Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ελληνικη λογοτεχνια. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ελληνικη λογοτεχνια. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη, Αυγούστου 26, 2025

Μίσια -Το καζακί, Μιχάλης Ανδρέοβιτς

     Τη συναρπαστική βιογραφία του Μίσια Αντρέοβιτς (1890-1954), του οποίου τα πρώτα τριάντα χρόνια παρακολουθήσαμε στο βιβλίο «Μίσια, ΑΡΙΣΤΟΚΡΑΤΙΑ –ΠΟΛΕΜΟΣ-ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ-ΠΡΟΣΦΥΓΙΑ»[1], συνεχίζει στο δεύτερο αυτό βιβλίο ο αγαπημένος φίλος και συγγραφέας Μιχάλης Αντρέοβιτς, που αυτή τα φορά εισάγει έντονα το βιωματικό στοιχείο, εφόσον η αφήγηση αφορά τη συνέχεια του βίου του παππού του! Πρόκειται για μια ζωή γεμάτη δοκιμασίες, μεταπτώσεις -«περιπέτειες» με την αρχαία σημασία της λέξης (απότομη μεταβολή της τύχης) αλλά και με τη νέα-, με έντονα συναισθηματικές δοκιμασίες, και με ρευστό ιστορικό υπόβαθρο, εφόσον πρόκειται για περίοδο μεταβατική για όλον τον δυτικό κόσμο.
     Όπως υπαινίσσεται και ο υπότιτλος του πρώτου βιβλίου, ο ήρωάς μας, γεννημένος το 1890 στο Χάρκοβο της σημερινής Ουκρανίας -τότε Ρωσίας- , αντρώθηκε σε μια εποχή θυελλώδη για την Ευρώπη (Α' Παγκόσμιος πόλεμος), τη Ρωσία (Οκτωβριανή επανάσταση -1917) αλλά και τον κόσμο ολόκληρο, κι αντί να διάγει τον βίο του ως γαιοκτήμονας, ίλαρχος κι εκτροφέας αλόγων όπως υπαγόρευε η κοινωνική του τάξη, πέρασε δια πυρός και σιδήρου χάνοντας όλα τα αγαπημένα του πρόσωπα για να φτάσει 30 χρονών πρόσφυγας στον Πειραιά, στα 1920. Ο συγγραφέας μάς υπενθυμίζει σε αδρές γραμμές αυτά τα μακρινά παιδικά και δύσκολα νεανικά χρόνια, ενώ την περίοδο από το 1920 (στον Πειραιά) μέχρι το αφηγηματικό παρόν που είναι το 1954 (στην περιοχή του Έβρου), η αφήγηση γίνεται πιο παραστατική, πιο μυθιστορηματική σε σύγκριση με το πρώτο βιβλίο, που είχε τον χαρακτήρα μαρτυρίας, από επιφύλαξη και σεβασμό στα πραγματικά αλλά πολύ μακρινά γεγονότα. Μην ξεχνάμε άλλωστε ότι εδώ ο συγγραφέας έχει πια αδιάσειστες μαρτυρίες, όπως αυτές του πατέρα του αλλά και των υπόλοιπων συγγενών…
     Βρισκόμαστε λοιπόν στα 1954, στο δέλτα του Έβρου («Μαρίτσα» από την τούρκικη ονομασία Μέριτς), σ’ αυτήν την αμφιλεγόμενη περιοχή όπου ανέκαθεν διασταυρώνονταν λαοί, συνήθειες και πολιτισμοί. Γκιαούραντας, Καρπουζλού, Πόρος, Φερές> Φερελιώτικα, Ύψαλα, Πέπλος, κάποια από τα τοπωνύμια που μοιράζονται ανάμεσα στα ελληνικά και τουρκικά εδάφη τον Έβρο και τα πλούσια σε 
ψάρια και φερτές ύλες νερά του (πολύ βοηθητικός ο στοιχειώδης χάρτης της περιοχής). Πολλοί λοιπόν οι ντόπιοι ψαράδες, Έλληνες και Τούρκοι.
     Ευρηματικό αλλά και εμβληματικό το «καζακί», που χαρίζει τον τίτλο του και στο βιβλίο, αυτό το ευέλικτο, ντόπιας έμπνευσης ψαροκάικο των υφάλμυρων νερών με τη μικρή καρίνα, με το οποίο ο 64χρονος Μίσια εδώ και 19 χρόνια βιοπορίζεται. Τον βλέπουμε, στην πρώτη σκηνή του έργου να ψαρεύει με τον γιο του Αντρέα (τον πατέρα του συγγραφέα), σε μια ήρεμη περίοδο του βίου του, αφού έχουν πια καταλαγιάσει τα έντονα πάθη, ο πόλεμος, ο εμφύλιος, οι εξορίες, οι θάνατοι και η πείνα. Το βιβλίο ξεκινά με μια ήρεμη εικόνα (που θυμίζει Αγγελόπουλο) στις περιοχές των εκβολών του Έβρου, τις οποίες τόσο γλαφυρά μας περιγράφει ο συγγραφέας υποβοηθούμενους από τον χάρτη, χρησιμοποιώντας λέξεις και όρους της ντοπιολαλιάς. Έγινε λοιπόν ψαράς ο ίλαρχος/υπίλαρχος, επίδοξος ιπποκόμος του τσάρου, αφού έμαθε βέβαια πολύ καλά τα ελληνικά, και αφού, σαν σύγχρονος Οδυσσέας, απέκτησε πολλές 
εμπειρίες και γνώσεις… Μόνο που την ήρεμη αυτή εικόνα διαταράσσει η σύλληψη των δύο ψαράδων από την τουρκική αστυνομία, με την κατηγορία ότι έκλεψαν τα ζώα ενός τούρκου κτηνοτρόφου!
     Είναι ευρηματική η κυκλική δομή που ακολουθεί ο συγγραφέας, εφόσον ο αναγνώστης αφήνει πατέρα και γιο μέσα στην τουρκική φυλακή, για να τους ξανασυναντήσει προς το τέλος του βιβλίου, καθώς δίνεται η λύση στο πρόβλημα που προέκυψε με την τουρκική αστυνομία. Στο ενδιάμεσο όμως βυθιζόμαστε σ’ένα παρελθόν πολυδιάστατο με στιγμές ζοφερές αλλά και γεμάτες χαρά, που αντικατοπτρίζουν μια εποχή όπου ο κόσμος στην περιοχή αυτή ζούσε και αγωνιζόταν σκληρά στο σήμερα χωρίς να ξέρει τι του ξημερώνει την επομένη. Ο αναγνώστης παρακολουθεί με κομμένη την ανάσα την υποτιθέμενη αφήγηση του πατέρα Μίσια στον γιο του Αντρέα, καθώς οι μέρες εγκλεισμού περνάνε και ο Μίσια, τις ατέλειωτες νύχτες φέρεται να μιλά για το παρελθόν (έμοιαζε σαν μια ανάγκη εξομολόγησης αλλά ταυτόχρονα ήταν και η απαραίτητη «φυγή» από το δυστοπικό παρόν. Παράλληλα του παρείχε τη δύναμη που πηγάζει από την κοινωνική ανάγκη της επικοινωνίας, καθώς ταυτόχρονα γινόταν και ο φράχτης απέναντι στον ιδρυματισμό που θα μπορούσε να τους απειλήσει).
     Η πολύπαθη, γεμάτη περιπέτειες και ανατροπές ζωή του Μίσια ξεδιπλώνεται λοιπόν μπροστά μας, ξεπερνώντας κάθε φαντασία καθώς εναλλάσσεται η ελπίδα -ο έρωτας -η προσαρμογή σ’ έναν τόπο, με την απελπισία -τον θάνατο -τον ξεριζωμό. Θα τον δούμε πρώτα πρώτα στον Πειραιά, αμέσως μόλις ξεμπαρκάρει μετά τη Ρωσική Επανάσταση και την καταστροφή της οικογένειάς του (με αποκορύφωμα τον θάνατο της Νατάσας, της πρώτης μεγάλης αγάπης που γνωρίσαμε στο πρώτο βιβλίο), ένα ψυχικό ράκος ανάμεσα σε διαλυμένους ανθρώπους.
     Από το ρωσικό νοσοκομείο όπου έμεινε μετέωρος για μερικές μέρες, καταφεύγει σε εγκαταλελειμμένο στρατόπεδο για πρόσφυγες (ακόμα δεν έχει έρθει το μεγάλο κύμα της μικρασιατικής καταστροφής), έχοντας ως μοναδικό σύνδεσμο με την προηγούμενη ζωή του τον φίλο του Βάνια, ο οποίος όμως έχει τελείως διαφορετικό προσανατολισμό.
     Η ένταξή του στον κόκκινο στρατό όσο ήταν στη Ρωσία τον απομονώνει από τους υπόλοιπους εμιγκρέδες και του δημιουργεί και απρόσμενα προβλήματα όταν καλείται η κρατική επιτροπή να αξιοποιήσει τα προσόντα του πάλαι ποτέ ίλαρχου. Με τα πολλά, τοποθετείται ως φροντιστής αλόγων σε ίλη επιλαρχίας, ως πολιτικός υπάλληλος του στρατού. Ο Μίσια θα μείνει στην Αθήνα με τη νέα του ιδιότητα που του επιτρέπει να ζήσει αξιοπρεπώς για ένα περίπου χρόνο, αλλά μια ασυνήθιστη ερωτική αποτυχία τον ωθεί να δεχτεί με προθυμία τη μετακίνηση της μονάδας στον Βορρά, συγκεκριμένα στο Διδυμότειχο.

Από το φως στο σκοτάδι
κι απ’ το σκοτάδι στο φως

Είναι τελικά κάποιες φορές που η πραγματικότητα
σαμποτάρει την αισθητική της μυθοπλασίας,
την ξεπερνά όχι μόνο σε ρεαλισμό
αλλά και σε φαντασία.
     Από την Αθήνα στο Διδυμότειχο, από το Διδυμότειχο στα Φέρια (=Φέρες), στη συνέχεια με την έναρξη του παγκοσμίου πολέμου στον Πόρο και, μετά τον εμφύλιο, ακόμα βορειότερα (στην περιοχή του Έβρου πάντα), μέχρι τον Πέπλο -όπου θα αφήσει και την τελευταία του πνοή-, παρακολουθεί ο αναγνώστης με κομμένη την ανάσα τα σκαμπανεβάσματα του βίου του Μίσια. Κάθε φορά μια νέα αρχή, νέες ελπίδες, νέα όνειρα για οικογένεια, νέοι έρωτες, νέες αγάπες. Στο Διδυμότειχο η 20χρονη Ροδούλα δίνει νέα φτερά στον 36χρονο πια Μίσια για μια όμορφη και ήσυχη ζωή, αλλά μετά τον αιφνίδιο θάνατό της από «διαβολικό» χτύπημα της μοίρας, ο ήρωάς μας βυθίζεται για άλλη μια φορά στο πένθος. Το ούζο θα αντικαταστήσει τη βότκα –διέξοδος μα και κατάντια (και να’ σου πάλι έδωσαν το «παρών» τους τα σκοτεινά υπόγεια των συναισθημάτων). Η πόλη τον «διώχνει» για να καταφύγει με μετάθεση στις Φέρες όπου το φως πάλι θα νικήσει το σκοτάδι, εφόσον ο Μίσια γνωρίζει τη γυναίκα που θα γίνει η μητέρα των παιδιών του, την ήδη μικροπαντρεμένη και χήρα, τη Σοφία, που μεγαλώνει ήδη ένα αγόρι από τον άτυχο γάμο της (τον Σίμο). Ο Μίσια θα μπει στην οικογένεια του Στάθη Τσεμπερίδη (πατέρα της Σοφίας), και στη σύντομη συμβίωσή του με την Σοφούλα θα αποκτήσει δυο παιδιά, τον Αντρέα και την Ευσταθία («Τατούλα»).
     Παρακολουθούμε με πολλή αγωνία τις ψυχικές διακυμάνσεις του αγαπημένου μας πια Μίσια, που από την ελπίδα και την αισιοδοξία της ζωής βυθίζεται πάλι στην απελπισία, γιατί η Σοφούλα πέθανε πολύ νέα από αρρώστια (συχνά «χάνεται», αφαιρείται, ξεχνάει. Λείπει από εκεί που τον περιμένουν, φτάνει ώρες αργότερα ή δεν πάει ποτέ. Μιλάει λιγότερο, κι ένας θυμός ξεπροβάλλει ανάμεσα από τα φρύδια του και δεν χρειάζεται πολύ για να μετατραπεί σε οργή. Άλλοτε πάλι βυθίζεται στον εαυτό του ή χάνεται από «προσώπου γης»). Έχει όμως πια τρία παιδιά ο Μίσια να του δίνουν ζωή, ενώ με την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, όταν γίνεται πια 50 χρονών, αποφασίζει να παραιτηθεί από το στράτευμα και να ασχοληθεί επαγγελματικά με το αγαπημένο του χόμπι, το ψάρεμα.
     Δεν είναι όμως μόνο ο πολυτάραχος βίος του Μίσια που προσελκύει το ενδιαφέρον. Ο συγγραφέας βρίσκει την ευκαιρία να εγκιβωτίσει με δεξιοτεχνία επεισόδια, εμπειρίες, αφηγήσεις αλλά και σύντομες βιογραφίες των υπόλοιπων προσώπων που συναντά στο διάβα του ο ήρωας, με πρωταγωνιστές γνωστούς και συγγενείς. Ιστορίες συναρπαστικές, συγκλονιστικές γιατί ήταν μια εποχή και μια περιοχή, όπου όποια πέτρα και να σήκωνες υπήρχε πόνος, οδύνη, προσφυγιά και στέρηση. Έτσι, αρχής γενομένης από την ιστορία της «κόμισσας», της γυναίκας εξαιτίας της οποίας ο Μίσια έφυγε από την Αθήνα, βλέπουμε απίστευτες διαδρομές στις ζωές των ανθρώπων, στην οικογένεια της Ροδούλας αλλά και της Σοφίας που έμεινε 24 χρονών χήρα!
      Εξίσου απίστευτη είναι και η προσωπική πορεία του Πόντιου έμπορα Στάθη (που από Τσεμπερίδης πολιτογραφήθηκε Κακουλίδης για να μην ενταχτεί στη Σοβιετική Ένωση), που ήταν ο προπάππος του συγγραφέα. Από τον Πόντο στην Κωνσταντινούπολη, στη Θεσσαλονίκη και αργότερα στις Φέρες, με τη μάνα και την πρώτη του γυναίκα δολοφονημένες από τον φανατισμό των νεότουρκων, κατέληξε στο Γκελεντζίκ της βορειοανατολικής Μαύρης θάλασσας. Στην όμορφη αυτή πόλη της Μαύρης θάλασσας που αργότερα έγινε ονομαστό θέρετρο, θα γνωρίσει την δεύτερη γυναίκα του τη Σοφία, εξ αγχιστείας προγιαγιά του συγγραφέα.
     Έχουμε βέβαια και την ιστορία του Αντρέα, του γιου του Μίσια και πατέρα του Μιχάλη Αντρέιεβιτς, γεννηθέντα το 1933, ορφανού από πολύ μικρό παιδί από μητέρα, με πολλές μνήμες από τα προπολεμικά χρόνια και πολύτιμη πηγή για τον συγγραφέα για τη ζωή του Μίσια αλλά και για τις δυσκολίες του βιοπορισμού στον πόλεμο και στον εμφύλιο.
     Η ιστορία όμως που κόβει την ανάσα κυριολεκτικά, και σε κάνει να αναρωτιέσαι τι είναι ικανός ο άνθρωπος να αντέξει, είναι η ιστορία της Κατίν από το ιστορικό Καβακλί (προγιαγιά του συγγραφέα από την πλευρά της μητέρας του, Σταυρούλας) και του άντρα της του Παγώνη, ξεχωριστού στην πάλη διακεκριμένου πεχλιβάνη. Η Κατίν, μετά την άγρια δολοφονία του Παγώνη (1911 εποχή κυριαρχίας των εθνικιστικών ομάδων των νεότουρκων) στα 35 της, έζησε κυριολεκτικά έναν απίστευτο γολγοθά για να μπορέσει να σώσει τα 7 παιδιά της μέσα στον χειμώνα από τους διωγμούς και την πείνα, Φεβρουάριο του 1913…
     Μία από τις εγγονές της Κατίν, ίσως την πιο λατρεμένη της, την Σταυρούλα, θα γνωρίσει αργότερα ο Αντρέας και θα κλείσει ο κύκλος για να φτάσουμε στο σήμερα…
     Είναι γεγονός ότι οι ιστορίες από την προσφυγιά, από τον πόλεμο, από τον εμφύλιο, κι από κάθε ασταθή περίοδο της Ιστορίας με γιώτα κεφαλαίο, είναι ατέλειωτες και σε οδηγούν σε κόσμους διαφορετικούς, τόσο οικείους αλλά και τόσο ξένους με τη δική μας ταχύρρυθμη εποχή, η οποία χαρακτηρίζεται από άλλου είδους προβλήματα. Συναρπάζει όμως και μόνο η ιδέα ότι με διαφορά μόλις δύο τριών γενεών ο κόσμος είχε τέτοιου είδους έγνοιες και βάσανα, και ακροβατούσε ανάμεσα σε ζωή και θάνατο τόσο απλά, τόσο ακραία.
     Οι μηχανισμοί της πολιτικής, της Ιστορίας, της ανθρωπογεωγραφίας είναι πάντα καθοριστικοί στους βίους των ανθρώπων αλλά ακόμα περισσότερο σ’ αυτές τις γενιές που υπέστησαν διαρκείς διώξεις και μετακινήσεις. Η Θράκη, η Ανατολική ιδιαίτερα Θράκη, είναι ένας πολυδιάστατος κόμβος, πέρασμα ανάμεσα σε πλήθος διαφορετικών λαών, με πολλές μικροϊστορίες και ουσιαστικά ανεξερεύνητη από την Ιστορία -με γιώτα κεφαλαίο.
     Ο συγγραφέας, πέρα από την πλοκή μας ενσωματώνει πλούσια λαογραφικά και ανθρωπογεωγραφικά στοιχεία που στηρίζουν την αφήγηση και συμπληρώνουν ως απαραίτητο σκηνικό τις ανθρώπινες εμπειρίες. Και για να κατανοήσει ο αναγνώστης τα αίτια αλλά και το βάθος των γεγονότων, δεν μπορεί παρά να κάνει ιστορικοπολιτικές παρεκβάσεις (π.χ. για τη συνθήκη της Λωζάνης, για τους νεότουρκους, για τον βουλγαρικό επεκτατισμό κ.α.) υπενθυμίζοντάς μας και τις κοινωνικές και πολιτικές δυναμικές, που πολλές φορές προσδιορίζουν τις σχέσεις και τη μοίρα των ανθρώπων.
Χριστίνα Παπαγγελή
   
[1] Από την ανάρτηση του βιβλίου «Μίσια», αντιγράφω απόσπασμα σχετικό με την προσπάθεια διάσωσης των προφορικών αφηγήσεων:
     Ίσως πρόκειται για μια εξαιρετική περίπτωση. Και στις εξαιρετικές περιπτώσεις -και όχι μόνο- η ανάγκη για διατήρηση της μνήμης είναι επιτακτική· μια ανάγκη που δεν πηγάζει μόνο από περιέργεια και δίψα για γνώση, αλλά από την ανάγκη να προσανατολιστούμε στο παρόν και στο μέλλον. Γιατί το παρελθόν επιζεί στο παρόν, το φωτίζει, του προσδίδει βάθος· οπότε η διατήρηση της μνήμης, της Ιστορίας με γιώτα κεφαλαίο ΜΑΣ ΑΦΟΡΑ όλους, κι όχι μονάχα τους «συγγενείς». Ακόμα, γιατί η ρευστότητα της σύγχρονης εποχής, οι ταχύρρυθμες μεταβολές με την ανάπτυξη της τεχνολογίας, η περιβαλλοντική κρίση κλπ κλπ, επαναφέρουν το αίσθημα της απειλής, του φόβου. Ο φόβος έχει γίνει πια «δομικό στοιχείο της σύγχρονης κοινωνίας», όπως επισημαίνουν οι ιστορικοί και τα τραύματα του παρελθόντος μάς καλούν όχι μόνο για να πενθήσουμε αλλά για να τα κατανοήσουμε και να μάθουμε απ’ αυτά.
     Δεν είναι τυχαίο που τα τελευταία χρόνια έχει παρατηρηθεί τόσο μεγάλη άνθηση της προφορικής ιστορίας και θεμελίωσή της ως θεμιτή πηγή ιστορίας. Αλλά και η «λογοτεχνοποίηση» πλευρών της ιστορίας, όπως κι η αγάπη του κόσμου στα ιστορικά μυθιστορήματα αναδεικνύουν την ανάγκη να αποκτήσει η Ιστορία, -που την μαθαίναμε στο σχολείο σαν μια σειρά ξερών γεγονότων-, συγκινησιακό βάθος, ανθρώπινο και προσωπικό χαρακτήρα.

