Πέμπτη, Μαΐου 31, 2012

Εις γην Χαναάν, Σεμπάστιαν Μπάρυ

Πάει ο Μπιλ μου.

Είναι η πρώτη, απέριττη και συγκλονιστική πρόταση του κειμένου. Αυτή που διαποτίζει όλη την ύπαρξη, όλες τις αναμνήσεις κι όλες τις αφηγήσεις της ηλικιωμένης Ιρλανδέζας ηρωίδας του μυθιστορήματος. Και τα κεφάλαια τιτλοφορούνται ως εξής: πρώτη μέρα χωρίς τον Μπιλ, δεύτερη μέρα χωρίς τον Μπιλ κ.ο.κ.

Τι ήχο να κάνει μια ογδοντaεννιάχρονη καρδιά που ραγίζει; Μπορεί να μη διαταράσσει καν τη σιωπή, και το δίχως άλλο ως ήχος θα είναι αχνός πολύ.

Κι αυτή είναι η δεύτερη πρόταση.

Έτσι μπαίνουμε κατευθείαν στην καρδιά του εσωτερικού μονόλογου της υπερήλικης γυναίκας, που έχει μείνει μόνη και καταγράφει τη θυελλώδη της ζωή προσπαθώντας να αποδώσει ένα τελικό νόημα. Η εξιστόρηση απλώνεται θαρρείς σε ομόκεντρους κύκλους, κι έχει ως κέντρο/αφετηρία το πιο πρόσφατο σκάνδαλο, το σκάνδαλο του θανάτου του μοναδικού δικού της ανθρώπου, του εγγονού της Μπιλ, που αυτοκτονεί αναπάντεχα μετά τη συμμετοχή του στον πόλεμο του Κόλπου.
Τίποτ’ άλλο στον κόσμο δε θα μ’ έκανε να πιάσω το γράψιμο. Μ’ αρέσουν οι ιστορίες που λέει ο κόσμος, από στόμα σε στόμα- ή από την πάνω τρύπα, όπως το λέγαμε στην Ιρλανδία. Απλές ιστορίες, αυθόρμητες, αστείες. Όχι ψυχοπλανταγμένα παραμύθια της Ιστορίας.

Κι έχω χορτάσει Ιστορία όλη μου τη ζωή από τη ζωή μου την ίδια.

Η ταραγμένη ιστορία της Ιρλανδίας του 20ου αι. αφήνει τα αποτυπώματά της στις ζωές των ηρώων του Σεμπάστιαν Μπάρυ, όπως άλλωστε είδαμε και στα δυο άλλα του βιβλία, τη Μυστική γραφή (κι εδώ ηρωίδα είμαι μια υπερήλικη γυναίκα) αλλά και στο «Μακριά, πολύ μακριά». Η ιδιαιτερότητα της ιστορίας της Ιρλανδίας με την ιδιότυπη συμμετοχή της στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο (βλ. «Πασχαλινή εξέγερση» του 1916, που δίχασε τους Ιρλανδούς σ’ αυτούς που πολεμούσαν το γερμανικό ιμπεριαλισμό ως Βρετανοί στρατιώτες και σ’ αυτούς που πολεμούσαν στο πλευρό της Γερμανίας τον ιμπεριαλισμό των Βρετανών) ενέπνευσε τον συγγραφέα να δώσει οριακές ψυχικές καταστάσεις των πρωταγωνιστών του, που βιώσαν επώδυνα τις αντιφάσεις της ιστορίας. Έτσι, όπως κι ο Γουίλι στο «Μακριά, πολύ μακριά» και η Ροσίν στη «Μυστική γραφή», η ορφανή από μητέρα Λίλι Μπιρ ζει έντονη τη συναισθηματική σύγκρουση λόγω πολιτικών αντιθέσεων, στην τρυφερή -λόγω ορφάνιας- σχέση της με τον πατέρα της. Πρώτη φορά που καταλαβαίνει ότι ο πατέρας της έχει εχθρούς, τη μέρα που ο πατέρας χρίστηκε αστυνομικός διευθυντής της Μητροπολιτικής Αστυνομίας του Λονδίνου.
Τίποτα δεν συγκρίνονταν με το αίσθημα που με πλημμύριζε στο θέαμα του πατέρα μου με την καινούρια του επίσημη στολή μέχρι που ο νους σκοντάφτει στην αλλόκοτη σκηνή που κάνει την ανάμνηση να ξινίζει, κι αναρωτιέμαι μέχρι σήμερα κατά πόσον είδα όντως αυτό που νόμισα πως είδα. Μέλη της νέας πολιτοφυλακής, άνθρωποι του ίδιου του Λάρκιν [1] αμαυρώνουν τον θρίαμβο του πατέρα αμολώντας μέσα στο καινούριο σπίτι του μιαν… αρκούδα. 

… τον ίδιο τον Λάρκιν τον οποίο ο πατέρας μου είχε συλλάβει στην οδό Σάκβιλ πριν από χρόνια, τον καιρό των ταραχών και του σάλου που’ χε ξεσπάσει με τις ανταπεργίες στο Δουβλίνο. Και δε νομίζω, κι ας βρισκόταν πλέον στην κορφή της σταδιοδρομίας του, ότι ξέφυγε ποτέ στ’ αλήθεια από κείνη τη στιγμή, κι ούτε τα μάτια του καθάρισαν ποτέ απ’ την καινούρια σκόνη και τα κυνηγόσκυλα της λύπης.

