Κυριακή, Φεβρουαρίου 28, 2021

Χαρταετοί πάνω απ’ την πόλη, Καλέντ Χοσεϊνί

 Σκέφτηκα μήπως έτσι ακριβώς ανθεί η συγνώμη,

όχι δηλαδή με λόγια και φανφάρες,

αλλά με τον πόνο να μαζεύει τα πράγματά του, να τα πακετάρει

και να φεύγει μακριά και απροειδοποίητα μέσα στη νύχτα.

«Το γεγονός που με έκανε αυτό που είμαι σήμερα συνέβη στα δώδεκά μου χρόνια, κάποια παγερή, συννεφιασμένη μέρα το χειμώνα του 1975». Αυτή είναι η πρώτη, ελκυστική πρόταση του βιβλίου, από την εισαγωγή στην κεντρική αφήγηση του βασικού ήρωα, του Αφγανού Αμίρ από την Καμπούλ, ο οποίος ανασκοπεί τη ζωή του 25 χρόνια μετά, δηλ. το 2001. Και είναι ελκυστική γιατί καταλαβαίνει κάποιος αμέσως ότι θα ακολουθήσει μια εξομολόγηση de profundis, για περιστατικά που άλλαξαν, πόνεσαν,  διαμόρφωσαν τον ήρωα στην πιο κρίσιμη για τον άνθρωπο ηλικία.

Και δεν μας διαψεύδει ο συγγραφέας. Πράγματι, στις 120 περίπου πρώτες σελίδες παρακολουθούμε τη ιδιαίτερη πορεία προς ενηλικίωση ενός αγοριού μέχρι τα 12, μέσα στις συνθήκες του Αφγανιστάν του 1975, πριν τη σοβιετική εισβολή και, αργότερα, την επικράτηση των Ταλιμπάν, στην πρωτεύουσα Καμπούλ, ενώ το καθοριστικό επεισόδιο για το οποίο μάς προετοίμασε από την πρώτη σειρά του βιβλίου θέτει σε δοκιμασία τις έννοιες «φιλία», «αδερφοσύνη», «προδοσία», «θυσία». Και μέσα απ’ αυτές τις προκλήσεις ο κεντρικός ήρωας αφηγητής θα διερευνά για ολόκληρη τη ζωή του τα λάθη, τις ενοχές του, και την προσωπική του αλήθεια, για να φτάσει στην «κάθαρση».

Στο πλαίσιο ενός διαφορετικού πολιτισμού και με το συναρπαστικό γράψιμο του συγγραφέα, ουσιαστικά απολαμβάνουμε ένα μυθιστόρημα «χαρακτήρων», εφόσον βλέπουμε - μέσα πάντα από τα μάτια του Αμίρ-, πώς εξελίσσονται δύο ακόμη προσωπικότητες: ο αδερφικός του φίλος και υπηρέτης συνομήλικος Χάζαρος Χασάν και ο πατέρας του(«Μπάμπα»), δυο σχεδόν αντιδιαμετρικοί με κείνον χαρακτήρες.

Μεγαλωμένοι κάτω απ’ την ίδια στέγη, χωρίς μητέρα και οι δυο (του Αμίρ πέθανε στη γέννα ενώ του Χασάν  -κάτι χειρότερο από θάνατο- το έσκασε με κάποιον θίασο), ομογάλακτοι με ένα χρόνο διαφορά, ο Αμίρ και ο Χασάν παίζουν όλη μέρα και γνωρίζουν τον κόσμο μαζί, σαν αδέρφια. Με τη διαφορά ότι οι υπηρέτες Χασάν και ο καλοσυνάτος πατέρας του, Αλή, είναι  Χάζαροι και Σιίτες ενώ ο Αμίρ και ο Μπάμπα είναι Παστούν[1] (η κυρίαρχη φυλή) και Σουνίτες. Η διαφορετική καταγωγή και θρησκεία όμως, καθώς βεβαίως και η ταξική διαφορά δεν εμποδίζουν να είναι ο Μπάμπα με τον Αλή δεμένοι με ισχυρούς δεσμούς φιλίας, κάτι που μεταβιβάζεται αβίαστα και στη σχέση των δυο αγοριών. Παρόλη την περιφρόνηση της γειτονιάς και ολόκληρης  της κοινωνίας  προς τους Χάζαρους, ο πατέρας του Αμίρ συμπεριφέρεται μεγαλόκαρδα, σαν ίσος προς ίσον, όμως οι κοινωνικές συνθήκες δεν τους επιτρέπουν να ονομάζονται «φίλοι». Μια παλιά οικογενειακή ιστορία δένει αδιάρρηκτα τους δυο άντρες, κι αυτός ο ιερός δεσμός έχει μεταβιβαστεί αυτόματα, ή μάλλον αυτονόητα στα δυο παιδιά (το μεγαλύτερο μέρος από τα πρώτα δώδεκα χρόνια της ζωής μου το πέρασα παίζοντας με τον Χασάν και είναι φορές που ολόκληρη η παιδική μου ηλικία μοιάζει με ημέρα καλοκαιρινή).

Τα αγορίστικα παιχνίδια στις αλάνες της ειρηνικής Καμπούλ περιγράφονται ειδυλλιακά∙ είναι η εποχή της αθωότητας –μια αντίθεση για όσα θα ακολουθήσουν σε προσωπικό αλλά και σε συλλογικό επίπεδο.

