.
[2] Ο Σταύρος Ζουμπουλάκης  είναι νομικός και φιλόλογος, και υπήρξε διευθυντής της Νέας Εστίας επί 14 χρόνια
[3] Όσα ποιητικά βιβλία ή βιβλία περί  ποιήσεως κανείς διαβάσει αργότερα, αν δεν έχει νιώσει αυτή την αναστάτωση στην εφηβεία του ή στην πρώτη νεότητα, άδικα κουράζεται. Θα είναι ενδεχομένως σε θέση να αναλύει την τεχνική ενός ποιήματος, να το ταξινομεί, να το συσχετίζει με άλλα, να αποκρυπτογραφεί τις ιδέες του, αλλά ποτέ δεν θα του δοθεί να συγκινείται με το ίδιο του το ποίημα, να το νιώθει σωματικά. Το χρωστάω και τούτο στην αδερφή μου.

[4] Όπως γράφει η Σιμόν Βέιλ:
Μόνο για κείνον που γνώρισε την καθαρή χαρά, έστω και για μια στιγμή, και γεύτηκε την ομορφιά του κόσμου, γιατί είναι το ίδιο πράγμα, για κείνον η δυστυχία είναι κάτι σπαραχτικό. Δε συμφωνεί όμως ο συγγραφέας με την αποθέωση του πόνου, που φαίνεται μέσα από τα γραπτά της Σιμόν Βέιλ.