Κυριακή, Ιουνίου 29, 2025

Ένα πτώμα στην αυλή της Αμαλίας, Τεύκρος Μιχαηλίδης

Αναμφίβολα, οι κανόνες της ηθικής και του δικαίου
θα απαιτούσαν να γίνουν τα πράγματα διαφορετικά,
θα έπρεπε ο δολοφόνος και οι συνένοχοί του να υποστούν τη δίκαιη τιμωρία τους·
όμως ξέρεις πολύ καλά ότι δικαιοσύνη και πολιτική σπάνια συμβαδίζουν.
     Γλαφυρό κι ανάλαφρο το «ιστορικό» αυτό αστυνομικό μυθιστόρημα του αγαπητού συγγραφέα (Πυθαγόρεια εγκλήματα, Τα τέσσερα χρώματα του φεγγαριούΑχμές, ο γιος του φεγγαριού), γνωστού για την «μαθηματική μυθοπλασία» σε πολλά έργα του, αυτό που συμβατικά λέμε «μαθηματική λογοτεχνία». Όπως όμως λέει κι ο ίδιος ο συγγραφέας σε σχέση με άλλο έργο του, είναι άτοπο να προσπαθεί να βάλει κανείς μια «ταμπέλα», να κατηγοριοποιήσει δηλαδή τη λογοτεχνία.
     Είναι γεγονός πάντως ότι υπάρχει ένα ενδιαφέρον ιστορικό πλαίσιο, κι αυτό είναι η εποχή του Όθωνα. Πολλά ιστορικά πρόσωπα αναφέρονται, όπως του Κρίστιαν Άντερσεν, του Φλωμπέρ, του ζεύγους Χιλλ που ίδρυσαν το πρώτο Ελληνικό παρθεναγωγείο, και φυσικά του Όθωνα και της Αμαλίας -εφόσον το έργο διαδραματίζεται όπως υπαγορεύει κι ο τίτλος- στην αυλή του βασιλικού ζεύγους-, πρόσωπα που αλληλεπιδρούν με τους πλασματικούς, τους μυθιστορηματικούς χαρακτήρες. Άλλωστε η κεντρική ηρωίδα, που τελεί και χρέη ντετέκτιβ στην μυστηριώδη πλοκή, είναι η γνωστή από την ιστορία εθελόντρια νοσηλεύτρια Φλόρενς Νάιτιγκεϊλ[1] (1820-1910), μια δυναμική γυναίκα για τα δεδομένα της εποχής, με ισχυρή θέληση και πρωτοφανή παιδεία, που σύμφωνα με την Wikipedia ήξερε ελληνικά, και σύμφωνα με το σημείωμα του συγγραφέα βρέθηκε στην Αθήνα το 1850, την εποχή δηλαδή του Όθωνα. Ο αναγνώστης που ενδιαφέρεται για την Ιστορία, αντλεί ευχαρίστηση από τα ιστορικά/λαογραφικά στοιχεία κι από τις πολύ αναλυτικές σημειώσεις –παραπομπές που πληροφορούν για το πού σταματά η μυθοπλασία και πού η τεκμηριωμένη ιστορία (πολύ βασικό στοιχείο στα ιστορικά μυθιστορήματα, αν ο συγγραφέας θέλει να σέβεται τον αναγνώστη). Έτσι, υπάρχουν αναφορές π.χ. στην «θρησκευτική κοινότητα των διακονισσών του Κάιζερσβερτ», σε λογοτεχνικά κείμενα της εποχής, στην μισαλλόδοξη υπόθεση «Πατσίφικο» που οδήγησε την Αθήνα σε ναυτικό αποκλεισμό από τους Άγγλους, στην τραγική μοίρα του Θεόφιλου Καΐρη, στους λήσταρχους της εποχής, στις φυλακές στο Παλαμήδι. Επίσης, είναι μια εποχή που γίνονται πολιτικά παιχνίδια, κυκλοφορούν μυστικές επιστολές, γίνονται πολιτικές δολοφονίες και επομένως υποβόσκει ο φόβος του βασιλικού ζεύγους ότι θα πέσουν οι ίδιοι θύματα δολοφονικής επίθεσης. Οι μεγάλες δυνάμεις, κυρίως Αγγλία και Γαλλία (μην ξεχνάμε ότι υπήρχε το γαλλικό, αγγλικό και ρωσικό κόμμα) διαγκωνίζονται ποιος θα ωφεληθεί περισσότερο από το νεοσύστατο κράτος («δεν καταλαβαίνουν ότι τώρα είναι η κατάλληλη στιγμή να θέσουμε την Ελλάδα κάτω από τον πλήρη έλεγχό μας»). Τέλος, ο συγγραφέας μάς ζωγραφίζει πολύ παραστατικά την τότε Αθήνα, που από ένα ασήμαντο χωριό 20.000 κατοίκων έγινε η πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους.
     Η αστυνομική πλοκή αν και είναι κλασική, διατηρεί την αγωνία και την περιέργεια σε υψηλά επίπεδα: υπάρχει πτώμα, (η Αγγελική Δελβενιώτη, δεσποινίς επί των τιμών της βασίλισσας Αμαλίας), υπάρχει το ενδεχόμενο δολοφονίας κι όχι ατυχήματος ή αυτοκτονίας, υπάρχουν ύποπτοι, υπάρχουν μάρτυρες, συνεργάτες, πληροφοριοδότες, πικάντικες ιστορίες. Είναι αριστοτεχνικός ο τρόπος με τον οποίο ο συγγραφέας εμπλέκει την Φλόρενς Νάτινγκειλ στην εξιχνίαση του εγκλήματος (καθαρά μυθοπλαστικό στοιχείο), στην οποία αναθέτει την υπόθεση η ίδια η βασίλισσα προτείνοντάς της κι έναν έμπιστο βοηθό, τον Φραντς Κέσελ.
     Η Φράνσις Νάιτινγκεϊλ φέρεται να αναλαμβάνει την υπόθεση ενώ είναι ακόμα νεαρή, πριν δηλαδή το φιλανθρωπικό νοσηλευτικό της έργο, και δέχεται πρόθυμα από την ίδια την Αμαλία να απαντήσει στα καίρια ερωτήματα με το κοφτερό της μυαλό (τα άγχη της, οι αγωνίες, οι καταθλίψεις της είχαν ως αφετηρία την ανάγκη της να αισθανθεί χρήσιμη, ν’ απαλλαγεί από τη ράθυμη ευδαιμονία της αριστοκράτισσας/από τη στιγμή που ανάλαβα αυτήν την υπόθεση νιώθω άλλος άνθρωπος. Η ζωή μου απέκτησε, έστω και προσωρινά, κάποιο σκοπό). Έτσι, δεν διστάζει να αγνοήσει τους μικροτραυματισμούς, ακόμα και να βάλει σε κίνδυνο και τη ζωή της, προκειμένου όχι μόνο να βρει τον δολοφόνο και τους συνεργάτες του, αλλά και τους πληροφοριοδότες των εχθρικών βλέψεωνπου πιθανώς υπήρχαν μέσα στο βασιλικό περιβάλλον.
     Ασφαλώς, σ’ αυτό το προσωπικό σημείωμα δεν θα αποκαλύψω τον δολοφόνο ούτε καν τα κίνητρά του, θα αναφερθώ όμως στην επιδεξιότητα του συγγραφέα να δώσει πολιτική διάσταση στο επινοημένο έγκλημα, πατώντας γερά στα ιστορικά στοιχεία της εποχής, και κυρίως στην βρετανική πολιτική απέναντι σε Ελλάδα και Γαλλία, και τις διπλωματικές διαφωνίες (εποχή ναυτικού αποκλεισμού του Πειραιά με δυσβάσταχτους όρους[2]) αφήνοντας μια γλυκόπικρη γεύση στον αναγνώστη για τη μοίρα των αδύναμων λαών.
Χριστίνα Παπαγγελή
[1] https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A6%CE%BB%CF%8C%CF%81%CE%B5%CE%BD%CF%82_%CE%9D%CE%AC%CE%B9%CF%84%CE%B9%CE%BD%CE%B3%CE%BA%CE%B5%CF%8A%CE%BB
[2] Στις 25 Ιουνίου 1850, ο λόρδος Πάλμερστον, Βρετανός υπουργός Εξωτερικών, μετέπειτα πρωθυπουργός, σε μια ιστορική ομιλία-ρεκόρ (5 ωρών) εξήγησε στο βρετανικό Κοινοβούλιο γιατί είχε ηθική υποχρέωση να προχωρήσει στον ναυτικό αποκλεισμό της Ελλάδας (διακινδυνεύοντας πόλεμο με Γαλλία και Ρωσία). Και καταχειροκροτήθηκε. Το εις βάρος του αρνητικό κλίμα είχε μετατραπεί σε θετικό.