Αμίρ-Μπάμπα

Ωστόσο, όσο τα δυο αγόρια μεγαλώνουν στο πολυτελές αρχοντικό του Μπάμπα (στην πιο πλούσια γειτονια της Καμπούλ) και ο μεν Αμίρ πάει στο σχολείο ενώ ο Χασάν απλώς τον υπηρετεί και δεν ξέρει ούτε να διαβάζει, κάποιες σκιές διακρίνει ο αναγνώστης, κυρίως μέσα στην ψυχή του Αμίρ. Η σχέση πατέρα- γιου και η διαφορετικότητα του χαρακτήρα τους επισκιάζει πολλές φορές την παιδική  χαρά, και δημιουργεί συναισθήματα μειονεξίας ή ανταγωνισμού.

Ο Μπάμπα ήταν άνθρωπος ψημένος, είχε «φυσική δύναμη», (έλεγαν ότι είχε παλέψει και με… αρκούδα), σκληροτράχηλος, με εκλάμψεις απίστευτης μεγαλοψυχίας, προοδευτικός για τα δεδομένα (π.χ. κορόιδευε τη θρησκεία, έπινε ουίσκι, κ.α.), αλλά σκόρπιζε το φόβο γύρω του (το πρόβλημα ήταν πώς τα έβλεπε όλα ή άσπρα ή μαύρα. Δεν μπορείς λοιπόν ν’ αγαπήσεις τέτοιον άνθρωπο χωρίς να τον φοβάσαι ή ίσως και να τον μισείς λίγο). Μαχητικός υπερασπιστής του δικαίου και της αλήθειας, έχει δικές του απόψεις για το τι είναι μόρφωση (βλέπω μπερδεύεις όσα μαθαίνεις στο σχολείο με την κανονική μόρφωση) και «αμαρτία», περιγελώντας τους μουλάδες και τους ιμάμηδες γιατί θεωρεί ότι μόνο μια αμαρτία υπάρχει, η κλοπή. Όταν πια ο Αμίρ ενηλικιώνεται κι αναγκάζονται να φύγουν απ’ την Καμπούλ, θα δούμε ότι δεν διστάζει να θυσιάσει τη ζωή του υπερασπιζόμενος την αξιοπρέπεια μιας γυναίκας.

Είναι απόλυτα αναμενόμενο ο Αμίρ να τον θαυμάζει. Ο Αμίρ όμως αγαπά το διάβασμα, τη λογοτεχνία, διαβάζει με πάθος τα βιβλία τη καθηγήτριας μητέρας του και αδιαφορεί για το κυνήγι, το ποδόσφαιρο κι όλα αυτά που θα έκαναν τον Μπάμπα περήφανο. Μάλιστα, όταν μετά από ένα σκληρό παραδοσιακό αφγανικό παιχνίδι, το «μπουσκάζι», σπάραξε στο κλάμα, ο πατέρας λέει την τρομερή φράση στον φίλο του Ραχίμ: «αν δεν είχα δει με τα ίδια μου τα μάτια τον γιατρό να τον βγάζει από την κοιλιά της γυναίκας μου, δε θα πίστευα ποτέ πως είναι γιος μου». Η πληγή που άνοιγε με τις μικρές προσβολές του πατέρα τώρα γίνεται αγιάτρευτη, και, χρόνια μετά, ο ώριμος πια Αμίρ συνειδητοποιεί:

Η αλήθεια ήταν πως είχα πάντα την εντύπωση ότι ο Μπάμπα με μισούσε λίγο. Και γιατί όχι, άλλωστε; Στο κάτω κάτω η γέννησή μου είχε σκοτώσει την πολυαγαπημένη γυναίκα του, την πανέμορφη πριγκίπισσά του, έτσι δεν είναι;

Έτσι συνειδητοποιούμε από πολύ νωρίς ότι όλη η ζωή του Αμίρ περιστρέφεται γύρω από την τραγική προσπάθεια να κερδίσει την αγάπη και την εκτίμηση του Πατέρα, κι ίσως αυτή η βαθιά ζωτική ανάγκη ερμηνεύει την εσωτερική του σύγκρουση και την ανέντιμη συμπεριφορά προς τον αθώο Χασάν, μια στάση που του κοστίζει τόσο πολύ αργότερα, στη ζωή του. Άλλωστε, όπως ο ίδιος επισημαίνει, δεν είναι τυχαίο που η πρώτη λέξη που είπε ο Αμίρ ήταν «Μπάμπα», ενώ του Χασάν ήταν «Αμίρ»…

Αμίρ-Χασάν, «σουλτάνοι της Καμπούλ»

…γιατί όσο η αγάπη του Μπάμπα είναι το εσωτερικό μαράζι του Αμίρ, άλλο τόσο η αδυναμία του Χασάν είναι ο Αμίρ. Ο Χασάν είναι πολύ έξυπνος, αν και δεν έχει πάει σχολείο, πολύ διεισδυτικός και δυνατός∙ δεν έχει μόνο φυσική δύναμη (άσσος στη «σφεντόνα»), αλλά και ψυχική∙ καρτερικότητα να υπομένει τις απειλές και τα πειράγματα προς τον πατέρα του, τον Αλή, ή προς τον ίδιο, που εκτός του ότι είναι Χάζαρος έχει και λαγώχειλο. Η υπεροχή του στο να λύνει γρίφους και να σχολιάζει γίνεται εμφανής από ένα σημείο και πέρα, γεγονός που προκαλεί τον Αμίρ να υπογραμμίζει την άγνοια του φίλου του. Δεν παύει βέβαια και ο Αμίρ να είναι παιδί και να έχει το ακαταλόγιστο, γρήγορα ωστόσο νιώθει ενοχές όταν παρασύρεται από μικρές «κακίες» που τον φέρνουν αντιμέτωπο με την άδολη αγάπη του Χασάν.