Η Λίλι Μπιρ βιώνει επώδυνα τις ιδιοτροπίες της ιστορίας, όπως άλλωστε υπαγορεύει η ταραγμένη και ματωμένη πορεία της Ιρλανδίας. Ο πατέρας, υπάλληλος του «Στέμματος» της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, την εποχή που φουντώνει ο ιρλανδικός αγώνας για ανεξαρτησία ("δεν θα απολογηθώ εκ μέρους του, αλλά ούτε θα τον απαρνηθώ, λέει τώρα η ογδονταεννιάχρονη Λίλη, που «στραγγίζει τα κατακάθια του παρελθόντος"). Ο αδερφός Γουίλι που, παιδί ακόμα, πέφτει θύμα του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου στο πλευρό των Βρετανών. Η πρώτη αγάπη της, ο Τατζ Μπιρ, φίλος και συμπολεμιστής του Γουίλι (τον είδε να σκοτώνεται), παρόλο που ο πατέρας του ήταν Εθελοντής, διορίζεται με τη βοήθεια του πατέρα της Λίλι του στην «βοηθητική αστυνομία» στους ονομαζόμενους «Μαύρους».
Ήταν περήφανος που δούλευε, κάνοντας κάτι συγγενικό με τη στρατιωτική του θητεία, κάτι που θα του επέτρεπε να υπηρετήσει την πατρίδα του. Ένιωθε πως έκανε ένα νέο ξεκίνημα. Δεν πίστευε σε καμιά νέα Ιρλανδία, αγαπούσε με κατάνυξη την παλιά. Το νέο σώμα είχε αξιοπρεπείς απολαβές, μα κατά τα’ άλλα είχε ελάχιστους πόρους και είχε οργανωθεί με υπερβολική βιασύνη. Ούτε στολές δεν είχαν καλά καλά, και το πρώτο διάστημα φορούσαν ό, τι περίσσευε από το στρατό και την αστυνομία, μισά- μισά, και τους είχε βγει το παρατσούκλι Μαύροι.
Η απερισκεψία αυτή αποδεικνύεται μοιραία, γιατί ο Τατζ καταδικάζεται σε θάνατο από τον ΙΡΑ, σε αντίποινα για το φόνο τεσσάρων παλληκαριών του ΙΡΑ∙ και η καταδίκη αφορά και τη Λίλι και «δεν έχει σημασία αν είναι αλήθεια ή ψέμα παιδί μου». Το αρραβωνιασμένο ζευγάρι φεύγει κρυφά για Αμερική, ενώ ακόμα καλά καλά δε γνωρίζονται (δε γνωρίζω μετά βεβαιότητος ποια ήταν η γνώμη μου για τον Τατζ ως εκείνο το βράδυ. Και είναι άσκοπο να μιλήσω γι αγάπη, γιατί αυτή δεν υπάρχει άνθρωπος που να την κατέχει απόλυτα. Τα νιάτα λεν τη λέξη σα να μην κρύβει μυστήριο κανένα, σαν κάτι το δεδομένο, όπως η καλόγρια που λέει «Θεός»).
Η ωρίμανση της σχέσης των δυο νέων έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, εφόσον είναι σχεδόν παιδιά όταν φτάνουν στην «Γη Χαναάν», και χωρίς έντονους ψυχικούς δεσμούς μεταξύ τους∙ άλλωστε, υπάρχει σιωπή γύρω από τα επίμαχα θέματα. Η ογδονταεννιάχρονη Λίλι αναπολεί την περίοδο εκείνη κι αποκαλύπτει πλούσια συναισθήματα κι έντονο λυρισμό, παρόλη την αθωότητα και την άγνοια (παραδέρναμε στην Αμερική- κυνηγημένοι ίσως, μολονότι ο Τατζ ισχυριζόταν με κάποια αισιοδοξία ότι είχαμε περάσει απαρατήρητοι, δεν ήμασταν πλέον ενωμένοι όπως πριν, μα παράδοξα χωρισμένοι απ’ την ίδια την απειλή της σαρκικής μας ένωσης).

Και παρακάτω, όταν πια προσαρμόστηκαν:

Ήταν πιο εύκολα τα πράγματα για μας εκεί, το δίχως άλλο, διότι δεν υπήρχε προϊστορία. Συνειδητοποιούσα λίγο λίγο ότι ως κόρη του πατέρα μου, ασυναίσθητα, είχα περάσει ως κοριτσάκι και αργότερα ως νέα κοπέλα μια κάποια τραγική ιστορία, όπου το κάθε τι προσέκρουε πάντα σε κάτι άλλο. όπου ο σεβασμός το πατέρα μου στον Βασιλιά προσέκρουε στο ότι ο πατέρας του Τατζ ήταν μέλος των Ιρλανδών Εθελοντών, όπου το φευγιό του Γουίλι στον πόλεμο προσέκρουε στον θάνατό του, όπου ακόμα και το Γουίκλοου προσέκρουε στη ζωή μας στο Δουβλίνο, και τα ρείκια που μας κουβαλούσαν με το λεωφορείο προσέκρουαν με το αναπόφευκτο μαύρισμά τους, με τα μικρά μαυρισμένα ανθάκια τους να λένε: ο καιρός έρχεται και παρέρχεται. Όπου το ίδιο το γεγονός της ζωής μου προσέκρουε στο γεγονός ότι η μητέρα μου είχε πεθάνει για να με φέρει σ’ αυτή τη ζωή.

Τα γεγονότα ωστόσο εξακολουθούν να πέφτουν σαν καταιγίδα στη ζωή της Λίλι, και οδηγούν σε μια διαρκή ερήμωση: ο Τατζ δολοφονείται μπροστά στα μάτια της από τους πολιτικούς διώκτες που γυρεύουν εκδίκηση, δίνοντας το σήμα κινδύνου και για τη δική της ζωή. Αγωνίζεται μόνη της, σε μια άγνωστη ήπειρο για την αξιοπρέπεια και την επιβίωση. Ο πατέρας του παιδιού της, ο Τζο Κίντερμαν εξαφανίζεται εγκαταλείποντάς την έγκυο. Ο Εντ, ο γιος της, ζωντανός- νεκρός μετά τη συμμετοχή του στον πόλεμο του Βιετνάμ, εξαφανίζεται και αποκαλύπτει, όταν πια η Λίλι είναι σε μεγάλη ηλικία, ότι δε μπορεί να μεγαλώσει το δικό του γιο, τον Μπιλ (το Βιετνάμ, που είχε αφήσει το γιο μου κούφιο απομεινάρι ανθρώπου, ήταν ένας πόλεμος παρατεταμένος και φαινομενικά ατέλειωτος, κι ακόμα κι όταν τέλειωσε, τέλειωσε με αυτό που λέμε ήττα (…) πόσο χειρότερο πρέπει να ήταν για τα παιδιά του Βιετνάμ, που’ χαν περάσει αδιάκοπες σφαγές και συντριβές, μόνο και μόνο για να τους περιφρονούν και να τους παραγκωνίζουν στην ίδια τους την πατρίδα. Αυτό τον έστειλε στα βουνά τον Εντ, εν μέρει τουλάχιστον. Είμαι σίγουρη).

Εγκαταλείψεις και συναντήσεις γεμάτες φόρτιση, αγάπη, ομορφιά και αντιφάσεις. Όταν π.χ. ξανασυναντά μετά από χρόνια τον Τζο, τυχαία στο δρόμο, η ένταση κορυφώνεται. Τα ανάμεικτα συναισθήματα της Λίλι δεν την εμποδίζουν να παρατηρήσουν τα λεπτεπίλεπτα δάχτυλά του, τα εξωφρενικά όμορφα χέρια του. Τέτοιου είδους εντάσεις και απρόοπτα συνεχίζονται μέχρι το σήμερα (που η υπερήλικη γυναίκα γράφει τις αναμνήσεις της), οπότε στο πρόσωπο του έμπιστου γείτονα αποκαλύπτεται ο… δολοφόνος του Τατζ!