Τρίτη, Ιανουαρίου 17, 2012

899 λέξεις για τις επιφυλλίδες του Γεράσιμου Βώκου

Η συλλογή των κειμένων που δημοσιεύτηκαν στο Βήμα παίρνει τη μορφή ιδιότυπου ημερολογίου που αποτελεί σχόλιο σε γεγονότα της επικαιρότητας, σαφώς όχι με βάση το δημοσιογραφικό κριτήριο. Αποτέλεσμα είναι να φεύγει η σκόνη της επικαιρότητας και να μένει η ουσία της ματιάς που την περιγράφει.
Μ’ αυτήν τη συλλογή ο Βώκος θυμίζει ότι κάθε φορά που γράφει μας αφήνει να βλέπουμε πίσω από την πλάτη του τις σκέψεις που αποτυπώνονται στο χαρτί, σκέψεις με αφετηρίες που σβήνουν για να αναδειχτεί η ουσία όσων συνέβησαν. Σκέψεις υπό το πρίσμα μεγάλων στοχαστών. Η απομάκρυνση από την εμπειρική αφετηρία δεν μειώνει σε τίποτα την αξία των κειμένων, ίσως αυτό να ήταν και το κριτήριο της επιλογής των κειμένων από το σύνολο των επιφυλλίδων που δημοσιεύτηκαν. Κατά τον τρόπο αυτόν τα κείμενα από σχόλια στην επικαιρότητα μετατρέπονται σε εισαγωγές στη σκέψη των στοχαστών που προσφέραν στιγμές χαράς στον συγγραφέα. Ας μην παρεξηγηθεί η λέξη εισαγωγές, εννοώ ότι ο τρόπος για να μπούμε στη σκέψη των μεγάλων στοχαστών δεν είναι εύκολη υπόθεση, ούτε μπορεί να είναι πάντα ο ίδιος – αν η σκέψη τους διατηρεί κάτι από τη δύναμη της.
Και ο Βώκος επιλέγει τον πιο δύσκολο, δηλαδή την ίδια την πραγματικότητα που φαίνεται να έχει τον εφήμερο χαρακτήρα όπως ορίζεται από την κυκλοφορία μιας εφημερίδας. Εδώ κρύβεται το μεγάλο στοίχημα. Πως η σκέψη της ανθρωπότητας όπως εκφράστηκε από τους μεγάλους στοχαστές γίνεται λόγος απλός και εύληπτος από τον εφήμερο αναγνώστη που μπορεί να βρίσκεται με την κυριακάτική εφημερίδα του στο καφενείο της γειτονιάς. Πως μπορεί να γίνουν κατανοητές προσεγγίσεις που θα νόμιζε κανείς ότι απαιτούν την αφοσίωση και την προσπάθεια μιας εστιασμένης ανάγνωσης. Αυτό συνιστά την μεγάλη αρετή των κειμένων που ανθολογούνται στο βιβλίο. Ο λόγος του συγγραφέα χωρίς να προδίδει τον βαθύ στοχασμό φτάνει οικείος και προσλήψιμος και συμμετέχει στην καθημερινή κουβέντα που αναλύει και κρίνει τα ζητήματα της καθημερινής ζωής μας.
Έτσι, γνωρίζουμε κάτι από τον κόσμο του Μακιαβέλλι, του Σοπενάουερ, του Χιούμ, του Καντ, του Χέγκελ, του Μαρξ, του Νίτσε και βέβαια – πώς αλλιώς; – του Σπινόζα· επίσης και του Τολστόι, του Μπαλζάκ του Τσέχοφ, του Ουγκώ του Σουίφτ, του Βαλερύ και άλλων. Κάτι από τον κόσμο μας. Και όλα αυτά, που καλύπτουν τη δεκαετία 1993-2003, αποτελούν το βιβλίο στις σελίδες του οποίου προτάσσεται σύντομος πρόλογος που δεν περνά απαρατήρητος.
Ο Βώκος αφιερώνει το βιβλίο στον πατέρα του και για το λόγο αυτόν γράφει τον σύντομο πρόλογο. Με ύφος προσωπικό ή καλύτερα εκμυστηρευτικό γράφει για ό,τι αγαπάει και για ό,τι όχι, και αναρωτιέται αν είναι δυνατόν να αγαπήσουμε χωρίς να περιμένουμε ανταπόδοση, δηλαδή με τον τρόπο που αγαπάμε τους νεκρούς μας… Ίσως έτσι ολοκληρώνει αυτό που άρχισε με την εισαγωγή για την Πολιτική Πραγματεία του Σπινόζα, Πατάκης 2003 [1996] (σ.9-88, μετάφραση Άρη Στυλιανού) που την είχε αφιερώσει στη μάνα του. Όμως για να μην συνεχίσω να γράφω με βάσιμη τη μομφή ότι δεν έχω να πω τίποτα, ας παραθέσω αυτούσια δύο αποσπάσματα που νομίζω ότι χαρακτηρίζουν το ύφος των κειμένων και τη ματιά που περνά μέσα απ’ αυτά.