Γιατί ο Χασάν ήταν αυτός που ήταν, ανίκανος να προκαλέσει πόνο ακόμα και στη γυναίκα που τον γέννησε. Ο Χασάν ακούει με ενεργητικό τρόπο τις ιστορίες που του διαβάζει ο Άμίρ (δακρύζει πάντα με την ιστορία του Σοχράμ από το περίφημο έργο Σαχναμάχ, που τραυματισμένος από τον Ροστάμ ανακαλύπτει λίγο πριν πεθάνει ότι είναι γιος του) κι όταν ακούει την ιστορία που σκαρφίστηκε ο Αμίν, γοητεύεται αλλά κάνει και πολύ καίριες παρατηρήσεις.

Ωστόσο, οι μικρές «προδοσίες» απέναντι στον Χασάν συνεχίζονται, ιδιαίτερα μετά την πολιτική αστάθεια που ακολουθεί το πραξικόπημα του Νταούντ Χαν (1973). Φόβος και τρόμος της γειτονιάς ο Ασέφ, που κυκλοφοράει με ατσάλινους κρίκους τρομοκρατώντας τους αντίθετους μ’ αυτόν, εθνικιστής-χιτλερικός που μισεί τους Χάζαρους, προκαλεί τους δυο ήρωες (μα δεν είναι φίλος μου, κόντευα να ψελλίσω. Είναι υπηρέτης μου). Ο Χασάν έχει πάλι την ευκαιρία να δείξει όχι μόνο ότι είναι ευγενική ψυχή, αλλά ότι είναι ατρόμητος κι ότι αγαπά τον Αμίρ άνευ όρων (Θα έτρωγες χώμα αν στο ζητούσα; (…)/αν μου το ζητούσες θα το έκανα (…)/αναρωτιέμαι όμως, θα μου ζητούσες άραγε κάτι τέτοιο, Αμίρ αγά)

Το κεντρικό επεισόδιο που θα αλλάξει τη ζωή του Αμίρ προετοιμάζεται με μεγάλη μαεστρία κι έχει πρωταγωνιστές πάλι τους δυο κεντρικούς ήρωες αλλά και τη συμμορία του Ασέφ. Είναι η μέρα του μεγάλου γεγονότος του χειμώνα για την Καμπούλ, του διαγωνισμού χαρταετών. Η γραφικότητα των περιγραφών εναλλάσσεται με τα συναισθήματα αγωνίας… Ο Αμίρ και ο Χασάν έχουν πολύ μεγάλη επιδεξιότητα στο άθλημα, κι ως εκ τούτου μεγάλες προσδοκίες, δεδομένου ότι ο Αμίρ ελπίζει με το πρώτο βραβείο να αποσπάσει την αγάπη και τον θαυμασμό του Μπάμπα (δεν είχα περιθώριο για τίποτ΄άλλο).

Δεν θέλω να προδώσω τα γεγονότα για τον μελλοντικό αναγνώστη, εφόσον  όπως είπαμε πρόκειται για το κομβικό επεισόδιο, μετά από το οποίο η φύση της σχέσης Αμίρ και Χασάν αλλάζει ριζικά. Τα συναισθήματα του αφηγητή μέσα σε λίγη ώρα μεταπίπτουν από χαρά σε τρόμο, σε φρίκη και ενοχές, ενώ η παιδική ψυχή δεν μπορεί να διαχειριστεί την βασική σύγκρουση (παραλίγο να μιλήσω. Η υπόλοιπη ζωή μου θα ήταν πολύ διαφορετική αν είχα μιλήσει/είδα φευγαλέα το πρόσωπό του. Ήταν το ύφος του αμνού/). Θα περάσει καιρός μέχρι να συνειδητοποιήσει ο Αμίρ ότι δεν ήταν ο φόβος μόνο αυτός που τον έκανε να το βάλει στα πόδια (ο Χασάν μπορεί να ήταν το τίμημα που έπρεπε να πληρώσω, το πρόβατο που έπρεπε να σφάξω προκειμένου να κερδίσω τον Μπάμπα).

Οι προσπάθειες του Χασάν να ξαναζωντανέψει τη σχέση είναι άκαρπες. Τα δυο αγόρια καθώς προχωρούν στην ενηλικίωση  απομακρύνονται ολοένα μεταξύ τους, ενώ ο Αμίρ καίγεται εσωτερικά από την ανάγκη να εξιλεωθεί. Αντ’ αυτού εισπράττει τέτοια άψογη συμπεριφορά κι αξιοπρέπεια απ’ τον Χασάν που τον εξωθεί στα όρια της αγένειας (ευχήθηκα να μου το ανταπέδιδε, να άνοιγε την πόρτα με τα ζόρι και να μου τα έλεγε έξω απ’ τα δόντια).

Η ένοχη ασφυξία που νιώθει πια ο Αμίρ στην παρουσία του Χασάν τον κάνει να υποφέρει αβάσταχτα (τότε βαριανάσαινα εγκλωβισμένος μέσα στη δική μου φυσαλίδα). Το μυστικό που του βαραίνει τις πλάτες, αλλά κυρίως η αδράνεια του ίδιου τον σπρώχνει στα άκρα, σε πράξεις όλο και πιο προκλητικές (μέσα μου παρακαλούσα να μου έδινε την πολυπόθητη τιμωρία έτσι ώστε το βράδυ να μπορέσω να κοιμηθώ), με κορυφαία μια πράξη  πραγματικά ανεπίτρεπτη με αναπάντεχα αποτελέσματα: να φύγουν ο Αλή και ο Χασάν απ’ το σπίτι (Και τότε είδα τον Μπάμπα να κάνει κάτι που δεν είχε κάνει ποτέ ως τότε. Έκλαψε).