Η πλοκή μπορεί να φαίνεται υπερβολική, με πολλές συμπτώσεις και ανατροπές αλλά ο συγγραφέας για άλλη μια φορά χειρίζεται με μεγάλη επιδεξιότητα την ένταση των συγκινήσεων. Άλλωστε, η γραφή (τόσο της Λίλι όσο και του συγγραφέα) επικεντρώνεται στον τρόπο πρόσληψης των γεγονότων κι όχι στα γεγονότα αυτά καθαυτά. Οι άνθρωποι που αγάπησε και μίσησε παίρνουν τη θέση τους σιγά σιγά μέσα στην παραιτημένη ψυχή, ωριμάζουν δίνοντας μια νέα γαλήνη.

Και το σκοτάδι ήταν τόσο σκοτεινό που’ μοιαζε με φως, μολονότι δεν ήταν, ήταν ένα σκότος καθ’ όλα κατανοητό, ήταν το μέσα των πραγμάτων(…)
Χριστίνα Παπαγγελή
[1] Στις 26 Αυγούστου 1913 ξεκίνησε η μεγαλύτερη απεργία στην ιστορία της Ιρλανδίας, που διήρκεσε μαζί με την ανταπεργία των εργοδοτών έως τις 18 Ιανουαρίου 1914. Της απεργιακής κινητοποίησης ηγούνταν οι τραμβαγιέρηδες, με επικεφαλής τον συνδικαλιστικό θρύλο της Ιρλανδίας Τζέιμς Λάρκιν. Την Κυριακή 31 Αυγούστου σε μία από τις διαδηλώσεις τους στην οδό Σάκβιλ του Δουβλίνου (σήμερα οδός Ο' Ντόνελ) χτυπήθηκαν βάναυσα από την αστυνομία, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν δύο απεργοί και να τραυματισθούν εκατοντάδες. Η ανταπεργία (λοκάουτ) των εργοδοτών προκάλεσε δυσεπίλυτα προβλήματα στους εργαζομένους, οι οποίοι αναγκάστηκαν να λύσουν την απεργία και να επιστρέψουν στις δουλειές τους στις 18 Ιανουαρίου 1914

Σάββατο, Μαΐου 12, 2012

Το κορίτσι με το τατουάζ, Στιγκ Λάρσον (« Οι άντρες που μισούσαν τις γυναίκες»)

