Δευτέρα, Απριλίου 17, 2023

Μας καταβροχθίζει η φωτιά, Ζάουμε Καμπρέ

In girum imus nocte et consimimur igni (καρκινική φράση)
Στριφογυρίζουμε μέσα στη νύχτα και μας καταβροχθίζει η φωτιά
     Όπως τα ψυχάρια -οι νυχτοπεταλούδες- στριφογυρίζουν γύρω από το φως και μετά από μια «κρίση φρενίτιδας» καταβροχθίζονται από την φλόγα, έτσι κι ο μοναχικός μας ήρωας ο Ισμαήλ παγιδεύεται μέσα σε μια δίνη γεγονότων όπου χάνει τον έλεγχο, και πνίγεται μέσα σ’ έναν ακατανόητο εφιάλτη. Δεν είναι λοιπόν τυχαία η τακτική αναφορά στα «δεκάδες απελπισμένα ψυχάρια που έφερναν γύρες το φανάρι και φαίνονταν να θέλουν πολύ να καψαλιστούν», άλλωστε τονίζεται αυτή η κεντρική αίσθηση στον τίτλο, που όπως επισημάναμε είναι το πρώτο τμήμα καρκινικής φράσης. Η ίδια φράση, επίσης, αποτελεί κατά κάποιον τρόπο την φράση-κλειδί στο μεγάλο αστυνομικού/νουάρ τύπου μυστήριο που εκτυλίσσεται σ’ αυτήν την πρωτότυπη -λιγοσέλιδη σχετικά- ιστορία του αγαπημένου συγγραφέα.
     Ο πρωταγωνιστής είναι ένας μοναχικός άντρας, με πολύ πονεμένο παρελθόν: ορφανός από μητέρα από τα 9 του χρόνια, αργεί ως παιδί να καταλάβει την ψυχική διαταραχή τού -φλαουτίστα-αντιγραφέα και επίδοξου μουσικού- πατέρα του, ο οποίος θεωρεί ένοχο τον γιο του για την απώλεια της γυναίκας του και τον φορτώνει ενοχές (ένα παιδί 10 χρονών δεν μπορεί να καταλάβει αν ο πατέρας του σιγά σιγά τρελαίνεται. Το μόνο που αισθάνθηκε ο Ισμαήλ ήταν λύπη κι έβαλε τα κλάματα). Όταν κλείνουν τον πατέρα στο ψυχιατρείο μετά από μια απόπειρα να… πυρπολήσει τον γιο του, τον Ισμαήλ τον αναλαμβάνει η Κοινωνική Πρόνοια και μεγαλώνει σ’ ένα διαμέρισμα με 4 «αδιάφορους συγκατοίκους» και τον επόπτη. Δεν μας δίνει ο συγγραφέας πολλές λεπτομέρειες απ’ αυτήν την ζοφερή περίοδο, παρά μόνο σαν καθοριστικό στοιχείο της διαμόρφωσης του χαρακτήρα του την επαφή με τον Σιμό, έναν διαβαστερό νεαρό που τον βάζει στην μαγεία της λογοτεχνίας και της ποίησης. Το «Μόμπι Ντικ», του οποίου η πρώτη φράση είναι «Λέγε με Ισμαήλ», γίνεται σημαδιακό και αποτελεί την απαρχή μιας άσβεστης αγάπης για τα γράμματα, για τη φιλολογία, για τις γλώσσες. Λύνει τον ομφάλιο λώρο πικρίας και ενοχών με τον πατέρα στην τελευταία συνάντηση μαζί του (στο τρελάδικο), πετάει οριστικά από πάνω του τις φιλοδοξίες του πατέρα του να γίνει μουσικός κι ετοιμάζεται να σπουδάσει στη Φιλοσοφική Σχολή, λατινικά και φιλολογία.