Απόδραση από την Καμπούλ, Πακιστάν, Αμερική

Πέντε χρόνια αργότερα  η τρομακτική πίεση των πολιτικών γεγονότων (εισβολή Σοβιετικών) αναγκάζουν τον Μπάμπα και τον Αμίρ να μεταναστεύσουν. Το επεισοδιακό ταξίδι προς την μερική μέσω Πακιστάν μάς μεταφέρει σ’ έναν κόσμο με πολύ διαφορετικές αξίες. Παρακολουθούμε με κομμένη την ανάσα τις απίστευτες περιπέτειες μέχρι να φτάσουν στην Πεσάβαρ κι από κει στην Αμερική, αλλά και τις προσπάθειες πατέρα-γιου να προσαρμοστούν. Είναι πολύ ενδιαφέρον κι αυτό το μέρος του βιβλίου, που ψηλαφεί το μεγάλο θέμα της πολιτικής μετανάστευσης, τις δυσκολίες τού να μετέχεις σε δυο πολιτισμούς, να σπουδάζεις (ο Αμίρ τελειώνει το Λύκειο το 1983) αλλά και να διατηρείς μια αξιοπρεπή εργασία. Ο Αμίρ αποφασίζει, παρά τη θέληση του πατέρα του, να ασχοληθεί με τη συγγραφή (αποφάσισα να μην κάνω πίσω. Δεν ήθελα να θυσιαστώ άλλο για τον Μπάμπα).  Έχουν αφήσει πια πίσω τους το Αφγανιστάν και την Καμπούλ (πολύ πιο πριν από τη στρατιωτική εισβολή των Ρώσων στο Αφγανιστάν, πριν από τις πυρπολήσεις χωριών και τις καταστροφές σχολείων, πολύ προτού αρχίσουν να σπέρνονται παντού νάρκες και παιδιά να θάβονται κάτω από σωρούς ερειπίων, η Καμπούλ είχε ήδη μετατραπεί για μένα σε μια πόλη φαντασμάτων∙ σε μια πόλη φαντασμάτων με λαγώχειλο) και ο Αμίρ βαδίζει σταθερά προς το μέλλον του. Παράλληλα ερωτεύεται την Σοράγια, μια αξιόλογη κοπέλα που θέλει να γίνει δασκάλα (η αγάπη για τη λογοτεχνία τους ενώνει), που μοιράζεται μαζί του το φοβερό της μυστικό (ότι δεν είναι παρθένα) -κάτι  που αποδέχεται μεν ο Αμίρ κόντρα στην αφγανική παράδοση, προς τιμήν του (αυτό που γύριζε και ξαναγύριζε επίμονα μέσα μου ήταν αν είχα το δικαίωμα, κυρίως εγώ, να επικρίνω κάποιον για το παρελθόν του)- δεν ανταποδίδει όμως και κείνος το μοίρασμα των ενοχών του (τη ζήλεψα. Είχε φανερώσει το μυστικό της. Το είχε πει. Είχε αναμετρηθεί μαζί του). Είναι μια έξυπνη κοπέλα που έχει πολύ δύσκολη σχέση με τον στρατηγό πατέρα της (εξομολογείται μάλιστα ότι είχε πει ότι ήθελε να δει τον πατέρα της νεκρό!). Βλέπουμε δηλαδή ότι δεν επικοινωνούν μόνο ερωτικά αλλά και συναισθηματικά. Όταν παντρεύονται πια, δίνουν μεγάλη χαρά στον Μπάμπα που του απομένουν λίγες μέρες ζωής. Ο ώριμος  Αμίρ συνοψίζει το πορτρέτο του απίθανου πατέρα, καθώς συμφιλιώνεται μαζί του:

Ήταν ένας εντελώς ασυνήθιστος Αφγανός πατέρας, ένας άνθρωπος φιλελεύθερος ο οποίος είχε ζήσει με τους δικούς του κανόνες, ένας άνθρωπος ανεξάρτητος, υιοθετώντας μόνο εκείνες τις κοινωνικές συνήθειες που του ταίριαζαν, απορρίπτοντας όλες τις άλλες.

Το παρελθόν έχει μείνει πια πίσω. Απροσπέλαστο κι ανέγγιχτο. Γράφει μυθιστορήματα, αγαπά την οικογένειά του και το μόνο σύννεφο είναι ότι δεν έχουν παιδιά.

Μέχρι που… το 2001 χτυπάει το τηλέφωνο. Είναι ο Ραχίμ Χαν, ο φίλος του πατέρα που είναι πια γέρος και πολύ άρρωστος, ο άνθρωπος κλειδί, ο άνθρωπος που θα συμφιλιώσει τον Αμίρ με τον εαυτό του: «Έλα. Υπάρχει τρόπος να ξαναγίνεις καλός». Ένα σημάδι ότι ο Ραχίμ Χαν ήξερε. Ο Ραχίμ Χαν είναι ο σοφός γέροντας «με έντονη διαίσθηση» που αγαπούσε τον Μπάμπα και γνώριζε τον Αμίρ καλύτερα κι απ’ τον εαυτό του, αυτός που τον ενθάρρυνε στα πρώτα βήματα της συγγραφής (ενώ ο πατέρας ποτέ δεν εκφράστηκε γι’ αυτήν την κλίση του γιου του, μάλλον την αποδοκίμαζε).

ΧΑΣΑΝ (θέλω να σου μιλήσω γι’ αυτόν)

Κι έτσι, από τα 3/5 του βιβλίου και μετά, αρχίζει η «αντίστροφη μέτρηση». Είναι το πιο συναρπαστικό μέρος του βιβλίου, με έντονο το στοιχείο της περιπέτειας, αλλά και της ταύτισης του αναγνώστη με τους ήρωες που έχει γνωρίσει και αγαπήσει. Εντω μεταξύ, προστίθεται κι ένας ακόμα ήρωας, ίσως ο πιο τραγικός, που είναι ο Σοχράμπ, ο γιος του Χασάν. Είναι τραγικός γιατί τον κάνει η ζωή "να νιώθει βρώμικος". Δεν είναι όμως σκόπιμο να αναφερθούν οι λεπτομέρειες της πλοκής παρά σε πολύ αδρές γραμμές.