Τετάρτη, Μαρτίου 26, 2025

Ο μπιντές και άλλες ιστορίες, Μάριος Χάκκας

Κι εγώ που θα’ θελα να βγαίνουν οι στίχοι όπως αναπνέω,
όπως μιλάω, όπως περπατάω,
πρέπει να περιμένω τις εξαιρετικές μου στιγμές,
γι’ αυτό και οι στίχοι μου σπάνιοι
    Ένας ασπρόμαυρος «σαν πρόλογος» -σε αντιστοιχία με τον μαυρόασπρο επίλογο- μάς εισάγει στον σπαραχτικά ασυμβίβαστο και ασύμβατο κόσμο του Μάριου Χάκκα, ο οποίος με παιγνιώδη τρόπο σκάβει βαθιά μέσα του και μαστιγώνει τον εαυτό του με ανελέητη εντιμότητα, προκειμένου να απαντήσει στα θεμελιώδη ερωτήματα: ποιος αλήθεια είμαι, πού πάω, τι αξίζει στη ζωή, ποιο είναι το έσχατο νόημα: αυτοαποκαλείται ένα σκυλάκι που γαβγίζει χωρίς να δαγκώνει, ένας παράξενος απελευθερωτής καναρινιών, ένας ανίατος ιδεοκράτης που πετροβολάει τον αέρα σ’ έναν μάταιο πόλεμο, γράφοντας συνθήματα οργής πίσω από πόρτες δημοσίων καμπινέδων. Και πάντοτε τον συνοδεύει η μνήμη της πολιτικής εξορίας -σ’ έναν δρόμο φυτεμένο με πέτρες, στα πέλματα φάλαγγα· η μνήμη του ξεριζωμένου, του διωγμένου, ίσως του ηττημένου από τον συμβιβασμό, μα ουσιαστικά από την παράλογη τάξη πραγμάτων. Τέλος, δυο χρόνια αργότερα νικιέται από τον θάνατο, εφόσον μέσα στη χούντα ήταν που έχασε τη ζωή του νεότατος, από επιθετικό καρκίνο (41 χρονών, 1972).
     Το πικρό χιούμορ που φτάνει στον (αυτο)σαρκασμό, ένα ύφος που αγγίζει το σουρεαλιστικό υπαρξιακό παράλογο του Νίκου Καρούζου ή του Χρήστου Βακαλόπουλου, είναι γνώριμο από το πιο γνωστό του έργο, «Το κοινόβιο», συλλογή διηγημάτων κι αυτό, που ήταν βέβαια και το τελευταίο (γράφτηκε κι εκδόθηκε το 1972, τη χρονιά δηλαδή που ο Χάκκας έφυγε από τη ζωή). Βρίσκουμε και στον «Μπιντέ» πιο πρώιμο ίσως, το ύφος το λαϊκό, το προφορικό, πρωτοπρόσωπο ή δευτεροπρόσωπο, σχεδόν πάντα εξομολογητικό και βιωματικό. Πολλές φορές με λογοπαίγνια (παρκόμετρο/παρκόμουτρο, καίτοι/Καίτη κ.α.), άλλοτε χωρίς συνοχή, πρόκειται για μια ιδιάζουσα γραφή, αιρετική, με πολύ συναίσθημα, πολλή απόγνωση, υπερρεαλιστική ενίοτε που φτάνει στον ντανταϊσμό, αλλά που ποτέ δεν φτάνει στο μελό. Κι ας έχει σχεδόν πάντα τραγικό/απελπισμένο περιεχόμενο η αφήγηση. Ωστόσο, ενώ στο «Κοινόβιο» που είναι η τελευταία συλλογή του συγγραφέα, πέρα από την απροσχημάτιστη αναφορά στο επικείμενο τέλος, έχουμε ένα «κάλεσμα των συντρόφων», των -αριστερών- συναγωνιστών, όλων αυτών που σπατάλησαν τη ζωή τους σ’ έναν αγώνα χιμαιρικό και δονκιχωτικό, τα διηγήματα του «Ο Μπιντές και άλλες ιστορίες» εστιάζουν στον συμβιβασμό στην αστική ζωή, που τόσο προσπάθησε να αποφύγει ο συγγραφέας –άλλωστε αυτό σηματοδοτεί και το «σύμβολο» μπιντές στο αντίστοιχο διήγημα[1] .
     Τινάζω τις γέφυρες πίσω μου και καίω τα καράβια μου
     Ο σύγχρονος «μιθριδατισμός»[2] βασανίζει τον συγγραφέα ήδη από το πρώτο διήγημα («Το τσαλάκωμα»), που μας εισάγει στην πρώτη ενότητα των διηγημάτων, «Εξομολογήσεις» (πιο προσωπικές, πιο υποκειμενικές θεωρήσεις). Άλλωστε η πρώτη λέξη του διηγήματος, επομένως και του βιβλίου, είναι «ανεπαίσθητες»: ανεπαίσθητες οι πτώσεις, οι αλλαγές, οι ολισθήσεις στην «παρδαλή/εκτρωματική εποχή μας» -γάμος, σκρίνια, μπιντέδες, γραβάτες (ήταν τότε που είπαμε να στρώσουμε, να γίνουμε άνθρωποι, όπως οι άλλοι). Προσπάθειες ατελέσφορες να ξεχαστούν οι ελπίδες, οι αγώνες, οι μετάνοιες και οι υπεύθυνες δηλώσεις (τέλος ήρθε και η δήλωση, η μόνη υπεύθυνη). Δεν μπορεί κανείς, διαβάζοντας το διήγημα αυτό (αλλά και τα περισσότερα διηγήματα του βιβλίου) να μη σκεφτεί τους «τσαλακωμένους» του Ντίνου Χριστιανόπουλου: ο νους μου πάει στους τσαλακωμένους,/σ’ αυτούς που ώρες στέκονται σε μια ουρά,/έξω από μια πόρτα ή μπροστά σ’ έναν υπάλληλο,/κι εκλιπαρούν με μια αίτηση στο χέρι/για μια υπογραφή, για μια ψευτοσύνταξη.
     Στο διήγημα «Ο φόνος», ο αφηγητής διαπράττει έναν φόνο που «δεν θυμάται πότε τον έκανε»· ουσιαστικά χλευάζει, καταγγέλλει, μάλλον καταδίδει τον ίδιο του τον παλιό εαυτό (κι όμως, μια φορά κατέδωσα κάποιον για φόνο. Έδωσα τα στοιχεία του, δεν έχει σημασία που συμπίπταν με τα δικά μου). Απαλλάχτηκε -επιτέλους- από Μαρξ και Σπινόζα (προτιμώ έναν σπίνο να κελαηδά την αυγή) αλλά… δεν ξέρει πού είναι το πτώμα, ούτε γιατί διαπράχτηκε ο φόνος· άλλωστε, ο φόνος συνεχίζεται σε κάθε επόμενο συμβιβασμό, σε κάθε πρόσωπο που απορρίπτει.
     Το αίσθημα της ήττας φτάνει μέχρι την ανάγκη αυτοκαταστροφής, που εκφράζεται στο διήγημα «Αυτοπυρπόληση». Μια φαντασίωση που δεν εξυπηρετεί κάποιον αγωνιστικό σκοπό, μα προέκυψε ίσως από την απελπισία μπροστά στον ενδεχόμενο καρκίνο (κάπως προφητικό;), τον ωθεί να σκεφτεί πώς θα συντάξει την αυτοσαρκαζόμενη επιστολή, όπου οραματίζεται το «υπερθέαμα» της αυτοπυρπόλησης, τις εντυπώσεις/αντιδράσεις των άλλων και τις τελευταίες του κουβέντες. Η προσγείωση έφερε την κάθαρση (Επιτέλους ο γιατρός μίλησε. Δεν είναι τίποτα/Μού’ κοψε όλη τη φόρα). Ωστόσο, γνωρίζουμε ότι το 1970 ο συγγραφέας είχε πάρει την διάγνωση του καρκίνου, όπως άλλωστε υποψιαζόμαστε στο διήγημα «Το τρίτο νεφρό».
     Τίποτα δεν έχει νόημα μπροστά στα παιδιά που σκοτώθηκαν, που χάσανε τη ζωή τους χωρίς αποτέλεσμα, ούτε οι ιδέες, ούτε τα χειροκροτήματα, ούτε οι οπαδοί, ενώ "όλοι είναι γραπωμένοι από κάπου, κι εγώ τους λέω πως δεν έχει νόημα ούτε η σκέψη τους ούτε η πράξη τους, δεν έχει νόημα τίποτε, ούτε καν αυτές οι φράσεις, πολύ περισσότερο οι κακίες μου κι οι καλοσύνες των άλλων". Ο Μάριος Χάκκας λέει απερίφραστα στο διήγημα «Κατά Μάικ»[3] ότι του αρέσουν «οι απελπισμένοι, αυτοί που καπνίζουν αβέρτα τσιγάρα/ξημερώνονται στα ξενυχτάδικα» κλπ, θυμίζοντας το ποίημα του Μπουκόβσκι που γράφτηκε δέκα χρόνια πριν (1960): «Πάντα συμπαθούσα τους παλιανθρώπους, τους παράνομους και τα ρεμάλια…/Δε τα γουστάρω εκείνα τα καλοξυρισμένα αγοράκια, με τη γραβάτα και την καλή δουλειά./Μου αρέσουν οι απελπισμένοι άνθρωποι, οι άνθρωποι με τα σπασμένα δόντια, τα σπασμένα μυαλά και τους σπασμένους τρόπους».[4]
     Όχι δεν υπάρχει πουθενά και ποτέ δικαίωση (κάθε είδους δικαίωση είναι κατασκευή) και τίποτα δεν υπάρχει πέρα από τη μοναδικότητα της κάθε ύπαρξης στο παρόν (το μόνο που υπάρχει είναι η στιγμή που περπατάς ή που στέκεσαι κατά ένα τρόπο που ποτέ άλλος άνθρωπος δε στάθηκε ή δεν περπάτησε, εννοώ μ αυτή τη φάτσα και μ’ αυτό το σουλούπι μέσα στο χώρο/παραπέρα δεν έχει), ενώ σε άλλο διήγημα («Η τοιχογραφία»), με αφορμή την τοιχογραφία στην Καισαριανή του «εμπεσόντος εις ληστάς», όπου όλα τα πρόσωπα παριστάνονται πανομοιότυπα (και ο «εμπεσών» και ο μη «εμπεσών»), σαρκάζει, λέγοντας ότι το βασικό συμπέρασμα είναι ότι ο ίδιος άνθρωπος δέρνει, δέρνεται και περιθάλπει. Ο Μάριος Χάκκας απογειώνει με χιούμορ την ερμηνεία του ενισχύοντάς την με παραδείγματα μεταστροφής γνωστών και χωριανών (που από θύτες έγιναν θύματα ή το αντίστροφο), ενώ καταλήγει στο πιο «σύγχρονο» νόημα της τοιχογραφίας, στο πλαδαρό και ομοιόμορφο της καταναλωτικής κοινωνίας, κάτι το γενικό που απλώνεται -τέρας- σ’ όλη την Αθήνα.
     Μια υπόνοια λήθης ή τουλάχιστον «συμφιλίωσης» με το παρελθόν των πέτρινων χρόνων αποτελεί το τελευταίο διήγημα του βιβλίου με τον εμβληματικό τίτλο «Μη μόναν όψιν» (γνωστή η καρκινική επιγραφή που διαβάζεται και ανάποδα), όπου ένας γνώριμος… σβέρκος τον επαναφέρει στην εποχή όπου οι αλληλοσκοτωμοί τον έφεραν μ' ένα περίστροφο Σμιθ στο χέρι να έχει την αποστολή να σκοτώσει (Αυτός. Μεγάλο κάθαρμα. Προχθές πυροβόλησε έναν δικό μας. Χαροπαλεύει ακόμα). Η μοιραία συνάντηση, χρόνια μετά καταλήγει στη ρήση: «Όσοι μπλεχτήκαμε τότε, στο ίδιο καζάνι βράζουμε».
Επικοινωνείτε με συσκευές,
μεσ’ από αριθμούς και καλώδια
     Το επιστέγασμα του παράλογου συμβιβασμού, εκφράζεται στο διήγημα «Ο μπιντές», που έδωσε το όνομα όχι μόνον στην τρίτη ενότητα αλλά και σ’ όλη τη συλλογή. Η ανυπαρξία καμπινέ, την εποχή που ο ήρωας ήρθε από την επαρχία και κυκλοφορούσαν τα «πακετάκια» από εφημερίδα (εκείνο τον καιρό ήμουν ένας κεφάτος άνθρωπος με λίγες ανάγκες) αντικαθίσταται από την εποχή του γάμου (καθαρά σιδερωμένα πουκάμισα με κουμπιά, ψυγείο, πλυντήριο κλπ, δηλαδή ένα «σπίτι κομπλέ» πλην… τουαλέτας), και το πλύσιμο στη σκάφη το αντικαθιστά η μπανιέρα, τα πλακάκια και φυσικά… ο μπιντές! Είναι το κερασάκι στην τούρτα, αυτό που κάνει τον αφηγητή να αναφωνήσει: «Τ’ άλλα είδη δεν με πειράξανε. Κομμάτια να γίνει (…). Μόνο ο μπιντές μού την έδωσε και πήρε μπάλα και τ’ άλλα», καθώς συναισθάνεται ότι ο μπιντές τον κοιτάζει και «τον κοροϊδεύει», γιατί όλα τα χρόνια αγώνα, θυσίας, εξορίας σπαταλήθηκαν για να καταλήξουν στο να μπορέσει να έχει ένα σπίτι με μπιντέ (όλο το λεκανοπέδιο της Αττικής είχε μεταβληθεί σ’ έναν απέραντο μπιντέ κι είχαμε καθίσει όλοι πάνω και πλενόμασταν, πλενόμασταν, πλενόμασταν…). Σημειωτέον ότι το κέντρο της άρχουσας αστικής ζωής, η πλατεία Κολωνακίου[5], ονομαζόταν κάποτε «μπιντές»[6]!
     Το μικροαστικό «βόλεμα» εκφράζεται και τελείως σουρεαλιστικά στο διήγημα «Οι θέσεις»: ο ένα-με-την-πολυθρόνα «υπάλληλος στα γραφεία του κόμματος» (ένα τσαλακωμένο ανθρωπάκι έτοιμο να εισπράξει τη φάπα του) υποδέχεται έναν πελάτη που ζητά «τη θέση» (δεν με καταλάβατε, δεν ήρθα να καταλάβω τη θέση σας. Είμαι γενικά εναντίον των θέσεων, και για να εμβαθύνουμε, εναντίον των «θέσεων» που στηρίζουν τις θέσεις). Παράλληλα, με λογοπαίγνια και σχήματα λόγου, προφανώς σαρκάζεται και η μανία για «θέσεις» και απόψεις κομματικές (πήξαμε από «θέσεις» κι οι «θέσεις» πήξανε/αν δεν κατασταλάξουν δεν είναι θέσεις, είναι απλές σκέψεις του λέγοντος)(!!!). Η αλλοτρίωση κορυφώνεται και στο διήγημα «Το λαχείο», όπου ένας άνθρωπος ήθελε να είναι ελεύθερος, αλλά βουτηγμένος στη μικροαστική ζωή εναποθέτει τις ελπίδες του στο λαχείο (χρήμα για χρόνο, ελεύθερο χρόνο, απεριόριστα ελεύθερο χρόνο, μόνον ελεύθερο χρόνο, μετατρέποντας όμως κι αυτόν σε χρόνο με κοινωνική σημασία), για να αντικρίσει εξαίφνης κατάματα τον εαυτό του όπως ήταν πριν είκοσι χρόνια (θυμήθηκε τη σπιθίτσα στα μάτια του, το πλατύ του χαμόγελο, την πίστη που φώλιαζε μέσα του, στον εαυτό του τον ίδιο, όχι στην τύχη και στα λαχεία).
Πρωτόγονη Καισαριανή, δεν υπάρχεις πια
     Η ειρωνεία και ο σαρκασμός αφορούν όχι μόνο την αλλοτρίωση του εαυτού του, ή την προσωπική αλλοτρίωση των γύρω του, αλλά και τον συλλογικό κομφορμισμό, ένα αίσθημα ήττας που αφορά το κοινωνικό σύνολο (τι μ’ έχει πιάσει και γελοιοποιώ τα πάντα; Μπορεί πάλι τα πράγματα να είναι σοβαρά και το γελοίο να φωλιάζει μέσα μου). Ένα είδος «επικήδειου» της κατοχικής Καισαριανής ξεδιπλώνεται ποιητικά στο διήγημα «Η τοιχογραφία», καθώς η Καισαριανή γίνεται το σύμβολο ενός κόσμου διαψευσμένου. Δεν υπάρχει πια η Καισαριανή του «βερεσέ στον μπακάλη», η Καισαριανή των «κοινόχρηστων αποχωρητηρίων» και της «ξυλοκοπίας» (όλα ήταν αγνά και παρθενικά, στην πρώτη γέννησή τους, ωσάν τα περιστατικά αρχαίας τραγωδίας/όλα στην πηγή, στο αρχικό φανέρωμά τους). Η Καισαριανή, ο μυθικός για τον Χάκκα τόπος των αγωνιστών (αλλά και του δωσιλογισμού), τώρα σαν «γέρικο σκυλί γλείφει τις πληγές της για επούλωση».
     Στο διήγημα «Το νερό», με αφορμή μια κρήνη στο μοναστήρι της Καισαριανής που είχε τη μορφή κριαριού, αλλά ένας βυζαντινός καλόγερος την μετέτρεψε σε… αμνό (δεν τα πολυκατάφερε, γιατί εκείνο, παρά τα κουτσουρεμένα κέρατά του, εξακολουθεί να έχει την όψη κριαριού), αποπειράται να ερμηνεύσει τη συμπεριφορά των κατοίκων με «μπούσουλα ετούτο το νερό». Όταν λείπουν τα πάντα (φαγητό, νερό κλπ έρχονται οι ιδέες (πες το ιδέα, πες το Λευτεριά, το ίδιο μου κάνει), και σ’ ένα κρεσέντο ποιητικό ο συγγραφέας αποτείνεται στη Λευτεριά, στη λευτεριά του τότε και του τώρα, στη λευτεριά της αυλής, του ούζου και του ταβλιού, τώρα στην εποχή της ταχύτητας και των αυτοκινήτων, του κουστουμιού και της γραβάτας (πού να κοιτάξω χέρια και αλυσίδες) και του «τώρα με γεμάτο στομάχι πώς να σκεφτείς τις ιδέες».
Δεν φτάνεις στην ποίηση μόνο με λέξεις
     «Κατά των ανθέων» δηλώνει ο συγγραφέας στο ομώνυμο διήγημα, καθώς, όπως λέει, δεν ξέρει αν είναι ποιητής ή πεζογράφος, αλλά… σίγουρα δεν είναι ζωγράφος. Κι αν ήταν δεν θα ζωγράφιζε ποτέ λουλούδια, θα προτιμούσε να ζωγραφίζει … αρχίδια που θα είχανε μια αμεσότητα που λείπει από τη ζωή μας πολύ, παρά αυτή η μετατόπιση του σεξουαλισμού προς τα άνθη. Κάνει έξαλλες τις φίλες του, ζωγραφίνες και μη, όταν εκθέτει αυτές τις απόψεις του, πιστοποιώντας ότι οι γυναίκες θέλουν αισθηματολογίες, αποσιωπητικά και μασημένες κουβέντες.
     Ωστόσο τα λουλούδια κοσμούν κι άλλα δυο διηγήματα γεμάτα πικρό σαρκασμό, το «Τρία τριαντάφυλλα κόκκινα» όπου η βαρυπενθούσα μητέρα παραγγέλνει για το νεκροταφείο μια βαμμένη πένθιμη -ψεύτικη- ανθοδέσμη, αλλά και τρία κόκκινα τριαντάφυλλα «για το σπίτι». Τρία πλαστικά τριαντάφυλλα, ψεύτικο σύμβολο… ζωγραφίζοντας στη ζωή μια συνέχεια. Ακόμα πιο πεισιθανάτιο είναι το «Ένα κρανίο γεμάτο λουλούδια», καθώς «το φεγγάρι έκαιγε» και η παρέα δειπνά γύρω από το τραπέζι, μια παρέα που όλα τα βρίσκει ψεύτικα κι αβάσταχτα, η Νούλα βγάζει το καπέλο της («το μοναδικό κάδρο που φορούσε καπέλο»). Ένα καπέλο με μαραμένα λουλούδια που «στούμπωναν το εσωτερικό του κρανίου». Μερικοί σκύβαν πάνω απ’ την άβυσσο μήπως και διακρίνουν στο σκοτάδι της ποίησης νέα σχήματα, ρίζες για νέα λουλούδια.
     Μπορεί να μην είμαι ποιητής ούτε καν πεζογράφος, σημειώνει ο συγγραφέας, αλλά τον απασχολεί η γλώσσα, η έκφραση, η τέχνη. Δεν υπάρχει βέβαια τέχνη αυθεντική αν δεν «ματώσεις», είναι η άποψή του (δε γίνεται να φτάσεις στο ποίημα από διαβάσματα και μόνο). Κι ο Χάκκας ματώνει, ματώνει γιατί ξέρει πια ότι δεν έχει πολύ καιρό μπροστά του (βιάζομαι, αυτό είναι όλο/θέλω να μείνω, να μείνω, ρίχνοντας αδιάκοπα κέρμα, έτσι που να φτάσω στο τέρμα συμπληρώνοντας το μέσο ποσοστό της ζωής). Έτσι, προβάλλει σαρκαστικά και καρναβαλικά μια στάση αδιαφορίας απέναντι στην υστεροφημία, που είναι βέβαια διάχυτη σε όλο του το έργο αλλά πολύ προφανής στο διήγημα «Γκορπισμός». Γκορπισμός (=ελαφρά νευρασθένεια), ένας δικός του όρος, με επίκεντρο τον ποιητή Γκόρπα (ποιος είναι ο Γκόρπας; Να πά να τον μάθετε), ένας ποιητής αριστερός, ψιλοάγνωστος και περιθωριακός της εποχής, με τον οποίο νιώθει μια ψυχική σύνδεση (μόνο εμείς πήραμε τόσο σοβαρά αυτήν την υπόθεση/τα γραφτά μας χωρίς κώλο ούτε μύτη): δεν υπάρχει για μας κοινωνικό ψεύδος, είτε επειδή ήρθαμε πολύ νωρίς, είτε πολύ αργά, δεν υπάρχει συγγραφικό ψεύδος γιατί διαλυθήκαμε μαζί με τα πράγματα. Αναγνωρίζει τον ριζοσπαστισμό και τη δριμύτητα του ποιητή Γκόρπα, ωστόσο τον περνάει κι αυτόν από μια κρισάρα ειρωνείας (είναι κι αυτή η ματαιοδοξία που συμπεριφέρομαι γκορπικά).
           «Οι εξαιρετικές μου στιγμές»
Το πρόσωπό σου η νύχτα·
Η μέρα, τα μαλλιά σου.
Αν ξαναμπλέξω με γυναίκα
θα’ ναι νύχτα τα μαλλιά της,
το πρόσωπό της μέρα.
     Ωστόσο, υπάρχει ένα διήγημα-εξαίρεση, όχι μόνο γιατί δεν αποπνέει μηδενισμό κι απόγνωση, όχι μόνο γιατί εξυμνεί με κατάφαση την ομορφιά και τη ζωή, αλλά γιατί, κόντρα στην «αντιποιητική» διάθεση να σπάσει κάθε καθιερωμένη φόρμα (ποιητική/λογοτεχνική), εκφράζει σπάνιο λυρισμό και ερωτισμό. Είναι όντως εξαίρεση το διήγημα «Οι εξαιρετικές μου στιγμές». Είναι οι στιγμές που «έρχονται χιλιάδες στίχοι», κι ο συγγραφέας απευθύνεται στο β’ ενικό στον έρωτά του, στο αντικείμενο του πόθου που τον κάνει να υπερβαίνει κάθε μικρότητα της ζωής (π.χ. πότε και πόσες φορές έκανα δήλωση, ακόμα και τι έγραφα μέσα):
     -Εσύ αφανίζεις στο μαυράδι των ματιών σου τη γελοία καθημερινότητά μου, στα ψιχαλιστά ματάκια σου όλα γίνονται θολός ουρανός και γόνιμη μπόρα.
     - (…) όταν ξανάρχεσαι, βουτώ μικρός ιππόκαμπος στα σπλάχνα σου, ατέλειωτα θαλασσινά λιβάδια και πάνω μας τα κύματα σαρώνουν την καθημερινότητά μου, κτίσματα στην άμμο.
     Και εκ του αντιθέτου, η γυναίκα που φεύγει στο «Ένας χωρισμός», αφήνοντας τον αφηγητή σαν γερασμένο χελιδόνι, χωρίς χέρια, χωρίς τη γλάστρα με τις πεταλούδες που’ μοιαζαν πανσέδες ξεσηκώνει καταιγίδα συναισθημάτων που της απευθύνει (δεν ήσουν άνθρωπος εσύ, δεν ήσουν/άστατη κι ακατάστατη/όχι πως με νοιάζει και πολύ η απουσία σου/επιστρέφεις κρατώντας αγκαλιά τη γλάστρα).
Το νοσοκομείο μοιάζει λίγο πολύ με φυλακή
     Άφησα για το τέλος την αναφορά στα πιο σπαραχτικά διηγήματα, αυτά που αφορούν τον θάνατο (κάνοντας μια αυθαίρετη ομαδοποίηση, άσχετη με τις ενότητες του συγγραφέα)…
     Στο «Περίπτωση θανάτου», άνθρωποι «τέλειοι», ακέραιοι, που τακτοποιούν τα πάντα ενώ βρίσκονται στο κατώφλι του θανάτου, όπως η κυρα- Μαρία που στο νεκροκρέβατό της μάλωσε την αδερφή της που ήρθε να την επισκεφτεί («Γιατί να’ ρθεις σε μένα; Τους ζωντανούς να νοιάζεστε»), ή η κυρία Κούλα που πήγε στους αγίους τόπους για να αγοράσει τα.. σάβανα. Κι εδώ ο συγγραφέας δεν ειρωνεύεται, αλλά εξομολογείται ότι εκείνος είναι πάντα «ανέτοιμος», με χιλιάδες εκκρεμότητες, χωρίς φίλους, ιδέες και οπαδούς, χωρίς χρόνο και κουράγιο (εγώ διαπυήθηκα τόσο από την σαπίλα του καιρού μου που δεν θα ‘χω το κουράγιο εκείνες τις στιγμές να κάνω την κίνηση που αποδιώχνει μια μύγα).
     Το διήγημα «Το καμιόνι», είναι ένας επικήδειος στον φίλο και σύντροφο Μήτσο που «κλάταρε νωρίς» («Με κυνηγάει ο θάνατος από τα σαράντα ένα»). Ο φωτογράφος, στο ομώνυμο διήγημα, μεγεθύνει φωτογραφίες νεκρών, που παραγγέλλουν κατά κανόνα χήρες. Μόνο μία σπαράζει μέχρι το τέλος γιατί δεν αναγνωρίζει τον άντρα της στη φωτογραφία, παρά τις αλλεπάλληλες απόπειρες (Είμαι ένα κάδρο. Φοράω γραβάτα, έχω μαλλιά εκεί που μου λείπουν, κόκκινα χείλη και κέρινα μάτια).
    Το νοσοκομείο μοιάζει λίγο πολύ με φυλακή, μόνο που η λειτουργία του είναι σαν προθάλαμος για την αναχώρηση. Δεν υπάρχει εδώ ελπίδα, ούτε μέλλον κι ο Χάκκας δηλώνει ξεκάθαρα εδώ, όπως το έκανε και στο «Κοινόβιο» ότι όχι, δεν θα καμφθεί πριν το τέλος, δεν θα λυγίσει μπροστά στον φόβο του μηδενός (κι αν από θολούρα το ρίξω στη θρησκεία, να μη ληφθεί καθόλου υπόψη!). Όχι, δεν υπάρχει παρηγοριά, είναι ολομόναχος κι όλα τα έχει εγκαταλείψει «μεσ’ στη λάσπη»: ήλιο, ιστορία, τροχό.
     «Γιατί να μην έχω κι ένα τρίτο νεφρό;», αναφωνεί στο «Το τρίτο νεφρό», κι ίσως τότε την απελπισία να την μετέτρεπε σε πίστη… Κι εδώ, σ’ αυτό το επιθανάτιο αφήγημα όπου υπαινίσσεται την παράταση που του δίνουν οι γιατροί εξασφαλίζοντας μια ζωή γεμάτη μπουκάλια, ζαλάδες πόνους, μιζέριες (ίσα ίσα που προλαβαίνεις να πετάξεις ένα βιβλίο γεμάτα ούρα) «εκσφενδονίζει βεγγαλικά» τη μεγαλειώδη φράση:
     Δεν θέλω χρόνο, ζωή θέλω,
μόλο που το δεύτερο προϋποθέτει το πρώτο,
ζωή να τη σπαταλήσω πίσω από τις φράσεις,
ζωή να χτίσω παραγράφους, να οικοδομήσω ένα έργο
δίνοντας στο λόγο μια τρίτη διάσταση.