Όπως και το μεσογειακό αστυνομικό του Μονταλμπάν, του Ιζζό, του Καμιλέρι ή του Μάρκαρη, ψάχνει κι εκείνος, πιο πολύ από τη λύση ενός αινίγματος – που έχει όμως κι αυτή τη θέση της, δημιουργώντας το ανάλογο σασπένς- τους κοινωνικούς, πολιτικούς, οικονομικούς μηχανισμούς που παράγουν το σύγχρονο έγκλημα. Μόνο ου το έγκλημα στις βόρειες χώρες έχει μια ψυχοπαθολογία της οποίας το ανάλογο μπορεί να αναζητήσει κανείς μόνο στις ΗΠΑ. Ο φονιάς που σκοτώνει από ευχαρίστηση δεν είναι αντικείμενο του μεσογειακού συγγραφέα, γιατί τέτοιο έγκλημα στον κόσμο της μεσογειακής εξωστρέφειας απαντάται πολύ σπανιότερα. Αντίθετα εκεί, η επιφανειακή ηρεμία κρύβει –τουλάχιστον αυτό μας λένε οι βόρειοι συγγραφείς- αβυσσαλέα σκοτάδια ψυχής. Εξ ού και το βόρειο αστυνομικό- με την εξαίρεση ίσως του Κόναν Ντόιλ και λίγων κεντροευρωπαίων- είναι το μόνο ευρωπαϊκό που συστηματικά ενσωματώνει το φαινόμενο των σίριαλ κίλερ. Στοιχείο που ευφυώς εδώ συνδέεται με το φαινόμενο της ένταξης ομάδων του σουηδικού πληθυσμού σε ναζιστικές οργανώσεις ήδη από τη δεκαετία του ’20.
Μανώλης Πιμπλής, από τον πρόλογο του βιβλίου
Ιστορία μυστηρίου [1] γύρω από την εξαφάνιση μιας δεκαεξάχρονης κοπέλας στο καλοκαιρινό φεστιβάλ  της σουηδικής πόλης Χέντεμπι. Η υπόθεση ξεχνιέται γρήγορα λόγω έλλειψης στοιχείων, εφόσον δεν υπάρχει καμία ένδειξη αν το κορίτσι ζει ή αν πέθανε, αν το έσκασε ή την απήγαγαν. Η ιστορία ανακινείται όμως ύστερα από τριάντα έξι χρόνια, όταν ο παππούς της, Χένρι Βάνιερ, (μεγαλοβιομήχανος, πρόεδρος του «Ομίλου Βάνιερ»), βάζει ως σκοπό της ζωής του να λύσει το μυστήριο προτού φύγει από τη ζωή. Γι αυτό το σκοπό προσλαμβάνει έναν μεγαλοδημοσιογράφο, συνεκδότη του περιοδικού millennium, τον  Μίκαελ Μπλόμκβιστ, που βρίσκεται άνεργος και κατασυκοφαντημένος ύστερα από μια αποτυχημένη επίθεση σε μεγαλοκαρχαρία της εποχής. Ο Βάνιερ πείθει τον απρόθυμο Μίκαελ όχι μόνο με τη χρηματική αμοιβή που του εγγυάται, αλλά και με την υπόσχεση ότι, σε αντάλλαγμα των υπηρεσιών του, θα τον βοηθήσει να αποκαταστήσει τη φήμη του δίνοντάς του στοιχεία που θα χαντακώσουν τον μεγαλοκαρχαρία. Τέλος, για να μην κινήσει τις υποψίες και να μπορέσει να κινηθεί ελεύθερα,  ο ήρωάς μας αναλαμβάνει να καταγράψει το ιστορικό της οικογένειας Βάνιερ.
Πρωταγωνιστής λοιπόν της ιστορίας ο Μίκαελ, και συμπρωταγωνίστρια η εκκεντρική Λίσμπετ Σαλάντερ (το κορίτσι με το τατουάζ). Οι δρόμοι τους για μεγάλο μέρος του βιβλίου δεν συμπίπτουν. Είναι σα να παρακολουθούμε δυο διαφορετικές ιστορίες. Το τέχνασμα αυτό δημιουργεί σασπένς στον αναγνώστη, που αναρωτιέται πώς θα σμίξουν οι δρόμοι αυτών των ανόμοιων ηρώων, δεδομένου ότι η Λίσμπετ[1] είναι τρομερά ιδιόρρυθμη (πολύ ευφυής, πανκ, ντυμένη πάντα στα μαύρα, με τατουάζ, με αμφισεξουαλικές προτιμήσεις, πανέξυπνη χάκερ). Με πολύ βεβαρημένο παρελθόν (βρίσκεται από δεκατριών χρονών υπό ιατρική παρακολούθηση- αντικείμενο ψυχοκοινωνικής φροντίδας, αποφεύγει τον περαιτέρω μόνιμο εγκλεισμό της σε ίδρυμα χάρη στην παρέμβαση του διαχειριστή της υπόθεσής της και δικηγόρου Πάλμγκρεν, ο οποίος αναλαμβάνει και πρόθυμα το ρόλο του επιτηρητή της). Η Λίσμπετ καταφέρνει να πιάσει δουλειά αναλαμβάνοντας έρευνες ως εξωτερική συνεργάτις  του Ομίλου «Μίλτον Σεκιούριτι» όπου της ανατίθεται να βρει στοιχεία για τον έκπτωτο μεγαλοδημοσιογράφο, τον Μίκαελ. Η εξυπνάδα της, η επιμονή της και η περιέργειά της  την οδηγούν γρήγορα σε σημαντικές και ελκυστικές αποκαλύψεις για τον οίκο Βάνιερ, τη σχέση του Βάνιερ με τον μεγαλοκαρχαρία που κατέστρεψε τον Μίκαελ, και τον ίδιο τον Μίκαελ. Η Λίσμπετ ήταν μανιώδης κυνηγός της πληροφορίας, με μια εξαιρετικά ελευθεριακή αντίληψη των ηθικών αξιών. Το πορτρέτο της ολοκληρώνεται σε μια πολύ σκληρή σκηνή, όπου εκδικείται βάναυσα τον νέο της επίτροπο, που την εκβιάζει απανωτά βιάζοντάς την.
Δεν έχει φυσικά νόημα να αναφερθεί κανείς στη λύση του μυστηρίου, που άλλωστε είναι αρκετά περίπλοκη. Η υπόθεση είναι συναρπαστική και οι χαρακτήρες ενδιαφέροντες, και ισχύει σε μεγάλο βαθμό αυτό που γράφει ο μεταφραστής Μανώλης Πιμπλής στον πρόλογό του, ότι διαγράφονται ξεκάθαρα οι κοινωνικές συνιστώσες που ευνοούν στις βόρειες χώρες την εμφάνιση των «σίριαλ κίλερ». Βλέπουμε επίσης και τις δικτυώσεις του άγριου καπιταλισμού, πώς διαπλέκονται οι επιχειρηματίες με τα media κλπ. κλπ. Άλλωστε, ο ίδιος ο Στιγκ Λάρσον, «υπήρξε οικονομικός αναλυτής, δημοσιογράφος και αρχισυντάκτης του σουηδικού πολιτικού περιοδικού Expo» και είχε μέχρι το θάνατό του έντονη πολιτική και ακτιβιστική δράση. Όπως γράφει και ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος, ο Μίκαελ είναι το alter ego του συγγραφέα. Μέσα από την προσωπικότητα του Μίκαελ παρουσιάζεται αρκετά ξεκάθαρη πολιτική θέση, π.χ. ότι «η σουηδική οικονομία είναι το σύνολο των προϊόντων που παράγονται και των υπηρεσιών που προσφέρονται καθημερινά σε τούτη τη χώρα. Το χρηματιστήριο είναι κάτι τελείως διαφορετικό. Εκεί δεν υπάρχει οικονομία, παραγωγή προϊόντων και παροχή υπηρεσιών. Υπάρχουν μόνο φαντασιώσεις, όπου κάποιοι, από τη μια ώρα στην άλλη,  αποφασίζουν πως η τάδε εταιρεία αξίζει τόσα δισεκατομμύρια περισσότερο ή λιγότερο. Όλα αυτά δεν έχουν καμιά σχέση με την πραγματικότητα, καμιά σχέση με την πραγματική οικονομία.
Πέρα από την παρουσίαση και τις απόψεις σχετικά με την παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία, διαγράφονται ανάγλυφα κι άλλα κοινωνικά ζητήματα όπως η θέση της γυναίκας, της εργασίας, των μίντια κλπ. Παρόλ’ αυτά, το δημοσιογραφικό ύφος είναι κατά τη γνώμη μου εμφανές, κι ίσως γι αυτό το λόγο  η κινηματογραφική μεταφορά ήταν τόσο πετυχημένη: η δύναμη του λόγου δεν ήταν τέτοια ώστε να προδίδεται από τη μαγεία της εικόνας.
 Χριστίνα Παπαγγελή


[1] Όπως επισημαίνει και η αναγνώστρια, ο μεταφρασμένος ελληνικός τίτλος είναι πολύ διαφορετικός από τον πρωτότυπο, αλλά κυρίως συμπίπτει με το πού γνωστό βιβλίο της Κάρολ Όουτς, πράγμα σαφώς αθέμιτο.  
[2] Λέγεται ότι ο Λάρσον είχε κατά νου την… Πίπη τη Φακιδομύτη όταν σχεδίαζε το χαρακτήρα της Λίσμπετ (σ. 67: αρκετές φορές του είχε περάσει από το μυαλό ότι η Λ. ήταν σαν την Πίπη τη Φακιδομύτη, κι ευτυχώς, χάρη στη σωστή του κρίση, δεν είχε αστειευτεί ποτέ μαζί της). 

Τρίτη, Μαΐου 01, 2012

Το όνειρο του Κέλτη, Μάριο Βάργκας Λιόσα

Οι απίστευτες περιπέτειες και η τραγική προσωπικότητα  του Ρότζερ Κέισμεντ, υπαρκτού προσώπου, είναι το βασικό θέμα του πρόσφατου μυθιστορήματος του Μάριο Βάργκας Λιόσα, κι επομένως διαβάζοντάς το μπαίνουμε στην καρδιά της αποικιοκρατίας στις αρχές του 20ου αιώνα.

