Τετάρτη, Αυγούστου 02, 2023

Η γυναίκα του επάνω ορόφου, Claire Messud

Ευτυχισμένη, τρελή –ο όρος δεν έχει σημασία.
Ήταν σαν ο κόσμος να έχει γεμίσει φως.
Ήμουν Ευτυχισμένη.
Ήμουν ευτυχισμένη με κεφαλαίο Έψιλον, πραγματικά.
Ήμουν ερωτευμένη με τον έρωτα και κάθε τι (…) μού φαίνονταν όχι κάτι τυχαίο
αλλά μια αναπόφευκτη εκδήλωση της ομορφιάς της ζωής μου.
     Μια εξαπατημένη, οργισμένη γυναίκα μοιράζεται την «αλήθεια» της σε εξομολογητική, πρωτοπρόσωπη αφήγηση και καταλαβαίνουμε από τις πρώτες σελίδες ότι πράγματι, κάτι άκρως εξοργιστικό της έχει συμβεί. Μια γλυκιά, ήρεμη σαρανταδυάχρονη δασκάλα που αγαπάει τη δουλειά της, με καλλιτεχνικές ανησυχίες, βρήκε την ευκαιρία να «αποδράσει» σε ένα τόπο όπου υπάρχει η Αληθινή Ζωή· συναντά το όνειρό της, και ζει την ψευδαίσθηση ότι έχει βγει από το τρομακτικό «Σπίτι με τους Καθρέφτες». Η Πραγματικότητα ωστόσο την προσγειώνει απότομα χαρίζοντάς της βαθύτερη γνώση του εαυτού της. Αυτό είναι το βασικό πλάνο της πλοκής, επενδυμένο με πλούσια και αντιφατικά συναισθήματα.
     Η Νόρα Μαρί Έλντριτζ αυτοπροσδιορίζεται ως η ήσυχη Γυναίκα του Επάνω Ορόφου (ούτε η «Γυναίκα του Υπογείου» που θεωρεί όλον τον κόσμο υπεύθυνο, ούτε της σοφίτας), σιωπηλή, διακριτική, σχεδόν αόρατη, που έχει μάθει να βάζει στη σκιά τις δικές της προσδοκίες: να ζήσει σαν καλλιτέχνης σ’ ένα καλλιτεχνικό εργαστήρι με κήπο, με πολλά παιδιά, και… σκυλιά (τουλάχιστον η τέχνη και τα παιδιά –αυτά δεν ήταν διαπραγματεύσιμα). Έχει χάσει την -δημιουργική, ενθουσιώδη αλλά ελάχιστα πρακτική- μητέρα της και φροντίζει τον ηλικιωμένο πατέρα της, και γενικότερα ζει μια συμπαθητική ρουτίνα γνωρίζοντας ότι είναι «δημοφιλής» κι ευχάριστη στους άλλους, ενώ, παρόλη την μετριοπαθή της πορεία νιώθει βαθιά μέσα της ότι είναι ξεχωριστή: όντας καλή μαθήτρια πέρασε σε επόμενη τάξη και προσαρμόστηκε μια χαρά, ενώ στα μαθήματα καλλιτεχνικών ξεχώρισε για την ιδιαίτερη φαντασία της. Γαλουχημένη ωστόσο με τις αξίες της οικονομικής ανεξαρτησίας και της αξιοπρέπειας (αξιοθαύμαστος ο τρόπος με τον οποίο η μητέρα αντιμετώπισε την εκφυλιστική της πάθηση), υιοθέτησε την αντίληψη ότι η Σχολή Καλών Τεχνών δεν εξασφαλίζει το μέλλον, αλλά ότι το καλύτερο είναι να σπουδάσει μια επιστήμη και το δεύτερο πτυχίο της να αφορά την τέχνη (η μάνα της ανήκε στην γενιά των γυναικών που σπούδασαν μεν, αλλά δεν δούλεψαν), κι έτσι έγινε δασκάλα, επάγγελμα που φαίνεται να ασκεί με αγάπη κι ευσυνειδησία («Θα ασχοληθείς με την τέχνη σου έτσι κι αλλιώς»).