 Χριστίνα Παπαγγελή

[1] Δεν μπορεί κανείς να μη σκεφτεί το «διάσημο» ουρητήριο (urinoir) του διάσημου πρωτοπόρου Γάλλου σουρεαλιστή και ντανταϊστή Marcel Duchamp (https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9C%CE%B1%CF%81%CF%83%CE%AD%CE%BB_%CE%9D%CF%84%CF%85%CF%83%CE%AC%CE%BD)
[2] η διαδικασία κατά την οποία (δυσάρεστες) αλλαγές που έρχονται βαθμιαία, με πολύ αργό ρυθμό, σε βάθος χρόνου γίνονται ανεπαίσθητες https://el.wiktionary.org/wiki/%CE%BC%CE%B9%CE%B8%CF%81%CE%B9%CE%B4%CE%B1%CF%84%CE%B9%CF%83%CE%BC%CF%8C%CF%82
[3] Σύμφωνα με τον Μιχάλη Χρυσανθόπουλο (Το αμφίσημο γέλιο στη συλλογή «Ο μπιντές και άλλες ιστορίες» του Μάριου Χάκκα), το διήγημα «Κατά Μάικ» συσχετίζεται με το «Κατά Σαδδουκαίων» του Μιχάλη Κατσαρού
[4] Henry Charles Bukowski (16 Αυγούστου 1920 — 9 Μαρτίου 1994)
«Όποιον και να ρωτήσετε, θα σας πει ότι δεν είμαι και πολύ καλός άνθρωπος.
Δεν ξέρω τι σημαίνει αυτή η λέξη.
Πάντα συμπαθούσα τους παλιανθρώπους, τους παράνομους και τα ρεμάλια…
Δε τα γουστάρω εκείνα τα καλοξυρισμένα αγοράκια, με τη γραβάτα και την καλή δουλειά.
Μου αρέσουν οι απελπισμένοι άνθρωποι, οι άνθρωποι με τα σπασμένα δόντια, τα σπασμένα μυαλά και τους σπασμένους τρόπους.
Αυτοί με ενδιαφέρουν.
Είναι γεμάτοι εκπλήξεις και εκρήξεις.
Για μένα οι έκφυλοι έχουν περισσότερο ενδιαφέρον από τους αγίους.
Οι αλήτες με ξεκουράζουν, γιατί και ‘γω αλήτης είμαι.
Δε γουστάρω τους νόμους, τη θρησκεία, την ηθική και τους κανόνες.
Δε γουστάρω να με φορμάρει η κοινωνία στα μέτρα της…»
[5] «Λαός και Κολωνάκι», τίτλος ελληνικής ταινίας του 1959
[6] https://www.mixanitouxronou.gr/mpintes-to-antisimvatiko-steki-tis-megaloastikis-athinas-opou-mazevontan-i-xenichtides-eki-dieprepse-o-gonos-mias-plousias-ikogenias-pou-kikloforouse-me-trakter-gia-na-min-ton-xanatrakaroun/