Ο Ρότζερ Κέισμεντ, Ιρλανδός στην καταγωγή, ήταν ένας από τους πρώτους Ευρωπαίους που ερεύνησαν και αποκάλυψαν τις φρικαλεότητες των αποικιοκρατών στο Βελγικό Κονγκό και στις χώρες του Περουβιανού Αμαζονίου.  Πέρα απ’ αυτό, προς το τέλος της σύντομης ζωής του αναμείχτηκε ενεργά στον ιρλανδικό αγώνα εναντίον των Βρετανών, κάνοντας το μοιραίο λάθος όμως να πολεμήσει τον βρετανικό ιμπεριαλισμό στο πλευρό των Γερμανών κατά τη λεγόμενη «Πασχαλινή εξέγερση» του 1916, επιδιώκοντας την ίδρυση ανεξάρτητου ιρλανδικού κράτους. Αυτό το γεγονός ήταν και η υπογραφή της καταδίκης του. Παράλληλα, το ίδιο αυτό στοιχείο ίσως προκαλεί και το ξεχωριστό ενδιαφέρον στο βιβλίο αυτό, που λόγω της πρωτότυπης δομής του (κεφάλαιο παρά κεφάλαιο η εναλλαγή δύο διαφορετικών αφηγήσεων σε άλλο χρονικό επίπεδο), δείχνει εξαρχής ότι η εξιστόρηση δεν είναι μια ακόμα ιστορία καταγραφής των θηριωδιών σε βάρος των ιθαγενών της Αφρικής και της Αμερικής, αλλά πρόκειται για ένα πολιτικό βιβλίο με την ευρεία σημασία της λέξης, όπου τίθενται διαχρονικά οι έννοιες της εκμετάλλευσης, του ανθρωπισμού, της πατρίδας, του ανθρώπου ως πολιτικού όντος κ.α.
Παρότι πρόξενος των βρετανών, ο Κέισμεντ είχε επαφή και με την ιρλανδική παράδοση και ιστορία, κυρίως μέσω της ιστορικού Άλις Στόπφορντ Γκρην που του συμπαραστάθηκε μέχρι τις τελευταίες του στιγμές στη φυλακή και του εμφύσησε την αγάπη στις παραδόσεις και τους θρύλους της Ιρλανδίας, την «κελτική περηφάνεια». Ως μέντορας και πνευματική οδηγός του, τον μύησε στον αγώνα για αυτοδιάθεση της Ιρλανδίας αρχικά (“Home rule movement”/ κίνημα για καθεστώς αυτονομίας) και στη συνέχεια στις πιο ριζοσπαστικές θέσεις των εθνικιστών που ζητούσαν πλήρη ανεξαρτησία. Έτσι ο Κέισμεντ συνδέεται με την ιρλανδική Λίγκα, που προωθεί την ιρλανδική γλώσσα και κουλτούρα (αγώνας με νόημα, δεδομένου ότι μέχρι τότε μόνο έξι βιβλία είχαν εκδοθεί στα ιρλανδικά!!!), κι έχει σύνθημα «Σιν Φέιν» (= εμείς μόνοι).

Το έργο είναι δομημένο σε δυο χρονικά επίπεδα. Το «σήμερα» είναι τοποθετημένο στο 1916, και βρίσκουμε τον Ρότζερ πεταμένο σ’ ένα κελί των φυλακών Πέντονβιλ στο Λονδίνο, καταδικασμένο σε θανατική ποινή, να προσδοκά αίτηση χάριτος. Μαθαίνουμε ότι οι κατηγορίες δεν αφορούν μόνο εσχάτη προδοσία προς τη Βρετανική αυτοκρατορία (συμμετοχή στον απελευθερωτικό αγώνα των Ιρλανδών), αλλά και «αίσχη» στην ιδιωτική του ζωή, που αποκαλύφθηκαν μέσα από προσωπικά του ημερολόγια (τα «μαύρα ημερολόγια», των οποίων η αυθεντικότητα αμφισβητείται μέχρι σήμερα).
Το δεύτερο επίπεδο είναι τοποθετημένο λίγα χρόνια πίσω, το 1903, όταν ο Ρότζερ αποφασίζει να μπαρκάρει για την Αφρική ως Βρετανός πρόξενος. Ήδη από είκοσι χρονών και ορφανός από μητέρα, είχε εγκαταλείψει τη δουλειά που του είχαν βρει οι θειοι του και είχε αρχίσει, με τον ενθουσιασμό και το πάθος του εξερευνητή, τα ταξίδια στην Αφρική. Αποστολή του τώρα είναι να συντάξει μια έκθεση σχετικά με την κατάσταση των ιθαγενών στο Ελεύθερο Κράτος του (Βελγικού) Κονγκό στις ζούγκλες και τις φυλές του Μέσου και Άνω Κονγκό. Στις περιοχές αυτές η  εκμετάλλευση αφορούσε το καουτσούκ, το «μαύρο χρυσό», και υπήρχαν ήδη καταγγελίες για αίσχη που διαπράττονταν κατά των ιθαγενών από τους Βέλγους[1], που ήταν οι «νόμιμοι» κάτοχοι μιας μεγάλης περιοχής της γης αυτής ήδη από το 1896[2] και σύμμαχοι των Βρετανών (οι οποίοι με τη σειρά τους ανταγωνίζονταν τους Γερμανούς).