Η αρχή της σελίδας 21:
«Μπορεί κανείς να τελειώσει στα γρήγορα με τον Σοπενάουερ, αν τον κατατάξει στην κατηγορία των απαισιόδοξων ανθρώπων και τον θεωρήσει πρωτεργάτη της φιλοσοφικής απαισιοδοξίας. Φαίνεται ότι αυτό έκανε η εποχή μας, στη βεβαιότητά μας ότι τελικά ο κόσμος στον οποίο ζούμε είναι σχεδόν ο καλύτερος δυνατός: κάποια μικρομειονεκτήματα που επιμένουν, όπως οι πόλεμοι, η ανεργία, η φτώχεια, η αρρώστια, θα λυθούν με τον χρόνο, τώρα μάλιστα που τρέχουμε στις λεωφόρους της παγκοσμιοποίησης, όπου όλοι μαζί, πλούσιοι και φτωχοί, θα βαδίσουμε ο καθένας τον δρόμο του: οι πλούσιοι θα γίνουν πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι».
Και από τις σελίδες 124-125:
«Αναφερόμενος στις θεολογικοπολιτικές έριδες που σπάραζαν την εποχή του, ο Σπινόζα εκπλησσόταν για τη θηριωδία με την οποία άνθρωποι που δίδασκαν τα ιδανικά της αγάπης, της ομόνοιας, της χαράς, της ειρήνης, της εγκράτειας, εξόντωναν τότε (τότε!) τους αντιπάλους των. Πού, πώς και τι να θεμελιώσεις σε ένα έδαφος ποτισμένο με τόσο αίμα; Ακούγοντας, λοιπόν, το μάθημα των πραγμάτων, ο Σπινόζα αναζητά τις αιτίες του κακού και προβαίνει σε μία διάκριση πού, κατά τη γνώμη μου, δεν έχει γίνει αντικείμενο συστηματικής προσοχής εκ μέρους όσων δοκιμάζουν να σκεφτούν τις πολιτικές πράξεις.
Ο συγγραφέας της Ηθικής διακρίνει τα λειτουργήματα από τα αξιώματα και υποστηρίζει ότι η ραγδαία μετατροπή των πρώτων στα δεύτερα δεν είναι άμοιρη, τόσο των πολιτικών συγκρούσεων όσο και της απόστασης που χωρίζει την πολιτική θεωρία από την πολιτική πράξη. Γιατί αν ένα οργανικό σύνολο δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς τις συγκεκριμένες, πρακτικές, ορατές και αυτονόητες λειτουργίες που το συνιστούν, δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι οι λειτουργίες αυτές αποτελούν οπωσδήποτε αξιώματα. Τα πράγματα γίνονται ακόμη πιο επικίνδυνα, όταν οι λειτουργίες μετατρέπονται σε αξιώματα. Διότι ενώ μια λειτουργία ως αναγκαία και, συνεπώς, αυτονόητη δεν χρειάζεται κανενός είδους θεμέλιο, το αξίωμα πρέπει να θεμελιώσει την ύπαρξη του, γιατί, καθώς είναι μετέωρο, θα καταρρεύσει. Ο ρόλος της θεμελίωσης προκύπτει, τώρα, επιτακτικός: τα αξιώματα πρέπει πάση θυσία να αποκτήσουν υπόσταση, γι’ αυτό και θεμελιώνονται ως λειτουργήματα.
Με αφετηρία τη σπινοζική διάκριση μπορούν να τεθούν πρωτοβάθμιες ερωτήσεις και να διαπιστωθεί, για παράδειγμα, κατά πόσο η όρεξη για ένα λειτούργημα αποτελεί ή όχι και επιθυμία για ένα αξίωμα και μήπως, τελικά, το μόνο πού απομένει λειτουργικό είναι το σύστημα των αξιωμάτων. Τι θα σήμαινε όμως αυτή η διαπίστωση για ένα σύνολο που πρέπει να λειτουργήσει; Και πώς, επιτέλους, αυτό το σύνολο λειτουργεί; Η απάντηση στα προηγούμενα ερωτήματα καλό θα ήταν να αφορούσε όλο και περισσότερο κόσμο».