     Λίγα μαθήματα λατινικών και λογοτεχνίας πρόλαβε να κάνει σ’ ένα φροντιστήριο πριν τον διώξουν για τις «πρωτοποριακές» του μεθόδους, και στη συνέχεια, μετά από περίοδο πόνου και ταπείνωσης, κι αφού πέρασε μια μοναχική περίοδο κάνοντας ιδιαίτερα μαθήματα, έγινε δεκτός στο Λύκειο Καρνέρ. Τότε είναι που γνωρίζει την Λεό, μια παλιά του συμμαθήτρια που τον αναγνώρισε, κι από τη χρονική αυτή στιγμή μπορούμε να πούμε ότι ξεκινά η περιπέτεια, η μεγάλη περιπέτεια που μας αφηγείται ο Καμπρέ.
     Η Λεό, που κρύβει κι αυτή μεγάλους καημούς (Ist dies etwa der tod? Αυτό λοιπόν είναι ο θάνατος;), μπαίνει αποφασιστικά στην ζωή του παραιτημένου και παθητικού Ισμαήλ, τον φροντίζει, τον καθαρίζει, του μαγειρεύει. Οι δύο πονεμένες ψυχές μοιράζονται τα πάθη τους, δένονται μεταξύ τους και αγαπιούνται βαθιά, χωρίς ωστόσο να προλάβουν να έχουν ερωτική επαφή.
Μας καταβροχθίζει η φωτιά
ή αλλιώς, η δίνη μιας ακατανόητης μοίρας
     Η φωτιά που θα καταπιεί τον Ισμαήλ έχει τις ρίζες της στην υποτιθέμενη τυχαία συνάντησή του με τον Τομέου, έναν παλιό μαθητή του, που τον βλέπει στον δρόμο και τον παροτρύνει με επιμονή να πάει μαζί του σ’ ένα συμπόσιο για πολύγλωσσους, που σίγουρα θα ενδιέφερε τον γλωσσομαθή ήρωά μας (κι ο πανύβλακας αυτός μπήκε στο αυτοκίνητο, ξεχνώντας εντελώς το ψωμί. Και τότε ξεκίνησαν όλα). Μετά απ’ αυτό το ασήμαντο περιστατικό, ο αναγνώστης βλέπει τον Ισμαήλ να ξυπνά στο νοσοκομείο, χωρίς να θυμάται το παραμικρό, χωρίς κανένα στοιχείο ταυτότητας και φυσικά, χωρίς να έχει ιδέα τι έχει συμβεί. Το ασύμμετρο παιχνίδι που ακολουθεί, μεταξύ χρόνου, μνήμης και ταυτότητας είναι κι αυτό που αποτελεί τον πυρήνα του έργου (γιατί να μην υπάρχει ένα βέλος της μνήμης που να πηγαίνει ανάποδα, ώστε αντί να θυμόμαστε τότε που ήμασταν μικρά και ανυπεράσπιστα γουρουνάκια, να θυμόμαστε πράγματα που δεν έχουμε ζήσει ακόμα;)
     Από το σημείο αυτό της πλοκής αρχίζει και μια παράλληλη αφήγηση (με τον συνήθη αντιστικτικό και χωρίς προετοιμασία τρόπο του Καμπρέ) όπου πρωταγωνιστούν ένα θηλυκό… αγριογούρουνο, η Λόττα, μάνα με πέντε παιδιά, εκ των οποίων το τελευταίο, ο Καπρέτ, που είναι και το πιο αδύναμο, ακολουθεί την δική του ανεξάρτητη πορεία. Κάποια στιγμή αντιλαμβανόμαστε την αναλογία που κάνει ο συγγραφέας ανάμεσα στον Ισμαήλ και στον Καπρέτ, ενώ οι δυο ιστορίες συναντιούνται με παράδοξο τρόπο. Προσωπικά δυσανασχετούσα όταν η ανάγνωσή μου έφτανε στην αφήγηση που αφορούσε τη Λόττα και τα παιδιά της, νομίζω ότι θα μπορούσαν να παραλειφθούν τελείως ή να συντομεύσουν. Το εύρημα αυτό είναι κατά τη γνώμη μου εξεζητημένο και περιττό, κάπως τραβηγμένο και το μόνο που ίσως προσθέτει στην όλη σύλληψη, είναι μια πινελιά ζωώδους υποταγής σε μια ανεξέλεγκτη μοίρα, κάτι που υποβάλλεται σαφώς και με το μοτίβο φωτιά-ψυχάρι.