 Ο Αμίρ επισκέπτεται τον γέρο πια Ραχίμ, μαθαίνει τα συγκλονιστικά νέα του Χασάν κι αναγκάζεται να επιστρέψει στο Αφγανιστάν, έναν ρημαγμένο τόπο εφόσον τώρα πια κυριαρχούν οι Ταλιμπάν.  Όπως υπογραμμίζει στην τελευταία επιστολή του ο Χασάν, στους δρόμους, στο στάδιο και στις αγορές της Καμπούλ βασιλεύει ο φόβος/οι άγριοι που κυβερνούν τη βατάν μας δεν υπολογίζουν καθόλου την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Άλλωστε, οι Χάζαροι διώκονται εξ ορισμού: όταν ανέβηκαν οι Ταλιμπάν στην εξουσία, το 1996 κατέσφαξαν τους Χάζαρους στο Μαζάρ-Ι Σαρίφ[2]. Ο Χασάν και η οικογένειά του σώθηκαν από θαύμα.

Οι αποκαλύψεις του Ραχίμ αναστατώνουν τον Αμίρ. Δεν αφορούν μόνο τον παλιό του φίλο αλλά και το παρελθόν του πατέρα του, που τον βάραινε πάντα ένα μεγάλο μυστικό, ένα ακόμη μυστικό προδοσίας κι ενοχής (μοιάζαμε ο ένας στον άλλον πολύ περισσότερο απ’ όσο είχα πιτέψει: είχαμε κι οι δυο προδώσει τους ανθρώπους που είχαν θυσιάσει τη ζωή τους για μας).  Η οργή εναλλάσσεται με τη θλίψη (είμαι ένας άνθρωπος 38 χρονών που μόλις ανακάλυψε ότι όλη του η ζωή ήταν ένα γαμημένο ψέμα). 

 Αποκτά άλλωστε ιδίαν πείραν από το καθεστώς ο Αμίρ όταν επισκέπτεται με τα πολλά τα πάτρια εδάφη. Τον περιμένουν πολλές εκπλήξεις, κατεξοχήν δυσάρεστες εφόσον η πόλη, οι γειτονιές, το σπίτι είναι αγνώριστα, και η φονική ηθική των Ταλιμπάν (π.χ. λιθοβολισμός μέχρι θανάτου στο ημίχρονο του αθλητικού αγώνα (!)) σε πρώτο πλάνο. Έχει μια πολύ δύσκολη αποστολή να αναλάβει αλλά δεν είναι πια «ένα αγόρι που δεν υπερασπίζεται τον εαυτό του». Άλλωστε, κι ο Ραχίμ Αχίν συντέλεσε στο να του ξυπνήσει το φιλότιμο, αλλά και να καταλάβει τις συμπεριφορές που τον πόνεσαν (ήσουν πάντα πολύ σκληρός με τον εαυτό σου/ ήσουν κι εσύ ένα παιδί). Φοβάται πολύ, αλλά κινείται ακάθεκτος προς τον στόχο του (ήμουν χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από τη γυναίκα μου, σ’ ένα δωμάτιο που θύμιζε κρατητήριο, περιμένοντας έναν δολοφόνο).

Ο πόνος συσσωρεύεται στην ψυχή του Αμίρ αλλά υπάρχει δρόμος προς τη «λύση», με πολύ διαφορετικό τρόπο απ’ ό, τι θα πίστευε κι ο ίδιος. Οι συμπτώσεις ίσως φαίνονται απίθανες (π.χ. η συνάντηση πάλι με τον Ασέφ) αλλά δεν είναι και τόσο. Ο συγγραφέας έχει πολύ έντεχνα προετοιμάσει ακόμα και τις λεπτομέρειες που φέρνουν τη λύτρωση (π.χ. ο γιος του Χασάν είναι άσος στη σφεντόνα, όπως κι ο πατέρας του), και γιατί όχι, και την κάθαρση, ακόμα κι από τη σκηνή όπου ο Αμίρ τρώει το ξύλο της ζωής του (το αστείο ήταν πως ένιωθα γαλήνη, για πρώτη φορά από τον χειμώνα του 1975). Η τραγική ειρωνεία, ένα ακόμα στοιχείο που χειρίζεται έντεχνα ο συγγραφέας, έρχεται φυσιολογικά κι αβίαστα, σαν «κάρμα».

Δεν τελειώνουν βέβαια εύκολα τα πάθη του Αμίρ, ακόμα κι όταν ο δρόμος της επιστροφής στην Αμερική είναι ανοιχτός. Τον βλέπουμε μέσα στο νοσοκομείο, να προσεύχεται για τη ζωή του Σοχράμπ, εκείνος, που μια ζωή είναι άθεος όπως και ο πατέρας του (διαπιστώνω πως ο Μπάμπα είχε άδικο όταν έλεγε πως δεν υπάρχει θεός. Υπάρχει. Τον βλέπω εδώ, στα μάτια των ανθρώπων που βρίσκονται σε τούτον τον διάδρομο της απελπισίας). Όμως τη ζωή του Σοχράμπ την έχουν κλέψει, και κείνος βυθίζεται στη σιωπή. Τα μόνα λόγια του «Θέλω πίσω την παλιά μου ζωή».  