Δευτέρα, Δεκεμβρίου 05, 2011

Κάθε μέρα λίγο πιο κοντά, Ίρβιν Γιάλομ

Είναι το πρώτο λογοτεχνικό βιβλίο του ψυχοθεραπευτή Ίρβιν Γιάλομ και γράφτηκε το 1974, αλλά στην Ελλάδα μεταφράστηκε και κυκλοφόρησε το 2010. Every day gets a little closer: a twice told therapy, είναι ο τίτλος του πρωτότυπου, όπου διαφαίνεται καθαρά ότι πρόκειται για το χρονικό μιας ψυχοθεραπείας, «ειπωμένο δυο φορές», γιατί το λόγο έχουν εξίσου και ο θεραπευτής και ο θεραπευόμενος. Το δύσκολο αυτό εγχείρημα, να κρατά δηλαδή σε εβδομαδιαία βάση ημερολόγιο και ο θεραπευόμενος φαίνεται να παρουσιάζει μεγάλες αντιστάσεις και ίσως- ίσως κάποιες αθέμιτες συνέπειες, προσελκύει όμως το ενδιαφέρον του αναγνώστη, και μάλιστα όταν ανακαλύπτει ο τελευταίος ότι η θεραπευόμενη, η Τζίννυ, έχει πράγματι λογοτεχνικό ταλέντο (μια ξεχωριστή, πάνω από το μέσο όρο ικανότητα να διατυπώνει και να χρωματίζει τα βιώματα και τα συναισθήματά της). Αυτό γίνεται αισθητό ήδη από τον πρόλογό της όπου το ύφος είναι ακριβές, πυκνό, μεστό, αυτοσαρκαστικό και τρυφερό μαζί. Το πιο αξιόλογο όμως, γεγονός που ίσως δυσκόλεψε τον Γιάλομ ως ψυχοθεραπευτή, είναι ότι χτίζει πολύ γρήγορα αυτό-συνείδηση, επίγνωση δηλαδή αυτών που της συμβαίνουν σε ψυχικό επίπεδο. Και η δυσκολία του ψυχοθεραπευτή είναι, νομίζω, ότι ένα τέτοιο «ταχύρρυθμο» άτομο ερμηνεύει γρήγορα τα βιώματά του και οχυρώνεται πίσω από τις ερμηνείες.
Στον πρόλογο του Ίρβιν Γιάλομ (η επιθυμία μου να αφηγηθώ την εμπειρία μου με την Τζίννυ είναι αρκετά έντονη) παίρνουμε μια ιδέα για την προσωπικότητα της Τζίννυ: εικοσιτριών χρονών, αδύνατη, όχι όμορφη αλλά ελκυστική (μ’ έναν παράξενο τρόπο σε τραβούσε), πολύ έξυπνη, με ταλέντο στο γράψιμο (όπως γράφει ο Γιάλομ, έχει μια εξαιρετικά ανεπτυγμένη αίσθηση του κωμικού, ένα εντυπωσιακό χάρισμα λεκτικής εικονοποιΐας), μαζοχιστική και χωρίς «αίσθηση εαυτού», παραμελεί τις δικές της ανάγκες και απολαύσεις, δεν εκφράζει τα συναισθήματά της, το θυμό της ή τις ανάγκες της. Αυτοπεριφρονείται και απεχθάνεται τον ίδιο της τον εαυτό. Καταναλώνεται στο να κάνει τους άλλους να τη συμπαθήσουν. Και φυσικά πολλά προβλήματα στις σχέσεις της με τους άντρες και στο σεξ (μεγάλη δυσκολία να φτάσει σε οργασμό, πρόβλημα στην τρέχουσα σχέση της με τον Καρλ).
Η παρουσία της μητέρας της έπιανε πολύ χώρο. «Είμαι η θαμπή αντανάκλαση της μητέρας μου», όπως έλεγε. Ασάφεια των «ορίων του εγώ». Πολλοί οι εφιάλτες στους οποίους υφίσταται σεξουαλικό βιασμό, και μάλιστα από γυναίκες.
Βλέπουμε λοιπόν ένα ασυνήθιστο ξεγύμνωμα και από τους δυο «πρωταγωνιστές», που ξεσηκώνει, αν μη τι άλλο, την περιέργεια του αναγνώστη. Στην αφήγηση κάθε συνεδρίας από τον Γιάλομ «απαντά» η αφήγηση της Τζίννυ. Πολλές φορές δεν αναγνωρίζει κανείς την ίδια συνεδρία παρά μόνο από την ημερομηνία, τόσο διαφορετικά είναι εστιασμένες.

Η Τζίννυ είναι μια ασυνήθιστη προσωπικότητα. Είναι ένας άνθρωπος με πολύ έντονη δραστηριότητα, με πολύ δυναμικό και με πολλά ταλέντα, που χαίρει εκτίμησης από το περιβάλλον αλλά δεν έχει επαφή με τα συναισθήματά του. Σα να παίζει μόνιμα σ’ ένα θέατρο, σα να μην μπορεί να αφεθεί σε μια αυθεντικότητα. Η ανασφάλεια και η αδυναμία να φτάσει σε οργασμό γίνονται εμμονές που καθηλώνουν τη συμπεριφορά της και τα συναισθήματα με τον Καρλ.
Τι την εμποδίζει να νιώσει θυμό, κι ακόμα περισσότερο να τον εκφράσει, είναι κάτι που δεν έχουμε καν αρχίσει να το διερευνούμε. Διαισθάνομαι πως διαθέτει μια πολύ γεμάτη αλλά κρυμμένη δεξαμενή θυμού, αλλά φοβάται να ανοίξει τη βρύση μήπως και δε μπορέσει μετά να ξανακλείσει την κάνουλα. Αυτή η αδυναμία να εκφράσει τα συναισθήματα και τις ανάγκες της δημιουργεί ένα φαύλο κύκλο, κάτι σαν αυτοεκπληρούμενη προφητεία: ο φόβος της να εκφράσει θυμό, μήπως έτσι φέρει σε κίνδυνο τη σχέση της με τον Καρλ, επιφέρει ακριβώς αυτό το οποίο τρέμει, δηλαδή μια εκφυλισμένη ή ανάπηρη ανθρώπινη σχέση. Η χειρότερη ώρα του εικοσιτετράωρου γι’ αυτήν είναι η νύχτα, κι ο φόβος της για το τι θα συμβεί μόλις κλείσει το φως είναι που τρομοκρατεί τόσο τις μέρες της.

