Σάββατο, Ιουλίου 06, 2013

Το ποτάμι, Ketil Bjørnstad

Δεν είναι καθόλου παράδοξο
να έχει κανείς τάσεις αυτοκτονίας
και την ίδια στιγμή να θέλει
 να ρουφήξει τη ζωή ως το μεδούλι.

Με ένα ακόμα τραγικό συμβάν ξεκινά κι αυτό το βιβλίο του Ketil Bjørnstad, που αποτελεί συνέχεια της «Λέσχης των πιανιστών». Πρωταγωνιστής και αφηγητής κι εδώ ο  νεαρός μαθητής Άξελ, προικισμένος πιανίστας, που έχει χάσει κατά τραγικό τρόπο τη μητέρα του και την κοπέλα που αγαπούσε, την Άνια Σκουγκ (τα είδαμε στο πρώτο βιβλίο). Στις τραγικές απώλειες προστίθεται τώρα κι ο χαμός του Έρικ, φίλου της Μαριάνε Σκουγκ, γεγονός που φέρνει κοντά τον Άξελ με τη μητέρα της χαμένης του αγάπης. Καθοριστική σημασία γι αυτήν την προσέγγιση παίζει η εγκατάστασή του στο σπίτι της Άνιας, προκειμένου να μελετάει στο σπάνιο και ακριβό πιάνο τα έργα που θα παίξει στο «ντεμπούτο» του στην Αίθουσα Τελετών του Πανεπιστημίου. Τέλος, καταφύγιο στην ταραγμένη ψυχοσύνθεση του Άξελ  εξακολουθεί να είναι το «δάσος με τις σκλήθρες», κοντά στον καταρράκτη όπου χάθηκε η μητέρα του, (το νοσηρό και αμαρτωλό μου κρησφύγετο/κάθομαι στο χώμα και σκέφτομαι το τίποτα και τα πάντα).
Στο ίδιο κλίμα λοιπόν, με αναφορές σε πιανιστικά έργα που αποτελούν κατά κάποιο τρόπο μουσική υπόκρουση στα έντονα συναισθήματα που δημιουργούν η απώλεια, η μοναξιά, ο έρωτας σε ποικίλες εκδοχές, βλέπουμε την ωρίμανση –συναισθηματική και καλλιτεχνική- του Άξελ καθώς και των υπόλοιπων μελών της παρέας/λέσχης  των πιανιστών.
Μόνο ο Σούμπερτ μού έχει μείνει τώρα. Κάθεται ακριβώς δίπλα μου, όπως κάνει καμιά φορά η Σέλμα Λύνγκε, έτσι, απροειδοποίητα. Παίζω τις εκτενείς μουσικές του φράσεις, τα τρυφερά δεύτερα μέρη του. Τα δευτερεύοντα μουσικά του θέματα που αποκαλύπτουν το πραγματικό περιεχόμενο, τα συναισθήματά του, την αλήθεια. Το να παίζεις Σούμπερτ είναι σαν να καταλαβαίνεις επιτέλους τι αξίζει να αγαπηθεί και τι όχι.

Μετά τα τραγικά γεγονότα, το καλοκαίρι περνάει ήρεμα (έμαθα ότι υπάρχει ένα είδος ευτυχίας που δεν έχει ούτε σκοπό, ούτε νόημα ούτε πάθος, σχεδόν ούτε μουσική). Τα πρόσωπα που περιστοιχίζουν τώρα τον Άξελ είναι η ζάπλουτη, γήινη, γενναιόδωρη Ρεμπέκα  (είμαστε σαν αδέρφια), η Μαριάνε με τον οποίο τον δένει η θλίψη για την Άνια και όχι μόνο (ντρέπομαι που, ενώ πενθούμε και οι δυο, εγώ σκέφτομαι πως κάτι θα μπορούσε να συμβεί ανάμεσά μας, κάτι ξαφνικό κι απελευθερωτικό, πως θα μπορούσα να τη φωνάξω κι εκείνη να έρθει σε μένα, πως θα μπορούσαμε μαζί να διώξουμε τη θλίψη), και κυρίως η απαιτητική δασκάλα του πιάνου, ντίβα Σέλμα Λύνγκε, που  διεισδύει στον ψυχισμό του προκειμένου να απελευθερώσει τη μουσική έκφραση (μη φοβάσαι τη θλίψη/η θλίψη είναι μέρος της ζωής/στη βαθιά θλίψη μπορείς να βρεις διαύγεια. Είμαι βέβαιη ότι το έχεις καταλάβει ήδη. Η θλίψη γεννάει έναν ασκητισμό, τη  δύναμη της θέλησης).
Η Σέλμα Λύνγκε, η αρχέγονη μητέρα, η όμορφη, αρχοντική σαν αυτοκράτειρα, εξαιρετικά ταλαντούχα πιανίστρια και δασκάλα πιάνου, που έχει προσωπικές σχέσεις με τα ιερά τέρατα της μουσικής (Αράου, Μπαρενμπόιμ κλπ)∙  απρόσιτη αλλά αξιολάτρευτη, την λατρεύουν σαν «υπάκουα μαθητούδια»∙ δεν ανέχεται δισταγμούς κι αδυναμίες και ασκεί ένα είδος αποκλειστικού δικαιώματος πάνω στους μαθητές της. Είναι κυριαρχική και βεβαίως αντιπαθητική για τον αναγνώστη. Κομβικό επεισόδιο η πρώτη συνάντηση του Άξελ με τη Σέλμα μετά τις καλοκαιρινές διακοπές όπου έπαιξε χάλια- ειρωνεία, βία, δάκρυα, κατηγόριες, υποσχέσεις κι αγκαλιές (ίσως και να διαισθάνθηκε ότι κάτι άλλαξε μέσα μου την τελευταία φορά πριν τις διακοπές, ότι δεν με ήλεγχε πια, ότι ο θάνατος της Άνιας ήταν ένας σεισμός που μ’έκανε να ξεγλιστρήσω από το μαγνητικό της πεδίο).  Η Σέλμα φτάνει στο σημείο να δίνει στον Άξελ μια… ξυλιά με χάρακα! Σοκ. Σωματικό και ψυχικό. Ο μαθητής γίνεται βρέφος, κλαίει, κάνει εμετό, σωριάζεται στο πάτωμα, μέχρι που χάνει τις αισθήσεις του.