Παρακολουθούμε με ενδιαφέρον εξερευνητή το οδοιπορικό του Κέισμεντ πρώτα στο Βελγικό Κονγκό (σύντομη σύγκριση της Λεοποντβίλ με τη λιγότερο ασφυκτική Μπραζαβίλ, πρωτεύουσα του γαλλικού Κονγκό), την προετοιμασία του ποταμόπλοιουHenry Reed και το ταξίδι προς το εσωτερικό της χώρας. Πέρα όμως από το ταξιδιωτικό ενδιαφέρον, τα ιστορικά στοιχεία και οι λεπτομέρειες γεγονότων που λίγο ως πολύ βέβαια είναι γνωστά σήμερα, συναρπάζουν, συγκινούν και ευαισθητοποιούν. Από τις πρώτες κιόλας μέρες του ταξιδιού, όσο απομακρυνόμαστε από την πρωτεύουσα, είναι όλο και περισσότερο εμφανή τα σημάδια βασανισμού των ιθαγενών από τους Ευρωπαίους  εκμεταλλευτές (μαστίγιο, ακρωτηριασμοί, χεριών και γεννητικών οργάνων, εκβιασμοί παντός είδους, φόρτος εργασίας πέρα από την ανθρώπινη αντοχή, παιδική κακοποίηση, βασανισμός γυναικών, διεστραμμένα βασανιστήρια κλπ).  Κάθε χωριό ήταν επιφορτισμένο να παραδώσει ορισμένη ποσότητα τροφίμων ή πρώτων υλών ή καουτσούκ, κι αν οι κάτοικοί του δεν κατάφερναν να ανταποκριθούν στην καθορισμένη ποσόστωση, βασανίζονταν. Στο κέντρο κάθε χωριού υπήρχε ένας ειδικός χώρος βασανισμού, το maison dotages, όπου η κατάσταση είναι απαράδεκτη. Ο Ρότζερ επιδιώκει την επαφή με όλο και περισσότερους ανθρώπους (κρατικούς υπαλλήλους, αποίκους, επιστάτες, ιθαγενείς κλπ.) και ενημερώνεται για τις αδικίες και τα εγκλήματα, νιώθοντας βέβαια ανήμπορος να βοηθήσει, πέρα από το να ενημερώσει τις βρετανικές αρχές. Κρατά σημειώσεις σε άπειρες καρτέλες και σημειωματάρια, με το φόβο μήπως χάσει όλα αυτά τα χαρτιά. Χάνει όμως τον ύπνο του, την όρεξη για φαγητό, την σωματική και ψυχική του υγεία.
Αργότερα, όταν εκείνο το ταξίδι είχε τελειώσει, κι αυτός έγραψε την έκθεσή του κι έφυγε από το Κονγκό, και τα είκοσι χρόνια στην Αφρική έγιναν μόνο μια ανάμνηση, ο Ρ. είπε μέσα του πολλές φορές ότι αν υπήρχε μία και μόνη λέξη που να ήταν η ρίζα όλων των φρικτών πραγμάτων που συνέβαιναν εδώ, η λέξη αυτή ήταν απληστία.
(…)
Έκλεινε τα μάτια του και σ’ έναν ιλιγγιώδη ανεμοστρόβιλο εμφανίζονταν ξανά και ξανά εκείνα τα εβένινα κορμιά με τις κοκκινωπές ουλές σαν φιδάκια  που έσκιζαν τις πλάτες, τους γλουτούς και τα πόδια τους, τα κολοβωμένα χέρια των παιδιών και των γέρων, τα κάτισχνα πρόσωπά τους σκελετωμένα, από τα οποία έμοιαζε να είχε χαθεί η ζωή, το λίπος, οι μύες, αφήνοντάς τους μόνο το δέρμα, το κρανίο κι εκείνη τη μόνιμη έκφραση ή γκριμάτσα που έδειχνε μάλλον απέραντη έκπληξη για όσα είχαν υποστεί παρά πόνο. Και ήταν πάντα τα ίδια, γεγονότα που επαναλαμβάνονταν ξανά και ξανά σε όλα τα χωριά και τους οικισμούς όπου πήγε ο Ρ. με τα σημειωματάρια, τα μολύβια και τη φωτογραφική του μηχανή.
Το χειρότερο όμως είναι ότι ο Ρότζερ συνειδητοποιεί ότι την οργή διαδεχόταν η απαισιοδοξία, τη θέληση να ολοκληρώσει τη δουλειά του το προαίσθημα ότι η έκθεσή του δε θα έχει κανένα αποτέλεσμα, γιατί, στο Λονδίνο, οι γραφειοκράτες του Υπουργείου Εξωτερικών και οι πολιτικοί της Υπηρεσίας της Αυτού Μεγαλειότητας θα αποφάσιζαν ότι δεν ήταν φρόνιμο να αποξενώσουν έναν σύμμαχο, όπως ο Λεοπόλδος Β΄, ότι η δημοσίευση μιας έκθεσης με τέτοιες σοβαρές κατηγορίες θα είχε αρνητικές συνέπειες για τη Βρετανία, καθώς θα ισοδυναμούσε με ενθάρρυνση του Βελγίου να πέσει στην αγκαλιά της Γερμανίας. Μήπως δεν ήταν τα συμφέροντα της αυτοκρατορίας πιο σημαντικά από τις θρηνητικές καταγγελίες μερικών ημίγυμνων αγρών και ανθρωποφάγων που λάτρευαν τα αιλουροειδή και τα φίδια;
Μια αστραπή ελπίδας ήταν η πληροφορία ότι ο δημοσιογράφος Έντμουντ Μορέλ, (ο μοναδικός Ευρωπαίος που έχει πλήρη επίγνωση της ευθύνης της Γηραιάς ηπείρου για τη μετατροπή του Κονγκό σε κόλαση) έχει ήδη κάνει σοβαρές καταγγελίες και πολύ αυστηρή κριτική στο Ελεύθερο Κράτος του Κονγκό. Ο Λιόσα αναφέρεται αρκετά εκτεταμένα στη σχέση του Κέισμεντ  με τον Μορέλ, εφόσον μαζί υλοποίησαν  την ιδέα της δημιουργίας του Ιδρύματος Ένωση για τη Μεταρρύθμιση του Κονγκό. Η ανταπόκριση ήταν μεγάλη. Ακόμα, είχε επαφή και με  τον Μπέρναρντ Σω αλλά και τον γνωστό συγγραφέα Τζόζεφ Κόνραντ, ο οποίος όμως, ενώ ανταποκρίθηκε στη μεταρρυθμιστική προσπάθεια του Κονγκό, δε φαίνεται να υποστήριξε τον ήρωά μας στη δίκη που τον οδήγησε στην καταδίκη.