     Και τα χρόνια περνούν, κι έρχεται η «στιγμή Λούσι Τζόρνταν» (από το τραγούδι της Μάριαν Φέιθφουλ The ballad of Lucy Jordan), όταν η ζωή σού φαίνεται ασήμαντη και πάντα η ίδια, και δεν πιστεύεις ότι θα αλλάξει οτιδήποτε. Ότι δεν υπάρχει ελπίδα για σένα… μέχρι όμως τη στιγμή που ξεπηδά μια ευκαιρία, εκεί που πια δεν το περιμένεις (σου φαίνεται σαν να βρήκες ξαφνικά ένα σακί χρυσάφι όταν νόμιζες ότι δεν υπήρχε πια χρυσός στον κόσμο).
Όλα άρχισαν με το αγόρι
     Η ήρεμη ρουτίνα της Νόρας ανατρέπεται όταν γνωρίζει και συνδέεται με την γοητευτική και αντικομφορμιστική οικογένεια του Λιβανέζου Σκαντάρ Σαχίντ. Πρώτα το οκτάχρονο αγόρι, ο Ρεζά, μαθητής της (ένα παιδί παραμυθένιο) την κερδίζει από την πρώτη στιγμή με το γάργαρο γέλιο του, με τους τρόπους του αλλά και την «εξωτική» εμφάνισή του (Εξαιρετικός. Προσαρμόσιμος. Συμπονετικός. Μεγαλόψυχος. Πανέξυπνος. Πολύ γρήγορος. Πολύ γλυκός. Με φοβερή αίσθηση του χιούμορ).
     Και ύστερα η μητέρα, η Σιρένα, Ιταλίδα, που προσέρχεται στο σχολείο εξαιτίας του bullying που υφίσταται ο «μελαψός» γιος της από τους ψευτοπαλληκαράδες της τάξης του! Όλα δείχνουν ότι πρόκειται για μια «συνάντηση» ψυχών, από την πρώτη πάλι στιγμή, ή μάλλον από το πρώτο χαμόγελο (Ω, εσύ είσαι, φυσικά. Θα έπρεπε να το είχα καταλάβει/ήταν ένα πολύ παράξενο συναίσθημα, ανακούφισης και προειδοποίησης κινδύνου ταυτόχρονα). Η ευφορία που νιώθει η Νόρα είναι ακαριαία, κι ας μην γνωρίζει ακόμη ότι η Σιρένα είναι καλλιτέχνιδα, όπως αποκαλύπτεται αργότερα, καταξιωμένη σε σημαντικούς καλλιτεχνικούς κύκλους του Παρισιού. Οι παιδαγωγικές απόψεις τους για την τιμωρία των παλληκαράδων αλλά και για την προσαρμογή του Ρεζά φέρνει τις δυο γυναίκες πολύ κοντά ενώ το κοινό τους πάθος, η τέχνη, ανοίγει ένα βαθύ κανάλι επικοινωνίας, προβληματισμών και δημιουργικών ανησυχιών, στις οποίες ο συγγραφέας επιτρέπει και στον αναγνώστη να συμμετέχει. Γιατί η Σιρένα είναι καλλιτέχνιδα ευρείας κλίμακας εγκαταστάσεων με συνοδεία βίντεο, που αποκαλύπτουν ότι ο όμορφος κόσμος είναι ψεύτικος (συγκεκριμένα τώρα δουλεύει μια εκδοχή της «Χώρας των Θαυμάτων» (οράματα του παραδείσου, ενός άλλου κόσμου, του κόσμου της ομορφιάς κι έπειτα όταν βρεθείς μέσα τους, από κοντά, συνειδητοποιείς ότι τα λουλούδια είναι λεκιασμένα με βρομιές και τα αναρριχητικά καταρρέουν κλπ κλπ)), σε αντίθεση με την Νόρα που φτιάχνει τρισδιάστατες εικόνες/μινιατούρες σε πολύ μικρούς χώρους, π.χ. σε ένα κουτί παπουτσιών, όπου πάντα όμως υπήρχε μια μικρή κρυμμένη σιλουέτα, που ήταν η Χαρά (ακόμα και στις σκηνές θανάτου τη βάζω). Αποφασίζουν να δουλέψουν μαζί σε κοινό ατελιέ, ένα παλιό εργοστάσιο που ανακάλυψε η Σιρένα, και η κοινή απασχόληση πάνω σε τόσο διαφορετικό αντικείμενο δίνει ευκαιρία στην Νόρα για εμβάθυνση και αυτογνωσία, για συζήτηση και περιδιάβαση στις έννοιες (σαν να ήσουν έντεκα χρονών και λαχταρούσες τη συντροφιά της καλύτερής σου φίλης). Είναι μια χρυσή περίοδος, που γεμίζει τη Νόρα ζωντάνια και όρεξη (το θαύμα της πρώτης χρονιάς Σαχίντ), και όλα στη Σιρένα της αρέσουν, ακόμα και … τα βρόμικα φλυτζάνια εδώ κι εκεί (είχε το ταλέντο να κάνει τα πράγματα όμορφα). Η πρωταγωνίστριά μας είναι γεμάτη ενέργεια και δουλεύει με χαρά τα «κουκλόσπιτά της (μικρογραφίες των δωματίων της Άλις Νιλ, της Ίντι Σέτζουικ, της Βιρτζίνιας Γουλφ, της Έμιλι Ντίκινσον) ψάχνοντας το πνευματικό νόημα αυτής της δημιουργικής ορμής.