Το μοτίβο του χαρταετού στον ουρανό της Καμπούλ, είναι αυτό που θα φέρει πίσω ένα χαμόγελο στο πρόσωπο του Σοχράμπ, του παιδιού που του έκλεψαν την παιδική ηλικία, τους γονείς, τη ζωή. Κι ο Αμίρ, θα νιώσει βαθιά μέσα του πως

έτσι ακριβώς ανθεί η συγνώμη,

όχι δηλαδή με λόγια και φανφάρες,

αλλά με τον πόνο να μαζεύει τα πράγματά του, να τα πακετάρει

και να φεύγει μακριά και απροειδοποίητα μέσα στη νύχτα.

 

Χριστίνα Παπαγγελή

[1] Οι Παστούν είχαν καταδιώξει τους Χάζαρους, κι όταν οι τελευταίοι εξεγέρθηκαν τον 19ο αιώνα κατά των Παστούν, εκείνοι κατέστειλαν την εξέγερση με απίστευτη βιαιότητα (εμπρησμοί, βιασμοί

[2] Οι Χαζαρά, ως μειονότητα, έχουν υποστεί και συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν συστηματικές διακρίσεις, βία και σφαγές λόγω της εθνοτικής και θρησκευτικής της ταυτότητας. Τα τελευταία χρόνια, οι Χαζαρά καθώς και άλλες εθνοτικές ομάδες του Αφγανιστάν έχουν δεχθεί δολοφονικές επιθέσεις από ομάδες που συνδέονται με το Ισλαμικό Κράτος και από τους Ταλιμπάν. Εκατοντάδες Χαζαρά έχουν χάσει την ζωή τους ή έχουν τραυματιστεί μετά από βομβιστικές επιθέσεις (https://rsaegean.org/el/synenteyxi-o-kindynos-paramoneyei-pantou-sto-afghanistan/).


Σάββατο, Φεβρουαρίου 13, 2021

Ίκλι Αβρίκ, Μαριάνθη Νταφούλη

Ν’ αναζητάς μια ζωή να βρεις το νόημα.

Να ελπίζεις ότι θα το βρεις γιατί νομίζεις ότι είναι εκεί μπροστά σου,

ανακατωμένο ανάμεσα σε μυριάδες άλλα,

σχεδόν όμοια μεταξύ τους, αλλά διαφορετικά τελικά.

Σήκωσε το κεφάλι αποκαρδιωμένη.

Δεν ήθελε να ελπίζει. Ήθελε να ξέρει.

Και τώρα δεν ήξερε, μόνο έλπιζε.

Παράγκες στη Δραπετσώνα μετά τη μικρασιατική καταστροφή∙ απόδραση των Βούρλων το 1955∙ τεκέδες, χασίσια, μπουρδέλα∙ οι μάχες «της παράγκας»∙ παιδικά χρόνια στον κάμπο∙ καταυλισμός Τσιγγάνων στο χωριό∙  ο Μπεζεντάκος το 1931∙ αποκλεισμός από σπουδές λόγω ιδεολογίας∙ φυλακή, δικτατορία και ψυχική οδύνη∙ κατάθλιψη και κρίσεις επιληψίας.

Και η σημερινή Αθήνα (πλατεία Αττικής, νεραντζιές, πορείες, δακρυγόνα), όπου συγκλίνουν όλες αυτές οι μνήμες.

Μια πολυσύνθετη αφήγηση που ζωντανεύει τραυματικές πτυχές της ελληνικής σύγχρονης πραγματικότητας με αξιοθαύμαστο τρόπο, καθώς οι παράλληλες μικρο-ιστορίες των τριών βασικών ηρώων συνθέτουν μια  μεγάλη Ιστορία, που κορυφώνεται στο τέλος καθώς αποκαλύπτονται μυστικά και μυστήρια που προέκυψαν για να «θεραπεύσουν» όλες τις κοινωνικές αντιφάσεις: πρόκειται για την δύσκολη ζωή της Μικρασιάτισσας γριάς Ευδοκίας, την ιστορία της ορφανής από μητέρα 30χρονης Εύας που επέστρεψε από το Λονδίνο (όπου δίδασκε κοινωνική ψυχολογία) στην Αθήνα του σήμερα για να μάθει την «αλήθεια» για τον μυστηριώδη-αριστερό-νεκρό πατέρα της, και  τέλος, την πορεία του «κατσίβελου» Γιώργη που τέμνει τη ζωή της Εύας μ’ έναν παράξενο τρόπο.

Είναι ευρηματική και αξιοθαύμαστη η δομή, κατάλληλη για να εξυπηρετήσει αυτόν τον πολύπλευρο στόχο, να αποδοθεί όχι μόνο το κυρίαρχο συναίσθημα της «απόδρασης», της φυγής, του άστατου και του φευγαλέου (οι πρωταγωνιστές τρέχουν να σωθούν από το «βόλεμα», λέει ο Παύλος Καστανάρας, αλλά και η ιστορική συγκυρία όπου ισορρόπησε αυτή η ρευστότητα. Μικρά κεφάλαια εναλλάσσονται  καθώς  προχωρά η πλοκή παράλληλα, σε τρεις διαφορετικούς άξονες: έχουμε στο «σήμερα» την πρωτοπρόσωπη αφήγηση της γριάς Ευδοκίας που κάνει βουτιές στο παρελθόν, και φαίνεται απ΄την αρχή ότι ξέρει πολλά για την οικογένεια της Εύας∙ ακολουθεί η μετάβαση στο παρελθόν της παιδικής ηλικίας της Εύας, στο χωριό «στον κάμπο», όπου παρακολουθούμε να μεγαλώνει ένα τολμηρό κι ατίθασο, περίεργο κορίτσι («άγριο θηρίο»), που το ιντριγκάρει ο καταυλισμός των τσιγγάνων και οι σχετικές απαγορεύσεις∙ τέλος, κάθε τρία κεφάλαια μεταφερόμαστε πάλι στο «σήμερα», όπου η Εύα  συναντά επεισοδιακά τον Γιώργο, για ν’ ανακαλύψει προς το τέλος του βιβλίου ότι υπάρχει κάτι πολύ βαθύ που τους ενώνει. Τα μέρη αυτά, φαινομενικά παράλληλα και ασύνδετα, από ένα σημείο και μετά αποκτούν μια εσωτερική σύνδεση, σαν να «ερμηνεύει» το ένα τ’ άλλο.