     Παρακολουθούμε με πολλές λεπτομέρειες τις θύμισες που αρχίζουν να αχνοφέγγουν στην συνείδηση του Ισμαήλ, με τη βοήθεια κάποιων περίεργων γιατρών/νοσοκόμων (όταν ήμουν μικρός δεν ήμουν ιδιαίτερα ευτυχισμένος, μάλλον καθόλου/ να με λέτε Ισμαήλ), ενώ καθώς επανέρχεται σιγά και σταδιακά η μνήμη του, μας ξεδιπλώνεται μια απίστευτη ιστορία στην οποία ενεπλάκη ο Ισμαήλ, άθελά του, ένα έγκλημα -ληστεία και δολοφονία- στο οποίο τον χρησιμοποίησαν με εκβιασμό αξιοποιώντας τις γνώσεις του γαλλικών και λατινικών!
     Η θολή μνήμη κάποια στιγμή τού δίνει επαρκή στοιχεία για να καταλάβει ότι πρόκειται για παγίδα (ο Ισμαήλ ήταν ένας ναυαγός, δίχως παρελθόν, δίχως μαδέρι για να κρατηθεί μέσα στη θαλασσοταραχή (…) αυτό που περισσότερο τον τρόμαζε ήταν ότι αγνοούσε εντελώς το πλαίσιο), ότι ο χώρος στον οποίο βρισκόταν δεν ήταν νοσοκομείο (πανικός· φόβος πραγματικός, γιατί τώρα αισθανόταν εντελώς χαμένος). Το σκάει λοιπόν ημίγυμνος με τον ορό στο χέρι για να ζητήσει την βοήθεια της πρώτης γυναίκας που συνάντησε στον δρόμο, σαν μπάμπουρας που λαχταρά τη λάμψη τη φλόγας. Η γυναίκα δέχεται, τον φιλοξενεί στο σπίτι της, γνωρίζονται σιγά σιγά, τον βοηθά σαν γιατρός/ψυχολόγος να στοιχειοθετήσει τα ίχνη των αναμνήσεών του. Είναι αριστοτεχνικά δομημένοι οι διάλογοι δύο ανθρώπων που «συναντιούνται» σε τέτοιες συνθήκες και γνωρίζονται σιγά σιγά όλο και καλύτερα.
     Η μνήμη επανέρχεται λοιπόν αμείλικτη, για να αποκαλύψει τις συνθήκες κάτω από τις οποίες βρέθηκε σε κατάσταση αμνησίας ο Ισμαήλ, και να του δημιουργήσει καινούργια ερωτηματικά (θα ήθελα να μάθω γιατί με βοηθάς). Οι απαντήσεις δίνονται σε μια πλοκή αστυνομικού μυστηρίου (τι ήταν εκείνο το δύσκολο που έπρεπε να θυμηθείς, Ισμαήλ;) κι ο τρόμος που γεμίζει την ψυχή του Ισμαήλ όταν ανακαλεί όλα τα γεγονότα τού καίει την ψυχή, όπως καίγεται το ψυχάρι στην φωτιά που τον καταβροχθίζει. Ο πιο τρομακτικός εφιάλτης του είχε γίνει πραγματικότητα.