Η επικίνδυνη ισορροπία είναι όταν ο ψυχαναλυτής μπαίνει –αναμενόμενο- στο παιχνίδι παίζοντας το ρόλο του πατέρα ή του συντρόφου, όταν οι προβολές της θεραπευόμενης (που βλέπει κάπως ερωτικά τον γιατρό, ή αντίστοιχα, περιμένει ο γιατρός να τη δει σα γυναίκα) εμπλέκονται με το ρόλο του γιατρού, και πιστεύω ότι το γεγονός της συγγραφής ημερολογίου, που μάλιστα ξέρεις ότι θα το δει το άλλο πρόσωπο (επομένως σίγουρα δεν είναι απόλυτα ειλικρινές), συγχέει ακόμα περισσότερο τα πράγματα. Ενδιαφέρον επιπρόσθετο αποκτά το βιβλίο όταν στη συνεδρία έρχεται κι ο Καρλ, και μάλιστα γράφει κι αυτός ημερολόγιο.
Η εξέλιξη είναι σπειροειδής, δεν υπάρχει απτό, άμεσο τουλάχιστον «ιατρικό» αποτέλεσμα παρά πολύ μικρή πρόοδος με πισωγυρίσματα. Κάποια βήματα «μπρος», δηλαδή προς μια απελευθέρωση συναισθημάτων και αναγκών, που όμως δε φέρνουν θεαματικές αλλαγές. Ο μηχανισμός της ανθρώπινης άμυνας επαναφέρει γρήγορα εξ αδρανείας στο σημείο αφετηρίας.

Ξεχωρίζω τη συνεδρία που ο Γιάλομ κατέγραψε ως «μία από τις κορυφαίες εμπειρίες του ως ψυχοθεραπευτή». Μια συνεδρία όπου φαίνεται ότι συνέκλιναν όλες οι προσπάθειες και ο χρόνος που είχε αφιερώσει στην Τζίννυ. Παράλογοι φόβοι, όλα όσα δίσταζε να αντιμετωπίσει και να μιλήσει γι’ αυτά φαίνεται να τα αντιμετώπισε σε κείνη τη συνεδρία. Είναι αξιοσημείωτο ότι την ίδια συνεδρία η Τζίννυ την αναφέρει σαν «την πιο τραυματική από τις τρεις τελευταίες»! (καθόμουν εκεί έτοιμη να λιποθυμήσω, ενώ σας έλεγα ότι όλα ήταν μια χαρά). Στη συνεδρία αυτή, όπου είναι παρών και ο Καρλ, θίγεται ρητά (μετά από έμμεση προτροπή του Γιάλομ) το πρόβλημα του σεξ.
Εγώ ανέφερα το σεξ κι ένιωθα τόσο γελοία και αξιοσέβαστη, σα να ήμουνα μια μεσήλικη κυρία μ΄ ένα φλιτζάνι τσάι κι ένα έτοιμο θέμα. Δεν ήθελα να σπαταλήσω τη συνεδρία όντας απαθής. Δεν θυμάμαι πολλά απ’ όσα είπαμε, το μόνο που θυμάμαι είναι ότι εγώ είπα πολλά κι ότι ευχόμουν να μου δοθεί αμνηστία και να μη μου κρατήσει κανείς κακία αργότερα για τίποτα.
Ανοίγοντας αυτό το θέμα άφησα τον εαυτό μου ανοιχτό στις πιο υπέροχες ελπίδες και στις χειρότερες τιμωρίες. Η κάθε μέρα είναι σαν ψυχοθεραπεία τώρα. Κι ο στόχος είναι η αλλαγή. Δεν έχω πια ανάγκη να παίζετε το ρόλο του Καρλ, τώρα τον παίζει ο ίδιος συνέχεια, κι εγώ δοκιμάζω να του πω διάφορα. Τα μυστικά κι οι συνωμοσίες ου είχαμε, βγαίνουν όλα στη φόρα και δεν ξέρω τι παίρνει τη θέση τους. Καταφέρνω να κάνω επαφή με πολύ βαθιές ενστικτώδεις αντιδράσεις. Το να παίζει ο Καρλ τον εαυτό του είναι πιο δραστικό απ’ ό, τι όταν τον παίζατε εσείς. Μόνο και μόνο επειδή υπάρχουν συνέπειες.
(…) Έρχομαι πρόσωπο με πρόσωπο με την ίδια μου την αντίσταση.