Η Ευδοκία σαν μια μετενσάρκωση της Νίνας από το «Τρίτο στεφάνι», είναι μια γυναίκα απλή και λαϊκή, χιλιοβασανισμένη, που μετά την προσφυγιά του ’22 αναγκάστηκε να δουλέψει στα μπουρδέλα της Δραπετσώνας, και γνώρισε κόσμο και κοσμάκη. Μέσα από την προφορικότητα της ζωντανής αφήγησης της Ευδοκίας προς τη νιόφερτη στην πόλη Εύα (διανθισμένη με λογής λογής πετυχημένα και σπαρταριστά γνωμικά και παραβολές), αναβιώνουμε τις μνήμες αυτής της πολύπαθης γειτονιάς, και μέσα σ’ αυτές και την ιστορία του πατέρα της Εύας, που είναι και το κλειδί του μυστηρίου. Οι αποκαλύψεις της Ευδοκίας, που γίνονται σταδιακά -όπως σταδιακά τις συνθέτουμε κι εμείς μαζί με τις άλλες παράλληλες ιστορίες- πυροδοτούν νέες τάσεις φυγής στην παράξενη, μοναχική και ασυμβίβαστη πρωταγωνίστρια (Ν’ αναζητάς ανάμεσα στα πετραδάκια της παραλίας ένα συγκεκριμένο που το’ χες στα χέρια σου και κάποιος κακοήθης θεός το πέταξε τυχαία και σ’ έβαλε να ψάχνεις να το βρεις. Ν’ αναζητάς μια ζωή να βρεις το νόημα. Να ελπίζεις ότι θα το βρεις γιατί νομίζεις ότι είναι εκεί μπροστά σου, ανακατωμένο ανάμεσα σε μυριάδες άλλα, σχεδόν όμοια μεταξύ τους, αλλά διαφορετικά τελικά. Σήκωσε το κεφάλι αποκαρδιωμένη. Δεν ήθελε να ελπίζει. Ήθελε να ξέρει. Και τώρα δεν ήξερε μόνο έλπιζε).

Δεν αποκαλύπτει μόνο πτυχές του παρελθόντος αλλά και του… μέλλοντος η γριά Ευδοκία, μιας και είναι αστέρι στο να λέει το φλιτζάνι! Έτσι λοιπόν, με τη φυσικότητα και τη σιγουριά της λαϊκής πίστης (Κάτσε να σου πω και τα δικά σου. Μμμμ… τον βλέπω να έρχεται καταπάνω σου, Εύα μου. Ένας ψηλός, μελαχρινός. Φυλάξου παιδάκι μου. Αυτός είναι αέρας. Σε παίρνει και σε σηκώνει. Κι ύστερα μην τον είδατε… Δεν είσαι για τέτοια εσύ…), η Ευδοκία, με την αμφισημία που έχουν οι προφητικές ρήσεις, γίνεται άγγελος των μελλοντικών. Και μαζί της η συγγραφέας μάς προετοιμάζει, ήδη από την σελίδα 15,  για τον μοιραίο ρόλο του Γιώργη, που αρχικά συστήνεται για πλάκα στην Εύα ως Αδάμ!

Η Εύα όμως είναι κι αυτή άπιαστο πουλί . Είναι δύσκολο για κείνην να ερωτευτεί, αν και αφήνεται στη μαγεία (προχωρούσε σταθερά προς την αυταπάτη). Άλλωστε έχει ως ευχή και κατάρα, κληρονομιά από τον πατέρα της, την συμβουλή να μην είναι στη ζωή της «Εύα», αλλά «Λίλιθ»[1], μια ολοκληρωμένη γυναίκα που δεν προέκυψε από το πλευρό του Αδάμ,  κι ήθελε κόπο αυτό (να βρεις το δρόμο σου. Να αμφισβητήσεις κάθε κανόνα. Μη μείνεις στον παράδεισο. Φύγε, ζήσε! Χωρίς μετάνοιες. Αυτό θέλω Εύα, να μου υποσχεθείς). Είναι το μοναδικό «παραμύθι» που επιτρέπει στον εαυτό της να της αρέσει. Το αίσθημα του φευγαλέου, της απόδρασης ή του μη βολέματος υπογραμμίζεται και από την έλξη που νιώθει η Εύα για τον τρόπο ζωής των Τσιγγάνων.

Παρακολουθούμε λοιπόν την εξέλιξη μιας άστατης αλλά ουσιαστικής ερωτικής σχέσης (φοβάμαι… την ελευθερία/σε ποιο παραμύθι θα’ θελες να ζεις;), ενώ από τη μέση του βιβλίου και μετά αρχίζει να γεννιούνται αλλεπάλληλα ερωτήματα, που προεικάζουν ένα μυστήριο, όχι ακριβώς αστυνομικό∙ πρόκειται για μια -ή μάλλον δυο- οικογενειακές/κοινωνικές ιστορίες με περίεργες συμπτώσεις, που επαυξάνουν την περιέργεια στον αναγνώστη να γίνουν αποκαλύψεις που συμπληρώνουν το παζλ. Κλειδί, όπως είπαμε, ο «αλλόκοτος» πατέρας και κάποια «μαύρα μάτια» -κλειδί και οι κοινωνικοί και πολιτικοί αποκλεισμοί που καθορίζουν τις τύχες των ανθρώπων.