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 03, 2025

Και οι νεκροί ας θάψουν τους νεκρούς τους, Μιχάλης Αλμπάτης

Τους ζωντανούς να φοβάσαι,
όχι τους πεθαμένους
     Σπάνια με προσελκύουν τα βιβλία που έχουν έντονο το φανταστικό ή το υπερφυσικό στοιχείο, κι έτσι ξεκίνησα με πολλή επιφύλαξη το συγκεκριμένο, εφόσον στην πρώτη φράση του οπισθόφυλλου αποκαλύπτεται το βασικό «εύρημα»: ένα νεαρό αγόρι ανακαλύπτει, στην κηδεία κάποιου συγγενή του, πως έχει την ικανότητα να ακούει τις σκέψεις των νεκρών. Συνέχισα παρόλ’ αυτά με όρεξη, λόγω της πολύ συναρπαστικής γραφής (και την μη ύπαρξη άλλου φανταστικού/αυθαίρετου στοιχείου), και, καθώς το τελείωσα πια με αμείωτο ενδιαφέρον, μπορώ να πω με σιγουριά ότι το εύρημα αυτό ήταν ένας εξαιρετικός τρόπος για να διεισδύσει ο συγγραφέας όχι μόνο στην ανθρώπινη ψυχή και τα πάθη της (έρωτας, σεξ, φιλοδοξίες κλπ), αλλά και στην επιθανάτια αγωνία, στο μυστήριο του θανάτου και της σχέσης των ζωντανών με τους νεκρούς.
     Γιατί, όπως επισημαίνει κι ο κεντρικός ήρωας, ο 15χρονος Φανούρης, μετά από την εμπειρία της επικοινωνίας του με καμιά 15αριά νεκρούς, οι νεκροί «λένε πάντα την αλήθεια». Δεν έχουν κανένα λόγο να κρύψουν πια, από κανέναν τίποτα (τους πιάνει όλους μια μανία να φανερώσουνε ό, τι κρατούσανε κρυφό ως τότε, μαρτυράνε τα πάντα…). Έτσι, ο αυθορμητισμός τους και η αφοπλιστική ειλικρίνεια με την οποία αντιμετωπίζουν τη ζωή τους αλλά και τους ζωντανούς αιφνιδιάζουν, και προκαλούν γέλιο στον -ζωντανό!!- αναγνώστη, ανάμεικτο με γλυκόπικρες σκέψεις, σχετικές με τις αξίες της ζωής και το νόημα ζωής και θανάτου…
     Την υπερβολή διασώζει το χιουμοριστικό, σκωπτικό ως καρναβαλικό ύφος, που ποτέ όμως δεν γίνεται σαρκαστικό/κυνικό· είναι φανερό ότι ο συγγραφέας αντιμετωπίζει με συμ-πάθεια τα ανθρώπινα πάθη και την «αδύναμη» ανθρώπινη φύση, που δεν παύει όμως να υψώνεται ενίοτε και σε επίπεδα ψυχικού μεγαλείου.
     Βρισκόμαστε λοιπόν στη δεκαετία του ’50, στην Κρήτη σ’ ένα μικρό ορεινό χωριό. Ο ήρωάς μας, ο Φανούρης, παραγιός στο μπακάλικο του χωριού, ορφανός από πατέρα και με κοντά παντελονάκια ακόμα -πριν ακόμα κλείσει τα 15 του χρόνια- παρίσταται για πρώτη φορά σε κηδεία, την κηδεία του αγαπημένου του θείου, του Κρασογιώργη, όπου ακούει ξαφνικά τη φωνή του, σε έναν τόνο πολύ πιο χαμηλό κι από αυτόν του πιο αιθέριου ψιθύρου, χωρίς να χάνει ωστόσο σε διαύγεια ή σε σφρίγος, να του εξομολογείται το πάθος του για το κρασί και να του εξηγεί τον τρόπο με τον οποίο πέθανε (βρέθηκε νύχτα με τα σώβρακα μ’ ένα ψαροκάλαμο στα χέρια, ξάπλα στα χωράφια!): βγήκε να… ψαρέψει κρασί από τα φλασκιά της εκκλησίας της Αγίας Κυριακής! Το σπιρτόζικο πνεύμα του φοβερού θείου, συνομιλεί με τον Φανούρη καταλήγοντας να σκάσουν στα γέλια κι οι… δύο (ο Φανούρης σταμάτησε μόνο όταν αντιλήφθηκε πως το γέλιο του είχε ανοίξει μέσα στην αίθουσα ένα καινούριο βάραθρο σιωπής). Το καταλυτικό για τον μικρό ήρωα αυτό συμβάν δεν γίνεται βέβαια πιστευτό, μέχρι το σπαρταριστό επεισόδιο με την 90χρονη γριά-τσιγκούνα Ξώφαινα με τα 40 εγγόνια, που φύλαγε σε κρυψώνα 100 χρυσά φλουριά, πίσω από το κάδρο του θείου Νώντα! Ο Φανούρης δεν χάνει χρόνο, έπρεπε να το κάνει γα να αποδείξει σε όλους ότι δεν ήταν τρελός, για να πάψουν οι χωριανοί να κρυφογελάνε πίσω απ’ την πλάτη του. Η αποκάλυψη των φλουριών αποκαθιστά την αξιοπιστία του Φανούρη, προς μεγάλη δυσαρέσκεια της νεκρής (η φωνή της νεκρής, στριγκιά, ένρινη και οργισμένη, εξαπέλυε εναντίον του βορβορώδεις βρισιές και τρομερές κατάρες/ποιος είσαι εσύ ωρέ βρωμοσαμιάμιθε, που να τρυπώσουν μέσα σου χίλιοι ζουρλοί διαόλοι).
     Η ζωή του Φανούρη αλλάζει, όχι μόνο επειδή «οι νεκροί φάνταζαν στα μάτια του πια λιγότερο τρομακτικοί», όχι μόνο επειδή όλοι τον πιστεύουν και τον σέβονται, ούτε μόνο επειδή η μεγάλη του αγάπη, η 13χρονη Ρηνιώ τον κοίταξε τώρα με μια «αχτίδα θαυμασμού», αλλά επειδή η φήμη των γεγονότων έφερε στο προσκήνιο, από τη μέση του πουθενά, τον δεύτερο κεντρικό ήρωα του βιβλίου, τον τυχοδιώκτη, άθεο, «κομμουνιστή», θεομπαίχτη, πότη και τζογαδόρο, «πάντα ντυμένο στην τρίχα και πάντα άφραγκο», τον θείο Σήφη τον Αμερικάνο!
     Ο θείος Σήφης, φουριόζος και αποφασιστικός, δεν αργεί να πείσει Φανούρη και οικογένεια ότι το «σπάνιο χάρισμα» με το οποίο προίκισε η φύση τον νεαρό θα φέρει χρήματα στον ίδιο και στην οικογένεια, και ο ίδιος αναλαμβάνει να κάνει τον ατζέντη του καθώς θα γυρνάνε τα χωριά συνομιλώντας με τους πεθαμένους (εσύ απλώς θα ακούς τι έχουνε να μας πούνε οι μακαρίτες κι εγώ θα κανονίζω την ταρίφα/θα επιτελούμε κοινωνικό έργο, ανιψιέ και θα τα τσεπώνουμε χοντρά!). Ο πηγαίος ενθουσιασμός του θείου κάμπτει τις ασθενικές αντιδράσεις, άλλωστε υπάρχει το κίνητρο της φλογίτσας στα μάτια της Ρηνιώς, και φυσικά, τα χρήματα.
     Προτού αναφερθώ στην ξεκαρδιστική περιοδεία θείου και ανιψιού, πρέπει να τονίσω ότι στις αρετές του βιβλίου είναι η παρουσίαση των ανθρώπινων τύπων, όπως αυτή του θείου Σήφη, που είναι απαράμιλλη. Παρόλο που είναι πολύ γνώριμος ως φιγούρα, με χαρακτηριστικές αντιδράσεις και κουβέντες αδίστακτου απατεωνίσκου, το γλαφυρό και διεισδυτικό ύφος του συγγραφέα δημιουργεί στον αναγνώστη διαρκώς μια κατάσταση θυμηδίας, μια διάθεση περιπαικτική αλλά και συναισθήματα συμπάθειας. Το ίδιο συμβαίνει και με όλους σχεδόν τους χαρακτήρες, ζωντανούς και πεθαμένους, που συναντάνε οι δύο περιπλανώμενοι στα χωριά της Κρήτης, μέχρι που φτάνει η χάρη τους μέχρι το Ηράκλειο. Και μιλώ για χαρακτήρες, γιατί, ακόμα κι αν σε κάποιες περιπτώσεις η αναφορά είναι πολύ σύντομη, η περίσταση (θάνατος, κηδεία) αλλά και η παραστατικότητα της γραφής ζωντανεύει μπροστά μας -με μια δόση καρικατούρας- ανθρώπους ολοκληρωμένους, ψυχογραφημένους και γεμάτους πάθη, που δεν παύουν να είναι… συμπαθείς. Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι ο συγγραφέας κρατά από τους ήρωές του τη συναισθηματική απόσταση που κρατά ο ηθογράφος, όπως ο Ροΐδης, ο Βιζυηνός ακόμα και ο Παπαδιαμάντης, που βλέπουν με φιλοσοφική περίσκεψη τις ανθρώπινες αδυναμίες.
     Υπάρχουν λοιπόν σκηνές νατουραλιστικές, όπου κυριαρχούν τα ανθρώπινα πάθη και οι αδυναμίες, αλλά -ευτυχώς- υπάρχουν και σκηνές λυρικές, με πρώτο πρώτο συναίσθημα τον έρωτα, την αγάπη, την τρυφερότητα, σκηνές όπου τα «ευγενή» συναισθήματα προβάλλονται με πολύ γλαφυρό ύφος (π.χ. μαζί της γινόμουν ένα πλάσμα κι από πούπουλο πιο ελαφρύ, σαν μια δροσοσταλίδα ένιωθα, κι εκείνη το φως του ήλιου απού με λιώνει).
     Το ανθρώπινο «ψυχόφωνο», το «αντηχείο» των νεκρών (!)
     Ακολουθούν λοιπόν μικρές ιστορίες σε κεφάλαια με ευφάνταστους τίτλους, όπου κάθε διάλογος με νεκρό (12 το σύνολο, +4 του νεκροτομείου για επιστημονικούς λόγους) έχει και τη δική της ιδιαιτερότητα:
     -Ο «κομμουνιστής, απαγωγέας και φονιάς», που τον βρίσκουν θείος και ανιψιός στον δρόμο να τον έχουν σκοτώσει οι χωροφυλάκοι, φαμέγιος από οχτώ χρονών παιδί που ερωτεύτηκε την κυρά του αφεντικού του, στήνει νεκρώσιμο διάλογο με τον ενωμοτάρχη που τον συνέλαβε κι έχουμε δυο παράλληλες αφηγήσεις, σαν αντίστιξη, τις οποίες βέβαια είναι σε θέση να παρακολουθήσει μόνο ο Φανούρης (κι ο αναγνώστης!) –μια αφήγηση τραγική, μιας και τραγική ήταν η ζωή του ανθρώπου αυτού που εξορίστηκε για τέσσερα χρόνια σε ξερονήσι, κι όταν γύρισε βρήκε με παραμυθένιες δυσκολίες τη γυναίκα που αγαπούσε και το παιδί τους να διώκονται, ενώ η αντίστοιχη αφήγηση του ενωμοτάρχη είναι τελείως αντεστραμμένη!
     -Ο πρώτος επίσημος πελάτης δημιουργεί πανικό στον Φανούρη, γιατί δεν ήξερε αν μπορούσε να ανταποκριθεί σε ό, τι απ’ αυτόν ζητούσαν, αφού και τις τρεις φορές που είχε ακούσει να του μιλάνε οι πεθαμένοι, αυτό είχε συμβεί τόσο αναπάντεχα και αβίαστα, χωρίς καμιά προσπάθεια από τη μεριά του. Και πράγματι, ο νεκρός δεν απαντά για πολλή ώρα (θείος: αφού δε σου μιλάει, πες ό, τι να’ ναι, βγάλε κάτι απ’ τον νου σου, γιατί ζορίζουνε τα πράγματα!) μέχρι που… ανοίγει τα μάτια του και… οι οικείοι του πέρασαν μεμιάς από τη βαθύτερη οδύνη στην υπέρμετρη αγαλλίαση! ήταν μια περίπτωση νεκροφάνειας!
     -Καθώς η φήμη των δύο ηρώων μας εξαπλώνεται -και μάλιστα τους αποδίδονται και θαυματοποιές ιδιότητες-, οι επόμενοι «εργοδότες» τούς περιμένουν σαν «σύγχρονους Μεσσίες»! Η επόμενη νεκρή, μια τριαντάχρονη όμορφη γυναίκα, αυτοκτόνησε, κι ο άντρας της θέλει να μάθει τις αληθινές αιτίες… Ο αγανακτισμένος σύζυγος στήνει συζυγικό καβγά πάνω απ’ το κιβούρι, ενώ οι λέξεις ξεχύνονται από το στόμα της νεκρής σαν «παγιδευμένο σμήνος μελισσών, με τον Φανούρη να επαναλαμβάνει σαν μια άγαρμπη, διστακτική ηχώ τα χειμαρρώδη της λόγια». Δεν είναι βέβαια σκόπιμο να αναφερθώ με λεπτομέρειες σε άλλη μια τραγική περίπτωση βίου, που ξεδιπλώνεται αυτήν τη φορά μέσα στη γερμανική κατοχή, και που, όταν τελειώνει η αφήγηση ο άντρας της είχε γονατίσει πια στο πάτωμα, αρπαγμένος απ’ τα κάγκελα του κρεβατιού κι έκλαιγε με λυγμούς…
     -Ο Μανούσος Κριτσωτάκης, από τους πρώτους βρακοφόρους που πολεμήσαν στη Μακεδονία στους Βαλκανικούς, παλαίμαχος ήρωας στη μικρασιατική εκστρατεία που πιάστηκε τρία χρόνια αιχμάλωτος σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, μεγάλο περιβόλι, τους ξεμπροστιάζει όλους (τον γιο του πρώτα απ’ όλους), βρίζει, έχει χιούμορ, κι όταν ζητάνε απ’ τον Φανούρη να αποδείξει ότι πράγματι τον ακούει, τον φέρνει σε τρομερή αμηχανία (αναφέρεται στο ότι ο γιος του «κουτούπωνε» τις κότες). Αρχίζει λοιπόν και αραδιάζει για όλους καλαμπούρια κι ευτράπελα που πολλοί σκάνε στα γέλια (ξέσπαγαν σε κατακλυσμιαίο γέλιο, τέτοιο που ποτέ άλλοτε δεν πρέπει να’ χε ακουστεί σε κηδεία) μέχρι που ο ίδιος καταλήγει «Χο χο χο χο χο αθεόφοβοι, θα με πεθάνετε στα γέλια! Μα τι λέω, αφού είμαι ήδη πεθαμένος! Χο χο χο χο χο»!!! Ο συγκεκριμένος νεκρός δουλεύει μέχρι τέλους όλους τους ζωντανούς, αναφέροντας μια επίσης τραγική ιστορία (σαν παραμύθι αλλόκοτο) στη Μικρασιατική καταστροφή, κι αφήνοντας σύξυλους όλους τους ακροατές με την τελευταία του επιθυμία, να προικίσουν με τον θησαυρό του τρεις ανύπαντρες του χωριού, για να εξιλεωθεί ο ίδιος για τα κρίματα του!! Φυσικά, οι συγγενείς έδιωξαν τους ήρωές μας κακήν κακώς (Με καταστρέψατε! όχι μόνο δεν υπάρχει θησαυρός, αλλά θα αναγκαστώ να προικίσω αυτές τις ασχημομούρες!)!
     -Στο επόμενο χωριό τους υποδέχονται ως… οπαδούς του Εωσφόρου, με προεξάρχοντα τον παπά, πράγμα που προκαλεί ξεκαρδιστικό καβγά ανάμεσα στον νωματάρχη και τον εκπρόσωπο της εκκλησίας, ενώ μπαίνει στη μέση και ο πρόεδρος της κοινότητας! Η νεκρή είναι μια κοπέλα που με τη βοήθεια μιας χωριανής έριξε το παιδί της, αλλά η -αυτοκτονία της;- σχετίζεται με τον απαγχονισμό της ηλικιωμένης κυρα- Λένης. Παρακολουθούμε λοιπόν μια απίθανη σκηνή (ο Φανούρης, αμήχανος και λίγο σαστισμένος, αφού για πρώτη φορά θα συνομιλούσε με κάποιον νεκρό σε τόσο αποτρόπαιη, κατακόρυφη στάση), όπου η νεκρή αποφαίνεται ότι δεν αυτοκτόνησε αλλά την σκότωσαν. Ένα είδος Χαδούλας -«Φόνισσας» του Παπαδιαμάντη- ήταν κι αυτή, που υποβοηθούσε τις γυναίκες με μαντζούνια να ρίξουν το παιδί τους, όπως κι εκείνη είχε αναγκαστεί να κάνει και γέννησε ανάπηρο τον δικό της γιο, τον Μανολιό. Ο νωματάρχης, με ήθος ντετέκτιβ στοιχειοθετεί το έγκλημα, και ο Φανούρης με τον θείο καμαρώνουν ότι επιτελούν «κοινωνικό έργο».
     -Μαντατοφόρος από τη Βιάννο (χωριό όπου οι Γερμανοί εκτέλεσαν 400 άτομα) ζητά τους δύο, ξακουστούς πια πρωταγωνιστές μας, να μιλήσουν με έναν νεκρό πατέρα, πλούσιο έμπορα. Ο γιος καμαρώνει ότι θα παντρευτεί την πιο πλούσια κόρη «από τα γυροχώρια», μα ο πατέρας από το κιβούρι τον αποτρέπει: γιατί, όπως διαπιστώνουμε κι εμείς, η πικάντικη ιστορία του πατέρα, η ιστορία της ζωής του, με επίκεντρο την συνάντηση με τρεις «πανέμορφες υπάρξεις» να πλένονται γυμνές στο ποτάμι, του άλλαξε τη ζωή! Δεν επρόκειτο φυσικά για νεράιδες αλλά για τρεις χωριανές, που προκειμένου να μην τις μαρτυρήσει, του υποσχέθηκαν όλες τις ηδονές (λυπήσου μας, θα κάνουμε ό, τι θες, μόνο μη μας προδώσεις!). Έτσι λοιπόν, ο πατέρας προτρέπει με φιλοσοφικό σθένος τον γιο του να μην παντρευτεί από συμφέρον, αλλά να «ζήσει μια ζωή που να αξίζει να τη θυμάται»…
     -Ο επόμενος «πελάτης» ήταν ο ηγούμενος του μοναστηριού του Αγίου Αντωνίου, που ξανάδωσε ζωή στο μοναστήρι μετά από τις καταστροφές των Γερμανών, ένας δηλαδή άξιος και ευσεβής άνθρωπος. Παρόλο που οι μοναχοί είναι αντίθετοι σ’ αυτού του είδους τις πρακτικές (δεν είμαι καθόλου σίγουρος πως οι υπηρεσίες που προσφέρετε δεν είναι δώρα του ίδιου του Εωσφόρου), η τελευταία επιθυμία του σεβάσμιου γέροντα ήταν αυτού του είδους η «εξομολόγηση». Γιατί προς μεγάλη έκπληξη όλων, ο γέροντας εξομολογείται την… αμφισβήτηση των θείων (ένα σπόρος τόσος δα που όσο βαθιά κι αν τον έθαβα, οι ρίζες του απλώνονταν και ξεπετούσαν φύτρες. Αμφιβολία είναι το όνομα του φαρμακερού αυτού καρπού), μέχρι που, σκορπώντας κύματα φρίκης, φτάνει στο σημείο να πει ότι για όσα τερατώδη συμβαίνουν στον κόσμο, μόνο μια δικαιολογία έχει ο Θεός, ότι δεν υπάρχει!!!
     -Μετά από αυτήν την ιεροσυλία, Φανούρης και θείος Σήφης βρίσκονται πια υπό διωγμόν! Ανεβοκατεβαίνουν μέσα στη νύχτα τα βουνά, με την αγωνία της καταδίωξης να διαπερνά σαν ηλεκτρικό ρευστό τα σώματά τους, ενώ από την οργή του όχλου τους σώζει ο… ενωμοτάρχης, που τους έχει βρει πελάτη στο… Ηράκλειο! Έτσι λοιπόν, ο ήρωάς μας θα πάει στην πολυπόθητη πρωτεύουσα (ο Φανούρης ονειρευόταν απ’ τα μικράτα του τούτη τη στιγμή), όπου θα αντικρίσει και για πρώτη φορά από κοντά θάλασσα! Με «ονειροφαντασίες και προσδοκίες» για μεγάλη ζωή φτάνουν στο Ηράκλειο όπου με τιμές και λιμουζίνες τους μεταφέρουν στον πελάτη, σ’ ένα πλουσιόσπιτο που όμοιό του ο Φανούρης δεν είχε ξαναδεί!
     -Εδώ, στην πρωτεύουσα της Κρήτης, εκτυλίσσεται και μια από τις πιο τραγελαφικές, εξωφρενικές αλλά και ξεκαρδιστικές σκηνές: ο νεκρός έχει αφήσει όλη του την περιουσία στην κακομούτσουνη (χωριάτα, αλλήθωρη, κοντή, κακοφτιαγμένη) υπηρέτριά του, την Πανδώρα, γιατί εκτός των άλλων κυοφορεί και το παιδί του! Ενώ η σήψη έχει προχωρήσει, οι συγγενείς διατηρούν το σώμα άταφο, περιμένοντας το «ψυχόφωνο» γιατί ο παπα Διονύσης δέχεται να τελέσει γάμο με τη νύφη αρκεί να πειστεί πως ο νεκρός έχει πλήρη συνείδηση των τεκταινομένων! Ο νεκρός δίνει απίστευτο σημάδι στο «νιάνιαρο» (τον Φανούρη) για να σιγουρευτούν όλοι ότι ο «διερμηνέας» είναι αξιόπιστος (στο δεξί κωλομέρι κρεατοελιά!!!), και με μια νύφη ολολύζουσα τελείται το μυστήριο (αφήστε με λίγο απ’ έξω, δε μυρίζω δα και τόσο απαίσια! τώρα μόλις παντρεύτηκα! Αφήστε με λίγο να χαρώ τον έγγαμο βίο!). Η καρναβαλική σκηνή ολοκληρώνεται με την ξαφνική γέννα της Πανδώρας, μπροστά σε όλους, ενός υγιέστατου αγοριού, με τον νεκρό να αναφωνεί: «Ή ξέρει να σπέρνει κανείς ή δεν ξέρει!»!
     -Η ευφορία που έφερε η τελευταία αυτή συνομιλία με νεκρό, αλλά και η μεγάλη ζωή στο Ηράκλειο (ρούχα, χρήματα, μπορντέλα κλπ) συνεχίζεται και με τον εύθυμο, 11ο πελάτη, έναν γλεντζέ ιχθυοπώλη, τον κυρ- Ανέστη. Μόνο να πούμε ότι «αυτοί που μίσθωσαν τις υπηρεσίες τους ήταν μέλη του εσμού των χαρτοπαικτών και των μέθυσων που ο θείος του συναναστρεφόταν, μια παρέα γερασμένων γλεντζέδων, εύθυμων γεροντοπαλίκαρων, αλκοολικών μερακλήδων»! Εξυπονοείται πως ο νεκρός περιμένει πώς και πώς να «το φχαριστηθεί όσο μπορεί» (πρώτα απ’ όλα πες στην μπανόγλα την αδερφή μου να βγάλει τον σκασμό/δεν το/χε σκοπό να ξοδέψει τις τελευταίες του ώρες πάνω απ’ το χώμα συζητώντας για τον θάνατο (!)). Όλοι οι πενθούντες λοιπόν τρώνε και πίνουν, και αφηγούνται απίθανες ιστορίες και θυμοσοφίες, ότι το «κριτήριο» για τη λαμπρότερη κραιπάλη δεν είναι παρά η παρέα «με τους φίλους του τους γκαρδιακούς»: μόνο τότε ο άντρας μπορεί να’ ναι ο εαυτός του, ντόμπρος, ευθύς, αληθινός, να πράττει και να λέει ό, τι νιώθει/να πηγαίνει ενάντια στα βουλές του κόσμου, στη συνήθεια, στη βαρεμάρα κλπ κλπ. Η βραδιά πάει κατ’ ευθείαν σε γενικό ξεσάλωμα με κεριά και τραγούδια, όπου, αφού θυμήθηκαν το ξέφρενο γλέντι που έστησαν Μεγάλη Παρασκευή, η παράξενη λιτανεία συνοδεύει τον αχόρταγο νεκρό στα «τοπία της μνήμης», καταλήγοντας στο διώροφο με τα γαλάζια παράθυρα, όπου κατοικούσε ακόμα η μεγάλη, κρυφή και άπιαστη αγάπη (δεν ξέρουν πως για μένα είναι ακόμα δεκαεφτά χρονών, λεπτούλα και γλυκιά, ούτε μια μέρα δεν εγέρασε, γιατί δεν γέρασε ο πόθος μου γι’ αυτήνα).
     -Τέλος, προτού προχωρήσουμε στους νεκρούς τους οποίους παρέπεμψε η επιστημονική ομάδα του Πανάνειου Νοσοκομείου για να μελετήσει επιστημονικά το φαινόμενο (!!), η τελευταία επαγγελματική «ακρόαση» του Φανούρη ήταν μια «δουλειά λαβράκι», ο περίφημος ποιητής Επαμεινώνδας Σαλμονέλας, που «θα πρέπει να έγραφε δηλητηριώδεις στίχους»! 64 χρονών, στο «άνθος της δημιουργικής ηλικίας» (!), ο νεκρός διακόπτει τον φανφαρόνικο επικήσιο, λέγοντας ότι δεν έχει καιρό για φληναφήματα και πτωματοκολακείες, αλλά… έχει έμπνευση, και να φέρουν χαρτί και μολύβι να υπαγορεύσει στον Φανούρη (στίχοι φωτεροί, αστραποβόλοι, σφύζουν από χυμούς, φουσκώνουν από αίμα σαν φαλλοί αναθρώσκοντες, μπουμπουκιάζουν, ευωδιούν). Μέσα από έναν οχετό από βρισιές και σαρκασμούς ο νεκρός υπαγορεύει (ακατάσχετη στιχοδιάρροια), ενώ ο Φανούρης τον ακολουθεί ακόμα και μέσα στην νεκροφόρα καθώς οδεύουν προς το νεκροταφείο, γεμίζοντας ορνιθοσκαλίσματα το τετράδιο ιχνογραφίας! Κι όταν στο τέλος απαγγέλλει τους στίχους του ποιητή στο κοινό που περίμενε με αδημονία, εκείνοι άργησαν να αντιδράσουν επειδή είχαν αποχασκώσει ολόγυρά του, όμοια με προσωπεία συντριβανιών που μέσα απ’ τα ορθάνοιχτα στόματά τους ανάβλυζαν ανά κύματα αιφνιδιασμός και κατάπληξη.
     -Οι τελευταίοι, όπως είπαμε νεκροί, για τους οποίους ο Φανούρης εργάστηκε επαγγελματικά, ήταν επιλεγμένοι από την επιστημονική ομάδα της Νευρολογικής Κλινικής του Νοσοκομείου, οι οποίοι, με την παρουσία εκπροσώπου της Αρχιεπισκοπής, του ιερομόναχου Ιερόθεου, κι εκκινώντας από την «αφετηρία της αμφιβολίας», θα θέσουν τα επιστημονικά τους ερωτήματα (τι είδους είναι αυτή η συνείδηση που απ’ τα βάθη των πτωμάτων εκπέμπει τους ψιθύρους της). Τα «υποκείμενα» της έρευνας (υποκείμενο να πεις τον λαπά που σου χαμογελάει κάθε πρωί μέσα στο φατσοκαμαρωτήρι!) είναι τέσσερα, δείγματα από το νεκροτομείο, φτωχομπινέδες που κανένας δεν τους έκλαψε, που έχουν πεθάνει σε απόσταση διαφορετικών ημερών. Οι επιστήμονες βγάζουν ενδιαφέροντα συμπεράσματα, όπως ότι η φωνή τους εξασθενεί όλο και περισσότερο καθώς περνούν οι μέρες, ότι αντιλαμβάνονται το ψύχος, ότι ακούν ο ένας τον άλλον (και μάλιστα έστησαν και καβγά!), αλλά αυτό που είναι το πιο σημαντικό και το επισημαίνει ο Φανούρης, είναι ότι ΛΕΝΕ ΠΑΝΤΑ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ. Άλλωστε, ναι, «η ψυχή υπάρχει!», και η υποψία ότι ένας από τους νεκρούς έχει περιουσία που δεν πρόλαβε να κάνει διαθήκη (πέθανε απ’ την πείνα και τώρα ήθελε να γλεντήσει τη ζωή σαν πτώμα), εγείρει προβληματισμούς, αν θα έπρεπε να υπάρχει και Νεκρικό Δίκαιο, καθώς κι ένας νέος ιατρικός κλάδος Νεκρολογίας!
     Έρωτας κι ενηλικίωση
     Καθώς αυτά τα κωμικοτραγικά επεισόδια αφορούν το μεταίχμιο ζωής και θανάτου, αναδεικνύουν την ανατομία της ανθρώπινης ψυχής, δεν αποτελούν όμως το μοναδικό πυρήνα στο περιεχόμενο του βιβλίου. Ο κεντρικός ήρωας, ο Φανούρης, μέσα σ’ αυτούς τους έξι μήνες που μεσολαβούν μέχρι να επιστρέψει στο χωριό του, αποκτά απίστευτες εμπειρίες, ωριμάζει, ενηλικιώνεται. Βρίσκεται στη μεταβατική ηλικία από έφηβος άντρας, έχει σεξουαλικές ορμές, σεξουαλικές εμπειρίες, αρχικά με την καθοδήγηση του φοβερού θείου στο μπορντέλο (απολαυστική η αμηχανία του πρωτάρη), στη συνέχεια με τη ζουμερή Γεωργία (επίσης ζουμερές οι σκηνές όπως τις περιγράφει ο συγγραφέας) και στο τέλος τον τυραννάει ο αθεράπευτος έρωτας με μια νεαρή πόρνη, τη Λίζα/Βασιλική, όπου βλέπουμε τρυφερές εικόνες, και γεμάτες λυρισμό σκηνές και αγωνίες που αντισταθμίζουν τις νατουραλιστικές και γαργαλιστικές, οργιαστικές σκηνές που περιγράψαμε παραπάνω (την έπαιρνε πάντα αγκαλιά μετά τον έρωτα και τη νανούριζε πιπιλώντας τον λοβό του αυτιού της/με μεγάλα διαστήματα αγρύπνιας, που στη διάρκειά τους αφοσιωνόταν στο να την παρατηρεί, στο να γεμίζει από κείνη).
     Παρακολουθούμε τη συναισθηματική του εξέλιξη, μέσα απ’ όλες αυτές τις πλούσιες και οριακές εμπειρίες σε κόσμους διαφορετικούς και κυρίως μέσα στα ανθρώπινα πάθη. Κατ’ αρχάς απολάμβανε την απόλυτη ελευθερία που ήταν γι’ αυτόν μια εμπειρία πρωτόγνωρη, χωρίς μάνα και γιαγιά να τον «φορτώνουν με γκρίνια». Έπειτα, η συνάφεια με τον φοβερό τυχοδιώκτη και λιμοκοντόρο, τον θείο του, του μαθαίνει πολλά για την «τρέχουσα» ζωή, αλλά στο τέλος, που ο θείος δε διστάζει να συνευρεθεί με τη Λίζα, στέκεται και "κριτικά" απέναντί του.
     Μαθαίνει να «καταλαβαίνει» τους διαφορετικούς ανθρώπους, γεννιούνται μέσα του συναισθήματα αποδοχής ή συμπόνιας, καθώς είναι “tabula rasa”, προβληματίζεται για το τι είναι πραγματική αγάπη (συλλογιέται με τις ώρες για το τι πραγματικά είναι αυτό που οι άνθρωποι αποκαλούν αγάπη, κάτι για το οποίο δεν είχε ποτέ ως τώρα αναρωτηθεί, θεωρώντας το απλό, δεδομένο, για να ανακαλύψει πως δεν ήταν καθόλου έτσι, πως επρόκειτο για κάτι πολύπλοκο, απροσδιόριστο και μυστηριώδες). Ακούει τους γέροντες που μέχρι τότε τους θεωρούσε «ναυαγισμένες υπάρξεις» χωρίς να συνειδητοποιεί ότι κάθε άνθρωπος δεν είναι μονάχα αυτό που βλέπουμε εμπρός μας, αλλά όσα έχει ως τότε ζήσει, ότι μπορεί να φαίνονται ανάξιοι λόγου και ασήμαντοι αλλά μπορεί να κρύβουν στα βάθη τους ένα κουκούτσι μυστήριου και θαυμαστού.
     Έτσι, τον βλέπουμε με έκπληξη να «αφήνει κι αυτός τα αναφιλητά του μαζί με το άηχο κλάμα του νεκρού να ξεσπάσουν, επιτρέποντας να κυλήσουν τα δάκρυα που ο νεκρός αδυνατούσε να χύσει». Μια σπάνια ενσυναίσθηση μπροστά στο φαινόμενο της αδυναμίας των νεκρών , της ανημποριάς και της μοναξιάς τους.
     Τους ζωντανούς να φοβάσαι, όχι τους πεθαμένους
Μας πληρώνουν ένα σωρό λεφτά
για να μιλήσουν με τους πεθαμένους,
ενώ στο τέλος δεν θέλει κανένας να τους ακούσει,
τους προτιμάνε μουγγούς, μου φαίνεται
Τέλος, σκέψεις περί θανάτου και μύχια συναισθήματα είναι διάχυτα σε όλο το βιβλίο, σε όλη τη γκάμα από το φαιδρό μέχρι το εσχατολογικό, ανάλογα και με τον χαρακτήρα που μιλάει, αλλά οι πιο ενδιαφέρουσες σκέψεις και συνειδητοποιήσεις ακούγονται μέσα από την παιδική/εφηβική ματιά του Φανούρη. Αρχικά, μη έχοντας ποτέ αντικρίσει νεκρό μέχρι τον θάνατο του θείου του, απορεί που «έμοιαζαν σε όλα με τους ζωντανούς, μόνο που είναι καταδικασμένοι να μένουν ακίνητοι /μια κατάσταση που δεν φαινόταν να κρύβει κάτι το υπερφυσικό ή το επίφοβο, φανερώνοντάς του πως οι ζωντανοί είναι στην πραγματικότητα πολύ πιο τρομακτικοί και επικίνδυνοι».
     Μα κι οι ίδιοι οι νεκροί, μονολογούν:
     - Αυτό είναι ο θάνατος, λοιπόν; Να τ’ ακούς όλα και όλα να τα βλέπεις… Μόνο που’ ναι όλα θαμπά κι απόμακρα, σαν να τα κοιτάς πίσω από ΄να χοντρό, παχνισμένο τζάμι, σαν τίποτα να μη σε νοιάζει πια, τίποτα να μη μπορεί να σε ταράξει…
     -Μη με ρωτάτε ήντα γίνεται εκεί κάτω. Τίποτα δεν κατέχω. (…)Νιώθω το σώμα μου σαν ένα κουρέλι που μ’ έχει τυλιγμένο, μα δε μπορώ να το ξεφορτωθώ, δεν μπορώ να του ξεφύγω. Αν αυτό που μου’ χει απομείνει τώρα, λέγεται ψυχή, δεν μου γεμίζει το μάτι.
     -Φαίνεται πως ο τύψεις και οι ενοχές είναι κι αυτές από σάρκα καμωμένες, γιατί τώρα που ξεφορτώθηκα το σώμα μου δεν με βασανίζουν πια.