Χριστίνα Παπαγγελή

Τρίτη, Απριλίου 04, 2023

Napoli mon amour, Αλέσιο Φορτζόνε

Εκείνη ακριβώς τη στιγμή ένιωσα κακόβουλος,
ικανός να επιτεθώ και να κατακτήσω,
να σκοτώσω και να ληστέψω χωρίς ενδοιασμούς.
και πάνω απ’ όλα, ικανός να ζήσω.
Μόνο να ζήσω.
     Ο Αμορεζάνο είναι ένας νεαρός Ναπολιτάνος, τριάντα χρονών, που μετά από σπουδές (δύο πτυχία) και έξι χρόνια εργασίας στα καράβια, επιστρέφει στη Νάπολι, ζει με τους γονείς του και προς το παρόν είναι άνεργος. Καθώς είναι και ο αφηγητής του βιβλίου, περιδιαβαίνουμε μαζί του την μελαγχολική Νάπολι, παρακολουθούμε τις αδιέξοδες προσπάθειές του να πιάσει αξιοπρεπή δουλειά, και τις χλωμές διεξόδους στην νωθρή του ζωή: το ποδόσφαιρο, τις βόλτες και τις μπίρες με τον φίλο του Ρούσο, και με την ανυπόφορη φιλενάδα του Ρούσο, την Σάρα.
     Ο Αμορεζάνο είναι λοιπόν ένας συνηθισμένος τριαντάρης της εποχής της κρίσης, με μια κοινότοπη ζωή, κινείται σε αργούς ρυθμούς και τίποτα δεν φαίνεται να διαταράσσει την καθημερινότητά του. Έχει κάποιες συγγραφικές εξάρσεις (έχει γράψει κάποια διηγήματα) και αόριστα στο μυαλό του λειτουργεί η φιλοδοξία να γίνει συγγραφέας, αλλά προς το παρόν το μεγάλο άγχος είναι ότι τελειώνουν τα χρήματά του, αυτά που έφερε από την εξαετή θητεία του στα καράβια (2053 ευρώ, ίσα για να περάσει έναν χρόνο με πολλή οικονομία). Σκέφτεται συχνά τον θάνατο, πολλές φορές σαν ύστατη λύση, στο αποκορύφωμα μιας ζωής χωρίς νόημα: ένιωσα μια στάλα θλίψη μόνο για το γεγονός ότι πέρασα από τούτη τη γη χωρίς ν’ αφήσω το σημάδι μου, χωρίς ν’ αφήσω απολύτως τίποτα σε κανέναν. Είχα γεννηθεί και θα πέθαινα, ενώ όλα θα έμεναν τα ίδια, ανεξάρτητα από την παρουσία ή την απουσία μου. Η πραγματική θλίψη ήρθε με τη σκέψη ότι κάτι αληθινά όμορφο θα μπορούσε να συμβεί στον κόσμο κι εγώ δεν θα το έπαιρνα καν χαμπάρι.
     Ο μετριοπαθής χαρακτήρας του Αμορεζάνο αντανακλά στην κάπως πληκτική αφήγησή του (εφόσον κι ο ίδιος πλήττει), αν και κάποια στιγμή εκμυστηρεύεται: «η συστολή μου δεν είναι αληθινή, κάτι που ξεπερνάς και προχωράς, αλλά ένα είδος επιτακτικής ανάγκης για σιωπή, που μου υπαγόρευε η μεγάλη ιδέα που είχα για τον εαυτό μου», δίνοντας έτσι μια εξήγηση για την επιφυλακτικότητα και την ενδιάθετη αναβλητικότητά του. Με εξαίρεση κάποιες πινελιές που δηλώνουν έναν ενδιαφέροντα τύπο, η ανάγνωση δεν κρύβει μεγάλες εκπλήξεις, ούτε έντονα συναισθήματα για τον αναγνώστη· έχει το ύφος ενός συνηθισμένου ημερολογίου, με λεπτομέρειες που σε πρώτη ανάγνωση μπορεί να είναι αδιάφορες.