     Και τέλος, ο σύζυγος της Σιρένα, ο Σκαντάρ, καθηγητής Ιστορίας, θύμα του εμφύλιου στον Λίβανο! Εισβάλλει ξαφνικά στο ατελιέ, όσο η Νόρα δουλεύει μόνη βραδιάτικα, σπάει τις νόρμες και τα φράγματα και χτίζει με τη Νόρα μια σχέση διαπροσωπική, σπάνια και αβίαστη. Γρήγορα η Νόρα συνειδητοποιεί ότι της αρέσει και σαν άντρας (ήθελα αμέσως να αγγίξω το σαγόνι του και να νιώσω την τραχύτητα από τα βραδινά γένια του). Κέφι, γέλιο και χαρά είναι τα κυρίαρχα συναισθήματα στην συνάντησή τους και Νόρα έχει κίνητρο να ψάξει για το δημοφιλές ζευγάρι στο…google!
     Έτσι, με πολλές αναφορές και λεπτομέρειες η ηρωίδα/αφηγήτρια μάς δίνει να καταλάβουμε ότι οι τρεις Σαχίντ ανέτρεψαν κάθε ηρεμία και τάξη στη ζωή της (πριν από τους Σαχίντ νόμιζα ότι καταλάβαινα τον έρωτα και τι ήταν και πώς ένιωθα γι’ αυτό/ξέρω τι σκέφτεστε. Σκέφτεστε ότι την είχα ερωτευτεί –που ήταν αλήθεια- αλλά με ρομαντικό τρόπο- που δεν ίσχυε). Και δεν είναι τόσο άπειρη όσο θα πίστευε κανείς για «γυναίκα του επάνω ορόφου» (μόνο και μόνο επειδή κάτι είναι αόρατο, δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει/ ποιος βλέπει τα αόρατα συναισθήματα, τα άγραφα γεγονότα; Ποιος είναι εκείνος που όχι μόνο βλέπει τον έρωτα, πιο φευγαλέο από οποιοδήποτε φάντασμα, αλλά μπορεί και να τον αδράξει; Με ποιο δικαίωμα μου λέτε ότι δεν ξέρω τι είναι έρωτας;). Η ήρεμη, με σταθερές αξίες στοχαστική ζωή είναι επιλογή της. Τώρα όμως η οικογένεια Σαχίντ «αναστάτωσε τις στέρεες παρατάξεις»[1], σε βαθμό καταφανή. Άλλωστε, και οι φίλες τους νιώθουν την εσωτερική αλλαγή της Νόρας.
     Ωστόσο, καθώς μας περιγράφει την τότε εσωτερική της διέγερση, που παίρνει πολλές μορφές, πετάει πινελιές μίσους και οργής από το παρόν (μπορώ να σας πω τελείως ατάραχα ότι θα μπορούσα να τους σκοτώσω –ότι πάνω απ’ όλα θα μπορούσα να σκοτώσω εκείνη/ω μην ανησυχείτε, δεν θα το κάνω. Είμαι ακίνδυνη. Εμείς οι Γυναίκες του Πάνω Ορόφου είμαστε κι αυτό. Αλλά θα μπορούσα).