     Νόστος
Ίσα που συγκρατήθηκε απ’ την επιθυμία να καγχάσει,
να ουρλιάξει μ’ ένα γέλιο-λυγμό μπροστά στην ειρωνεία του σύμπαντος,
στη χυδαία φάρσα που ονομαζόταν ζωή
     Δεν κρατάει επ’ άπειρον βέβαια η περιοδεία…
     Διάφορα επεισόδια αναγκάζουν τον Φανούρη να επιστρέψει στο χωριό του, στη μάνα και τη γιαγιά του με ανάμεικτα συναισθήματα, κυρίως όμως με την αίσθηση ότι αυτό που όλοι θεωρούν χάρισμα, μπορεί να είναι και κατάρα… Δείγμα ακόμα μεγαλύτερης ωρίμανσης, ότι συνειδητοποιεί ότι τον θρίαμβό του δεν τον οφείλει σε κάτι που κατάφερε ο ίδιος, αλλά σε ένα «αλλόκοτο φύλλο από την τράπουλα της μοίρας που είχε βρεθεί αιφνίδια στα χέρια του».
     Παρακολουθούμε τους αναστοχασμούς του καθώς αναμοχλεύει τις αναμνήσεις από το φοβερό αυτό εξάμηνο με τις πυκνές εμπειρίες, κυρίως όμως τη νοηματοδότηση του μεγάλου του έρωτα, της Λίζας/Βασιλικής (κατάλαβε, όχι νοητικά, αλλά σαν εμπειρία εγκαύματος, πως ακόμα κι όταν κρατάμε τον άλλον στην αγκαλιά μας, δεν τον κατέχουμε), ενώ μια μεγάλη ανατροπή σε σχέση με τον παιδικό του έρωτα, τη Ρηνιώ, τον οδηγεί να εξασκήσει, μια τελευταία φορά τη θαυματουργή του ιδιότητα.
Χριστίνα Παπαγγελή 