     Κάπως επίπεδο λοιπόν το περιεχόμενο, χωρίς να είναι απωθητικό (όπως κι ακριβώς ο ήρωάς του) μέχρι… την σελίδα 68, μέχρι δηλαδή που ο Αμορεζάνο… «ξελογιάστηκε»! Eρωτεύτηκε στον δρόμο μια γυναίκα περαστική, παθιασμένα και κεραυνοβόλα, από την πρώτη στιγμή που την συνάντησε: μου έγινε σαφές ότι ανάμεσα στα πολλά πράγματα που έλειπαν από τη ζωή μου, αυτό που μου έλειπε περισσότερο δεν ήταν η περιπέτεια ή ο έρωτας, αλλά εκείνη.
     Είναι και η διατύπωση της συγκεκριμένης πρότασης που διεγείρει το ενδιαφέρον: το Πρόσωπο, η ύπαρξη και μόνο ενός συγκεκριμένου προσώπου που δρα σαν «Αποκάλυψη» στον ήρωα! Και από κει και πέρα, ό, τι σχετίζεται με την εντυπωσιακή, «μυστηριώδη και όμορφη» κοπέλα που αρχικά του συστήθηκε ως Λόλα και στη συνέχεια έμαθε ότι το όνομά της είναι Νίνα, μας πείθει ότι πρόκειται πράγματι για ένα άτομο που τον μετουσιώνει, τον μεταμορφώνει, του ξεσκεπάζει τις πιο κρυμμένες θετικές πλευρές του χαρακτήρα του. Ο ήρωάς μας γεμίζει ενέργεια και αισιοδοξία, και κατ’ επέκταση αλλάζει και το ύφος που γίνεται πιο μεστό και περιεκτικό. Αρχίζει και γράφει τα διηγήματά του με περισσότερη όρεξη (σκέφτηκα πως το να κάθομαι όλη μέρα σπίτι και να γράφω ήταν, λίγο πολύ η μοναδική δουλειά που μ’ ενδιέφερε να κάνω/ φανταζόμουν τον εαυτό μου ως συγγραφέα, σιωπηλό κι αλαζονικό, και καμιά φορά ακόμα και φιλικό), ενώ η σχέση με τη Νίνα προχωρά βήμα βήμα. Παρακολουθούμε τους διαλόγους που την χτίζουν, τους οποίους μας παραθέτει ο αφηγητής με μεγάλη θεατρικότητα και μαεστρία, την πρώτη ερωτική συνεύρεση που τον απογειώνει και τις άλλες που ακολουθούν κι ανθίζουν σαν λουλούδια.
     Καθώς όμως ο ήρωας αφήνεται στον ερωτικό ίλιγγο, υποθάλπεται και το άγχος του για τα χρήματα που ξοδεύονται τώρα περισσότερο ασυλλόγιστα. Ο αφηγητής/Αμορεζάνο μετά την πρώτη μέθη αρχίζει πάλι πανικόβλητος να υπολογίζει κάθε του καθημερινό έξοδο, ακόμα και τα τσιγάρα και τις μπίρες, και αναφέρεται λεπτομερώς στο ποσόν που συνέχεια κατεβαίνει, κάνοντας και τον αναγνώστη να μετέχει της σχετική αγωνίας και να αναρωτιέται γιατί τέλος πάντων δεν πιάνει μια οποιαδήποτε δουλειά που θα τον απαλλάξει από το στρες.