Ακόμη, πέρα από το έντονο κοινωνικοπολιτικό στοιχείο, υπάρχει και  ψυχογραφικό ενδιαφέρον, μιας και οι δυο συμπρωταγωνιστές (Εύα- Γιώργης) είναι μεγαλωμένοι χωρίς μητέρα, επομένως η σχέση πατέρα- κόρης (Ευδοκία: Ήσουν η επανάσταση που δεν έκανε αυτός) αλλά και πατέρα-γιου ερμηνεύουν σε μεγάλο βαθμό την ψυχολογία τους και τις αντιδράσεις τους. Γιατί και η σχέση του Γιώργη με τον πατέρα του κρύβει μυστήριο, και φυσικά αποτελεί άλλο ένα κλειδί, άλλη μια ψηφίδα στο παζλ αυτού του μυστηρίου. Πρόκειται για δυο προσωπικότητες όχι συνηθισμένες, που μπορεί να αιφνιδιάζουν με τις ακρότητές τους.  Ομολογώ πως δεν μου ήταν πάντα συμπαθής η Εύα, αλλά οι σχέσεις γιαγιάς με πατέρα, γιαγιάς με την εγγονή κάνει πιο διάφανο αυτόν τον χαρακτήρα (Ευδοκία: δεν μπορούσες, πουλάκι μου, να μην την αγαπάς την γιαγιά σου. Δεν γινόταν να μην την μισείς τη μάνα του πατέρα σου. (…) Κι εσύ έπρεπε να διαλέξεις στρατόπεδο. Διάλεξες τον πατέρα σου. Η γιαγιά δεν στο συγχώρεσε αυτό. Κι εσύ, ίδια στόφα με κείνη, δεν της συγχώρεσες που δεν έδειξε στο παιδί της την αγάπη που’ δειξε στο εγγόνι της).  

Το πρώτο αυτό βιβλίο της Μαριάνθης Νταφούλη δείχνει ποιότητα γραφής και σύνθεσης, γιατί πρόκειται όχι για μια απλή εξιστόρηση αλλά για ένα πολυεπίπεδο αφήγημα, με υψηλά τον πήχυ, και με πολύπλευρο ενδιαφέρον. Οι ήρωες ξεφεύγουν από το περιστασιακό και το κοινωνικά προσδιορισμένο, κι αποκτούν μια υπαρξιακή καθολικότητα, όπως και στην αρχαία τραγωδία. Και αναφέρω το αρχαίο δράμα γιατί οι δυο ήρωες καίγονται να βρουν την «αλήθεια» τους,  και περνούν από όλα τα μοιραία στάδια: περιπέτεια, ειρωνεία, αναγνώριση. Όμως, όπως λέει και η Ευδοκία, δεν ξέρει κανείς πώς να προσεγγίσει την αλήθεια: 

Πότε είναι η σωστή η ώρα; Δεν το ξέρεις αυτό. Μία στιγμή είναι που πηδάς στο κενό. Δεν είσαι έτοιμος. Μια στιγμή τρέλας είναι. (…) Μια στιγμή που λες: «Θα σπάσω το τσιμέντο». (…) Μία στιγμή που το πιστόλι σκάει πάνω σ’ έναν μπασκίνα ή πηδάς απ΄το κελί στο στο κενό. Που πηδάς απ’ το κελί σου σ’ ένα άλλο κελί. Για να φύγεις ύστερα κι απ’ αυτό. για πού; Έξω. Μια στιγμή που σε κυνηγάει σαν προπατορικό αμάρτημα. Δεν είναι η σωστή η ώρα. Μια στιγμή είναι. Μια ζωή είναι. Μια ζωή έξω.

(…)

Ίκλι Αβρίκ, ζήσε, φύγε.

Χριστίνα Παπαγγελή

[1] https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9B%CE%AF%CE%BB%CE%B9%CE%B8

Η Λίλιθ είναι μυθικός θηλυκός Μεσοποτάμιος νυχτερινός δαίμονας που σχετίζεται με τον άνεμο και πιστεύεται ότι βλάπτει τα παιδιά. Στο Ταλμούδ και το Μιδράς, η Λίλιθ εμφανίζεται σαν νυχτερινός δαίμονας. Σύμφωνα με κάποια απόκρυφα κείμενα της καθολικής εκκλησίας, η Λίλιθ ήταν η πρωτόπλαστη γυναίκα και φτιάχτηκε όπως ο Αδάμ από χώμα, οπότε ήταν ίση του, σε αντίθεση με την Εύα.

Όταν ο Αδάμ προσπάθησε να την καθυποτάξει, η Λίλιθ πρόφερε το ιερότερο από τα ονόματα του Θεού και υψώθηκε στον ουρανό. Ο Αδάμ παραπονέθηκε στον Θεό, ο οποίος της έδωσε την επιλογή ή να υποταχθεί στον Αδάμ είτε να φύγει από τον Κήπο της Εδέμ και πολλά από τα παιδιά που θα κάνει να πεθαίνουν. Η Λίλιθ, για να μπορέσει να έχει ελεύθερη βούληση, διάλεξε να εγκαταλείψει τον Κήπο της Εδέμ. Έπειτα από τη φυγή της, ο Αδάμ νιώθοντας μοναξιά παρακάλεσε το Θεό και του έδωσε μια γυναίκα υποτακτική, την Εύα.