Οι τελευταίες συνεδρίες είναι προγραμματισμένες να είναι οι τελευταίες γιατί είναι σημαντικό να υπάρχει ένα όριο, ένa τέλος έστω και τεχνητό που να «κλείνει» την υπόθεση. Ο Γιάλομ στο ημερολόγιο αυτής της τελευταίας συνεδρίας αφήνει να διαφανεί ότι η Τζίννυ ήταν κάτι ξεχωριστό για κείνον, συγκινήθηκε και ένιωσε ότι θα του λείψει.

Δεν έχει φυσικά σημασία που η Τζίννυ με τον Καρλ χώρισαν εντέλει. Δεν είναι εύκολο να εκτιμήσει κανείς και να αξιολογήσει την ψυχική ωρίμανση. Άλλωστε, ο ίδιος ο Γιάλομ έγραφε έναν χρόνο πριν:
Χρειάζεται να κρατηθώ με νύχια και με δόντια για να βγω από το ρόλο της προξενήτρας. Η δουλειά μου με τη Τζίννυ δεν αφορά το αν θα παντρευτούν∙ εκείνο που μετράει είναι η ποιότητα της σχέσης τους. Αν μία φορά βιώσουν βαθιά και ειλικρινή οικειότητα, θα διατηρηθεί ανάμεσά τους για πάντα, ακόμα κι αν δεν ξαναδούν ο ένας τον άλλον ποτέ. Πιστεύω, με την πίστη ενός προσήλυτου πως αυτή η συνεύρεση μπορεί να εμπλουτίσει και μελλοντικούς άγνωρους ακόμη έρωτες.

Συναντήθηκαν μετά από ενάμισι χρόνο και έγραψαν από έναν επίλογο.
Γιάλομ: η «τέχνη» της ψυχοθεραπείας έχει για μένα διττή σημασία: «τέχνη», με την έννοια ότι η εκτέλεση της θεραπείας απαιτεί τη χρήση διαισθητικών δυνάμεων που δεν μπορούν να προκύψουν από επιστημονικές αρχές κι επίσης «τέχνη», με την έννοια που έδινε στη λέξη ο Κήτς, ότι δηλαδή εγκαθιστά τη δική της αλήθεια, η οποία υπερβαίνει την αντικειμενική ανάλυση. Η αλήθεια είναι μια ομορφιά που βιώσαμε η Τζίννυ κι εγώ. Γνωρίσαμε ο ένας τον άλλον, αγγίξαμε βαθιά ο ένας τον άλλον, και μοιραστήκαμε συγκλονιστικές στιγμές που δεν τις ζουν εύκολα οι άνθρωποι.
Πιο συγκλονιστικός όμως, απ’ όλες τις απόψεις είναι ο επίλογος της Τζίννυ. Αντιγράφω σχεδόν τυχαία:

Το μυαλό μου νιώθει πραγματικά νωθρό, σαν να μελετούσε τον κόσμο μέσα από μια σειρά αντικατοπτρισμούς, τους οποίους προσπαθούσα ευσυνείδητα να σας περιγράψω, δρ. Γιάλομ. Τώρα, όποτε σκαλίζω τον εγκέφαλό μου για ύλη γεγονότων, εύχομαι να είχα προσπαθήσει να μιλήσω περισσότερο, ακόμα κι αν δεν ήταν όλες μου οι κουβέντες αγνές, αντί να περιμένω τη φράση που το συναίσθημά της ήταν εκατό τοις εκατό εγγυημένο.

(…) Εσείς είστε το υποκείμενο του ρήματος σ’ όλες αυτές τις σελίδες.
(…) Η σπασμένη αίσθηση του χθες συγκολλήθηκε. Ο πόνος μου είναι αιώνιος, το ίδιο κι η χαρά μου.
(…) Όσες φορές κι αν κουλουριάστηκα, με ξετυλίξατε.



Χριστίνα Παπαγγελή