Αντίστοιχη είναι και η κατάσταση στην Αμαζονία της Λατινικής Αμερικής όπου αποστέλλεται ο Κέισμεντ τον Αύγουστο του 1910, για να δώσει πάλι αναφορά σχετικά με την εκμετάλλευση των ιθαγενών που συλλέγαν καουτσούκ. Κι εδώ γίνεται παραστατικότατη περιγραφή, σχεδόν σαν να παρακολουθούμε στενά τις σημειώσεις του Ρότζερ. Ικίτος, Πουτουμάγιο, Μπαρμπάντος. Οι καταθέσεις των Μπαρμπαντίνων (όσων τολμούν να είναι ειλικρινείς) είναι κι εδώ συγκλονιστικές. Στα γνωστά μαρτύρια προστίθεται το μαρτύριο του κύφωνα (μεγάλο όργανο βασανισμού, pillory).
Οι υπεύθυνοι των Εταιρειών ασφαλώς νίπτουν τας χείρας τους, ενώ οι προσπάθειες εξέγερσης καταστέλλονται με διεστραμμένες μεθόδους. Οι τοπικές αρρώστιες διαδέχονται τις κρίσεις κατάθλιψης κι ο Ρ. νιώθει ότι το μυαλό του δεν είναι καθαρό.
Αργότερα, ο Ρ. θα θυμόταν αυτές τις οκτώ βδομάδες που πέρασε στο Ικίτος σαν ένα αργό ναυάγιο, σα μια διαδικασία βύθισης, χωρίς να έχει τις αισθήσεις του, σε ια θάλασσα από ίντριγκες, κραυγαλέα ψέματα ή ανατροπές, αντιφάσεις, έναν κόσμο όπου κανείς δεν έλεγε την αλήθεια, γιτί θα του δημιουργούσε έχθρες και προβλήματα ή, και πιο συχνά, επειδή οι άνθρωποι ζούσαν μέσα σ’ ένα σύστημα στο οποίο ήταν σχεδόν αδύνατο να διακρίνεις το ψέμα απ’ την αλήθεια, την πραγματικότητα από την απάτη. Έξερε από τα χρόνια του στο Κονγκό αυτό το αίσθημα απελπισίας σαν να είχε πέσει σε κινούμενη άμμο, σε λάσπη που τον κατάπινε και που οι προσπάθειές του τον μόνο ου έκανα ήταν να τον βουλιάζουν  ακόμα περισσότερο σ’ αυτήν την πηχτή ύλη που τελικά θα τον κατάπινε ολόκληρο. Έπρεπε να φύγει μια ώρα αρχύτερα από δω!
Η αφορμή δίνεται σύντομα εφόσον απ’ ό, τι φαίνεται κινδυνεύει πια η ζωή του: δεν θα κατάφερνε τίποτα, εκτός από το να τον σκοτώσουν και, ίσως, με σαδιστική απόλαυση, να χρησιμοποιούσαν ιδιαίτερα σκληρό τρόπο, όπως είχαν δει κατά την περιοδεία τους στις φυτείες του καουτσούκ. Ο Ρότζερ, όταν επιστρέφει πια στις ΗΠΑ, βιώνει τον ακόλουθο διχασμό: από τη μια δέχεται τιμές σαν επίσημος απεσταλμένος του βρετανικού στέμματος, που θα έπειθε την αυτοκρατορία να απαιτήσει από την περουβιανή κυβέρνηση τον τερματισμό του αίσχους του Αμαζονίου. Από την άλλη, ήταν ένας Ιρλανδός που ονειρευόταν την ανεξαρτησία της Ιρλανδίας. Θα μπορούσε να παρουσιαστεί στο Λευκό Οίκο (όπου έγινε δεκτός από τον πρόεδρο Ταφτ) ως ειδικός απεσταλμένος της νεοσύστατης δημοκρατίας της Ιρλανδίας.  
Στο διάστημα αυτό συντάσσει την έκθεσή του προς το Φορέιν Όφις. Σε μια κρίση εξάντλησης τελείωσε τη Γαλάζια Βίβλο  (Blue book) σχετικά με το Πουτουμάγιο, που δημοσιεύτηκε το 1912, προκαλώντας μεγάλο σάλο στην Ευρώπη, την Αμερική και κυρίως στη Βραζιλία, το Περού, την Κολομβία. Ακολουθεί η δημιουργία μιας ειδικής επιτροπής στη Βουλή των Κοινοτήτων, για τη διερεύνηση των ευθυνών της Εταιρείας Περουβιανού Αμαζονίου για τις ωμότητες στο Πουτουμάγιο. Κράτησε 15 μήνες και κλήθηκαν 27 μάρτυρες. Η «παράσταση» που έδωσε ο Ρότζερ μπροστά στα έκπληκτα μάτια των βουλευτών ήταν πολύ αποκαλυπτική: αναλυτικές περιγραφές των βασανιστηρίων, μαρτυρίες, φωτογραφίες, ντοκουμέντα εκατοντάδων σελίδων. Έδειξε πώς ξεζούμιζαν τους Ινδιάνους εργάτες, στους οποίους, για να τους έχει πάντα οφειλέτες, η εταιρεία πουλούσε επί πιστώσει , σε τιμές πολύ ψηλότερες απ’ ό, τι στο Λονδίνο, εργαλεία, σκεύη και μπιχλιμπίδια. Όλα αυτά αποτέλεσαν ένα σθεναρό κατηγορητήριο απέναντι στη βασική εταιρεία εκμετάλλευσης του καουτσούκ της περιοχής, του Χούλιο Αράνα. Οι καταθέσεις των μαρτύρων, με κορυφαία την κατάθεση του Ρότζερ, ήταν  μοιραίες για τις εταρείες αυτές που κατέρρευσαν εν μια νυκτί.

Τελικό στάδιο της πορείας του Κέισμεντ, η Ιρλανδία. Ο Λιόσα μας δίνει την ευκαιρία να δούμε "εκ των έσω" τις ιδιαιτερότητες και τις αντιφάσεις που βίωσαν οι Ιρλανδοί σ’ αυτή τη δύσκολη φάση της ιστορίας τους: τη λεπτή γραμμή που χώριζε τους μετριοπαθείς αυτονομιστές από τους εθνικιστές (ο Χέρμπερτ Ουόρντ ποτέ δεν πήρε σοβαρά τη σταδιακή στροφή του Ρότζερ προς τον εθνικισμό. Συνήθιζε να τον κοροϊδεύει, με τον τρυφερό του τρόπο, προειδοποιώντας τον κατά του σατέν πατριωτισμού –σημαίες, ύμνοι, στολές- ο οποίος, όπως του έλεγε, εκπροσωπούσε πάντα μια κάποια οπισθοδρόμηση προς τον επαρχιωτισμό, τη στενομυαλιά και τη διαστρέβλωση των οικουμενικών αξιών). Ο ρομαντισμός της Πασχαλινής εξέγερσης, που πέτυχε την ανεξαρτησία της Ιρλανδίας για μια βδομάδα αλλά πνίγηκε στο αίμα κι έστειλε στο βρετανικό ικρίωμα τους πρωταγωνιστές της -όπως ήταν ο Πιρς, ο Κόνολι,  ο Κλαρκ, ο Πλάνκετ (αναδεικνύοντάς τους βέβαια σε σύμβολα ηρωισμού), δίχασε τους Ιρλανδούς αλλά κι ενδυνάμωσε το πνεύμα της αντίστασης. Η πιστή σύντροφος του Ρότζερ, η Άλις, του περιγράφει πολύ παραστατικά αυτές τις στιγμές ελευθερίας μέσα στο κελί του.
Όμως εκείνος είναι καταδικασμένος από τις δυνάμεις της αντίφασης της ιστορίας. Δυνάμεις που τις αναστοχάζεται τις άπειρες ώρες του εγκλεισμού του, δίνοντας ένα υπαρξιακό περιεχόμενο  καθώς βρίσκεται υπό τη σκια του θανάτου. Το «κέλτικο όνειρό του», το όραμα μιας ελέυθερης Ιρλανδίας  δε θα ζήσει για να το δει να πραγματοποιείται.  