Ο συγγραφέας μάς επιτρέπει να παρακολουθήσουμε με ενδιαφέρον την εξέλιξη των τριών βασικών σχέσεων του Άξελ: με τη Ρεμπέκα, τη Σέλμα και τη Μαριάνε Σκουγκ.
Η Ρεμπέκα, μετά την παταγώδη της αποτυχία στο διαγωνισμό πιάνου αλλάζει ρότα∙ θέλει τον Άξελ αλλά αφήνει την πόρτα μισάνοιχτη, αν θελήσει να μπει. Η σχέση αποκτά βάθος αλλά παραμένει αδελφική.
Η δεσποτική Σέλμα κυριαρχεί, εφόσον κεντρικό γεγονός στη ζωή του Άξελ αλλά και στο βιβλίο γίνεται η προετοιμασία του Άξελ για το ντεμπούτο στο Διαγωνισμό. Βυθιζόμαστε μαζί με τον ήρωα στον κόσμο του Σοπέν, του Μάλερ, του Μπετόβεν (κάθε φορά που παίζω σε λα ύφεση, έχω την αίσθηση του γυαλιού. Μα ο Μπετόβεν τη διάλεξε ακριβώς επειδή ήθελε ν’ αποδώσει την αίσθηση της εσωτερικής θέρμης και της ομορφιάς. Γράφοντας τις τρεις τελευταίες του σονάτες  παραδόθηκε στη ζωή παρά τις αντιξοότητές της).
Η Σέλμα θεωρεί ότι το μεγαλύτερο ταλέντο που έχει διδάξει ποτέ ήταν ο Άξελ, όχι λόγω της τεχνικής υπεροχής αλλά λόγω της ιδιαίτερης προσωπικότητάς του. Υποστηρίζει ότι οι καλλιτέχνες που έχουν κάποια εμπειρία του πόνου μπορούν να μεταδώσουν κάτι μεγαλειώδες στους άλλους (δεν ξέρω κατά πόσο μπορώ να είμαι ευγνώμων στον πόνο…/κάποιοι άνθρωποι έχουν βάθος, άλλοι δεν έχουν. Είναι φοβερό πόσο πολλοί μουσικοί μελετούν χρόνια ολόκληρα δίχως να μπορέσουν ποτέ να περάσουν κάτω από την επιφάνεια της μουσικής)

Με τη Μαριάνε η σχέση έχει από την αρχή περισσότερα ερωτικά στοιχεία, αν και μεσολαβεί πάντα το φάσμα της Άνια, για το μυστήριο της οποίας γίνονται αρκετές αποκαλύψεις ψυχαναλυτικού χαρακτήρα (οιδιπόδεια τραύματα). Κάποια στιγμή όμως  οι ρόλοι αντιστρέφονται (κάποτε η Άνια ήταν το φως κι η Μαριάνε Σκουγκ η σκιά. Οι ρόλοι τώρα έχουν αντιστραφεί). Καθώς προχωρά ο καιρός, δημιουργείται ένας ερωτισμός που ισορροπεί με μοναδικό τρόπο, αφόσον συμπεριλαμβάνεται και το κοινό πένθος(δεν προσπαθώ να ξεφύγω από τίποτα. Βλέπεις, η παρουσία σου και μόνο με κάνει να θυμάμαι. Αυτή είναι η διαφορά. Κι αυτές τις αναμνήσεις τις έχω ανάγκη).
Οι  μουσικές αναφορές γίνονται αφορμή όχι μόνο για συναισθηματικές εξομολογήσεις αλλά και για διάλογο πάνω σε θέματα «συναισθηματικής νοημοσύνης» (ο πατέρας της Άνια δεν ζούσε χωρίς Μπρούκνερ/διψούσε για Μπρούκνερ, έβρισκε παρηγοριά στον Μπρούκνερ, ήταν το μοναδικό πράγμα που λαχταρούσε/τους ταίριαζε αυτό το σκέρτσο. Αποζητούσαν κι οι δυο την αυστηρότητα: την τάξη, την πειθαρχία, τη νομιμότητα. Πιθανόν και την τιμωρία). Ακούνε μαζί μουσική, συγκινούνται, αναπολούν, συνειδητοποιούν, απελευθερώνονται, εκμυστηρεύονται, ωριμάζουν. Με όχημα τη μουσική. Εισχωρούν στο βυθό του πένθους μέχρις εσχάτων. Σε πείσμα της ψυχικής διαταραχής της Μαριάνε και όλων των κοινωνικών συμβάσεων… παντρεύονται. Η ψυχική ένταση κορυφώνεται όσο προχωράμε προς την «κάθαρση/λύση», που εξωτερικά εκδηλώνεται με την εξαιρετική εμφάνιση  του Άξελ στον πιανιστικό  διαγωνισμό και την αποκοτιά να παίξει στο τέλος της συναυλίας τη δική του σύνθεση, «Το ποτάμι».
Το τέλος αυτό αποβαίνει γι άλλη μια φορά μοιραίο.

Χριστίνα    Παπαγγελή


Υ.Γ. Αξίζει να διαβάσει κανείς και την παρουσίαση της Βιβής Γ. εδώ