Πέμπτη, Ιανουαρίου 30, 2025

Το αδελφομοίρι και άλλες ιστορίες, Αντώνης Πάσχος

     Μεγάλη έκπληξη ήταν για μένα το βιβλίο αυτό, η συλλογή διηγημάτων του νεαρού Σερραίου συγγραφέα, που καταπιάστηκε με ένα δύσκολο εγχείρημα, και μάλιστα με πολλή επιτυχία: να αποδώσει τις ιδιαιτερότητες στην τοπική ιστορία της περιοχής Δράμας- Σερρών κατά την Γ΄ Βουλγαρική κατοχή (1941-1944), τη ρευστότητα στις σχέσεις των δύο λαών (όταν ιδιαίτερα υπήρχαν αναμείξεις, π.χ. πατέρας Βούλγαρος, μητέρα Ελληνίδα, παππούς Σλάβος κλπ), και τις κοινωνικές ομάδες που τις διακρίνουν όχι μόνο η γλώσσα-θρησκεία-εξουσία αλλά και οι πολιτικές πεποιθήσεις (δεξιοί-αριστεροί), κι όλα αυτά στην περίοδο του Β΄ παγκοσμίου πολέμου/κατοχής και, στη συνέχεια, την περίοδο του εμφυλίου. Κυρίως όμως, αναδεικνύεται η ρευστότητα της ταυτότητας που χαρακτηρίζει τους κατοίκους των μεθορίων περιοχών (στην περίπτωσή μας: βουλγαρική; ελληνική; βουλγαρογραμμένου; αριστερή; δεξιά; προδότη; δωσίλογου; Εξαρχική;).
     Αυτήν την αδιευκρίνιστη ταυτότητα επισημαίνει πολύ εύστοχα η κριτική του Γιώργου Περαντωνάκη, «Στη μεθόριο των ρευστών συνόρων»[1]: «Το εκπληκτικό που κάνει ο Αντώνης Πάσχος στο τρίτο του βιβλίο είναι ότι αφήνει σκόπιμα ρευστά τα όρια, εκεί στα σύνορα με τη Βουλγαρία, τόσο τα γεωγραφικά και τα εθνοτικά όσο και τα αφηγηματικά, ώστε να αναδείξει τη διατρητότητα των ανθρώπινων ορίων.
     Γενικότερα, η λογοτεχνία της μεθορίου είναι συχνά, συχνότατα, πολύ ενδιαφέρουσα, γιατί συνυφαίνει νήματα και χρώματα σε ένα δημιουργικό, συγκρουσιακό ή ωσμωτικό, αμάλγαμα. Η γραφή που ξεκινά ή που αναφέρεται στα σύνορα, γεωγραφικά ή πολιτισμικά (από την Κρητική Αναγέννηση με τη συνάντηση Ελλήνων και Βενετών και τα Ιόνια νησιά με την ελληνοϊταλική σύγκλιση, έως την Αλεξάνδρεια του Κ. Καβάφη ή την ελληνοτουρκική συμβίωση στη βαλκανική επικράτεια) προσελκύει την προσοχή για τους διαχωρισμούς και τις συγκλίσεις που επιχειρεί.
     (…) Ο Αντώνης Πάσχος ναι μεν αναδεικνύει τη βιαιότητα και τη στυγνή πολιτική τού κατακτητή, με τις θανατώσεις, τις επιτάξεις σπιτιών και την υποχρέωση λ.χ. να μπαίνει πάντα ένας Βούλγαρος συνεταίρος σε κάθε ελληνική επιχείρηση, αλλά περισσότερο τον ενδιαφέρει να προβάλει τη ρευστότητα των ανθρώπινων και διεθνικών σχέσεων».
     Ο χρόνος και ο τόπος
     Με την κατάκτηση της Ελλάδας από τον Άξονα, όπως γνωρίζουμε, η Ελλάδα χωρίστηκε σε «ζώνες κατοχής» («τριπλή κατοχή»: Ιταλική, Γερμανική, Βουλγαρική). Στη Bουλγαρία παραχωρήθηκε -αρχικά- μια ζώνη ανάμεσα στο Στρυμόνα και το Nέστο στην Ανατολική Μακεδονία (που αργότερα επεκτάθηκε ως την Αλεξανδρούπολη, καθώς και τα νησιά Θάσος και Σαμοθράκη, ενώ αργότερα τους παραχωρείται και η Χαλκιδική). Είναι η τρίτη φορά που η περιοχή αυτή κατακτιέται από τους Βούλγαρους, έχουν προηγηθεί δύο σκληρές περίοδοι που δοκίμασαν τις σχέσεις των δύο λαών (Α΄ Βουλγαρική κατοχή 1912-3, και Β΄ Βουλγαρική κατοχή 1916-8), γιατί οι Βούλγαροι, την εποχή σχηματισμού των εθνικών κρατών, ακόμα και πριν από τους Βαλκανικούς πολέμους, διεκδικούσαν τις περιοχές αυτές, που θα τους εξασφάλιζαν τη διέξοδο στο Αιγαίο. Δεν είναι τυχαίο ότι την περιοχή την ονόμαζαν οι ίδιοι οι Βούλγαροι «Μπελομόριε», που σημαίνει «Λευκή θάλασσα» [2]. Ήταν όμως και εύφορα τα συγκεκριμένα εδάφη (Στάρια σπέρνεις στο Μπελομόριε, λίρες θερίζεις. Χρυσός κάμπος. Τα σύκα τρανά σαν πεπόνια. Η σταρόψιχα τσάγαλο. Γογγύλι κοτρώνα κλπ κλπ, αφηγείται ο Βούλγαρος ήρωας στο διήγημα «Η ουρά του διαόλου»).
     Υπάρχει λοιπόν ιστορικό προηγούμενο και προφανώς συσσωρευμένο μίσος εκατέρωθεν, ανάμεσα στους δυο λαούς. Από το Ι.Μ.Ε διαβάζουμε συνοπτικά για τη βουλγαρική κατοχή: «Στη ζώνη της βουλγαρικής κατοχής, την κατάσταση επιδείνωσαν οι μεθοδικές προσπάθειες αφελληνισμού που επιχείρησαν οι Βούλγαροι, με την καταδίωξη του ελληνικού πληθυσμού (φόνοι, διώξεις κληρικών και δασκάλων, μεταγωγή ανηλίκων στη Βουλγαρία σε καταναγκαστικά έργα, επαχθέστατη φορολογία) και την εγκατάσταση Βουλγάρων εποίκων. Από τα κορυφαία δείγματα της βουλγαρικής θηριωδίας υπήρξαν τα γεγονότα της Δράμας, η ομαδική εκτέλεση από τους Βουλγάρους 3000 πατριωτών στο Δοξάτο και τα άλλα χωριά, προς καταστολή της αυθόρμητης εξέγερσης και κατάλυσης των βουλγαρικών αρχών κατοχής, στις 28 και 29 Σεπτεμβρίου του 1941. Γενικά, η αντίδραση των Μακεδόνων και των Θρακών στην καταπίεση και τον εκβουλγαρισμό απαντήθηκε με ωμότητες που ανησύχησαν ακόμα και τη γερμανική διοίκηση».
     Μέσα στα διηγήματα αυτά βλέπουμε πλευρές αυτής της καταπίεσης, όπως τον εξαναγκασμό σε εκβουλγαρισμό, οικογένειες «βουλγαρογραμμένων» (συνήθως των «παραλήδων», των οποίων επιτάσσαν τα σπίτια), οι οποίες παρέμεναν δαχτυλοδειχτούμενες και στιγματισμένες χρόνια μετά την απελευθέρωση. Επίσης, από τελείως διαφορετικές οπτικές γωνίες αναφέρονται τα «ντράβαλα της Δράμας», η εξέγερση δηλαδή της 28ης και 28ης Σεπτεμβρίου 1941 (σκώσαν μπαϊράκι οι κατσαπλιάδες, κατεβήκαν και στο Τζαραβλίκι, ανεμίζαν κόκκινα λάβαρα/την επανάσταση κάποιος την μάτιασε , φαίνεται, και ως το λιόβγαλμα τούς είχαν μαγκώσει όλους στη Δράμα και πιάσαν να καθαρίζουν τα χωριά).
     Μέσα στην περίοδο της κατοχής, πριν ακόμα τελειώσει ο πόλεμος, αλλάζει και το καθεστώς της Βουλγαρίας που σύντομα προσχώρησε στο ανατολικό μπλοκ (Το Βουλγαρικό αντιστασιακό κίνημα κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου καθαίρεσε την κυβέρνηση του Βασίλειου της Βουλγαρίας με το Βουλγαρικό πραξικόπημα του 1944, που έθεσε τέρμα στη συμμαχία της χώρας με τις δυνάμεις του Άξονα και οδήγησε στην εγκαθίδρυση της Λαϊκής Δημοκρατίας το 1946)[3], οπότε την περίοδο που ακολουθεί, δηλαδή του εμφυλίου, σε πολλές περιπτώσεις οι Έλληνες αντάρτες συνεργάζονται με τους Βούλγαρους «κόκκινους» ενάντια στους εξαρχικούς εθνικιστές, δηλαδή ενάντια στον καπιταλισμό ((...) προφτάσαν οι Βούλγαροι και τα γύρισαν. Οχτροί νυχτώσαν, ξημέρωσαν φίλοι. Μ’ ένα κόκκινο δεσίδι στο μπράτσο γίναν κομμουνιστές (…) Αυτούς που μας ξυλοφορτώναν ψες, τους κάναμε συντρόφους. Γίναν κι αυτοί Μέτωπο, Πατριωτικό το βαφτίσαν /το Κόμμα λέει. Ποιο Κόμμα, μπρε, από πότε χάφτετε τα βουλγαρικά κατεργαριλίκια;).   
     Την ατμόσφαιρα λοιπόν αυτή, στις κατεχόμενες από τους Βούλγαρους περιοχές (που τώρα ανήκουν στην Ελλάδα), αλλά και την περίοδο που ακολούθησε τον πόλεμο, την περίοδο του εμφυλίου, απέδωσε με μυθιστορηματικό, βιωματικό τρόπο ο Αντώνης Πάσχος, εξιστορώντας απίθανες ιστορίες που αφορούν το πώς βίωσαν τα ακραία αυτά ιστορικά γεγονότα απλοί καθημερινοί άνθρωποι. Η δράση εστιάζεται κυρίως σε ένα χωριό του Παγγαίου, το Τζαραβλίκι (ίσως πρόκειται για το χωριό Δραβήσκος που μέχρι το 1926 ονομαζόταν Ζδράβικ), ενώ κάποιες ιστορίες ηρώων του τις ολοκληρώνει την περίοδο της χούντας, δείχνοντας σύντομα πώς καταλήγει ο βίος τους.
     Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί το γλωσσικό ιδίωμα της περιοχής υποβοηθώντας τον αναγνώστη με ένα -μάλλον ελλιπές- γλωσσάρι στο τέλος του βιβλίου, ωστόσο η χρήση της ντοπιολαλιάς, μιας γλώσσας προφορικής όχι μόνο στους διαλόγους αλλά και στην αφήγηση (σαν ν’ ακούμε τους παππούδες/γιαγιάδες στο καφενείο να ανιστορούνται, χωρίς αισθηματολογίες και αναλύσεις, τα γεγονότα, αποστασιοποιημένα αλλά φιλτραρισμένα με συναίσθημα), η χρήση λοιπόν της τοπικής διαλέκτου, κι ας μην είναι ίσως ακριβής -όπως ειπώθηκε από κάποιους- μάς μεταφέρει ακόμα πιο έντονα στον τόπο και στον χρόνο.
     Πρόκειται για οκτώ διηγήματα, αυτόνομα, με αρχή-μέση-τέλος όπως θα έλεγε ο Αριστοτέλης σύμφωνα με τη θεωρία του «Περί τραγωδίας» (και τώρα που το σκέφτομαι, τα περισσότερα αποτελούν μια μικρή τραγωδία, με όλα τα χαρακτηριστικά της στοιχεία), με διαφορετική εστίαση ή διαφορετικό αφηγητή το καθένα, όπου βέβαια κάποιους ήρωες τους συναντάμε ξανά και ξανά, από άλλη οπτική γωνία κι έτσι κάπως οι ιστορίες εφάπτονται, σαν κομμάτια ενός παζλ. Και παρόλη τη σκληρότητα και την απίστευτη βία που μοιραία συνοδεύουν τον πόλεμο, ο συγγραφέας αφήνει χαραμάδες ανθρωπιάς και ψυχικού μεγαλείου, σε πολλές από τις περιπτώσεις, υπενθυμίζοντας ότι η ανθρώπινη φύση είναι ανεξιχνίαστη και αντιφατική.
     Στον ανεπανάληπτο αυτόν τόπο και στον ανεπανάληπτο χρόνο, λοιπόν.
     Κάθε πρόσωπο μια τραγική ιστορία
     Είναι πολλοί οι ήρωες που συνυφαίνουν το δίχτυ σχέσεων της κοινότητας, και ο καθένας τους έχει έναν πολύ ξεχωριστό «ρόλο», όπως συμβαίνει στις κρίσιμες, οριακές ιστορικές συγκυρίες:
     Ο Βαγγέλης , ο αφηγητής του πρώτου διηγήματος, έχει καφενείο-μπακάλικο αλλά εξαναγκάστηκε από τους κατακτητές να συνεταιριστεί με τον Νάνο («ο εξαρχικός που με ζαλώσαν με το στανιό για συνεταίρο/ο κερατάς δε χόρτασε που στον καφενέ γράψαμε πινακίδα καινούρια, βουλγαρική. Δε χόρτασε που κρέμασε ζωγραφιά με του Μπόρις τη μούρη. Ξαναβάφτισε και τον σκύλο Παναγιότ»)· ο θρυλικός καπετάν -Γκόγκας (παρατσούκλι- Δαγκλής το όνομά του), αριστερός, αντάρτης που στην αφήγησή του δεν διστάζει να πει ότι έφαγε πολλούς Βούλγαρους, «και δεξιούς κι αριστερούς κι έναν Εγγλέζο που νόμισε του κάνω χάρη»· ο «δασκαλάκος απ’ την Σμύρνη», λιανός και στούμπος, με κάτι παρμάκια (δάχτυλα) πίτσικα, για τα κλαρίνα όχι για τα ντουφέκια, που δείχνει δειλός αλλά βαστάει η καρδιά του και κρύβει ένα μεγάλο μυστικό στα ημερολόγιά του (γι’ αυτό χιμούσε στον οχτρό, μπας και ποθάνει. Κι όσο δεν πόθαινε, τόσο χιμούσε)· ο φασίστας Τσαλαντώνης με την κομπανία του που έστησε παγίδα στον Γκόγκα και τα παλληκάρια του (τάχαμου τσιμπούσι για συμφιλίωση) κι όπου σκότωσαν τον Θανασάκη, ένα από τα πρωτοπαλλήκαρα, όταν αρνήθηκε τα «προσκύνημα» βρίζοντας κατάμουτρα τα φασισταριά· ο Θανασάκης, αριστερός, αδερφός του φασίστα Φάνη και της κακοποιημένης Λεμονιάς, που πρωταγωνιστούν στο σπαρακτικό διήγημα «Λιμόνοβα»· ο σταλινικός Βούλγαρος, Αλεξέι, έμπορας, που είναι ερωτευμένος με την κόρη του κυρ- Θωμάρα και τυγχάνει γιος του εθνικιστή κοινοτάρχη Τοντόρκοβ· ο κυρ-Θωμάρας, οδοντογιατρός, το «στριμμένο άντερο» κατά τον Γκόγκα, ένας από τους άρχοντες του χωριού, το σπίτι του οποίου επιτάξαν οι Βούλγαροι και αφού του σκοτώσαν γυναίκα και παιδί, συζεί με την υπηρέτριά του, τη Γιάννα· ο Τοντόρκοβ, ο νέος βούλγαρος κοινοτάρχης, που κάνει κοινότητα το αρχοντικό του Θωμάρα, υποτάσσει όποιο θηλυκό του γυαλίσει (το’ τσαζε το φουστάνι ο Βούλγαρος), και ταπεινώνει τον κυρ- Θωμάρα ο οποίος υφίσταται με αξιοθαύμαστο θάρρος τον βασανισμό, για να τον ανταποδώσει στα ίσα κάποια χρόνια αργότερα, όταν ο Τοντόρκοβ προστρέχει κοντά του για βοήθεια, μετά τα «ντράβαλα στη Δράμα»· ο γοργοπόδαρος Κουτσοδημήτρης που τον σακάτεψε το γινάτι του αδερφού του του Κωστή, δεξιός ο ένας αντάρτης ο άλλος, ο Κουτσοδημήτρης ο μεγάλος κι ο καλός, ο Κωστής ο μικρός κι ο κακός, και που γίναν «κούπου κουβάρι» για το αδελφομοίρι, τη μοιρασιά της κληρονομιάς. Εδώ παρακολουθούμε μια ιστορία αντιπαλότητας και συμφιλίωσης να εναλλάσσονται μέχρι τον εμφύλιο (βασικά μέχρι τη χούντα), για ένα κομμάτι γης, ενώ τη γυναίκα του Κουτσοδημήτρη (μικροπαντρεύτηκε μια ξεβράκωτη/ήταν όμορφη τουλάχιστον), που την ποθούσε όλο το χωριό, του την σκότωσε ο Τοντόρκοβ (ζαμακώνει τη λάμα του ντουφεκιού στη βούζα της κόνας) γιατί ήταν η μόνη που δεν του καθότανε. Η Μαρίκα, η κουνιάδα του Κουτσοδημήτρη, που τον βοηθά να μεγαλώσει το βυζανιάρικο.
     Η άτυχη Θαλείτσα, ελληνοπούλα («γκρίτσκα», ξανθά μαλλιά μπιχλιασμένα, μπλεγμένα βατσινιά. Μα είχε κάτι μάτια καταγάλανα· βότσαλα που γυαλοκοπούσαν), που την ερωτεύεται ο Βούλγαρος αφηγητής, ο αριστερός Νικολάι (με μισο-Γκρούτσκο παππού) στο «Η ουρά του διαόλου». Ο Νικολάι είναι ένας πιτσιρικάς του οποίου η οικογένεια ξεριζώθηκε από το χωριό στη Βουλγαρία λόγω βαριάς φορολογίας και ήρθαν στο Μπελομόριε. Στο σχολείο πηγαίνουν μόνο βουλγαρόπαιδα, με εξαίρεση τη Θαλείτσα, ορφανή που κανένας δεν την ήθελε γιατί ήταν «βουλγαροσποριά» (εξαρχικού με ελληνίδα μάνα, πεθαμένη). Ο πατέρας («μπάρμπας») του Νικολάι, δάσκαλος και καλλιεργημένος, που σκάλιζε σε ξύλο κι έστεργε να σκαλίσει το λιοντάρι της Αμφίπολης, κι έκανε όλα τα χατίρια στους Γκρούτσκους, κι όταν βιάζουν -πρώτος πρώτος ο θείος της- τη Θαλείτσα, δέχεται να τη σώσει, να μην την κλείσουν στο ορφανοτροφείο. Ωστόσο, με το τέλος του πολέμου, οι «Κόκκινοι Βούλγαροι» στέλνουν (τον πατέρα του Νικολάι), ως «συνεργάτη των φασιστών του Μπόρις» στην εξορία, διώχνουν τους Βούλγαρους εποίκους, ενώ στη Βουλγαρία τον δικάζουν ως φασίστα (ήταν τα κρίματα του μπάρμπα μου τρανά στο Μπελομόριε) και τον έστειλαν να σπάζει κοτρώνια στα βουνά…
     Ο Σπύρος, του οποίου ο πατέρας, μπακάλης, έγινε σπιούνος των Βουλγάρων (τάχαμου δεν βουλγαρογράφτηκε κιόλας, χρυσές δουλειές τον αφήναν να κάνει, αφηγείται η Γιάννα του προηγούμενου διηγήματος), μικρό παιδί με την τσακαλοπαρέα του βασανίζουν, ταπεινώνουν και απαξιώνουν με αισχρή φαντασία τον Βούλγαρο Παρασκευά (ή Παρασκευού) που ήταν «κουσουρλίδικος»- είχε «κουνήματα αγναίκεια». Όταν έρχονται πια οι Βούλγαροι, η Παρασκευού γίνεται Παράσκεβ, οι πατεράδες τους (Μπεκιάρης/Μπεκιάροφ ο Έλληνας και Μίνκοφ ο Βούλγαρος) συνεταιρίζονται ενώ οι δυο άσπονδοι φίλοι, έφηβοι πια, πιάνουν το ερωτικό παιχνίδι, παρόλο που αντικείμενο του πόθου του Σπύρου ήταν η Θαλείτσα. Ο θείος Μίλτος, που πιάνει τα δυο αγόρια «στα πράσα» δεν τους μαρτυρά, αλλά αργότερα ο ίδιος ο Σπύρος τον καρφώνει ως αντάρτη στους Βούλγαρους μετά την εξέγερση στη Δράμα (δεν ξέρω άμα τον τσακώσαν επειδή τον ξαγόρεψα εγώ. Μήτε το μετάνιωσα).
     Τελευταίο διήγημα της συλλογής το «Врколак» (= βρυκόλακας), με ήρωες τον Ελληνα αφηγητή, την αδερφή του, τον Βούλγαρο αξιωματικό Ίβο (πρίγκηψ!) και τον μπράτιμό του, τον «βαρκολάκ», ένα αφήγημα όπου απογειώνεται η κοινή μυθική συνείδηση όπως έχει διαμορφωθεί στην κοινή συμβίωση, και όπου οι πρωταγωνιστές αποδέχονται την ύπαρξη… βρυκολάκων. Δεν είναι άλλο παρά η αμοιβαία ανάγκη για αίμα -για εκδίκηση, για το αίμα όλων των αδικοχαμένων, κι από τις δυο μεριές. Γιατί απορούμε με την αφέλεια και του Ίβο, αλλά και του αφηγητή, που αποδίδουν μαγικές ιδιότητες στο δαχτυλίδι. Όσο κι αν αντιστέκεται στις προκαταλήψεις ο -βουλγαρογραμμένος- αφηγητής (το κρικούδι είχε μαγγανεία τρανή, σε φυλούσε από κακό και αρρωστικό, όμως έτσι και το φορούσες γεμισοφεγγαριά κι έτρωγες κρέας ποθαμένου ψοφούσες, πάει βρικολάκιαζες. Όλα τ’ άλλα, για αιματορουφηξιές ήταν παραμύθια τούμπανα, έτσι μ’ είπε ο Ίβο, λες και το δικό του στόρημα έμοιαζε αληθινό), από τη μια φοβάται κι αυτός τον βαρκολάκ, από την άλλη η συμβίωση με τον Ίβο τον βολεύει, ενώ η σύγχυση θολώνει την κρίση του (ονειρευόμουν συχνά τους αντάρτες, λαχταρούσα να πα να τους βρω, αλλά πρώτον, δεν ήξερα πού να αφήσω την αδερφή μου και δεύτερον, ήμουν βουλγαρογραμμένος). Καθώς η Ιστορία προχωρά, ο ήρωας-αφηγητής, πανικόβλητος, γίνεται αθέλητος μάρτυρας ενός ατέλειωτου μακελειού, όπου κρυμμένος στο υπόγειο ακούει τους βούλγαρους να σφαγιάζονται, ενώ η ανάμνηση της «Μαύρης Πέμπτης» όπου μπήκαν στο σπίτι με τη βία οι Βούλγαροι, έδιωξαν τον πατέρα και βιάσανε μάνα κι αδελφή και στη συνέχεια σκότωσαν τη μάνα, επιστρέφει απρόσκλητη κι επίμονη. Αυτή είναι η τραγωδία, τραγωδία αίματος κοινή σε τόσες ανθρώπινες ψυχές, που είναι βαθιά χαραγμένη μέσα στον ήρωα, και αποτελεί πηγή κάθε προκατάληψης, κάθε δειλίας αλλά και συγχώρεσης για την προδοτική του απόφαση να βουλγαρογραφτεί (Έμνησκα να θωρώ χέρια, ποδάρια, σπλάχνα και κεφάλια με γκριμάτσες φοβερές. Φρίκη, μα όχι σα να βλέπεις τη μάνα σου ποθαμένη).
     Λιμόνοβα, Λεμονιά ή Νίκη
     Αυτά είναι πάνω κάτω τα κύρια πρόσωπα που χαρακτηρίζουν την κοινωνία στο Τζαραβλίκι, την περίοδο εκείνη, αλλά άφησα για το τέλος το απίστευτο διήγημα «Λιμόνοβα», που ξεφεύγει κατά τη γνώμη μου και ως προς το περιεχόμενο, και ως προς τη λογοτεχνική απόδοση, τη δομή και τον παλμό της γραφής. Η άναρχη δομή που θυμίζει Καμπρέ, με τους αφηγητές, νεκρούς ή ζωντανούς, να εναλλάσσονται ακόμα και στην ίδια παράγραφο -μην πω στην ίδια φράση-, στρέφοντας με ρυθμό ζαλιστικό τον προβολέα από τον έναν στον άλλον, δηλαδή από την μια «αλήθεια» στην άλλη, δίνουν την αίσθηση ότι η αντικειμενική αλήθεια είναι κάτι άπιαστο, ίσως μια κατασκευή ανθρώπινη, και σίγουρα προσδιορισμένη από τον χώρο, τον χρόνο και την συναισθηματική κατάσταση του υποκειμένου.
     Η Λιμόνοβα/ Λεμονιά, ελληνίδα βαφτισμένη Νίκη αλλά με το παρατσούκλι Λιμόνοβα, δηλαδή Λεμονιά στα βουλγάρικα, βρέθηκε θαμμένη ζωντανή και έγκυος, κάτω από μια λεμονιά (εξ ου και το προσωνύμι),μόνο με το κεφάλι έξω απ’ το χώμα. Πώς βρέθηκε θαμμένη εκεί και γιατί; Την έσωσε ο Βούλγαρος Πένκο ή την διέφθειρε και την εκμεταλλεύτηκε, ταπεινώνοντάς την όλο και περισσότερο; Γιατί επέστρεψε στο πατρικό της παρόλο που φοβόταν ότι θα τη σφάξουν; Ποιο ρόλο έπαιζε ο αδελφός της ο αριστερός Θανασάκης (παλληκάρι του καπετάν-Γκόγκα, τον σκότωσε ο Τοντόρκοβ όπως ειπώθηκε παραπάνω), και ποιον ο αδερφός της ο Φάνης, ο δεξιός (το καμάρι της φαμίλιας, που τον έστειλαν ντουρντουβάκι στον Προμαχώνα), και, κυρίως ποιο ρόλο έπαιξε η μάνα τους (άσε τον Θανασάκη μου και πάρε την πουτάνα); πώς βίωσε η οικογένεια τα «ντράβαλα στη Δράμα» και πώς την παγίδα του Τσαλαντώνη; Είναι αλήθεια ότι η Νίκη «ξεπάστρεψε» τη μάνα της; Συγχώρεσε τον Φάνη, ή τον «μιζαβιρλίκωσε» (πρόδωσε); Όλες οι απαντήσεις στον καθηλωτικό, τελευταίο μονόλογο της Νίκης/Λιμόνοβα, όπου αναρωτιέται κανείς τι είναι ικανός ο άνθρωπος να κάνει στον άλλον άνθρωπο, κι ας είναι και αδερφός του, και τι είναι ικανός να αντέξει…
     Και… όπως λέει και η ίδια:
Κι έτσι τέλεψε το στόρημα τούτο,
που μονάχα οι ποθαμένοι το θυμούνται,
κι αυτινοί δε λένε πάντα την αλήθεια
κι άρα γιατί να την πω κι εγώ;

Χριστίνα Παπαγγελή 

[1] https://bookpress.gr/kritikes/elliniki-pezografia/18452-to-adelfomoiri-kai-alles-istories-tou-antoni-pasxou-kritiki-sti-methorio-ton-refston-synoron
[2] Το βουλγαρικό κράτος ονόμασε την κατεχόμενη περιοχή «Μπελομόριε» («Αιγαΐδα») και ξεκίνησε την αναθεώρηση της πραγματικότητας της περιοχής με την αντικατάσταση των ελληνικών πολιτικών και αστυνομικών υπηρεσιών με αντίστοιχες βουλγαρικές και την αναθεώρηση του πολιτικού χάρτη (χάραξη νέων επαρχιών κι ενσωμάτωση άλλων σε υπάρχουσες βουλγαρικές). Κύριο όργανο στην προσπάθεια αυτή υπήρξαν και οι διάφοροι βουλγαρικοί πατριωτικοί και αθλητικοί σύλλογοι και οι κατά τόπους βουλγαρικές εφημερίδες. Έγιναν προσπάθειες υπαγωγής του πληθυσμού στο βουλγαρικό εκπαιδευτικό σύστημα οι οποίες ωστόσο δεν είχαν κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα, παράλληλα με απαγόρευση χρήσης της ελληνικής γλώσσας και επιβολής χρήσης της βουλγαρικής στη δημόσια ζωή. Επίσης η ελληνική εκκλησιαστική δομή αναιρέθηκε για να ενταχθούν οι εκκλησίες στη βουλγαρική εξαρχία (https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%92%CE%BF%CF%85%CE%BB%CE%B3%CE%B1%CF%81%CE%B9%CE%BA%CE%AE_%CE%BA%CE%B1%CF%84%CE%BF%CF%87%CE%AE_%CE%B5%CE%BB%CE%BB%CE%B7%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CF%8E%CE%BD_%CE%B5%CE%B4%CE%B1%CF%86%CF%8E%CE%BD_(1941-44).
[3] https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9B%CE%B1%CF%8A%CE%BA%CE%AE_%CE%94%CE%B7%CE%BC%CE%BF%CE%BA%CF%81%CE%B1%CF%84%CE%AF%CE%B1_%CF%84%CE%B7%CF%82_%CE%92%CE%BF%CF%85%CE%BB%CE%B3%CE%B1%CF%81%CE%AF%CE%B1%CF%82).