Ο Ρ.Κ. αφαιρέθηκε. Κοίταζε το μικρό παράθυρο με τα κάγκελα στον τοίχο. Έβλεπε μόνο ένα μικροσκοπικό τετράγωνο γκρίζου ουρανού και σκεφτόταν το μεγάλο παράδοξο: δικάστηκε και καταδικάστηκε επειδή μετέφερε όπλα για μια απόπειρα βίαιης απόσχισης της Ιρλανδίας, και, στην πραγματικότητα, είχε κάνει εκείνο το τόσο επικίνδυνο και ίσως παράλογο ταξίδι από τη Γερμανία ως τις ακτές του Τραλί, προσπαθώντας να αποφύγει αυτήν την εξέγερση, για την οποία, από τότε που έμαθε ότι είναι στα σκαριά, ήταν σίγουρος ότι θα αποτύγχανε. Να ήταν έτσι όλη η ιστορία; Αυτή που μάθαιναν στο σχολείο; Αυτή που γράφεται από τους ιστορικούς; Ένα λίγο πολύ ειδυλλιακό κατασκεύασμα, ορθολογικό και συνεκτικό, για κάτι που στη σκληρή και ωμή πραγματικότητα ήταν ένα χαώδες μίγμα από σχέδια, πιθανότητες, ίντριγκες, ατυχήματα, συμπτώσεις, πολλαπλά συμφέροντα, τα οποία είχαν προκαλέσει αλλαγές, ανακατατάξεις, πρόοδο και οπισθοδρόμηση, πάντα απρόσμενες και εκπληκτικές σε σχέση με όσα περίμεναν και βίωναν οι πρωταγωνιστές τους.

Χριστίνα Παπαγγελή



[1] Βασιλιάς ο Λεοπόλδος Β΄ και το Ελεύθερο Κράτος του Κονγκό το «μακιαβελλικό δημιούργημά του». Ο Ανταμ Χότσιλντ, συνιδρυτής του περιοδικού Mother Jones και καθηγητής της Δημοσιογραφίας στο Berkeley, χρησιμοποιεί ένα πλήθος πηγών για να περιγράψει τις απίστευτες βιαιότητες που διαπράχθηκαν στο έδαφος της χώρας που αποτελεί σήμερα τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό: μεταξύ 1885 και 1908 πέντε ως οκτώ εκατομμύρια Αφρικανοί που ήταν υποχρεωμένοι να συλλέγουν καουτσούκ για λογαριασμό του βέλγου βασιλιά Λεοπόλδου Β' πέθαναν από τις επιδημίες, την πείνα και την αποικιακή βία. Το Ελεύθερο Κράτος του Κονγκό, με έκταση 76 φορές μεγαλύτερη από αυτήν του Βελγίου, αποτελούσε προσωπικό φέουδο (ή μάλλον προσωπική εταιρεία) του Λεοπόλδου. Τα εγκλήματα του ιδιωτικού στρατού του βέλγου μονάρχη στην περιοχή, τονίζει ο συγγραφέας, είναι «διαστάσεων Ολοκαυτώματος»· ενός ολοκαυτώματος όμως που αγνοήθηκε από μελετητές, περιθωριοποιήθηκε στα ιστορικά βιβλία και τελικά λησμονήθηκε. Ο Χότσιλντ πιστεύει ότι τα όσα υπέφερε το ίδιο το Βέλγιο από τους ναζιστές συνέβαλαν αποφασιστικά σε αυτή τη συλλογική αμνησία.
[2] 250.000 χιλιόμετρα γης πλούσιας σε καουτσουκόδενδρα παραχωρήθηκαν στις ιδιωτικές εταιρείες με σκοπό να τις εκμεταλλευτεί ο ίδιος ο μονάρχης, ο Λεοπόλδος Β΄, Η προσωπική αποικία του Λεοπόλδου είχε έκταση 2,5 εκατ. τετραγωνικών χιλιομέτρων, διασχιζόταν από 2.700 χιλιόμετρα πλωτών ποταμών και διέθετε εκπληκτικούς φυσικούς πόρους: ελεφαντόδοντο, φοινικέλαιο, ξυλεία και χαλκό. Και πάνω από όλα στο Κονγκό κατοικούσαν 10.000.000 άνθρωποι που επρόκειτο να κληθούν να συμβάλουν στην «οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη» της περιοχής.
[3] Τα εγκλήματα των ανθρώπων του Λεοπόλδου έγιναν γνωστά στη Δύση χάρη στη δράση τριών Ευρωπαίων: του ιρλανδού διπλωμάτη Ρότζερ Κέισμεντ, του πολωνού συγγραφέα Γιόσεφ Κόνραντ και του γάλλου επιθεωρητή φορτίων πλοίων Εντμουντ Μορέλ. Οι τρεις, με τη βοήθεια βρετανών ιεραποστόλων, αποτέλεσαν την αιχμή του δόρατος μιας διεθνούς εκστρατείας εναντίον του Λεοπόλδου, την πρώτη εκστρατεία υπεράσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην ιστορία του 20ού αιώνα. Οι μεταρρυθμιστές αυτοί συγκέντρωσαν μαρτυρίες και δημοσιοποίησαν τις σφαγές και τους ακρωτηριασμούς που διαπράττονταν από τους υπαλλήλους του Λεοπόλδου. Ο Χότσιλντ υπογραμμίζει τη μεγάλη σημασία της τεχνολογίας αναφερόμενος στις σύγχρονες επικοινωνίες που οι ακτιβιστές χρησιμοποίησαν για να μεταβιβάσουν το μήνυμά τους στην Ευρώπη: ο τηλέγραφος και οι φωτογραφίες ακρωτηριασμένων Αφρικανών έπαιξαν ουσιαστικό ρόλο στην κινητοποίηση της δυτικής κοινής γνώμης. Χάρη στις πιέσεις της τελευταίας, συμπεραίνει ο συγγραφέας, ο βασιλιάς Λεοπόλδος υποχρεώθηκε να παραδώσει το 1908 τον έλεγχο του Ελεύθερου Κράτους του Κονγκό στη βελγική κυβέρνηση.