     Έτσι ο αναγνώστης παρακολουθεί με αυξημένο ενδιαφέρον τα σκαμπανεβάσματα στη σχέση της Νόρας με καθένα από τα τρία μέλη της οικογένειας. Ένα ακόμα σοβαρό επεισόδιο μπούλινγκ απομακρύνει την οικογένεια, καθώς συμπίπτουν και οι διακοπές των Χριστουγέννων –και το μαρτύριο της μοναξιάς και της αναμονής χωρίς να έχει νέα τους διαδέχεται σύντομα μια νέα φάση προσέγγισης, ακόμα πιο στενής και ουσιαστικής: τώρα η Σιρένα τής προτείνει να κρατάει κάποια βράδια τον Ρεζά, όταν οι δυο γονείς θα λείπουν! Η Νόρα εισέρχεται κανονικά και με… τον νόμο στον πυρήνα της οικογένειας, υποκαθιστά τη μητρική σχέση με τον Ρεζά ο οποίος της δείχνει απίστευτη εμπιστοσύνη, εκτιμά με ειλικρίνεια την τέχνη της, ενώ τα βράδια την συνοδεύει στο σπίτι της ο Σκαντάρ, χτίζοντας μια σχέση που δεν αργεί να γίνει ερωτική, της μιας βραδιάς. Η Νόρα ζει σ ένα πέλαγος ευτυχίας, με την ψευδαίσθηση ότι έχει οικογένεια εφόσον και με τους τρεις μοιράζεται μυστικές στιγμές, νιώθει ότι την αγαπούν, βοηθάει την Σιρένα δημιουργικά στην έκθεση που εκείνη έχει προγραμματίσει στο Παρίσι (φτάνει να ακυρώσει το ραντεβού με τον καρτερικό πατέρα της για να βοηθήσει τη Σιρένα), και βασικά, είναι ευτυχισμένη (όλη η ζωή ήταν ξαφνικά δυνητικά συναρπαστική/ζούσα συνειδητά μ’ έναν τρόπο εντελώς καινούργιο για μένα).
     Τα έντονα συναισθήματα είναι αδιαπραγμάτευτα, τα κρατάει σαν φυλαχτό ακόμα κι αν υπάρχει η πιθανότητα να μην είναι αμοιβαία, κι όταν τα μοιράζεται με τις φίλες της κι εκείνες της επισημαίνουν διάφορες ολισθηρές διαστάσεις (δεν αρνούμαι τα συναισθήματά σου, κάνω απλώς μια ερώτηση για την ιστορία που επιλέγεις να πεις γι’ αυτά τα συναισθήματα), εκείνη οχυρώνεται (απλώς και μόνο επειδή κάποιος σας εξηγεί με λογικά επιχειρήματα ότι δεν νιώθεις στ’ αλήθεια αυτό που νιώθεις, δεν αρκεί για να κάνει το συναίσθημα να φύγει).
     Οι μεθυστικές εβδομάδες που ακολούθησαν ήταν εβδομάδες πυρετώδους προετοιμασίας για την έκθεση του έργου της Σιρένα, ένα έργο διαδραστικό, που ανιχνεύει τη «ζωτική δύναμη», που «ανοίγει τις πόρτες του δυνατού στο να ανακαλύψει ο καθένας την "δική του Χώρα των Θαυμάτων"». Το concept περιλάμβανε την επίσκεψη της τάξης της Νόρας και την μαγνητοσκόπηση των αντιδράσεων των παιδιών, μετά βέβαια από έγκριση των γονέων. Ο χρόνος πιέζει και ο αναγνώστης αρχίζει να νιώθει ότι η Σιρένα μεταμορφώνεται σε εγωκεντρική και αυταρχική καλλιτέχνιδα. Η Νόρα όμως δουλεύει με πάθος πολλές φορές μόνη της στο ατελιέ, φτάνει σε έκσταση χορεύοντας ημίγυμνη και μισομεθυσμένη παίρνοντας φωτογραφίες τον εαυτό της, κι αφήνοντας τα εκρηκτικά της συναισθήματα να την κατακλύσουν (τα ένιωθα όλα με τον ζήλο κάποιου που μόλις είχε ξυπνήσει –μα τον θεό ένιωθα και ένιωθα και ένιωθα/Ω, η μεγάλη περιπέτεια! Η ζωή εκεί, μπροστά μου, το ατελείωτο συμπόσιο που με περίμενε).