     Ο έρωτας για την Λόλα /Νίνα απομακρύνει τον Αμορεζάνο από τον φίλο του τον Ρούσο, που τον βλέπει όλο και πιο ρηχό και προβλέψιμο, ενώ παράλληλα βαθαίνει η σχέση του με την ερωμένη αλλά και με τον εαυτό του. Έχει τώρα μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση για την συγγραφική του δεινότητα (που αυξάνεται κατακόρυφα με την έγκριση από τη Λόλα αλλά και τον συγγραφέα Ραφαέλε Λα Κάπρια, στον οποίο τα εμπιστεύτηκε), έχει μεγαλύτερες αξιώσεις από τον εαυτό του, παρακολουθεί γύρω του με παρατηρητικότητα συγγραφέα μικροεπεισόδια που μας μεταφέρουν στην αγαπημένη Νάπολι, αλλά ταυτόχρονα βαθαίνει και το υπάρχον χάσμα με τους γονείς του, με τους οποίους συγκατοικεί και οι οποίοι έχουν πιο «συνηθισμένες» προσδοκίες απ’ αυτόν.
    Βλέπουμε λοιπόν αυτήν την μεταμόρφωση, παρακολουθούμε έναν άνθρωπο στην αυθεντικότητά του να ζει τις αντιφάσεις του, λάτρη της τέχνης της μουσικής, του σινεμά, της λογοτεχνίας να εξομολογείται με ειλικρίνεια συναισθημάτων και να καταθέτει έξυπνες και ουσιαστικές παρατηρήσεις (π.χ. τα λιμάνια ήταν κρύα και άσχημα μέρη και γι’ αυτό ήταν όμορφα). Και όσο η ερωτική ευφορία πραγματώνεται παράλληλα με την καταξίωση της συγγραφικής του ικανότητας, τόσο το διαθέσιμο χρηματικό ποσόν μειώνεται με ταχύτητα και, σαν ζυγαριά, υψώνεται κάθετο το άγχος (σκέφτηκα πως ίσως η φτώχεια ήταν ακριβώς αυτό: να είσαι ευτυχισμένος αλλά να γνωρίζεις πως αυτή η ευτυχία δεν θα διαρκέσει πολύ, γιατί όσο υπάρχει και διαρκεί, υπάρχει ταυτόχρονα και κάτι καταστροφικό στον υπόλοιπο κόσμο, στην υπόλοιπη ζωή σου, στην ατμόσφαιρα, ακόμη και στην ευτυχία την ίδια που την υπονομεύει).
     Οι πρώτες ρωγμές εμφανίζονται από εξωτερικό παράγοντα –οι σπουδές, η ανεργία και το αδιέξοδο δίνουν λύσεις εκτός Νάπολης. Ήδη η Νίνα, δυσφορεί (στη Νάπολη ζούσαμε έξω απ’ την Ιστορία, στο έλεος της Φύσης, με την πόλη, τους ρυθμούς της και το κλίμα της να μας νανουρίζουν και να μας κοιμίζουν) κι όταν προτείνει τη Ρώμη, το Μιλάνο ή την Βαρκελώνη για Σχολή Κινηματογράφου, ο Αμορεζάνο τρέμει μέσα του και προσπαθεί να αντιδράσει αδύναμα (στην πραγματικότητα προσπάθησα να αναβάλω τη θανατική μου καταδίκη). Την θέλει, την έχει ανάγκη, προτιμά να είναι φτωχοί και δυστυχισμένοι αλλά μαζί, παρόλο που σύμφωνα με την μοντέρνα εποχή κάθε μέλος του ζευγαριού πρέπει να είναι ευτυχισμένο κι επιτυχημένο επαγγελματικά, έτσι ώστε να αγαπάει την ζωή την ίδια, τον εαυτό του, και κατά συνέπεια και τον άλλον.
     Το πρώτο χτύπημα είναι όταν μαθαίνει «τα δυο ευχάριστα νέα» της Νίνας, να συμμετάσχει σε μια ταινία και ότι την επέλεξαν για το Εράσμους στην Βαρκελώνη, όπου σκεφτόταν να πάει και… δυο μήνες νωρίτερα για να «βρει δωμάτιο και ν’ απολαύσει την πόλη» (η μοναδική μου αντίδραση ήταν να μην κουνηθώ ούτε χιλιοστό. Παρέμεινα ακίνητος γιατί ήθελα να της δώσω να καταλάβει ότι μέσα στο κορμί μου κάτι είχε ραγίσει).