Σάββατο, Δεκεμβρίου 07, 2024

Οι πτυχιούχοι, Χρήστος Βακαλόπουλος

Δέν μπορῶ νά δῶ σάν φόρμα αὐτό πού γράφω, γιατί δέν εἶναι φόρμα.
Δέν πιστεύω ὅτι ὑπάρχουν στήν λογοτεχνία πειράματα ἀλλά ὁράματα.
Ἡ λογοτεχνία γιά μένα εἶναι διατύπωση ὁραμάτων,
δέν εἶναι ζήτημα μορφῆς κατά κανένα τρόπο.
(Από το «Χάος στο χαρτί»)
     Δεν είναι πολλά τα μυθιστορήματα που μας άφησε το ανήσυχο πνεύμα του πρόωρα χαμένου συγγραφέα, δοκιμιογράφου, ραδιοφωνικού παραγωγού και σκηνοθέτη Χρήστου Βακαλόπουλου (που έφυγε από τη ζωή στην ηλικία των 37 χρόνων). Και όπως γράφει κι ο ίδιος στο απόσπασμα που αναφέρθηκε παραπάνω, η γραφή του ακόμα κι όταν πρόκειται για μυθιστόρημα «δεν είναι φόρμα», είναι ελαφρώς χαώδης, λίγο σουρεάλ, λίγο αντισυμβατική, με μια ιδιαίτερη υφή που αποκρυσταλλώνεται πιο χαρακτηριστικά στο «Η γραμμή του ορίζοντος» (1991). Δεν θα έλεγε όμως κανείς ότι αυτή η ιδιοτυπία του Βακαλόπουλου είναι προϊόν επιτήδευσης, αλλά μια απευθείας καταγραφή από τη ροή τη συνείδησης, όπου αποτυπώνονται ο χρόνος (παρελθόν-παρόν-μέλλον) συνειρμικά κι ανάκατα μαζί με όνειρα, φόβους και διαψεύσεις. Έτσι, ο αναγνώστης μεταπηδά συνέχεια σε νέες καταστάσεις και συναισθήματα, που έχουν ωστόσο εσωτερικό ειρμό, ενώ μεσολαβούν ποιητικές εκφράσεις-διαμάντια που στοχεύουν στον πυρήνα, στην ουσία των -ψυχικών- γεγονότων.
     Σε αντίθεση με την «Γραμμή του ορίζοντος» (ο Κωστής Παπαγιώργης το ονομάζει «το καθαυτό βιβλίο»)[1]που είναι μεταγενέστερο, στο «Οι πτυχιούχοι» (1984) υπάρχουν περισσότερα πρόσωπα, ξεκάθαροι χαρακτήρες, έντονοι και πνευματώδεις διάλογοι, ενώ η «πλοκή» είναι και πάλι λιτή (όχι όμως τόσο στοιχειώδης), θα λέγαμε μάλλον ότι είναι άνευ σημασίας. Γιατί ο συγγραφέας μάς μεταφέρει ουσιαστικά στα φοιτητικά χρόνια, στα ακανόνιστα σκιρτήματα των τελειόφοιτων της δεκαετίας του ’70 (και λίγο από χούντα, και λίγο από μεταπολίτευση), στην εποχή επομένως της αμφισβήτησης, της έκστασης, των άκρων, του έρωτα, της μέθης, της αχαλίνωτης περιέργειας, των ξενυχτιών και των αδιέξοδων. Το ύφος του Βακαλόπουλου έχει ειρωνικό χιούμορ και σαρκασμό, κι ακόμα και οι ζοφερές στιγμές δεν έχουν μιζέρια και κατήφεια, αλλά αποδίδουν το παράλογο του κόσμου, με την εφήμερη τρέλα της έμπνευσης. Έχουν τον παλμό της ΝΙΟΤΗΣ.
     Στο «Οι πτυχιούχοι», λοιπόν, έχουμε μια παρέα τελειόφοιτων, για την ακρίβεια «επί πτυχίω», μόνιμα ερωτευμένων μέχρι μέθης- για την ακρίβεια καψουρεμένων- , όπου ο κεντρικός ήρωας και αφηγητής, ο Μάρκος Μπαρδάς μαζί με τον φίλο του, Σήφη, υποτίθεται ότι διαβάζουν για να δώσουν το τελευταίο τους μάθημα, Οικονομετρία (η αυτοσυσχέτιση ήταν ένα τερατώδες κατασκεύασμα, ικανό να σου προκαλέσει ναυτίες), ενώ κυνηγούν χίμαιρες, χίμαιρες με γυναικείο κατά βάση προφίλ… Η πρώτη πρώτη παράγραφος μάς προϊδεάζει για το περιεχόμενο μια και ο μεγάλος καημός του Μάρκου φαίνεται να είναι η άπιαστη Μίρκα, που τον έδιωξε για πέμπτη(!) φορά (έμαθα ότι δεν πρόκειται να κάνω τίποτα στη ζωή μου, ότι έχω γεράσει ανεπανόρθωτα, όλα συμβαίνουν μέσα στο κεφάλι μου, παραμυθιάζομαι με το παραμικρό, και δεν έχω ιδέα για τις απαιτήσεις μιας γυναίκας).
     Ο Σήφης, στον οποίο καταφεύγει τακτικά ο ήρωάς μας, ειδικός στο να… υπνωτίζει γυναίκες (λειτουργούσε σαν φίδι με μεγάλα σμαράγδια που αναβόσβηναν στη θέση των ματιών), είναι ο σεφ της παρέας (επινόησε μάλιστα το… «τεκίλα φρηζ») ή καλύτερα, η ψυχή της παρέας που μαζεύει τις γκόμενες γύρω του, κάνει ταχυδακτυλουργικά κόλπα, μοιράζει ποτά και δίνει ξεκαρδιστικές συμβουλές στον αδιόρθωτο φίλο του (πώς γίνεται να ενδιαφέρεις πολλά άτομα συγχρόνως; Στέλνεις θετικά κύματα, πρέπει να το προσέξεις αυτό. Το πρωί να κάνεις μερικές ασκήσεις, έχω κάτι καλές. Να διαβάζεις και Οικονομετρία).
 Προσπαθήσαμε να φιληθούμε
 ακριβώς τη στιγμή που είχε απόλυτο σκοτάδι
αλλά αυτή η στιγμή δεν υπάρχει
     Μόνιμα ερωτευμένος κι ο Σήφης καθώς παρελαύνουν απ’ τη ζωή των δυο φίλων απίθανες γυναίκες: πρώτα η «κοντή και ξανθιά», η Μάνια, που «έλεγε κάτι απιθανότητες, ότι η δουλειά μπορεί να γίνει ευχάριστη», που όλο κοιτά τους χάρτες γιατί θέλει να φύγει (κρίμα που οι χάρτες είναι για πέταμα, κρίμα που οι καρτ ποστάλ δείχνουν πάντα αυτόν που τις κοιτάζει) και ονειρεύεται να πάει στην… Κίνα (προφανώς ΠΠΣΠ), αλλά αργότερα «δεν την έλεγα πια ξανθιά γιατί είχε περάσει όλα τα τεστ», και κάθε τόσο ψήλωνε δυο τρεις πόντους! Είναι ακόμα η «σιωπηλή» που φοράει συνέχεια ένα καπέλο-φετίχ, η Αγγελική, που όπως αποδείχτηκε αργότερα -κι αυτή- κάθε άλλο παρά σιωπηλή ήταν, φαίνεται ότι γουστάρει τον Μάρκο τον αφηγητή, και κανονίζει μαζί του να πάνε στο χωριό της (η Μονεμβασιά είναι ο κατάλληλος τόπο για να περάσεις με μια σιωπηλή το τριήμερο), ενώ είναι τελείως απροετοίμαστος όταν τον ρωτά γιατί την ακολούθησε εκεί (μου είχε φανεί ενδιαφέρουσα η προοπτική ενός αψυχολόγητου ταξιδιού όπου κάνεις διαφορετικά πράγματα, κάποιος προσπαθεί να σε καταλάβει κι εσύ διαβάζεις για το πτυχίο). Είναι απίθανη η επικοινωνία τους με τις είκοσι ερωτήσεις που κάνει η «σιωπηλή», τύπου «ποιος είναι ο πιο πολύπλοκος άνθρωπος που γνωρίζεις», αλλά και ο διάλογος με την καλοπροαίρετη μητέρα της Αγγελικής αποβαίνει αποκαλυπτικός, όχι μόνο για το χάσμα των γενεών αλλά για το πόσο ανατρεπτική φαινόταν η νεότερη γενιά στα μάτια της προηγούμενης. Η Αγγελική, εκτός των άλλων, είναι ο μεγάλος και αθεράπευτος έρωτας του Σήφη (ο Σήφης ερωτευόταν μόνο δύσκολες περιπτώσεις).
     Η βαθύτερη όμως και διαρκέστερη σχέση του Μάρκου φαίνεται ότι ήταν η Μίρκα, που στο βιβλίο είναι απούσα και την γνωρίζουμε μόνο μέσω των συνειρμών, μια ακόμα χίμαιρα λοιπόν στον κόσμο του άπιαστου και ακατανόητου. Μας αφηγείται πώς τη γνώρισε μια κουφή πρωτοχρονιά σε γλέντι του Δημοσθένη, και πώς και γιατί χώρισαν. Ελαφρώς κυριαρχική/απαιτητική (η σχέση μας δεν έχει παρόν και βασίζεται στην απουσία), πολύ νευρική τις Κυριακές, πολιτικοποιημένη –όπως όλοι άλλωστε εκείνη την εποχή- αλλά όχι στρατευμένη, κάνει «συναισθηματικό σαμποτάζ» στον ασταθή μας ήρωα (αυτό ήταν που φοβόμουν περισσότερο, όταν έμοιαζε ήρεμη ήταν έτοιμη να αναποδογυρίσει το σύμπαν). Στο συγγραφικό παρόν έχει εγκαταλείψει τον Μάρκο κι έχει πάει στη Δανία (σκεφτόμουνα ότι καμιά γυναίκα δεν σε αφήνει ποτέ, στην πραγματικότητα την έχεις αφήσει εσύ πολύ πιο πριν, χωρίς να το ξέρει).
     Στην Κεφαλονιά -μεταπηδάμε αιφνιδίως στο παρελθόν-οι δυο φίλοι με την υπόλοιπη παρέα (Μίρκα, Δημοσθένης, φιλενάδα του) γνωρίζουν τη νέα χίμαιρα, την όμορφη, μοιραία Μιμή που ντύνεται πάντα στα άσπρα, που «δεν είχε περάσει ποτέ από οργανώσεις παρόλο που ήταν από τις ανήσυχες ξανθιές», και που βρίσκει κι αυτή τον ήρωά μας «τρελό και πολύ χαριτωμένο», του προτείνει μάλιστα να πάνε μαζί στην Ιταλία (δεν είχα καμιά όρεξη να πάω στους αυτόνομους, πάλι θα τρώγαμε μακαρόνια πάνω στα ηχεία/«αγαπητή Μιμή, είναι αδύνατο, περιμένω τη Μίρκα»/βαρέθηκα να μου μιλάς για τη Μίρκα, δεν μπορείς να πεις τίποτα πρωτότυπο;).Ταξιδέψανε και στην Ιθάκη (στα μικρά ταξίδια πρέπει κανείς να ξέρει να μένει άναυδος), αγκαλιάστηκαν (το δέρμα της Μιμής είχε την ποιότητα του μεταξιού), η Μιμή την τελευταία μέρα φορούσε μαύρα, η Μίρκα δήλωσε «πολύ ερωτευμένη»!
      Βλέπουμε τον κυρίαρχο ρόλο άστατων γυναικών καθώς οι φίλοι επί πτυχίω περιδιαβαίνουν τον κόσμο, την πόλη, τα νησιά, τις ιδέες, τους δημόσιους χώρους, τα ξενυχτάδικα –εφήμερα/αιώνια πετάγματα φίλων, συγκατοίκων και εραστών (όπως γράφει κι ο Κωστής Παπαγιώργης, «το αιώνιο μπορεί να είναι μια πολύ καθημερινή υπόθεση») [2]. Το μόνο όμως πιο σταθερό πρόσωπο –ίσως και πιο ολοκληρωμένο- είναι η γιαγιά του Μάρκου (ήξερε από τα πριν τις ζωές όλων μας/πολύ σοφή ώστε να τα βάφει μαύρα), στην οποία καταφεύγει η παρέα (όχι μόνο ο εγγονός), εφόσον έχει αναλάβει ως «μυστικοσύμβουλος» όλων· ένα είδος «φύλακα αγγέλου», η απίθανη τρυφερή γιαγιά που όλοι ονειρεύονται να έχουν, που έχει το χάρισμα της ενσυναίσθησης ακόμα και βλέποντας μια φωτογραφία, που είναι ο καλός ακροατής με τη γλυκιά κουβέντα στο στόμα, που μαλώνει σιγανά κι από αγάπη. Η γιαγιά που λέει ιστορίες -που κατά τη Μίρκα «είναι ή ψέματα, ή πόζες» (και λοιπόν; Όλες οι ιστορίες είναι πόζες, όλες τις ιστορίες τις σκεφτόμαστε φωτογραφικά, γιατί όχι κι αυτές που μας ανήκουν;). Κάθε κουβέντα της γιαγιάς είναι βαθιά ριζωμένη σε σοφία αιώνων (-Ξέρεις πότε θα γίνεις πραγματικά ευτυχισμένος; -Όχι. -Τη στιγμή που θα αισθανθείς απόλυτη εμπιστοσύνη στα πράγματα).
     Ενδιαφέρον έχει κι ο αλλοπρόσαλλα γοητευτικός χαρακτήρας του Σήφη. Μέσα απ’ το πρίσμα του φίλου του (του αφηγητή) τον βλέπουμε να είναι ικανός για όλα, γεμάτος έμπνευση και πάθος (μίλησε για τη μαγειρική υποστηρίζοντας ότι ο τρόπος που μοντάρεις τις τροφές εκφράζει την ψυχική σου διάθεση)· πέφτει «ημιθανής» στο πάτωμα από πιοτό και καψούρα, δίνει απίστευτες ερμηνείες στον μπλεγμένο συναισθηματικά φίλο του, μεταπηδά από την τέλεια απραξία στο απίθανο ξεφάντωμα, κάνει όρκους αγνότητας για πλάκα και τους τηρεί, γράφει κείμενα με αχαλίνωτη φαντασία (όταν… ερωτεύεται) κι ερωτεύεται πολύ συχνά…
     Βλέπουμε μοτίβα, ή μάλλον θέματα που επανέρχονται στο μεταγενέστερο «Η γραμμή του ορίζοντος» και φαίνεται απασχόλησαν ιδιαίτερα τη σκέψη του συγγραφέα: η έννοια της πόλης, της αστικής ζωής, η Κυψέλη της δεκαετίας του ’60 (η «χαμένη Ατλαντίδα»), ο κινηματογράφος Κυψελάκι, το ζαχαροπλαστείο της γειτονιάς· το Βυζάντιο («η μαύρη τρύπα της ιστορίας της ανθρωπότητας») και οι σταυροφόροι που απειλούν τη Βασιλεύουσα. Η μουσική και η σιωπή που είναι κι αυτή μουσική, και η αμφιλύκη του απογεύματος.
     Τέλος, δεν είναι αποστασιοποιημένο πολιτικά το βιβλίο, παρόλο που η -έντονη εκείνη την εποχή- πολιτική ζωή είναι σε δεύτερο πλάνο για τους ανήσυχους και ευφάνταστους ήρωές μας. Άλλωστε, ο Μάρκος γνώρισε τον Σήφη  καθώς βρέθηκαν, άθελα κι απροετοίμαστα, στα γεγονότα του Πολυτεχνείου (…και πρόβαλε η μουσούδα ενός τανκ κι αυτό ήταν που ήθελα να τους πω, ο θάνατος δεν ήταν γεγονός, ήταν το τελευταίο γεγονός μετά από το οποίο κανένα γεγονός δεν είχε σημασία, περνούσαμε κατευθείαν στον χώρο του αοράτου). Γενικότερα όμως, υπάρχουν πινελιές που αποδίδουν το κλίμα της εποχής, για μας τους συνομήλικους που το ζήσαμε στους ίδιους δρόμους (της Νομικής/Φιλοσοφικής της Αθήνας): ειρωνικές κι αποστασιοποιημένες αναφορές στο ΚΚΕ, στην ΚΝΕ και στον Ρήγα Φεραίο (το Εσωτερικό μόλις είχε ανακαλύψει το πανκ από δίσκους εισαγωγής), στην ΠΠΣΠ και σε συνελεύσεις στις αίθουσες της Νομικής, στις ατέρμονες συζητήσεις για την «κυρίαρχη ιδεολογία» ή για «θέματα που απασχολούσαν μόνο τους εξωγήινους και την Τρίτη Διεθνή», στο φιλικό ξύλο που έπεφτε κάθε Δεκέμβρη στις σχολές για να αποχαιρετιούνται όλοι και να κάνουν ήρεμοι γιορτές, χωρίς κάψες· σε άρθρα για τις μαθητικές κοινότητες , σε προβοκάτορες, σε εχθρούς του λαού· σε καταλήψεις (πρέπει να καταλάβεις όλη την πόλη για να τη βρεις) που μοιάζουν με «φεστιβάλ αποτυχημένων κομμουνιστών, ενώ το «φοιτητικό κίνημα είναι σαν παγάκι»…
     Ωστόσο, αν ενστερνιστούμε την -τρέχουσα την εποχή εκείνη- άποψη ότι «κάθε τι είναι πολιτικό», αυτή η στάση ζωής που προβάλλεται στο βιβλίο (λίγο απόσταση, λίγο τρέλα, λίγο σουρεάλ, ειρωνεία, έμπνευση, και αθεράπευτη καψούρα), είναι άκρως πολιτική
     Κλείνοντας,
     …δεν άντεξα στον πειρασμό να μη μεταφέρω εδώ προτάσεις και φράσεις που υπογράμμισα:
     Να ξεκινάς τη μέρα χωρίς να ξέρεις πού θα καταλήξεις και να αποφασίζεις με τη βοήθεια παιχνιδιών, δεν μπορούσα να φανταστώ καλύτερη πραγματικότητα για το μέλλον.
     Έπνεε ένας άνεμος ασυναρτησίας.
     Άρχιζε τότε ένα ψυχολογικό πηγαινέλα κι απ’ τον παράδεισο πήγαινες κατευθείαν στην κόλαση.
     Έπρεπε οπωσδήποτε να πάρουμε πτυχίο, αλλιώς θα ήμαστε καταδικασμένοι να ερωτευόμαστε συνέχεια, την πρώτη τυχούσα, την τελευταία άγνωστη.
      Αδύνατο να ξεφύγεις απ’ την πανσέληνο.
     Τα νεύρα μου είχαν τεντωθεί σαν αψίδες.
     Η πανσέληνος δημιουργεί εκρήξεις λόγου, καταρράκτες λέξεων, ωκεανούς φωνηέντων και συμφώνων (…)
     Νόμιζαν ότι είναι πτυχιούχοι.
     Το τελευταίο δίμηνο με τράβαγε κάτι μέσα στη γη κι όχι κατά μήκος της επιφάνειας, με μαγνήτιζε μια κάθετη κι όχι μια οριζόντια κίνηση.
     Το πιο δύσκολο ήταν να μείνεις ακίνητος και να υποτάξεις την πόλη στον ρυθμό σου.
     Το καλοκαίρι είναι αχρονικό.
     Το να ζεις είναι σα να γράφεις με ψευδώνυμο.
     Μπορεί λοιπόν να μεγαλώναμε όλοι σ’ ένα θερμοκήπιο και να μην το ξέραμε.
     Το πιο πετυχημένο φιλί είναι αυτό που εν ξέρεις ούτε πότε άρχισε ούτε πότε τέλειωσε.
     Οι άνθρωποι καταλαβαίνουν τον κόσμο μόνο όταν ερωτεύονται, δεν τους νοιάζει όμως πια και δεν κάνουν τίποτα γι’ αυτό.
     Έσταζε μια βρύση πίσω μου, και κάθε σταγόνα έφερνε μια εικόνα που έσκαγε, απλωνόταν κι ύστερα έσβηνε.
     Ξαφνικά άρχισα να χάνω τη ματιά μου, να μην έχω αντικείμενο να παρατηρήσω
     Η ζωή δεν έχει νόημα, δεν υπάρχει κανένας σκοπός, μετράει μόνο η εμπειρία, κι αυτή είναι ακατανόητη.
     Αργά το απόγευμα η ζωή πήρε διαστάσεις αντικατοπτρισμού.
Χριστίνα Παπαγγελή

[1] Κωστή Παπαγιώργη, «Γεια σου Ασημάκη», σελ. 104
[2] «Γεια σου Ασημάκη», σελ. 37