     Είναι το χρονικό σημείο όπου οι αστέρες προσεγγίζουν ο ένας τον άλλον μέχρι που σχεδόν άπτονται, αλλά στη συνέχεια αρχίζουν κι απομακρύνονται. Την χρονική στιγμή που η Νόρα αισθάνεται έτοιμη να μοιραστεί τα πανάκριβα συναισθήματά της, η Σιρένα, απορροφημένη από την σούπερ διοργάνωσή της, εξαφανίζεται χωρίς προειδοποίηση, κι όταν επανεμφανίζεται έχει «συγκλονιστικά νέα» (όπως συνέβαινε τόσο συχνά –μ’ εμάς τις Γυναίκες του Επάνω ορόφου!- η ζωή της θα αποδεικνυόταν πιο σημαντική από τη δική μου ζωή). Ο ενθουσιασμός της Σιρένα «αδειάζει» για άλλη μια φορά τη Νόρα, εκμηδενίζοντας την δική της ύπαρξη (περιττό να σας πω ότι με έγδερνε ζωντανή). Γρήγορα και με οδυνηρό τρόπο η Νόρα αντιλαμβάνεται ότι την είχε χάσει, ότι η "Σιρένα κινούνταν σε άλλη σφαίρα". Η φόρτιση την οδηγεί να χάσει το μέτρο και τον εαυτό της, να αναζητήσει την ελευθερία και τη λύτρωση σε ένα είδος «εξορκισμού», όπως η ίδια παραδέχεται (ήμουν ολοκληρωτικά μια άλλη Νόρα).
     Δεν ήταν όμως βέβαια αυτή η διάψευση, απογοήτευση, η τραυματισμένη χαρά ή η έλλειψη αμοιβαιότητας που έκανε την «συμπαθητική, ήπια γλυκιά δασκάλα» να ξεπεράσει το όριο της αγανάκτησης και της οργής. Η Νόρα έχει την απαραίτητη ηθική ακεραιότητα να θαυμάσει το έργο της Σιρένα, να συμμετέχει, να βάλει στην άκρη το πληγωμένο της εγώ, να μην συγκρίνει και να μην υποτιμήσει τις δικές της καλλιτεχνικές, ερασιτεχνικές προσπάθειες. Ακόμα κι όταν φεύγουν οι Σαχίντ δημιουργώντας της συναισθήματα ψυχικής εγκατάλειψης, κι όταν η ίδια μετά από δυο χρόνια επισκέπτεται την έκθεση της σούπερ πετυχημένης Σιρένα, παραδέχεται ότι της χάρισαν στιγμές απίστευτης ζωντάνιας, χαράς και αγάπης...
     ...μέχρι την φρικτή ανατροπή, που συμβαίνει απότομα και στη ζωή της Νόρας αλλά και στον αναγνώστη (στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου) και γεμίζει και την πρωταγωνίστρια αλλά και τον αναγνώστη θυμό απέναντι στην Σιρένα  και τον Σκαντάρ. Αγανάκτηση που ξεχειλίζει – μια δικαιολογημένη Οργή που όταν εκλογικεύεται θέτει άπειρα ερωτήματα και ηθικά διλήμματα. Μια οργή που θα γίνει κινητήρια δύναμη στη Νόρα για να οριοθετήσει τον εαυτό της (το ότι είμαι έξαλλη, δολοφονικά έξαλλη, σημαίνει ότι είμαι ζωντανή).
     Η οργή μου δεν είναι οργή ασήμαντου ανθρώπου, γλυκιάς κοπέλας, υπάκουης κόρης. Η οργή μου είναι ένας κολοσσός. Γιατί δεν πρόκειται για μια περιστασιακή απογοήτευση. Στο βιβλίο αυτό η συγγραφέας μας δίνει την ευκαιρία, με συναισθηματικό τρόπο, να ψηλαφίσουμε ένα πρόβλημα/θέμα/ζήτημα στο οποίο σκοντάφτει όλη η σύγχρονη κοινωνία και καθένας από μας χωριστά: την σχέση τέχνης και ζωής, εικόνας και ανθρώπινης επαφής.
    Έτσι η Νόρα, μεταμορφωμένη και ανασυγκροτημένη, τελειώνοντας την αφήγησή της, αναφωνεί:
     Περιμένετε και θα δείτε.
Χριστίνα Παπαγγελή
[1] Μ. Αναγνωστάκη, «Το σκάκι»: Μονάχα ετούτον τον τρελό μου θα κρατήσω/Που ξέρει μόνο σ’ ένα χρώμα να πηγαίνει/Δρασκελώντας τη μια άκρη ώς την άλλη/Γελώντας μπρος στις τόσες πανοπλίες σου/Μπαίνοντας μέσα στις γραμμές σου ξαφνικά/Αναστατώνοντας τις στέρεες παρατάξεις.