     Η ψυχική σύγκρουση, το τρομακτικό κενό που νιώθει ο Αμορεζάνο σημαίνει την αρχή μιας αντίστροφης πορείας, μιας πάλης ανάμεσα στα αρνητικά συναισθήματα και την προσπάθεια να καταλάβει την αθώα Νίνα, που με την σειρά της δεν μπορεί να εννοήσει γιατί αυτή της η απόφαση τούς απομακρύνει. Ωστόσο, είναι πραγματικότητα: η μαγεία του έρωτα αρχίζει και καταρρέει –ο Αμορεζάνο συνεχίζει μεν απρόθυμα την σχέση με τη Νίνα, όμως τελικά προσφεύγει στον παλιό, μοναχικό κι αδιέξοδο εαυτό του (σκέφτηκα πως περπατούσα και πως η πόλη είχε τελειώσει κα πως δεν είχα καταφέρει τίποτα, και δεν υπήρχε η δυνατότητα να πάω παραπέρα, και τότε θυμήθηκα ότι στο καράβι μού άρεσε να κοιτάζω τη θάλασσα, γιατί μου άρεσε να φαντάζομαι ότι πέρα από τον ορίζοντα, όπου και να ήμουν, ήταν η Νάπολι).
     Τίποτα δεν παρηγορεί πια τον Αμορεζάνο, ακόμα κι οι υποσχέσεις της Νίνας ότι «θα εξακολουθήσουν να είναι πάντα μαζί». Ο φόβος έχει φωλιάσει στην καρδιά του (ένιωσα τρελός και τρομαγμένος όπως ο Μάκβεθ), μυριάδες σκέψεις τον κατακλύζουν (δεν μου άξιζε αυτή η ευτυχία/δεν την άξιζα επειδή δεν έκανα τίποτα από το πρωί ως το βράδυ) και περνάει μια παραληρηματική νύχτα γράφοντας, κάνοντας μια βαθιά τομή στην ηττοπαθή ιδιοσυγκρασία του (έγραψα ότι καταριόμουν το πανεπιστήμιο, πεταμένα λεφτά και χαμένα χρόνια· ότι καταριόμουν τη θάλασσα, γιατί μου είχε εξηγήσει πράγματα που καλό ήταν να μην τα καταλαβαίνεις. Έγραψα ότι η Νίνα μ’ έκανε να νιώθω ζωντανός, κι αυτή η αίσθηση του κινδύνου και ο φόβος που τη συνόδευε ήταν εκεί για να μου υπενθυμίζουν ότι κρατιόμουν ακόμη στη ζωή, κλπ, κλπ), κι επειδή δεν μπορώ να αντιγράψω όλα, λέω μονάχα ότι στο σημείο αυτό ο συγγραφέας μάς χαρίζει τις δύο πιο σπαραχτικές σελίδες του μυθιστορήματος.
     Το βιβλίο δεν τελειώνει εδώ, ούτε η σχέση με την Νίνα τελειώνει -δεν χωρίζουν, δεν αποχαιρετιούνται, αν κι εκείνη φεύγει με το τρένο (όλα απέδρασαν χωρίς κανείς να τα εμποδίσει, έφυγαν μαζί με το τρένο, σώα και μελαγχολικά, στοιβαγμένα και ανώνυμα, αγνώριστα το ένα πάνω απ τ’ άλλο, όλα επί μέρους κομμάτια μιας μόνο αποσκευής). Ο Αμορεζάνο όμως μένει μόνος, μπαίνοντας όλο και πιο βαθιά μέσα σε μια σπείρα, από την οποία δεν καταφέρνει να βγει.
Χριστίνα Παπαγγελή